ΑΡΑΧΝΗ
[εβρ., ‛ακκαβίς].
Μικρό, οκτάποδο, άπτερο ζώο το οποίο, από αυστηρά βιολογική άποψη, δεν είναι έντομο αλλά αραχνίδιο.
Οι περισσότερες αράχνες υφαίνουν ιστούς για να συλλαμβάνουν τη λεία τους. Κατά κανόνα οι αράχνες έχουν τρία ζευγάρια κλώστες, δηλαδή κλωστικά όργανα, τα οποία βρίσκονται στο εσωτερικό πίσω άκρο της κοιλιάς τους. Αυτοί οι κλώστες συνδέονται με τους σηρογόνους αδένες που υπάρχουν μέσα στο σώμα της αράχνης μέσω πολλών μικροσκοπικών σωληνίσκων. Καθώς το υγρό μετάξι που παράγουν αυτοί οι αδένες περνάει με πίεση μέσα από τους κλώστες, πήζει και εκκρίνεται ως λεπτότατο μεταξωτό νήμα. Κρατώντας τους κλώστες της ενωμένους, η αράχνη μπορεί να παράγει χοντρό νήμα. Όταν τα κλωστικά όργανα είναι χωρισμένα, παράγεται μια δέσμη λεπτών νημάτων.
Ο ιστός, ο οποίος διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία της αράχνης που τον κατασκευάζει, έχει όμορφη συμμετρία και πολύπλοκο σχέδιο. Σε ίσα διαστήματα πάνω στα μεταξωτά νήματα υπάρχουν σταγόνες κόλλας, η οποία επίσης κατασκευάζεται από την αράχνη. Αφού πρώτα φτιάξει μια γραμμή ανάμεσα σε δύο ακτίνες και την επικαλύψει με κόλλα, η αράχνη τραβάει το νήμα προς τα κάτω και μετά το αφήνει να γυρίσει πίσω απότομα. Σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι τα μικροσκοπικά σταγονίδια κόλλας καταλήγουν να βρίσκονται σε ίσα μεταξύ τους διαστήματα. Το κολλώδες νήμα έχει σκοπό να παγιδεύει τη λεία της αράχνης.
Στις δύο περιπτώσεις όπου αναφέρεται η αράχνη στις Γραφές, εμφανίζεται σε αλληγορικές εικόνες. Ο Βιλδάδ, μιλώντας στον Ιώβ, χαρακτήρισε έναν αποστάτη ως κάποιον που εμπιστεύεται ή στηρίζεται σε «σπίτι αράχνης», δηλαδή σε ιστό αράχνης, κάτι τόσο εύθραυστο που δεν μπορεί να τον κρατήσει όρθιο. (Ιωβ 8:14, 15) Τα βλαβερά και βίαια έργα των άπιστων Ισραηλιτών παρομοιάζονται με την ύφανση του ιστού της αράχνης. Ωστόσο, αυτά τα άπιστα άτομα δεν θα μπορούσαν να «ντυθούν» με τα έργα τους, όπως ακριβώς ένας ιστός δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα.—Ησ 59:5, 6.