ΙΟΥΔΑΣ
(Ιούδας) [Εξυμνημένος· [Αντικείμενο για] Εξύμνηση].
1. Ο τέταρτος γιος του Ιακώβ από τη σύζυγό του τη Λεία. (Γε 29:35· 1Χρ 2:1) Ο Ιούδας πέρασε περίπου εννιά χρόνια από τη ζωή του στη Χαρράν, στην περιοχή της Παδάν-αράμ, και έπειτα πήγε μαζί με όλο το σπιτικό του Ιακώβ στη Χαναάν. (Παράβαλε Γε 29:4, 5, 32-35· 30:9-12, 16-28· 31:17, 18, 41.) Στη συνέχεια κατοίκησε με τον πατέρα του στη Σοκχώθ και κατόπιν στη Συχέμ. Όταν ο γιος του Εμμώρ ατίμασε την αδελφή του τη Δείνα, και ο Συμεών και ο Λευί πήραν εκδίκηση για αυτήν σκοτώνοντας όλους τους άρρενες της Συχέμ, ο Ιούδας προφανώς συμμετείχε στη λεηλασία της πόλης.—Γε 33:17, 18· 34:1, 2, 25-29.
Η Σχέση του με τον Ιωσήφ. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Ιούδας και οι άλλοι ετεροθαλείς αδελφοί του Ιωσήφ άρχισαν να τον μισούν, επειδή ο Ιακώβ τού είχε αδυναμία. Το μίσος τους φούντωσε όταν ο Ιωσήφ αφηγήθηκε δύο όνειρα που υποδήλωναν ότι θα γινόταν ανώτερός τους. Γι’ αυτό, όταν ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει να δει πώς ήταν οι ετεροθαλείς αδελφοί του καθώς φρόντιζαν τα ποίμνια, εκείνοι, μόλις τον είδαν από κάποια απόσταση, συνωμότησαν για να τον σκοτώσουν. Αλλά έπειτα από πρόταση του Ρουβήν, ο οποίος είχε σκοπό να σώσει τη ζωή του Ιωσήφ, τον έριξαν σε έναν ξερό νερόλακκο.—Γε 37:2-24.
Στη συνέχεια, όταν φάνηκε ένα καραβάνι Ισμαηλιτών, και ενώ ο Ρουβήν προφανώς έλειπε, ο Ιούδας έπεισε τους υπόλοιπους ότι θα ήταν καλύτερα, αντί να δολοφονήσουν τον Ιωσήφ, να τον πουλήσουν στους περαστικούς εμπόρους. (Γε 37:25-27) Παρά τις εκκλήσεις του Ιωσήφ για συμπόνια, τον πούλησαν για 20 κομμάτια ασήμι (αν επρόκειτο για σίκλους, $44). (Γε 37:28· 42:21) Παρ’ όλο που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κύριο μέλημα του Ιούδα ήταν να σώσει τη ζωή του Ιωσήφ, και παρ’ όλο που η πώληση αυτή καθαυτή αποδείχτηκε εκ των υστέρων ευλογία για όλους όσους περιλαμβάνονταν, ο Ιούδας, όπως και οι υπόλοιποι, έγινε ένοχος μιας σοβαρής αμαρτίας που βάραινε πολύ καιρό τη συνείδησή του. (Γε 42:21, 22· 44:16· 45:4, 5· 50:15-21) (Υπό το Μωσαϊκό Νόμο που δόθηκε αργότερα στους Ισραηλίτες, το αδίκημα αυτό επέσυρε την ποινή του θανάτου· Εξ 21:16.) Στη συνέχεια, ο Ιούδας εξαπάτησε μαζί με τους υπόλοιπους τον Ιακώβ κάνοντάς τον να πιστέψει ότι ένα άγριο θηρίο είχε σκοτώσει τον Ιωσήφ. (Γε 37:31-33) Τότε ο Ιούδας ήταν περίπου 20 χρονών.
Η Οικογένεια του Ιούδα. Από ό,τι φαίνεται, έπειτα από αυτό το περιστατικό ο Ιούδας εγκατέλειψε τους αδελφούς του. Κατασκήνωσε κοντά στον Ειρά τον Οδολλαμίτη, και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε προφανώς φιλικός δεσμός. Εκείνη την περίοδο ο Ιούδας παντρεύτηκε την κόρη του Χαναναίου Σιουά. Με αυτήν απέκτησε τρεις γιους, τον Ηρ, τον Αυνάν και τον Σηλά. Ο μικρότερος, ο Σηλά, γεννήθηκε στην Αχζίβ.—Γε 38:1-5.
Αργότερα, ο Ιούδας διάλεξε τη Θάμαρ ως σύζυγο για τον Ηρ τον πρωτότοκό του. Αλλά επειδή ο Ηρ ήταν κακός, ο Ιεχωβά τον θανάτωσε. Ο Ιούδας είπε τότε στο δεύτερο γιο του, τον Αυνάν, να κάνει ανδραδελφικό γάμο. Αλλά ο Αυνάν, παρότι είχε σχέσεις με τη Θάμαρ, «άφηνε να χάνεται το σπέρμα του στη γη, ώστε να μη δώσει απόγονο στον αδελφό του». Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά τον θανάτωσε και αυτόν. Τότε ο Ιούδας πρότεινε στη Θάμαρ να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα της και να περιμένει μέχρι να ωριμάσει ο Σηλά. Ωστόσο, ακόμη και αφού μεγάλωσε ο Σηλά, ο Ιούδας, προφανώς σκεπτόμενος ότι ο μικρότερος γιος του μπορεί να πέθαινε, δεν τον έδωσε ως σύζυγο στη Θάμαρ.—Γε 38:6-11, 14.
Έτσι λοιπόν, όταν χήρεψε ο Ιούδας, η Θάμαρ, μαθαίνοντας ότι ο πεθερός της θα πήγαινε στη Θιμνάχ, μεταμφιέστηκε σε πόρνη και κάθησε στην είσοδο της Εναΐμ, πάνω στο δρόμο από όπου θα περνούσε ο Ιούδας. Ο Ιούδας δεν αναγνώρισε τη νύφη του και υπέθεσε ότι ήταν πόρνη, και έτσι είχε σχέσεις μαζί της. Όταν αργότερα αποκαλύφτηκε ότι η Θάμαρ ήταν έγκυος, ο Ιούδας ζήτησε να την κάψουν σαν πόρνη. Αλλά μόλις εκείνη παρουσίασε αποδείξεις ότι την είχε αφήσει έγκυο ο Ιούδας, αυτός αναφώνησε: «Εκείνη είναι πιο δίκαιη από εμένα, επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά το γιο μου». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ιούδας υποκατέστησε άθελά του τον Σηλά, φέρνοντας σε ύπαρξη νόμιμους απογόνους. Περίπου έξι μήνες αργότερα η Θάμαρ γέννησε δίδυμα, τον Φαρές και τον Ζερά. Ο Ιούδας δεν είχε ξανά σχέσεις μαζί της.—Γε 38:12-30.
Στην Αίγυπτο για Τροφή. Έπειτα από καιρό, ενώ η Χαναάν μαστιζόταν από πείνα, ακούστηκε ότι υπήρχαν τρόφιμα στην Αίγυπτο. Κατόπιν υπόδειξης του Ιακώβ, λοιπόν, δέκα από τους γιους του, περιλαμβανομένου και του Ιούδα, πήγαν εκεί για να πάρουν τρόφιμα. Εκείνη την εποχή, ο ετεροθαλής αδελφός τους ο Ιωσήφ υπηρετούσε ως διαχειριστής τροφίμων της Αιγύπτου. Αν και ο Ιωσήφ τούς γνώρισε αμέσως, εκείνοι δεν τον αναγνώρισαν. Ο Ιωσήφ τούς κατηγόρησε ότι ήταν κατάσκοποι και τους προειδοποίησε να μην επιστρέψουν χωρίς τον Βενιαμίν, τον οποίο εκείνοι ανέφεραν όταν αρνήθηκαν πως ήταν κατάσκοποι. Επίσης, ο Ιωσήφ έδεσε έναν από τους ετεροθαλείς αδελφούς του, τον Συμεών, και τον κράτησε όμηρο.—Γε 42:1-25.
Εύλογα ο Ιακώβ, συμπεραίνοντας ότι είχε χάσει και τον Ιωσήφ και τον Συμεών, ήταν απρόθυμος να αφήσει τον Βενιαμίν να συνοδεύσει τους υπόλοιπους γιους του στην Αίγυπτο. Η συναισθηματική δήλωση του Ρουβήν ότι, αν δεν έφερνε πίσω τον Βενιαμίν, τότε ο Ιακώβ θα μπορούσε να θανατώσει τους δύο γιους του δεν είχε αρκετή βαρύτητα, ίσως επειδή είχε αποδειχτεί αναξιόπιστος βιάζοντας την παλλακίδα του πατέρα του. (Γε 35:22) Τελικά ο Ιούδας κατόρθωσε να πάρει τη συγκατάθεση του πατέρα του υποσχόμενος να είναι ο ίδιος εγγυητής για τον Βενιαμίν.—Γε 42:36-38· 43:8-14.
