ΑΚΑΚΙΑ
[εβρ., σιττάχ].
Δέντρο που ευδοκιμούσε στην έρημο, όπου έμειναν προσωρινά οι Ισραηλίτες. Από το ξύλο του μπορούσαν να φτιαχτούν αρκετά μεγάλες σανίδες (μήκους σχεδόν 4,5 μ., σύμφωνα με τα εδ. Εξ 36:20, 21), τις οποίες οι Ισραηλίτες χρησιμοποίησαν για την κατασκευή της φορητής σκηνής της μαρτυρίας. Το γεγονός ότι αυτό το δέντρο ουσιαστικά παύει να αναφέρεται στη Βιβλική αφήγηση μετά την είσοδο στην Υποσχεμένη Γη μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι σπάνιζε στην Παλαιστίνη. Η περιγραφή του ταιριάζει στα είδη της ακακίας που είναι γνωστά ως ακακία η σεϋάλη (Acacia seyal) και ακακία η στρεπτή (Acacia tortilis) πολύ περισσότερο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο είδος της χλωρίδας της περιοχής. Αυτές οι ακακίες είναι ακόμη κοινές στην περιοχή της Νεγκέμπ και του Σινά, ενώ υπάρχουν μερικές και στην Κοιλάδα του Ιορδάνη Ν της Θάλασσας της Γαλιλαίας, αλλά όχι στη βόρεια Παλαιστίνη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αραβική η λέξη σεγιάλ (από την οποία προέρχεται ο εξελληνισμένος τύπος «σεϋάλη») σημαίνει «χείμαρρος», και ο φυσικός χώρος της ακακίας είναι οι κοίτες των χειμάρρων (τα ουάντι), οι οποίες είναι γεμάτες ορμητικά νερά την εποχή των βροχών και βρίσκονται στις κατά τα άλλα άνυδρες ερήμους γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα και νοτιότερα, στην Αραβική Έρημο και στη Χερσόνησο του Σινά. Γι’ αυτό, η προφητεία του Ιωήλ (3:18) λέει: «Από τον οίκο του Ιεχωβά θα βγει πηγή και θα ποτίσει την κοιλάδα των Ακακιών που έχει χείμαρρο»—σαφώς έναν τόπο που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν συνήθως ξερός. (Βλέπε ΣΙΤΤΙΜ Αρ. 2.) Στο εδάφιο Ησαΐας 41:19 ο Ιεχωβά λέει: «Στην έρημο θα φυτέψω τον κέδρο, την ακακία και τη μυρτιά και το ελαιώδες δέντρο». Σύμφωνα με αυτή την προφητεία, τρία δέντρα που φυσιολογικά αναπτύσσονται σε πλούσια και εύφορα εδάφη θα συντροφεύουν την ακακία—ένα φυτό της ερήμου—χάρη στις αρδευτικές προμήθειες που θα κάνει ο Θεός.—Ησ 41:17, 18.
Η ακακία έχει πολλά και μακριά αγκάθια τα οποία προεξέχουν από τα πολύ απλωτά κλαδιά της. Αυτά τα κλαδιά συνήθως μπλέκονται με τα κλαδιά των γειτονικών ακακιών, σχηματίζοντας έτσι πυκνές συστάδες. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα εξηγεί το γιατί στη Βιβλική αφήγηση χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα ο πληθυντικός αριθμός σιττίμ. Η ακακία μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 6 ως 8 μ. αλλά συνήθως είναι θαμνώδης. Έχει μαλακά φύλλα, όμοια με φτερά, και καλύπτεται από ευωδιαστά κίτρινα άνθη, ο δε καρπός της είναι ένας καμπυλωτός λοβός που στενεύει στην άκρη του. Κάτω από τον τραχύ, μαύρο φλοιό της βρίσκεται ένα πολύ σκληρό, λεπτόινο, βαρύ ξύλο που είναι απρόσβλητο από τα έντομα. Αυτά τα χαρακτηριστικά της ακακίας, καθώς και το γεγονός ότι ήταν διαθέσιμη στην έρημο, έκαναν το ξύλο της ιδεώδες δομικό υλικό για τη σκηνή της μαρτυρίας και τον εξοπλισμό της. Χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστούν η κιβωτός της διαθήκης (Εξ 25:10· 37:1), το τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης (Εξ 25:23· 37:10), τα θυσιαστήρια (Εξ 27:1· 37:25· 38:1), τα κοντάρια για τη μεταφορά αυτών των αντικειμένων (Εξ 25:13, 28· 27:6· 30:5· 37:4, 15, 28· 38:6), οι στύλοι για την κουρτίνα και το προπέτασμα (Εξ 26:32, 37· 36:36), καθώς επίσης τα πλαίσια για τη σκηνή (Εξ 26:15· 36:20) και οι ράβδοι που τα συνέδεαν (Εξ 26:26· 36:31).
Το ξύλο της ακακίας είναι ακόμη περιζήτητο στην επιπλοποιία επειδή είναι λεπτόινο, έχει έντονο καστανό-πορτοκαλί χρώμα και διαθέτει ανθεκτικότητα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ασφάλιζαν με ακακία τα φέρετρα στα οποία έβαζαν τις μούμιες, ενώ τη χρησιμοποιούσαν και στην κατασκευή των πλοίων τους. Επίσης, ορισμένα είδη του δέντρου εκκρίνουν το αραβικό κόμμι του εμπορίου.
[Εικόνα στη σελίδα 148]
Οι ακακίες, κοινές στην περιοχή του Σινά, παρείχαν ξυλεία για τη σκηνή της μαρτυρίας