ΒΟΥΡΛΟ
[εβρ., ’αγμών].
Όρος που αναφέρεται σε διάφορα ποώδη φυτά τα οποία συνήθως φύονται σε έλη. Τα γνήσια βούρλα έχουν κυλινδρικούς, συχνά κούφιους, βλαστούς με τρεις σειρές από ποώδη φύλλα, και μικρά καστανωπά ή πρασινωπά λουλούδια. Η ονομασία ’αγμών μπορεί να περιλάμβανε τα διάφορα είδη των γνήσιων βούρλων, καθώς και τα όμοια με βούρλα φυτά της οικογένειας Κυπερίδες.
Στην αρχαιότητα τα βούρλα χρησιμοποιούνταν ως προσάναμμα στα καμίνια. (Ιωβ 41:20) Στο εδάφιο Ιώβ 41:2 η λέξη «βούρλο» μπορεί να αναφέρεται σε σχοινί φτιαγμένο από πλεγμένα βούρλα ή σε νήμα κλωσμένο από τις ίνες τους.
Οι άλλες Γραφικές αναφορές στο φυτό ’αγμών είναι αλληγορικές. Ο Ιεχωβά δεν ευαρεστούνταν με τις νηστείες του ανυπότακτου Ισραήλ, στη διάρκεια των οποίων αυτοί έγερναν τελετουργικά το κεφάλι τους όπως το βούρλο. (Ησ 58:5) Στο εδάφιο Ησαΐας 9:14, το «βούρλο» προφανώς αναφέρεται στους ψευδοπροφήτες (την «ουρά») οι οποίοι έλεγαν απλώς αυτά που ήθελαν να ακούσουν οι ηγέτες του έθνους του Ισραήλ (το «κεφάλι» ή «κλωνάρι»).—Ησ 9:15· βλέπε επίσης το εδάφιο 19:15, όπου το «βούρλο» φαίνεται ότι υποδηλώνει γενικά τους Αιγυπτίους.