ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Η λέξη «χρονολόγηση» είναι παράγωγο του ρήματος «χρονολογώ» (το οποίο είναι σύνθετο από τις λέξεις «χρόνος» και «λέγω») και σημαίνει «υπολογισμός του χρόνου». Η χρονολόγηση μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετούμε τα γεγονότα στην κανονική τους σειρά ή αλληλουχία και να προσδιορίζουμε σωστά το χρόνο κατά τον οποίο συνέβησαν συγκεκριμένα γεγονότα.
Ο Ιεχωβά είναι ο «Παλαιός των Ημερών» και ο Θεός της Αιωνιότητας. (Δα 7:9· Ψλ 90:2· 93:2) Το γεγονός ότι είναι ακριβής Χρονομέτρης δεν καταδεικνύεται μόνο από τη θαυμαστή ακρίβεια που είναι έκδηλη στις κινήσεις των αστρικών σωμάτων αλλά και από το θεϊκό υπόμνημα των πράξεών του. Σε εκπλήρωση των υποσχέσεων ή των προφητειών του, φρόντισε να συμβούν διάφορα γεγονότα στον ακριβή χρόνο που είχαν προειπωθεί, είτε το διάστημα που μεσολάβησε ήταν μόνο μία ημέρα (Εξ 9:5, 6) είτε ένας χρόνος (Γε 17:21· 18:14· 21:1, 2· 2Βα 4:16, 17) είτε δεκαετίες (Αρ 14:34· 2Χρ 36:20-23· Δα 9:2) είτε αιώνες (Γε 12:4, 7· 15:13-16· Εξ 12:40, 41· Γα 3:17) είτε χιλιετίες (Λου 21:24· βλέπε ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ). Έχουμε δε τη διαβεβαίωση ότι οι σκοποί του για το μέλλον οπωσδήποτε θα εκπληρωθούν στον προκαθορισμένο καιρό, και μάλιστα στην προσδιορισμένη ημέρα και ώρα.—Αββ 2:3· Ματ 24:36.
Η μέτρηση της ροής του χρόνου από τον άνθρωπο, ο οποίος πλάστηκε κατά την εικόνα και την ομοίωση του Δημιουργού του (Γε 1:26), ήταν μέρος του σκοπού του Θεού. Στο πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής αναφέρεται ότι οι «φωτοδότες στο εκπέτασμα των ουρανών» θα χρησίμευαν για «να διαχωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα· και . . . ως σημεία και για εποχές και για ημέρες και έτη». (Γε 1:14, 15· Ψλ 104:19) (Ο τρόπος με τον οποίο έχουν χρησιμοποιηθεί αυτές οι χρονικές υποδιαιρέσεις από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου αναλύεται στα λήμματα ΕΒΔΟΜΑΔΑ· ΕΤΟΣ· ΗΜΕΡΑ· ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ· ΣΕΛΗΝΗ.) Ο υπολογισμός και η καταγραφή χρονικών περιόδων από τον άνθρωπο συνεχίζονται από την εποχή του Αδάμ μέχρι τώρα.—Γε 5:1, 3-5.
Συστήματα Χρονολόγησης. Η ακριβής χρονολόγηση προϋποθέτει την επιλογή κάποιου σημείου στο ρεύμα του χρόνου ως ορόσημου από το οποίο μετράμε είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω χρησιμοποιώντας μονάδες μέτρησης του χρόνου (όπως είναι οι ώρες, οι ημέρες, οι μήνες, τα έτη). Αυτό το σημείο έναρξης θα μπορούσε να είναι απλώς η ανατολή του ήλιου (για τη μέτρηση των ωρών της ημέρας) ή η νέα σελήνη (για τη μέτρηση των ημερών του μήνα) ή η αρχή της άνοιξης (για τη μέτρηση της διάρκειας του έτους). Για τον υπολογισμό μεγαλύτερων περιόδων, οι άνθρωποι έχουν καταφύγει στην καθιέρωση συγκεκριμένων «συστημάτων χρονολόγησης», χρησιμοποιώντας κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός ως το σημείο από το οποίο αρχίζουν να υπολογίζουν μια πολυετή περίοδο. Έτσι λοιπόν, στις χώρες του Χριστιανικού κόσμου, όταν κάποιος λέει ότι “σήμερα είναι 1η Οκτωβρίου 2007 Κ.Χ. (της Κοινής μας Χρονολογίας)” εννοεί ότι “σήμερα έχουν περάσει δύο χιλιάδες εφτά χρόνια από τότε που σύμφωνα με κάποιους γεννήθηκε ο Ιησούς, και ότι αυτή είναι η πρώτη ημέρα του δέκατου μήνα αυτού του έτους”.
Η χρήση τέτοιων συστημάτων χρονολόγησης στη μη Βιβλική ιστορία αποτελεί σχετικά μεταγενέστερη επινόηση. Το αρχαίο ελληνικό σύστημα χρονολόγησης, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο μη Βιβλικό σύστημα τέτοιου χρονικού υπολογισμού, φαίνεται πως άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις τον τέταρτο περίπου αιώνα Π.Κ.Χ. (Προ Κοινής Χρονολογίας). Οι αρχαίοι Έλληνες μετρούσαν το χρόνο με βάση τετραετείς περιόδους, τις λεγόμενες Ολυμπιάδες, ξεκινώντας από την πρώτη Ολυμπιάδα, που υπολογίζεται ότι άρχισε το 776 Π.Κ.Χ. Επιπρόσθετα, για να προσδιορίσουν συγκεκριμένα έτη χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως σημείο αναφοράς τη θητεία ενός ορισμένου αξιωματούχου. Οι Ρωμαίοι καθιέρωσαν μεταγενέστερα το δικό τους σύστημα χρονολόγησης, υπολογίζοντας τα έτη από τη χρονολογία κατά την οποία, σύμφωνα με την παράδοσή τους, ιδρύθηκε η πόλη της Ρώμης (753 Π.Κ.Χ.). Προσδιόριζαν επίσης συγκεκριμένα έτη χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς τα ονόματα των δύο υπάτων που κατείχαν το υπατικό αξίωμα εκείνο το έτος. Μόλις τον έκτο αιώνα Κ.Χ. ένας μοναχός ονόματι Διονύσιος ο Μικρός καθόρισε την ευρέως γνωστή σήμερα Χριστιανική Χρονολογία ή, πιο σωστά, την Κοινή Χρονολογία. Οι Μωαμεθανοί (Ισλαμιστές) μετρούν τα έτη από την Εγίρα (τη φυγή του Μωάμεθ από τη Μέκκα το 622 Κ.Χ.). Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, Ασσύριοι και Βαβυλώνιοι, όμως, δεν φαίνεται να διατηρούσαν με συνέπεια ένα συγκεκριμένο σύστημα χρονολόγησης επί αρκετά μεγάλες χρονικές περιόδους.
Όσον αφορά το Βιβλικό υπόμνημα, καμιά χρονολογία δεν ορίζεται σαφώς ως το σημείο έναρξης με βάση το οποίο χρονολογούνται στη συνέχεια όλα τα υπόλοιπα γεγονότα. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε κάποιο χρονοδιάγραμμα βάσει του οποίου τα γεγονότα του παρελθόντος τοποθετούνταν σε ορισμένη, σωστή θέση στο ρεύμα του χρόνου. Το ότι κατά την εξιστόρηση συγκεκριμένων γεγονότων οι Βιβλικοί συγγραφείς ήταν σε θέση να παραθέτουν επακριβείς αριθμούς που περιλάμβαναν μακραίωνες περιόδους καταδεικνύει ότι ο λαός του Ισραήλ ή οι πρόγονοί του δεν ήταν αδιάφοροι στο ζήτημα της χρονολόγησης. Για παράδειγμα, ο Μωυσής έγραψε ότι «στο τέλος των τετρακοσίων τριάντα χρόνων [υπολογίζοντας από τότε που ο Αβραάμ πέρασε τον Ευφράτη καθ’ οδόν προς τη γη Χαναάν, οπότε προφανώς ο Θεός επικύρωσε τη διαθήκη με τον Αβραάμ], ναι, εκείνη ακριβώς την ημέρα όλα τα στρατεύματα του Ιεχωβά βγήκαν από τη γη της Αιγύπτου». (Εξ 12:41· βλέπε ΕΞΟΔΟΣ· παράβαλε Γα 3:16, 17.) Επίσης, στο εδάφιο 1 Βασιλέων 6:1, η αφήγηση αναφέρει ότι «το τετρακοσιοστό ογδοηκοστό έτος μετά την έξοδο των γιων του Ισραήλ από τη γη της Αιγύπτου» ο Βασιλιάς Σολομών άρχισε να οικοδομεί το ναό στην Ιερουσαλήμ. Εντούτοις, ούτε η επικύρωση της Αβραμιαίας διαθήκης ούτε η Έξοδος χρησιμοποιήθηκαν γενικά ως αφετηρία ενός συστήματος χρονολόγησης για την καταγραφή άλλων γεγονότων.
Συνεπώς, δεν πρέπει να αναμένουμε ότι τα χρονολογικά δεδομένα της Αγίας Γραφής θα εναρμονίζονται απόλυτα με τα σύγχρονα συστήματα, βάσει των οποίων όλα τα γεγονότα υπολογίζονται μαθηματικά σε συνάρτηση με ένα σταθερό σημείο στο παρελθόν, όπως είναι η Κοινή Χρονολογία. Συχνότερα, τα γεγονότα τοποθετούνταν στο ρεύμα του χρόνου περίπου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τοποθετούν φυσιολογικά οι άνθρωποι τα γεγονότα στην καθημερινή τους ζωή. Όπως σήμερα μπορεί να ορίσει κάποιος ένα γεγονός λέγοντας ότι συνέβη «τη χρονιά μετά την ξηρασία» ή «πέντε χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», έτσι και οι Βιβλικοί συγγραφείς συσχέτιζαν τα γεγονότα που κατέγραφαν με σχετικά πρόσφατα χρονικά ορόσημα.
Για κάποια χρονολογικά σημεία δεν μπορούμε να βγάλουμε οριστικό συμπέρασμα, εφόσον δεν γνωρίζουμε πάντα με ακρίβεια ποιο σημείο έναρξης ή χρονικό ορόσημο χρησιμοποίησε ο Βιβλικός συγγραφέας. Εκτός αυτού, ο συγγραφέας μπορεί να χρονολογεί τα γεγονότα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου την οποία πραγματεύεται χρησιμοποιώντας περισσότερα από ένα σημεία έναρξης. Το ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διάφορα σημεία έναρξης δεν υπονοεί ασάφεια ή σύγχυση από μέρους του. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τις μεθόδους του σωστά έχοντας ως γνώμονα μόνο τη δική μας άποψη περί ορθού τρόπου καταγραφής των γεγονότων η οποία βασίζεται στις σύγχρονες διαδικασίες. Και ενώ θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται λάθη αντιγραφής σε κάποια από τα πιο δύσκολα σημεία, δεν είναι σοφό να υποθέτουμε κάτι τέτοιο αν δεν υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις υπό τύπον παραλλαγών του κειμένου σε αρχαία χειρόγραφα των Γραφών. Τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν πειστικά την αξιοσημείωτη ακρίβεια και προσοχή η οποία χαρακτήριζε την αντιγραφή των βιβλίων της Αγίας Γραφής, και η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της εσωτερικής τους ακεραιότητας.—Βλέπε ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ· ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Βιβλική Χρονολόγηση και μη Βιβλική Ιστορία. Συχνά εκφράζεται ανησυχία για την αναγκαιότητα «εναρμόνισης» ή «συμφιλίωσης» της Βιβλικής αφήγησης με τη χρονολόγηση που υπάρχει σε αρχαία μη Βιβλικά γραπτά κείμενα. Εφόσον αλήθεια είναι ό,τι συμφωνεί με τα γεγονότα ή την πραγματικότητα, μια τέτοια εναρμόνιση θα ήταν πράγματι ζωτικής σημασίας αν τα αρχαία μη Βιβλικά γραπτά κείμενα μπορούσαν να αποδειχτούν αδιαφιλονίκητα ακριβή και καθ’ όλα αξιόπιστα, αποτελώντας έτσι πρότυπο ακρίβειας βάσει του οποίου να κρίνουμε. Εφόσον οι κριτικοί έχουν παρουσιάσει επανειλημμένα τη Βιβλική χρονολόγηση ως κατώτερη από τη χρονολόγηση των ειδωλολατρικών εθνών, αξίζει να εξετάσουμε μερικά από τα αρχαία γραπτά κείμενα εθνών και λαών των οποίων η ζωή και οι δραστηριότητες προσεγγίζουν και συνδέονται με ανθρώπους και γεγονότα που έχουν καταγραφεί στην Αγία Γραφή.
Η Αγία Γραφή είναι ιστορικό βιβλίο—το πλέον ιστορικό βιβλίο μεταξύ των αρχαίων συγγραμμάτων. Η ιστορία των αρχαίων Αιγυπτίων, Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Μήδων, Περσών και άλλων είναι κατά κύριο λόγο αποσπασματική. Οι αρχαιότερες περίοδοι είναι είτε αόριστες είτε, όπως οι ίδιοι τις παρουσιάζουν, καταφανώς μυθικές. Για παράδειγμα, το αρχαίο κείμενο που είναι γνωστό ως Ο Κατάλογος των Βασιλιάδων του Σουμέρ αρχίζει ως εξής: «Όταν η βασιλεία κατέβηκε από τον ουρανό, η βασιλεία ήταν (πρώτα) στην Εριντού. (Στην) Εριντού, ο Α-λουλίμ (έγινε) βασιλιάς και κυβέρνησε 28.800 χρόνια. Ο Αλαλγάρ κυβέρνησε 36.000 χρόνια. Δύο βασιλιάδες (λοιπόν) κυβέρνησαν επί 64.800 χρόνια. . . . (Στο) Μπαντ-τιμπίρα, ο Εν-μεν-λου-άνα κυβέρνησε 43.200 χρόνια· ο Εν-μεν-γκαλ-άνα κυβέρνησε 28.800 χρόνια· ο θεός Ντουμού-ζι, ένας ποιμένας, κυβέρνησε 36.000 χρόνια. (Έτσι λοιπόν,) τρεις βασιλιάδες κυβέρνησαν επί 108.000 χρόνια».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 265.
Τα όσα είναι γνωστά από τις μη θρησκευτικές πηγές αυτών των αρχαίων εθνών αποτελούν προϊόν επίπονης συλλογής ελάχιστων σκόρπιων πληροφοριών που προέρχονται από μνημεία και πινακίδες ή από τα μεταγενέστερα συγγράμματα των λεγόμενων κλασικών ιστοριογράφων της αρχαίας ελληνορωμαϊκής περιόδου. Παρότι οι αρχαιολόγοι έχουν ανασύρει δεκάδες χιλιάδες πήλινες πινακίδες ασσυροβαβυλωνιακής σφηνοειδούς γραφής και πολυάριθμους παπύρινους ρόλους από την Αίγυπτο, αυτά στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι θρησκευτικά κείμενα ή εμπορικά έγγραφα όπως συμφωνητικά, πωλητήρια, συμβολαιογραφικές πράξεις και άλλα συναφή. Ο αξιοσημείωτα μικρότερος αριθμός των ιστορικών συγγραμμάτων των ειδωλολατρικών εθνών, που έχουν διατηρηθεί υπό μορφή πινακίδων, κυλίνδρων, στηλών ή μνημειακών επιγραφών, περιέχει κατά κύριο λόγο πληροφορίες που αποδίδουν δόξα στους μονάρχες τους και εξιστορούν με πομπώδη τρόπο τις στρατιωτικές τους εκστρατείες.
Αντίθετα, η Αγία Γραφή παρουσιάζει μια ασυνήθιστα συνεκτική και λεπτομερή ιστορία που καλύπτει διάστημα περίπου 4.000 χρόνων, διότι όχι μόνο καταγράφει με αξιοσημείωτα αδιάλειπτη συνέχεια τα γεγονότα από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου μέχρι την εποχή της θητείας του Νεεμία ως κυβερνήτη τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., αλλά θα μπορούσαμε επίσης να θεωρήσουμε ότι παρέχει μια βασική κάλυψη της περιόδου που εκτείνεται από τον Νεεμία μέχρι την εποχή του Ιησού και των αποστόλων του μέσω της προφητείας (ιστορίας γραμμένης εκ των προτέρων) του Δανιήλ στο 11ο κεφάλαιο του ομώνυμου βιβλίου. Η Αγία Γραφή αφηγείται με παραστατικότητα και ρεαλισμό την ιστορία του έθνους του Ισραήλ από τη γέννησή του και μετά, σκιαγραφώντας με ειλικρίνεια τα δυνατά και αδύνατα σημεία του, τις επιτυχίες του και τις αποτυχίες του, τα περί της ορθής αλλά και της ψεύτικης λατρείας την οποία απέδιδε, τις ευλογίες του αλλά και τις δυσμενείς κρίσεις και συμφορές που υπέστη. Παρότι η εντιμότητα αυτή δεν διασφαλίζει από μόνη της την ακρίβεια της χρονολόγησης, ωστόσο μας δίνει βάσιμους λόγους να έχουμε πεποίθηση στην ακεραιότητα των Βιβλικών συγγραφέων και στο ειλικρινές ενδιαφέρον τους να καταγράψουν την αλήθεια.
Είναι προφανές ότι οι χρονικογράφοι της Αγίας Γραφής, όπως οι συγγραφείς των βιβλίων Πρώτο και Δεύτερο Βασιλέων και Πρώτο και Δεύτερο Χρονικών, είχαν στη διάθεσή τους λεπτομερή αρχεία. Αυτό φαίνεται από τις εκτενείς γενεαλογίες που ήταν σε θέση να συντάξουν, οι οποίες περιλαμβάνουν πολλές εκατοντάδες ονόματα. Φαίνεται επίσης από τη συνεκτική και τεκμηριωμένη παρουσίαση της περιόδου διακυβέρνησης καθενός από τους βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ, περιλαμβανομένων των σχέσεών τους με άλλα έθνη και μεταξύ τους. Οι σύγχρονοι ιστορικοί εξακολουθούν να εκφράζουν αβεβαιότητα ως προς το ποια είναι η σωστή σειρά με την οποία κυβέρνησαν ορισμένοι Ασσύριοι και Βαβυλώνιοι βασιλιάδες, ακόμη δε και μερικοί από τις μεταγενέστερες δυναστείες. Δεν υπάρχει όμως καμία τέτοια αβεβαιότητα ως προς τη σειρά με την οποία κυβέρνησαν οι βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ.
Υπάρχουν αναφορές για το «βιβλίο των Πολέμων του Ιεχωβά» (Αρ 21:14, 15), το «βιβλίο των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ» (1Βα 14:19· 2Βα 15:31), το «βιβλίο των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα» (1Βα 15:23· 2Βα 24:5), το «βιβλίο των υποθέσεων του Σολομώντα» (1Βα 11:41), καθώς και αρκετές αναφορές για παρόμοια χρονικά ή επίσημα αρχεία από τα οποία παραθέτουν στοιχεία ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Όλα αυτά δείχνουν ότι οι καταγραμμένες πληροφορίες δεν βασίζονταν απλώς στη μνήμη ή στην προφορική παράδοση αλλά ήταν προϊόν προσεκτικής έρευνας και διεξοδικής τεκμηρίωσης. Οι Βιβλικοί ιστορικοί παραθέτουν επίσης στοιχεία από κυβερνητικά αρχεία άλλων εθνών, δεδομένου ότι κάποια τμήματα της Αγίας Γραφής δεν γράφτηκαν στον Ισραήλ αλλά σε άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Βαβυλώνα και η Περσία.—Βλέπε ΒΙΒΛΙΟ· ΕΣΔΡΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ)· ΕΣΘΗΡ (ΒΙΒΛΙΟ).
Ένας παράγοντας που συνέβαλε αδιαμφισβήτητα στην ακριβή μέτρηση της παρέλευσης του χρόνου, τουλάχιστον στο βαθμό στον οποίο οι Ισραηλίτες ακολουθούσαν πιστά το Μωσαϊκό Νόμο, ήταν η τήρηση των σαββατιαίων ετών και των Ιωβηλαίων, η οποία έδινε τη δυνατότητα για τη διαίρεση του χρόνου σε εφταετείς και πενηνταετείς περιόδους.—Λευ 25:2-5, 8-16, 25-31.
Κάτι που ξεχωρίζει ιδιαίτερα το Βιβλικό υπόμνημα από τα συγγράμματα των ειδωλολατρικών εθνών της ίδιας εποχής είναι η συναίσθηση του χρόνου—όχι μόνο του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος—συναίσθηση η οποία διαπνέει τις σελίδες της Αγίας Γραφής. (Δα 2:28· 7:22· 8:18, 19· Μαρ 1:15· Απ 22:10) Το προφητικό στοιχείο, που υπάρχει αποκλειστικά στην Αγία Γραφή, έκανε τη χρονολογική ακρίβεια ζήτημα πολύ μεγαλύτερης σπουδαιότητας για τους Ισραηλίτες από ό,τι για οποιοδήποτε από τα ειδωλολατρικά έθνη επειδή οι προφητείες συχνά αφορούσαν συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Ως το Βιβλίο του Θεού, η Αγία Γραφή τονίζει τη συνέπεια με την οποία εκείνος εκπληρώνει το λόγο του (Ιεζ 12:27, 28· Γα 4:4) και δείχνει ότι οι ακριβείς προφητείες ήταν απόδειξη της Θειότητάς του.—Ησ 41:21-26· 48:3-7.
