ΒΑΒΥΛΩΝΑ
(Βαβυλώνα) [Σύγχυση].
1. Η μεταγενέστερη ονομασία της Βαβέλ. Αυτή η ξακουστή πόλη βρισκόταν κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη στις Πεδιάδες της Σεναάρ, περίπου 870 χλμ. Α της Ιερουσαλήμ και γύρω στα 80 χλμ. Ν της Βαγδάτης. Τα ερείπια της Βαβυλώνας καλύπτουν μια τεράστια τριγωνική έκταση. Η περιοχή είναι διάσπαρτη με λοφίσκους. Το Τελλ Μπαμπίλ (Μουτζέλιμπε), στο βόρειο τμήμα του τριγώνου, διατηρεί την αρχαία ονομασία και βρίσκεται περίπου 10 χλμ. Β της Χίλα, στο Ιράκ.—Βλέπε ΒΑΒΥΛΩΝΑ Αρ. 2· ΣΕΝΑΑΡ.
Η πόλη ήταν χτισμένη και στις δύο όχθες του ποταμού Ευφράτη. Ένα διπλό σύστημα τειχών περιέβαλλε τη Βαβυλώνα, καθιστώντας την φαινομενικά απόρθητη.
Το εσωτερικό οχύρωμα, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από ωμούς πλίθους, αποτελούνταν από δύο τείχη. Το εσωτερικό τείχος είχε πάχος 6,5 μ. Το εξωτερικό, σε απόσταση 7 μ., είχε πάχος 3,5 μ. περίπου. Αυτά τα τείχη στηρίζονταν σε αμυντικούς πύργους, οι οποίοι χρησίμευαν και για τη δομική ενίσχυση των τειχών. Περίπου 20 μ. έξω από το εξωτερικό τείχος υπήρχε μια προβλήτα κατασκευασμένη από ψημένους πλίθους χτισμένους με άσφαλτο. Έξω από αυτό το τείχος βρισκόταν μια τάφρος η οποία επικοινωνούσε με τον Ευφράτη στα Β και στα Ν της πόλης. Αυτή παρείχε ύδρευση αλλά και προστασία από τα εχθρικά στρατεύματα. Βαβυλωνιακά έγγραφα μαρτυρούν ότι υπήρχαν οχτώ πύλες οι οποίες οδηγούσαν στο εσωτερικό της πόλης. Μέχρι τώρα, έχουν ανακαλυφτεί και ανασκαφεί τέσσερις από τις πύλες της Βαβυλώνας.
Το εξωτερικό οχύρωμα Α του Ευφράτη ήταν προσθήκη του Ναβουχοδονόσορα Β΄ (ο οποίος κατέστρεψε το ναό του Σολομώντα) και περιέκλειε μεγάλο τμήμα της πεδιάδας προς το βορρά, την ανατολή και το νότο, ώστε να μπορεί να καταφύγει εκεί σε περίπτωση πολέμου ο λαός που ζούσε στις γύρω περιοχές. Το εξωτερικό οχύρωμα αποτελούνταν και αυτό από δύο τείχη. Το εσωτερικό τείχος, κατασκευασμένο από ωμούς πλίθους, είχε πάχος περίπου 7 μ. και ήταν ενισχυμένο με αμυντικούς πύργους. Πιο πέρα, σε απόσταση 12 μ. περίπου, υπήρχε το εξωτερικό τείχος το οποίο ήταν κατασκευασμένο από ψημένους πλίθους και αποτελούνταν από δύο τμήματα που συνενώνονταν μέσω των πύργων τους—το ένα τμήμα είχε πάχος σχεδόν 8 μ. και το παρακείμενο τμήμα είχε πάχος περίπου 3,5 μ.
Ο Ναβονίδης συνέδεσε τα άκρα του εξωτερικού οχυρώματος κατασκευάζοντας ένα τείχος κατά μήκος της ανατολικής όχθης του ποταμού. Αυτό το τείχος είχε πλάτος 8,5 μ. περίπου, περιλάμβανε δε και αυτό πύργους καθώς και μια προβλήτα πλάτους 3,5 μέτρων.
