ΜΗΔΙΑ, ΜΗΔΟΙ
Οι Μήδοι ανήκαν στην άρια φυλή, οπότε είχαν ιαφεθιτική καταγωγή και προφανώς ήταν απόγονοι του Μαδαΐ, γιου του Ιάφεθ. (Γε 10:2) Συνδέονταν στενά με τους Πέρσες φυλετικά, γλωσσικά και θρησκευτικά.
Οι Μήδοι, ως λαός, άρχισαν να εμφανίζονται στη Βιβλική ιστορία από τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., ενώ η πρώτη φορά που αναφέρονται στις υπάρχουσες μη Βιβλικές πηγές ανάγεται στην εποχή του Ασσύριου Βασιλιά Σαλμανασάρ Γ΄, συγχρόνου του Βασιλιά Ιηού (περ. 904-877 Π.Κ.Χ.). Αρχαιολογικά και άλλα στοιχεία εκτιμάται ότι υποδεικνύουν την παρουσία Μήδων στο ιρανικό υψίπεδο από τα μέσα περίπου της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. και έπειτα.
Γεωγραφία. Αν και τα σύνορα της Μηδίας υπόκειντο αναμφίβολα σε μεταβολές, η αρχαία περιοχή της Μηδίας εκτεινόταν κατά βάση Δ και Ν της Κασπίας Θάλασσας, από την παράκτια περιοχή της οποίας τη χώριζαν τα όρη Ελμπούρζ. Στα ΒΔ προφανώς έφτανε πέρα από τη λίμνη Ουρμία, ως την κοιλάδα του ποταμού Αράξη, ενώ σύνορό της προς τη Δ αποτελούσαν τα όρη του Ζάγρου τα οποία χώριζαν τη Μηδία από τη γη της Ασσυρίας και τα πεδινά του Τίγρη. Στα Α της εκτεινόταν μια τεράστια έρημος και στα Ν η χώρα του Ελάμ.
Η γη των Μήδων, λοιπόν, ήταν κατά κύριο λόγο ένα ορεινό υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 900 ως 1.500 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μεγάλο μέρος της περιοχής αυτής είναι άνυδρη στέπα με αραιές γενικά βροχοπτώσεις, αλλά υπάρχουν και αρκετές εύφορες πεδιάδες που έχουν εξαιρετική παραγωγικότητα. Τα περισσότερα ποτάμια ρέουν προς τη μεγάλη κεντρική έρημο, όπου τα νερά τους χάνονται σε βάλτους και έλη που ξεραίνονται τα ζεστά καλοκαίρια αποθέτοντας αλατούχα ιζήματα. Τα φυσικά όρια της χώρας καθιστούσαν σχετικά εύκολη την αμυντική της προάσπιση. Η δυτική οροσειρά είναι η υψηλότερη, με πολυάριθμες κορυφές που ξεπερνούν σε ύψος τα 4.270 μ., αλλά η υψηλότερη κορυφή είναι το όρος Νταμαβάντ (5.771 μ.) το οποίο βρίσκεται στην οροσειρά Ελμπούρζ κοντά στην Κασπία Θάλασσα.
Κύριες Ασχολίες. Εκείνη την εποχή, όπως και τώρα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε προφανώς σε μικρά χωριά ή ήταν νομάδες, και η κτηνοτροφία ήταν μια από τις κύριες ασχολίες τους. Κείμενα σφηνοειδούς γραφής που εξιστορούν επιδρομές των Ασσυρίων στη Μηδία σκιαγραφούν μια τέτοια εικόνα και δείχνουν ότι η εξαιρετική φυλή αλόγων που εξέτρεφαν οι Μήδοι ήταν ένας από τους κύριους στόχους των εισβολέων. Κοπάδια αιγοπροβάτων, γαϊδουριών, μουλαριών και αγελάδων έβοσκαν επίσης στους πλούσιους βοσκότοπους των ορεινών κοιλάδων. Μερικά ασσυριακά ανάγλυφα απεικονίζουν Μήδους με ένα ένδυμα σαν προβιά, το οποίο φορούσαν πάνω από τους χιτώνες τους, και με μπότες που έδεναν ψηλά—απαραίτητος εξοπλισμός για τη βουκολική τους εργασία στα υψίπεδα, όπου οι χειμώνες συνοδεύονταν από χιόνι και τσουχτερό κρύο. Αρχαιολογικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι Μήδοι διέθεταν επιδέξιους μεταλλουργούς που κατεργάζονταν τον μπρούντζο και το χρυσάφι.