Είναι αλήθεια ότι μερικά από τα μη Βιβλικά κείμενα είναι κατά αρκετούς αιώνες παλιότερα από τα αρχαιότερα αντίγραφα των κειμένων της Αγίας Γραφής που έχουν ανακαλυφτεί μέχρι τώρα. Μερικά αρχαία ειδωλολατρικά κείμενα ίσως φαίνονται πολύ εντυπωσιακά, καθώς είναι σκαλισμένα σε πέτρα ή χαραγμένα σε πηλό, αλλά αυτό δεν διασφαλίζει την ορθότητα και το αψευδές των περιεχομένων τους. Οι σημαντικοί παράγοντες που μας κάνουν να είμαστε βέβαιοι τόσο σε θέματα χρονολόγησης όσο και σε άλλα πράγματα δεν είναι το υλικό πάνω στο οποίο γράφτηκε το κείμενο, αλλά ο συγγραφέας, ο σκοπός του, ο σεβασμός του για την αλήθεια και η αφοσίωσή του στις δίκαιες αρχές. Η απείρως κατώτερη ποιότητα των περιεχομένων των μη Βιβλικών κειμένων συγκρινόμενη με αυτήν της Αγίας Γραφής ασφαλώς επισκιάζει την παλαιότητά τους. Επειδή, από ό,τι φαίνεται, τα Βιβλικά κείμενα καταγράφονταν σε φθαρτά υλικά, όπως ο πάπυρος και η περγαμηνή vellum, η συνεχής χρήση τους και η διαβρωτική επίδραση των καιρικών συνθηκών σε μεγάλο μέρος του Ισραήλ (οι οποίες διαφέρουν από το εξαιρετικά ξηρό κλίμα της Αιγύπτου) θα μπορούσαν κάλλιστα να δικαιολογήσουν την απουσία σωζόμενων πρωτότυπων χειρογράφων σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είναι το θεόπνευστο Βιβλίο του Ιεχωβά, η Αγία Γραφή αντιγράφηκε προσεκτικά και διαφυλάχτηκε ολόκληρη μέχρι σήμερα. (1Πε 1:24, 25) Η θεϊκή έμπνευση, μέσω της οποίας μπόρεσαν να καταγράψουν οι ιστορικοί της Αγίας Γραφής τις αφηγήσεις τους, διασφαλίζει την αξιοπιστία της Βιβλικής χρονολόγησης.—2Πε 1:19-21.
Η ακόλουθη δήλωση του συγγραφέα αρχαιολογικών κειμένων Κ. Β. Κέραμ, ο οποίος αναφέρθηκε στη σύγχρονη επιστήμη της ιστορικής χρονολόγησης, καταδεικνύει παραστατικά γιατί η μη Βιβλική ιστοριογραφία δεν έχει τα προσόντα να θεωρηθεί πρότυπο ακρίβειας με βάση το οποίο να κρίνουμε τη Βιβλική χρονολόγηση: «Οποιοσδήποτε προσεγγίζει για πρώτη φορά τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι ιστορικοί χρονολογούν γεγονότα που συνέβησαν πριν από χιλιάδες χρόνια. Και καθώς συνεχίζει αυτή τη μελέτη, η κατάπληξή του, αν μη τι άλλο, θα μεγαλώνει. Διότι καθώς εξετάζουμε τις πηγές της αρχαίας ιστορίας διαπιστώνουμε πόσο ανεπαρκή, ανακριβή ή εντελώς λανθασμένα ήταν τα γραπτά κείμενα ακόμη και όταν πρωτογράφτηκαν. Και ενώ ήταν ελλιπή από την αρχή, σε εμάς έφτασαν ακόμη πιο ελλιπή: μισοκατεστραμμένα από τη λαίλαπα του χρόνου ή από την απρόσεκτη και βάναυση μεταχείριση των ανθρώπων». Ο ίδιος περιγράφει περαιτέρω το πλαίσιο της χρονολογικής ιστορίας ως «μια καθαρά υποθετική δομή, κάθε συναρμογή της οποίας κινδυνεύει να διαλυθεί».—Το Μυστικό των Χετταίων (The Secret of the Hittites), 1956, σ. 133, 134.
Ίσως αυτή η αξιολόγηση να φαίνεται ακραία, αλλά όσον αφορά τα μη Βιβλικά γραπτά κείμενα δεν είναι αβάσιμη. Οι ακόλουθες πληροφορίες θα καταστήσουν σαφές γιατί δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια της Βιβλικής χρονολόγησης απλώς και μόνο επειδή ορισμένα μη Βιβλικά γραπτά κείμενα δεν συμφωνούν με αυτήν. Απεναντίας, μόνο όταν η αρχαία μη Βιβλική χρονολόγηση εναρμονίζεται με το Βιβλικό υπόμνημα μπορούμε δικαιολογημένα να έχουμε κάποια εμπιστοσύνη σε αυτήν. Όταν εξετάζουμε τα γραπτά κείμενα των ειδωλολατρικών εθνών που είχαν δοσοληψίες με το έθνος του Ισραήλ, θα πρέπει να λαβαίνουμε υπόψη μας ότι μερικές από τις φαινομενικές ασυμφωνίες στα κείμενά τους μπορεί απλούστατα να οφείλονται στην αδυναμία των σύγχρονων ιστορικών να ερμηνεύσουν σωστά τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα, όπως παρόμοια αδυνατούν να ερμηνεύσουν σωστά τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Βιβλικοί ιστορικοί. Υπάρχουν, όμως, σημαντικά στοιχεία που μαρτυρούν ξεκάθαρη αδιαφορία και ανακρίβεια ή ακόμη και εσκεμμένη παραχάραξη από πλευράς των ειδωλολατρών ιστορικών και χρονολόγων.
Αιγυπτιακή Χρονολόγηση. Η αιγυπτιακή ιστορία συνδέεται με την ιστορία του Ισραήλ σε διάφορα σημεία. Σε αυτό το σύγγραμμα υποδεικνύουμε το 1728 Π.Κ.Χ. ως το έτος εισόδου του Ισραήλ στην Αίγυπτο και το 1513 Π.Κ.Χ., 215 χρόνια αργότερα, ως το έτος της Εξόδου. Η επίθεση του Φαραώ Σισάκ στην Ιερουσαλήμ έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του πέμπτου έτους του Ροβοάμ, το 993 Π.Κ.Χ. Ο Βασιλιάς Σω της Αιγύπτου ήταν σύγχρονος της βασιλείας του Ωσιέ (περ. 758-740 Π.Κ.Χ.). Επίσης, η μάχη του Φαραώ Νεχώ που οδήγησε στο θάνατο του Ιωσία πιθανώς έλαβε χώρα το 629 Π.Κ.Χ. (1Βα 14:25· 2Βα 17:4· 2Χρ 35:20-24) Η διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω χρονολογίες και σε αυτές που δίνουν κατά κανόνα οι σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζεται στον έναν αιώνα ή και περισσότερο για την Έξοδο και κατόπιν μειώνεται στα 20 περίπου χρόνια την εποχή του Φαραώ Νεχώ. Οι ακόλουθες πληροφορίες δείχνουν γιατί προτιμούμε να παραμένουμε προσκολλημένοι στη χρονολόγηση που προκύπτει από τους Βιβλικούς υπολογισμούς.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί βασίζονται κυρίως σε ορισμένα κείμενα που έχουν είτε τη μορφή καταλόγων με βασιλιάδες της Αιγύπτου είτε τη μορφή χρονικών. Μερικά από αυτά είναι: η αποσπασματικά σωζόμενη Λίθος του Παλέρμου, που παρουσιάζει τις πρώτες πέντε, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, «δυναστείες» της αιγυπτιακής ιστορίας· ο Πάπυρος του Τορίνου, που σώζεται πολύ αποσπασματικά και δίνει έναν κατάλογο των βασιλιάδων και των περιόδων διακυβέρνησής τους από το «Παλαιό Βασίλειο» ως το «Νέο Βασίλειο»· άλλες πέτρινες επιγραφές, που επίσης σώζονται αποσπασματικά. Αυτοί οι χωριστοί κατάλογοι και άλλες ανεξάρτητες επιγραφές έχουν ταξινομηθεί χρονολογικά με τη βοήθεια των συγγραμμάτων του Μανέθωνος, ενός Αιγύπτιου ιερέα που έζησε τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. Τα έργα του, που πραγματεύονται την αιγυπτιακή ιστορία και θρησκεία, ταξινομούν τις βασιλείες των Αιγύπτιων μοναρχών σε 30 δυναστείες, ταξινόμηση που χρησιμοποιούν ακόμη οι σύγχρονοι αιγυπτιολόγοι. Αυτές οι πηγές, σε συνδυασμό με αστρονομικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αιγυπτιακά κείμενα τα οποία πραγματεύονται τις φάσεις της σελήνης και την ανατολή του Σείριου (Σώθιδος), χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση ενός χρονολογικού πίνακα.
Προβλήματα στην αιγυπτιακή χρονολόγηση. Τα ανεπιβεβαίωτα σημεία είναι πολυάριθμα. Τα έργα του Μανέθωνος, που χρησιμοποιήθηκαν για την ταξινόμηση των αποσπασματικά σωζόμενων καταλόγων και άλλων επιγραφών, έχουν διαφυλαχτεί μόνο στα συγγράμματα μεταγενέστερων ιστορικών, όπως του Ιώσηπου (πρώτος αιώνας Κ.Χ.), του Σέξτου Ιούλιου Αφρικανού (τρίτος αιώνας Κ.Χ., άρα πάνω από 500 χρόνια μετά την εποχή του Μανέθωνος), του Ευσέβιου (τέταρτος αιώνας Κ.Χ.) και του Σύγκελλου (τέλη του όγδοου ή αρχές του ένατου αιώνα Κ.Χ.). Όπως δήλωσε ο Γ. Γκ. Γουόντελ, οι παραθέσεις τους από τα συγγράμματα του Μανέθωνος είναι αποσπασματικές και συχνά διαστρεβλωμένες και, ως εκ τούτου, «είναι εξαιρετικά δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα τι έγραψε πραγματικά ο Μανέθων και τι είναι κίβδηλο ή παραφθαρμένο». Αφού καταδεικνύει ότι οι πηγές από τις οποίες άντλησε την ύλη του ο Μανέθων περιλάμβαναν μερικές μη ιστορικές παραδόσεις και θρύλους που «παρουσίαζαν βασιλιάδες ως ήρωές τους, χωρίς να δίνουν σημασία στη χρονολογική σειρά», δηλώνει: «Το έργο του Μανέθωνος περιείχε πολλά λάθη εξαρχής, άρα δεν οφείλονται όλα τα λάθη σε διαστρεβλώσεις των αντιγραφέων και των αναθεωρητών. Έχει διαπιστωθεί ότι η διάρκεια πολλών από τις βασιλείες που αναφέρονται είναι απίθανη. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ονόματα και η σειρά των βασιλιάδων, έτσι όπως παρατίθενται από τον Μανέθωνα, αποδείχτηκαν αβάσιμα υπό το φως των στοιχείων που βρέθηκαν στα διάφορα μνημεία».—Μανέθων (Manetho), εισαγωγή, σ. 7, 17, 20, 21, 25.
Το βιβλίο Μελέτες στην Αιγυπτιακή Χρονολόγηση ([Studies in Egyptian Chronology] Μπλάκμπερν, Αγγλία, 1928, σ. 39), του Τ. Νίκλιν, δείχνει ότι πολλές από τις υπερβολικά μεγάλες περιόδους που αναφέρει ο Μανέθων ήταν κατά πάσα πιθανότητα παράλληλες και όχι διαδοχικές βασιλείες. Ο Νίκλιν αναφέρει: «Οι Δυναστείες του Μανέθωνος . . . δεν είναι κατάλογοι ηγεμόνων ολόκληρης της Αιγύπτου, αλλά κατάλογοι που αναφέρονταν εν μέρει σε ανεξάρτητους σχετικά πρίγκιπες και εν μέρει . . . σε γραμμές πριγκίπων από τις οποίες προήλθαν αργότερα ηγεμόνες ολόκληρης της Αιγύπτου». Ο καθηγητής Γουόντελ (σ. 1-9) επισημαίνει ότι «πιθανώς αρκετοί Αιγύπτιοι βασιλιάδες κυβερνούσαν ταυτόχρονα· . . . οπότε δεν επρόκειτο για μια σειρά βασιλιάδων που καταλάμβαναν το θρόνο ο ένας μετά τον άλλον, αλλά για αρκετούς βασιλιάδες που βασίλευαν την ίδια εποχή σε διαφορετικές περιοχές. Έτσι προέκυψε αυτός ο μεγάλος συνολικός αριθμός ετών».
Εφόσον η Αγία Γραφή υποδεικνύει ότι ο παγγήινος Κατακλυσμός έλαβε χώρα το έτος 2370 Π.Κ.Χ., η αιγυπτιακή ιστορία πρέπει να ξεκίνησε έπειτα από εκείνη τη χρονολογία. Τα προαναφερθέντα προβλήματα στην αιγυπτιακή χρονολόγηση ευθύνονται χωρίς αμφιβολία για τους αριθμούς που δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί οι οποίοι ανάγουν την αιγυπτιακή ιστορία ως και στο 3000 Π.Κ.Χ.
Οι αιγυπτιολόγοι εμπιστεύονται περισσότερο τις αρχαίες επιγραφές. Αλλά η σχολαστικότητα, η φιλαλήθεια και η ηθική ακεραιότητα των Αιγύπτιων γραφέων δεν είναι καθόλου υπεράνω υποψίας. Ο καθηγητής Τζ. Α. Γουίλσον δηλώνει: «Πρέπει να δοθεί μια προειδοποίηση σχετικά με την ακριβή ιστορική αξία των αιγυπτιακών επιγραφών. Εκείνος ο κόσμος ήταν ένας κόσμος . . . θεϊκών μύθων και θαυμάτων». Κατόπιν, αφού υποδεικνύει ότι οι γραφείς δεν δίσταζαν να αλλοιώσουν τη χρονολόγηση των γεγονότων για να εκθειάσουν ακόμη περισσότερο τον εκάστοτε κυβερνώντα μονάρχη, λέει: «Ο ιστορικός αποδέχεται τα δεδομένα στοιχεία έτσι όπως είναι, εκτός αν υπάρχει σαφής λόγος για δυσπιστία. Αλλά πρέπει να είναι διατεθειμένος να αλλάξει αυτή την αποδοχή αμέσως μόλις νέες πληροφορίες ρίξουν νέο φως στην προηγούμενη ερμηνεία».—Η Παγκόσμια Ιστορία του Εβραϊκού Λαού (The World History of the Jewish People), 1964, Τόμ. 1, σ. 280, 281.
Η απουσία πληροφοριών σχετικά με τον Ισραήλ. Αυτό δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη, εφόσον οι Αιγύπτιοι, όχι μόνο αρνούνταν να καταγράψουν γεγονότα που δεν ήταν κολακευτικά για τους ίδιους, αλλά επίσης δεν δίσταζαν να εξαλείψουν τα αρχεία κάποιου προηγούμενου μονάρχη αν οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτά δεν άρεσαν στον Φαραώ που κυβερνούσε εκείνη την περίοδο. Για παράδειγμα, μετά το θάνατο της Βασίλισσας Χατσεψούτ, ο Τούθμωσις Γ΄ διέταξε να απαλείψουν το όνομά της και τις απεικονίσεις της από τα μνημειακά ανάγλυφα. Αυτή η τακτική εξηγεί το γιατί δεν υπάρχει κανένα γνωστό γραπτό κείμενο για τα 215 χρόνια παραμονής των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο ή για την Έξοδό τους.
Ο Φαραώ που κυβερνούσε την εποχή της Εξόδου δεν κατονομάζεται στην Αγία Γραφή. Ως εκ τούτου, οι όποιες προσπάθειες προσδιορισμού της ταυτότητάς του βασίζονται σε εικασίες. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί οι χρονολογίες που δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί για την Έξοδο κυμαίνονται από το 1441 ως το 1225 Π.Κ.Χ.—μια διαφορά 200 και πλέον ετών.
Ασσυριακή Χρονολόγηση. Από την εποχή του Σαλμανασάρ Γ΄ (αρχές της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ.), οι ασσυριακές επιγραφές κάνουν μνεία για επαφές με τους Ισραηλίτες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κατονομάζουν βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ. Οι ασσυριακές επιγραφές περιλαμβάνουν κτιριακές επιγραφές, παραδείγματος χάρη αυτές που βρίσκονται σε τοίχους ανακτόρων· βασιλικά χρονικά· καταλόγους με ονόματα βασιλιάδων, όπως ο κατάλογος από τη Χορσαμπάντ· και καταλόγους λιμμού, δηλαδή καταλόγους επωνύμων.
Ασσυριακές κτιριακές επιγραφές και χρονικά. Ο Άλμπερτ Όλμστεντ, στο βιβλίο του Ασσυριακή Ιστοριογραφία ([Assyrian Historiography] 1916, σ. 5, 6), περιέγραψε τις ασσυριακές κτιριακές επιγραφές ως εξής: «Μπορούμε . . . να χρησιμοποιήσουμε την Κτιριακή επιγραφή για να συμπληρώσουμε τα κενά στα Χρονικά [βασιλικά χρονικά όπου καταγράφονται τα γεγονότα ανά έτος], αλλά αυτή δεν έχει το παραμικρό κύρος όταν συγκρούεται με το πρωτότυπο στο οποίο βασίζεται». Ο Όλμστεντ, αφού δείχνει ότι ο κύριος σκοπός αυτών των κτιριακών επιγραφών δεν ήταν μια συνεκτική εξιστόρηση της βασιλείας, προσθέτει: «Εξίσου σοβαρό είναι το ότι σπάνια έχουν χρονολογική σειρά. . . . Είναι καταφανές ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται με επιφύλαξη».
Σχετικά με τα χρονικά, ο Όλμστεντ αναφέρει: «Η χρονολόγηση εδώ είναι κανονική, και παρότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να βρεθούν λάθη, εσκεμμένα ή όχι, τουλάχιστον η σχετική χρονολόγηση είναι γενικά σωστή. . . . Θα ήταν μεγάλο λάθος, όμως, να θεωρήσουμε ότι τα χρονικά είναι πάντοτε αξιόπιστα. Οι παλιότεροι ιστορικοί αποδέχονταν κατά κόρον τις δηλώσεις τους, εκτός αν είχαν συγκεκριμένες αποδείξεις για ανακρίβειες. Τα τελευταία λίγα χρόνια, ανακαλύφτηκε σωρεία καινούριου υλικού το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αξιολογήσουμε τα κείμενα των Σαργωνιδών. . . . Αν προσθέσουμε σε αυτό τα στοιχεία που υπάρχουν σε ξένες πηγές, παραδείγματος χάρη εβραϊκές ή βαβυλωνιακές, δεν χρειαζόμαστε σχεδόν καθόλου εσωτερική μελέτη των χρονικών για να πειστούμε ότι είναι κάθε άλλο παρά αξιόπιστα».
Επιπρόσθετα, ας ληφθεί υπόψη η μαρτυρία του Ντ. Ντ. Λάκενμπιλ: «Σύντομα ανακαλύπτει κανείς ότι το κίνητρο που καθοδηγούσε τους βασιλικούς γραφείς δεν ήταν η ακριβής παρουσίαση των γεγονότων στη σειρά με την οποία συνέβαιναν, χρόνο με το χρόνο, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του βασιλιά. Σε κάποιες περιπτώσεις μοιάζει να μην υπάρχει προφανής λόγος για τη μετάθεση διαφόρων εκστρατειών, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σαφές ότι η βασιλική ματαιοδοξία απαιτούσε ελαστικότητα στο θέμα της ιστορικής ακρίβειας».—Αρχεία της Αρχαίας Ασσυρίας και Βαβυλωνίας (Ancient Records of Assyria and Babylonia), 1926, Τόμ. 1, σ. 7.
Συνήθως τα βασιλικά χρονικά επανεκδίδονταν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του βασιλιά. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις παρουσίαζαν νέα γεγονότα, αλλά επιπλέον φαίνεται ότι παραποιούσαν τα γεγονότα και τους αριθμούς των προηγούμενων ετών έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι αρέσκειες του βασιλιά. Ο καθηγητής Όλμστεντ κάνει λόγο για την «ανενδοίαστη βαθμιαία οικειοποίηση [από μέρους του Ασσουρμπανιπάλ] των δύο τελευταίων εκστρατειών του πατέρα του στην Αίγυπτο, ώσπου στην τελική έκδοση των χρονικών δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει αποδώσει στον εαυτό του».—Ασσυριακή Ιστοριογραφία, σ. 7.
Μπορούν να αναφερθούν πάμπολλα παραδείγματα τέτοιας προφανούς αναξιοπιστίας, εσκεμμένης ή μη. Οι συντάκτες των καταλόγων με τους φόρους υποτελείας δεν δίσταζαν να καταγράψουν κάποιον βασιλιά ως φόρου υποτελή παρότι άλλα αρχεία έδειχναν ότι ο εν λόγω βασιλιάς είχε πεθάνει. Ο Τζορτζ Σμιθ, αφού αναφέρει μια περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος κατάλογος φόρων υποτελείας που είχε ο Εσάρ-αδδών παρουσιάζεται 13 χρόνια αργότερα ως κατάλογος του γιου του, του Ασσουρμπανιπάλ, λέει κατόπιν ότι αυτός ο μεταγενέστερος κατάλογος «είναι πιθανότατα ακριβές αντίγραφο του προγενέστερου εγγράφου, χωρίς να έχει γίνει καμιά προσπάθεια να εξακριβωθεί αν αυτοί οι βασιλιάδες εξακολουθούσαν να κυβερνούν, και αν όντως πλήρωναν φόρο υποτελείας».—Ο Ασσυριακός Κανόνας των Επωνύμων (The Assyrian Eponym Canon), Λονδίνο, 1875, σ. 179.
