ΑΘΗΝΑ
(Αθήνα) [συγγενεύει ετυμολογικά με το όνομα της θεάς Αθηνάς].
Η σημερινή πρωτεύουσα της Ελλάδας και η πιο εξέχουσα πόλη της κατά τους αρχαίους χρόνους. Βρίσκεται προς το νότιο άκρο του λεκανοπεδίου της Αττικής, σε απόσταση 8 χλμ. περίπου από το Αιγαίο Πέλαγος, και εξυπηρετείται από το κοντινό της λιμάνι του Πειραιά με το οποίο συνδεόταν κατά τους προχριστιανικούς χρόνους μέσω μακρών, σχεδόν παράλληλων τειχών. Η γεωγραφική της θέση συνέβαλε πολύ στο ιστορικό της μεγαλείο. Τα βουνά που περιέβαλλαν την πόλη τής πρόσφεραν φυσική άμυνα και τα ορεινά περάσματα ήταν αρκετά μακριά ώστε να απαλείφεται το ενδεχόμενο αιφνιδιαστικής χερσαίας επίθεσης. Επίσης, βρισκόταν αρκετά μακριά από τη θάλασσα ώστε να είναι ασφαλής σε περίπτωση εισβολής από κάποιον στόλο, συγχρόνως όμως, η πρόσβαση στα τρία φυσικά λιμάνια της στον κοντινό Πειραιά ήταν εύκολη από την πόλη.
Πολιτιστικό και Θρησκευτικό Κέντρο. Παρότι η Αθήνα απέκτησε κάποια στρατιωτική φήμη ως πρωτεύουσα μιας μικρής αυτοκρατορίας και ως ισχυρή ναυτική δύναμη τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., πρωτίστως διακρίθηκε ως το κέντρο της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Εξελίχθηκε σε ακαδημαϊκή πόλη και διέθετε πληθώρα δασκάλων, ρητόρων και φιλοσόφων—ήταν μάλιστα η έδρα διάσημων φιλοσόφων όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Τέσσερις φιλοσοφικές σχολές ιδρύθηκαν εκεί—η Πλατωνική, η Περιπατητική, η Επικούρεια και η Στωική (Πρ 17:18)—στις οποίες φοιτούσαν σπουδαστές από ολόκληρη την αυτοκρατορία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Επίσης, η Αθήνα ήταν πολύ θρησκευόμενη πόλη, γεγονός που προκάλεσε το σχόλιο του αποστόλου Παύλου πως οι Αθηναίοι “φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερο φόβο για τις θεότητες από ό,τι άλλοι”. (Πρ 17:22) Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο, οι Αθηναίοι ήταν «οι πιο ευσεβείς από όλους τους Έλληνες». (Κατ’ Απίωνος, Β΄, 130 [11]) Η Πολιτεία είχε υπό τον έλεγχό της τη θρησκεία και την προωθούσε πληρώνοντας για τις δημόσιες θυσίες, τις τελετές και τις πομπές που γίνονταν προς τιμήν των θεών. Είδωλα υπήρχαν σε ναούς, σε πλατείες και στους δρόμους, ενώ οι άνθρωποι συνήθιζαν να προσεύχονται στους θεούς πριν από τα συμπόσιά τους—στη διάρκεια των οποίων επιδίδονταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις—καθώς και πριν από τις πολιτικές συγκεντρώσεις και τους αθλητικούς αγώνες. Μάλιστα για να μην προσβάλουν κανέναν από τους θεούς, οι Αθηναίοι είχαν φτιάξει βωμούς «Στον Άγνωστο Θεό», γεγονός που σχολιάζει ο Παύλος στο εδάφιο Πράξεις 17:23. Ο γεωγράφος του δεύτερου αιώνα Παυσανίας το επιβεβαιώνει αυτό, εξηγώντας ότι καθ’ οδόν από το λιμάνι του Φαληρικού Όρμου προς την Αθήνα (από όπου πιθανόν να πέρασε ο Παύλος κατά την άφιξή του) παρατήρησε “βωμούς θεών που ονομάζονταν Άγνωστοι και ηρώων”.—Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Α΄, 4.