Αφού αγόρασαν δημητριακά στην Αίγυπτο, οι γιοι του Ιακώβ είχαν πάρει πια το δρόμο της επιστροφής όταν ο οικονόμος του Ιωσήφ τούς πρόφτασε και τους κατηγόρησε για κλοπή (στην πραγματικότητα αυτό ήταν ένα τέχνασμα του Ιωσήφ). Όταν το δήθεν κλεμμένο αντικείμενο βρέθηκε μέσα στο σακί του Βενιαμίν, οι άντρες επέστρεψαν και μπήκαν στο σπίτι του Ιωσήφ. Ο Ιούδας ήταν αυτός που απάντησε τότε στην κατηγορία, και με ευγλωττία και θέρμη έκανε έκκληση για λογαριασμό του Βενιαμίν και για χάρη του πατέρα του, ζητώντας να γίνει αυτός δούλος αντί του Βενιαμίν. Ο Ιωσήφ συγκινήθηκε τόσο πολύ από την ειλικρινή έκκληση του Ιούδα ώστε δεν μπορούσε πλέον να συγκρατηθεί. Όταν έμεινε μόνος του με τους αδελφούς του, ο Ιωσήφ αποκάλυψε την ταυτότητά του. Αφού έδωσε συγχώρηση στους ετεροθαλείς αδελφούς του που τον είχαν πουλήσει ως δούλο, τους είπε να πάρουν τον Ιακώβ και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο, επειδή η πείνα θα συνεχιζόταν άλλα πέντε χρόνια.—Γε 44:1–45:13.
Αργότερα, καθώς ο Ιακώβ και όλο το σπιτικό του πλησίαζαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ «έστειλε τον Ιούδα μπροστά από τον ίδιο στον Ιωσήφ για πληροφορίες σχετικά με τη Γεσέν, προτού πάει αυτός».—Γε 46:28.
Ανώτερος από τους Αδελφούς Του. Με το ενδιαφέρον που εκδήλωσε για τον ηλικιωμένο πατέρα του και την ευγενή του προσπάθεια να διαφυλάξει την ελευθερία του Βενιαμίν θυσιάζοντας τη δική του, ο Ιούδας αποδείχτηκε ανώτερος από τους αδελφούς του. (1Χρ 5:2) Δεν ήταν πια εκείνος ο νέος που είχε συμμετάσχει στη λεηλασία των Συχεμιτών και είχε συνεργήσει στο κακό που διαπράχθηκε σε βάρος του Ιωσήφ, του ετεροθαλούς αδελφού του, και κατόπιν στην εξαπάτηση του ίδιου του πατέρα του. Οι εξαίρετες ηγετικές ιδιότητες του Ιούδα τον αξίωσαν να λάβει, ως κεφαλή μιας από τις 12 φυλές του Ισραήλ, ανώτερη προφητική ευλογία από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. (Γε 49:8-12) Η εκπλήρωσή της εξετάζεται παρακάτω.
2. Η φυλή που προήλθε από τον Ιούδα. Περίπου 216 χρόνια αφότου ο Ιούδας πήγε στην Αίγυπτο μαζί με το σπιτικό του Ιακώβ, οι ακμαίοι άντρες της φυλής από 20 χρονών και πάνω είχαν αυξηθεί σε 74.600, υπερβαίνοντας σε αριθμό οποιαδήποτε άλλη από τις 12 φυλές. (Αρ 1:26, 27) Στο τέλος της 40χρονης περιπλάνησης στην έρημο, οι απογραμμένοι άρρενες του Ιούδα είχαν αυξηθεί κατά 1.900.—Αρ 26:22.
Η σκηνή της μαρτυρίας, μαζί με τον εξοπλισμό και τα σκεύη της, κατασκευάστηκε υπό την κατεύθυνση ενός Ιουδαίου, του Βεσελεήλ, και του Δανίτη βοηθού του, του Οολιάβ. (Εξ 35:30-35) Μετά την ολοκλήρωσή της, ο Ιούδας στρατοπέδευε Α του αγιαστηρίου μαζί με τις φυλές του Ισσάχαρ και του Ζαβουλών.—Αρ 2:3-8.
Πρώτα Δείγματα του Ηγετικού του Ρόλου. Η προφητική ευλογία του Ιακώβ είχε προσδώσει ηγετικό ρόλο στον Ιούδα (Γε 49:8· παράβαλε 1Χρ 5:2), η δε εκπλήρωση αυτού του ρόλου επιβεβαιώνεται ακόμη και από την αρχή της ιστορίας της φυλής. Υπό την ηγεσία του αρχηγού της φυλής, του Ναασών, ο Ιούδας προπορευόταν κατά την οδοιπορία μέσα στην έρημο. (Αρ 2:3-9· 10:12-14) Από αυτή τη φυλή, επίσης, καταγόταν ο Χάλεβ, ένας από τους δύο πιστούς κατασκόπους οι οποίοι είχαν το προνόμιο να ξαναμπούν στην Υποσχεμένη Γη. Αν και ήταν προχωρημένης ηλικίας, ο Χάλεβ είχε ενεργή συμμετοχή στην κατάκτηση της γης που παραχωρήθηκε στον Ιούδα. Η ίδια η φυλή έλαβε το θεϊκό διορισμό να ηγηθεί του πολέμου εναντίον των Χαναναίων, κάτι το οποίο έκανε σε συνεργασία με τους Συμεωνίτες. (Αρ 13:6, 30· 14:6-10, 38· Ιη 14:6-14· 15:13-20· Κρ 1:1-20· παράβαλε Δευ 33:7.) Μεταγενέστερα, και πάλι με θεϊκή εξουσιοδότηση, ο Ιούδας ηγήθηκε της εκστρατείας που έγινε για να τιμωρηθεί ο Βενιαμίν.—Κρ 20:18.
Η Κληρονομιά του Ιούδα. Η περιοχή που είχε παραχωρηθεί στη φυλή του Ιούδα συνόρευε με την εδαφική περιοχή του Βενιαμίν καθώς και του Δαν στο Β (Ιη 15:5-11· 18:11), την Αλμυρή Θάλασσα (Νεκρά Θάλασσα) στην Α (Ιη 15:5) και τη Μεγάλη Θάλασσα (Μεσόγειο) στη Δ (Ιη 15:12). Το νότιο όριο φαίνεται ότι εκτεινόταν προς τα νοτιοδυτικά από το νοτιότερο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης ως τον ανήφορο της Ακραββίμ, από εκεί συνέχιζε μέχρι τη Ζιν, έστριβε βόρεια κοντά στην Κάδης-βαρνή και κατέληγε στη Μεσόγειο περνώντας από την Εσρών, την Αδδάρ, την Καρκά, την Αζμών και την κοιλάδα του χειμάρρου της Αιγύπτου. (Ιη 15:1-4) Ένα τμήμα μέσα σε αυτή την περιοχή, το οποίο βρισκόταν κυρίως γύρω από τη Βηρ-σαβεέ, είχε παραχωρηθεί στους Συμεωνίτες. (Ιη 19:1-9) Στην περιοχή του Ιούδα εγκαταστάθηκαν και οι Κεναίοι, μια μη ισραηλιτική οικογένεια που συγγένευε εξ αγχιστείας με τον Μωυσή.—Κρ 1:16.
Εντός των ορίων της εδαφικής κληρονομιάς του αρχαίου Ιούδα βρίσκονταν αρκετές περιοχές που ήταν διακριτές λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών τους. Η Νεγκέμπ, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι οροπέδιο με υψόμετρο από 450 ως 600 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται στο Ν. Κατά μήκος της Μεσογείου εκτείνεται η Πεδιάδα της Φιλιστίας, με αμμόλοφους που ενίοτε εισχωρούν στην ακτή σε πλάτος μέχρι και 6 χλμ. Κατά τους αρχαίους χρόνους στην ανώμαλη επιφάνεια αυτής της πεδιάδας υπήρχαν αμπέλια, ελαιώνες και χωράφια με σιτηρά. (Κρ 15:5) Ακριβώς στα ανατολικά της υψώνεται μια λοφώδης περιοχή, την οποία τέμνουν αρκετές κοιλάδες και της οποίας το υψόμετρο, στο νότιο τμήμα της, φτάνει τα 450 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτή είναι η Σεφηλά (που σημαίνει «Χαμηλός Τόπος»), μια περιοχή που στην αρχαιότητα καλυπτόταν από συκομουριές. (1Βα 10:27) Πρόκειται για χαμηλό τόπο αν συγκριθεί με την ορεινή περιοχή του Ιούδα, η οποία βρίσκεται ακόμη ανατολικότερα και έχει υψώματα που κυμαίνονται από περίπου 600 μέχρι 1.000 μ. και πλέον πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι χέρσοι λόφοι που καταλαμβάνουν τις ανατολικές πλαγιές των βουνών του Ιούδα αποτελούν την έρημο του Ιούδα.
Υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή, η δύναμη των Χαναναίων είχε προφανώς συντριφτεί στην περιοχή που δόθηκε στον Ιούδα. Από ό,τι φαίνεται, όμως, δεν είχαν εγκατασταθεί φρουρές, γι’ αυτό και οι αρχικοί κάτοικοι εμφανίζονται να έχουν επιστρέψει σε ορισμένες πόλεις όπως η Χεβρών και η Δεβίρ, πιθανότατα όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν κάπου αλλού. Επομένως, αυτά τα μέρη έπρεπε να ανακαταληφθούν. (Παράβαλε Ιη 12:7, 10, 13· Κρ 1:10-15.) Αλλά οι κάτοικοι της κοιλάδας, με τα άρτια εξοπλισμένα άρματά τους, δεν εκδιώχθηκαν. Αναμφίβολα, σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Φιλισταίοι της Γαθ και της Αζώτου.—Ιη 13:2, 3· Κρ 1:18, 19.
