ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Η λέξη ζακέν του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου και η λέξη πρεσβύτερος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου δεν χρησιμοποιούνται μόνο για άτομα προχωρημένης ηλικίας (Γε 18:11· Δευ 28:50· 1Σα 2:22· 1Τι 5:1, 2) ή για τον μεγαλύτερο σε ηλικία μεταξύ δύο ατόμων (Λου 15:25), αλλά εφαρμόζονται με ιδιαίτερο τρόπο και σε εκείνους που κατέχουν θέση εξουσίας και ευθύνης σε μια κοινότητα ή ένα έθνος. Η τελευταία έννοια είναι η κυριαρχούσα τόσο στις Εβραϊκές όσο και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Από τους αρχαίους χρόνους, ο ηλικιωμένος άντρας κατά κανόνα έχαιρε εκτίμησης, όντας σεβαστός για την πείρα και τη γνώση του, καθώς και για τη σοφία και την ορθή κρίση που πιθανώς διέθετε ως φυσική συνέπεια. Σε πολλά έθνη οι άνθρωποι υποτάσσονταν στην κατεύθυνση των πρεσβυτέρων τους, οι οποίοι ήταν είτε τα ηλικιωμένα μέλη των πατριών είτε εκείνοι που ξεχώριζαν για τη γνώση και τη σοφία τους. Κατά συνέπεια, η έκφραση «πρεσβύτερος» είχε διπλή έννοια και προσδιόριζε είτε την ηλικία είτε τη θέση ή το αξίωμα. Οι αναφορές στους “πρεσβυτέρους [“αξιωματούχους”, JB, ΜΠΚ] της γης της Αιγύπτου” και “στους πρεσβυτέρους του Μωάβ και στους πρεσβυτέρους του Μαδιάμ” δεν εμπερικλείουν κάθε ηλικιωμένο άντρα αυτών των εθνών, αλλά εφαρμόζονται σε εκείνους που λειτουργούσαν ως συμβούλιο για να παρέχουν κατεύθυνση και καθοδηγία σε εθνικά θέματα, δηλαδή τους «άρχοντες [εβρ., σαρίμ· «αρχηγοί», AT, ΛΧ]» εκείνων των εθνών.—Γε 50:7· Αρ 22:4, 7, 8, 13-15· Ψλ 105:17, 21, 22.
Παρόμοια, οι εκφράσεις «πρεσβύτεροι του Ισραήλ», «πρεσβύτεροι της σύναξης», “πρεσβύτεροι του λαού μου”, “πρεσβύτεροι του τόπου” χρησιμοποιούνται με αυτή την επίσημη έννοια και δεν εφαρμόζονται σε κάθε ηλικιωμένο άντρα του έθνους του Ισραήλ. (Αρ 16:25· Λευ 4:15· 1Σα 15:30· 1Βα 20:7, 8) Στις σχετικά λίγες περιπτώσεις όπου η λέξη ζεκενίμ (πρεσβύτεροι) εμφανίζεται χωρίς προσδιορισμούς, τα συμφραζόμενα είναι εκείνα που υπαγορεύουν αν εννοούνται απλώς ηλικιωμένοι ή κάποιοι που κατείχαν επίσημη θέση ως κεφαλές.
Πρεσβύτεροι του Ισραήλ. Ήδη πριν από την Έξοδο, οι Ισραηλίτες είχαν τους «πρεσβυτέρους» τους, οι οποίοι έθεταν τα ζητήματα ενώπιον του λαού, μιλούσαν εκ μέρους του και έπαιρναν αποφάσεις. Όταν ο Μωυσής επέστρεψε στην Αίγυπτο, του δόθηκε η οδηγία να παρουσιάσει την αποστολή του σε αυτούς τους πρεσβυτέρους και εκείνοι, ή τουλάχιστον οι πιο σημαίνοντες από αυτούς, τον συνόδευσαν όταν εμφανίστηκε ενώπιον του Φαραώ.—Εξ 3:16, 18.