Ο ιστορικός Ηρόδοτος του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ. λέει ότι κατά μήκος καθεμιάς από τις όχθες του ποταμού Ευφράτη εκτεινόταν μια προβλήτα και ότι ανάμεσα στην προβλήτα και στην πόλη αυτή καθαυτή υπήρχαν τείχη με πύλες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τα τείχη της πόλης είχαν ύψος περίπου 90 μ., πάχος 26,5 μ. και μήκος περίπου 95 χλμ. Ωστόσο, φαίνεται ότι η περιγραφή της Βαβυλώνας από τον Ηρόδοτο ήταν υπερβολική. Τα αρχαιολογικά στοιχεία μαρτυρούν ότι το μέγεθος της Βαβυλώνας ήταν πολύ μικρότερο, το δε εξωτερικό οχύρωμα ήταν πολύ πιο μικρό σε μήκος και σε ύψος. Δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη προβλήτας κατά μήκος της παρακείμενης δυτικής όχθης του ποταμού.
Δρόμοι που ξεκινούσαν από τις πύλες των γιγάντιων τειχών διέσχιζαν την πόλη. Η Πομπική Οδός, η κύρια λεωφόρος, ήταν πλακόστρωτη και οι τοίχοι κατά μήκος της ήταν διακοσμημένοι με λιοντάρια. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 323) Ο Ναβουχοδονόσορ Β΄ επισκεύασε και επέκτεινε το παλιό ανάκτορο, και σε απόσταση περίπου 2 χλμ. προς βορράν έχτισε ένα θερινό ανάκτορο. Επίσης κατασκεύασε ένα μεγάλο, πολυεπίπεδο οικοδόμημα με θολωτές αψίδες, γνωστό ως οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας και φημισμένο ως ένα από τα «θαύματα του αρχαίου κόσμου».
Αυτή η μεγαλούπολη που απλωνόταν και στις δύο όχθες του Ευφράτη ήταν οικονομικό και βιοτεχνικό κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου. Περισσότερο δε από σημαντικό κέντρο παραγωγής, υπήρξε εμπορικός σταθμός συναλλαγών μεταξύ των λαών της Ανατολής και της Δύσης, τόσο διά ξηράς όσο και διά θαλάσσης. Ως εκ τούτου ο στόλος της είχε πρόσβαση στον Περσικό Κόλπο αλλά και σε πολύ πιο μακρινές θάλασσες.
Ιστορία. Ο Νεβρώδ, ο οποίος έζησε προς τα τέλη της τρίτης χιλιετίας Π.Κ.Χ., ίδρυσε τη Βαβυλώνα ως πρωτεύουσα της πρώτης πολιτικής αυτοκρατορίας στην ιστορία του ανθρώπου. Ωστόσο, η ανέγερση αυτής της πόλης σταμάτησε ξαφνικά όταν ανέκυψε επικοινωνιακή σύγχυση. (Γε 11:9) Μεταγενέστερες γενιές που καταπιάστηκαν με την ανοικοδόμησή της ήρθαν και παρήλθαν. Ο Χαμουραμπί επέκτεινε την πόλη, την ισχυροποίησε και την κατέστησε πρωτεύουσα της υπό σημιτική διακυβέρνηση Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας.
Ενόσω βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Ασσυριακής Παγκόσμιας Δύναμης, η Βαβυλώνα πρωταγωνίστησε σε πολλούς αγώνες και εξεγέρσεις. Αργότερα, με την πτώση της δεύτερης παγκόσμιας αυτοκρατορίας, ο Χαλδαίος Ναβοπολασσάρ ίδρυσε μια νέα δυναστεία στη Βαβυλώνα, γύρω στο 645 Π.Κ.Χ. Ο γιος του ο Ναβουχοδονόσορ Β΄, ο οποίος ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση της πόλης και την οδήγησε στο απόγειο της δόξας της, καυχήθηκε: «Δεν είναι αυτή η Βαβυλώνα η Μεγάλη, την οποία εγώ έχτισα;» (Δα 4:30) Η πόλη συνέχισε να είναι η πρωτεύουσα της τρίτης παγκόσμιας δύναμης, διατηρώντας αυτή τη δόξα μέχρι τη νύχτα της 5ης Οκτωβρίου του 539 Π.Κ.Χ. (Γρηγοριανό ημερολόγιο), όταν, με την εισβολή των στρατευμάτων της Μηδοπερσίας που τελούσαν υπό τις εντολές του Κύρου του Μεγάλου, η Βαβυλώνα έπεσε.
