ΣΑΜΑΡΕΙΑ
(Σαμάρεια) [Αυτή που Ανήκει ή Αναφέρεται στο Γένος Σεμέρ].
1. Η πόλη που άρχισε να χτίζει ο Βασιλιάς Αμρί γύρω στα μέσα του δέκατου αιώνα Π.Κ.Χ. Υπήρξε πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ επί 200 χρόνια και πλέον. Ο Αμρί αγόρασε από τον Σεμέρ το βουνό στην κορυφή του οποίου χτίστηκε αυτή η πόλη, δίνοντας δύο τάλαντα ασήμι, αντίτιμο που ισοδυναμεί με $13.212. (1Βα 16:23, 24) Το βουνό καθώς και η πόλη εξακολούθησαν να φέρουν το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη τους.—Αμ 4:1· 6:1.
Τοποθεσία. Η Σαμάρεια ταυτίζεται με μια έκταση ερειπίων που φέρει το όνομα Σομρόν, δίπλα στο αραβικό χωριό Σαμπαστίγια, περίπου 55 χλμ. Β της Ιερουσαλήμ και 11 χλμ. ΒΔ της Συχέμ. Βρισκόταν στην περιοχή του Μανασσή. Ο χαρακτηρισμός της Σαμάρειας ως “κεφαλής” του Εφραΐμ αναφερόταν στη θέση που κατείχε ως πρωτεύουσα του δεκάφυλου βασιλείου, του οποίου κυρίαρχη φυλή ήταν ο Εφραΐμ. (Ησ 7:9) Η Σαμάρεια γειτόνευε—αν δεν ήταν η ίδια τοποθεσία—με τη «Σαμίρ, στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ», την ιδιαίτερη πατρίδα του Κριτή Θωλά ο οποίος υπηρέτησε κατά την περίοδο των Κριτών.—Κρ 10:1, 2.
Η σχετικά επίπεδη κορυφή του λόφου της Σαμάρειας, πλάτους περίπου 2 χλμ. από τα Α ως τα Δ, ήταν ιδεώδης τοποθεσία για μια πόλη. Η απότομη ανωφέρεια του εδάφους, το οποίο υψώνεται σχεδόν 90 μ. πάνω από την παρακείμενη πεδιάδα, διευκόλυνε την άμυνα αυτής της τοποθεσίας. Η θέα επίσης ήταν καταπληκτική, διότι προς τα Β, τα Α και τα Ν υπήρχαν ψηλότερες κορυφές, ενώ προς τα Δ το έδαφος κατηφόριζε ομαλά από ύψος 463 μ. μέχρι τη γαλάζια Μεσόγειο, 34 χλμ. πιο πέρα.
Μεγάλο μέρος της ιστορίας της Σαμάρειας είναι συνδεδεμένο με την αχαλίνωτη πορεία των 14 βασιλιάδων του Ισραήλ, από τον Αμρί μέχρι τον Ωσιέ.—1Βα 16:28, 29· 22:51, 52· 2Βα 3:1, 2· 10:35, 36· 13:1, 10· 14:23· 15:8, 13, 14, 17, 23, 25, 27· 17:1.
Την Εποχή του Αχαάβ. Μετά το θάνατο του Αμρί, ο γιος του ο Αχαάβ συνέχισε τα οικοδομικά έργα στην πόλη στη διάρκεια της 22χρονης βασιλείας του. Μερικά από αυτά ήταν η οικοδόμηση ενός ναού για τον Βάαλ, η ανέγερση ενός θυσιαστηρίου για τον Βάαλ και η κατασκευή “του ιερού στύλου” λατρείας—όλα αυτά μαρτυρούσαν στη νεόκτιστη πόλη τη χαναανιτική θρησκεία που προωθούσε η φοινικικής καταγωγής σύζυγος του Αχαάβ, η Ιεζάβελ. (1Βα 16:28-33· 18:18, 19· 2Βα 13:6) Ο Αχαάβ στόλισε επίσης τη Σαμάρεια με μια όμορφη «κατοικία από ελεφαντόδοντο» η οποία ήταν πιθανώς επιπλωμένη με «κλίνες από ελεφαντόδοντο», σαν αυτές για τις οποίες έκανε λόγο ο προφήτης Αμώς εκατό χρόνια αργότερα. (1Βα 22:39· Αμ 3:12, 15· 6:1, 4) Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στα ερείπια της Σαμάρειας περισσότερα από 500 θραύσματα ελεφαντόδοντου, πολλά από τα οποία ήταν περίτεχνα σκαλισμένα.
Στα τέλη της βασιλείας του Αχαάβ, ο Σύριος βασιλιάς Βεν-αδάδ Β΄ πολιόρκησε τη Σαμάρεια και ορκίστηκε ότι θα την απογύμνωνε σε τέτοιον βαθμό ώστε το χώμα δεν θα έφτανε για να γεμίσει τις χούφτες των στρατιωτών του. Ωστόσο, η νίκη δόθηκε στους Ισραηλίτες, προκειμένου να γνωρίσει ο Αχαάβ ότι ο Ιεχωβά είναι ο Παντοδύναμος Θεός. (1Βα 20:1-21) Σε μια δεύτερη αναμέτρηση, λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Βεν-αδάδ αναγκάστηκε να παραδοθεί, ο Αχαάβ τον άφησε να φύγει με τον όρο ότι θα επιστρέφονταν στον Ισραήλ κάποιες πόλεις και ότι θα “ορίζονταν δρόμοι στη Δαμασκό” για τον Αχαάβ, όπως είχε ορίσει ο πατέρας του Βεν-αδάδ δρόμους για τον εαυτό του στη Σαμάρεια. (1Βα 20:26-34) Αυτοί οι “δρόμοι” που είχαν οριστεί αποσκοπούσαν προφανώς στη δημιουργία παζαριών, ή αγορών, για την προώθηση των εμπορικών συμφερόντων του πατέρα του Βεν-αδάδ. Ωστόσο, ο Αχαάβ επέστρεψε στη Σαμάρεια λυπημένος και κατηφής, καθώς ο Ιεχωβά τού είπε ότι εφόσον χάρισε στον Βεν-αδάδ τη ζωή θα έχανε ο ίδιος τη δική του.—1Βα 20:35-43.
Αυτό έγινε περίπου τρία χρόνια μετά, όταν ο Αχαάβ ζήτησε από τον Βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα να τον βοηθήσει να ανακτήσει τη Ραμώθ-γαλαάδ από τη Συρία. Οι δύο βασιλιάδες συσκέφθηκαν στην είσοδο της Σαμάρειας και, αγνοώντας τον προφήτη του Ιεχωβά, άκουσαν την απατηλή συμβουλή των ψευδοπροφητών και ξεκίνησαν για τη μάχη. (1Βα 22:1-28· 2Χρ 18:2, 9) Ο Αχαάβ είχε μεταμφιεστεί, αλλά χτυπήθηκε από ένα βέλος, παρ’ όλο που ο τοξότης του εχθρού δεν κατάλαβε ότι ήταν ο βασιλιάς. Ο Αχαάβ πέθανε από αιμορραγία μέσα στο άρμα του. Τον μετέφεραν πίσω στην πρωτεύουσά του για να θαφτεί και έπλυναν το άρμα του δίπλα στη δεξαμενή της Σαμάρειας. (1Βα 22:29-38) Αυτή η δεξαμενή μπορεί να είναι μια σχετικά ρηχή αλλά μεγάλη, ορθογώνια δεξαμενή που ανακάλυψαν εκεί οι αρχαιολόγοι.
Η τελική τακτοποίηση λογαριασμών με τον οίκο του Αχαάβ έγινε από τον Ιηού, τον οποίο έχρισε εκτελεστή ο Ιεχωβά. (2Βα 9:6-10) Αφού θανάτωσε τον Ιωράμ, γιο του Αχαάβ, τον Οχοζία, εγγονό του Αχαάβ, και την Ιεζάβελ, χήρα του Αχαάβ (2Βα 9:22-37), ο Ιηού στη συνέχεια διευθέτησε, έπειτα από ανταλλαγή επιστολών με τους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους που κατοικούσαν στη Σαμάρεια, τον αποκεφαλισμό των υπόλοιπων 70 γιων του Αχαάβ. «Γνωρίστε, λοιπόν», δήλωσε ο Ιηού, «ότι δεν θα πέσει ανεκπλήρωτο στη γη τίποτα από το λόγο του Ιεχωβά τον οποίο είπε ο Ιεχωβά εναντίον του οίκου του Αχαάβ· και ο Ιεχωβά εκτέλεσε αυτό που είπε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία».—2Βα 10:1-12, 17.
Κάποιες άλλες εξαγγελίες του Ιεχωβά μέσω των προφητών του, του Ηλία και του Ελισαιέ, καθώς και τα σχετικά με αυτές γεγονότα έλαβαν χώρα στη Σαμάρεια και στη γύρω περιοχή. Για παράδειγμα, ο γιος του Αχαάβ, ο Οχοζίας, έπεσε από το δικτυωτό του ανωγείου του στο ανάκτορό του στη Σαμάρεια (2Βα 1:2-17), ο Σύριος λεπρός Νεεμάν πήγε στη Σαμάρεια αναζητώντας θεραπεία (2Βα 5:1-14) και η στρατιωτική δύναμη των Συρίων που στάλθηκε για να συλλάβει τον Ελισαιέ υπέστη διανοητική τύφλωση και οδηγήθηκε στη Σαμάρεια, όπου δόθηκε τροφή στους άντρες και τους επιτράπηκε να φύγουν (2Βα 6:13-23). Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Αχαάβ, οι Σύριοι πολιόρκησαν τη Σαμάρεια επιφέροντας τέτοια πείνα ώστε μερικά άτομα έφαγαν τα ίδια τους τα παιδιά. Στη συνέχεια, όμως, σε εκπλήρωση της προφητείας του Ελισαιέ, η πείνα εξέλιπε μέσα σε μια νύχτα, όταν ο Ιεχωβά έκανε τους Συρίους να φύγουν πανικόβλητοι και να αφήσουν πίσω τα τρόφιμα που είχαν.—2Βα 6:24-29· 7:1-20.
Αντίπαλος της Ιερουσαλήμ. Από καιρό σε καιρό η αντιπαλότητα και η εχθρότητα ανάμεσα στη Σαμάρεια και στην Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσες του βόρειου και του νότιου βασιλείου αντίστοιχα, κατέληγαν σε ανοιχτή σύγκρουση. Σε μια περίπτωση ο βασιλιάς του Ιούδα, ενώ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Εδώμ, έστειλε 100.000 μισθοφόρους από τον Ισραήλ πίσω στην πατρίδα τους κατόπιν εντολής του Ιεχωβά. Παρ’ όλο που εισέπραξαν 100 τάλαντα ασήμι ($660.600), αυτοί οι Ισραηλίτες εξοργίστηκαν τόσο πολύ ώστε έκαναν επιδρομές στις πόλεις του Ιούδα, «από τη Σαμάρεια μέχρι τη Βαιθ-ορών», λεηλατώντας τες. (2Χρ 25:5-13) Ο βασιλιάς του Ιούδα, μεθυσμένος από τη νίκη του επί του Εδώμ, ξεκίνησε μια διαμάχη με το βασιλιά της Σαμάρειας, και αυτή η διαμάχη δεν τακτοποιήθηκε μέχρις ότου όλο το χρυσάφι και το ασήμι από τον οίκο του Ιεχωβά και από το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά στην Ιερουσαλήμ μεταφέρθηκαν στη Σαμάρεια. (2Βα 14:8-14· 2Χρ 25:17-24) Ωστόσο, χρόνια αργότερα, έπειτα από μια ήττα του Βασιλιά Άχαζ του Ιούδα, και προκειμένου να γλιτώσουν από το θυμό του Ιεχωβά, οι άντρες του Ισραήλ επέστρεψαν ορισμένους αιχμαλώτους και λάφυρα που είχαν μεταφερθεί στη Σαμάρεια.—2Χρ 28:5-15.
Η πόλη της Σαμάρειας καταστράφηκε τελικά για την ειδωλολατρία της, την ηθική διαφθορά της και τη συνεχιζόμενη περιφρόνησή της απέναντι στους νόμους και στις αρχές του Θεού. (2Βα 17:7-18) Επανειλημμένα, ο Ιεχωβά προειδοποίησε τους άρχοντές της και τους υπηκόους τους μέσω προφητών όπως ο Ησαΐας (8:4· 9:9), ο Ωσηέ (7:1· 8:5, 6· 10:5, 7· 13:16), ο Αμώς (3:9· 8:14), ο Μιχαίας (1:1, 5, 6) και άλλοι (1Βα 20:13, 28, 35-42· 22:8), καθώς και μέσω του Ηλία και του Ελισαιέ. Αργότερα, μετά την καταστροφή της, άλλοι προφήτες χρησιμοποίησαν τη Σαμάρεια ως προειδοποιητικό παράδειγμα για εκείνους που επέμεναν να απορρίπτουν τις νουθεσίες του Ιεχωβά.—2Βα 21:10-13· Ιερ 23:13· Ιεζ 16:46, 51, 53, 55· 23:4, 33.
Μεταγενέστερη Ιστορία. Το 742 Π.Κ.Χ. ο Σαλμανασάρ Ε΄, βασιλιάς της Ασσυρίας, πολιόρκησε τη Σαμάρεια, αλλά η πόλη άντεξε σχεδόν τρία χρόνια. Όταν τελικά έπεσε το 740 Π.Κ.Χ., πολλοί από τους σημαίνοντες κατοίκους της εκτοπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μεσοποταμία και στη Μηδία. Το αν η δόξα για την τελική κατάληψη της πόλης πρέπει να αποδίδεται στον Σαλμανασάρ Ε΄ ή στο διάδοχό του τον Σαργών Β΄ δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί.—2Βα 17:1-6, 22, 23· 18:9-12· βλέπε ΣΑΡΓΩΝ.
Με την πτώση της Σαμάρειας στους Ασσυρίους, η διεξοδική καταγραφή της ιστορίας της πόλης στην Αγία Γραφή τερματίζεται. Έκτοτε, η πόλη μνημονεύεται συχνά, αν και όχι πάντα (2Βα 23:18· Πρ 8:5), υπό τύπον υπενθύμισης του τι συμβαίνει τελικά σε εκείνους που στασιάζουν εναντίον του Ιεχωβά. (2Βα 18:34· 21:13· Ησ 10:9-11· 36:19) Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και ακολούθως τη δολοφονία του Γεδαλία, 80 άντρες από τη Συχέμ, τη Σηλώ και τη Σαμάρεια κατέβηκαν προς τη Μισπά και συνάντησαν τον δολοφόνο Ισμαήλ. Ο Ισμαήλ έσφαξε πολλούς από αυτούς τους άντρες, ενώ χάρισε τη ζωή σε κάποιους που υποσχέθηκαν να του δείξουν πού είχαν κρυμμένους θησαυρούς—σιτάρι, κριθάρι, λάδι και μέλι.—Ιερ 41:1-9.
Διάφορες μη Βιβλικές πηγές περιγράφουν κάποια γεγονότα από την ιστορία της Σαμάρειας, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, η αίγλη της οφειλόταν στο οικοδομικό πρόγραμμα του Ηρώδη του Μεγάλου ο οποίος μετονόμασε την πόλη σε Σεβαστή (ελληνικό αντίστοιχο του λατινικού ονόματος Αύγουστος στο θηλυκό γένος), προς τιμήν του Αυγούστου, του πρώτου αυτοκράτορα. Σήμερα, το όνομα που της έδωσε ο Ηρώδης διασώζεται στο αραβικό τοπωνύμιο Σαμπαστίγια. Δεν προξενεί έκπληξη, λοιπόν, το ότι οι ανασκαφές σε αυτή την περιοχή έχουν φέρει στο φως ερείπια αρκετών διαφορετικών περιόδων από την ιστορία της Σαμάρειας. Μερικά από αυτά τα ερείπια ανάγονται στις ημέρες των βασιλιάδων του Ισραήλ.
2. Η επικράτεια του δεκάφυλου βόρειου βασιλείου του Ισραήλ. Το όνομα της πρωτεύουσάς του, της Σαμάρειας, χρησιμοποιούνταν μερικές φορές για ολόκληρη την εν λόγω περιοχή. Για παράδειγμα, η φράση “βασιλιάς της Σαμάρειας”, ως τίτλος του Αχαάβ, δεν τον περιέγραφε με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή ως βασιλιά της πόλης μόνο, αλλά με την ευρύτερη έννοια, ως βασιλιά των δέκα φυλών. (1Βα 21:1) Παρόμοια και η φράση “οι πόλεις της Σαμάρειας” αναφερόταν σε πόλεις διάσπαρτες στην περιοχή των δέκα φυλών και όχι σε κάποιες κωμοπόλεις συγκεντρωμένες γύρω από την πρωτεύουσα. (2Βα 23:19· η ίδια αυτή φράση που είναι καταγραμμένη στο εδ. 1Βα 13:32 σαν να ειπώθηκε πριν από την οικοδόμηση της πόλης της Σαμάρειας, αν δεν είναι προφητική, ίσως να προστέθηκε από το συντάκτη της αφήγησης του Πρώτου Βασιλέων.) Η πείνα «στη Σαμάρεια», στις ημέρες του Αχαάβ, είχε πλήξει ολόκληρο το βασίλειο της Σαμάρειας και μάλιστα είχε επηρεάσει και τη Φοινίκη, δεδομένου ότι η πληγείσα περιοχή εκτεινόταν τουλάχιστον από την κοιλάδα του χειμάρρου Χερίθ, Α του Ιορδάνη, μέχρι τα Σαρεπτά στη Μεσόγειο. (1Βα 17:1-12· 18:2, 5, 6) Παρόμοια, η υπόσχεση περί αποκατάστασης αναφορικά με τα «βουνά της Σαμάρειας» πρέπει να περιλάμβανε ολόκληρη την επικράτεια της Σαμάρειας.—Ιερ 31:5.