Όταν ο Μωυσής, ως εκπρόσωπος του Θεού, παρουσίασε τη διαθήκη του Νόμου στο έθνος, οι «πρεσβύτεροι» οι οποίοι είχαν θέση ευθύνης ήταν εκείνοι που εκπροσώπησαν το λαό στη σύναψη της διαθήκης με τον Ιεχωβά. (Εξ 19:3-8) Λίγο καιρό αργότερα, όταν οι Ισραηλίτες παραπονέθηκαν για τις συνθήκες στην έρημο, ο Μωυσής, αισθανόμενος ότι το φορτίο της διοίκησης του έθνους ήταν πια πολύ μεγάλο για αυτόν, εξομολογήθηκε το πρόβλημα στον Ιεχωβά. Τότε ο Θεός τού έδωσε την εξής εντολή: «Συγκέντρωσε για εμένα εβδομήντα άντρες από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, για τους οποίους ξέρεις ότι είναι πρεσβύτεροι του λαού και επόπτες του, . . . και θα πάρω ένα μέρος από το πνεύμα που είναι πάνω σου και θα το θέσω πάνω τους, και αυτοί θα σε βοηθούν να βαστάζεις το φορτίο». (Αρ 11:16, 17) Εκείνοι οι «πρεσβύτεροι» διορίστηκαν θεοκρατικά στην εν λόγω υπηρεσία. (Αρ 11:24, 25) Ο Ιεχωβά τούς χρησιμοποιούσε τώρα για να μοιράζονται την ευθύνη της ηγεσίας και της διοίκησης μαζί με τον Μωυσή.
Με τον καιρό, οι νομάδες Ισραηλίτες κατέλαβαν την Υποσχεμένη Γη και άρχισαν ξανά να διαμένουν σε μόνιμες κατοικίες σε χωριά και πόλεις, όπως ήταν ο τρόπος ζωής τους στην Αίγυπτο. Οι πρεσβύτεροι είχαν τώρα την ευθύνη για το λαό σε κοινοτικό επίπεδο. Ενεργούσαν ως σώμα επισκόπων στις αντίστοιχες κοινότητές τους, παρέχοντας κριτές και επόπτες για την απονομή δικαιοσύνης και για τη διατήρηση της ειρήνης, της ευταξίας και της πνευματικής υγείας.—Δευ 16:18-20· 25:7-9· Ιη 20:4· Ρθ 4:1-12.
Οι αναφορές σε «όλο τον Ισραήλ, τους πρεσβυτέρους του και τις κεφαλές του και τους κριτές του και τους επόπτες του» (Ιη 23:2· 24:1), «τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και όλες τις κεφαλές των φυλών, τους αρχηγούς των πατρικών οίκων» (2Χρ 5:2), δεν σημαίνουν ότι οι «κεφαλές», οι «κριτές», οι «επόπτες» και οι “αρχηγοί” ήταν ξεχωριστοί από τους «πρεσβυτέρους», αλλά απεναντίας υποδηλώνουν ότι αυτοί που χαρακτηρίζονταν με τέτοιους συγκεκριμένους προσδιορισμούς είχαν διακριτά αξιώματα εντός του σώματος των πρεσβυτέρων.—Παράβαλε 2Βα 19:2· Μαρ 15:1.
Εκείνοι που υπηρετούσαν ως «πρεσβύτεροι» σε εθνικό επίπεδο προσδιορίζονται με τις εκφράσεις «πρεσβύτεροι του Ισραήλ» (1Σα 4:3· 8:4), “πρεσβύτεροι του τόπου” (1Βα 20:7), «πρεσβύτεροι της σύναξης» (Κρ 21:16) ή, μετά τη διαίρεση του βασιλείου, “πρεσβύτεροι του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ”, όσον αφορά το νότιο βασίλειο.—2Βα 23:1.
Όπως πολλοί από τους βασιλιάδες και τους ιερείς του Ισραήλ, έτσι και οι «πρεσβύτεροι» ως σύνολο αποδείχτηκαν άπιστοι σε σχέση με την ευθύνη τους προς τον Θεό και το λαό. (1Βα 21:8-14· Ιεζ 7:26· 14:1-3) Επειδή έχασαν την υποστήριξη του Θεού, “παιδιά θα καθίσταντο άρχοντές τους” και ο “ανυπόληπτος θα μαινόταν εναντίον του αξιότιμου”. (Ησ 3:1-5) Επομένως, οι Εβραϊκές Γραφές τονίζουν ότι η ηλικία από μόνη της δεν επαρκεί, «τα γκρίζα μαλλιά είναι στεφάνι ωραιότητας» μόνο «όταν βρίσκονται στην οδό της δικαιοσύνης». (Παρ 16:31) «Δεν αποδεικνύονται σοφοί όσοι απλώς αφθονούν σε ημέρες ούτε κατανοούν την κρίση όσοι είναι απλώς ηλικιωμένοι», αλλά εκείνοι που, μαζί με την πείρα τους, καθοδηγούνται από το πνεύμα του Θεού και έχουν αποκτήσει κατανόηση του Λόγου του.—Ιωβ 32:8, 9· Ψλ 119:100· Παρ 3:5-7· Εκ 4:13.