Κατάλογοι των επωνύμων (λιμμού). Παρά τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, οι σύγχρονοι χρονολόγοι γενικά θεωρούν ότι οι κατάλογοι των επωνύμων, ή αλλιώς λιμμού, κατά κάποιον τρόπο δεν υπέστησαν τέτοιες αλλοιώσεις, με αποτέλεσμα να είναι ουσιαστικά απαλλαγμένοι από λάθη. Αυτοί οι κατάλογοι των επωνύμων είναι απλώς ονομαστικοί κατάλογοι των επισήμων με το αξίωμά τους ή με σύντομες συνοδευτικές αναφορές σε κάποια πολεμική εκστρατεία ή σε κάποιο άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός. Για παράδειγμα, ένα τμήμα καταλόγου επωνύμων έχει ως εξής:
Μπελ-χαράν-μπελ-ουσούρ
(κυβερνήτης) του Γκουζάνα
εναντίον της Δαμασκού
—
Σαλμανασάρ
ενθρονίστηκε
Μαρντούκ-μπελ-ουσούρ
(κυβερνήτης) του Αμεντίτ
στη χώρα
Μαχντέ
(κυβερνήτης) της Νινευή
εναντίον [της Σαμάρειας]
Ασσούρ-ισμεανί
(κυβερνήτης) του [Κακζού]
εναντίον [της Σαμάρειας]
Σαλμανασάρ
βασιλιάς της Ασσυρίας
εναντίον [της Σαμάρειας]
Από αυτό είναι φανερό ότι δεν δίνονται συγκεκριμένες χρονολογίες, θεωρείται όμως ότι κάθε όνομα αντιπροσωπεύει ένα έτος, πράγμα που φαίνεται ότι μας δίνει τη δυνατότητα να μετρήσουμε ανά έτη. Οι σημερινοί ιστορικοί προσπαθούν να συγχρονίσουν την ασσυριακή και τη Βιβλική ιστορία μέσω αυτών των καταλόγων των επωνύμων, ιδιαίτερα όσον αφορά την περίοδο από το 911 ως το 649 Π.Κ.Χ., στην οποία ανάγουν τα ονόματα ή τους επωνύμους των καταλόγων. Για να ορίσουν κάποια βασική χρονολογία, στηρίζονται στη μνεία μιας έκλειψης ηλίου που καταχωρίζεται απέναντι από το όνομα κάποιου Μπουρ-Σαγκαλέ, κυβερνήτη του Γκουζάνα. Η έκλειψη αυτή έγινε το μήνα Σιβάν (Μάιος-Ιούνιος), και οι ιστορικοί γενικά την τοποθετούν στις 15 Ιουνίου του 763 Π.Κ.Χ. Η αξιοπιστία αυτής της χρονολογίας και ο συγχρονισμός της ασσυριακής ιστορίας με την ιστορία του Ιούδα και του Ισραήλ ο οποίος έγινε βάσει αυτής θα εξεταστούν αργότερα στον υπότιτλο «Αστρονομικοί Υπολογισμοί».
Λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης ποσότητας πληροφοριών που περιέχουν οι κατάλογοι των επωνύμων (σε σύγκριση με τα χρονικά και άλλες επιγραφές), είναι προφανές ότι έχουμε πολύ λιγότερα μέσα για να ανακαλύψουμε τα λάθη. Όταν φαίνεται ότι υπάρχουν αντιφάσεις ανάμεσα στους καταλόγους των επωνύμων και στα χρονικά, όπως για παράδειγμα όταν τοποθετείται μια συγκεκριμένη εκστρατεία σε άλλο έτος της διακυβέρνησης ενός βασιλιά ή στη θητεία κάποιου άλλου επωνύμου, οι σύγχρονοι ιστορικοί συνήθως χρεώνουν το λάθος στα χρονικά και όχι στους καταλόγους των επωνύμων. Ωστόσο, ακόμη και για τη λεγόμενη ασσυριακή συγχρονιστική ιστορία, κάποια διάσημη πινακίδα όπου εξιστορούνται συνοπτικά οι σχέσεις ανάμεσα στην Ασσυρία και στη Βαβυλωνία σε μια περίοδο αιώνων, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι είναι απόλυτα ακριβής. Ο Α. Τ. Όλμστεντ, αφού παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν ότι αυτό το κείμενο είναι απλώς αντίγραφο μιας παλιότερης κτιριακής επιγραφής, δηλώνει: «Έτσι λοιπόν, το κείμενό μας δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε καν ιστορία με την πραγματική έννοια της λέξης, παρά μόνο μια επιγραφή που στήθηκε προς τιμήν του Ασσούρ [του κυριότερου θεού της Ασσυρίας] και του λαού του. . . . Από τη στιγμή που θα αποδεχτούμε αυτή την άποψη, δεν προβληματιζόμαστε πια από τα πολυάριθμα λάθη—ακόμη και στη σειρά των βασιλιάδων—που μειώνουν τόσο πολύ την αξία του κειμένου σε εκείνα ακριβώς τα σημεία στα οποία είναι πιο απαραίτητη η μαρτυρία του».—Ασσυριακή Ιστοριογραφία, σ. 32.
Θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια μεταβαλλόμενη διάταξη όπως αυτή που είναι εμφανής στους καταλόγους των επωνύμων θα δυσκόλευε πάρα πολύ τους σύγχρονους λογίους να καταλήξουν σε ακριβή χρονολόγηση, ειδικά εφόσον η σύνταξη των στοιχείων, τα οποία αφορούν αρκετούς αιώνες, έγινε από γραμματείς που σαφώς έδιναν ελάχιστη σημασία στην επιμέλεια και στην ιστορική ακρίβεια. Είναι επίσης προφανές ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι δικαιούνται να τροποποιούν ή να απορρίπτουν τη μέτρηση που βασίζεται στους ασσυριακούς καταλόγους των επωνύμων όταν άλλοι παράγοντες ή στοιχεία το καθιστούν αυτό σκόπιμο.
Οι παραπάνω πληροφορίες μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ασσυριακή ιστοριογραφία είτε δεν κατανοείται σωστά από τους σύγχρονους ιστορικούς είτε είναι πολύ χαμηλής αξίας. Ό,τι και αν ισχύει από τα δύο, εμείς δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να εναρμονίσουμε τη Βιβλική χρονολόγηση με την ιστορία όπως αυτή εμφανίζεται στα ασσυριακά αρχεία. Ως εκ τούτου, παρουσιάζουμε μόνο τους πιο βέβαιους συγχρονισμούς ανάμεσα στην Ασσυρία και στον Ισραήλ και στον Ιούδα, όπως υποδεικνύονται από το Βιβλικό υπόμνημα.
Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση. Η Βαβυλώνα εμφανίζεται στο προσκήνιο της Βιβλικής αφήγησης κυρίως από την εποχή του Ναβουχοδονόσορα Β΄ και μετά. Η βασιλεία του πατέρα του Ναβουχοδονόσορα, του Ναβοπολασσάρ, σηματοδότησε το ξεκίνημα της λεγόμενης Νεοβαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας, η οποία τερματίστηκε με τις βασιλείες του Ναβονίδη και του γιου του, του Βαλτάσαρ, και την ανατροπή της Βαβυλώνας από τον Κύρο τον Πέρση. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τους Βιβλικούς λογίους καθώς περιλαμβάνει την εποχή της καταστροφής της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους και το μεγαλύτερο μέρος της 70ετούς εξορίας των Ιουδαίων.
Το εδάφιο Ιερεμίας 52:28 λέει ότι το έβδομο έτος του Ναβουχοδονόσορα οδηγήθηκε στη Βαβυλώνα η πρώτη ομάδα Ιουδαίων εξορίστων. Σε αρμονία με αυτό, μια πλάκα σφηνοειδούς γραφής του Βαβυλωνιακού Χρονικού (Βρετανικό Μουσείο 21946) δηλώνει: «Το έβδομο έτος: Το μήνα Κισλέβ ο βασιλιάς της Ακκάδ συγκέντρωσε το στρατό του και προέλασε στο Χάττι. Στρατοπέδευσε εναντίον της πόλης του Ιούδα και τη δεύτερη ημέρα του μήνα Αδάρ κατέλαβε την πόλη (και) αιχμαλώτισε το βασιλιά (της) [Ιωαχίν]. Διόρισε στην πόλη βασιλιά της αρεσκείας του [τον Σεδεκία] (και) πήρε τον υπέρογκο φόρο υποτελείας και τον έφερε στη Βαβυλώνα». (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά [Assyrian and Babylonian Chronicles], του Α. Κ. Γκρέισον, 1975, σ. 102· παράβαλε 2Βα 24:1-17· 2Χρ 36:5-10.) (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 326) Για τα τελευταία 32 χρόνια της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα δεν υπάρχουν ιστορικά αρχεία υπό τη μορφή χρονικών, εκτός από μια αποσπασματική επιγραφή που αναφέρει κάποια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου κατά το 37ο έτος του.
Όσον αφορά τον Αβίλ-Μαρντούκ (Εβίλ-μερωδάχ, 2Βα 25:27, 28), έχουν βρεθεί κάποιες πινακίδες που φέρουν ως χρονολογία το δεύτερο έτος της βασιλείας του. Σχετικά με τον Νηριγλίσαρο, ο οποίος θεωρείται ο διάδοχος του Αβίλ-Μαρντούκ, υπάρχουν πινακίδες με συμβόλαια που φέρουν ως χρονολογία το τέταρτο έτος του.
Μια πήλινη βαβυλωνιακή πινακίδα βοηθάει στη σύνδεση της βαβυλωνιακής χρονολόγησης με τη Βιβλική χρονολόγηση. Αυτή η πινακίδα περιέχει τις εξής αστρονομικές πληροφορίες για το έβδομο έτος του Καμβύση Β΄, γιου του Κύρου Β΄: «Έτος 7, Ταμμούζ, νύχτα της 14ης, 1 2⁄3 διπλές ώρες [τρεις ώρες και είκοσι λεπτά] αφού έπεσε η νύχτα, έκλειψη σελήνης· ορατή καθ’ όλη τη διάρκειά της· κάλυψε το βόρειο ήμισυ του [σεληνιακού] δίσκου. Τεμπέτ, νύχτα της 14ης, δυόμισι διπλές ώρες [πέντε ώρες] τη νύχτα πριν από το πρωί [κατά το δεύτερο ήμισυ της νύχτας], ο σεληνιακός δίσκος εξαφανίστηκε· η έκλειψη ορατή καθ’ όλη τη διάρκειά της· κάλυψε και το νότιο και το βόρειο μέρος». (Επιγραφές του Καμβύση, Βασιλιά της Βαβυλώνας [Inschriften von Cambyses, König von Babylon], του Γ. Ν. Στράσμαϊερ, Λειψία, 1890, Αρ. 400, στίχοι 45-48· Αστρονομία και Αστρολατρία στη Βαβέλ [Sternkunde und Sterndienst in Babel], του Φ. Ξ. Κούγκλερ, Μίνστερ, 1907, Τόμ. 1, σ. 70, 71) Αυτές οι δύο εκλείψεις της σελήνης μπορούν προφανώς να ταυτιστούν με τις εκλείψεις της σελήνης που έγιναν ορατές στη Βαβυλώνα στις 16 Ιουλίου του 523 Π.Κ.Χ., και στις 10 Ιανουαρίου του 522 Π.Κ.Χ. (Κανόνας των Εκλείψεων [Canon der Finsternisse], Τ. Οπόλτσερ, 1887, σ. 335) Έτσι λοιπόν, η πινακίδα αυτή υποδεικνύει ότι το έβδομο έτος του Καμβύση Β΄ άρχισε την άνοιξη του 523 Π.Κ.Χ.
Εφόσον το έβδομο έτος του Καμβύση Β΄ άρχισε την άνοιξη του 523 Π.Κ.Χ., το πρώτο έτος της βασιλείας του ήταν το 529 Π.Κ.Χ. και το έτος ανάρρησής του και τελευταίο έτος του Κύρου Β΄ ως βασιλιά της Βαβυλώνας ήταν το 530 Π.Κ.Χ. Η τελευταία πινακίδα που φέρει ημερομηνία από τη βασιλεία του Κύρου Β΄ αναφέρει τον 5ο μήνα, την 23η ημέρα του 9ου έτους του. (Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση, 626 π.Χ.–75 μ.Χ. [Babylonian Chronology, 626 B.C.–A.D. 75], των Ρ. Πάρκερ και Γ. Ντάμπερσταϊν, 1971, σ. 14) Εφόσον το ένατο έτος του Κύρου Β΄ ως βασιλιά της Βαβυλώνας ήταν το 530 Π.Κ.Χ., το πρώτο έτος του σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό ήταν το 538 Π.Κ.Χ. και το έτος ανάρρησής του ήταν το 539 Π.Κ.Χ.
Ο Βηρωσσός. Τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. ο Βηρωσσός, ένας Βαβυλώνιος ιερέας, έγραψε την ιστορία της Βαβυλώνας στην ελληνική γλώσσα, προφανώς με βάση τα αρχεία που υπήρχαν σε σφηνοειδή γραφή. Σχετικά με τα γραπτά του Βηρωσσού, ο καθηγητής Όλμστεντ είπε: «Μόνο σπαράγματα, αποσπάσματα ή ελάχιστα τμήματα έχουν φτάσει σε εμάς. Και τα πιο σημαντικά από αυτά τα σπαράγματα έχουν παραδοθεί σε εμάς με έναν σχεδόν άνευ προηγουμένου τρόπο. Σήμερα πρέπει να συμβουλευτούμε μια σύγχρονη λατινική μετάφραση κάποιας αρμενικής μετάφρασης του χαμένου ελληνικού πρωτοτύπου του Χρονικού του Ευσέβιου, ο οποίος δανείστηκε εν μέρει από τον Αλέξανδρο τον Πολυΐστορα, ο οποίος δανείστηκε απευθείας από τον Βηρωσσό, και εν μέρει από τον Αβυδηνό, ο οποίος προφανώς δανείστηκε από τον Ιόβα, ο οποίος δανείστηκε από τον Αλέξανδρο τον Πολυΐστορα και άρα από τον Βηρωσσό. Σαν να μην ήταν αρκετή όλη αυτή η σύγχυση, ο Ευσέβιος σε μερικές περιπτώσεις δεν αντιλήφθηκε ότι τα γραπτά του Αβυδηνού δεν είναι παρά μακρινός απόηχος των λεγομένων του Πολυΐστορος, και παραθέτει την αφήγηση του ενός παράλληλα με την αφήγηση του άλλου! Και αυτό δεν είναι το χειρότερο. Παρότι η αφήγηση του Πολυΐστορος είναι γενικά προτιμητέα, φαίνεται πως το χειρόγραφο του Πολυΐστορος που χρησιμοποίησε ο Ευσέβιος ήταν κακής ποιότητας». (Ασσυριακή Ιστοριογραφία, σ. 62, 63) Ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα Κ.Χ., ισχυρίζεται και αυτός ότι παραθέτει από τον Βηρωσσό. Είναι όμως προφανές πως τα χρονολογικά στοιχεία που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον Βηρωσσό δεν μπορούν να θεωρηθούν αδιάψευστα.
Άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την ύπαρξη διαφορών. Όσοι δεν ασχολούνται συστηματικά με την αρχαία ιστορία έχουν συνήθως τη λανθασμένη αντίληψη ότι οι πινακίδες σφηνοειδούς γραφής (όπως αυτές που ίσως χρησιμοποίησε ο Βηρωσσός) γράφονταν πάντα τον καιρό που συνέβαιναν τα γεγονότα ή λίγο αργότερα. Εκτός, όμως, από τα πολλά εμπορικά έγγραφα σφηνοειδούς γραφής που ήταν όντως σύγχρονα των συναλλαγών στις οποίες αναφέρονταν, τα βαβυλωνιακά ιστορικά κείμενα, ακόμη δε και πολλά αστρονομικά κείμενα, συνήθως μαρτυρούν ότι ανάγονται σε πολύ μεταγενέστερες περιόδους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ασσυριολόγο Ντ. Τζ. Γουάιζμαν, ένα τμήμα του λεγόμενου Βαβυλωνιακού Χρονικού, που καλύπτει την περίοδο από τη βασιλεία του Ναμπού-νασίρ μέχρι τη βασιλεία του Σαμάς-σουμ-ουκίν (μια περίοδο που σύμφωνα με τους μη Βιβλικούς ιστορικούς καλύπτει το διάστημα 747-648 Π.Κ.Χ.), είναι «αντίγραφο που έγινε το εικοστό δεύτερο έτος του Δαρείου [η υποσημείωση λέει: δηλαδή το 500/499 π.Χ. αν πρόκειται για τον Δαρείο Α΄] από ένα παλιότερο και φθαρμένο κείμενο». (Χρονικά των Χαλδαίων Βασιλιάδων [Chronicles of Chaldaean Kings], Λονδίνο, 1956, σ. 1) Συνεπώς, το εν λόγω σύγγραμμα, όχι μόνο απέχει γύρω στα 150 με 250 χρόνια από τα γεγονότα που αναφέρει, αλλά είναι και αντίγραφο ενός ελαττωματικού προγενέστερου κειμένου, που μπορεί να ήταν πρωτότυπο, αλλά μπορεί και όχι. Σχετικά με τα κείμενα του Νεοβαβυλωνιακού Χρονικού, το οποίο καλύπτει την περίοδο από τον Ναβοπολασσάρ ως τον Ναβονίδη, ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει: «Τα κείμενα του Νεοβαβυλωνιακού Χρονικού είναι γραμμένα με μικρούς χαρακτήρες ενός είδους που δεν καθιστά από μόνο του δυνατή την ακριβή χρονολόγησή τους αλλά μπορεί να δηλώνει ότι η συγγραφή έλαβε χώρα είτε σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα είτε στην επακόλουθη περίοδο που φτάνει μέχρι το τέλος της κυριαρχίας των Αχαιμενιδών». Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γράφτηκαν ακόμη και προς το τέλος της Περσικής Αυτοκρατορίας, που έλαβε χώρα το 331 Π.Κ.Χ., περίπου 200 χρόνια μετά την πτώση της Βαβυλώνας. Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι τα στοιχεία, περιλαμβανομένων και των αριθμών, μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν, ακόμη και να διαστρεβλωθούν, από τους ειδωλολάτρες γραφείς μέσα σε μερικούς αιώνες. Έχοντας υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες, ασφαλώς δεν είναι σοφό να επιμένουμε ότι οι αριθμοί που κατά παράδοση δίνονται για τις περιόδους διακυβέρνησης των Νεοβαβυλώνιων βασιλιάδων πρέπει να θεωρούνται απόλυτοι.
Τόσο η έλλειψη ιστορικών αρχείων σύγχρονων με τα γεγονότα όσο και η ευκολία με την οποία μπορούσαν να αλλοιωθούν τα στοιχεία αφήνουν οπωσδήποτε ανοιχτό το ενδεχόμενο να είχε η διακυβέρνηση ενός ή περισσότερων Νεοβαβυλώνιων ηγεμόνων μεγαλύτερη διάρκεια από όση δείχνουν οι αριθμοί που δίνονται κατά παράδοση. Το γεγονός ότι δεν έχουν ανακαλυφτεί πινακίδες από τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης κάποιων από αυτούς τους ηγεμόνες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με συνέπεια ως ισχυρό επιχείρημα κατά αυτού του ενδεχομένου. Υπάρχουν περιπτώσεις βασιλιάδων των οποίων η διακυβέρνηση έλαβε χώρα πολύ αργότερα στο ρεύμα του χρόνου και για τους οποίους δεν έχουν βρεθεί πινακίδες που να επιβεβαιώνουν τη διάρκεια της βασιλείας τους. Για παράδειγμα, τόσο για τον Αρταξέρξη Γ΄ (Ώχο) (ο οποίος κατά τους ιστορικούς βασίλεψε 21 χρόνια [358 ως 338 Π.Κ.Χ.]) όσο και για τον Άρση (στον οποίο αποδίδεται διετής βασιλεία [337 ως 336 Π.Κ.Χ.]) δεν υπάρχουν γνωστά στοιχεία σε σφηνοειδή γραφή, σύγχρονα της εποχής τους, που να μας βοηθούν να καθορίσουμε τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους.
Στην πραγματικότητα, οι ιστορικοί δεν ξέρουν πού να τοποθετήσουν ορισμένους Βαβυλώνιους βασιλιάδες για τους οποίους υπάρχουν γραπτά κείμενα. Ο καθηγητής Α. Γ. Αλ (Περίγραμμα της Περσικής Ιστορίας [Outline of Persian History], 1922, σ. 84) δηλώνει: «Στις Πινακίδες Συμβολαίων που βρέθηκαν στη Βορσίππα εμφανίζονται τα ονόματα κάποιων Βαβυλώνιων βασιλιάδων που δεν εμφανίζονται αλλού. Κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στο διάστημα που αρχίζει από τις τελευταίες ημέρες του Δαρείου Α΄ και φτάνει ως τις πρώτες ημέρες του Ξέρξη Α΄, όπως εικάζει ο Ούνγκναντ». Αυτό, όμως, παραμένει απλή εικασία.
