ΠΕΡΔΙΚΑ
[εβρ., κορέ’].
Ορνιθόμορφο, γεροδεμένο πουλί, μικρότερο από το φασιανό, ικανό να τρέχει και να ξεφεύγει με μεγάλη ταχύτητα, το οποίο σπάνια πετάει και, όταν πετάει, κουράζεται γρήγορα. Δύο είδη πέρδικας που υπάρχουν στην Παλαιστίνη είναι η αμμοπέρδικα (Ammoperdix heyi) και η πετροπέρδικα (αλεκτορίς η ελληνική [Alectoris graeca]). Η αμμοπέρδικα συναντάται στις ερήμους και σε βραχώδεις πλαγιές, ενώ η πετροπέρδικα συναντάται κυρίως σε λοφώδεις περιοχές όπου η βλάστηση είναι αραιή.
Η εβραϊκή ονομασία αυτού του πουλιού σημαίνει «αυτός που καλεί». Μολονότι η πέρδικα παράγει πράγματι ένα ηχηρό κάλεσμα, μερικοί πιστεύουν ότι η εβραϊκή της ονομασία αποτελεί μίμηση του όμοιου με τρίξιμο ήχου, «κρρρικ», τον οποίο βγάζει όταν τρομάζει και αναγκάζεται να πετάξει.
Η πέρδικα έχει νόστιμο κρέας, και ο άνθρωπος την κυνηγούσε για τροφή από την αρχαιότητα—οι κυνηγοί συνήθιζαν να πετούν ραβδιά για να τη ρίξουν κάτω αφού πρώτα την τρόμαζαν ώστε να πετάξει από την κρυψώνα της. Το γεγονός ότι η πέρδικα τρέχει για να γλιτώσει καταφεύγοντας πίσω από βράχια και άλλα εμπόδια και προσπαθεί να κρυφτεί σε σχισμές βράχων ή σε παρόμοιες κρυψώνες υποκίνησε τον Δαβίδ, που μετακινούνταν από κρυψώνα σε κρυψώνα προσπαθώντας να ξεφύγει από την ανήλεη καταδίωξη του Βασιλιά Σαούλ, να παρομοιάσει κατάλληλα τον εαυτό του με «πέρδικα πάνω στα βουνά».—1Σα 26:20· παράβαλε Θρ 3:52.
Το εδάφιο Ιερεμίας 17:11, το οποίο παρομοιάζει τον άνθρωπο που συσσωρεύει χωρίς δικαιοσύνη πλούτη με «την πέρδικα που μάζεψε [ή, πιθανώς, επώασε] ό,τι δεν γέννησε», έχει γίνει αντικείμενο πολλής συζήτησης. Μολονότι ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς ανέφεραν ότι η πέρδικα παίρνει αβγά από φωλιές άλλων θηλυκών πουλιών και τα επωάζει, οι σύγχρονοι φυσιοδίφες δηλώνουν ότι κανένα από τα πουλιά που κατατάσσονται στις πέρδικες δεν έχει αυτή τη συνήθεια. Ωστόσο το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Lexicon in Veteris Testamenti Libros) αναφέρει ότι ο Εβραίος ζωολόγος Ισραέλ Ααρώνι (1882-1946), συγγραφέας έργων σχετικών με την πανίδα της Παλαιστίνης, βρήκε «στην ίδια φωλιά 2 ομάδες των 11 αβγών η καθεμιά, προερχόμενες από 2 διαφορετικές θηλυκές [πέρδικες]». (Των Λ. Κέλερ και Β. Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 851) Η Εγκυκλοπαίδεια Τζουντάικα ([Encyclopaedia Judaica] 1973, Τόμ. 13, στ. 156), λοιπόν, δηλώνει: «Ενίοτε δύο θηλυκές γεννούν αβγά στην ίδια φωλιά, και σε αυτή την περίπτωση η μία κερδίζει την υπεροχή και διώχνει την άλλη. Εντούτοις, το μικρό της σώμα δεν μπορεί να κρατήσει ζεστά τόσο πολλά αβγά, και γι’ αυτό τελικά τα έμβρυα πεθαίνουν. Σε αυτό αναφερόταν η παροιμία [του εδαφίου Ιερεμίας 17:11] όταν μιλούσε για κάποιον που αρπάζει τα αποκτήματα κάποιου άλλου χωρίς να απολαμβάνει τελικά κανένα όφελος».
Η Μετάφραση του Βάμβα αποδίδει το εδάφιο Ιερεμίας 17:11 ως εξής: «Καθώς η πέρδιξ η επωάζουσα και μη νεοσσεύουσα, ούτως ο αποκτών πλούτη αδίκως θέλει αφήσει αυτά εις το ήμισυ των ημερών αυτού και εις τα έσχατα αυτού θέλει είσθαι άφρων». (Βλέπε επίσης KJ.) Υποστηρίζοντας αυτή την εναλλακτική ερμηνεία, ο Τζον Σόγιερ κάνει τον εξής συλλογισμό: «Τονίζεται ότι η φωλιά της πέρδικας είναι εξαιρετικά τρωτή, εφόσον εκτίθεται στις επιδρομές πολλών αρπακτικών, όπως είναι τρωτός ο άφρων που θέτει την εμπιστοσύνη του στο ποταπό κέρδος». Στη συνέχεια εξηγεί ότι η ισχύς της παροιμίας του εδαφίου Ιερεμίας 17:11 «δεν βασίζεται στο δόλο της πέρδικας που επωάζει, αλλά στο ότι είναι τρωτή, πράγμα που παραβάλλεται με την ψευδαίσθηση ασφάλειας του άφρονα, ο οποίος νομίζει ότι μπορεί να μείνει ατιμώρητος για την εγκληματική του απληστία . . . έχοντας άγνοια των επερχόμενων κινδύνων και όντας ανυπεράσπιστος όταν έρχεται η συμφορά».—Παλαιά Διαθήκη (Vetus Testamentum), Λέιντεν, 1978, σ. 324, 328, 329.