Η παροχή κατεύθυνσης από το σώμα των «πρεσβυτέρων» συνεχίστηκε σε όλη την ιστορία του έθνους, ακόμη και κατά τη διάρκεια της βαβυλωνιακής εξορίας και μετά την αποκατάσταση στον Ιούδα. (Ιερ 29:1· Εσδ 6:7· 10:7, 8, 14) Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, υπήρχαν «πρεσβύτεροι» οι οποίοι δραστηριοποιούνταν σε δημόσιες υποθέσεις, τόσο σε κοινοτικό επίπεδο (Λου 7:3-5) όσο και σε εθνικό. «Η συνέλευση των πρεσβυτέρων» (πρεσβυτέριον, Κείμενο) στην Ιερουσαλήμ αποτελούσε κύρια πηγή εναντίωσης στον Ιησού και στους μαθητές του.—Λου 22:66· Πρ 22:5.
Πρεσβύτεροι στη Χριστιανική Εκκλησία. Λαβαίνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις αναφορές στους «πρεσβυτέρους» της Χριστιανικής εκκλησίας. Όπως συνέβαινε στον σαρκικό Ισραήλ, έτσι και στον πνευματικό οι «πρεσβύτεροι» ήταν τα άτομα που είχαν την ευθύνη για την καθοδήγηση της εκκλησίας.
Την ημέρα της Πεντηκοστής, οι απόστολοι ενήργησαν ως σώμα, ο δε Πέτρος υπηρέτησε ως εκπρόσωπός τους με την επενέργεια του εκχυθέντος πνεύματος του Θεού. (Πρ 2:14, 37-42) Σαφώς, οι απόστολοι ήταν «πρεσβύτεροι» με την πνευματική έννοια λόγω της προηγούμενης και στενής συναναστροφής που είχαν με τον Ιησού και λόγω του ότι εκείνος τους είχε αναθέσει προσωπικά την αποστολή να διδάσκουν. (Ματ 28:18-20· Εφ 4:11, 12· παράβαλε Πρ 2:42.) Η στάση αυτών που γίνονταν πιστοί δείχνει ότι αναγνώριζαν πως οι απόστολοι είχαν κυβερνητική εξουσία στο νέο έθνος υπό τον Χριστό (Πρ 2:42· 4:32-37· 5:1-11), καθώς και εξουσία να κάνουν διορισμούς για υπηρεσία, είτε άμεσα ως σώμα είτε μέσω εκπροσώπων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον απόστολο Παύλο. (Πρ 6:1-6· 14:19-23) Όταν προέκυψε το ζήτημα της περιτομής, κάποιοι «πρεσβύτεροι» συγκεντρώθηκαν μαζί με τους αποστόλους για να εξετάσουν το θέμα. Η απόφασή τους γνωστοποιήθηκε στις απανταχού εκκλησίες και έγινε αποδεκτή ως έγκυρη. (Πρ 15:1-31· 16:1-5) Όπως, λοιπόν, μερικοί «πρεσβύτεροι» υπηρετούσαν τον Ισραήλ σε εθνική κλίμακα, είναι προφανές ότι αυτοί οι «πρεσβύτεροι» μαζί με τους αποστόλους συγκροτούσαν ένα κυβερνών σώμα για ολόκληρη τη Χριστιανική εκκλησία ανά τον κόσμο. Μεταγενέστερα, ο Παύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ και συναντήθηκε με τον Ιάκωβο και “όλους τους πρεσβυτέρους”, εκθέτοντάς τους τα αποτελέσματα του έργου του και δεχόμενος τη συμβουλή τους για ορισμένα ζητήματα.—Πρ 21:15-26.