Περσική Χρονολόγηση. Αρκετά Βιβλικά γεγονότα που είναι σημαντικά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της περσικής περιόδου: η πτώση της Βαβυλώνας, έπειτα από την οποία ο Κύρος απελευθέρωσε τους Ιουδαίους, και ο τερματισμός της 70ετούς ερήμωσης του Ιούδα· η ανοικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ, που αποπερατώθηκε το «έκτο έτος της βασιλείας του Δαρείου [Α΄, του Πέρση]»· και η ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ από τον Νεεμία, σύμφωνα με το διάταγμα που εκδόθηκε το 20ό έτος του Αρταξέρξη του Μακρόχειρα.—2Χρ 36:20-23· Εσδ 3:8-10· 4:23, 24· 6:14, 15· Νε 2:1, 7, 8.
Το ότι το 539 Π.Κ.Χ. ήταν το έτος πτώσης της Βαβυλώνας εξάγεται όχι μόνο από τον κανόνα του Πτολεμαίου αλλά και από άλλες πηγές. Ο ιστορικός Διόδωρος, καθώς επίσης ο Αφρικανός και ο Ευσέβιος, δείχνει ότι το πρώτο έτος του Κύρου ως βασιλιά της Περσίας αντιστοιχούσε στο 1ο έτος της 55ης Ολυμπιάδας (560/559 Π.Κ.Χ.), ενώ το τελευταίο έτος του Κύρου τοποθετείται στο 2ο έτος της 62ης Ολυμπιάδας (531/530 Π.Κ.Χ.). Πινακίδες σφηνοειδούς γραφής αποδίδουν στον Κύρο εννιάχρονη διακυβέρνηση στη Βαβυλώνα, γεγονός που επαληθεύει ότι το έτος 539 ήταν η χρονολογία κατάκτησης της Βαβυλώνας από τον ίδιο.—Εγχειρίδιο Βιβλικής Χρονολόγησης (Handbook of Biblical Chronology), του Τζακ Φίνεγκαν, 1964, σ. 112, 168-170· Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση, 626 π.Χ. –75 μ.Χ., σ. 14· βλέπε παραπάνω τα σχόλια στον υπότιτλο «Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση», επίσης ΠΕΡΣΙΑ, ΠΕΡΣΕΣ.
Αρκετές επιγραφές Περσών βασιλιάδων σώζονται μέχρι σήμερα, αλλά δεν μας βοηθούν να προσδιορίσουμε τη διάρκεια διακυβέρνησης των Περσών βασιλιάδων. Για παράδειγμα, στην Περσέπολη βρέθηκαν αρκετές πινακίδες με χρονολογίες, αλλά χωρίς ονόματα βασιλιάδων.
Αστρονομικοί Υπολογισμοί. Ορισμένοι προβάλλουν τον ισχυρισμό πως, «όταν υπάρχει επιβεβαίωση από αστρονομικά στοιχεία, μια σχετική χρονολόγηση [η οποία απλώς ορίζει τη σειρά με την οποία συνέβησαν τα γεγονότα] μπορεί να μετατραπεί σε απόλυτη χρονολόγηση, και ειδικότερα σε ένα σύστημα χρονολογιών σχετικό με το δικό μας ημερολόγιο». (Ο Κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης [The Old Testament World], του Μάρτιν Νοθ, 1966, σ. 272) Αν και τα ουράνια σώματα είναι τα μέσα που προμήθευσε ο Δημιουργός στον άνθρωπο για να μετράει το χρόνο, παρ’ όλα αυτά ο συσχετισμός αστρονομικών δεδομένων με παρελθόντα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας υπόκειται σε διάφορους παράγοντες και σε ανθρώπινες ερμηνείες που αφήνουν περιθώρια για λάθη.
Πολλοί από τους λεγόμενους συγχρονισμούς αστρονομικών δεδομένων με γεγονότα ή χρονολογίες της αρχαίας ιστορίας βασίζονται σε εκλείψεις του ηλίου ή της σελήνης. Ωστόσο, «υπολογίζεται ότι οποιαδήποτε κωμόπολη ή πόλη έχει κατά μέσο όρο 40 εκλείψεις της σελήνης και 20 μερικές εκλείψεις του ηλίου σε διάστημα 50 χρόνων, [αν και έχει] μόνο μία ολική έκλειψη ηλίου κάθε 400 χρόνια». (Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα [Encyclopædia Britannica], 1971, Τόμ. 7, σελ. 907) Συνεπώς, μόνο στην περίπτωση που θα υπήρχε συγκεκριμένη μνεία ολικής έκλειψης ηλίου σε μια ορισμένη περιοχή θα είχαμε ελάχιστους λόγους να αμφιβάλλουμε για το ότι μπορεί μια ιστορική χρονολογία να υπολογιστεί με αυτόν τον τρόπο. Σε πολλές περιπτώσεις οι πληροφορίες των αρχαίων κειμένων σφηνοειδούς γραφής (ή άλλων πηγών) όσον αφορά τις εκλείψεις δεν είναι τόσο συγκεκριμένες.
Ένα παράδειγμα είναι η έκλειψη ηλίου στην οποία βασίζονται οι ιστορικοί για το συσχετισμό ασσυριακής και Βιβλικής χρονολόγησης. Στους ασσυριακούς καταλόγους των επωνύμων αναφέρεται ότι η έκλειψη αυτή έλαβε χώρα τον τρίτο μήνα (μετρώντας από την άνοιξη), κατά τη διακυβέρνηση του Μπουρ-Σαγκαλέ. Οι σύγχρονοι χρονολόγοι υπολογίζουν ότι αυτή είναι η έκλειψη που συνέβη στις 15 Ιουνίου του 763 Π.Κ.Χ. Μετρώντας 90 χρόνια προς τα πίσω (ή 90 ονόματα στους καταλόγους των επωνύμων) καταλήγουν στο 853 Π.Κ.Χ. ως τη χρονολογία της μάχης της Καρκάρ, το έκτο έτος του Σαλμανασάρ Γ΄. Ισχυρίζονται ότι ο Σαλμανασάρ συγκαταριθμεί τον Βασιλιά Αχαάβ του Ισραήλ στον εχθρικό συνασπισμό με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπη η Ασσυρία σε εκείνη τη μάχη, και ότι 12 χρόνια μετά (στο 18ο έτος του Σαλμανασάρ) ο Ασσύριος βασιλιάς αναφέρει πως ο Βασιλιάς Ιηού του Ισραήλ κατέβαλε φόρο υποτελείας. Από αυτό συνάγουν ότι το έτος 853 Π.Κ.Χ. ήταν το τελευταίο έτος του Αχαάβ και ότι το 841 Π.Κ.Χ. άρχισε η βασιλεία του Ιηού. Πόσο βάσιμοι είναι αυτοί οι υπολογισμοί;
Κατ’ αρχάς, αν και εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η έκλειψη ηλίου ήταν ολική, ο κατάλογος των επωνύμων δεν λέει κάτι τέτοιο. Επίσης, ενώ οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα συνδέουν αυτή την αναφορά με την έκλειψη του 763 Π.Κ.Χ., δεν συμφωνούν όλοι οι λόγιοι—μερικοί προτιμούν το έτος 809 Π.Κ.Χ., κατά τη διάρκεια του οποίου έγινε μια έκλειψη που θα ήταν τουλάχιστον μερικώς ορατή στην Ασσυρία (όπως συνέβη και το 857 και το 817 Π.Κ.Χ., κτλ.). (Κανόνας των Εκλείψεων, Τ. Οπόλτσερ, πίνακες 17, 19, 21) Παρότι οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιτίθενται σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση από την έκλειψη ηλίου του 763 Π.Κ.Χ., με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο “θα προξενούσε σύγχυση στην ασσυριακή ιστορία”, έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι οι ίδιοι οι Ασσύριοι προξένησαν μόνοι τους αρκετή σύγχυση στην ιστορία τους.
Επιπρόσθετα, είναι πολύ απίθανο να ήταν παρών ο Βασιλιάς Αχαάβ στη μάχη της Καρκάρ. Συνεπώς, ακόμη και αν οι βασιλείες του Οχοζία και του Ιωράμ (που παρεμβάλλονται μεταξύ του Αχαάβ και του Ιηού) μπορούσαν να περιοριστούν σε 12 μόνο χρόνια (παράβαλε 1Βα 22:40, 51· 2Βα 1:2, 17· 3:1), τα αποδεικτικά στοιχεία αποκλείουν οποιονδήποτε απόλυτο συγχρονισμό της μάχης της Καρκάρ με την εποχή του Αχαάβ. Επομένως, η μνεία του Ιηού από τον Σαλμανασάρ μπορεί κάλλιστα να μην αφορά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιηού. Η κατηγορία ότι οι Ασσύριοι αλλοίωναν τις χρονολογίες των εκστρατειών τους και εμφάνιζαν τους βασιλιάδες τους να εισπράττουν φόρο υποτελείας από άτομα που είχαν πεθάνει θα μπορούσε να μειώσει ακόμη περισσότερο την υποτιθέμενη αξία αυτού του συγχρονισμού. Ο πίνακας «Σημαντικές Χρονολογίες Κατά την Περίοδο των Βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ», που συνοδεύει αυτό το λήμμα, δείχνει ότι ο Αχαάβ πέθανε περίπου το 920 Π.Κ.Χ. ενώ η βασιλεία του Ιηού άρχισε περίπου το 904 Π.Κ.Χ.
Ο κανόνας του Πτολεμαίου. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ήταν ένας Έλληνας αστρονόμος που έζησε το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., δηλαδή πάνω από 600 χρόνια μετά το τέλος της νεοβαβυλωνιακής περιόδου. Ο κανόνας, ή κατάλογος βασιλιάδων, του Πτολεμαίου συνδεόταν με ένα σύγγραμμα αστρονομίας που συνέταξε ο ίδιος. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αποδέχονται τις πληροφορίες του Πτολεμαίου για τους Νεοβαβυλώνιους βασιλιάδες και για τη διάρκεια της βασιλείας τους.
Προφανώς, ο Πτολεμαίος βάσισε τις ιστορικές του πληροφορίες σε πηγές από την περίοδο των Σελευκιδών, η οποία άρχισε 250 και πλέον χρόνια μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Κύρο. Δεν είναι καθόλου παράδοξο, λοιπόν, που οι αριθμοί τους οποίους αναφέρει ο Πτολεμαίος συμπίπτουν με αυτούς του Βηρωσσού, του Βαβυλώνιου ιερέα που έζησε την περίοδο των Σελευκιδών.
Εκλείψεις της σελήνης. Οι εκλείψεις της σελήνης χρησιμοποιούνται σε μια προσπάθεια επιβεβαίωσης των χρονολογιών που δίνονται για συγκεκριμένα έτη των Νεοβαβυλώνιων βασιλιάδων με βάση τον κανόνα του Πτολεμαίου, ο οποίος προφανώς άντλησε τις πληροφορίες του από κείμενα σφηνοειδούς γραφής. Αλλά παρότι ο Πτολεμαίος μπορεί να υπολόγισε με ακρίβεια ή να κατέγραψε τις χρονολογίες ορισμένων εκλείψεων που έγιναν στο παρελθόν (ένας σύγχρονος αστρονόμος διαπίστωσε ότι τα τρία πέμπτα των χρονολογιών που δίνει ο Πτολεμαίος είναι σωστές), αυτό δεν αποδεικνύει ότι διαβίβασε σωστά και τα ιστορικά στοιχεία, δηλαδή ότι ο συσχετισμός που κάνει ανάμεσα στις εκλείψεις και στην περίοδο διακυβέρνησης ορισμένων βασιλιάδων βασίζεται πάντα σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Η χρονολογία θανάτου του Ηρώδη του Μεγάλου αποτελεί παράδειγμα των προβλημάτων που μπορούν να ανακύψουν όταν η χρονολόγηση βασίζεται σε εκλείψεις της σελήνης. Τα συγγράμματα του Ιώσηπου (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 167 [vi, 4]· ΙΖ΄, 188-214 [viii, 1–ix, 3]) δείχνουν ότι ο θάνατος του Ηρώδη έλαβε χώρα λίγο έπειτα από μια έκλειψη σελήνης και λίγο πριν αρχίσει η περίοδος του Πάσχα. Πολλοί λόγιοι τοποθετούν το θάνατο του Ηρώδη στο 4 Π.Κ.Χ., και ως απόδειξη επικαλούνται την έκλειψη σελήνης που έγινε στις 11 Μαρτίου (13 Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) εκείνου του έτους. Λόγω αυτού του υπολογισμού, πολλοί σύγχρονοι χρονολόγοι τοποθετούν πολύ νωρίς τη γέννηση του Ιησού—μέχρι και στο 5 Π.Κ.Χ.
Ωστόσο, εκείνη η έκλειψη του 4 Π.Κ.Χ. είχε μέγεθος μόνο 36 τοις εκατό και θα πρέπει να προσέλκυσε την προσοχή ελάχιστων ανθρώπων, δεδομένου ότι έγινε τις πρώτες πρωινές ώρες. Δύο άλλες εκλείψεις έλαβαν χώρα το 1 Π.Κ.Χ., και θα μπορούσαν και οι δύο να πληρούν τις προϋποθέσεις για την έκλειψη που έγινε λίγο πριν από το Πάσχα. Η μερική έκλειψη σελήνης που σημειώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου (29 Δεκεμβρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) εκείνου του έτους ίσως ήταν παρατηρήσιμη από την Ιερουσαλήμ αλλά πιθανότατα δεν αποτέλεσε αξιοπρόσεκτο γεγονός. Σύμφωνα με υπολογισμούς που βασίζονται στο βιβλίο Κανόνας των Εκλείψεων (σ. 343), του Οπόλτσερ, η σελήνη έβγαινε από τη σκιά της γης την ώρα που άρχισε να βραδιάζει στην Ιερουσαλήμ, και όταν είχε πέσει πλέον το σκοτάδι, έλαμπε ξανά ολόκληρη. Από την άλλη πλευρά, αυτή η έκλειψη δεν περιλαμβάνεται στον εκτενή κατάλογο που συνέταξαν ο Μάνφρεντ Κούντλεκ και ο Έριχ Μίκλερ. Συνεπώς, το κατά πόσον ήταν ορατή εκείνη η έκλειψη στην Ιερουσαλήμ ή το αν ήταν καν ορατή δεν είναι βέβαιο στις ημέρες μας. Πιο εντυπωσιακή και από τις δύο εκλείψεις που αναφέρονται παραπάνω ήταν μια έκλειψη που έλαβε χώρα αργά τη νύχτα κατά τις πρώτες ώρες της 8ης Ιανουαρίου 1 Π.Κ.Χ. (10 Ιανουαρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο). Επρόκειτο για ολική έκλειψη κατά την οποία η σελήνη χάθηκε για 1 ώρα και 41 λεπτά. Θα μπορούσε να την είχε αντιληφθεί οποιοσδήποτε ήταν ξύπνιος, ακόμη και αν ο ουρανός ήταν καλυμμένος με σύννεφα. Άρα, στο διάστημα των ετών για τα οποία γίνεται λόγος εδώ, σημειώθηκαν περισσότερες από μία εκλείψεις λίγο πριν από το Πάσχα. Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας τώρα, φαίνεται ότι η έκλειψη που είναι πιο πιθανό να έχει καταγραφεί ήταν αυτή της 8ης Ιανουαρίου 1 Π.Κ.Χ.—Εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης στην Αρχαία Εγγύς Ανατολή από το 3000 π.Χ. ως το 0 με Χάρτες (Solar and Lunar Eclipses of the Ancient Near East From 3000 B.C. to 0 With Maps), των Μ. Κούντλεκ και Έ. Χ. Μίκλερ· Νόικιρχεν-Βλούιν, Γερμανία· 1971, Τόμ. 1, σ. 156.
Παρ’ όλα αυτά, δεν βασίζονται σε εκλείψεις όλα τα κείμενα που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί για να χρονολογήσουν γεγονότα και περιόδους της αρχαίας ιστορίας. Έχουν ανακαλυφτεί αστρονομικά ημερολόγια τα οποία προσδιορίζουν τη θέση της σελήνης (σε σχέση με ορισμένα άστρα ή αστερισμούς) τις στιγμές κατά τις οποίες γινόταν για πρώτη, καθώς και για τελευταία, φορά ορατή στη Βαβυλώνα σε συγκεκριμένες ημέρες (για παράδειγμα, «η σελήνη ήταν έναν πήχη μπροστά από το πίσω πόδι του λέοντος»), και παράλληλα προσδιορίζουν τις θέσεις ορισμένων πλανητών τις δεδομένες αυτές χρονικές στιγμές. Οι σύγχρονοι χρονολόγοι επισημαίνουν ότι ένας τέτοιος συνδυασμός αστρονομικών θέσεων δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί προτού περάσουν χιλιάδες χρόνια. Αυτά τα αστρονομικά ημερολόγια περιέχουν αναφορές στην περίοδο διακυβέρνησης ορισμένων βασιλιάδων και φαίνεται να συμπίπτουν με τους αριθμούς που δίνονται στον κανόνα του Πτολεμαίου. Αν και ορισμένοι ίσως θεωρούν αδιάσειστα αυτά τα στοιχεία, υπάρχουν παράγοντες που μειώνουν σημαντικά το κύρος τους.
Πρώτον, οι παρατηρήσεις που έγιναν από τη Βαβυλώνα ίσως περιέχουν λάθη. Οι Βαβυλώνιοι αστρονόμοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα ουράνια φαινόμενα που λάβαιναν χώρα κοντά στον ορίζοντα, κατά την ανατολή ή τη δύση της σελήνης ή του ηλίου. Αλλά η θέα του ορίζοντα στη Βαβυλώνα παρεμποδίζεται συχνά από αμμοθύελλες. Σχολιάζοντας αυτούς τους παράγοντες, ο καθηγητής Ο. Νόιγκεμπάουερ δηλώνει ότι ο Πτολεμαίος παραπονέθηκε για «έλλειψη αξιόπιστων παρατηρήσεων των πλανητών [από την αρχαία Βαβυλώνα]. [Ο Πτολεμαίος] επισημαίνει ότι οι παρατηρήσεις που γίνονταν παλιά ήταν ανεπαρκείς, επειδή πραγματεύονταν εμφανίσεις και εξαφανίσεις και στατικά σημεία, φαινόμενα που από την ίδια τους τη φύση είναι πολύ δύσκολο να παρατηρηθούν».—Οι Θετικές Επιστήμες στην Αρχαιότητα (The Exact Sciences in Antiquity), 1957, σ. 98.
Δεύτερον, είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των αστρονομικών ημερολογίων που έχουν βρεθεί συντάχθηκαν, όχι την εποχή της νεοβαβυλωνιακής ή της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά την περίοδο των Σελευκιδών (312-65 Π.Κ.Χ.), παρότι περιέχουν στοιχεία που αφορούν τις προγενέστερες αυτές περιόδους. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι πρόκειται για αντίγραφα παλιότερων κειμένων. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν αστρονομικά κείμενα σύγχρονα της νεοβαβυλωνιακής και της περσικής περιόδου (τέλη του έβδομου ως τέλη του τέταρτου αιώνα) με βάση τα οποία να στοιχειοθετείται η πλήρης χρονολόγηση των περιόδων αυτών.
Τελικά, όπως και στην περίπτωση του Πτολεμαίου, παρότι οι αστρονομικές πληροφορίες (όπως ερμηνεύονται και κατανοούνται τώρα) στα κείμενα που ανακαλύφτηκαν είναι κατά βάση ακριβείς, αυτό δεν αποδεικνύει ότι και οι ιστορικές πληροφορίες που τις συνοδεύουν είναι ακριβείς. Όπως ο Πτολεμαίος χρησιμοποίησε τις περιόδους διακυβέρνησης των αρχαίων βασιλιάδων (σύμφωνα με τη δική του κατανόηση) απλώς ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ενέταξε τα αστρονομικά δεδομένα του, έτσι και οι συγγραφείς (ή οι αντιγραφείς) των αστρονομικών κειμένων της περιόδου των Σελευκιδών μπορεί απλώς να ενσωμάτωσαν στα αστρονομικά κείμενά τους τη χρονολόγηση που ήταν αποδεκτή, ή «δημοφιλής», στην εποχή τους. Εκείνη η αποδεκτή, ή δημοφιλής, χρονολόγηση μπορεί κάλλιστα να περιείχε λάθη στα κρίσιμα σημεία που προαναφέρθηκαν σε αυτό το λήμμα. Για παράδειγμα, ένας αρχαίος αστρονόμος (ή ένας γραφέας) μπορεί να δηλώνει ότι ένα συγκεκριμένο ουράνιο φαινόμενο έλαβε χώρα το έτος που θα αντιστοιχούσε στο 465 Π.Κ.Χ. του δικού μας ημερολογίου, και η δήλωσή του μπορεί να αποδειχτεί σωστή εφόσον γίνουν ακριβείς υπολογισμοί προς επαλήθευσή της. Αλλά μπορεί επίσης να δηλώνει ότι το έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτό το ουράνιο φαινόμενο (465 Π.Κ.Χ.) ήταν το 21ο έτος του Βασιλιά Ξέρξη και αυτό να είναι εντελώς εσφαλμένο. Με απλά λόγια, η αστρονομική ακρίβεια δεν αποδεικνύει ιστορική ακρίβεια.
