ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Το άτομο που κατά συνήθεια ζητάει ελεημοσύνη δημόσια. Το πατριαρχικό σύστημα, το οποίο σύμφωνα με την Αγία Γραφή υπήρχε πριν αλλά και μετά τον παγγήινο Κατακλυσμό των ημερών του Νώε, αναμφίβολα συνέβαλλε πολύ στην αποφυγή καταστάσεων που εξωθούν ορισμένους στην απομόνωση, τους οδηγούν στην εξαθλίωση και τους αναγκάζουν να εξαρτώνται από την ελεημοσύνη των άλλων. Με αυτόν τον τρόπο εμπόδιζε τη δημιουργία μιας τάξης απόρων. Από τους αρχαίους χρόνους, φαίνεται ότι προσφερόταν απλόχερα φιλοξενία στους ξένους ή στους ταξιδιώτες—αυτό τουλάχιστον απηχούν οι αφηγήσεις της Αγίας Γραφής, με σπάνιες εξαιρέσεις. (Γε 19:1-3· Εξ 2:18-20· Κρ 19:15-21) Η αστικοποίηση συνέτεινε στην αποδυνάμωση του πατριαρχικού συστήματος, πιθανόν δε αυτό το φαινόμενο, σε συνδυασμό με την ιδιοτελή τάση για εκμετάλλευση της φιλοξενίας ή της φιλανθρωπίας των άλλων, να οδήγησε στην εμφάνιση της επαιτείας, δηλαδή της ζητιανιάς, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η επαιτεία έχει προφανώς αρχαιότατες ρίζες στις χώρες της Ανατολής. Αυτό καθιστά ακόμη πιο αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Εβραϊκές Γραφές δεν κάνουν καμιά νύξη για την ύπαρξη επαιτείας σε οποιονδήποτε βαθμό στο έθνος του Ισραήλ ούτε αφήνουν να εννοηθεί ότι αυτή αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα για τους Ισραηλίτες αφότου συγκροτήθηκαν ως έθνος μέχρις ότου εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα. Όταν έφευγαν από την Αίγυπτο, όπου τους είχαν μεταχειριστεί ως δούλους, «άρχισαν να ζητούν [τύπος του εβρ. ρήματος σα’άλ] από τους Αιγυπτίους ασημένια αντικείμενα και χρυσά αντικείμενα και μανδύες. . . . και αυτοί απογύμνωσαν τους Αιγυπτίους». (Εξ 12:35, 36) Το γεγονός αυτό, όμως, εναρμονιζόταν με την εντολή και την προφητεία του Θεού και προφανώς θεωρήθηκε δίκαιη αποζημίωση για τη μακροχρόνια δουλεία τους και τις αδικίες που υπέμειναν στα χέρια των Αιγυπτίων. (Εξ 3:21, 22· παράβαλε Δευ 15:12-15.) Δεν συνιστούσε προηγούμενο για την άσκηση επαιτείας.
Ο Μωσαϊκός Νόμος περιλάμβανε δυναμικές διατάξεις υπέρ των φτωχών οι οποίες, όταν τηρούνταν, εξάλειφαν κάθε λόγο για επαιτεία. (Λευ 19:9, 10· Δευ 15:7-10· 24:19-21· βλέπε ΔΩΡΑ ΕΛΕΟΥΣ.) Οι Εβραϊκές Γραφές εκφράζουν την έντονη πεποίθηση ότι ο Θεός θα προνοήσει για όσους προσκολλώνται στη δικαιοσύνη, όπως αναφώνησε ο Δαβίδ στα γηρατειά του: «Δεν είδα δίκαιο εγκαταλειμμένο ούτε κάποιον απόγονό του να ζητάει [“να ζητιανεύει”, ΜΠΚ· τύπος της εβρ. λέξης μπικκές] ψωμί», μολονότι οι ίδιοι αυτοί δίκαιοι παρουσιάζονται να εκδηλώνουν απλόχερα τη γενναιοδωρία τους. (Ψλ 37:25, 26· αντιπαράβαλε την εμπειρία της αποστάτιδας Ιερουσαλήμ στα εδ. Θρ 1:11· 4:4.) Από την άλλη πλευρά, το εδάφιο Παροιμίες 20:4 παρουσιάζει τον τεμπέλη να «ζητιανεύει στον καιρό του θερισμού», ενώ το εδάφιο Ψαλμός 109:10 λέει ότι η εκτέλεση της τιμωρίας εναντίον του πονηρού αναγκάζει “τους γιους του να περιπλανιούνται, να ζητιανεύουν και να ψάχνουν να βρουν τροφή από τους έρημους τόπους τους”. Και στα δύο αυτά εδάφια, το ρήμα «ζητιανεύω» αποδίδει το εβραϊκό ρήμα σα’άλ, το οποίο κατά βάση σημαίνει «ζητώ». (Εξ 3:22· 1Βα 3:11) Ωστόσο, στις δύο αυτές περιπτώσεις υπονοείται ότι κάποιος ζητάει κάτι ενεργά και ίσως δημόσια, όπως οι ζητιάνοι.
