Οργάνωση της Χριστιανικής Εκκλησίας του Πρώτου Αιώνα Κ.Χ.
ΜΟΛΟΝΟΤΙ ήταν ιδρυμένες σε διάφορα μέρη οι Χριστιανικές εκκλησίες του Θεού, δεν λειτουργούσαν ανεξάρτητα η μια από την άλλη. Αντίθετα, όλες τους αναγνώριζαν την εξουσία του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος στην Ιερουσαλήμ. Αυτό το κυβερνών σώμα αποτελούνταν από τους αποστόλους και πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, και δεν υπήρχαν αντίπαλα σώματα κάπου αλλού που να επιδιώκουν να έχουν την επίβλεψη της εκκλησίας. Το πιστό Χριστιανικό κυβερνών σώμα του πρώτου αιώνα Κ.Χ. ήταν εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε για εξέταση το ζήτημα της περιτομής. Όταν το κυβερνών σώμα έβγαλε την απόφασή του, σύμφωνα με την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, όλες οι Χριστιανικές εκκλησίες δέχτηκαν και θεώρησαν δεσμευτική εκείνη την απόφαση, και συμμορφώθηκαν πρόθυμα μ’ αυτήν.—Πράξεις 15:22-31.
Το Χριστιανικό σώμα στην Ιερουσαλήμ έστελνε περιοδεύοντες εκπροσώπους. Έτσι, ο Παύλος και άλλοι μεταβίβασαν την απόφαση του κυβερνώντος σώματος που αναφέρθηκε μόλις προηγουμένως, πράγμα που δηλώνεται ως εξής: «Ως δε διήρχοντο τας πόλεις, παρέδιδον εις αυτούς διαταγάς να φυλάττωσι τα δόγματα τα εγκεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ». Σχετικά με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, λέγεται το εξής: «Αι μεν λοιπόν εκκλησίαι εστερεούντο εις την πίστιν και ηυξάνοντο τον αριθμόν καθ’ ημέραν». (Πράξεις 16:4, 5) Πρωτύτερα, όταν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ άκουσαν ότι ‘η Σαμάρεια εδέχθη τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην· οίτινες καταβάντες προσηυχήθησαν περί αυτών δια να λάβωσι πνεύμα άγιον’.—Πράξεις 8:14, 15.
Η κάθε εκκλησία προσκολλιόταν πιστά στις κατευθύνσεις του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος, το οποίο είχε την επίβλεψη στο διορισμό των πρεσβυτέρων. (Τίτον 1:1, 5) Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν—μέσω της κατεύθυνσης του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος που βρισκόταν υπό την επιρροή του αγίου πνεύματος—διορίζονταν για κάθε εκκλησία οι επίσκοποι, οι βοηθοί και οι διακονικοί υπηρέτες. Οι άντρες που τοποθετούνταν σ’ αυτές τις θέσεις εμπιστοσύνης και ευθύνης έπρεπε να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. (1 Τιμόθεον 3:1-13· Τίτον 1:5-9) Οι περιοδεύοντες εκπρόσωποι του κυβερνώντος σώματος, όπως ο Παύλος, ακολουθούσαν τον Χριστό και έθεταν εξαίρετο παράδειγμα προς μίμηση. (1 Κορινθίους 11:1· Φιλιππησίους 4:9) Στην πραγματικότητα, όλοι όσοι είχαν θέση πνευματικού ποιμένα έπρεπε να γίνονται ‘παραδείγματα για το ποίμνιο’ (1 Πέτρου 5:2, 3, ΜΝΚ), έπρεπε να δείχνουν στοργικό ενδιαφέρον για τα άτομα που ανήκαν στην εκκλησία (1 Θεσσαλονικείς 2:5-12) και έπρεπε να βοηθούν πραγματικά όσους ήταν πνευματικά άρρωστοι.—Γαλάτας 6:1· Ιακώβου 5:13-16.
Συνεπώς, όπως ο Ιεχωβά οργάνωσε την εκκλησία του Ισραήλ θέτοντάς την υπό πρεσβυτέρους, αρχηγούς, κριτές και άρχοντες (Ιησούς του Ναυή 23:2), κατά τον ίδιο τρόπο φρόντισε για την επίβλεψη της Χριστιανικής εκκλησίας με το να κατευθύνει να διοριστούν πρεσβύτεροι σε θέσεις εμπιστοσύνης μέσα σ’ αυτήν. (Πράξεις 14:23) Και, όπως οι υπεύθυνοι άντρες ενεργούσαν μερικές φορές ως εκπρόσωποι ολόκληρης της εκκλησίας του Ισραήλ, λόγου χάρη σε δικαστικά θέματα (Δευτερονόμιον 16:18), ο Θεός διευθέτησε ώστε, με παρόμοιο τρόπο, κάθε Χριστιανική εκκλησία να εκπροσωπείται σε τέτοια θέματα από υπεύθυνους άντρες τοποθετημένους μέσω του αγίου πνεύματος σε θέσεις εξουσίας. (Πράξεις 20:28· 1 Κορινθίους 5:1-5) Εντούτοις, αν εγείρονταν κάποιες δυσκολίες μεταξύ μελών της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού, τα λόγια του Ιησού Χριστού που είναι καταγραμμένα στα εδάφια Ματθαίος 18:15-17 (τα οποία είπε προτού απορρίψει ο Ιεχωβά την Ιουδαϊκή εκκλησία του Θεού, και επομένως αρχικά εφαρμόζονταν σ’ αυτήν) χρησίμευαν ως βάση για την τακτοποίηση ή το χειρισμό τέτοιων προβλημάτων.
