Η Ζωή και η Διακονία του Ιησού
Ο Ιησούς Τραβάει Ξανά για την Ιερουσαλήμ
ΣΥΝΤΟΜΑ ο Ιησούς οδοιπορεί και πάλι και διδάσκει από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Προφανώς είναι στην περιοχή της Περαίας, που βρίσκεται απέναντι από την Ιουδαία στην άλλη όχθη του Ιορδάνη Ποταμού. Προορισμός του όμως είναι η Ιερουσαλήμ.
Η ιουδαϊκή φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία μονάχα ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων θα αξιωθεί να λάβει σωτηρία είναι ίσως αυτό που υποκινεί κάποιον άντρα να ρωτήσει: ‘Κύριε, είναι λίγοι αυτοί που σώζονται;’ Ο Ιησούς με την απάντησή του αναγκάζει τους ανθρώπους να σκεφτούν τι ακριβώς χρειάζεται για σωτηρία: ‘Αγωνίζεστε σθεναρά να μπείτε από τη στενή πόρτα’.
Είναι επείγον να γίνει αυτή η σθεναρή προσπάθεια ‘γιατί πολλοί’, συνεχίζει ο Ιησούς, ‘θα ζητήσουν να μπουν μέσα, αλλά δεν θα τα καταφέρουν’. Γιατί δεν θα τα καταφέρουν; Ο ίδιος εξηγεί ότι ‘από τη στιγμή που θα σηκωθεί ο οικοδεσπότης και θα κλειδώσει την πόρτα και οι άνθρωποι που θα στέκονται απέξω θα χτυπούν, λέγοντας «Κύριε, άνοιξέ μας», εκείνος θα τους λέει: «Δεν ξέρω από πού είστε. Φύγετε από μένα, όλοι εσείς οι εργάτες της αδικίας»’.
Απ’ ό,τι φαίνεται αυτοί που μένουν κλειδωμένοι απέξω έρχονται την ώρα που βολεύει αυτούς μονάχα. Όμως τότε πια η πόρτα της ευκαιρίας έχει κλειδαμπαρωθεί. Θα έπρεπε να είχαν έρθει νωρίτερα για να μπουν μέσα, έστω κι αν εκείνη η ώρα δεν τους ήταν βολική για κάτι τέτοιο. Πράγματι, θλιβερές συνέπειες περιμένουν όσους αναβάλλουν να κάνουν τη λατρεία του Ιεχωβά τον κύριο σκοπό της ζωής τους!
Ως επί το πλείστον οι Ιουδαίοι, στους οποίους έχει σταλεί ο Ιησούς για να προσφέρει υπηρεσία, δεν έχουν αρπάξει τη θαυμάσια ευκαιρία να δεχτούν την προμήθεια που έχει κάνει ο Θεός για σωτηρία. Γι’ αυτό ο Ιησούς λέει ότι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους όταν θα τους πετάξουν έξω. Από την άλλη μεριά, άνθρωποι από ‘τα ανατολικά και από τα δυτικά μέρη, από το βορρά κι από το νότο’, ναι, απ’ όλα τα έθνη, ‘θα καθήσουν στο τραπέζι στη βασιλεία του Θεού’.
Έτσι, όπως λέει στη συνέχεια ο Ιησούς: ‘Υπάρχουν τελευταίοι [περιφρονημένοι μη Ιουδαίοι, όπως και καταδυναστευόμενοι Ιουδαίοι] που θα γίνουν πρώτοι, και υπάρχουν πρώτοι [Ιουδαίοι που είναι ευνοημένοι από υλική και θρησκευτική άποψη] που θα γίνουν τελευταίοι’. Το ότι θα γίνουν τελευταίοι σημαίνει ότι αυτοί οι νωθροί, αχάριστοι άνθρωποι δεν θα βρεθούν καθόλου στη Βασιλεία του Θεού.