Εκείνη την καθοριστική νύχτα, στην πόλη της Βαβυλώνας ο Βαλτάσαρ παρέθετε συμπόσιο σε χίλιους μεγιστάνες του. Ο Ναβονίδης δεν ήταν εκεί να δει τη δυσοίωνη γραφή στον τοίχο: «Μενέ, Μενέ, Θεκέλ και Φαρσίν». (Δα 5:5-28) Μετά την ήττα του από τους Πέρσες, ο Ναβονίδης κατέφυγε στην πόλη Βορσίππα στα ΝΔ. Αλλά ο προφήτης του Ιεχωβά ο Δανιήλ βρισκόταν στη Βαβυλώνα εκείνη τη νύχτα της 5ης Οκτωβρίου του 539 Π.Κ.Χ. και αυτός έκανε γνωστή την έννοια της γραφής στον τοίχο. Οι στρατιώτες του Κύρου δεν κοιμούνταν στο στρατόπεδό τους γύρω από τα φαινομενικά απόρθητα τείχη της Βαβυλώνας. Εκείνη η νύχτα ήταν μια νύχτα έντονης δράσης για αυτούς. Ακολουθώντας ένα εξαίρετο στρατηγικό σχέδιο, οι μηχανικοί του στρατεύματος του Κύρου εξέτρεψαν το ρου του κραταιού ποταμού Ευφράτη ο οποίος διέρρεε την πόλη της Βαβυλώνας. Έπειτα, οι Πέρσες προχώρησαν μέσα από την κοίτη του ποταμού, ανέβηκαν στις όχθες του και κατέλαβαν την πόλη εξ απροόπτου μπαίνοντας μέσα από τις πύλες που βρίσκονταν κατά μήκος της προβλήτας. Αστραπιαία ξεχύθηκαν στους δρόμους και, σκοτώνοντας όλους όσους αντιστέκονταν, κατέλαβαν το παλάτι και θανάτωσαν τον Βαλτάσαρ. Όλα είχαν τελειώσει. Η Βαβυλώνα έπεσε μέσα σε μία νύχτα, σημαίνοντας το τέλος της μακραίωνης σημιτικής κυριαρχίας. Ο έλεγχος της Βαβυλώνας περιήλθε σε Αρίους, και ο προφητικός λόγος του Ιεχωβά εκπληρώθηκε.—Ησ 44:27· 45:1, 2· Ιερ 50:38· 51:30-32· βλέπε ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 325· ΚΥΡΟΣ.
Από εκείνη τη μνημειώδη χρονολογία, το 539 Π.Κ.Χ., η δόξα της Βαβυλώνας άρχισε να φθίνει καθώς η πόλη έπεσε σε παρακμή. Δύο φορές εξεγέρθηκε εναντίον του Πέρση αυτοκράτορα Δαρείου Α΄ (Υστάσπη), και στη δεύτερη περίπτωση καταστράφηκε η οχύρωσή της. Έχοντας αποκατασταθεί εν μέρει, η πόλη στασίασε εναντίον του Ξέρξη Α΄ και λεηλατήθηκε. Ο Μέγας Αλέξανδρος σκόπευε να κάνει τη Βαβυλώνα πρωτεύουσά του, αλλά πέθανε ξαφνικά το 323 Π.Κ.Χ. Ο Νικάτωρ κατέλαβε την πόλη το 312 Π.Κ.Χ. και μετέφερε μεγάλο μέρος από τα δομικά υλικά της στις όχθες του Τίγρη προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για την οικοδόμηση της καινούριας πρωτεύουσάς του, της Σελεύκειας. Ωστόσο, η πόλη και μαζί της ένας οικισμός Ιουδαίων εξακολουθούσαν να υπάρχουν κατά την πρώτη Χριστιανική εποχή, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο απόστολος Πέτρος επισκέφτηκε τη Βαβυλώνα, όπως αναφέρεται στην επιστολή του. (1Πε 5:13) Οι επιγραφές που βρέθηκαν εκεί δείχνουν ότι ο ναός του Βηλ στη Βαβυλώνα υπήρχε μέχρι και το 75 Κ.Χ. Τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. η πόλη ήταν ήδη ερειπωμένη, και τελικά πέρασε στην ανυπαρξία. Κατέληξε ένας «σωρός από πέτρες», τίποτα περισσότερο.—Ιερ 51:37.