Χρονολόγηση με Βάση την Αρχαιολογία. Τα προβλήματα που περιλαμβάνει η χρονολόγηση με βάση ευρήματα ανασκαφών εξετάζονται στο λήμμα ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Εν ολίγοις μπορούμε να πούμε ότι, αν δεν υπάρχουν επιγραφές που φέρουν χρονολογίες, η χρονολόγηση με βάση ευρήματα όπως είναι τα θραύσματα αγγείων μπορεί να είναι μόνο σχετική. Δηλαδή ο αρχαιολόγος μπορεί να πει μόνο ότι “αυτό το συγκεκριμένο στρώμα αυτού του γήλοφου και τα περιεχόμενά του προφανώς ανήκουν στην ίδια γενική περίοδο με ένα συγκεκριμένο στρώμα εκείνου του γήλοφου (ή σε προγενέστερη ή μεταγενέστερη περίοδο)”. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια γενική χρονολογική ακολουθία, η οποία όμως υπόκειται πάντοτε σε διορθώσεις και αλλαγές, που μερικές φορές αντιστοιχούν σε εκατοντάδες χρόνια. Για παράδειγμα, το 1937 ο αρχαιολόγος Μπάρτον τοποθέτησε την κεραμική της «Πρώιμης Εποχής του Χαλκού» μεταξύ των ετών 2500-2000 Π.Κ.Χ., ενώ το επόμενο έτος ο Γ. Φ. Όλμπραϊτ οριοθέτησε την ίδια περίοδο μεταξύ των ετών 3200-2200 Π.Κ.Χ.
Συνεπώς, όπως δήλωσε ο Τζ. Έρνεστ Ράιτ: «Σε αυτόν τον τομέα σπάνια έχουμε να κάνουμε με βεβαιότητες. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να κάνουμε υποθέσεις οι οποίες πάντοτε εμπεριέχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πιθανότητας. Το κατά πόσον αυτές είναι αληθινές εξαρτάται από την ικανότητα [των αρχαιολόγων] να ερμηνεύουν και να συνδυάζουν ποικίλα ετερόκλητα στοιχεία, αλλά νέες πληροφορίες μπορούν ανά πάσα στιγμή να απαιτήσουν την αλλαγή μιας δεδομένης υπόθεσης ή να αναγκάσουν τον λόγιο να τη διατυπώσει κάπως διαφορετικά».—Συχέμ, η Βιογραφία μιας Βιβλικής Πόλης (Shechem, The Biography of a Biblical City), 1965, πρόλογος σ. 16.
Αυτό καταδεικνύεται περαιτέρω από μια δήλωση στο βιβλίο Χρονολογίες στην Αρχαιολογία του Παλιού Κόσμου ([Chronologies in Old World Archaeology] επιμέλεια Ρόμπερτ Έριχ), το οποίο τυπώθηκε το 1965 σε αντικατάσταση ενός παλιότερου έργου του 1954 και περιέχει μια συλλογή απόψεων επιφανών αρχαιολόγων γύρω από το «ευμετάβλητο δίκτυο των σχετικών χρονολογιών». Ο πρόλογος (σ. 7) λέει: «Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να παρουσιάσει, με τη σειρά, τις χρονολογίες που αφορούν διάφορες όμορες περιοχές σύμφωνα με την εικόνα την οποία έχουν διαμορφώσει το 1964 οι ειδικοί που ασχολούνται με τις συγκεκριμένες περιοχές. Παρά τις νέες πληροφορίες, η γενική κατάσταση είναι ακόμη ρευστή, και τα στοιχεία που θα προκύψουν θα αχρηστέψουν κάποια συμπεράσματα, ίσως πριν ακόμη τυπωθεί αυτός ο τόμος». Ας το έχουμε αυτό υπόψη όταν αξιολογούμε τις χρονολογίες που δίνουν οι αρχαιολόγοι για την ηλικία κάποιων πόλεων, όπως της Ιεριχώς, ή για την περίοδο στην οποία τοποθετούν την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τον Ισραήλ.
Οι Ιστορικοί της Κλασικής Περιόδου. Ο όρος «κλασική» αναφέρεται εδώ στην εποχή και στον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τα συγγράμματα ορισμένων κλασικών ιστορικών αποτελούν πηγές για την ελληνορωμαϊκή ιστορία. Παράλληλα, οι σύγχρονοι ιστορικοί βασίζονται σε αυτά για να συμπληρώσουν κενά ή για να επιβεβαιώσουν ορισμένα στοιχεία από το ιστορικό υπόμνημα της αρχαίας Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας, της Περσίας, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Στους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς συγκαταλέγεται ο Ηρόδοτος (περ. 484-425 Π.Κ.Χ.), ο Θουκυδίδης (περ. 471-401 Π.Κ.Χ.), ο Ξενοφών (περ. 431-352 Π.Κ.Χ.), ο Κτησίας (πέμπτος-τέταρτος αιώνας Π.Κ.Χ.), αργότερα, ο Στράβων, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Αλέξανδρος ο Πολυΐστωρ του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ., καθώς επίσης ο Πλούταρχος του πρώτου και του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. Ανάμεσα στους Ρωμαίους ιστορικούς είναι ο Τίτος Λίβιος (59 Π.Κ.Χ.–17 Κ.Χ.), ο Γναίος Πομπήιος Τρώγος, σύγχρονος του Λίβιου, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 Κ.Χ.) και ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός (τρίτος αιώνας Κ.Χ.), που πιθανότατα γεννήθηκε στη Λιβύη. Εκτός από αυτούς, κύριες πηγές πληροφοριών είναι ο Μανέθων και ο Βηρωσσός (με τους οποίους ασχοληθήκαμε ήδη), ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός του οποίου τα συγγράμματα (αν και κάποιες φορές, στη σημερινή τους μορφή, περιέχουν αντιφάσεις) είναι αρκετά κατατοπιστικά για τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., και ο Ευσέβιος, εκκλησιαστικός ιστορικός και επίσκοπος Καισάρειας (περ. 260-340 Κ.Χ.).
Όλοι αυτοί έζησαν μετά την ασσυριακή και τη νεοβαβυλωνιακή περίοδο και μόνο οι πρώτοι τέσσερις έζησαν την περίοδο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Συνεπώς, όσον αφορά την ασσυριακή και τη νεοβαβυλωνιακή περίοδο, κανείς από αυτούς τους συγγραφείς δεν παρουσιάζει πληροφορίες βασισμένες σε προσωπική γνώση—απεναντίας, καταγράφουν παραδοσιακές απόψεις τις οποίες είτε άκουσαν είτε, σε μερικές περιπτώσεις, ίσως διάβασαν και αντέγραψαν. Η ακρίβεια των στοιχείων τους εξαρτάται, όπως είναι προφανές, από την ακρίβεια των πηγών που χρησιμοποίησαν.
Εκτός αυτού, ό,τι γνωρίζουμε σήμερα για τα συγγράμματά τους βασίζεται σε αντίγραφα άλλων αντιγράφων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το παλιότερο αντίγραφο δεν χρονολογείται πριν από το Μεσαίωνα. Έχουμε ήδη εξετάσει το πώς οι χρονολογίες του Μανέθωνος και του Βηρωσσού παραποιήθηκαν από τους αντιγραφείς. Όσο για τα προσόντα και την αξιοπιστία των άλλων αρχαίων ιστορικών της κλασικής περιόδου, αξίζει να προσέξουμε τα παρακάτω:
Η προσέγγιση του Ηρόδοτου στην ιστοριογραφία—δηλαδή το να θέτει ένα ερώτημα, να αναζητάει σχετικές πληροφορίες και κατόπιν να συνάγει κάποιο συμπέρασμα—χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Ωστόσο, λέγεται επίσης ότι σε κάποιες περιπτώσεις «τα στοιχεία του δεν ήταν ικανοποιητικά» και ότι «παραθέτει μια λογική εξήγηση μαζί με κάποια άλλη παράλογη». Εκτός αυτού, έχει ειπωθεί ότι ο Ηρόδοτος ανήκει «σαφώς στη ρομαντική σχολή», οπότε ήταν τόσο μυθοπλάστης όσο και ιστορικός. (Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα [The New Encyclopædia Britannica], έκδοση 1985, Τόμ. 5, σ. 881, 882· έκδοση 1910, Τόμ. 13, σ. 383) Για τον Ξενοφώντα αναφέρεται ότι «δεν τον απασχολούσε η αντικειμενικότητα, η σχολαστικότητα και η έρευνα», και επίσης ότι εμπλούτιζε τις αφηγήσεις του με «πλαστούς ρητορικούς λόγους». (Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, 1987, Τόμ. 12, σ. 796) Ο Τζορτζ Ρόλινσον κατηγορεί τον Κτησία ότι επιμήκυνε σκόπιμα την περίοδο της μηδικής μοναρχίας «χρησιμοποιώντας συνειδητά ένα σύστημα διπλασιασμού». Και συνεχίζει: «Κάθε βασιλιάς, ή περίοδος, που αναφέρεται στον Ηρόδοτο εμφανίζεται δύο φορές στον κατάλογο του Κτησία—πρόκειται για ολοφάνερο τέχνασμα, που συγκαλύφθηκε αδέξια με το φτηνό κόλπο της ανενδοίαστης επινόησης ονομάτων».—Οι Εφτά Εξέχουσες Μοναρχίες του Αρχαίου Ανατολικού Κόσμου (The Seven Great Monarchies of the Ancient Eastern World), 1885, Τόμ. 2, σ. 85.
Όσον αφορά τη ρωμαϊκή ιστορία της βασιλικής περιόδου (πριν από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας), διαβάζουμε ότι «οι ρίζες της εισδύουν στη σφαίρα της αμιγούς μυθολογίας. Είναι σχεδόν μια συλλογή μύθων που λέγονται χωρίς καν κάποια απόπειρα κριτικής προσέγγισης και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη χρονολογική ακολουθία, εκτός από εκείνο που επέβαλλε η ομαλή εξιστόρηση του μύθου ή η συμπλήρωση κενών, όπως αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στη φυγή του Αινεία από την Τροία και στο υποτιθέμενο έτος ίδρυσης της Ρώμης». Ακόμη και την εποχή μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας (περ. 509 Π.Κ.Χ.), οι ιστορικοί εξακολουθούσαν να είναι διατεθειμένοι να καταγράφουν τη λαϊκή παράδοση παράλληλα με την ιστορική πραγματικότητα χωρίς να τις διαχωρίζουν ιδιαίτερα. «Επινοήθηκαν γενεαλογίες, προστέθηκαν ανύπαρκτες υπατείες [η ρωμαϊκή χρονολόγηση συχνά βασιζόταν στις υπατείες] και φανταστικοί θρίαμβοι, και οι οικογενειακές παραδόσεις . . . ενσωματώθηκαν επίσημα στην ιστορία του κράτους». Για τους Ρωμαίους χρονικογράφους μάς λέγονται τα εξής: «Αντέγραφαν ό,τι έβρισκαν γραμμένο· και όταν η προσωπική τους εμπειρία δεν επαρκούσε, συμπλήρωναν τα κενά με τη φαντασία τους».—Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, 1911, Τόμ. 16, σ. 820, 821.
Θουκυδίδης. Ο Θουκυδίδης θεωρείται ευρέως εξαίρεση στο γενικό κανόνα της ανακρίβειας και της αδιαφορίας που τόσο συχνά καταλογίζονται στους κλασικούς ιστορικούς. Ξεχωρίζει για τη σχολαστική του έρευνα. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (1987, Τόμ. 11, σ. 741) λέει σχετικά με αυτόν: «Κανένας άλλος ιστορικός δεν έχει το δικό του κύρος. Ακολούθησε αυστηρό χρονοδιάγραμμα, και όπου αυτό μπορεί να διασταυρωθεί, με βάση τις εκλείψεις που αναφέρει, αποδεικνύεται σωστό σε μεγάλο βαθμό».
Σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να ανατρέξουμε στους κλασικούς ιστορικούς για να βρούμε αναγκαίες πληροφορίες, ειδικά για την περσική περίοδο (στην οποία αναφέρονται τα βιβλία του Έσδρα, του Νεεμία και της Εσθήρ) αλλά και για τα μετέπειτα χρόνια μέχρι και την αποστολική περίοδο. Τα συγγράμματά τους βοηθούν επίσης να προσδιορίσουμε το πότε και με ποια γεγονότα εκπληρώνονται κάποια μέρη των προφητικών οραμάτων του Δανιήλ (κεφ. 7-9, 11), τα οποία αφορούν ακόμη και εποχές μετά την αποστολική περίοδο. Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρουσιάστηκαν προηγουμένως δείχνουν ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρούμε τις ιστορίες τους και τις χρονολογήσεις τους ισότιμες με αυτές της Αγίας Γραφής. Όπου υπάρχουν διαφορές, μπορούμε με πεποίθηση να βασιστούμε στο Βιβλικό υπόμνημα, που καταγράφηκε είτε από αυτόπτες μάρτυρες είτε από άτομα τα οποία, όπως ο Λουκάς, “ερεύνησαν τα πάντα από την αρχή με ακρίβεια”. (Λου 1:1-4) Τα ακριβή χρονολογικά στοιχεία που περιέχονται στην αφήγηση του Λουκά και σε άλλες αφηγήσεις μάς δίνουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε τις χρονολογίες κύριων γεγονότων της ζωής του Ιησού και της αποστολικής περιόδου.—Ματ 2:1, 19-22· Λου 3:1-3, 21-23· και πολλά άλλα.
Η Μέτρηση του Χρόνου στην Αγία Γραφή. Όλα τα αρχαία μη Βιβλικά γραπτά κείμενα πρέπει ασφαλώς να χρησιμοποιούνται με την ανάλογη προσοχή. Είναι γνωστό ότι περιέχουν ανακρίβειες σε πολλά θέματα, και είναι εντελώς απίθανο να μην έχουν επηρεαστεί και οι χρονολογίες τους από τέτοιες ανακρίβειες. Αντιθέτως, η Αγία Γραφή έχει αποδειχτεί αληθινή σε όλους τους τομείς με τους οποίους ασχολείται, καθώς σκιαγραφεί με απαράμιλλη ακρίβεια τις αρχαίες εποχές που πραγματεύεται. Η χρονολόγησή της είναι επίσης αξιόπιστη.—Βλέπε ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ (Αυθεντικότητα).
Όταν υπολογίζουμε τις Βιβλικές περιόδους με τις σύγχρονες μεθόδους χρονολόγησης, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα απόλυτα αριθμητικά διαφέρουν από τα τακτικά αριθμητικά. Τα απόλυτα αριθμητικά, όπως το ένα, το δύο, το τρία, το δέκα, το εκατό και τα λοιπά, έχουν πλήρη αξία. Αλλά στα τακτικά αριθμητικά, όπως λόγου χάρη το τρίτο, το πέμπτο ή το εικοστό δεύτερο, είναι απαραίτητο να αφαιρούμε μία μονάδα για να βρούμε τον πλήρη αριθμό. Έτσι λοιπόν, στη φράση «το δέκατο όγδοο έτος του Ναβουχοδονόσορα», ο όρος «δέκατο όγδοο» αποτελεί τακτικό αριθμητικό και αντιπροσωπεύει 17 πλήρη έτη συν μερικές ημέρες, εβδομάδες ή μήνες (όσο διάστημα είχε μεσολαβήσει από το τέλος του 17ου έτους).—Ιερ 52:29.
Όταν μετράμε τα χρόνια ανάμεσα σε μια ημερομηνία «Π.Κ.Χ.» και σε μια ημερομηνία της «Κ.Χ.», πρέπει να έχουμε υπόψη ότι από μια ημερομηνία όπως η 1η Οκτωβρίου του έτους 1 Π.Κ.Χ. μέχρι την 1η Οκτωβρίου του έτους 1 Κ.Χ. μεσολαβεί μόνο ένας χρόνος, και όχι δύο, όπως φαίνεται σε αυτό το διάγραμμα:
Π.Κ.Χ.
Κ.Χ.
2
1
1
2
1 Οκτ.
1 Οκτ.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι χρονολογίες είναι τακτικά αριθμητικά. Συνεπώς, από την 1η Οκτωβρίου, κατά προσέγγιση, του έτους 2 Π.Κ.Χ. (οπότε περίπου γεννήθηκε ο Ιησούς) ως την 1η Οκτωβρίου του 29 Κ.Χ. (οπότε περίπου βαφτίστηκε ο Ιησούς) έχουμε συνολικά 30 χρόνια, δηλαδή ένα πλήρες έτος συν 3 μήνες στην περίοδο Π.Κ.Χ. και 28 πλήρη έτη συν 9 μήνες στην περίοδο Κ.Χ.—Λου 3:21-23.
Από τη Δημιουργία του Ανθρώπου Μέχρι Σήμερα. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν είναι σε θέση να ορίσουν συγκεκριμένη χρονολογία για την αρχή της «ιστορικής περιόδου» της ανθρωπότητας. Ανεξάρτητα από το αν στρέφονται στην ιστορία της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας ή της Αιγύπτου, η χρονολόγηση γίνεται ολοένα πιο αβέβαιη και ρευστή καθώς πηγαίνουν προς τα πίσω διατρέχοντας τη δεύτερη χιλιετία Π.Κ.Χ., ενώ στην τρίτη χιλιετία Π.Κ.Χ. βρίσκονται αντιμέτωποι με σύγχυση και αοριστίες. Αντίθετα, η Αγία Γραφή παρουσιάζει μια συνεκτική ιστορία που επιτρέπει τη μεθοδική μέτρηση του χρόνου μέχρι την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας—μέτρηση που διευκολύνεται από το γεγονός ότι η Αγία Γραφή αναφέρει ορισμένες μεγάλες χρονικές περιόδους, όπως είναι η περίοδος των 479 ολόκληρων ετών που μεσολάβησαν από την Έξοδο ως την έναρξη της οικοδόμησης του ναού στη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα.—1Βα 6:1.
Για να γίνει αυτή η μέτρηση μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης ημερολογιακής χρονολόγησης, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία κάποιο σταθερό σημείο ή κάποια βασική χρονολογία, δηλαδή μια ιστορική χρονολογία που είναι βάσιμα αποδεκτή και αντιστοιχεί με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που είναι καταγραμμένο στην Αγία Γραφή. Με αφετηρία αυτή τη βασική χρονολογία μπορούμε να κάνουμε υπολογισμούς προς τα πίσω ή προς τα εμπρός και να προσδιορίσουμε τις ημερολογιακές χρονολογίες πολλών γεγονότων που αναφέρονται στην Αγία Γραφή.
Μια τέτοια χρονολογία, η οποία συμφωνεί τόσο με τη Βιβλική όσο και με τη μη Βιβλική ιστορία, είναι το έτος 29 Κ.Χ., οι πρώτοι μήνες του οποίου περιλαμβάνονταν στο 15ο έτος του Τιβέριου Καίσαρα που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο στις 15 Σεπτεμβρίου του 14 Κ.Χ. (κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο). Στη διάρκεια του 29 Κ.Χ., ο Ιωάννης ο Βαφτιστής άρχισε να κηρύττει και επίσης, πιθανώς γύρω στους έξι μήνες αργότερα, βάφτισε τον Ιησού.—Λου 3:1-3, 21, 23· 1:36.
Μια άλλη χρονολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βασική είναι το έτος 539 Π.Κ.Χ., το οποίο υποστηρίζεται από διάφορες ιστορικές πηγές ως το έτος ανατροπής της Βαβυλώνας από τον Κύρο τον Πέρση. (Μερικές από τις μη Βιβλικές πηγές που περιέχουν αναφορές στη βασιλεία του Κύρου είναι ο Διόδωρος, ο Αφρικανός, ο Ευσέβιος και ο Πτολεμαίος, καθώς και οι βαβυλωνιακές πινακίδες.) Στη διάρκεια του πρώτου έτους του Κύρου εκδόθηκε το διάταγμά του το οποίο απελευθέρωνε τους Ιουδαίους από την εξορία. Όπως αναφέρεται δε στο λήμμα ΚΥΡΟΣ, είναι πολύ πιθανό ότι το διάταγμα εκδόθηκε το χειμώνα του 538 Π.Κ.Χ. ή προς την άνοιξη του 537 Π.Κ.Χ. Αυτό θα έδινε στους Ιουδαίους το χρόνο για να κάνουν τις αναγκαίες ετοιμασίες, να πραγματοποιήσουν το τετράμηνο ταξίδι ως την Ιερουσαλήμ και να έχουν φτάσει εκεί τον έβδομο μήνα (Τισρί), γύρω στην 1η Οκτωβρίου του 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 1:1-11· 2:64-70· 3:1.
Χρησιμοποιώντας τέτοιες βασικές χρονολογίες, μπορούμε να συσχετίσουμε πάρα πολλά γεγονότα της Αγίας Γραφής με συγκεκριμένες ημερολογιακές χρονολογίες. Το βασικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται αυτή η χρονολόγηση είναι το εξής:
Γεγονός
Χρονολογία
Χρονική Περίοδος Μεταξύ των Γεγονότων
Από τη δημιουργία του Αδάμ
4026 Π.Κ.Χ.
—
Ως την αρχή του Κατακλυσμού
2370 Π.Κ.Χ.
1.656 χρόνια
Ως την επικύρωση της Αβραμιαίας διαθήκης
1943 Π.Κ.Χ.
427 χρόνια
Ως την Έξοδο από την Αίγυπτο
1513 Π.Κ.Χ.
430 χρόνια
Ως την έναρξη της οικοδόμησης του ναού
1034 Π.Κ.Χ.
479 χρόνια
Ως τη διαίρεση του βασιλείου
997 Π.Κ.Χ.
37 χρόνια
Ως την ερήμωση του Ιούδα
607 Π.Κ.Χ.
390 χρόνια
Ως την επιστροφή των Ιουδαίων από την εξορία
537 Π.Κ.Χ.