Σε μερικές περιπτώσεις, η λέξη πρεσβύτεροι του πρωτότυπου κειμένου χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τη λέξη “νεότεροι” ή παράλληλα με τη λέξη «γεροντότερες», χωρίς να υπάρχει ένδειξη ότι περιλαμβάνεται εκκλησιαστική ευθύνη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λέξη αυτή αναφέρεται απλώς σε «γέροντες», άντρες ώριμης ηλικίας. (Πρ 2:17, 18· 1Τι 5:1, 2) Χρησιμοποιείται επίσης αναφορικά με «ανθρώπους της αρχαιότητας». (Εβρ 11:2) Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις όπου εμφανίζεται η λέξη πρεσβύτεροι στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, προσδιορίζει άτομα που είχαν την ευθύνη για την καθοδήγηση της εκκλησίας. Σε ορισμένες περικοπές, οι «πρεσβύτεροι» αποκαλούνται ἐπίσκοποι. Ο Παύλος χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη μιλώντας στους «πρεσβυτέρους» της μοναδικής εκκλησίας της Εφέσου και την εφάρμοσε σε πρεσβυτέρους στην επιστολή του προς τον Τίτο. (Πρ 20:17, 28· Τιτ 1:5, 7) Επομένως, και οι δύο λέξεις αναφέρονται στην ίδια θέση: η λέξη «πρεσβύτερος» υποδηλώνει τις ώριμες ιδιότητες του ατόμου που έχει αυτόν το διορισμό, ενώ η λέξη «επίσκοπος» τα καθήκοντα που συνεπάγεται ο διορισμός.
Σχετικά με τη λέξη πρεσβύτερος του πρωτότυπου κειμένου, ο Μανουέλ Γκέρα ι Γκόμεθ έκανε τα εξής σχόλια: «Η ακριβής έννοια της λέξης [πρεσβύτερος] στην πλειονότητα σχεδόν των ελληνιστικών κειμένων, τα οποία διασώζονται σήμερα, είναι αυτή του ώριμου άντρα. Η ωριμότητα όσον αφορά την κρίση και την παροχή ορθής κατεύθυνσης αποτελεί τη χαρακτηριστική χροιά της λέξης. . . . Άσχετα με το αν έχει εξειδικευμένη έννοια ή όχι, η λέξη [πρεσβύτερος], τόσο στον ελληνιστικό όσο και στον ισραηλιτικό κόσμο, δεν υποδηλώνει τον ανήμπορο ηλικιωμένο αλλά τον ώριμο άντρα, ο οποίος λόγω πείρας και σύνεσης έχει τα προσόντα να κυβερνάει την οικογένειά του ή το λαό του».—Επίσκοπος και Πρεσβύτερος (Episcopos y Presbyteros), Μπούργκος, Ισπανία, 1962, σ. 117, 257.
Είναι προφανές ότι η ηλικία, με την κατά γράμμα έννοια των ετών που έχει ζήσει κάποιος, ήταν ένας από τους παράγοντες οι οποίοι καθόριζαν αν είχε τα προσόντα να υπηρετεί ως «πρεσβύτερος» στον αρχαίο Ισραήλ. (1Βα 12:6-13) Παρόμοια, οι «πρεσβύτεροι», ή αλλιώς επίσκοποι, στη Χριστιανική εκκλησία δεν ήταν νεαρά άτομα, εφόσον, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, είχαν συζύγους και παιδιά. (Τιτ 1:5, 6· 1Τι 3:2, 4, 5) Ωστόσο, η ηλικία δεν ήταν ο μοναδικός ή ο σημαντικότερος παράγοντας, όπως φαίνεται από τα άλλα προσόντα που παρατίθενται (1Τι 3:2-7· Τιτ 1:6-9), ούτε καθορίστηκε κάποιο συγκεκριμένο όριο ηλικίας. Ο Τιμόθεος, ο οποίος ασχολούνταν με το διορισμό «πρεσβυτέρων», θεωρούνταν προφανώς και ο ίδιος πρεσβύτερος, αν και ήταν σχετικά νέος.—1Τι 4:12.
Οι απαιτήσεις για τη θέση του «πρεσβυτέρου» στη Χριστιανική εκκλησία περιλάμβαναν υψηλό επίπεδο διαγωγής και πνευματικότητας. Η ικανότητα που είχε κάποιος να διδάσκει, να προτρέπει και να ελέγχει έπαιζε σημαντικό ρόλο προκειμένου να εγκριθεί ως «πρεσβύτερος». (1Τι 3:2· Τιτ 1:9) Ο Παύλος παρήγγειλε επίσημα στον Τιμόθεο να “κηρύξει το λόγο, να το κάνει αυτό με το αίσθημα του επείγοντος σε ευνοϊκό καιρό, σε δυσμενή καιρό, να ελέγξει, να επιτιμήσει, να προτρέψει, με κάθε μακροθυμία και τέχνη της διδασκαλίας”. (2Τι 4:2) Ως «ποιμένες», οι «πρεσβύτεροι» είναι υπεύθυνοι για την πνευματική διατροφή του ποιμνίου, καθώς επίσης για τη φροντίδα των πνευματικά ασθενών και την προστασία του ποιμνίου από στοιχεία όμοια με λύκους. (Πρ 20:28-35· Ιακ 5:14, 15· 1Πε 5:2-4) Επιπλέον, ο Παύλος, ο οποίος δίδασκε και ο ίδιος με ζήλο «δημόσια και από σπίτι σε σπίτι», υπενθύμισε στον Τιμόθεο την ευθύνη που είχε να “κάνει έργο ευαγγελιστή, να επιτελέσει τη διακονία του στο πλήρες”.—Πρ 20:20· 2Τι 4:5.