Ο Ιεχωβά Θεός έχει θέσει τα μέλη του πνευματικού ‘σώματος’ του Χριστού «καθώς ηθέλησεν». Και ο Παύλος δήλωσε: «Άλλους μεν έθεσεν ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα θαύματα, έπειτα χαρίσματα ιαμάτων, βοηθείας, κυβερνήσεις [ικανότητες για κατεύθυνση, ΜΝΚ], είδη γλωσσών». Δεν εκτελούσαν όλοι τις ίδιες λειτουργίες, αλλά ήταν όλοι απαραίτητοι για τη Χριστιανική εκκλησία. (1 Κορινθίους 12:12-31) Ο Παύλος εξήγησε ότι η προμήθεια αποστόλων, προφητών, ευαγγελιστών, ποιμένων και δασκάλων για τη Χριστιανική εκκλησία ήταν «προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού, εωσού καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού [σε πλήρως αναπτυγμένο άντρα, στο μέτρο του αναστήματος που ανήκει στην πληρότητα του Χριστού, ΜΝΚ]».—Εφεσίους 4:11-16.
Στην εκκλησία του Ισραήλ ο Θεός έδωσε τους νόμους του Θεού και την έκανε να κατανοήσει ότι ‘ο άνθρωπος δεν ζη με μόνον άρτον, αλλ’ ο άνθρωπος ζη με πάντα λόγον εξερχόμενον εκ του στόματος του Ιεχωβά’. (Δευτερονόμιον 8:1-3) Και ο Ιησούς Χριστός αναγνώρισε ότι ο άνθρωπος δεν μπορούσε να ζήσει μόνο με ψωμί, ‘αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον δια στόματος Ιεχωβά’. (Ματθαίος 4:1-4) Ως εκ τούτου, έχουν γίνει επαρκείς προμήθειες ώστε να έχει η Χριστιανική εκκλησία την απαραίτητη πνευματική τροφή, εφόσον ο ίδιος ο Χριστός ανέφερε το ‘δούλο’ μέσω του οποίου διανέμεται αυτή η τροφή στους Χριστιανούς ‘υπηρέτες’. Ο Ιησούς, ως μέρος της προφητείας του η οποία αφορά την παρουσία του και ‘τη συντέλεια του συστήματος πραγμάτων’, έδειξε ότι, όταν ερχόταν ο ‘κύριος’ θα διόριζε αυτόν τον ‘πιστό και φρόνιμο δούλο’ «επί πάντων των υπαρχόντων αυτού».—Ματθαίος 24:3, ΜΝΚ· 24:45-47.
Οι συνάξεις για τη λατρεία του Ιεχωβά και για εξέταση του νόμου του ήταν κάτι το σημαντικό στην εκκλησία του Ισραήλ. (Δευτερονόμιον 31:12· Νεεμίας 8:1-8) Παρόμοια, οι συναθροίσεις για τη λατρεία του Ιεχωβά και για μελέτη των Γραφών είναι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού, γι’ αυτό και ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής συμβούλεψε τους παραλήπτες της επιστολής του να μην παραλείπουν να παρακολουθούν αυτές τις συνάξεις τους. (Εβραίους 10:24, 25) Οι δραστηριότητες στις συναγωγές που εμφανίζονται στη μεταγενέστερη ιουδαϊκή ιστορία περιλάμβαναν την ανάγνωση και τη διδασκαλία από τις Γραφές, την αναπομπή προσευχών και την απόδοση αίνου προς τον Θεό. Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεταβιβάστηκαν στους χώρους των Χριστιανικών συνάξεων, χωρίς όμως τις τελετουργικές προσθήκες που είχαν γίνει με την πάροδο του χρόνου στις λειτουργίες της συναγωγής. Στη συναγωγή δεν υπήρχε ξεχωριστή ιερατική τάξη· ο κάθε ευσεβής άντρας Ιουδαίος ήταν ελεύθερος να συμμετέχει στην ανάγνωση και στην εξήγηση της Γραφής. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς ή άλλος παρόμοιος διαχωρισμός στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία. Βέβαια, τόσο μέσα σ’ αυτήν όσο και μέσα στη συναγωγή, οι γυναίκες ούτε δίδασκαν ούτε ασκούσαν εξουσία πάνω στους άντρες.—1 Τιμόθεον 2:11, 12.
Η τήρηση της πρέπουσας τάξης στις συναθροίσεις της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού ήταν σε αρμονία με το γεγονός ότι ο Ιεχωβά, ο οποίος φρόντισε να έχουν αυτή την εκκλησιαστική διευθέτηση οι ακόλουθοι του Χριστού, «δεν είναι [Θεός] ακαταστασίας, αλλ’ ειρήνης». Αυτή η ευταξία συντελούσε επίσης στην επίτευξη μεγάλης πνευματικής ωφέλειας για όλους τους παρευρισκομένους.—1 Κορινθίους 14:26-35, 40.