70 χρόνια
Ως την ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ
455 Π.Κ.Χ.
82 χρόνια
Ως το βάφτισμα του Ιησού
29 Κ.Χ.
483 χρόνια
Ως σήμερα
2007 Κ.Χ.
1.978 χρόνια
Συνολικός χρόνος από τη δημιουργία του Αδάμ ως το 2007 Κ.Χ.
—
6.032 χρόνια
Ποια είναι, όμως, η Γραφική βάση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μη Βιβλικά ιστορικά στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή τη χρονολόγηση; Ακολούθως παραθέτουμε περισσότερες λεπτομέρειες που δείχνουν πώς ορίζεται η καθεμιά από αυτές τις χρονικές περιόδους.
Από τη δημιουργία του Αδάμ ως τον Κατακλυσμό. Τα 1.656 χρόνια αυτής της περιόδου περιγράφονται στα εδάφια Γένεση 5:1-29· 7:6, και μπορούμε να δούμε μια συνόψισή τους στον πίνακα κάτω δεξιά.
Από τη δημιουργία του Αδάμ ως τη γέννηση του Σηθ
130 χρόνια
Ακολούθως, ως τη γέννηση του Ενώς
105 χρόνια
Ως τη γέννηση του Κενάν
90 χρόνια
Ως τη γέννηση του Μααλαλήλ
70 χρόνια
Ως τη γέννηση του Ιάρεδ
65 χρόνια
Ως τη γέννηση του Ενώχ
162 χρόνια
Ως τη γέννηση του Μαθουσάλα
65 χρόνια
Ως τη γέννηση του Λάμεχ
187 χρόνια
Ως τη γέννηση του Νώε
182 χρόνια
Ως τον Κατακλυσμό
600 χρόνια
Σύνολο
1.656 χρόνια
Οι αριθμοί που δίνονται για την προκατακλυσμιαία περίοδο είναι αυτοί που περιέχει το Μασοριτικό κείμενο, στο οποίο βασίζονται σύγχρονες μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών. Αυτοί οι αριθμοί διαφέρουν από τους αντίστοιχους της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, αλλά τα στοιχεία τάσσονται σαφώς υπέρ της ακρίβειας του Μασοριτικού κειμένου.
Το Σχολιολόγιο των Αγίων Γραφών ([Commentary on the Holy Scriptures] Γένεση, σ. 272, υποσ.), του Λάνγκε, λέει: “Οι εσωτερικές αποδείξεις είναι σαφώς υπέρ του εβραϊκού κειμένου λόγω της συνέπειας με την οποία αναφέρει ηλικίες τεκνοποίησης που είναι αναλογικά μικρές. Οι αριθμοί στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα προφανώς έχουν διαμορφωθεί βάσει ενός συγκεκριμένου προτύπου. Στο εβραϊκό κείμενο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, και αυτό είναι σημαντικό στοιχείο υπέρ της αυθεντικότητάς του ως γενεαλογικού αρχείου. . . . Από πλευράς φυσιολογίας, επίσης, πρέπει να προτιμηθεί το εβραϊκό κείμενο: Εφόσον η διάρκεια της ζωής δεν απαιτεί σε καμία περίπτωση την όψιμη ενηλικίωση την οποία φαίνεται να υποδεικνύουν εκείνοι οι αριθμοί [της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα], . . . τα 100 χρόνια που προσθέτει σε κάθε περίπτωση η Μετάφραση των Εβδομήκοντα δείχνουν ότι υπήρξε ένα σχέδιο για εναρμόνιση εκείνων των αριθμών με κάποιο πρότυπο πλησιέστερο αναλογικά στα σημερινά δεδομένα, το οποίο ορίζει αυθαίρετα τη φυσιολογική ηλικία τεκνοποίησης. . . . Επιπρόσθετα, το εβραϊκό κείμενο δικαιούται περισσότερο να θεωρείται ως το πρωτότυπο κείμενο, καθώς είναι ευρέως γνωστό με πόσο σχολαστική, ως και δεισιδαιμονική, επιμέλεια διαφυλάχτηκε”.—Μετάφραση (στην αγγλική) και επιμέλεια Φ. Σαφ, 1976.
Αν και οι σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν την αρχή της κατοίκησης του ανθρώπου στη γη πολύ πριν από το 4026 Π.Κ.Χ., τα γεγονότα αντικρούουν σαφώς αυτή την άποψη. Τα χιλιάδες χρόνια «προϊστορίας» τα οποία αυτοί εισηγούνται εξαρτώνται από εικασίες, όπως φαίνεται από την ακόλουθη δήλωση του επιφανούς επιστήμονα Π. Ε. Κλόπστεγκ: «Ελάτε τώρα, αν θέλετε, να κάνουμε ένα ταξίδι εικασιών στην προϊστορία. Υποθέστε σε ποια εποχή το είδος sapiens προήλθε από το γένος Homo . . . δρασκελίστε τις χιλιετίες, για τις οποίες οι τωρινές μας πληροφορίες βασίζονται κατά κύριο λόγο σε υποθέσεις και ερμηνείες, μέχρι την εποχή των πρώτων γραπτών κειμένων, από τα οποία μπορούμε να σταχυολογήσουμε μερικά γεγονότα». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.)—Επιστήμη (Science), 30 Δεκεμβρίου 1960, σ. 1914.
Η μετακατακλυσμιαία περίοδος αρχίζει το έτος 2369 Π.Κ.Χ. Ενώ ορισμένοι ανάγουν κάποια πικτογραφήματα στην περίοδο μεταξύ 3300 και 2800 Π.Κ.Χ. (Νέες Ανακαλύψεις στη Βαβυλωνία για τη Γένεση [New Discoveries in Babylonia About Genesis], του Π. Τζ. Γουάιζμαν, 1949, σ. 36), στην πραγματικότητα αυτά δεν περιέχουν χρονολογίες, η δε υποτιθέμενη ηλικία τους βασίζεται μόνο στις εικασίες των αρχαιολόγων.
Παρότι μερικές φορές κάποιοι επικαλούνται τις χρονολογήσεις που βασίζονται στην τεχνική του ραδιοάνθρακα (C-14), αυτή η μέθοδος χρονολόγησης έχει σαφείς περιορισμούς. Το περιοδικό Επιστήμη της 11ης Δεκεμβρίου 1959, σ. 1630, ανέφερε: «Αυτό που προσφέρεται ως κλασικό παράδειγμα “ανευθυνότητας της μεθόδου του C14” είναι η απόκλιση που παρατηρείται σε έντεκα μετρήσεις για τη χρονολόγηση του Τζάρμο, απόκλιση που φτάνει ως και τα 6.000 χρόνια, . . . παρότι αυτό το προϊστορικό χωριό στο βορειοανατολικό Ιράκ, με βάση όλα τα αρχαιολογικά στοιχεία, δεν κατοικήθηκε περισσότερο από 500 συναπτά χρόνια». Συνεπώς, δεν υπάρχουν ατράνταχτα στοιχεία ή τεκμήρια που να υποστηρίζουν την άποψη ότι η μετακατακλυσμιαία ανθρώπινη κοινωνία ξεκίνησε νωρίτερα από το 2369 Π.Κ.Χ.
Από το 2370 Π.Κ.Χ. ως τη διαθήκη με τον Αβραάμ. Η χρονολογική δομή αυτής της περιόδου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Από την έναρξη του Κατακλυσμού ως τη γέννηση του Αρφαξάδ
2 χρόνια
Ακολούθως, ως τη γέννηση του Σηλά
35 χρόνια
Ως τη γέννηση του Έβερ
30 χρόνια
Ως τη γέννηση του Φάλεκ
34 χρόνια
Ως τη γέννηση του Ραγαύ
30 χρόνια
Ως τη γέννηση του Σερούχ
32 χρόνια
Ως τη γέννηση του Ναχώρ
30 χρόνια
Ως τη γέννηση του Θάρα
29 χρόνια
Ως το θάνατο του Θάρα, όταν ο Αβραάμ ήταν 75 χρονών
205 χρόνια
Σύνολο
427 χρόνια
Αυτοί οι αριθμοί βασίζονται στα εδάφια Γένεση 11:10 ως 12:4. Η φράση «μετά τον κατακλυσμό» (Γε 11:10) που χρησιμοποιείται σε σχέση με τη γέννηση του Αρφαξάδ θα πρέπει λογικά να αναφέρεται σε αυτή καθαυτή τη βροχόπτωση που σηματοδότησε την αρχή του Κατακλυσμού (2370 Π.Κ.Χ.), και όχι απλώς στο διάστημα κατά το οποίο τα νερά παρέμειναν πάνω στη γη μετά τη βροχόπτωση. Αυτό δείχνει και η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «κατακλυσμός».—Παράβαλε Γε 6:17· 7:4-6, 10-12, 17· 9:11.
Η χρονολογία κατά την οποία έλαβε χώρα η απόπειρα οικοδόμησης του Πύργου της Βαβέλ δεν αναφέρεται στην αφήγηση. Το εδάφιο Γένεση 10:25 δείχνει ότι η διαίρεση που προέκυψε από τη σύγχυση των γλωσσών εκεί έγινε κάποια στιγμή “στις ημέρες του Φάλεκ”. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι το εν λόγω γεγονός συνέβη όταν γεννήθηκε ο Φάλεκ. Στην πραγματικότητα, η φράση «στις ημέρες του» δείχνει ότι η διαίρεση έλαβε χώρα, όχι όταν γεννήθηκε ο Φάλεκ ή αμέσως μετά, αλλά σε κάποια στιγμή της ζωής του, η οποία διήρκεσε από το 2269 ως το 2030 Π.Κ.Χ. Αν κάθε άντρας μετά τον Κατακλυσμό άρχιζε να τεκνοποιεί στην ηλικία των 30 ετών, με ρυθμό ένα παιδί κάθε τρία χρόνια και κατά μέσο όρο έναν γιο κάθε έξι χρόνια, και συνέχιζε να τεκνοποιεί ως την ηλικία των 90 ετών, τότε σε διάστημα περίπου 180 ετών από το τέλος του Κατακλυσμού (δηλαδή ως το 2189 Π.Κ.Χ.) ο πληθυσμός θα περιλάμβανε ένα σύνολο 4.000 και πλέον ενήλικων αντρών. Αυτός ο αριθμός, που είναι προϊόν συντηρητικού υπολογισμού, ανταποκρίνεται άνετα στις συνθήκες ανέγερσης του πύργου και διασκορπισμού των λαών.
Προφανώς όταν ο Αβραάμ διέσχισε τον Ευφράτη καθ’ οδόν προς τη γη Χαναάν, ο Ιεχωβά επικύρωσε τη διαθήκη που σύναψε μαζί του, τη γνωστή ως Αβραμιαία διαθήκη. Εφόσον ο Αβραάμ αναχώρησε από τη Χαρράν και μπήκε στη Χαναάν μετά το θάνατο του πατέρα του, του Θάρα, η χρονολογία επικύρωσης αυτής της διαθήκης τοποθετείται στο 1943 Π.Κ.Χ.—Γε 11:32· 12:1-5.
Από το 1943 Π.Κ.Χ. ως την Έξοδο. Τα εδάφια Έξοδος 12:40, 41 δηλώνουν ότι «η κατοίκηση των γιων του Ισραήλ, οι οποίοι είχαν κατοικήσει στην Αίγυπτο, ήταν τετρακόσια τριάντα χρόνια. Και στο τέλος των τετρακοσίων τριάντα χρόνων, ναι, εκείνη ακριβώς την ημέρα όλα τα στρατεύματα του Ιεχωβά βγήκαν από τη γη της Αιγύπτου». Ενώ οι περισσότερες μεταφράσεις αποδίδουν το εδάφιο 40 με τέτοιον τρόπο ώστε τα 430 χρόνια να αναφέρονται αποκλειστικά στην κατοίκηση στην Αίγυπτο, το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο επιτρέπει την παραπάνω μετάφραση. Επίσης, στα εδάφια Γαλάτες 3:16, 17, ο Παύλος συνδέει αυτή την περίοδο των 430 χρόνων με το διάστημα που μεσολάβησε από την επικύρωση της Αβραμιαίας διαθήκης ως τη σύναψη της διαθήκης του Νόμου. Προφανώς, όταν ο Αβραάμ ενήργησε με βάση την υπόσχεση του Θεού, διασχίζοντας τον Ευφράτη το 1943 Π.Κ.Χ. καθ’ οδόν προς τη Χαναάν και μεταβαίνοντας έτσι στη «χώρα» την οποία του είχε υποδείξει ο Θεός, τότε επικυρώθηκε η Αβραμιαία διαθήκη. (Γε 12:1· 15:18-21) Ακριβώς 430 χρόνια έπειτα από αυτό το γεγονός, το 1513 Π.Κ.Χ., οι απόγονοί του απελευθερώθηκαν από την Αίγυπτο, και το ίδιο εκείνο έτος συνάφθηκε μαζί τους η διαθήκη του Νόμου. Μια ένδειξη για το ότι η έναρξη της περιόδου για την οποία γίνεται λόγος στα εδάφια Έξοδος 12:40, 41 συνδεόταν από παλιά με τη μετάβαση των προγόνων του έθνους στη Χαναάν είναι η απόδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα: Ἡ δὲ κατοίκησις τῶν υἱῶν Ισραήλ, ἣν κατῴκησαν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καί ἐν γῇ Χαναάν, ἔτη τετρακόσια τριάκοντα.
Το χρονικό διάστημα από τη μετάβαση του Αβραάμ στη Χαναάν ως την εποχή που ο Ιακώβ κατέβηκε στην Αίγυπτο ήταν 215 χρόνια. Αυτός ο αριθμός προκύπτει από τα εξής στοιχεία: Είκοσι πέντε χρόνια μεσολάβησαν ανάμεσα στην αναχώρηση του Αβραάμ από τη Χαρράν και στη γέννηση του Ισαάκ (Γε 12:4· 21:5)· από τότε ως τη γέννηση του Ιακώβ πέρασαν 60 χρόνια (Γε 25:26)· τέλος, ο Ιακώβ ήταν 130 χρονών όταν μπήκε στην Αίγυπτο (Γε 47:9)—τα παραπάνω δίνουν ένα σύνολο 215 ετών (από το 1943 ως το 1728 Π.Κ.Χ.). Αυτό σημαίνει ότι κατόπιν οι Ισραηλίτες έμειναν στην Αίγυπτο άλλα 215 χρόνια (από το 1728 ως το 1513 Π.Κ.Χ.). Το ότι οι Ισραηλίτες ήταν δυνατόν να πολλαπλασιαστούν αρκετά μέσα σε 215 χρόνια, ώστε ο πληθυσμός τους να περιλαμβάνει 600.000 “ακμαίους άντρες”, καταδεικνύεται στο λήμμα ΕΞΟΔΟΣ.—Εξ 12:37.
Ο Ιεχωβά είπε στον Άβραμ (Αβραάμ): «Να ξέρεις ότι το σπέρμα σου θα γίνουν πάροικοι σε γη που δεν θα είναι δική τους και θα τους υπηρετούν, και εκείνοι θα τους ταλαιπωρούν τετρακόσια χρόνια». (Γε 15:13· βλέπε επίσης Πρ 7:6, 7.) Αυτή η δήλωση έγινε πριν από τη γέννηση του υποσχεμένου κληρονόμου ή “σπέρματος”, του Ισαάκ. Το 1932 Π.Κ.Χ. η Αιγύπτια υπηρέτρια Άγαρ γέννησε στον Άβραμ τον Ισμαήλ, και το 1918 Π.Κ.Χ. γεννήθηκε ο Ισαάκ. (Γε 16:16· 21:5) Αν, με αφετηρία την Έξοδο που σήμανε το τέλος της “ταλαιπωρίας” (Γε 15:14), μετρήσουμε 400 χρόνια προς τα πίσω, φτάνουμε στο έτος 1913 Π.Κ.Χ., οπότε ο Ισαάκ ήταν περίπου πέντε χρονών. Φαίνεται πως τότε απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ, και ενώ ήταν ήδη “πάροικος” σε γη που δεν ήταν δική του, άρχισε πλέον να υφίσταται την προειπωμένη ταλαιπωρία, με τη μορφή του “περίγελου” από τον Ισμαήλ, που ήταν περίπου 19 χρονών. (Γε 21:8, 9) Αν και στην εποχή μας ο εμπαιγμός που υφίστατο ο κληρονόμος του Αβραάμ από τον Ισμαήλ ίσως να θεωρούνταν επουσιώδης, δεν συνέβαινε το ίδιο και στην εποχή των πατριαρχών. Αυτό φαίνεται από την αντίδραση της Σάρρας και από το ότι ο Θεός επιδοκίμασε την επιμονή της να διώξουν την Άγαρ και το γιο της, τον Ισμαήλ. (Γε 21:10-13) Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι το εν λόγω περιστατικό καταγράφηκε λεπτομερώς στο θεϊκό υπόμνημα υποδεικνύει επίσης ότι τότε άρχισε η προφητευμένη περίοδος ταλαιπωρίας, διάρκειας 400 ετών, η οποία δεν επρόκειτο να τελειώσει παρά στην Έξοδο.—Γα 4:29.
Από το 1513 Π.Κ.Χ. ως τη διαίρεση του βασιλείου. Το «τετρακοσιοστό ογδοηκοστό έτος μετά την έξοδο των γιων του Ισραήλ από τη γη της Αιγύπτου», το τέταρτο έτος της βασιλείας του Σολομώντα, ξεκίνησε η ανέγερση του ναού στην Ιερουσαλήμ. (1Βα 6:1) Η φράση «τετρακοσιοστό ογδοηκοστό» αποτελεί τακτικό αριθμητικό που αντιπροσωπεύει 479 πλήρη έτη συν κάποιο επιπλέον χρονικό διάστημα, στην προκειμένη περίπτωση έναν μήνα. Μετρώντας 479 χρόνια από την Έξοδο (Νισάν του 1513 Π.Κ.Χ.) φτάνουμε στο 1034 Π.Κ.Χ. Τότε, το δεύτερο μήνα, το μήνα Ζιβ (που αντιστοιχεί σε μέρος του Απριλίου και μέρος του Μαΐου), ξεκίνησε η ανέγερση του ναού. Εφόσον αυτό ήταν το τέταρτο έτος (πρόκειται και πάλι για τακτικό αριθμητικό) της διακυβέρνησης του Σολομώντα, η βασιλεία του άρχισε τρία πλήρη έτη νωρίτερα, το 1037 Π.Κ.Χ. Η 40χρονη διακυβέρνησή του προφανώς διήρκεσε από τον Νισάν του 1037 ως τον Νισάν του 997 Π.Κ.Χ., οπότε και έλαβε χώρα η διαίρεση του βασιλείου. Έτσι λοιπόν, η χρονολογική διάταξη εκείνης της περιόδου θα πρέπει να ήταν αυτή που φαίνεται παρακάτω.
Γεγονός
Χρονολογία
Χρονική Περίοδος Μεταξύ των Γεγονότων
Από την Έξοδο
1513 Π.Κ.Χ.
—
ως την είσοδο του Ισραήλ στη Χαναάν
1473 Π.Κ.Χ.
40 χρόνια
ως το τέλος της περιόδου των Κριτών και την αρχή της βασιλείας του Σαούλ
1117 Π.Κ.Χ.
356 χρόνια
ως την αρχή της βασιλείας του Δαβίδ
1077 Π.Κ.Χ.
40 χρόνια
ως την αρχή της βασιλείας του Σολομώντα
1037 Π.Κ.Χ.
40 χρόνια
ως τη διαίρεση του βασιλείου
997 Π.Κ.Χ.
40 χρόνια
Σύνολο ετών από την Έξοδο ως τη διαίρεση του βασιλείου (1513 ως 997 Π.Κ.Χ.)
—
516 χρόνια
Αυτοί οι αριθμοί βασίζονται σε εδάφια όπως τα ακόλουθα: Δευτερονόμιο 2:7· 29:5· Πράξεις 13:21· 2 Σαμουήλ 5:4· 1 Βασιλέων 11:42, 43· 12:1-20. Μερικοί κριτικοί στρέφουν την προσοχή στις τέσσερις 40χρονες περιόδους που εμπερικλείει αυτή η περίοδος, ισχυριζόμενοι ότι αυτό αποδεικνύει πως οι Βιβλικοί συγγραφείς “απλώς επιδίωξαν συμμετρική κατανομή του χρόνου” και όχι ακριβή χρονολόγηση. Αντίθετα, όμως, ενώ η περίοδος περιπλάνησης των Ισραηλιτών πριν από την είσοδό τους στη Χαναάν διήρκεσε σχεδόν 40 ολόκληρα χρόνια, σε εκπλήρωση της θεϊκής κρίσης που είναι καταγραμμένη στα εδάφια Αριθμοί 14:33, 34 (παράβαλε Εξ 12:2, 3, 6, 17· Δευ 1:31· 8:2-4· Ιη 4:19), όλες οι υπόλοιπες τρεις περίοδοι ίσως περιλάμβαναν κλασματικούς αριθμούς. Για παράδειγμα, η βασιλεία του Δαβίδ φαίνεται να διήρκεσε στην πραγματικότητα 40 1⁄2 χρόνια, σύμφωνα με το εδάφιο 2 Σαμουήλ 5:5. Αν, όπως φαίνεται ότι συνηθιζόταν, τα βασιλικά έτη αυτών των ηγεμόνων υπολογίστηκαν από Νισάν σε Νισάν, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η διακυβέρνηση του Βασιλιά Σαούλ διήρκεσε μόνο 39 1⁄2 χρόνια, αλλά οι μήνες που μεσολάβησαν ως τον επόμενο Νισάν συνυπολογίστηκαν στη δική του βασιλεία και, ως εκ τούτου, δεν περιλήφθηκαν επίσημα στα 40 βασιλικά έτη του Δαβίδ. Αυτή, τουλάχιστον, την τακτική είναι γνωστό ότι εφάρμοζαν οι Σημίτες ηγεμόνες στη Μεσοποταμία: οι μήνες που μεσολαβούσαν από το θάνατο ενός βασιλιά ως τον επόμενο μήνα Νισάν ονομάζονταν «περίοδος ανάρρησης» του διαδόχου, αλλά το επίσημο πρώτο έτος της βασιλείας του διαδόχου δεν άρχιζε να υπολογίζεται πριν από το μήνα Νισάν.