Σήμερα δεν απομένει τίποτα άλλο στη Βαβυλώνα εκτός από λόφους και ερείπια—ένας πραγματικός ερημότοπος. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 324) Το βιβλίο Αρχαιολογία και Μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης (Archaeology and Old Testament Study) δηλώνει: «Αυτά τα απέραντα ερείπια, εκ των οποίων, παρά τις εργασίες του Κολντεβέι, έχει ανασκαφεί μόνο ένα μικρό ποσοστό, έχουν υποστεί σε περασμένους αιώνες εκτεταμένη λεηλασία για να χρησιμοποιηθούν ως δομικά υλικά. Εν μέρει λόγω αυτού, μεγάλη έκταση του επιφανειακού εδάφους παρουσιάζει τώρα μια τέτοια χαώδη αταξία που θυμίζει έντονα τις προφητείες των εδαφίων Ησ. 13:19-22 και Ιερ. 50:39 (και μετέπειτα εδάφια), ενώ η εικόνα της ερήμωσης επιτείνεται ακόμη περισσότερο από την ανυδρία που επικρατεί σε μεγάλη έκταση της ζώνης των ερειπίων».—Επιμέλεια Ντ. Γ. Τόμας, Οξφόρδη, 1967, σ. 41.
Θρησκεία. Η Βαβυλώνα ήταν εξαιρετικά θρησκευόμενη πόλη. Στοιχεία από τις ανασκαφές καθώς και από αρχαία κείμενα μαρτυρούν ότι υπήρχαν εκεί περισσότεροι από 50 ναοί. Ο κυριότερος θεός της αυτοκρατορικής πόλης ήταν ο Μαρντούκ, ο αποκαλούμενος Μερωδάχ στην Αγία Γραφή. Κατά μία εκδοχή ο Μαρντούκ ήταν ο θεοποιημένος Νεβρώδ, αλλά οι απόψεις των λογίων όσον αφορά την ταύτιση θεών με συγκεκριμένους ανθρώπους ποικίλλουν. Στη βαβυλωνιακή θρησκεία εξέχοντα ρόλο είχαν και οι τριάδες θεών. Μια από αυτές αποτελούνταν από δύο θεούς και μία θεά, τον Σιν (θεό της σελήνης), τον Σαμάς (θεό του ήλιου) και την Ιστάρ, οι οποίοι και θεωρούνταν κύριοι του ζωδιακού κύκλου. Μια ακόμη τριάδα αποτελούνταν από τους δαίμονες Λαβαρτού, Λαβαζού και Αξαρού. Η ειδωλολατρία ήταν πανταχού παρούσα. Η Βαβυλώνα ήταν πράγματι «γη γλυπτών εικόνων», ρυπαρών “κοπρωδών ειδώλων”.—Ιερ 50:1, 2, 38.
Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής.—Η Θρησκεία της Βαβυλωνίας και της Ασσυρίας (The Religion of Babylonia and Assyria), του Μ. Τζάστροου, 1898, σ. 556.
Οι Βαβυλώνιοι επινόησαν την αστρολογία προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μέλλον του ανθρώπου στα άστρα. (Βλέπε ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΙ.) Η μαγεία, η μαγγανεία και η αστρολογία κατείχαν σπουδαία θέση στη θρησκεία τους. (Ησ 47:12, 13· Δα 2:27· 4:7) Πολλά ουράνια σώματα, για παράδειγμα πλανήτες, πήραν το όνομα βαβυλωνιακών θεών. Η μαντεία εξακολουθούσε να αποτελεί βασικό στοιχείο της βαβυλωνιακής θρησκείας στις ημέρες του Ναβουχοδονόσορα, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε για να παίρνει αποφάσεις.—Ιεζ 21:20-22.
