ΩΜΟΣ
(ώμος).
Το μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου που εκτείνεται στα πλάγια κάτω από το λαιμό. Επίσης η ικανότητα ανάληψης φορτίων ή ευθυνών.
Στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, οι άνθρωποι συνήθιζαν να κουβαλούν τα φορτία στον ώμο. (Γε 21:14· Εξ 12:34) Η κιβωτός της διαθήκης έπρεπε να μεταφέρεται, όχι πάνω σε άμαξα, αλλά πάνω στους ώμους των Λευιτών. (1Χρ 15:15· Ιη 3:14, 15· 2Σα 6:3, 6-9, 13) Ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μπορεί να υποδήλωνε καταδυνάστευση ή δουλεία. (Ψλ 81:5, 6· Ησ 10:27· 14:25· Ματ 23:4) Για τη φυλή του Ισσάχαρ προειπώθηκε ότι θα “έγερνε τον ώμο της για να σηκώσει φορτία”. (Γε 49:14, 15) Στην ιστορία του Ισραήλ αυτή η φυλή ήταν πρόθυμη να αναλάβει ευθύνες και να κάνει σκληρή εργασία. Προμήθευσε πολλούς θαρραλέους πολεμιστές στον Κριτή Βαράκ, ενώ μεταγενέστερα προήλθε από αυτήν ο Κριτής Θωλά. Επίσης, τον καιρό του Δαβίδ, αυτή η φυλή έδωσε πολλούς σοφούς και γενναίους άντρες.—Κρ 5:13, 15· 10:1, 2· 1Χρ 7:1-5· 12:23, 32.
Όσον αφορά κάποια εξουσία ή ευθύνη, λεγόταν ότι αυτή βρισκόταν στον ώμο κάποιου. Η προφητεία του Ησαΐα προείπε ότι η αρχοντική διακυβέρνηση θα ήταν στον ώμο του Ιησού Χριστού. (Ησ 9:6) Ο Ησαΐας είπε στον άπιστο Σεβνά ότι ο Ελιακείμ θα έπαιρνε τη θέση του ως οικονόμου υπεύθυνου για το σπιτικό του βασιλιά, και ο Θεός θα έβαζε «το κλειδί του οίκου του Δαβίδ» πάνω στον ώμο εκείνου. Εφόσον το κλειδί σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν σύμβολο ευθύνης και εξουσίας, η εν λόγω προφητεία μπορεί να αναφέρεται στην ανάληψη της εξουσίας της Βασιλείας από μέρους του Χριστού όπως αυτή αντιπροσωπευόταν από τη Δαβιδική διαθήκη. (Ησ 22:15, 20-22· Λου 1:31-33· παράβαλε επίσης Απ 3:7.) Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το περιστήθιο της κρίσης κρεμόταν από τους ώμους των ενδυμάτων του αρχιερέα, πράγμα που εξεικόνιζε προφανώς κάποιες εξουσίες οι οποίες θα εξαρτόνταν από τους ώμους του μεγάλου Αρχιερέα, του Ιησού Χριστού, ή θα στηρίζονταν πάνω τους.—Εξ 28:6, 7, 12, 22-28· βλέπε ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ.
Αφού ευλόγησε τους γιους του Ιωσήφ, τον Εφραΐμ και τον Μανασσή, ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «Σου δίνω ένα ύψωμα [κατά κυριολεξία, «ώμο»] γης παραπάνω από ό,τι στους αδελφούς σου», ορίζοντας έτσι τον Ιωσήφ ως εκείνον που είχε τα δικαιώματα του πρωτοτόκου. (Γε 48:22· παράβαλε Δευ 21:17· 1Χρ 5:1, 2.) Ο Μωυσής είπε σχετικά με τον Βενιαμίν, όταν ευλόγησε τους γιους του Ισραήλ: «Ας κατοικεί κοντά του με ασφάλεια ο αγαπητός του Ιεχωβά, . . . και θα κατοικεί ανάμεσα στους ώμους του». (Δευ 33:12) Αυτό φαίνεται πως υπονοεί ότι οι βασιλιάδες της γραμμής του Δαβίδ θα είχαν την έδρα της κυβέρνησής τους στην περιοχή του Βενιαμίν. Η ίδια εβραϊκή λέξη που χρησιμοποιείται εδώ για τη λέξη «ώμος» μεταφράζεται «πλευρά» ή «πλαγιά» στο εδάφιο Ιησούς του Ναυή 15:8 (AT, Mo, ΜΝΚ, ΛΧ, ΜΠΚ), όπου γίνεται λόγος για μια πλαγιά του λόφου πάνω στον οποίο βρισκόταν τότε η Ιερουσαλήμ.—Βλέπε άλλα παραδείγματα στα εδ. Εξ 27:14, 15· Αρ 34:11· Ιη 15:10· 1Βα 6:8· Ιεζ 25:9.
Το ότι “στρέφει [κάποιος] πεισματικά τον ώμο” συμβολίζει ότι αντιστέκεται στη βουλή και στο νόμο του Θεού (Νε 9:29· Ζαχ 7:11), ενώ η υπηρεσία «ώμο προς ώμο» υποδηλώνει ενότητα δράσης.—Σοφ 3:9.
Στον εν υπηρεσία ιερέα δινόταν ο ώμος ενός κριαριού από τη θυσία που πρόσφερε ο Ναζηραίος κατά την ολοκλήρωση της ευχής του, κάτι που αποτελούσε τμήμα της μερίδας του ιερέα.—Αρ 6:19, 20· βλέπε επίσης Δευ 18:3.