Ιστορία. Οι Μήδοι στην ουσία δεν άφησαν γραπτά κείμενα. Τα όσα γνωρίζουμε για αυτούς προέρχονται από το Βιβλικό υπόμνημα, τα ασσυριακά κείμενα και τους Έλληνες ιστορικούς της κλασικής περιόδου. Οι Μήδοι φαίνεται ότι ήταν χωρισμένοι σε πολυάριθμα μικρά βασίλεια καθένα από τα οποία εξουσίαζε ο εκάστοτε φύλαρχος, οι δε κομπαστικές αφηγήσεις των Ασσύριων αυτοκρατόρων Σαμσί-αδάδ Ε΄, Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ και Σαργών Β΄ αναφέρουν ότι εκείνοι είχαν νικήσει κάποιους αρχηγούς πόλεων στη μακρινή χώρα των Μήδων. Μετά τη νίκη των Ασσυρίων επί του βασιλείου του Ισραήλ το 740 Π.Κ.Χ., οι Ισραηλίτες εκτοπίστηκαν σε περιοχές της Ασσυρίας και «στις πόλεις των Μήδων», μερικές από τις οποίες ήταν τότε υποτελείς στην Ασσυρία.—2Βα 17:6· 18:11.
Οι προσπάθειες των Ασσυρίων να καθυποτάξουν τους «ανυπότακτους Μήδους» συνεχίστηκαν την εποχή του Ασσύριου Βασιλιά Εσάρ-αδδών, γιου του Σενναχειρείμ και προφανώς συγχρόνου του Μανασσή, του βασιλιά του Ιούδα (716-662 Π.Κ.Χ.). Σε κάποια από τις επιγραφές του ο Εσάρ-αδδών μιλάει για «μια περιοχή στην άκρη της αλμυρής ερήμου η οποία βρίσκεται στη χώρα των μακρινών Μήδων, στις παρυφές του όρους Μπικνί, του βουνού με το λαζουρίτη (λάπις λάζουλι), . . . ισχυρούς αρχηγούς που δεν είχαν υποταχθεί στο ζυγό μου—τους ίδιους και το λαό τους, τα άλογά τους, τα βόδια, τα πρόβατα, τα γαϊδούρια τους και τις (βακτριανές) καμήλες τους—αναρίθμητα λάφυρα, όλα τα μετέφερα στην Ασσυρία. . . . Σε αυτούς επέβαλα τον ετήσιο βασιλικό φόρο υποτελείας και τέλη».—Αρχεία της Αρχαίας Ασσυρίας και Βαβυλωνίας (Ancient Records of Assyria and Babylonia), του Ντ. Ντ. Λάκενμπιλ, 1927, Τόμ. 2, σ. 215, 216.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο (Α΄, 96), οι Μήδοι συνενώθηκαν σε ένα βασίλειο υπό τον ηγεμόνα Δηιόκη. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Δηιόκης ήταν ο ηγεμόνας με το όνομα Νταϊοκού που συναντάμε στις επιγραφές. Αυτός αιχμαλωτίστηκε και εκτοπίστηκε στην Αιμάθ από τον Σαργών Β΄, ως αποτέλεσμα μιας από τις επιδρομές των Ασσυρίων στην περιοχή της Μηδίας. Ωστόσο, οι περισσότεροι λόγιοι πιστεύουν ότι η συνένωση των βασιλιάδων της Μηδίας υπό έναν συγκεκριμένο ηγεμόνα δεν άρχισε παρά την εποχή του Κυαξάρη (εγγονού του Δηιόκη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο [Α΄, 102, 103]). Ακόμη και τότε, όμως, οι βασιλιάδες αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι σαν τους βασιλιάδες των μικρών κρατιδίων της Χαναάν, οι οποίοι ενίοτε πολεμούσαν υπό την ηγεσία ενός συγκεκριμένου βασιλιά διατηρώντας παράλληλα σε μεγάλο βαθμό την ανεξαρτησία τους.—Παράβαλε Ιη 11:1-5.