Από τους Κριτές Μέχρι τον Σαούλ. Στη διάρκεια της ταραχώδους περιόδου των Κριτών, ο Ιούδας, όπως και οι άλλες φυλές, έπεσε επανειλημμένα θύμα της ειδωλολατρίας. Γι’ αυτό και ο Ιεχωβά επέτρεψε σε διάφορα γειτονικά έθνη, ιδίως στους Αμμωνίτες και στους Φιλισταίους, να κάνουν επιδρομές στην περιοχή του Ιούδα. (Κρ 10:6-9) Στην εποχή του Σαμψών, η φυλή του Ιούδα, όχι μόνο είχε χάσει κάθε έλεγχο των φιλισταϊκών πόλεων Γάζα, Ακκαρών και Ασκαλών, αλλά υφίστατο και την καταδυνάστευση των Φιλισταίων. (Κρ 15:9-12) Από ό,τι φαίνεται, χρειάστηκε να φτάσει η εποχή του Σαμουήλ για να μπορέσουν να ανακτήσουν από τους Φιλισταίους την περιοχή του Ιούδα.—1Σα 7:10-14.
Από τότε που ο Σαμουήλ έχρισε τον Σαούλ, από τη φυλή του Βενιαμίν, ως τον πρώτο βασιλιά του Ισραήλ, η φυλή του Ιούδα πολέμησε όσια υπό την ηγεσία του Σαούλ. (1Σα 11:5-11· 15:3, 4) Οι συχνότερες μάχες ήταν με τους Φιλισταίους (1Σα 14:52), οι οποίοι φαίνεται ότι είχαν βρεθεί και πάλι σε θέση ισχύος έναντι των Ισραηλιτών. (1Σα 13:19-22) Σταδιακά, όμως, η δύναμή τους μειώθηκε. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, ο Σαούλ και ο γιος του ο Ιωνάθαν πέτυχαν νίκες εναντίον τους στην περιοχή από τη Μιχμάς μέχρι την Αιαλών. (1Σα 13:23–14:23, 31) Αργότερα, όταν οι Φιλισταίοι εισέβαλαν στον Ιούδα, ηττήθηκαν ξανά μετά τη θανάτωση του προμάχου τους του Γολιάθ από έναν νεαρό Ιουδαίο βοσκό, τον Δαβίδ. (1Σα 17:4, 48-53) Ακολούθως ο Βασιλιάς Σαούλ τοποθέτησε επικεφαλής των Ισραηλιτών πολεμιστών τον Δαβίδ, ο οποίος νωρίτερα είχε χριστεί να είναι ο μελλοντικός βασιλιάς του Ισραήλ. Με αυτή του την ιδιότητα, ο Δαβίδ υποστήριξε όσια τον Σαούλ και πέτυχε επιπρόσθετες νίκες επί των Φιλισταίων. (1Σα 18:5-7) Εκείνη την περίοδο η φυλή του Ιούδα ήταν σαν «σκύμνος λιονταριού», εφόσον δεν είχε ακόμη αποκτήσει βασιλική ισχύ στο πρόσωπο του Δαβίδ.—Γε 49:9.
Όταν ο Σαούλ άρχισε να θεωρεί τον Δαβίδ απειλή για τη βασιλεία του και τον έθεσε εκτός νόμου, ο Δαβίδ παρέμεινε όσιος στον Σαούλ ως τον χρισμένο του Ιεχωβά. Αφενός δεν τάχθηκε ποτέ με το μέρος των εχθρών του Ισραήλ και αφετέρου δεν έβλαψε ο ίδιος προσωπικά τον Σαούλ ούτε και επέτρεψε σε άλλους να τον βλάψουν. (1Σα 20:30, 31· 24:4-22· 26:8-11· 27:8-11· 30:26-31) Απεναντίας, ο Δαβίδ πολεμούσε τους εχθρούς του Ισραήλ. Σε μια περίπτωση ο Δαβίδ έσωσε την Ιουδαϊκή πόλη Κεϊλά από τους Φιλισταίους.—1Σα 23:2-5.
Εκπλήρωση της Ευλογίας του Ιακώβ στο Πρόσωπο του Δαβίδ. Τελικά ήρθε ο κατάλληλος καιρός του Θεού για τη μεταβίβαση της βασιλικής εξουσίας από τη φυλή του Βενιαμίν στη φυλή του Ιούδα. Μετά το θάνατο του Σαούλ, οι άντρες του Ιούδα έχρισαν βασιλιά τον Δαβίδ στη Χεβρών. Οι άλλες φυλές, όμως, προσκολλήθηκαν στον οίκο του Σαούλ και κατέστησαν βασιλιά τους το γιο του τον Ις-βοσθέ. Αυτά τα δύο βασίλεια συγκρούστηκαν επανειλημμένα, ώσπου ο ισχυρότερος υποστηρικτής του Ις-βοσθέ, ο Αβενήρ, προσχώρησε στην παράταξη του Δαβίδ. Προτού περάσει πολύς καιρός, ο Ις-βοσθέ δολοφονήθηκε.—2Σα 2:1-4, 8, 9· 3:1–4:12.
Όταν ο Δαβίδ εξασφάλισε από τότε και έπειτα τη βασιλεία όλου του Ισραήλ, οι “γιοι του Ιακώβ”, δηλαδή όλες οι φυλές του Ισραήλ, εξύμνησαν τον Ιούδα και πρόσπεσαν στον εκπρόσωπό του ως τον κυβερνήτη τους. Ως εκ τούτου, ο Δαβίδ μπόρεσε επίσης να ανεβεί εναντίον της Ιερουσαλήμ, μολονότι αυτή ανήκε βασικά σε περιοχή του Βενιαμίν, και να την καταστήσει πρωτεύουσά του αφού πρώτα κατέλαβε το οχυρό της Σιών. Ως επί το πλείστον, ο Δαβίδ ενεργούσε με αξιέπαινο τρόπο. Μέσω αυτού, λοιπόν, η φυλή του Ιούδα εξυμνήθηκε για ιδιότητες όπως η δικαιοσύνη και η ευθυκρισία, καθώς και για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στο έθνος, μεταξύ των οποίων ήταν και η διατήρηση της εθνικής ασφάλειας, όπως είχε προείπει ο Ιακώβ στην ευλογία που εξήγγειλε από την επιθανάτια κλίνη του. Το χέρι του Ιούδα ήταν πράγματι πάνω στον αυχένα των εχθρών του, δεδομένου ότι ο Δαβίδ καθυπέταξε τους Φιλισταίους (οι οποίοι επιχείρησαν δύο φορές να τον ανατρέψουν ενώ βασίλευε στη Σιών), καθώς και τους Μωαβίτες, τους Συρίους, τους Εδωμίτες, τους Αμαληκίτες και τους Αμμωνίτες. Συνεπώς, υπό τον Δαβίδ, τα σύνορα του Ισραήλ επιτέλους επεκτάθηκαν μέχρι τα καθορισμένα από τον Θεό όρια.—Γε 49:8-12· 2Σα 5:1-10, 17-25· 8:1-15· 12:29-31.
Λόγω της αιώνιας διαθήκης για μια Βασιλεία που συνάφθηκε με τον Δαβίδ, η φυλή του Ιούδα κατείχε το σκήπτρο και τη διοικητική ράβδο επί 470 χρόνια. (Γε 49:10· 2Σα 7:16) Αλλά μόνο στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ και του Σολομώντα υπήρξε ενωμένο βασίλειο, με όλες τις φυλές του Ισραήλ να προσπέφτουν ενώπιον του Ιούδα. Εξαιτίας της αποστασίας του Σολομώντα προς το τέλος της βασιλείας του, ο Ιεχωβά απέσχισε δέκα φυλές κατά τη διακυβέρνηση του επόμενου Ιουδαίου βασιλιά, του Ροβοάμ, και τις έδωσε στον Ιεροβοάμ. (1Βα 11:31-35· 12:15-20) Μόνο οι Λευίτες και οι φυλές του Βενιαμίν και του Ιούδα έμειναν όσιες στον οίκο του Δαβίδ.—1Βα 12:21· 2Χρ 13:9, 10.
3. Το βασίλειο του Ιούδα, που περιλάμβανε και τη φυλή του Βενιαμίν. (2Χρ 25:5) Μετά το θάνατο του Σολομώντα οι άλλες δέκα φυλές σχημάτισαν ένα ανεξάρτητο βασίλειο υπό τον Εφραϊμίτη Ιεροβοάμ.
Λίγο καιρό αργότερα, το πέμπτο έτος του Ροβοάμ, ο Βασιλιάς Σισάκ της Αιγύπτου εισέβαλε στο βασίλειο του Ιούδα φτάνοντας ως την Ιερουσαλήμ και, στην πορεία, κατέλαβε διάφορες οχυρωμένες πόλεις.—1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-9.
Επί 40 περίπου έτη, κατά τα οποία βασίλεψαν στον Ιούδα οι Ροβοάμ, Αβιάμ (Αβιά) και Ασά, σημειώνονταν επανειλημμένες συγκρούσεις ανάμεσα στα βασίλεια του Ιούδα και του Ισραήλ. (1Βα 14:30· 15:7, 16) Αλλά ο διάδοχος του Ασά, ο Ιωσαφάτ, συμπεθέρεψε με τον πονηρό Βασιλιά Αχαάβ του Ισραήλ. Αν και αυτό οδήγησε σε ειρήνη μεταξύ των δύο βασιλείων, ο γάμος του Ιωράμ, του γιου του Ιωσαφάτ, με την κόρη του Αχαάβ τη Γοθολία απέβη ολέθριος για τον Ιούδα. Υπό την επιρροή της Γοθολίας, ο Ιωράμ έγινε ένοχος χονδροειδούς αποστασίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του οι Φιλισταίοι και οι Άραβες εισέβαλαν στον Ιούδα και αιχμαλώτισαν και σκότωσαν όλους τους γιους του εκτός από τον Ιωάχαζ (Οχοζία), το νεότερο γιο. Όταν έγινε βασιλιάς ο Οχοζίας, ακολούθησε και αυτός τις επιταγές της πονηρής Γοθολίας. Μετά το βίαιο θάνατο του Οχοζία, η Γοθολία σκότωσε όλους τους βασιλικούς απογόνους. Αλλά, χωρίς αμφιβολία με θεϊκή πρόνοια, ο Ιωάς που ήταν ο δικαιωματικός κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ, και ο οποίος τότε ήταν ακόμη βρέφος, διαφυλάχτηκε σε μια κρυψώνα και γλίτωσε το θάνατο. Στο μεταξύ βασίλευε η σφετερίστρια Γοθολία, μέχρις ότου εκτελέστηκε κατόπιν εντολής του Αρχιερέα Ιωδαέ.—2Χρ 18:1· 21:1, 5, 6, 16, 17· 22:1-3, 9-12· 23:13-15.