Κάθε Χριστιανική εκκλησία είχε ένα σώμα «πρεσβυτέρων» ή «επισκόπων», οι οποίοι αναφέρονται συχνά σε πληθυντικό αριθμό, όπως συνέβαινε στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ (Πρ 11:30· 15:4, 6· 21:18), της Εφέσου (Πρ 20:17, 28) και των Φιλίππων (Φλπ 1:1). «Το πρεσβυτέριο» αναφέρεται σε συνάρτηση με την “επίθεση των χεριών” στον Τιμόθεο. (1Τι 4:14) Οι «πρεσβύτεροι», ως επίσκοποι της εκκλησίας, “προΐσταντο” στους αδελφούς τους.—Ρω 12:8· 1Θε 5:12-15· 1Τι 3:4, 5· 5:17.
Ο Παύλος και ο Πέτρος, ως «πρεσβύτεροι» με αποστολική εξουσία, ασκούσαν κατά καιρούς επίβλεψη σε άλλους «πρεσβυτέρους» ορισμένων εκκλησιών (παράβαλε 1Κο 4:18-21· 5:1-5, 9-13· Φλπ 1:1· 2:12· 1Πε 1:1· 5:1-5), όπως έκαναν επίσης ο απόστολος Ιωάννης και οι μαθητές Ιάκωβος και Ιούδας—όλοι αυτοί έγραψαν επιστολές προς διάφορες εκκλησίες. Ο Παύλος διόρισε τον Τιμόθεο και τον Τίτο να τον εκπροσωπήσουν σε ορισμένα μέρη. (1Κο 4:17· Φλπ 2:19, 20· 1Τι 1:3, 4· 5:1-21· Τιτ 1:5) Σε πολλές περιπτώσεις, αυτοί οι άντρες είχαν να διαχειριστούν νεοσχηματισμένες εκκλησίες πιστών, η δε αποστολή του Τίτου ήταν να “διορθώσει τα πράγματα που παρουσίαζαν ελλείψεις” στις εκκλησίες της Κρήτης.
Σύμφωνα με το Βιβλικό υπόμνημα, ο Παύλος, ο Βαρνάβας, ο Τίτος και προφανώς ο Τιμόθεος συμμετείχαν στο διορισμό «πρεσβυτέρων» στις εκκλησίες. (Πρ 14:21-23· 1Τι 5:22· Τιτ 1:5) Πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι εκκλησίες έκαναν τέτοιους διορισμούς ενεργώντας ανεξάρτητα. Σχετικά με την περίπτωση στην οποία ο Παύλος και ο Βαρνάβας επισκέφτηκαν ξανά τα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια, το εδάφιο Πράξεις 14:23 δηλώνει ότι «διόρισαν [χειροτονήσαντες, Κείμενο] για αυτούς πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία» («διώρισαν πρεσβυτέρους εις κάθε εκκλησίαν», ΚΔΤΚ· «τους διώρισαν πρεσβύτερους σε κάθε εκκλησία», ΛΘΖ). Όσον αφορά τη σημασία του ρήματος χειροτονέω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, στο σύγγραμμα Πράξεις των Αποστόλων ([The Acts of the Apostles] 1970, σ. 286) του Φ. Φ. Μπρους γίνεται το ακόλουθο σχόλιο: «Αν και ετυμολογικά [το ρήμα χειροτονέω] σημαίνει “εκλέγω με ανάταση των χεριών”, κατέληξε να χρησιμοποιείται με την έννοια “ορίζω”, “διορίζω”: πρβλ. την ίδια λέξη με πρόθεση [πρό] στο 10:41». Το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, τόμ. 4, σ. 625), αφού πρώτα δίνει τους κοινούς ορισμούς του χειροτονέω, λέει: «μεταγεν[έστερα] [γενικώς], διορίζω, . . . διορίζω εις αξίωμα εν τη Εκκλησία». Παρόμοια, το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek and English Lexicon to the New Testament] Λονδίνο, 1845, σ. 673) του Πάρκχερστ λέει: «Ακολουθούμενο από αιτιατική, διορίζω ή εγκαθιστώ σε αξίωμα, χωρίς όμως ψηφοφορία». Το αξίωμα στο οποίο διορίζονταν αυτοί οι Χριστιανοί άντρες ήταν το αξίωμα του «πρεσβυτέρου», χωρίς να τους ψηφίζουν οι άλλοι με ανάταση των χεριών.