Παρά τις ασσυριακές εισβολές, οι Μήδοι ισχυροποιούνταν και τελικά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Ασσυρίας. Όταν ο Ναβοπολασσάρ της Βαβυλώνας, ο πατέρας του Ναβουχοδονόσορα, στασίασε εναντίον της Ασσυρίας, ο Κυαξάρης ο Μήδος συμπαρέταξε τις δυνάμεις του με τους Βαβυλωνίους. Μετά την κατάκτηση της Ασσούρ από τους Μήδους το 12ο έτος του Ναβοπολασσάρ (634 Π.Κ.Χ.), ο Κυαξάρης (αποκαλούμενος Ου-μα-κισ-τάρ στα βαβυλωνιακά αρχεία) συναντήθηκε με τον Ναβοπολασσάρ κοντά στην κατακτημένη πόλη, όπου «σύναψαν μια εγκάρδια συμφωνία». (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά [Assyrian and Babylonian Chronicles], του Α. Κ. Γκρέισον, 1975, σ. 93) Ο Βηρωσσός (που μας είναι γνωστός μέσω του Πολυΐστορος και του Αβυδηνού, από τους οποίους παραθέτει ο Ευσέβιος) λέει ότι ο Ναβουχοδονόσορ, ο γιος του Ναβοπολασσάρ, παντρεύτηκε την κόρη του Μήδου βασιλιά, η οποία ονομαζόταν Αμυΐτις (ή Αμουχία κατά τον Αβυδηνό). (Ευσέβιου Χρονικά βιβλίο πρώτο [Chronicorum liber prior], επιμέλεια Α. Σένε, Βερολίνο, 1875, στήλη 29, στίχοι 16-19· στήλη 37, στίχοι 5-7) Ωστόσο, οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς το αν η Αμυΐτις ήταν κόρη του Κυαξάρη ή του γιου του, του Αστυάγη.
Μαζί με τους Βαβυλωνίους νικούν την Ασσυρία. Ακολούθησαν και άλλες μάχες με τους Ασσυρίους και τελικά το 14ο έτος του Ναβοπολασσάρ (632 Π.Κ.Χ.) οι συνδυασμένες δυνάμεις των Μήδων και των Βαβυλωνίων κατέκτησαν τη Νινευή. (Σοφ 2:13) Οι Ασσύριοι μετέφεραν την αντίστασή τους προς τα Δ, στη Χαρράν (περ. 360 χλμ. μακριά), αλλά παρότι έλαβαν ενισχύσεις από την Αίγυπτο, η προσπάθεια συνέχισης της ασσυριακής κυριαρχίας υπήρξε ανεπιτυχής και η Ασσυριακή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε ανάμεσα στους Μήδους και στους Βαβυλωνίους. (Να 2:8-13· 3:18, 19) Από ό,τι φαίνεται, οι Μήδοι πήραν το βόρειο τμήμα της επικράτειάς της ενώ οι Βαβυλώνιοι πήραν το νότιο και το νοτιοδυτικό τμήμα, περιλαμβανομένης της Συρίας και της Παλαιστίνης. Στη συνέχεια ο Κυαξάρης προέλασε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μέχρι τον ποταμό Άλυ, όπου η σύγκρουσή του με τους Λυδούς κατέληξε σε αδιέξοδο, και ο Άλυς έγινε το δυτικότερο σύνορο της Μηδικής Αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία αυτή καταλάμβανε πλέον το μεγαλύτερο μέρος του ιρανικού υψιπέδου, τη βόρεια Μεσοποταμία, την Αρμενία και την Καππαδοκία.