Μολονότι η βασιλεία του είχε καλό ξεκίνημα, μετά το θάνατο του Αρχιερέα Ιωδαέ ο Ιωάς απομακρύνθηκε από την αληθινή λατρεία. (2Χρ 24:2, 17, 18) Παρόμοια και ο γιος του Ιωάς, ο Αμαζίας, δεν διακράτησε δίκαιη πορεία. Στη διάρκεια της βασιλείας του, έπειτα από χρόνια ειρηνικής συνύπαρξης, το δεκάφυλο βασίλειο και το βασίλειο του Ιούδα πολέμησαν ξανά μεταξύ τους, και ο Ιούδας γνώρισε ταπεινωτική ήττα. (2Χρ 25:1, 2, 14-24) Με εξαίρεση την εισβολή του στο αγιαστήριο, ο επόμενος βασιλιάς του Ιούδα, ο Οζίας (Αζαρίας), έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά. Ο διάδοχός του ο Ιωθάμ αποδείχτηκε πιστός βασιλιάς. Αλλά ο γιος του Ιωθάμ ο Άχαζ υπήρξε διαβόητος για την ευρείας κλίμακας ειδωλολατρία στην οποία επιδόθηκε.—2Χρ 26:3, 4, 16-20· 27:1, 2· 28:1-4.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Άχαζ ο Ιούδας υπέστη εισβολές από τους Εδωμίτες και τους Φιλισταίους, καθώς και από το βόρειο βασίλειο και από τη Συρία. Ο συροϊσραηλιτικός συνασπισμός απείλησε μάλιστα να εκθρονίσει τον Άχαζ και να καταστήσει βασιλιά του Ιούδα κάποιον που δεν ανήκε στη Δαβιδική γραμμή. Αν και ο προφήτης Ησαΐας τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο άπιστος Άχαζ δωροδόκησε τον Ασσύριο Βασιλιά Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ για να τον βοηθήσει. Αυτή η άσοφη κίνηση επέφερε στον Ιούδα το βαρύ ζυγό της Ασσυρίας.—2Χρ 28:5-21· Ησ 7:1-12.
Ο Εζεκίας, ο γιος του Άχαζ, αποκατέστησε την αληθινή λατρεία και στασίασε εναντίον του βασιλιά της Ασσυρίας. (2Βα 18:1-7) Γι’ αυτό, ο Σενναχειρείμ εισέβαλε στον Ιούδα και κατέλαβε πολλές οχυρωμένες πόλεις. Αλλά η Ιερουσαλήμ δεν καταλήφθηκε ποτέ, διότι μέσα σε μία νύχτα ο άγγελος του Ιεχωβά θανάτωσε 185.000 στο στρατόπεδο των Ασσυρίων. Ταπεινωμένος ο Σενναχειρείμ επέστρεψε στη Νινευή. (2Βα 18:13· 19:32-36) Περίπου οχτώ χρόνια νωρίτερα, το 740 Π.Κ.Χ., το δεκάφυλο βασίλειο είχε πάψει να υφίσταται όταν έπεσε στους Ασσυρίους η πρωτεύουσά του η Σαμάρεια.—2Βα 17:4-6.
Ο επόμενος βασιλιάς του Ιούδα, ο Μανασσής, ο γιος του Εζεκία, αναζωπύρωσε την ειδωλολατρία. Ωστόσο, όταν οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα από το βασιλιά της Ασσυρίας, μετανόησε και, αφού επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, προέβη σε θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις. (2Χρ 33:10-16) Ο γιος του, όμως, ο Αμών ξαναγύρισε στην ειδωλολατρία.—2Χρ 33:21-24.
Η τελευταία σαρωτική εκστρατεία κατά της ειδωλολατρίας πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του γιου του Αμών, του Ιωσία. Ωστόσο, ήταν πλέον πολύ αργά για να εκδηλώσει γνήσια μετάνοια ο λαός γενικά. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά εξήγγειλε την πλήρη ερήμωση του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Τελικά, και ο ίδιος ο Ιωσίας σκοτώθηκε προσπαθώντας να αναχαιτίσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις στη Μεγιδδώ, ενώ αυτές όδευαν προς τη Χαρκεμίς για να βοηθήσουν το βασιλιά της Ασσυρίας.—2Βα 22:1–23:30· 2Χρ 35:20.
Οι τελευταίοι τέσσερις βασιλιάδες του Ιούδα, ο Ιωάχαζ, ο Ιωακείμ, ο Ιωαχίν και ο Σεδεκίας, αποδείχτηκαν κακοί ηγεμόνες. Ο Φαραώ Νεχαώ απομάκρυνε τον Ιωάχαζ, επέβαλε βαρύ πρόστιμο στη γη του Ιούδα και κατέστησε βασιλιά τον αδελφό του Ιωάχαζ τον Ιωακείμ. (2Βα 23:31-35) Αργότερα, προφανώς οχτώ χρόνια μετά την άνοδό του στη βασιλεία, ο Ιωακείμ έγινε υποτελής στον Ναβουχοδονόσορα το βασιλιά της Βαβυλώνας, ο οποίος νωρίτερα είχε νικήσει τους Αιγυπτίους στη Χαρκεμίς. Επί τρία χρόνια ο Ιωακείμ υπηρέτησε το βασιλιά της Βαβυλώνας, ύστερα όμως στασίασε. (2Βα 24:1· Ιερ 46:2) Τότε ο Ναβουχοδονόσορ κινήθηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ, προφανώς με την πρόθεση να πάρει αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα το στασιαστή βασιλιά. (2Χρ 36:6) Ωστόσο, ο Ιωακείμ δεν οδηγήθηκε ποτέ στη Βαβυλώνα επειδή πέθανε, με κάποιον τρόπο που δεν αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή. Έπειτα έγινε βασιλιάς ο Ιωαχίν. Αφού κυβέρνησε μόνο τρεις μήνες και δέκα ημέρες, παραδόθηκε οικειοθελώς στον Ναβουχοδονόσορα και, μαζί με άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας και χιλιάδες υπηκόους του, οδηγήθηκε σε εξορία στη Βαβυλώνα. Ο Ναβουχοδονόσορ τοποθέτησε τότε στο θρόνο του Ιούδα τον Σεδεκία, το θείο του Ιωαχίν.—2Βα 24:6, 8-17· 2Χρ 36:9, 10.
Το ένατο έτος του ως υποτελούς βασιλιά, ο Σεδεκίας στασίασε και στράφηκε στη στρατιωτική ισχύ της Αιγύπτου για υποστήριξη εναντίον της Βαβυλώνας. (2Βα 24:18–25:1· 2Χρ 36:11-13· Ιεζ 17:15-21) Ως αποτέλεσμα, ο Ναβουχοδονόσορ οδήγησε τα στρατεύματά του εναντίον του Ιούδα. Επί 18 μήνες η Ιερουσαλήμ πολιορκούνταν, ώσπου τελικά ανοίχτηκε στα τείχη της ρήγμα. Μολονότι ο Σεδεκίας τράπηκε σε φυγή, τον έπιασαν, έσφαξαν τους γιους του μπροστά στα μάτια του και στη συνέχεια τον τύφλωσαν. Τον επόμενο μήνα, η πλειονότητα των επιζώντων οδηγήθηκε σε εξορία. Κυβερνήτης των λίγων ασήμαντων ανθρώπων που είχαν απομείνει στον Ιούδα διορίστηκε ο Γεδαλίας. Μετά τη δολοφονία του, όμως, αυτοί κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Έτσι λοιπόν, τον έβδομο μήνα του 607 Π.Κ.Χ. η γη του Ιούδα ερημώθηκε ολοκληρωτικά.—2Βα 25:1-26· για λεπτομέρειες, βλέπε λήμματα με τα ονόματα των βασιλιάδων.