Τώρα έρχονται κάποιοι Φαρισαίοι στον Ιησού και του λένε: ‘Σήκω και φύγε από ’δώ, γιατί ο Ηρώδης [Αντύπας] θέλει να σε σκοτώσει’. Ίσως αυτή τη φήμη να είχε αρχίσει να τη διαδίδει ο ίδιος ο Ηρώδης για να κάνει τον Ιησού να φύγει από την περιοχή. Ίσως ο Ηρώδης φοβόταν μη τυχόν βρεθεί να έχει ανάμειξη στο θάνατο κι άλλου προφήτη του Θεού, όπως είχε στη θανάτωση του Ιωάννη του Βαφτιστή. Ο Ιησούς όμως λέει στους Φαρισαίους: ‘Πηγαίνετε και πέστε σ’ αυτή την αλεπού: «Κοίταξε, εγώ βγάζω δαιμόνια και κάνω θεραπείες σήμερα και αύριο, και την τρίτη μέρα θα τελειώσω»’.
Μόλις ο Ιησούς τελειώνει το έργο του εκεί, συνεχίζει το ταξίδι του προς την Ιερουσαλήμ γιατί, όπως εξηγεί ο ίδιος, ‘δεν είναι επιτρεπτό να θανατωθεί προφήτης έξω από την Ιερουσαλήμ’. Γιατί θα έπρεπε να αναμένεται ότι ο Ιησούς θα θανατωνόταν στην Ιερουσαλήμ; Επειδή η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα· σ’ αυτήν εδρεύει το ανώτατο δικαστήριο Σάνχεδριν, που έχει 71 μέλη, και σ’ αυτήν προσφέρονται οι θυσίες των ζώων. Γι’ αυτό δεν θα ήταν επιτρεπτό να θανατωθεί ‘το Αρνί του Θεού’ σε άλλο μέρος εκτός της Ιερουσαλήμ.
‘Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς όσους αποστέλνονται σ’ εσένα’, θρηνεί ο Ιησούς, ‘πόσες και πόσες φορές δεν θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου όπως η κλώσα μαζεύει τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά εσείς δεν το θελήσατε! Να, ο οίκος σας μένει εγκαταλειμμένος’. Το έθνος είναι καταδικασμένο επειδή απέρριψε τον Γιο του Θεού!
Καθώς ο Ιησούς συνεχίζει το ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ, τον προσκαλούν στο σπίτι ενός από τους κυβερνήτες των Φαρισαίων. Είναι Σάββατο και οι άνθρωποι τον παρακολουθούν επίμονα, επειδή βρίσκεται εκεί ένας άντρας που πάσχει από υδρωπικία, δηλαδή συγκέντρωση νερού πιθανώς στα χέρια και στα πόδια του. Ο Ιησούς απευθύνεται στους Φαρισαίους και στους ειδικούς στο Νόμο που είναι παρόντες, και τους ρωτάει: ‘Είναι νόμιμο να θεραπεύει κανείς το σάββατο ή όχι;’
Κανένας δεν βγάζει λέξη. Έτσι ο Ιησούς θεραπεύει τον άνθρωπο και του λέει να φύγει. Έπειτα ρωτάει: ‘Ποιος από σας, όταν πέσει ο γιος του ή ο ταύρος του σ’ ένα πηγάδι, δεν θα τον τραβήξει αμέσως έξω τη μέρα του Σαββάτου;’ Και πάλι κανένας δεν του λέει λέξη. Λουκάς 13:22–14:6· Ιωάννης 1:29.
◆ Τι δείχνει ο Ιησούς ότι χρειάζεται για σωτηρία και γιατί πολλοί μένουν κλειδωμένοι απέξω;
◆ Ποιοι είναι οι ‘τελευταίοι’ που γίνονται πρώτοι και ποιοι οι ‘πρώτοι’ που γίνονται τελευταίοι;
◆ Πιθανώς για ποιο λόγο φημολογούνταν ότι ο Ηρώδης ήθελε να θανατώσει τον Ιησού;
◆ Γιατί δεν είναι επιτρεπτό να θανατωθεί προφήτης έξω από την Ιερουσαλήμ;