Μακραίωνος Εχθρός του Ισραήλ. Η Αγία Γραφή μνημονεύει πολλές φορές τη Βαβυλώνα, αρχής γενομένης με την αφήγηση της Γένεσης για την αρχέγονη πόλη της Βαβέλ. (Γε 10:10· 11:1-9) Ανάμεσα στα λάφυρα που πήρε ο Αχάν από την Ιεριχώ ήταν ένα «επίσημο ένδυμα από τη Σεναάρ». (Ιη 7:21) Μετά την πτώση του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ το 740 Π.Κ.Χ., άνθρωποι από τη Βαβυλώνα και από άλλα μέρη μεταφέρθηκαν εκεί για να πάρουν τη θέση των αιχμάλωτων Ισραηλιτών. (2Βα 17:24, 30) Ο Εζεκίας έκανε το λάθος να δείξει στους αγγελιοφόρους της Βαβυλώνας τους θησαυρούς του οίκου του. Οι θησαυροί αυτοί, καθώς και μερικοί από τους «γιους» του Εζεκία, οδηγήθηκαν αργότερα στη Βαβυλώνα. (2Βα 20:12-18· 24:12· 25:6, 7) Ο Βασιλιάς Μανασσής (716-662 Π.Κ.Χ.) επίσης οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, αλλά επειδή ταπεινώθηκε, ο Ιεχωβά τον αποκατέστησε στο θρόνο του. (2Χρ 33:11) Ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ πήρε τα πολύτιμα σκεύη του οίκου του Ιεχωβά στη Βαβυλώνα μαζί με χιλιάδες αιχμαλώτους.—2Βα 24:1–25:30· 2Χρ 36:6-20.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δείχνουν πώς ο Ιεχονίας (Ιωαχίν), ο οποίος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, αποτέλεσε συνδετικό κρίκο στη γενεαλογία του Ιησού. (Ματ 1:11, 12, 17) Η πρώτη κανονική επιστολή του αποστόλου Πέτρου γράφτηκε από τη Βαβυλώνα. (1Πε 5:13· βλέπε ΠΕΤΡΟΥ [ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ].) Εκείνη η «Βαβυλώνα» ήταν η πόλη του Ευφράτη και όχι η Ρώμη, όπως ισχυρίζονται μερικοί.
Βλέπε ΒΑΒΥΛΩΝΑ Η ΜΕΓΑΛΗ.
2. Το όνομα Βαβυλώνα χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για την πόλη, την πρωτεύουσα της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας, αλλά και για την ίδια την αυτοκρατορία, η οποία είχε ως επίκεντρο την κάτω πεδιάδα της Μεσοποταμίας.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 321.
Μερικές φορές οι ιστορικοί χωρίζουν τη Βαβυλωνία σε δύο τμήματα: το βόρειο τμήμα το οποίο ονομάζουν Ακκάδ και το νότιο, το Σουμέρ, ή αλλιώς Χαλδαία. Αρχικά αυτή η περιοχή αποκαλούνταν στις Γραφές «γη Σεναάρ». (Γε 10:10· 11:2· βλέπε ΣΕΝΑΑΡ.) Μεταγενέστερα, όταν κάποιοι κυρίαρχοι ηγεμόνες έκαναν τη Βαβυλώνα πρωτεύουσά τους, η περιοχή αυτή έγινε γνωστή ως Βαβυλωνία. Επειδή μερικές φορές κατείχαν την εξουσία χαλδαϊκές δυναστείες, αποκαλούνταν και «γη των Χαλδαίων». (Ιερ 24:5· 25:12· Ιεζ 12:13) Μερικές από τις αρχαίες πόλεις της Βαβυλωνίας ήταν οι εξής: Ακκάδ, Αντάμπ, Βαβυλώνα, Βορσίππα, Ερέχ, Κις, Λαγκάς, Νιπούρ και Ουρ. Φυσικά, η Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τη Βαβυλωνία και περιλάμβανε τη Συρία και την Παλαιστίνη ως τα σύνορα της Αιγύπτου.