Η διάρκεια της περιόδου από την είσοδο στη Χαναάν ως το τέλος της περιόδου των Κριτών δεν αναφέρεται ξεκάθαρα, και μπορούμε να τη βρούμε μόνο επαγωγικά. Συγκεκριμένα, αν αφαιρέσουμε τα 123 χρόνια που αντιστοιχούν στις γνωστές περιόδους (την περιπλάνηση στην έρημο, την περίοδο του Σαούλ και του Δαβίδ, καθώς και τα πρώτα τρία χρόνια της βασιλείας του Σολομώντα) από τα 479 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην Έξοδο και στο τέταρτο έτος του Σολομώντα, απομένουν 356 χρόνια.
Το πώς πρέπει να καταμεριστούν αυτά τα 356 χρόνια (από την είσοδο του Ισραήλ στη Χαναάν το 1473 Π.Κ.Χ. ως την αρχή της βασιλείας του Σαούλ το 1117 Π.Κ.Χ.) δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Είναι προφανές, όμως, ότι σε μεγάλο βαθμό κάποιες χρονικές περίοδοι συμπίπτουν. Γιατί; Αν υπολογίσουμε διαδοχικά τις διάφορες περιόδους καταδυνάστευσης, τις θητείες των Κριτών και τις περιόδους ειρήνης, όπως έχουν καταγραφεί στο βιβλίο των Κριτών, το σύνολο ανέρχεται σε 410 χρόνια. Για να ταιριάζουν αυτές οι περίοδοι στο χρονικό πλαίσιο των 356 χρόνων που προαναφέραμε, κάποιες περίοδοι πρέπει να ήταν παράλληλες και όχι διαδοχικές, άποψη που συμμερίζονται οι περισσότεροι σχολιαστές. Οι καταστάσεις που περιγράφονται στις Βιβλικές αφηγήσεις επιτρέπουν αυτή την εξήγηση. Οι περίοδοι καταδυνάστευσης αφορούσαν ξεχωριστές περιοχές της χώρας και επηρέαζαν ξεχωριστές φυλές. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 743) Έτσι λοιπόν, η φράση «ο τόπος δεν είχε άλλη αναστάτωση», με την οποία τελειώνουν οι αφηγήσεις για τις νίκες των Ισραηλιτών επί των δυναστών τους, μπορεί να μην αφορά σε κάθε περίπτωση ολόκληρη την περιοχή που κατείχαν και οι 12 φυλές μαζί αλλά ενδέχεται να αναφέρεται στο τμήμα που κυρίως επηρεάστηκε από εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο καταδυνάστευσης.—Κρ 3:11, 30· 5:31· 8:28· παράβαλε Ιη 14:13-15.
Στο 13ο κεφάλαιο των Πράξεων ο απόστολος Παύλος ανασκόπησε την πολιτεία του Θεού με τον Ισραήλ αρχίζοντας από “την εκλογή των προπατόρων” και συνεχίζοντας με την περίοδο που ήταν στην Αίγυπτο, την Έξοδο, την περιπλάνηση στην έρημο, την κατάκτηση της Χαναάν και τη διαμοίραση της γης, και κατόπιν δήλωσε: «Όλα αυτά στη διάρκεια τετρακοσίων πενήντα περίπου χρόνων. Και έπειτα από αυτά, τους έδωσε κριτές μέχρι τον Σαμουήλ τον προφήτη». (Πρ 13:20) Μεγάλη σύγχυση προέκυψε από την απόδοση αυτού του εδαφίου στη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου, η οποία λέει: «Και έπειτα από αυτά τους έδωσε κριτές για διάστημα περίπου τετρακοσίων πενήντα ετών, μέχρι τον Σαμουήλ τον προφήτη». (Βλέπε επίσης ΒΑΜ, ΚΔΤΚ.) Ωστόσο, τα αρχαιότερα χειρόγραφα (όπως το Σιναϊτικό, το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 και το Αλεξανδρινό), καθώς και οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις (όπως οι JB, Kx, ΜΠΚ και άλλες· εδ. 19, 20, AS, RS, AT), υποστηρίζουν την προηγούμενη μετάφραση που δείχνει ότι η περίοδος των Κριτών ξεκίνησε μετά τα 450 χρόνια. Εφόσον η περίοδος των «τετρακοσίων πενήντα περίπου χρόνων» άρχισε όταν ο Θεός «εξέλεξε τους προπάτορες» του Ισραήλ, φαίνεται ότι η έναρξή της τοποθετείται στο έτος 1918 Π.Κ.Χ. οπότε γεννήθηκε ο Ισαάκ, το αρχικό «σπέρμα» το οποίο είχε υποσχεθεί ο Θεός στον Αβραάμ. Συνεπώς, λήγει γύρω στο 1467 Π.Κ.Χ., όταν ολοκληρώθηκε η αρχική φάση της κατάκτησης της Χαναάν, γεγονός που επέτρεψε να προχωρήσει η διαδικασία διαμοίρασης της γης. Εφόσον ξεκαθαρίζεται ότι ο αριθμός αυτός είναι κατά προσέγγιση, μια διαφορά ενός ή δύο χρόνων θα ήταν επουσιώδης.
Από το 997 Π.Κ.Χ. ως την ερήμωση της Ιερουσαλήμ. Ένας πρακτικός οδηγός που μας βοηθάει να προσδιορίσουμε τη συνολική διάρκεια αυτής της περιόδου των βασιλιάδων βρίσκεται στα εδάφια Ιεζεκιήλ 4:1-7, όπου ο προφήτης Ιεζεκιήλ, κατόπιν εντολής του Θεού, έκανε μια αναπαράσταση της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ. Ο Ιεζεκιήλ έπρεπε να πλαγιάσει πάνω στο αριστερό του πλευρό 390 ημέρες για να “βαστάξει το σφάλμα του οίκου του Ισραήλ” και πάνω στο δεξί του πλευρό 40 ημέρες για να “βαστάξει το σφάλμα του οίκου του Ιούδα”, και καθεμιά από αυτές τις ημέρες θα αντιπροσώπευε ένα έτος. Οι δύο περίοδοι (390 χρόνια και 40 χρόνια) που συμβολίζονται με αυτόν τον τρόπο προφανώς αντιπροσώπευαν τη διάρκεια της ανοχής που επέδειξε ο Ιεχωβά για την ειδωλολατρική πορεία των δύο βασιλείων. Οι Εβραίοι κατανοούν ως εξής αυτή την προφητεία, σύμφωνα με το έργο Τα Βιβλία της Αγίας Γραφής, του Εκδοτικού Οίκου Σοντσίνο ([Soncino Books of the Bible] σχολιολόγιο για τον Ιεζεκιήλ, σ. 20, 21): «Η ενοχή του Βόρειου Βασιλείου διήρκεσε μια περίοδο 390 χρόνων ([σύμφωνα με το] Σέντερ Ολάμ [το αρχαιότερο χρονικό της μεταιχμαλωσιακής περιόδου που σώζεται στην εβραϊκή γλώσσα], [και τους ραβίνους] Ρασί και Ιμπν Έζρα). Ο Αβαρβανέλ, τα λόγια του οποίου παραθέτει ο Μαλμπίμ, υπολογίζει την περίοδο της ενοχής της Σαμάρειας από τότε που έλαβε χώρα το σχίσμα υπό τον Ροβοάμ . . . ως την πτώση της Ιερουσαλήμ. . . . Το δεξί [πλευρό πάνω στο οποίο πλάγιαζε ο Ιεζεκιήλ] υποδηλώνει το νότο, δηλαδή το Βασίλειο του Ιούδα που βρισκόταν στα νότια ή αλλιώς στα δεξιά. . . . Η διαφθορά του Ιούδα διήρκεσε σαράντα χρόνια, με αρχή κάποιο χρονικό σημείο λίγο μετά την πτώση της Σαμάρειας. Σύμφωνα με τον Μαλμπίμ, το διάστημα αυτό υπολογίζεται από το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωσία . . . όταν ο Ιερεμίας άρχισε τη διακονία του. (Ιερ. 1:2)».—Επιμέλεια Α. Κοέν, Λονδίνο, 1950.
Από τη διαίρεση του βασιλείου το 997 Π.Κ.Χ. ως την πτώση της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. μεσολάβησαν 390 χρόνια. Αν και είναι αλήθεια ότι η Σαμάρεια, η πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου, είχε ήδη υποκύψει στους Ασσυρίους το 740 Π.Κ.Χ., το έκτο έτος του Εζεκία (2Βα 18:9, 10), είναι πολύ πιθανό ότι μέρος του πληθυσμού διέφυγε στο νότιο βασίλειο πριν από την προέλαση των Ασσυρίων. (Υπόψη επίσης ποια ήταν η κατάσταση στον Ιούδα μετά τη διαίρεση του βασιλείου, σύμφωνα με την περιγραφή των εδ. 2Χρ 10:16, 17.) Αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός συνέχισε να έχει κατά νου τους Ισραηλίτες του εξόριστου βόρειου βασιλείου—δεδομένου ότι τα αγγέλματα των προφητών του εξακολούθησαν να τους περιλαμβάνουν πολύ καιρό μετά την πτώση της Σαμάρειας—δείχνει ότι η αντιπροσώπευση των συμφερόντων τους γινόταν ακόμη από την πρωτεύουσα, την Ιερουσαλήμ, και ότι η πτώση της το 607 Π.Κ.Χ. αποτελούσε έκφραση της κρίσης του Ιεχωβά, όχι μόνο κατά του Ιούδα, αλλά κατά του έθνους του Ισραήλ συνολικά. (Ιερ 3:11-22· 11:10-12, 17· Ιεζ 9:9, 10) Όταν η πόλη έπεσε, οι ελπίδες του έθνους ως συνόλου (με εξαίρεση τους λίγους που κράτησαν την αληθινή πίστη) κατέρρευσαν.—Ιεζ 37:11-14, 21, 22.
Στον πίνακα που ακολουθεί, έχουμε δεχτεί αυτή την περίοδο των 390 χρόνων ως αξιόπιστο χρονολογικό οδηγό. Το άθροισμα των ετών διακυβέρνησης που αποδίδει το υπόμνημα σε όλους τους βασιλιάδες του Ιούδα, από τον Ροβοάμ ως τον Σεδεκία, είναι 393. Αν και μερικοί Βιβλικοί χρονολόγοι προσπαθούν να συγχρονίσουν τα στοιχεία που αφορούν τους βασιλιάδες μέσω πολυάριθμων συμβασιλειών και «μεσοβασιλειών» στην πλευρά του Ιούδα, φαίνεται απαραίτητο να υποδείξουμε μόνο μία συμβασιλεία. Πρόκειται για την περίπτωση του Ιωράμ, για τον οποίο αναφέρεται (τουλάχιστον στο Μασοριτικό κείμενο και σε μερικά από τα παλιότερα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής) ότι έγινε βασιλιάς «ενόσω ο Ιωσαφάτ ήταν βασιλιάς του Ιούδα», γεγονός που καθιστά κατά κάποιον τρόπο βάσιμη την υπόθεση ότι επρόκειτο για συμβασιλεία. (2Βα 8:16) Με αυτόν τον τρόπο η συνολική περίοδος δεν ξεπερνά το όριο των 390 χρόνων.
Ο πίνακας αυτός δεν πρέπει να εκληφθεί ως απόλυτος χρονολογικός κατάλογος, αλλά μάλλον ως προτεινόμενη παρουσίαση των περιόδων διακυβέρνησης και στα δύο βασίλεια. Οι αρχαίοι θεόπνευστοι συγγραφείς ασχολούνταν με γεγονότα και αριθμούς που γνώριζαν καλά τόσο οι ίδιοι όσο και ο Ιουδαϊκός λαός τότε, και οι διαφορετικές χρονολογικές προσεγγίσεις που ακολούθησαν σε ορισμένα σημεία δεν αποτελούσαν πρόβλημα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σήμερα, και γι’ αυτό μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι παρουσιάζοντας απλώς ένα διάγραμμα που εναρμονίζεται σε λογικό βαθμό με τη Βιβλική αφήγηση.
Από το 607 Π.Κ.Χ. ως την επιστροφή από την εξορία. Η διάρκεια αυτής της περιόδου ορίζεται από το διάταγμα του Θεού σχετικά με τον Ιούδα, ότι «όλη αυτή η γη θα γίνει ερημωμένος τόπος, αντικείμενο κατάπληξης, και αυτά τα έθνη θα υπηρετήσουν το βασιλιά της Βαβυλώνας εβδομήντα χρόνια».—Ιερ 25:8-11.
Η Βιβλική προφητεία δεν μας επιτρέπει να ταυτίσουμε την 70ετή αυτή περίοδο με καμιά άλλη περίοδο εκτός από το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην ερήμωση του Ιούδα, η οποία ήταν συνέπεια της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, και στην επιστροφή των Ιουδαίων εξορίστων στην πατρίδα τους ως αποτέλεσμα του διατάγματος του Κύρου. Η προφητεία διευκρινίζει ότι τα 70 χρόνια θα ήταν χρόνια ερήμωσης της γης του Ιούδα. Έτσι την κατανοούσε και ο προφήτης Δανιήλ, δεδομένου ότι δηλώνει: «Εγώ ο Δανιήλ διέκρινα από τα βιβλία τον αριθμό των χρόνων σχετικά με τα οποία είχε έρθει ο λόγος του Ιεχωβά στον Ιερεμία τον προφήτη για τη συμπλήρωση των ερημώσεων της Ιερουσαλήμ, δηλαδή εβδομήντα χρόνια». (Δα 9:2) Τα εδάφια 2 Χρονικών 36:20, 21, αφού περιγράφουν την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα, αναφέρουν: «Επιπλέον, όσους απέμειναν από το σπαθί τούς πήρε αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα, και αυτοί έγιναν υπηρέτες δικοί του και των γιων του ώσπου άρχισε η διακυβέρνηση από τη βασιλεία της Περσίας· προκειμένου να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιεχωβά που ειπώθηκε από το στόμα του Ιερεμία, ώσπου να ξεπληρώσει αυτή η γη τα σάββατά της. Όλες τις ημέρες που παρέμεινε ερημωμένη τηρούσε σάββατο, για να συμπληρωθούν εβδομήντα χρόνια».
Η τελική πολιορκία της Ιερουσαλήμ άρχισε το 9ο έτος του Σεδεκία (609 Π.Κ.Χ.), και η πόλη έπεσε το 11ο έτος του (607 Π.Κ.Χ.), το οποίο αντιστοιχεί στο 19ο έτος ολόκληρης της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα (μετρώντας από το έτος ανάρρησής του το 625 Π.Κ.Χ.). (2Βα 25:1-8) Τον πέμπτο μήνα εκείνου του έτους (το μήνα Αβ, που αντιστοιχεί σε μέρος του Ιουλίου και μέρος του Αυγούστου) η πόλη πυρπολήθηκε, τα τείχη κατεδαφίστηκαν και η πλειονότητα του λαού οδηγήθηκε σε εξορία. Σε «μερικούς, όμως, από τους ασήμαντους του τόπου» επιτράπηκε να παραμείνουν, και αυτοί παρέμειναν μέχρι τη δολοφονία του Γεδαλία, τον οποίο είχε διορίσει ο Ναβουχοδονόσορ, αλλά μετά διέφυγαν στην Αίγυπτο, αφήνοντας τελικά τον Ιούδα εντελώς έρημο. (2Βα 25:9-12, 22-26) Αυτό συνέβη τον έβδομο μήνα, τον Εθανίμ (ή Τισρί, που αντιστοιχεί σε μέρος του Σεπτεμβρίου και μέρος του Οκτωβρίου). Συνεπώς τα 70 έτη της ερήμωσης πρέπει να άρχισαν να υπολογίζονται περίπου από την 1η Οκτωβρίου του 607 Π.Κ.Χ. και να έληξαν το 537 Π.Κ.Χ. Τον έβδομο μήνα αυτού του έτους, οι πρώτοι επαναπατριζόμενοι Ιουδαίοι είχαν ήδη επιστρέψει στον Ιούδα—70 χρόνια από τότε που άρχισε η πλήρης ερήμωση της χώρας.—2Χρ 36:21-23· Εσδ 3:1.
Από το 537 Π.Κ.Χ. ως τη μεταστροφή του Κορνήλιου. Το δεύτερο έτος μετά την επιστροφή τους από την εξορία (536 Π.Κ.Χ.), θεμελιώθηκε και πάλι ο ναός στην Ιερουσαλήμ, αλλά η ανοικοδόμηση του ναού δεν ολοκληρώθηκε παρά το έκτο έτος της βασιλείας του Δαρείου Α΄ (του Πέρση). (Εσδ 3:8-10· 6:14, 15) Εφόσον ο Βασιλιάς Δαρείος Α΄ εγκαταστάθηκε στη Βαβυλώνα αφού πρώτα νίκησε τον επαναστάτη Ναβουχοδονόσορα Γ΄ τον Δεκέμβριο του 522 και αφού τον συνέλαβε και τον θανάτωσε στη Βαβυλώνα έπειτα από λίγο καιρό, το έτος 522 Π.Κ.Χ. μπορεί να θεωρηθεί ως το έτος ανάρρησής του. Άρα, το πρώτο βασιλικό έτος του άρχισε την άνοιξη του 521 Π.Κ.Χ. (Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση, 626 π.Χ.–75 μ.Χ., σ. 30) Συνεπώς το έκτο έτος του Δαρείου άρχισε στις 12 Απριλίου του 516 Π.Κ.Χ. και συνεχίστηκε ως το τέλος του Μαρτίου του 515 Π.Κ.Χ. Βάσει αυτών των στοιχείων, η ανοικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά από τον Ζοροβάβελ ολοκληρώθηκε στις 6 Μαρτίου του 515 Π.Κ.Χ.
Η επόμενη σημαντική χρονολογία είναι το 20ό έτος του Αρταξέρξη (Μακρόχειρα), το έτος κατά το οποίο δόθηκε στον Νεεμία η άδεια να πάει και να ανοικοδομήσει την Ιερουσαλήμ. (Νε 2:1, 5-8) Οι λόγοι για τους οποίους υποστηρίζεται ότι το έτος αυτό ήταν το 455 Π.Κ.Χ. και όχι το 445 Π.Κ.Χ., που είναι η δημοφιλής χρονολογία, αναλύονται στο λήμμα ΠΕΡΣΙΑ, ΠΕΡΣΕΣ. Τα γεγονότα αυτού του έτους, περιλαμβανομένης της ανοικοδόμησης της Ιερουσαλήμ και των τειχών της, σηματοδοτούν το σημείο έναρξης της προφητείας των “εβδομήντα εβδομάδων” η οποία είναι καταγραμμένη στα εδάφια Δανιήλ 9:24-27. Οι εβδομάδες αυτών των εδαφίων είναι σαφώς «εβδομάδες ετών» (Δα 9:24, RS, AT, Mo, ΚΛΠ, ΛΧ) και ανέρχονται συνολικά σε 490 χρόνια. Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, η προφητεία έστρεφε την προσοχή στην εμφάνιση του Ιησού ως Μεσσία το έτος 29 Κ.Χ., στο θάνατό του ο οποίος θα λάβαινε χώρα «στο μισό της εβδομάδας» ή αλλιώς στο μέσο της τελευταίας εβδομάδας ετών, δηλαδή το 33 Κ.Χ., και στο τέλος της περιόδου κατά την οποία ο Θεός έδειχνε ειδική εύνοια στους Ιουδαίους, δηλαδή το 36 Κ.Χ. Έτσι λοιπόν, οι 70 εβδομάδες ετών έκλεισαν με τη μεταστροφή του Κορνήλιου, 490 χρόνια μετά το έτος 455 Π.Κ.Χ.—Πρ 10:30-33, 44-48· 11:1.
Ο Ιησούς εμφανίστηκε ως ο Μεσσίας ακριβώς το έτος που είχε προειπωθεί, ίσως γύρω στους έξι μήνες αφότου ο Ιωάννης ο Βαφτιστής άρχισε το κήρυγμά του «το δέκατο πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του Τιβέριου Καίσαρα». (Λου 1:36· 3:1, 2, 21-23) Εφόσον η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ανακήρυξε τον Τιβέριο αυτοκράτορα στις 15 Σεπτεμβρίου του 14 Κ.Χ., το 15ο έτος του άρχισε κατά το τελευταίο τμήμα του 28 Κ.Χ. και έληξε το τελευταίο τμήμα του 29 Κ.Χ. (Βλέπε ΤΙΒΕΡΙΟΣ.) Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι ο Ιησούς βαφτίστηκε και χρίστηκε το φθινόπωρο του έτους 29 Κ.Χ.