Δεν Έχασε την Εξουσία για Διακυβέρνηση. Αυτό το ολέθριο τέλος του βασιλείου του Ιούδα, όμως, δεν σήμαινε ότι είχε αφαιρεθεί διαπαντός από τη φυλή το σκήπτρο και η διοικητική ράβδος. Σύμφωνα με την προφητεία που εξήγγειλε ο Ιακώβ στην επιθανάτια κλίνη του, από τη φυλή του Ιούδα επρόκειτο να έρθει ο μόνιμος βασιλικός κληρονόμος, ο Σηλώ (που σημαίνει «Εκείνος του Οποίου Είναι· Εκείνος στον Οποίο Ανήκει»). (Γε 49:10) Πολύ κατάλληλα, λοιπόν, πριν από την ανατροπή του βασιλείου του Ιούδα, ο Ιεχωβά μέσω του Ιεζεκιήλ απηύθυνε στον Σεδεκία τα εξής λόγια: «Βγάλε το τουρμπάνι και αφαίρεσε το στέμμα. Αυτό δεν θα είναι το ίδιο. Ανέβασε ψηλά το χαμηλό και ρίξε χαμηλά το υψηλό. Ερείπιο, ερείπιο, ερείπιο θα το κάνω. Και αυτό δεν πρόκειται να ανήκει σε κανέναν, ώσπου να έρθει εκείνος που έχει το νόμιμο δικαίωμα, και θα το δώσω σε αυτόν». (Ιεζ 21:26, 27) Αυτός που είχε το νόμιμο δικαίωμα, όπως έδειξε η αναγγελία του αγγέλου Γαβριήλ προς την Ιουδαία παρθένα Μαρία περίπου 600 χρόνια αργότερα, δεν είναι άλλος από τον Ιησού, τον Γιο του Θεού. (Λου 1:31-33) Εύλογα, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός φέρει τον τίτλο «το Λιοντάρι που είναι από τη φυλή του Ιούδα».—Απ 5:5.
Σύγκριση με το Βόρειο Βασίλειο. Συγκριτικά με το βόρειο βασίλειο, το βασίλειο του Ιούδα χαρακτηρίστηκε από πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα και διήρκεσε περίπου 133 χρόνια περισσότερο. Σε αυτό συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες. (1) Λόγω της διαθήκης που είχε κάνει ο Θεός με τον Δαβίδ, η βασιλική γραμμή παρέμεινε αδιάσπαστη, ενώ στο βόρειο βασίλειο τους περισσότερους από τους μισούς βασιλιάδες δεν τους διαδέχθηκαν οι γιοι τους. (2) Η συνεχιζόμενη υπηρεσία του Ααρωνικού ιερατείου στο ναό της Ιερουσαλήμ είχε την ευλογία του Ιεχωβά και καθιστούσε ευκολότερη την επιστροφή του άπιστου έθνους στον Θεό τους. (2Χρ 13:8-20) Απεναντίας, στο βόρειο βασίλειο η καθιέρωση και η συνέχιση της μοσχολατρίας θεωρήθηκαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας από τον Ιούδα, και προφανώς αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν έγιναν ποτέ προσπάθειες για την εξάλειψη της μοσχολατρίας. (1Βα 12:27-33) (3) Τέσσερις από τους 19 βασιλιάδες του Ιούδα, ο Ασά, ο Ιωσαφάτ, ο Εζεκίας και ο Ιωσίας, εκδήλωσαν εξέχουσα αφοσίωση στην αληθινή λατρεία και προέβησαν σε σημαντικές θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, το ιστορικό υπόμνημα και των δύο βασιλείων δείχνει παραστατικά πόσο ανόητο ήταν να αψηφούν τις εντολές του Ιεχωβά και να εμπιστεύονται σε στρατιωτικές συμμαχίες για ασφάλεια. Τονίζεται επίσης η μακροθυμία που έδειξε ο Ιεχωβά προς τον ανυπάκουο λαό του. Κάθε τόσο έστελνε τους προφήτες του για να παροτρύνουν το λαό να μετανοήσει, αλλά συχνά ο λαός δεν άκουγε τις προειδοποιήσεις τους. (Ιερ 25:4-7) Μεταξύ των προφητών που υπηρέτησαν στον Ιούδα ήταν ο Σεμαΐας, ο Ιδδώ, ο Αζαρίας, ο Ωδήδ, ο Ανανί, ο Ιηού, ο Ελιέζερ, ο Ιααζιήλ, ο Μιχαίας, ο Ωσηέ, ο Ησαΐας, ο Σοφονίας, ο Αββακούμ και ο Ιερεμίας.—Βλέπε ΙΣΡΑΗΛ Αρ. 2 και 3.
Μετά την Εξορία. Το 537 Π.Κ.Χ., όταν τέθηκε σε ισχύ το διάταγμα του Κύρου που επέτρεπε στους Ισραηλίτες να επιστρέψουν στη γη του Ιούδα και να ανοικοδομήσουν εκεί το ναό, προφανώς εκπρόσωποι των διαφόρων φυλών επέστρεψαν στην πατρίδα τους. (Εσδ 1:1-4· Ησ 11:11, 12) Σε εκπλήρωση του εδαφίου Ιεζεκιήλ 21:27, ποτέ ξανά δεν υπήρξε βασιλιάς από τη Δαβιδική γραμμή για να χειριστεί τις υποθέσεις του επαναπατρισμένου λαού. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι δεν γίνεται λόγος για αντιζηλία μεταξύ των φυλών, κάτι που υποδεικνύει ότι ο Εφραΐμ και ο Ιούδας είχαν όντως γίνει ένα.—Ησ 11:13.
4. Πρόγονος του Ιησού στη γραμμή από τον Νάθαν μέχρι τη Μαρία. Γιος του Ιωσήφ και πατέρας του Συμεών, ο Ιούδας ανήκε στην έβδομη γενιά μετά τον Νάθαν, το γιο του Δαβίδ, και επομένως έζησε πριν από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Λου 3:30, 31.
5. Προφανώς το ίδιο πρόσωπο με τον Λευίτη Ωδαβία, ή αλλιώς Ωδεβά, του οποίου οι γιοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ.—Εσδ 2:40· 3:9· Νε 7:43.
6. Λευίτης ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν μαζί με τον Ζοροβάβελ.—Νε 12:1, 8.
7. Λευίτης, ένας από εκείνους που απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:23, 44.
8. Βενιαμίτης κάτοικος της Ιερουσαλήμ ο οποίος κατείχε θέση επιβλέποντα εκεί μετά την εξορία.—Νε 11:7, 9.
9. Κάποιος που έλαβε μέρος στην πομπή της εγκαινίασης την οποία διευθέτησε ο Νεεμίας μετά την ολοκλήρωση του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:31, 34.
10. Ιερέας μουσικός ο οποίος έλαβε μέρος στην πομπή της εγκαινίασης.—Νε 12:31, 35, 36.
11. Ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, στον οποίο αναφέρθηκε ο Γαμαλιήλ κατά την αγόρευσή του στο Σάνχεδριν. (Πρ 5:37) Την εποχή της απογραφής που συνδέεται με τον Κυρήνιο, τον κυβερνήτη της Συρίας, το 6 Κ.Χ., ο Ιούδας ηγήθηκε μιας Ιουδαϊκής εξέγερσης. Ο Ιώσηπος τον μνημονεύει αρκετές φορές και αναφέρει ότι «παρακίνησε τους συμπατριώτες του σε εξέγερση, κατηγορώντας τους για δειλία επειδή δέχονταν να πληρώνουν φόρο στους Ρωμαίους και ανέχονταν θνητούς δεσπότες, ενώ είχαν τον Θεό ως κύριό τους. Ο άνθρωπος αυτός ήταν σοφιστής και είχε ιδρύσει δική του αίρεση που δεν είχε τίποτα κοινό με τις άλλες». (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 118 [viii, 1]) Σε ένα σημείο ο Ιώσηπος αποκαλεί τον Ιούδα Γαυλανίτη, όνομα που κάποιοι συνδέουν με μια περιοχή Α της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Ωστόσο, ο ίδιος ιστορικός σε άλλα σημεία λέει ότι ο Ιούδας ήταν Γαλιλαίος, συμφωνώντας με τον Γαμαλιήλ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 4 [i, 1]· ΙΗ΄, 23 [i, 6]) Αυτοί οι στασιαστές εξήραν την ελευθερία, αλλά δεν κατόρθωσαν να την αποκτήσουν. Ο Ιούδας «αφανίστηκε και όλοι όσοι τον υπάκουαν διασκορπίστηκαν». (Πρ 5:37) Μερικοί από τους απογόνους του επίσης αναμείχθηκαν σε εξεγέρσεις.—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 433-440 (xvii, 8)· Ζ΄, 253 (viii, 1).
12. Ένας από τους 12 αποστόλους, ο οποίος αποκαλείται επίσης Θαδδαίος και «Ιούδας, ο γιος του Ιακώβου». Μεταξύ των αποστόλων που κατονομάζονται στα εδάφια Ματθαίος 10:3 και Μάρκος 3:18, αναφέρονται δίπλα δίπλα ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Θαδδαίος. Στους αποστόλους που κατονομάζονται στα εδάφια Λουκάς 6:16 και Πράξεις 1:13 δεν περιλαμβάνεται ο Θαδδαίος αλλά βλέπουμε να αναφέρεται «ο Ιούδας, ο γιος του Ιακώβου». Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το όνομα Θαδδαίος ήταν ένα άλλο όνομα του αποστόλου Ιούδα. Η πιθανότητα δημιουργίας σύγχυσης μεταξύ των δύο αποστόλων που ονομάζονται «Ιούδας» ίσως είναι ένας λόγος για τον οποίο χρησιμοποιείται μερικές φορές το όνομα Θαδδαίος. Μερικοί μεταφραστές αποδίδουν τα εδάφια Λουκάς 6:16 και Πράξεις 1:13 ως «Ιούδας, ο αδελφός του Ιακώβου», δεδομένου ότι το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο δεν προσδιορίζει την ακριβή συγγένεια. Αλλά η συριακή Πεσίτα αναφέρει όντως τη λέξη «γιος». Κατά συνέπεια, αρκετές σύγχρονες μεταφράσεις λένε «Ιούδας, ο γιος του Ιακώβου». (RS, AT, ΜΝΚ, ΛΧ, ΤΚΔ) Η μόνη περίπτωση όπου αναφέρεται μόνος του ο Ιούδας στην Αγία Γραφή είναι το εδάφιο Ιωάννης 14:22, το οποίο τον προσδιορίζει με τα λόγια «ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης», δίνοντάς μας έτσι ένα στοιχείο για να αντιληφθούμε ποιος Ιούδας μίλησε.