Φαίνεται ότι, στο διάστημα ανάμεσα στην επάνοδο των Ιουδαίων από την εξορία (537 Π.Κ.Χ.) και στην εμφάνιση του Ιησού στην επίγεια σκηνή, αναπτύχθηκε μεταξύ των Ιουδαίων η αντίληψη ότι αυτές καθαυτές οι ελεημοσύνες, ή φιλανθρωπίες, συμβάλλουν στην απόκτηση σωτηρίας. Αυτό γίνεται φανερό από μια δήλωση του απόκρυφου βιβλίου Σοφία Σειράχ (3:30) (γραμμένου στις αρχές του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ.), σύμφωνα με την οποία «η ελεημοσύνη κάνει εξιλέωση για τις αμαρτίες». Αναμφίβολα η άποψη αυτή ενθάρρυνε την επαιτεία. (Παράβαλε τις πολυδιαφημισμένες δωρεές που κατέκρινε ο Ιησούς στο εδ. Ματ 6:2.)
Η επικυριαρχία των ξένων δυνάμεων επέφερε καταδυνάστευση στον Ιουδαϊκό λαό και χωρίς αμφιβολία παρεμπόδισε σημαντικά την εφαρμογή του Μωσαϊκού Νόμου όσον αφορά τα προγονικά εδαφικά δικαιώματα και άλλες παρόμοιες διατάξεις. Το γεγονός αυτό καθώς και οι ψεύτικες θρησκευτικές φιλοσοφίες, οι οποίες απέτυχαν να ενσταλάξουν ειλικρινή και βασισμένη σε αρχές αγάπη για τον πλησίον (Ματ 23:23· Λου 10:29-31), πιθανότατα έφεραν μερίδιο ευθύνης για την ανάπτυξη της επαιτείας στην Παλαιστίνη. Γι’ αυτό, στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές βρίσκουμε αρκετές αναφορές στους ζητιάνους που υπήρχαν σε εκείνον τον τόπο.
Οι τυφλοί, οι κουτσοί και οι ασθενείς συγκαταλέγονται στους ζητιάνους που περιγράφονται στην εποχή του Ιησού και των αποστόλων. Η οφθαλμία (πάθηση των ματιών που είναι και σήμερα κοινή στη Μέση Ανατολή) πιθανόν να είχε προκαλέσει τύφλωση σε μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους. (Μαρ 10:46-49· Λου 16:20, 22· 18:35-43· Ιωα 9:1-8· Πρ 3:2-10) Όπως οι σημερινοί ζητιάνοι, έτσι και εκείνοι κάθονταν συνήθως σε μεγάλες δημόσιες οδούς ή κοντά σε πολυσύχναστα μέρη, παραδείγματος χάρη στο ναό. Παρότι οι άνθρωποι προσέδιδαν μεγάλη σημασία στις ελεημοσύνες, περιφρονούσαν τους ζητιάνους, γι’ αυτό και ο οικονόμος της παραβολής του Ιησού είπε: «Να ζητιανεύω ντρέπομαι».—Λου 16:3.