Χάνουν την κυρίαρχη θέση τους επί των Περσών. Την εποχή αυτή οι Μήδοι, πρωτεύουσα των οποίων ήταν τα Εκβάτανα (Εσδ 6:2), κατείχαν κυρίαρχη θέση επί του συγγενικού τους έθνους των Περσών οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή Ν της Μηδίας. Οι ιστορικοί Ηρόδοτος (Α΄, 107, 108) και Ξενοφών (Κύρου Παιδεία, Α΄, 2, 1) αναφέρουν ότι ο διάδοχος του Κυαξάρη ο Αστυάγης (αποκαλούμενος Ιστουμέγκου στα κείμενα σφηνοειδούς γραφής) πάντρεψε την κόρη του τη Μανδάνη με τον Πέρση ηγεμόνα Καμβύση—ένωση από την οποία γεννήθηκε ο Κύρος (Β΄). Ο Κύρος, όταν έγινε βασιλιάς του Ανσάν, μιας περσικής επαρχίας, συνένωσε τις περσικές δυνάμεις σε μια προσπάθεια αποτίναξης του μηδικού ζυγού. Το Χρονικό του Ναβονίδη αποκαλύπτει ότι «ο στρατός του Ιστουμέγκου [Αστυάγη] εξεγέρθηκε» και τον παρέδωσε «δέσμιο» στον Κύρο, ο οποίος μετά κατέλαβε τη μηδική πρωτεύουσα. (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 305) Από εκείνο το σημείο και μετά η Μηδία συγχωνεύεται με την Περσία και δημιουργείται η Μηδοπερσική Αυτοκρατορία. Εύστοχα, λοιπόν, το όραμα που έλαβε ο προφήτης Δανιήλ παρομοίαζε τη δυαδική δύναμη της Μηδοπερσίας με ένα κριάρι που είχε δύο κέρατα, το ψηλότερο από τα οποία ήταν «αυτό που ανέβηκε μετέπειτα», πράγμα που παρίστανε ότι οι Πέρσες θα υπερίσχυαν και θα επικρατούσαν στην αυτοκρατορία για το υπόλοιπο διάστημα της ύπαρξής της.—Δα 8:3, 20.
Ωστόσο, τα στοιχεία μαρτυρούν ότι ο Κύρος παραχώρησε στους Μήδους θέσεις ισχύος και εξουσίας, με αποτέλεσμα να διατηρήσουν σε αξιοσημείωτο βαθμό την εξοχότητά τους στην κυβέρνησή του. Γι’ αυτό και ο προφήτης Δανιήλ ερμήνευσε στον Βασιλιά Βαλτάσαρ το κρυπτογράφημα στον τοίχο ως προφητικό του γεγονότος ότι η Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία θα διαιρούνταν και θα δινόταν «στους Μήδους και στους Πέρσες», ενώ και σε άλλα σημεία του βιβλίου του Δανιήλ οι Μήδοι εξακολουθούν να αναφέρονται πρώτοι στη φράση «ο νόμος των Μήδων και των Περσών». (Δα 5:28· 6:8, 12, 15) Τον επόμενο αιώνα, το βιβλίο της Εσθήρ (Εσθ 1:3, 14, 18, 19) χρησιμοποιεί αντίστροφη σειρά, με μία εξαίρεση (Εσθ 10:2) όπου οι Μήδοι αναφέρονται ως προγενέστεροι των Περσών ιστορικά.
Μαζί με τους Πέρσες νικούν τη Βαβυλώνα. Τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., ο προφήτης Ησαΐας είχε προείπει ότι ο Ιεχωβά θα εξήγειρε εναντίον της Βαβυλώνας «τους Μήδους . . . , οι οποίοι θεωρούν το ασήμι μηδαμινό και στο χρυσάφι δεν βρίσκουν ευχαρίστηση. Και τα τόξα τους θα κάνουν κομμάτια ακόμη και νεαρούς». (Ησ 13:17-19· 21:2) Το όνομα “Μήδοι” εδώ μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει και τους Πέρσες, δεδομένου ότι και οι Έλληνες ιστορικοί της κλασικής περιόδου συνήθιζαν να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα εννοώντας και τους Μήδους και τους Πέρσες. Η περιφρόνησή τους για το ασήμι και το χρυσάφι προφανώς υποδηλώνει ότι, στην περίπτωση της Βαβυλώνας, πρώτιστο κίνητρο ήταν η κατάκτηση και όχι τα λάφυρα, πράγμα που σήμαινε ότι ούτε η δωροδοκία ούτε η καταβολή φόρου υποτελείας θα τους εξέτρεπε από τον προαποφασισμένο σκοπό τους. Κύριο όπλο των Μήδων, όπως και των Περσών, ήταν το τόξο. Τα ξύλινα τόξα, παρότι μερικές φορές είχαν επικάλυψη μπρούντζου ή χαλκού (παράβαλε Ψλ 18:34), πιθανώς “έκαναν κομμάτια τους νεαρούς της Βαβυλώνας” με βροχή από βέλη, τα οποία στιλβώνονταν ένα ένα για να εισχωρούν βαθύτερα.—Ιερ 51:11.