Εφόσον ο Ιησούς ήταν «περίπου τριάντα χρονών» όταν βαφτίστηκε το 29 Κ.Χ. (Λου 3:23), έπεται ότι γεννήθηκε 30 χρόνια νωρίτερα, δηλαδή γύρω στο φθινόπωρο του έτους 2 Π.Κ.Χ. Γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Καίσαρα Αυγούστου και όταν κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος. (Λου 2:1, 2) Η διακυβέρνηση του Αυγούστου διήρκεσε από το 27 Π.Κ.Χ. ως το 14 Κ.Χ. Ο Ρωμαίος συγκλητικός Π. Σουλπίκιος Κυρήνιος διατέλεσε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές, και η πρώτη φορά ήταν προφανώς μετά τη θητεία του Π. Κοϊντίλιου Ούαρου ως λεγάτου της Συρίας, η οποία έληξε το 4 Π.Κ.Χ. Μερικοί λόγιοι τοποθετούν την πρώτη θητεία του Κυρήνιου ως κυβερνήτη στην περίοδο 3-2 Π.Κ.Χ. (Βλέπε ΑΠΟΓΡΑΦΗ.) Ο Ηρώδης ο Μέγας ήταν τότε βασιλιάς της Ιουδαίας, και, όπως είδαμε, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι πιθανότατα πέθανε το έτος 1 Π.Κ.Χ. Έτσι λοιπόν, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και κυρίως οι Γραφικές περικοπές δείχνουν ότι ο Γιος του Θεού γεννήθηκε ως άνθρωπος το φθινόπωρο του 2 Π.Κ.Χ.
Η ύστερη αποστολική περίοδος. Είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση τις χρονολογίες αρκετών από τα γεγονότα που συνέβησαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η εξαγγελία της προφητείας για μια μεγάλη πείνα από τον Χριστιανό προφήτη Άγαβο και ο επακόλουθος διωγμός, τον οποίο υποκίνησε ο Ηρώδης Αγρίππας Α΄ και ο οποίος κατέληξε στο θάνατο του αποστόλου Ιακώβου και στη φυλάκιση του Πέτρου, προφανώς έλαβαν χώρα γύρω στο 44 Κ.Χ. (Πρ 11:27-30· 12:1-4) Ο Ηρώδης Αγρίππας πέθανε εκείνο το έτος, και τα στοιχεία πιστοποιούν ότι η προειπωμένη πείνα ήρθε γύρω στο έτος 46 Κ.Χ. Πιθανότατα εκείνο το έτος έλαβε χώρα η διακονία βοήθειας, την οποία οργάνωσαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας.—Πρ 12:25.
Η πρώτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά μέσω της ανθυπατείας του Γαλλίωνα. (Πρ 18:1, 11-18) Όπως εξηγείται στο λήμμα ΓΑΛΛΙΩΝ, αυτή η ανθυπατεία φαίνεται ότι διήρκεσε από το καλοκαίρι του 51 Κ.Χ. ως το καλοκαίρι του 52 Κ.Χ., αν και κάποιοι λόγιοι τάσσονται υπέρ των ετών 52/53 Κ.Χ. Άρα, η 18μηνη δράση του Παύλου στην Κόρινθο πιθανώς ξεκίνησε το φθινόπωρο του 50 Κ.Χ. και τελείωσε την άνοιξη του 52 Κ.Χ. Αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι δύο συνεργάτες του Παύλου στην Κόρινθο, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, είχαν έρθει πρόσφατα εκεί από την Ιταλία εξαιτίας του διατάγματος του Αυτοκράτορα Κλαύδιου που απαιτούσε να φύγουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη. (Πρ 18:2) Ο Παύλος Ορόσιος, ιστορικός του πέμπτου αιώνα, δηλώνει ότι αυτή η διαταγή δόθηκε το ένατο έτος του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 ή στις αρχές του 50 Κ.Χ.
Τα δύο χρόνια κατά τα οποία ο Παύλος ήταν φυλακισμένος στην Καισάρεια ήταν επίσης τα δύο τελευταία χρόνια της θητείας του Φήλικα ως κυβερνήτη, μετά το πέρας της οποίας ο διάδοχος του Φήλικα, ο Πόρκιος Φήστος, έστειλε τον Παύλο στη Ρώμη. (Πρ 21:33· 23:23-35· 24:27) Το πότε ανήλθε ο Φήστος στο αξίωμά του είναι σχετικά αόριστο, καθώς τα ιστορικά στοιχεία δεν συγκλίνουν όλα στο ίδιο συμπέρασμα. Ωστόσο, το έτος 58 Κ.Χ. φαίνεται να είναι το πιο πιθανό. Η άφιξη του Παύλου στη Ρώμη, κατόπιν αυτού, μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ του 59 και του 61 Κ.Χ.
Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Ρώμη συνέβη τον Ιούλιο του 64 Κ.Χ., επακολούθησε δε άγριος διωγμός των Χριστιανών, με την υποκίνηση του Νέρωνα. Είναι πιθανό ότι η δεύτερη φυλάκιση του Παύλου και η εκτέλεσή του έλαβαν χώρα λίγο αργότερα. (2Τι 1:16· 4:6, 7) Η εξορία του Ιωάννη στο νησί της Πάτμου τοποθετείται γενικά στο διάστημα που ήταν στην εξουσία ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός. (Απ 1:9) Ο διωγμός των Χριστιανών κορυφώθηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησής του (81-96 Κ.Χ.), ιδίως τα τελευταία τρία χρόνια. Κατά παράδοση πιστεύεται ότι μετά το θάνατο του Δομιτιανού ο Ιωάννης αφέθηκε ελεύθερος από την εξορία και πέθανε στην Έφεσο προς το τέλος του πρώτου αιώνα Κ.Χ. Έτσι λοιπόν, με τη συγγραφή των επιστολών του Ιωάννη η οποία έλαβε χώρα περίπου τότε, ο Βιβλικός κανόνας ολοκληρώθηκε και η αποστολική περίοδος έφτασε στο τέλος της.
[Πίνακας στη σελίδα 1328-1330]
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ Κατά την Περίοδο των Βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σκοπός αυτού του πίνακα είναι να παράσχει ένα κατατοπιστικό διάγραμμα των βασικών γεγονότων που συνδέονται με τους βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ. Τα έτη διακυβέρνησης των διαφόρων βασιλιάδων του Ιούδα, όπως αναφέρονται στην Αγία Γραφή, χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τον προσδιορισμό άλλων χρονολογιών. Οι χρονολογίες που δίνονται για τη διακυβέρνηση των βασιλιάδων του Ιούδα ξεκινούν από την άνοιξη του αναφερόμενου έτους και τελειώνουν την άνοιξη του επόμενου. Ο προσδιορισμός των χρονολογιών που αφορούν τις περιόδους διακυβέρνησης των βασιλιάδων του Ισραήλ έγινε με βάση τις αντίστοιχες χρονολογίες για τους βασιλιάδες του Ιούδα. Στην Αγία Γραφή υπάρχουν αρκετοί συγχρονισμοί, οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό αυτών των χρονολογιών.
Οι αρχιερείς και οι προφήτες των οποίων τα ονόματα συνδέονται στο Βιβλικό υπόμνημα με τους διάφορους βασιλιάδες αναφέρονται εδώ. Ωστόσο, αυτός ο κατάλογος δεν είναι πλήρης. Το Ααρωνικό ιερατείο υπηρέτησε πρώτα στη σκηνή της μαρτυρίας και κατόπιν στο ναό, προφανώς χωρίς διακοπή, μέχρι τη βαβυλωνιακή εξορία. Εξάλλου η Αγία Γραφή δείχνει ότι, εκτός από τους προφήτες που κατονομάζονται, υπηρέτησαν και πολλοί άλλοι σε αυτό το ιερό αξίωμα.—1Βα 18:4· 2Χρ 36:15, 16.
ΔΩΔΕΚΑΦΥΛΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Χρονολογίες Π.Κ.Χ.
Ο ΣΑΟΥΛ άρχισε να βασιλεύει και στις 12 φυλές (40 χρόνια)
Προφήτης: Σαμουήλ
Αρχιερείς: Αχιά, Αχιμέλεχ
1117
Γέννηση του Δαβίδ
1107
Ο Σαμουήλ ολοκλήρωσε το βιβλίο των Κριτών
περ. 1100
Ο Σαμουήλ ολοκλήρωσε το βιβλίο της Ρουθ
περ. 1090
Ολοκληρώθηκε το βιβλίο Πρώτο Σαμουήλ
περ. 1078
Ο ΔΑΒΙΔ άρχισε να βασιλεύει ως βασιλιάς του Ιούδα στη Χεβρών (40)
Προφήτες: Νάθαν, Γαδ, Σαδώκ
Αρχιερέας: Αβιάθαρ
1077
Ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς σε όλο τον Ισραήλ· κατέστησε πρωτεύουσά του την Ιερουσαλήμ
1070
Ο Γαδ και ο Νάθαν ολοκλήρωσαν το βιβλίο Δεύτερο Σαμουήλ
περ. 1040
Ο ΣΟΛΟΜΩΝ άρχισε να βασιλεύει (40)
Προφήτες: Νάθαν, Αχιά, Ιδδώ
Αρχιερείς: Αβιάθαρ, Σαδώκ
1037
Άρχισε η οικοδόμηση του ναού του Σολομώντα
1034
Ολοκληρώθηκε ο ναός που οικοδόμησε ο Σολομών στην Ιερουσαλήμ
1027
Ο Σολομών έγραψε το Άσμα Ασμάτων
περ. 1020
Ο Σολομών έγραψε το βιβλίο του Εκκλησιαστή
πρ. 1000
ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Χρονολογίες Π.Κ.Χ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Ο ΡΟΒΟΑΜ άρχισε να βασιλεύει (17 χρόνια)· το έθνος διαιρέθηκε σε δύο βασίλεια
Προφήτες: Σεμαΐας, Ιδδώ
997
Ο ΙΕΡΟΒΟΑΜ άρχισε να βασιλεύει στις 10 βόρειες φυλές, προφανώς πρώτα από τη Συχέμ και έπειτα από τη Θερσά (22 χρόνια)
Προφήτης: Αχιά
Ο Σισάκ της Αιγύπτου εισέβαλε στον Ιούδα και πήρε θησαυρούς από το ναό της Ιερουσαλήμ
993
Ο ΑΒΙΑ (ΑΒΙΑΜ) άρχισε να βασιλεύει (3)
Προφήτης: Ιδδώ
980
Ο ΑΣΑ προφανώς άρχισε να βασιλεύει (41), αλλά το πρώτο βασιλικό έτος του υπολογίζεται από το 977
Προφήτες: Αζαρίας, Ωδήδ, Ανανί
978
περ. 976
Ο ΝΑΔΑΒ άρχισε να βασιλεύει (2)
περ. 975
Ο ΒΑΑΣΑ δολοφόνησε τον Ναδάβ και στη συνέχεια άρχισε να βασιλεύει (24)
Προφήτης: Ιηού (γιος του Ανανί)
Ο Ζερά ο Αιθίοπας εκστράτευσε κατά του Ιούδα
967
περ. 952
Ο ΗΛΑ άρχισε να βασιλεύει (2)
περ. 951
Ο ΖΙΜΒΡΙ, ένας στρατιωτικός αρχηγός, δολοφόνησε τον Ηλά και στη συνέχεια έγινε βασιλιάς (7 ημέρες)
περ. 951
Ο ΑΜΡΙ, αρχηγός του στρατεύματος, άρχισε να βασιλεύει (12)
περ. 951
Ο Θιβνί άρχισε να βασιλεύει σε μια μερίδα του λαού, προκαλώντας και άλλη διαίρεση στο έθνος
περ. 947
Ο Αμρί έκαμψε την αντίσταση του Θιβνί και έγινε ο μοναδικός βασιλιάς στον Ισραήλ
περ. 940
Ο ΑΧΑΑΒ άρχισε να βασιλεύει (22)
Προφήτες: Ηλίας, Μιχαΐας
Ο ΙΩΣΑΦΑΤ προφανώς άρχισε να βασιλεύει (25), αλλά το πρώτο βασιλικό έτος του υπολογίζεται από το 936
Προφήτες: Ιηού (γιος του Ανανί), Ελιέζερ, Ιααζιήλ
Αρχιερέας: Αμαρίας
937
περ. 920
Ο ΟΧΟΖΙΑΣ, γιος του Αχαάβ, «έγινε βασιλιάς» (2)· προφανώς ενώ ο πατέρας του ήταν ακόμη εν ζωή·
Τα έτη βασιλείας του Οχοζία ίσως υπολογίζονται από το 919 περ.
Προφήτης: Ηλίας
Ο Ιωράμ, γιος του Ιωσαφάτ, άρχισε να συνεργάζεται κατά κάποιον τρόπο με τον πατέρα του στη διακυβέρνηση
περ. 919
περ. 917
Ο ΙΩΡΑΜ, γιος του Αχαάβ, άρχισε να βασιλεύει ως ο μοναδικός βασιλιάς του Ισραήλ (12), αλλά τουλάχιστον σε ένα εδάφιο η σύντομη βασιλεία του αδελφού του, του Οχοζία, που πέθανε χωρίς να αποκτήσει γιο, ίσως αποδίδεται σε αυτόν
Προφήτης: Ελισαιέ
Ο ΙΩΡΑΜ έγινε επίσημα συμβασιλιάς του Ιωσαφάτ, και η βασιλεία του μπορεί να υπολογίζεται από τότε (8)
Προφήτης: Ηλίας
913
Ο Ιωσαφάτ πέθανε και ο Ιωράμ έγινε ο μοναδικός κυβερνήτης
περ. 911
Ο ΟΧΟΖΙΑΣ, γιος του Ιωράμ, άρχισε να βασιλεύει (1), αν και ίσως χρίστηκε βασιλιάς το 907 περ.
Αρχιερέας: Ιωδαέ
περ. 906
Η ΓΟΘΟΛΙΑ σφετερίστηκε το θρόνο (6)
περ. 905
Ο ΙΗΟΥ, ένας στρατιωτικός αρχηγός, φόνευσε τον Ιωράμ και άρχισε να βασιλεύει (28), αλλά φαίνεται ότι τα έτη της βασιλείας του υπολογίζονται από το 904 περ.
Προφήτης: Ελισαιέ
Ο ΙΩΑΣ, γιος του Οχοζία, άρχισε να βασιλεύει (40)
Αρχιερέας: Ιωδαέ
898
876
Ο ΙΩΑΧΑΖ άρχισε να βασιλεύει (17)
περ. 862
Ο Ιωάς προφανώς έγινε συμβασιλιάς με τον πατέρα του, τον Ιωάχαζ
περ. 859
Ο ΙΩΑΣ, γιος του Ιωάχαζ, άρχισε να βασιλεύει μόνος του στον Ισραήλ (16)
Προφήτης: Ελισαιέ
Ο ΑΜΑΖΙΑΣ άρχισε να βασιλεύει (29)
858
Ο Ιωάς του Ισραήλ αιχμαλώτισε τον Αμαζία, προκάλεσε ρήγμα στο τείχος της Ιερουσαλήμ και πήρε θησαυρούς από το ναό
μτ. 858
περ. 844
Ο ΙΕΡΟΒΟΑΜ Β΄ άρχισε να βασιλεύει (41)
Προφήτες: Ιωνάς, Ωσηέ, Αμώς
Γράφτηκε το βιβλίο του Ιωνά
Ο ΟΖΙΑΣ (ΑΖΑΡΙΑΣ) άρχισε να βασιλεύει (52)
Προφήτες: Ωσηέ, Ιωήλ (;), Ησαΐας
Αρχιερέας: Αζαρίας (Β΄)
829
Ίσως γράφτηκε το βιβλίο του Ιωήλ
περ. 820
Ο Οζίας «έγινε βασιλιάς» κατά μία ειδική έννοια, ενδεχομένως με την έννοια ότι τότε απαλλάχτηκε από την επικυριαρχία του Ιεροβοάμ Β΄
περ. 818
Γράφτηκε το βιβλίο του Αμώς
περ. 804
περ. 803
Ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ «άρχισε να βασιλεύει» κατά μία έννοια, αλλά προφανώς η βασιλεία του δεν εδραιώθηκε πλήρως πριν από το 792 περ. (6 μήνες)
περ. 791
Ο ΣΑΛΛΟΥΜ δολοφόνησε τον Ζαχαρία και ακολούθως έγινε βασιλιάς (1 μήνα)
περ. 791
Ο ΜΕΝΑΗΜ δολοφόνησε τον Σαλλούμ και ακολούθως άρχισε να βασιλεύει, αλλά φαίνεται ότι τα έτη της βασιλείας του μετρούν από το 790 περ. (10)
περ. 780
Ο ΦΕΚΑΪΑΣ άρχισε να βασιλεύει (2)
περ. 778
Ο ΦΕΚΑ δολοφόνησε τον Φεκαΐα και ακολούθως άρχισε να βασιλεύει (20)
Προφήτης: Ωδήδ
Ο ΙΩΘΑΜ άρχισε να βασιλεύει (16)
Προφήτες: Μιχαίας, Ωσηέ, Ησαΐας
777
Ο ΑΧΑΖ άρχισε προφανώς να βασιλεύει (16), αλλά το πρώτο βασιλικό έτος του υπολογίζεται από το 761
Προφήτες: Μιχαίας, Ωσηέ, Ησαΐας
Αρχιερέας: Ουριγίας (;)
762
Ο Άχαζ προφανώς έγινε υποτελής του Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ της Ασσυρίας
περ. 759
περ. 758
Ο ΩΣΙΕ δολοφόνησε τον Φεκά και ακολούθως «άρχισε να βασιλεύει» αντ’ αυτού, αλλά φαίνεται ότι απέκτησε τον πλήρη έλεγχο ή ίσως έλαβε τη στήριξη του Ασσύριου μονάρχη Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ το 748 περ. (9 χρόνια)
Ο ΕΖΕΚΙΑΣ προφανώς άρχισε να βασιλεύει (29), αλλά το πρώτο βασιλικό έτος του υπολογίζεται από το 745
Προφήτες: Μιχαίας, Ωσηέ, Ησαΐας
Αρχιερέας: Αζαρίας (Β΄ ή Γ΄)
746
μτ. 745
Ολοκληρώθηκε το βιβλίο του Ωσηέ
742
Ο ασσυριακός στρατός άρχισε να πολιορκεί τη Σαμάρεια
740
Η Ασσυρία κατέκτησε τη Σαμάρεια, υπέταξε τον Ισραήλ· το βόρειο βασίλειο έπαψε να υφίσταται
Ο Σενναχειρείμ εισέβαλε στον Ιούδα
732
Ολοκληρώθηκε το βιβλίο του Ησαΐα
μτ. 732
Ολοκληρώθηκε το βιβλίο του Μιχαία
πρ. 717
Ολοκληρώθηκε η σύνταξη του βιβλίου των Παροιμιών
περ. 717
Ο ΜΑΝΑΣΣΗΣ άρχισε να βασιλεύει (55)
716
Ο ΑΜΩΝ άρχισε να βασιλεύει (2)
661
Ο ΙΩΣΙΑΣ άρχισε να βασιλεύει (31)
Προφήτες: Σοφονίας, Ιερεμίας, προφήτισσα Όλδα
Αρχιερέας: Χελκίας
659
Γράφτηκε το βιβλίο του Σοφονία
πρ. 648
Γράφτηκε το βιβλίο του Ναούμ
πρ. 632
Ο ΙΩΑΧΑΖ έγινε βασιλιάς (3 μήνες)
628
Ο ΙΩΑΚΕΙΜ άρχισε να βασιλεύει ως υποτελής της Αιγύπτου (11)
Προφήτες: Αββακούμ (;), Ιερεμίας
628
Ίσως γράφτηκε το βιβλίο του Αββακούμ
περ. 628
Ο Ναβουχοδονόσορ Β΄ έκανε τον Ιωακείμ υποτελή στη Βαβυλώνα
620
Ο ΙΩΑΧΙΝ άρχισε να βασιλεύει (3 μήνες 10 ημέρες)
618
Ο Ναβουχοδονόσορ Β΄ πήρε Ιουδαίους αιχμαλώτους και τους θησαυρούς του ναού στη Βαβυλώνα
617
Ο ΣΕΔΕΚΙΑΣ άρχισε να βασιλεύει (11)
Προφήτες: Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ
Αρχιερέας: Σεραΐας
617
Ο Ναβουχοδονόσορ Β΄ εισέβαλε ξανά στον Ιούδα· άρχισε η πολιορκία της Ιερουσαλήμ
609
Ανοίχτηκε ρήγμα στα τείχη της Ιερουσαλήμ την 9η ημέρα του 4ου μήνα
607
Η Ιερουσαλήμ και ο ναός κάηκαν τη 10η ημέρα του 5ου μήνα
607
Οι τελευταίοι Ιουδαίοι εγκατέλειψαν τον Ιούδα περίπου στα μέσα του 7ου μήνα
607
Ο Ιερεμίας έγραψε το βιβλίο των Θρήνων
607
Γράφτηκε το βιβλίο του Αβδιού
περ. 607
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μετά την κατάκτηση της Σαμάρειας, οι δέκα φυλές του βασιλείου του Ισραήλ εξορίστηκαν. Η γη, όμως, δεν ερημώθηκε, όπως συνέβη στον Ιούδα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα, τη Χουθά, την Αβά, την Αιμάθ, και τη Σεφαρβαΐμ στις πόλεις του Ισραήλ για να κατοικούν εκεί. Οι απόγονοί τους ήταν ακόμη εκεί όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ το 537 Π.Κ.Χ. για να ξαναχτίσουν το ναό.—2Βα 17:6, 24· Εσδ 4:1, 2.