Τα δύο ρήματα που χρησιμοποιούνται στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο αναφερόμενα στην επαιτεία είναι συγγενικά του ρήματος αἰτέω, που σημαίνει «ζητώ».—Ματ 7:7.
Η λέξη πτωχός, την οποία χρησιμοποίησε στο πρωτότυπο κείμενο ο Λουκάς (16:20, 22) καταγράφοντας τα λόγια που είπε ο Ιησούς αναφερόμενος στον Λάζαρο ως ζητιάνο, προσδιορίζει κάποιον που ζαρώνει και μαζεύεται, και αναφέρεται στους πάμφτωχους, στους ενδεείς, στους ζητιάνους. Η ίδια αυτή λέξη χρησιμοποιείται και στο εδάφιο Ματθαίος 5:3 αναφορικά με εκείνους «που έχουν συναίσθηση της πνευματικής τους ανάγκης [«που είναι ζητιάνοι για το πνεύμα», υποσ.]» (πτωχοὶ τῷ πνεύματι, Κείμενο). Σχετικά με τη χρήση της λέξης πτωχός σε αυτό το εδάφιο, το σύγγραμμα του Μ. Ρ. Βίνσεντ Μελέτες Λέξεων της Καινής Διαθήκης ([Word Studies in the New Testament] 1957, Τόμ. 1, σ. 36) λέει ότι «είναι πολύ παραστατική και εύστοχη εδώ, καθώς υποδηλώνει την απόλυτη πνευματική ένδεια, η συναίσθηση της οποίας προηγείται της εισόδου στη βασιλεία του Θεού, και η οποία δεν είναι δυνατόν να ανακουφιστεί από τις προσπάθειες του ίδιου του ατόμου, αλλά μόνο από το έλεος του Θεού που παρέχεται δωρεάν».
Αυτή την ίδια λέξη χρησιμοποίησε και ο Παύλος στο εδάφιο Γαλάτες 4:9 όταν εξέφρασε την ανησυχία του για όσους “επέστρεφαν πάλι στα αδύναμα και πενιχρά [πτωχά, Κείμενο] στοιχειώδη πράγματα” που έκαναν άλλοτε. Τέτοιου είδους πράγματα ήταν «πενιχρά» σε σύγκριση με τα πνευματικά πλούτη που είναι δυνατόν να αποκτηθούν μέσω του Χριστού Ιησού.
Μολονότι ο Ιησούς και οι απόστολοί του εκδήλωναν καλοσύνη στους ζητιάνους, δεν ενθάρρυναν την επαιτεία. Αν και αποδέχονταν τη φιλοξενία με ευγνωμοσύνη, δεν ζητιάνευαν. Ο Ιησούς είπε σε εκείνους που τον ακολουθούσαν απλώς και μόνο για να βρουν ψωμί ότι έπρεπε να ενδιαφέρονται, «όχι για την τροφή που αφανίζεται, αλλά για την τροφή που παραμένει για ζωή αιώνια». (Ιωα 6:26, 27) Ο Πέτρος είπε σε έναν κουτσό ζητιάνο στο ναό: «Ασήμι και χρυσάφι δεν έχω στην κατοχή μου, αλλά αυτό που έχω αυτό σου δίνω», και χρησιμοποίησε τα πνευματικά του χαρίσματα για να τον γιατρέψει. (Πρ 3:6) Έστω και αν, κατά καιρούς, οι απόστολοι ήταν πεινασμένοι και άστεγοι και δεν είχαν αρκετά ρούχα, εντούτοις μοχθούσαν “εργαζόμενοι με τα ίδια τους τα χέρια, νύχτα και ημέρα, ώστε να μην προκαλέσουν επιβάρυνση σε άλλους”. (1Κο 4:11, 12· 1Θε 2:9) Ο κανόνας που ίσχυε μεταξύ των Χριστιανών ήταν: «Αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται δεν πρέπει ούτε και να τρώει».—2Θε 3:10-12.