Η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου προσθέτει στο εδάφιο Ματθαίος 10:3 πριν από το όνομα «Θαδδαίος» τη φράση «Λεββαίος ο επονομασθείς». (Βλέπε επίσης ΒΑΜ, ΚΔΤΚ, ΛΧ.) Αυτό βασίζεται στο Παραδεδεγμένο Κείμενο, αλλά το κείμενο των Γουέστκοτ και Χορτ παραλείπει αυτή τη φράση, διότι δεν υπάρχει σε χειρόγραφα όπως το Σιναϊτικό.
13. Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο γιος του Σίμωνα και ο διαβόητος απόστολος που πρόδωσε τον Ιησού. Η Αγία Γραφή παρέχει ελάχιστες άμεσες πληροφορίες για την οικογένεια και το παρελθόν του Ιούδα. Τόσο αυτός όσο και ο πατέρας του είχαν την επωνυμία «Ισκαριώτης». (Λου 6:16· Ιωα 6:71) Σύμφωνα με την κοινώς επικρατούσα άποψη, η λέξη «Ισκαριώτης» υποδεικνύει πως αυτοί κατάγονταν από την πόλη Κεριώθ-εσρών του Ιούδα. Αν αληθεύει αυτό, τότε ο Ιούδας ήταν ο μόνος από τους 12 αποστόλους ο οποίος προερχόταν από την Ιουδαία, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι ήταν Γαλιλαίοι.
Στις αφηγήσεις των Ευαγγελίων, ο Ιούδας εμφανίζεται για πρώτη φορά στα εδάφια όπου κατονομάζονται όλοι οι απόστολοι, λίγο μετά το Πάσχα του 31 Κ.Χ. και ενάμιση περίπου χρόνο αφότου ο Ιησούς άρχισε τη διακονία του. (Μαρ 3:19· Λου 6:16) Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι ο Ιούδας ήταν ήδη μαθητής για κάποιο διάστημα προτού τον διορίσει απόστολο ο Ιησούς. Πολλοί συγγραφείς σκιαγραφούν την προσωπικότητα του Ιούδα με εντελώς μελανά χρώματα, αλλά προφανώς για κάποιο διάστημα ο Ιούδας υπήρξε μαθητής που είχε την εύνοια του Θεού και του Ιησού, όπως υποδεικνύει η ίδια η επιλογή του ως αποστόλου. Επιπλέον, του ανατέθηκε να διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του Ιησού και των 12. Το γεγονός αυτό δίνει θετική εικόνα για την αξιοπιστία του εκείνον τον καιρό, καθώς και για τις ικανότητες ή τη μόρφωσή του, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ματθαίος, αν και είχε πείρα στη διαχείριση των χρημάτων και στους αριθμούς, δεν έλαβε αυτόν το διορισμό. (Ιωα 12:6· Ματ 10:3) Παρ’ όλα αυτά, ο Ιούδας έγινε απόλυτα και αδικαιολόγητα διεφθαρμένος. Αναμφίβολα γι’ αυτόν το λόγο κατονομάζεται τελευταίος από όλους τους αποστόλους και περιγράφεται ως ο Ιούδας «ο οποίος αργότερα τον πρόδωσε» και «ο οποίος έγινε προδότης».—Ματ 10:4· Λου 6:16.
Έγινε Διεφθαρμένος. Γύρω στο Πάσχα του 32 Κ.Χ., ο Ιούδας στάλθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους να κηρύξει. (Ματ 10:1, 4, 5) Λίγο μετά την επιστροφή του Ιούδα, και λιγότερο από έναν χρόνο αφότου αυτός έγινε απόστολος, ο Χριστός τον κατέκρινε δημόσια, χωρίς όμως να τον κατονομάσει. Μερικοί μαθητές εγκατέλειψαν τον Ιησού, επειδή θεώρησαν τις διδασκαλίες του συνταρακτικές, αλλά ο Πέτρος είπε ότι οι 12 θα έμεναν προσκολλημένοι στον Χριστό. Αποκρινόμενος ο Ιησούς, αναγνώρισε ότι ο ίδιος είχε εκλέξει τους 12 αλλά είπε: «Ένας από εσάς είναι συκοφάντης [διάβολος, Κείμενο]». Η αφήγηση εξηγεί ότι αυτός που είχε ήδη γίνει συκοφάντης ήταν ο Ιούδας, ο οποίος «επρόκειτο να τον προδώσει, μολονότι ήταν ένας από τους δώδεκα».—Ιωα 6:66-71.
Αναφορικά με αυτό το περιστατικό, ο Ιωάννης λέει: «Από την αρχή γνώριζε ο Ιησούς . . . ποιος ήταν εκείνος που θα τον πρόδιδε». (Ιωα 6:64) Από διάφορες προφητείες των Εβραϊκών Γραφών ο Χριστός γνώριζε ότι θα τον πρόδιδε ένας στενός σύντροφός του. (Ψλ 41:9· 109:8· Ιωα 13:18, 19) Ο Θεός επίσης, χρησιμοποιώντας την πρόγνωσή του, είχε διαβλέψει ότι ένα τέτοιο άτομο, ένας στενός σύντροφος, θα γινόταν προδότης, αλλά είναι ασύμβατο με τις ιδιότητες του Θεού και την πολιτεία του στο παρελθόν το να σκεφτεί κανείς ότι ο Ιούδας ήταν αναγκασμένος να αποτύχει, σαν να ήταν αυτό προκαθορισμένο. (Βλέπε ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ.) Τουναντίον, όπως αναφέρθηκε ήδη, όταν άρχισε την υπηρεσία του ως απόστολος ο Ιούδας ήταν πιστός στον Θεό και στον Ιησού. Επομένως, με τη φράση «από την αρχή» ο Ιωάννης θα πρέπει να εννοούσε ότι από τότε που ο Ιούδας άρχισε την κακή του πορεία, από τότε που άρχισε να ενδίδει στην ατέλεια και στις αμαρτωλές τάσεις, ο Ιησούς το αντιλήφθηκε αυτό. (Ιωα 2:24, 25· Απ 1:1· 2:23) Ο Ιούδας θα πρέπει να γνώριζε ότι εκείνος ήταν ο «συκοφάντης» που ανέφερε ο Ιησούς, αλλά συνέχισε να ταξιδεύει με τον Ιησού και τους πιστούς αποστόλους, ενώ προφανώς δεν έκανε καμιά αλλαγή.
Η Αγία Γραφή δεν αναλύει τα κίνητρα που οδήγησαν στη διεφθαρμένη πορεία του, αλλά ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 9 Νισάν του 33 Κ.Χ., πέντε ημέρες πριν από το θάνατο του Ιησού, ρίχνει φως σε αυτό το θέμα. Στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου έχρισε τον Ιησού με αρωματικό λάδι αξίας 300 δηναρίων, κάτι που ισοδυναμούσε περίπου με το ετήσιο εισόδημα ενός εργάτη. (Ματ 20:2) Ο Ιούδας δυσανασχέτησε έντονα λέγοντας ότι το λάδι θα μπορούσε να είχε πουληθεί και τα χρήματα να είχαν «δοθεί στους φτωχούς». Προφανώς, κάποιοι άλλοι απόστολοι απλώς συμφώνησαν με αυτή τη φαινομενικά εύλογη παρατήρηση, αλλά ο Ιησούς τούς επέπληξε. Ο πραγματικός λόγος της δυσανασχέτησης του Ιούδα ήταν ότι είχε το κουτί με τα χρήματα υπό τη φροντίδα του και «ήταν κλέφτης . . . και έπαιρνε τα χρήματα» που έβαζαν στο κουτί. Συνεπώς, ο Ιούδας ήταν άπληστος άνθρωπος που διέπραττε κλοπή.—Ιωα 12:2-7· Ματ 26:6-12· Μαρ 14:3-8.
Το Αντίτιμο της Προδοσίας. Η επίπληξη του Ιησού για τη χρήση των χρημάτων αναμφίβολα χτύπησε τον Ιούδα σαν κεντρί. Τότε “ο Σατανάς μπήκε στον Ιούδα”, πιθανότατα με την έννοια ότι ο προδότης απόστολος παραδόθηκε στο θέλημα του Διαβόλου, επιτρέποντας στον εαυτό του να γίνει όργανο για την εκπλήρωση του σατανικού σχεδίου που αποσκοπούσε στο να σταματήσει τον Χριστό. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Νισάν, ο Ιούδας πήγε στους πρωθιερείς και στους διοικητές του ναού για να δει πόσα χρήματα θα του έδιναν για να προδώσει τον Ιησού, εκδηλώνοντας άλλη μια φορά τη φιλαργυρία του. (Ματ 26:14-16· Μαρ 14:10, 11· Λου 22:3-6· Ιωα 13:2) Την ίδια εκείνη ημέρα οι πρωθιερείς είχαν κάνει σύσκεψη με “τους πρεσβυτέρους του λαού”—τα μέλη του Σάνχεδριν που διέθεταν επιρροή. (Ματ 26:3) Οι διοικητές του ναού ίσως είχαν προσκληθεί αφενός λόγω της επιρροής τους και αφετέρου για να προσδώσουν μια χροιά νομιμότητας σε οποιοδήποτε σχέδιο σύλληψης του Ιησού.
