ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ
Ιδιοτελές, άπληστο άτομο, που εντρυφά υπερβολικά στις απολαύσεις, συγκεκριμένα άτομο αχόρταγο στο φαγητό. Η λαιμαργία σε οποιαδήποτε μορφή είναι διαμετρικά αντίθετη με τις εντολές και τις αρχές της Αγίας Γραφής.
Υπό το Μωσαϊκό Νόμο, οι γονείς ενός αδιόρθωτου γιου που ήταν λαίμαργος και μέθυσος έπρεπε να τον φέρουν μπροστά στους πρεσβυτέρους της πόλης, οι οποίοι και θα διέταζαν το λιθοβολισμό του μέχρι θανάτου. (Δευ 21:18-21) Ως προειδοποίηση για τους άλλους, οι Παροιμίες καταδικάζουν ακόμη και τη συναναστροφή με λαίμαργους: «Αυτός που κάνει συντροφιά με λαίμαργους ταπεινώνει τον πατέρα του». «Μην είσαι ανάμεσα σε οινοπότες, ανάμεσα σε λαίμαργους κρεοφάγους. Διότι ο μέθυσος και ο λαίμαργος θα πέσουν σε φτώχεια, και ο νυσταγμός θα ντύσει με κουρέλια τον άνθρωπο». (Παρ 28:7· 23:20, 21) Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται εδώ «λαίμαργος» και «λαίμαργος [κρεο]φάγος» είναι ζωλέλ. Η βασική έννοια της λέξης είναι πιθανώς «είμαι σπάταλος», ή αλλιώς πολυδάπανος, άσωτος.—Παράβαλε Δευ 21:20, υποσ.
Προσπαθώντας να δυσφημήσουν τον Ιησού Χριστό, οι αντίπαλοί του εκτόξευσαν εναντίον του και την εξής συκοφαντική κατηγορία: «Ορίστε! Άνθρωπος λαίμαργος και οινοπότης». Ο Ιησούς απλώς αντέκρουσε την ψεύτικη κατηγορία λέγοντας: «Η σοφία αποδεικνύεται δίκαιη από τα έργα της» ή «από όλα τα παιδιά της». (Ματ 11:19· Λου 7:34, 35) Με άλλα λόγια, ο Ιησούς έλεγε: «Κοιτάξτε τα δίκαια έργα και τη διαγωγή μου και θα καταλάβετε ότι η κατηγορία είναι ψεύτικη».
Η λαιμαργία οπωσδήποτε δεν έχει θέση στη Χριστιανική εκκλησία, και ο απόστολος Παύλος ήθελε να διασφαλίσει ότι δεν θα διείσδυε σε αυτήν. Όταν, λοιπόν, άφησε τον Τίτο στην Κρήτη για να φροντίσει τη νεοσύστατη Χριστιανική οργάνωση εκεί, του υπενθύμισε ότι ένας από τους ίδιους τους προφήτες της Κρήτης (πιστεύεται ότι ήταν ο Επιμενίδης, ένας Κρητικός ποιητής του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ.) είχε πει: «Οι Κρητικοί είναι πάντοτε ψεύτες, βλαβερά θηρία, λαίμαργοι [γαστέρες, Κείμενο] και αργόσχολοι». Επομένως οι επίσκοποι τους οποίους θα διόριζε ο Τίτος, είπε ο Παύλος, θα έπρεπε να είναι άντρες ακατηγόρητοι για όλα αυτά τα πράγματα, άντρες που δεν ήταν μέθυσοι ή άπληστοι, αλλά εγκρατείς.—Τιτ 1:5-12.
Αν και η λαιμαργία δεν αναφέρεται ξεχωριστά ως ένα από τα «έργα της σάρκας», συχνά συνοδεύει τα μεθύσια και τα ξέφρενα γλέντια, και σίγουρα υπάγεται στην περιληπτική έκφραση «παρόμοια πράγματα», τα οποία όσοι πράττουν «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού». (Γα 5:19, 21) Η μετριοπάθεια στο φαγητό, όπως και σε όλες τις άλλες δραστηριότητες, είναι Χριστιανική αρετή.—1Τι 3:2, 11.