Γράφοντας στον Τιμόθεο, ο Παύλος είπε: «Οι πρεσβύτεροι, που προΐστανται με καλό τρόπο, ας θεωρούνται άξιοι διπλής τιμής, ειδικά εκείνοι που εργάζονται σκληρά στην ομιλία και στη διδασκαλία». (1Τι 5:17) Λαβαίνοντας υπόψη το επόμενο εδάφιο (18) καθώς και το ότι προηγουμένως εξετάζεται το θέμα της απόδοσης τιμής στις χήρες με υλικό τρόπο (εδ. 3-16), συμπεραίνουμε ότι αυτή η “διπλή τιμή” περιλάμβανε προφανώς και υλική βοήθεια.
Ποιοι είναι οι «είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι» στους ουράνιους θρόνους;
Στο πρωτότυπο κείμενο του βιβλίου της Αποκάλυψης, η λέξη πρεσβύτεροι εμφανίζεται 12 φορές και εφαρμόζεται σε πνευματικά πλάσματα. Τα όσα τους περιβάλλουν, η ενδυμασία τους και οι ενέργειές τους παρέχουν μια ένδειξη ως προς την ταυτότητά τους.
Ο απόστολος Ιωάννης είχε ένα όραμα του θρόνου του Ιεχωβά στον ουρανό, περιστοιχισμένου από 24 υποδεέστερους θρόνους στους οποίους κάθονταν 24 πρεσβύτεροι ντυμένοι με λευκά εξωτερικά ενδύματα και έχοντας χρυσά στέμματα στα κεφάλια τους. (Απ 4:1-4) Καθώς το όραμα συνεχιζόταν, ο Ιωάννης είδε τους 24 πρεσβυτέρους, όχι μόνο να πέφτουν κάτω επανειλημμένα αποδίδοντας λατρεία ενώπιον του θρόνου του Ιεχωβά, αλλά και να συμμετέχουν σε διάφορα χαρακτηριστικά του οράματος καθώς αυτό εκτυλισσόταν. (Απ 4:9-11· 5:4-14· 7:9-17· 14:3· 19:4) Ιδιαίτερα επισημάνθηκε η συμμετοχή τους στην αναγγελία της Βασιλείας, σύμφωνα με την οποία ο Ιεχωβά είχε αναλάβει τη μεγάλη του δύναμη και είχε αρχίσει να βασιλεύει.—Απ 11:15-18.
Στον αρχαίο Ισραήλ, οι “πρεσβύτεροι του Ισραήλ” εκπροσωπούσαν ολόκληρο το έθνος και μιλούσαν εκ μέρους του. (Εξ 3:16· 19:7) Με τον ίδιο τρόπο, οι «πρεσβύτεροι» μπορούν να αντιπροσωπεύουν, ή να εκπροσωπούν, ολόκληρη την εκκλησία του πνευματικού Ισραήλ. Γι’ αυτό, οι 24 πρεσβύτεροι που κάθονται σε θρόνους γύρω από τον Θεό μπορεί κάλλιστα να αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το σώμα των χρισμένων Χριστιανών οι οποίοι, αφού αποδεικνύονται πιστοί μέχρι θανάτου, λαβαίνουν την υποσχεμένη ανταμοιβή της ουράνιας ανάστασης και των θρόνων κοντά στο θρόνο του Ιεχωβά. (Απ 3:21) Ο αριθμός 24 είναι επίσης σημαντικός, επειδή αυτός ήταν ο αριθμός των υποδιαιρέσεων στις οποίες ο Βασιλιάς Δαβίδ είχε οργανώσει τους ιερείς για να υπηρετούν στο ναό της Ιερουσαλήμ. Οι χρισμένοι Χριστιανοί πρόκειται να είναι «βασιλικό ιερατείο».—1Πε 2:9· 1Χρ 24:1-19· Λου 1:5-23, 57-66· Απ 20:6· βλέπε ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ.