ΜΥΓΑ
[εβρ., ζεβούβ, μύγες].
Δίπτερο έντομο του γένους Μυία (Musca) το οποίο συνήθως εναποθέτει τα αβγά του σε οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση ή σε ακαθαρσίες. Οι μικροσκοπικές τρίχες που καλύπτουν το σώμα και τα πόδια της μύγας, καθώς επίσης τα πέλματα των ποδιών της που είναι καλυμμένα από κολλώδεις τρίχες, μεταφέρουν βακτήρια—μία και μόνο οικιακή μύγα μεταφέρει εκατομμύρια βακτήρια.
«Οι ψόφιες μύγες κάνουν το λάδι του μυροποιού να βρωμάει, να βγάζει φυσαλίδες», έγραψε ο συναθροιστής. Η σήψη των ψόφιων μυγών κάνει το λάδι να αναδίδει μια άσχημη οσμή και να υφίσταται ζύμωση, καταστρέφοντάς το, όπως ακριβώς μια μικρή ανοησία βλάπτει τη φήμη κάποιου που είναι γνωστός για τη σοφία και τη δόξα του.—Εκ 10:1.
Ο Ησαΐας λέει ότι ο Ιεχωβά επρόκειτο να σφυρίξει για να έρθουν οι μύγες που ήταν στην άκρη των καναλιών του Νείλου της Αιγύπτου και οι μέλισσες της γης της Ασσυρίας και να καθήσουν πάνω στις απότομες κοιλάδες των χειμάρρων, στις σχισμές των απόκρημνων βράχων, στις αγκαθιές και σε όλα τα μέρη του Ιούδα που παρείχαν νερό. Αυτό προφανώς πρέπει να εκληφθεί μεταφορικά: οι μύγες υποδήλωναν τα στρατεύματα της Αιγύπτου και οι μέλισσες τα στρατεύματα των Ασσυρίων.—Ησ 7:18, 19.
Ο θεός προς τον οποίο έδειχναν ευλάβεια οι Φιλισταίοι στην Ακκαρών λεγόταν «Βάαλ-ζεβούλ» (εβρ., Μπά‛αλ ζεβούβ, που σημαίνει «Ιδιοκτήτης (Κύριος) των Μυγών»). Λόγω αυτού του γεγονότος, υπάρχει η άποψη ότι οι λάτρεις του ίσως τον θεωρούσαν ικανό να ελέγχει αυτά τα έντομα. Επειδή με τον Βάαλ-ζεβούλ ήταν συνδεδεμένη η χορήγηση χρησμών, σύμφωνα με κάποιους άλλους το όνομά του μπορεί να υποδηλώνει ότι αυτός ο θεός χρησμοδοτούσε με βάση το πέταγμα ή το βούισμα μιας μύγας.—2Βα 1:2, 6· βλέπε ΑΛΟΓΟΜΥΓΑ· ΒΑΑΛ-ΖΕΒΟΥΛ.