Το πρώτο ήμισυ του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ., κυβερνούσε τη Βαβυλωνία ένας Ασσύριος βασιλιάς ονόματι Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ (Πουλ). (2Βα 15:29· 16:7· 1Χρ 5:26) Αργότερα, ένας Χαλδαίος ονόματι Μερωδάχ-βαλαδάν έγινε βασιλιάς της Βαβυλώνας, αλλά 12 χρόνια μετά τον εκδίωξε ο Σαργών Β΄. Όταν ο Σενναχειρείμ διαδέχθηκε τον Σαργών Β΄, βρέθηκε αντιμέτωπος με άλλη μια εξέγερση των Βαβυλωνίων υπό τον Μερωδάχ-βαλαδάν. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Σενναχειρείμ να καταλάβει την Ιερουσαλήμ το 732 Π.Κ.Χ., ο Μερωδάχ-βαλαδάν έστειλε πρεσβευτές του στον Εζεκία, το βασιλιά του Ιούδα, ζητώντας ίσως υποστήριξη στον αγώνα εναντίον της Ασσυρίας. (Ησ 39:1, 2· 2Βα 20:12-18) Αργότερα, ο Σενναχειρείμ εκδίωξε τον Μερωδάχ-βαλαδάν και στέφθηκε ο ίδιος ηγεμόνας της Βαβυλώνας, αξίωμα που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Ο γιος του ο Εσάρ-αδδών ανοικοδόμησε τη Βαβυλώνα. Οι Βαβυλώνιοι συσπειρώθηκαν γύρω από τον Ναβοπολασσάρ και ανέθεσαν τη βασιλεία σε αυτόν. Ο Ναβοπολασσάρ υπήρξε ο ιδρυτής της νεοβαβυλωνιακής δυναστείας η οποία επρόκειτο να συνεχιστεί μέχρι τον Βαλτάσαρ. Αυτή η δυναστεία, από τον Ναβουχοδονόσορα το γιο του Ναβοπολασσάρ ως τον Βαλτάσαρ, συμβολίζεται στις προφητείες της Αγίας Γραφής από το χρυσό κεφάλι της εικόνας που είδε στο όνειρό του ο Ναβουχοδονόσορ (Δα 2:37-45), ενώ στο όραμα που είδε ο Δανιήλ σε όνειρο συμβολίζεται από το λιοντάρι που είχε φτερούγες αετού και καρδιά ανθρώπου.—Δα 7:4.
Το 632 Π.Κ.Χ. αυτή η νέα χαλδαϊκή δυναστεία καθυπέταξε την Ασσυρία, με τη βοήθεια των Μήδων και των Σκυθών συμμάχων της. Το 625 Π.Κ.Χ., ο μεγαλύτερος γιος του Ναβοπολασσάρ, ο Ναβουχοδονόσορ (Β΄), νίκησε τον Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου στη μάχη της Χαρκεμίς, και το ίδιο έτος ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας. (Ιερ 46:1, 2) Υπό τον Ναβουχοδονόσορα, η Βαβυλώνα αποτέλεσε «χρυσό ποτήρι» στο χέρι του Ιεχωβά με το οποίο θα εξέχεε την αγανάκτησή του εναντίον του άπιστου Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. (Ιερ 25:15, 17, 18· 51:7) Το 620 Π.Κ.Χ. ο Ναβουχοδονόσορ επέβαλε στον Ιωακείμ φόρο υποτελείας, αλλά περίπου τρία χρόνια αργότερα, ο Ιωακείμ στασίασε. Το 618 Π.Κ.Χ., δηλαδή το τρίτο έτος της υποτέλειας του Ιωακείμ, ο Ναβουχοδονόσορ εκστράτευσε εναντίον της Ιερουσαλήμ. (2Βα 24:1· 2Χρ 36:6) Ωστόσο, ο Ιωακείμ πέθανε προτού αιχμαλωτιστεί από τους Βαβυλωνίους. Ο Ιωαχίν, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του, παραδόθηκε σύντομα και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα μαζί με άλλους ευγενείς το 617 Π.Κ.Χ. (2Βα 24:12) Στη συνέχεια, στο θρόνο του Ιούδα τοποθετήθηκε ο Σεδεκίας, αλλά και αυτός στασίασε, και το 609 Π.Κ.Χ. οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν ξανά την Ιερουσαλήμ και τελικά άνοιξαν ρήγμα στα τείχη της το 607 Π.Κ.Χ. (2Βα 25:1-10· Ιερ 52:3-12) Εκείνο το έτος, το 607 Π.Κ.Χ., το έτος που η Ιερουσαλήμ ερημώθηκε, αποτέλεσε ορόσημο στον υπολογισμό του χρόνου που θα μεσολαβούσε μέχρις ότου ο Ιεχωβά, ο Παγκόσμιος Κυρίαρχος, θα έδινε τη βασιλική εξουσία στον παγκόσμιο άρχοντα που ο ίδιος είχε εκλέξει.—Βλέπε ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ (Έναρξη της “καταπάτησης”).
