ΤΡΑΓΟΜΟΡΦΟΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ
Η εβραϊκή λέξη σα‛ίρ (κατά κυριολεξία, «δασύτριχος») αναφέρεται σε κατσίκι, είτε ενήλικο είτε μικρό. (Λευ 16:18· Αρ 7:16) Ωστόσο, σε τέσσερα εδάφια (Λευ 17:7· 2Χρ 11:15· Ησ 13:21· 34:14) οι μεταφραστές έχουν γενικά την άποψη ότι η λέξη έχει άλλη έννοια και όχι τη συνηθισμένη σημασία «κατσίκι» ή «κατσικάκι».
Τόσο στο εδάφιο Λευιτικό 17:7 όσο και στο εδάφιο 2 Χρονικών 11:15 είναι σαφές ότι η εν λόγω λέξη (σε‛ιρίμ, πληθυντικός) χρησιμοποιείται σε σχέση με πράγματα στα οποία προσφέρεται λατρεία και θυσίες, και αυτό στα πλαίσια της ψεύτικης θρησκείας. Γι’ αυτό, οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και της λατινικής Βουλγάτας απέδωσαν αυτή την εβραϊκή λέξη ως τά μάταια (Ο΄) και «οι δαίμονες» (Vg). Οι σύγχρονοι μεταφραστές και λεξικογράφοι υιοθετούν κατά κανόνα την ίδια άποψη για αυτά τα δύο εδάφια, χρησιμοποιώντας τις αποδόσεις «δαίμονες» (Ro, ΒΑΜ), «σάτυροι» (RS, AT, JB, JP· βλέπε επίσης ΛΧ στο εδ. 2Χρ 11:15) ή «τραγόμορφοι δαίμονες» (ΜΝΚ· βλέπε επίσης το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης [Lexicon in Veteris Testamenti Libros], των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 926, και το Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament], των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς, 1980, σ. 972) και «τραγόμορφοι θεοί» (2Χρ 11:15, ΜΠΚ), με εξαίρεση τη μετάφραση του Ρόμπερτ Γιανγκ, η οποία αποδίδει τη λέξη κατά κυριολεξία ως «κατσίκι(α)», και την Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφραση, η οποία χρησιμοποιεί την απόδοση «τράγοι».
Τα λόγια του Ιησού του Ναυή στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 24:14 δείχνουν ότι οι Ισραηλίτες είχαν επηρεαστεί σε κάποιον βαθμό από την ψεύτικη λατρεία της Αιγύπτου κατά την παραμονή τους εκεί, ενώ ο Ιεζεκιήλ αφήνει να εννοηθεί ότι τέτοιες ειδωλολατρικές συνήθειες εξακολουθούσαν να αποτελούν μάστιγα για αυτούς πολύ καιρό αργότερα. (Ιεζ 23:8, 21) Γι’ αυτόν το λόγο, ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το θεϊκό διάταγμα που εκδόθηκε στην έρημο, με σκοπό να εμποδίσει τους Ισραηλίτες να κάνουν “θυσίες στους τραγόμορφους δαίμονες” (Λευ 17:1-7), όπως επίσης η τοποθέτηση ιερέων από τον Ιεροβοάμ «για τους υψηλούς τόπους και για τους τραγόμορφους δαίμονες και για τα μοσχάρια που είχε φτιάξει» (2Χρ 11:15) υποδηλώνουν ότι υπήρχε ανάμεσα στους Ισραηλίτες κάποια μορφή λατρείας τράγων σαν και αυτήν που επικρατούσε στην Αίγυπτο, ειδικότερα δε στην Κάτω Αίγυπτο. Ο Ηρόδοτος (Β΄, 46) υποστηρίζει ότι από αυτή την αιγυπτιακή λατρεία άντλησαν οι Έλληνες την πίστη τους στον Πάνα και στους σατύρους, τους λάγνους θεούς των δασών, οι οποίοι κατέληξαν να απεικονίζονται με κέρατα, ουρά τράγου και πόδια τράγου. Ορισμένοι πιθανολογούν ότι η μορφή που είχαν αυτοί οι ειδωλολατρικοί θεοί, οι οποίοι ήταν κατά το ήμισυ ζώα, υπήρξε το αρχέτυπο για την απεικόνιση του Σατανά με ουρά, κέρατα και δίχηλα πόδια, συνήθεια που επικρατούσε ανάμεσα στους καθ’ ομολογία Χριστιανούς το Μεσαίωνα.
Ωστόσο, δεν αναφέρεται τι ακριβώς ήταν αυτοί οι «δασύτριχοι» (σε‛ιρίμ). Αν και μερικοί θεωρούν ότι επρόκειτο για κατά γράμμα κατσίκια ή για τραγόμορφα είδωλα, δεν φαίνεται να υποδηλώνεται κατ’ ανάγκην κάτι τέτοιο. Ούτε συνηγορούν άλλα εδάφια προς αυτό. Η λέξη που χρησιμοποιείται μπορεί απλώς να υποδηλώνει ότι οι λάτρεις αυτών των ψεύτικων θεών τούς φαντάζονταν τραγόμορφους ή δασύτριχους. Ή, σε αυτές τις περιπτώσεις, η χρήση της λέξης «κατσίκια» μπορεί να αποτελεί απλώς τρόπο με τον οποίο εκφράζεται περιφρόνηση για όλα τα ειδωλολατρικά αντικείμενα γενικά, όπως ακριβώς η λέξη που περιγράφει τα είδωλα σε πάρα πολλά εδάφια παράγεται από έναν όρο του οποίου η αρχική σημασία ήταν «σβόλοι κοπριάς», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα είδωλα ήταν φτιαγμένα κυριολεκτικά από κόπρανα.—Λευ 26:30· Δευ 29:17.