Γιατί πρόσφεραν οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες 30 μόνο ασημένια νομίσματα για την προδοσία του Ιησού;
Το αντίτιμο που πρόσφεραν ήταν 30 ασημένια νομίσματα ($66, αν επρόκειτο για σίκλους). (Ματ 26:14, 15) Το ποσό που όρισαν οι θρησκευτικοί ηγέτες φαίνεται ότι αποσκοπούσε στο να καταδείξει την περιφρόνησή τους για τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσαν ευτελούς αξίας. Σύμφωνα με το εδάφιο Έξοδος 21:32, το αντίτιμο για έναν δούλο ήταν 30 σίκλοι. Σε συνάρτηση με αυτό, ο Ζαχαρίας πληρώθηκε για το έργο που έκανε ως ποιμένας του λαού «τριάντα ασημένια νομίσματα». Ο Ιεχωβά μυκτήρισε αυτό το πενιχρότατο ποσό, εκλαμβάνοντας το μισθό που δόθηκε στον Ζαχαρία ως ένδειξη του πώς θεωρούσε τον ίδιο τον Θεό ο άπιστος λαός. (Ζαχ 11:12, 13) Κατά συνέπεια, προσφέροντας μόνο 30 ασημένια νομίσματα για τον Ιησού, οι θρησκευτικοί ηγέτες τον παρουσίαζαν ως πρόσωπο ευτελούς αξίας. Παράλληλα, όμως, εκπλήρωναν το εδάφιο Ζαχαρίας 11:12, αποδίδοντας στον Ιεχωβά ελάχιστη αξία μέσω της μεταχείρισης που επιφύλαξαν στον εκπρόσωπό του τον οποίο είχε στείλει για να ποιμάνει τον Ισραήλ. Ο διεφθαρμένος Ιούδας «συναίνεσε [για το αντίτιμο] και άρχισε να ζητάει μια καλή ευκαιρία για να τους τον προδώσει [τον Ιησού] όταν δεν θα υπήρχε τριγύρω πλήθος».—Λου 22:6.
Η Τελευταία του Νύχτα με τον Ιησού. Παρότι είχε στραφεί εναντίον του Χριστού, ο Ιούδας συνέχισε να συναναστρέφεται με αυτόν. Στις 14 Νισάν του 33 Κ.Χ. παρευρέθηκε μαζί με τον Ιησού και τους αποστόλους στον εορτασμό του Πάσχα. Στη διάρκεια του πασχαλινού γεύματος, ο Ιησούς διακόνησε τους αποστόλους, πλένοντας ταπεινά τα πόδια τους. Ο υποκριτής Ιούδας άφησε τον Ιησού να πλύνει και τα δικά του πόδια. Ο Ιησούς όμως είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». (Ιωα 13:2-5, 11) Δήλωσε επίσης ότι ένας από τους αποστόλους που βρίσκονταν εκεί στο τραπέζι θα τον πρόδιδε. Ίσως για να μη φανεί ένοχος, ο Ιούδας ρώτησε μήπως ήταν εκείνος. Ως επιπλέον αναγνωριστικό σημείο, ο Ιησούς έδωσε στον Ιούδα μια μπουκιά ψωμί και του είπε να κάνει γρήγορα ό,τι επρόκειτο να κάνει.—Ματ 26:21-25· Μαρ 14:18-21· Λου 22:21-23· Ιωα 13:21-30.
Αμέσως ο Ιούδας έφυγε από τη σύναξη. Μια αντιπαραβολή των εδαφίων Ματθαίος 26:20-29 και Ιωάννης 13:21-30 υποδεικνύει ότι αποχώρησε προτού θεσπίσει ο Ιησούς τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου. Η εξιστόρηση αυτού του περιστατικού από τον Λουκά προφανώς δεν ακολουθεί αυστηρή χρονολογική σειρά, διότι ο Ιούδας είχε σίγουρα φύγει όταν ο Χριστός επαίνεσε τους παρόντες επειδή παρέμειναν προσκολλημένοι σε αυτόν—κάτι που δεν εφαρμοζόταν στον Ιούδα ούτε και θα μπορούσε αυτός να είχε συμπεριληφθεί στη «διαθήκη . . . για μια βασιλεία».—Λου 22:19-30.
Αργότερα ο Ιούδας βρήκε τον Ιησού μαζί με τους πιστούς αποστόλους στον κήπο της Γεθσημανή—ένα μέρος το οποίο γνώριζε καλά ο προδότης, εφόσον είχαν συναντηθεί εκεί και στο παρελθόν. Ο Ιούδας ηγούνταν ενός μεγάλου πλήθους, στο οποίο περιλαμβάνονταν Ρωμαίοι στρατιώτες και ένας στρατιωτικός διοικητής. Ο όχλος είχε ρόπαλα και σπαθιά, καθώς και πυρσούς και λυχνάρια τα οποία θα χρειάζονταν σε περίπτωση που τα σύννεφα σκέπαζαν την πανσέληνο ή σε περίπτωση που ο Ιησούς βρισκόταν σε σκοτεινό μέρος. Οι Ρωμαίοι πιθανότατα δεν θα αναγνώριζαν τον Ιησού, γι’ αυτό, σε αρμονία με ένα προσυμφωνημένο σημείο, ο Ιούδας χαιρέτησε τον Χριστό και με υποκρισία «τον φίλησε πολύ τρυφερά», προσδιορίζοντας έτσι ποιος ήταν ο Ιησούς. (Ματ 26:47-49· Ιωα 18:2-12) Αργότερα ο Ιούδας συναισθάνθηκε το μέγεθος της ενοχής του. Το πρωί προσπάθησε να επιστρέψει τα 30 ασημένια νομίσματα, αλλά οι πρωθιερείς δεν τα δέχτηκαν. Τελικά, ο Ιούδας έριξε τα χρήματα στο ναό.—Ματ 27:1-5.
Ο Θάνατός Του. Σύμφωνα με το εδάφιο Ματθαίος 27:5, ο Ιούδας κρεμάστηκε. Αλλά το εδάφιο Πράξεις 1:18 λέει: «Πέφτοντας με το κεφάλι, σκίστηκε με θόρυβο στη μέση και χύθηκαν έξω όλα του τα έντερα». Ο Ματθαίος φαίνεται να ασχολείται με τον τρόπο με τον οποίο αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ οι Πράξεις περιγράφουν το αποτέλεσμα. Συνδυάζοντας τις δύο αφηγήσεις, φαίνεται ότι ο Ιούδας προσπάθησε να κρεμαστεί πάνω από κάποιον γκρεμό, αλλά το σχοινί ή το κλαδί από το οποίο κρεμάστηκε έσπασε και έτσι αυτός έπεσε και έσκασε στα βράχια που υπήρχαν κάτω. Αν λάβουμε υπόψη την τοπογραφία γύρω από την Ιερουσαλήμ, είναι λογικά πιθανό να συνέβη κάτι τέτοιο.
Με το θάνατό του σχετίζεται και ένα άλλο ερώτημα, το οποίο αφορά το ποιος αγόρασε με τα 30 ασημένια νομίσματα τον αγρό που μετατράπηκε σε τόπο ταφής. Σύμφωνα με τα εδάφια Ματθαίος 27:6, 7, οι πρωθιερείς αποφάσισαν ότι δεν ήταν σωστό να βάλουν τα χρήματα στο ιερό θησαυροφυλάκιο, γι’ αυτό και τα χρησιμοποίησαν οι ίδιοι για να αγοράσουν τον αγρό. Η αφήγηση των εδαφίων Πράξεις 1:18, 19, αναφερόμενη στον Ιούδα, λέει: «Αυτός, λοιπόν, αγόρασε έναν αγρό με το μισθό της αδικίας». Η απάντηση φαίνεται να είναι ότι οι ιερείς αγόρασαν τον αγρό, αλλά εφόσον τα χρήματα προέρχονταν από τον Ιούδα, η αγορά θα μπορούσε να αποδοθεί στον ίδιο. Ο Δρ Ά. Έντερσχαϊμ επισήμανε: «Δεν ήταν νόμιμο να φέρουν στο θησαυροφυλάκιο του Ναού, για την αγορά ιερών πραγμάτων, χρήματα που είχαν αποκτηθεί με παράνομα μέσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Ιουδαϊκός Νόμος όριζε να επιστραφούν τα χρήματα στο δωρητή, αν δε αυτός επέμενε να τα δώσει, θα έπρεπε να τον παρακινήσουν να τα δαπανήσει για κάποιον κοινωφελή σκοπό. . . . Από νομική άποψη, θεωρήθηκε πλασματικά ότι τα χρήματα εξακολουθούσαν να είναι ιδιοκτησία του Ιούδα και ότι χρησιμοποιήθηκαν από εκείνον για την αγορά του ευρέως γνωστού “αγρού του αγγειοπλάστη”». (Η Ζωή και η Εποχή του Ιησού του Μεσσία [The Life and Times of Jesus the Messiah], 1906, Τόμ. 2, σ. 575) Αυτή η αγορά εκπλήρωσε την προφητεία του εδαφίου Ζαχαρίας 11:13.