Σε μια πινακίδα σφηνοειδούς γραφής που ανακαλύφτηκε γίνεται μνεία κάποιας εκστρατείας εναντίον της Αιγύπτου το 37ο έτος του Ναβουχοδονόσορα (588 Π.Κ.Χ.). Ίσως αυτή η εκστρατεία να σχετίζεται με την καθυπόταξη της κραταιάς Αιγύπτου από τη Βαβυλώνα, πράγμα που είχε προείπει ο προφήτης Ιεζεκιήλ προφανώς το έτος 591 Π.Κ.Χ. (Ιεζ 29:17-19) Τελικά ο Ναβουχοδονόσορ Β΄, έπειτα από 43 χρόνια διακυβέρνησης στη διάρκεια των οποίων κατέκτησε πολλά έθνη αλλά και επιτέλεσε ένα μεγαλειώδες οικοδομικό πρόγραμμα μέσα στη Βαβυλωνία, πέθανε τον Οκτώβριο του 582 Π.Κ.Χ. και τον διαδέχθηκε ο Αβίλ-Μαρντούκ (Εβίλ-μερωδάχ). Αυτός ο νέος άρχοντας έδειξε καλοσύνη στον αιχμάλωτο Βασιλιά Ιωαχίν. (2Βα 25:27-30) Ελάχιστα είναι γνωστά για τη βασιλεία του Νηριγλίσαρου, προφανώς διαδόχου του Εβίλ-μερωδάχ, και του Λαβασί-Μαρντούκ.
Πληρέστερο ιστορικό υπόμνημα έχουμε για τον Ναβονίδη και το γιο του τον Βαλτάσαρ, οι οποίοι προφανώς ήταν συμβασιλείς όταν έπεσε η Βαβυλώνα.
Στο μεταξύ, οι Μήδοι και οι Πέρσες υπό τις διαταγές του Κύρου του Μεγάλου προέλαυναν προκειμένου να καταλάβουν τη Βαβυλωνία και να γίνουν η τέταρτη παγκόσμια δύναμη. Τη νύχτα της 5ης Οκτωβρίου του 539 Π.Κ.Χ. (Γρηγοριανό ημερολόγιο) η Βαβυλώνα καταλήφθηκε και ο Βαλτάσαρ θανατώθηκε. Στο πρώτο έτος του Κύρου, μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας, ο Κύρος εξέδωσε το περίφημο διάταγμα με το οποίο επέτρεπε σε μια ομάδα που περιλάμβανε 42.360 άντρες, εκτός από τους πολλούς δούλους και τους επαγγελματίες τραγουδιστές, να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ. Περίπου 200 χρόνια αργότερα, η περσική κυριαρχία στη Βαβυλωνία τερματίστηκε όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε τη Βαβυλώνα το 331 Π.Κ.Χ. Στα μέσα του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. κυβερνούσαν τη Βαβυλωνία οι Πάρθοι, υπό τον βασιλιά τους Μιθριδάτη Α΄.
Επειδή υπήρχαν ακμάζουσες Ιουδαϊκές κοινότητες σε αυτή τη χώρα, ο Πέτρος, που ήταν απόστολος προς τους Ιουδαίους, πήγε στη Βαβυλώνα, και από εκεί έγραψε τουλάχιστον τη μία από τις θεόπνευστες επιστολές του. (Γα 2:7-9· 1Πε 5:13) Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες σε αυτές τις ανατολικές κοινότητες ανέπτυξαν επίσης το Βαβυλωνιακό Ταργκούμ, αλλιώς γνωστό ως Ταργκούμ του Ογκέλου, και παρήγαγαν αρκετά χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών. Ο Κώδικας της Πετρούπολης που περιέχει τους Μεταγενέστερους Προφήτες και ο οποίος χρονολογείται από το 916 Κ.Χ. είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων επειδή αποτελεί συνδυασμό τόσο ανατολικών κειμένων (βαβυλωνιακών) όσο και δυτικών (της Τιβεριάδας).
[Χάρτης στις σελίδες 426, 427]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Η Πόλη της Αρχαίας Βαβυλώνας
Νέα Πόλη
Κανάλι
Θερινό Ανάκτορο
Πύλη της Ιστάρ
Κρεμαστοί Κήποι
Ανάκτορο της Πόλης
Ζιγκουράτ
Πύλη του Ποταμού
Τείχος του Ποταμού
Ποταμός Ευφράτης
Εσωτερικό Σύστημα Τειχών της Πόλης
Κανάλι
Εξωτερικό Σύστημα Τειχών του Ναβουχοδονόσορα
Κανάλι