Όσον αφορά τη σημασία των λέξεων σα‛ίρ και σε‛ιρίμ στα άλλα δύο εδάφια (Ησ 13:21· 34:14), δεν υπάρχει τέτοια ομοφωνία περί της σύνδεσής τους με την ψεύτικη λατρεία. Σε αυτές τις περικοπές τα γυμνά ερείπια της Βαβυλώνας και του Εδώμ παρουσιάζονται να κατοικούνται από άγρια πλάσματα, μεταξύ των οποίων και τα σε‛ιρίμ. Μερικές μεταφράσεις αποδίδουν τη λέξη με τη συνηθισμένη της έννοια, δηλαδή «κατσίκι(-α)» (Yg) ή «αίγαγρος(-οι)» (AS), ενώ η μετάφραση του Ρόδερχαμ, αν και χρησιμοποιεί την απόδοση «δαίμονες» στο Λευιτικό και στο Δεύτερο Χρονικών, προτιμάει την απόδοση «τριχωτό(-ά) πλάσμα(-τα)» στον Ησαΐα. Όσοι προτιμούν τέτοιες αποδόσεις σε αυτά τα εδάφια επισημαίνουν ότι η λέξη εμφανίζεται μαζί με άλλα πλάσματα που, όπως γνωρίζουμε, είναι πραγματικά ζώα ή πτηνά. Διαφωνώντας με την απόδοση της λέξης σα‛ίρ ως «σάτυρος» στο εδάφιο Ησαΐας 34:14, ο Τζ. Ρ. Ντράιβερ (Τριμηνιαίο Περιοδικό για την Εξερεύνηση της Παλαιστίνης [Palestine Exploration Quarterly], Λονδίνο, 1959, σ. 57) επισημαίνει ότι ο σάτυρος δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά στη μυθολογία ως σύμβολο ερήμωσης, αλλά ως σύμβολο λαγνείας και κραιπάλης. Για να υποστηρίξει ότι η λέξη σα‛ίρ σημαίνει ένα κατά γράμμα κατσίκι, δείχνει ότι τα κατσίκια αφθονούν σε γυμνά μέρη και ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες, οι αίγαγροι είναι κοινοί στο νότιο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης—επομένως προς την κατεύθυνση του ερημωμένου Εδώμ, εναντίον του οποίου στρεφόταν η προφητεία του Ησαΐα (34:14).
Όσοι υποστηρίζουν ότι η λέξη πρέπει να μεταφραστεί στον Ησαΐα έτσι όπως υποδεικνύουν το Λευιτικό και το Δεύτερο Χρονικών επισημαίνουν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί για τη λέξη σε‛ιρίμ στον Ησαΐα την απόδοση δαιμόνια και ότι ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τη φρασεολογία της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Ησ 13:21) όταν περιγράφει την ερημωμένη Βαβυλώνα τη Μεγάλη ως το κατοικητήριο ακάθαρτων πουλιών και «δαιμόνων». (Απ 18:2) Φυσικά, δεν μπορούμε να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι ο απόστολος Ιωάννης όντως παρέθεσε εδώ από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως δηλώνει το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament] επιμέλεια Γκέρχαρντ Κίτελ, 1935, Τόμ. 2, σ. 12), «η Ο΄ θεωρεί δεδομένο . . . ότι [η λέξη δαιμόνιον] αποτελεί περιφρονητικό χαρακτηρισμό των ειδωλολατρικών θεών».
Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα σε αυτό το ζήτημα. Ο Ησαΐας ίσως παρενέβαλε στον κατάλογό του με τα κατά γράμμα ζώα και πουλιά κάποιες αναφορές σε δαίμονες, όχι για να εννοήσει ότι τέτοιου είδους δαίμονες υλοποιούνταν παίρνοντας τη μορφή τράγων, αλλά ότι οι ειδωλολάτρες των γύρω περιοχών θα φαντάζονταν πως σε αυτά τα έρημα μέρη κατοικούσαν τέτοιοι δαίμονες. Η ιστορία δείχνει ότι οι λαοί της Συρίας και της Αραβίας συνέδεαν ανέκαθεν διάφορα τερατώδη πλάσματα με παρόμοια ερείπια, τα δε τζιν των Αράβων απεικονίζονται ως τερατώδη και δασύτριχα πλάσματα. Από την άλλη πλευρά, τα σε‛ιρίμ που θα κατοικούσαν στα γυμνά ερείπια του Εδώμ και της Βαβυλώνας μπορεί κάλλιστα να ήταν πραγματικά ζώα, τριχωτά και ίσως με τέτοια εμφάνιση ώστε να θυμίζουν δαίμονες στους παρατηρητές.
[Εικόνα στη σελίδα 1136]
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η πίστη των Ελλήνων στον Πάνα, έναν θεό με τραγόμορφα χαρακτηριστικά, μπορεί να επηρεάστηκε από τη λατρεία τράγων στην Αίγυπτο