Η πορεία που διάλεξε ο Ιούδας ήταν εσκεμμένη και χαρακτηριζόταν από μοχθηρία, απληστία, υπερηφάνεια, υποκρισία και δολοπλοκία. Μετέπειτα ένιωσε τύψεις υπό το βάρος της ενοχής, τύψεις που μπορεί να αισθάνεται και ένας εκούσιος δολοφόνος για το αποτέλεσμα του εγκλήματός του. Εντούτοις, ο Ιούδας διαπραγματεύτηκε αυτόβουλα με εκείνους που, όπως είπε ο Ιησούς, έκαναν προσήλυτους οι οποίοι ήταν υποψήφιοι για τη Γέεννα δύο φορές περισσότερο από ό,τι οι ίδιοι που επίσης υπόκειντο στην «κρίση της Γέεννας». (Ματ 23:15, 33) Την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, ο ίδιος ο Ιησούς είπε, αναφερόμενος ουσιαστικά στον Ιούδα: «Θα ήταν καλύτερο για εκείνον τον άνθρωπο να μην είχε γεννηθεί». Αργότερα ο Χριστός τον αποκάλεσε «γιο της καταστροφής».—Μαρ 14:21· Ιωα 17:12· Εβρ 10:26-29.
Αντικατάσταση. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανάληψη του Ιησού ως την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., ο Πέτρος, εφαρμόζοντας την προφητεία του εδαφίου Ψαλμός 109:8, εξήγησε σε μια ομάδα αποτελούμενη από περίπου 120 συγκεντρωμένους μαθητές ότι φαινόταν κατάλληλο να επιλέξουν κάποιον ως αντικαταστάτη του Ιούδα. Προτάθηκαν δύο υποψήφιοι και ρίχτηκε κλήρος. Ως αποτέλεσμα, εκλέχθηκε ο Ματθίας «για να πάρει τη θέση αυτής της διακονίας και της ιδιότητας του αποστόλου, από την οποία ο Ιούδας παρέκκλινε για να πάει στη δική του θέση».—Πρ 1:15, 16, 20-26.
14. Ένας από τους τέσσερις ετεροθαλείς αδελφούς του Ιησού. (Ματ 13:55· Μαρ 6:3) Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή του Ιούδα. Προφανώς ήταν μαζί με τους τρεις αδελφούς του και τη μητέρα του τη Μαρία στην αρχή της διακονίας του Ιησού όταν ο Ιησούς έκανε ένα θαύμα στην Κανά, και αργότερα ταξίδεψε με τον Ιησού και τους μαθητές του στην Καπερναούμ όπου και έμειναν για λίγο. (Ιωα 2:1-12) Έναν χρόνο και πλέον αργότερα, φαίνεται πως ήταν μαζί με τη Μαρία και τους αδελφούς του, όταν εκείνοι ζήτησαν τον Ιησού. (Ματ 12:46) Ο Ιούδας ίσως ήταν μεταξύ εκείνων που είπαν: «Έχει χάσει τα λογικά του». (Μαρ 3:21) Όπως και να έχουν τα πράγματα, το 32 Κ.Χ. οι αδελφοί του Ιησού, περιλαμβανομένου και του Ιούδα, «δεν ασκούσαν πίστη σε αυτόν». (Ιωα 7:5) Ο Ιησούς, λίγο πριν πεθάνει, παρέδωσε την πιστή μητέρα του στη φροντίδα του αποστόλου Ιωάννη, γεγονός που αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το ότι ούτε ο Ιούδας ούτε οι αδελφοί του είχαν γίνει ακόμη μαθητές.—Ιωα 19:26, 27.
Ωστόσο, μετά την ανάστασή του ο Ιησούς εμφανίστηκε στον ετεροθαλή αδελφό του τον Ιάκωβο. (1Κο 15:7) Αναμφίβολα αυτό συνέβαλε πολύ στο να πειστεί, όχι μόνο ο Ιάκωβος, αλλά και ο Ιούδας και οι άλλοι αδελφοί του ότι ο Ιησούς ήταν όντως ο Μεσσίας. Έτσι λοιπόν, ακόμη και στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην ανάληψη του Ιησού και στην ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., αυτοί ήταν μεταξύ εκείνων που ενέμεναν στην προσευχή μαζί με τους 11 πιστούς αποστόλους και άλλους σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ. Φαίνεται ότι ήταν επίσης μεταξύ των 120 που συνάχθηκαν όταν εκλέχθηκε με κλήρο ο Ματθίας για να αντικαταστήσει τον άπιστο Ιούδα τον Ισκαριώτη. (Πρ 1:14-26) Λογικά, λοιπόν, ο Ιούδας θα ήταν μεταξύ των πιστών που έλαβαν πρώτοι το άγιο πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής.—Πρ 2:1-4.
Το ότι αυτός ο Ιούδας ήταν ο συγγραφέας της ομώνυμης θεόπνευστης επιστολής φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο συστήνεται: «Δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου». Προφανώς δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον «Ιούδα, το γιο του Ιακώβου», έναν από τους 11 πιστούς αποστόλους του Ιησού Χριστού. (Λου 6:16) Χαρακτηρίζει τον εαυτό του “δούλο”, όχι απόστολο, του Ιησού Χριστού. Επιπλέον, αναφέρεται στους αποστόλους χρησιμοποιώντας το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο.—Ιου 1, 17, 18.
Αν και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές μνημονεύονται και άλλα άτομα με το όνομα Ιούδας, ο εν λόγω Βιβλικός συγγραφέας προσδιόρισε τον εαυτό του αναφέροντας το όνομα του αδελφού του. Από αυτό συνάγεται ότι ο αδελφός του ο Ιάκωβος ήταν ευρέως γνωστός μεταξύ των Χριστιανών. Μόνο ένα άτομο με αυτό το όνομα φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα εξέχον. Ο απόστολος Παύλος χαρακτήρισε αυτόν τον Ιάκωβο ως έναν από τους “στύλους” της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ και ως «αδελφό του Κυρίου». (Γα 1:19· 2:9· βλέπε επίσης Πρ 12:17· 15:13-21.) Ενώ, λοιπόν, ο συγγραφέας Ιούδας ήταν προφανώς ετεροθαλής αδελφός του Χριστού Ιησού, από ταπεινοφροσύνη δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη σαρκική συγγένεια που είχε με τον Γιο του Θεού αλλά αποκάλεσε τον εαυτό του “δούλο του Ιησού Χριστού”.
15. Κάποιος άντρας από τη Δαμασκό του οποίου το σπίτι βρισκόταν στην Ευθεία οδό. Ενόσω ο Σαύλος (Παύλος) ήταν τυφλός, αμέσως μετά τη μεταστροφή του, έμεινε στο σπίτι του Ιούδα, όπου και στάλθηκε ο Ανανίας για να θέσει τα χέρια του πάνω στον Σαύλο. (Πρ 9:11, 17) Το υπόμνημα δεν λέει αν ο Ιούδας ήταν μαθητής τότε, αλλά αυτό φαίνεται απίθανο εφόσον ο Ανανίας και οι άλλοι μαθητές δίσταζαν να πλησιάσουν τον Σαύλο λόγω της φήμης που είχε ως διώκτης, ενώ ο Ιούδας τον δέχτηκε στο σπίτι του.—Πρ 9:13, 14, 26.
16. Ο Ιούδας, ο αποκαλούμενος και Βαρσαββάς, ήταν ο ένας από τους δύο μαθητές που έστειλε το κυβερνών σώμα από την Ιερουσαλήμ για να συνοδεύσουν τον Παύλο και τον Βαρνάβα όταν εκείνοι θα παρέδιδαν την επιστολή για την περιτομή (περ. 49 Κ.Χ.). Τόσο ο Ιούδας όσο και ο σύντροφός του ο Σίλας θεωρούνταν «άντρες που ηγούνταν μεταξύ των αδελφών». (Πρ 15:22) Η επιστολή απευθυνόταν σε «εκείνους τους αδελφούς στην Αντιόχεια και στη Συρία και στην Κιλικία». Για τον Ιούδα και τον Σίλα αναφέρεται μόνο ότι ήταν στην Αντιόχεια, και δεν υπάρχει πληροφορία ότι πήγαν πιο μακριά. Εκείνοι επρόκειτο να επιβεβαιώσουν προφορικά το άγγελμα που περιείχε η επιστολή. Ο Ιούδας ήταν “προφήτης”, και ως επισκέπτης ομιλητής έκανε πολλές ομιλίες στους αδελφούς στην Αντιόχεια, ενθαρρύνοντάς τους και ενισχύοντάς τους.—Πρ 15:22, 23, 27, 30-32.
Το εδάφιο Πράξεις 15:33 αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ιούδας και ο Σίλας επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ αφού «κάθησαν λίγο καιρό» με τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια. Ορισμένα χειρόγραφα (όπως ο Κώδικας του Εφραίμ και ο Κώδικας του Βέζα) περιέχουν με διάφορες παραλλαγές το εδάφιο 34, το οποίο λέει: «Στον Σίλα, όμως, φάνηκε καλό να παραμείνει ακόμη εκεί, ενώ ο Ιούδας έφυγε μόνος του για την Ιερουσαλήμ». Αυτό το εδάφιο παραλείπεται σε παλιότερα αξιόπιστα χειρόγραφα (Σιναϊτικό, Αλεξανδρινό, Βατικανό ΧΡΓΦ. Αρ. 1209). Πιθανότατα επρόκειτο για περιθωριακή σημείωση που σκοπό είχε να εξηγήσει το εδάφιο 40, και με τον καιρό διείσδυσε στο κυρίως κείμενο.
Μερικοί σχολιαστές διατείνονται ότι ο Ιούδας ο αποκαλούμενος Βαρσαββάς ήταν αδελφός του “Ιωσήφ του αποκαλούμενου Βαρσαββά”, ενός μαθητή που είχε προταθεί για τη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη. (Πρ 1:23) Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, πέρα από την απλή ομοιότητα στο όνομα. Μετά την επιστροφή του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ δεν γίνεται ξανά μνεία για αυτόν στην Αγία Γραφή.