Ο Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που εκτόπισε Ισραηλίτες από την περιοχή της Σαμάρειας, καθώς μερικοί διακεκριμένοι Ρουβηνίτες, Γαδίτες και Μανασσίτες από τα Α του Ιορδάνη ήταν ανάμεσα σε εκείνους που μεταφέρθηκαν στην Ασσυρία. (1Χρ 5:6, 26) Όταν το βόρειο βασίλειο έπεσε τελικά, οδηγήθηκαν και άλλοι σε εξορία. (2Βα 17:6) Αυτή τη φορά, όμως, ο βασιλιάς της Ασσυρίας αντικατέστησε εκείνους τους Ισραηλίτες με ανθρώπους από άλλα μέρη της επικράτειάς του—μια τακτική μετεγκατάστασης που συνεχίστηκε από τον Εσάρ-αδδών και τον Ασεναφάρ (Ασσουρμπανιπάλ).—2Βα 17:24· Εσδ 4:2, 10.
Τα λιοντάρια άρχισαν να πολλαπλασιάζονται σε εκείνη την περιοχή, πιθανότατα επειδή η περιοχή, ή ένα μεγάλο μέρος της, είχε μείνει έρημη αρκετό καιρό. (Παράβαλε Εξ 23:29.) Οι έποικοι αναμφίβολα νόμισαν, επηρεασμένοι από δεισιδαιμονίες, ότι αυτό συνέβαινε επειδή δεν κατανοούσαν πώς έπρεπε να λατρεύουν το θεό εκείνου του τόπου. Γι’ αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας επανέφερε από την εξορία έναν Ισραηλίτη ιερέα της μοσχολατρίας. Αυτός δίδαξε στους εποίκους τον Ιεχωβά, αλλά σύμφωνα με το πρότυπο του Ιεροβοάμ, και έτσι αυτοί έμαθαν κάποια πράγματα για τον Ιεχωβά αλλά στην πραγματικότητα συνέχισαν να λατρεύουν τους δικούς τους ψεύτικους θεούς.—2Βα 17:24-41.
3. Η ρωμαϊκή περιφέρεια από την οποία πέρασε ο Ιησούς σε κάποιες περιπτώσεις και στην οποία οι απόστολοι μετέφεραν αργότερα το άγγελμα της Χριστιανοσύνης. Τα όριά της δεν είναι επακριβώς γνωστά σήμερα, αλλά γενικά η Σαμάρεια συνόρευε με τη Γαλιλαία στο Β και την Ιουδαία στο Ν, και εκτεινόταν από τα Δ του Ιορδάνη ως τις παράκτιες πεδιάδες της Μεσογείου. Ως επί το πλείστον, η περιφέρεια περιλάμβανε τα εδάφη που ανήκαν κάποτε στη φυλή του Εφραΐμ και στη μισή φυλή του Μανασσή (Δ του Ιορδάνη).
Κατά διαστήματα, καθ’ οδόν προς και από την Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια, εφόσον αυτή βρισκόταν ανάμεσα στις περιφέρειες της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας. (Λου 17:11· Ιωα 4:3-6) Ωστόσο, απέφευγε ως επί το πλείστον να κηρύττει σε αυτή την περιοχή, και μάλιστα είπε στους 12 τους οποίους απέστειλε να αποφύγουν τις πόλεις των Σαμαρειτών και αντ’ αυτού “να πηγαίνουν στα χαμένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ”, δηλαδή στους Ιουδαίους.—Ματ 10:5, 6.
Ο περιορισμός αυτός, όμως, αφορούσε μόνο ένα καθορισμένο διάστημα διότι, λίγο προτού αναληφθεί στον ουρανό, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του ότι έπρεπε να μεταδώσουν τα καλά νέα όχι μόνο στη Σαμάρεια αλλά ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης. (Πρ 1:8, 9) Έτσι λοιπόν, όταν ξέσπασε διωγμός στην Ιερουσαλήμ, οι μαθητές, και κυρίως ο Φίλιππος, ξεκίνησαν τη διακονία στη Σαμάρεια. Αργότερα στάλθηκαν εκεί ο Πέτρος και ο Ιωάννης, με αποτέλεσμα την περαιτέρω εξάπλωση της Χριστιανοσύνης.—Πρ 8:1-17, 25· 9:31· 15:3.
[Εικόνα στη σελίδα 872]
Ερείπια της ρωμαϊκής περιόδου στην αρχαία Σαμάρεια