Ας σημειωθεί ότι ο Ιερεμίας (51:11, 28) αναφέρει πως στην επίθεση εναντίον της Βαβυλώνας θα συμμετείχαν “οι βασιλιάδες της Μηδίας”, και αυτός ο πληθυντικός ίσως υποδηλώνει ότι, ακόμη και υπό τον Κύρο, ενδεχομένως εξακολουθούσε να υπάρχει ένας ή και περισσότεροι υποδεέστεροι Μήδοι βασιλιάδες—κάτι που δεν είναι καθόλου ασύμβατο με τα δεδομένα της αρχαιότητας. (Παράβαλε επίσης Ιερ 25:25.) Γι’ αυτό και βλέπουμε πως, όταν η Βαβυλώνα καταλήφθηκε από τις συνδυασμένες δυνάμεις των Μήδων, των Περσών, των Ελαμιτών και άλλων γειτονικών φυλών, αυτός που καταστάθηκε «βασιλιάς του βασιλείου των Χαλδαίων», προφανώς με διορισμό από τον Βασιλιά Κύρο της Περσίας, ήταν ένας Μήδος ονόματι Δαρείος.—Δα 5:31· 9:1· βλέπε ΔΑΡΕΙΟΣ Αρ. 1.
Η κατάκτησή τους από τον Μέγα Αλέξανδρο. Την εποχή του Βασιλιά Ασσουήρη (πιστεύεται ότι πρόκειται για τον Ξέρξη Α΄) εξακολουθούσε να γίνεται λόγος για «τη στρατιωτική δύναμη της Περσίας και της Μηδίας», και το ιδιαίτερο συμβούλιο του βασιλιά αποτελούνταν από «εφτά άρχοντες της Περσίας και της Μηδίας», ενώ και οι νόμοι παρέμεναν ακόμη γνωστοί ως “οι νόμοι της Περσίας και της Μηδίας”. (Εσθ 1:3, 14, 19) Το 334 Π.Κ.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέτυχε τις πρώτες αποφασιστικές νίκες του επί των περσικών δυνάμεων και το 330 Π.Κ.Χ. κατέλαβε τη Μηδία. Μετά το θάνατό του, το νότιο τμήμα της Μηδίας ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, ενώ το βόρειο τμήμα έγινε ανεξάρτητο βασίλειο. Παρότι αυτό βρισκόταν άλλοτε υπό την εξουσία των Πάρθων και άλλοτε υπό την εξουσία της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, μια δυναστεία Μήδων, όπως μαρτυρεί ο γεωγράφος Στράβων, εξακολουθούσε να υφίσταται τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. (Γεωγραφικά, ΙΑ΄, XIII, 1) Την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., στην Ιερουσαλήμ παρευρέθηκαν Μήδοι, Πάρθοι, Ελαμίτες και άτομα άλλων εθνικοτήτων. Εφόσον χαρακτηρίζονται «Ιουδαίοι, ευλαβείς άντρες, από κάθε έθνος», πιθανόν να ήταν απόγονοι των Ιουδαίων που είχαν εξοριστεί στις πόλεις των Μήδων μετά την κατάκτηση του Ισραήλ από την Ασσυρία ή μπορεί ορισμένοι να ήταν προσήλυτοι στην Ιουδαϊκή πίστη.—Πρ 2:1, 5, 9.
Τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. οι Μήδοι είχαν ήδη συγχωνευτεί με το υπόλοιπο ιρανικό έθνος και έτσι έπαψαν να αποτελούν ξεχωριστό λαό.
[Χάρτης στη σελίδα 353]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Κασπία Θάλασσα
ΜΗΔΙΑ
Ποταμός Αράξης
Λίμνη Ουρμία
Όρη Ελμπούρζ
Εκβάτανα
Όρη του Ζάγρου
Ποταμός Τίγρης
Βαβυλώνα
Ποταμός Ευφράτης
ΕΛΑΜ
Περσικός Κόλπος
ΑΣΣΥΡΙΑ