Η Παλαιότερη Ιστορία Της. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από την Ακρόπολη, έναν προμήκη λόφο ύψους 150 μ. περίπου, τρεις από τις πλευρές του οποίου ορθώνονται απόκρημνες. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 749) Τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ. κυβερνιόταν από μια ομάδα ευγενών ή αριστοκρατών η εξουσία των οποίων μεταβιβαζόταν κληρονομικά. Αυτοί ήταν γνωστοί ως Ευπατρίδες και είχαν το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας καθώς και τον έλεγχο του Αρείου Πάγου, του κύριου ποινικού δικαστηρίου εκείνης της εποχής. Ωστόσο, στις αρχές του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., ο νομοθέτης Σόλων έκανε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την κατάσταση των φτωχών και έθεσαν το θεμέλιο για μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτή η δημοκρατία, όμως, ίσχυε μόνο για τους ελεύθερους πολίτες της χώρας, καθώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν δούλοι.
Μετά τις νίκες επί των Περσών τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., η Αθήνα έγινε η πρωτεύουσα μιας μικρής αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της οποίας η εμπορική δραστηριότητα και η επιρροή απλώνονταν από την Ιταλία και τη Σικελία στη Δ μέχρι την Κύπρο και τη Συρία στην Α. Η πόλη έγινε η πολιτιστική ηγέτιδα του αρχαίου κόσμου με λαμπρά επιτεύγματα στα γράμματα και στις τέχνες. Εκείνη την εποχή ανεγέρθηκαν πολλά όμορφα δημόσια κτίρια και ναοί—μεταξύ αυτών ο Παρθενώνας (ο ναός της Αθηνάς) και το Ερέχθειο, τα ερείπια των οποίων στέκουν ακόμη πάνω στην Ακρόπολη, στη σημερινή Αθήνα. Ο Παρθενώνας θεωρούνταν το κυριότερο αρχιτεκτονικό μνημείο της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας και κοσμούνταν από ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς ύψους 12 μ.
Ωστόσο, αυτή η υλική ομορφιά δεν απέφερε αληθινή πνευματική ανύψωση στους Αθηναίους, διότι οι θεοί και οι θεές τους οποίους τιμούσε επιδίδονταν, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, σε κάθε είδους ανήθικη και εγκληματική πράξη γνωστή στον άνθρωπο. Γι’ αυτόν το λόγο, στις ημέρες του Παύλου ο Έλληνας φιλόσοφος Απολλώνιος επέκρινε τους Αθηναίους για τους οργιαστικούς χορούς τους στα Διονύσια, που ήταν γιορτή προς τιμήν του Διονύσου (Βάκχου), και για τον ενθουσιασμό που έδειχναν βλέποντας να χύνεται ανθρώπινο αίμα στους αγώνες μονομάχων.
Η Αθηναϊκή Ηγεμονία διαλύθηκε μετά την ήττα της από τους Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στο τέλος του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ., αλλά οι κατακτητές της σεβάστηκαν την πόλη λόγω του πολιτισμού της και δεν την κατέστρεψαν ολοσχερώς. Το 86 Π.Κ.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, με αποτέλεσμα να στερηθεί την εμπορική και οικονομική της ευημερία. Έτσι λοιπόν, την εποχή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, στην Παλαιστίνη, ο Ιησούς και οι πρώτοι Χριστιανοί, η σπουδαιότητα της Αθήνας συνίστατο κυρίως στα ακαδημαϊκά της ιδρύματα και στις φιλοσοφικές της σχολές.
Η Δράση του Παύλου στην Αθήνα. Περίπου το 50 Κ.Χ. ο απόστολος Παύλος επισκέφτηκε την Αθήνα στη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας. Είχε αφήσει τον Σίλα και τον Τιμόθεο στη Βέροια παραγγέλλοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. (Πρ 17:13-15) Ενόσω τους περίμενε, παροξύνθηκε από τους πολλούς ψεύτικους θεούς της πόλης και έτσι άρχισε να συζητάει λογικά με τους ανθρώπους, τόσο στην Ιουδαϊκή συναγωγή όσο και στην αγορά. (Πρ 17:16, 17) Στην εποχή μας, αυτή η αγορά ΒΔ της Ακρόπολης ανασκάφηκε πλήρως από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Προφανώς, η αγορά δεν ήταν τόπος μόνο εμπορικών συναλλαγών αλλά και συζητήσεων και διεκπεραίωσης υποθέσεων της πολιτείας. Η φιλοπερίεργη διάθεση των Αθηναίων η οποία περιγράφεται στα εδάφια Πράξεις 17:18-21 αντικατοπτρίζεται στην κριτική που ασκεί ο Δημοσθένης στους Αθηναίους συμπολίτες του επειδή τους άρεσε να τριγυρίζουν στην αγορά και να ρωτούν διαρκώς: «Τι νέα;»
Ενόσω ο Παύλος ήταν στην αγορά, τον πλησίασαν Στωικοί και Επικούρειοι φιλόσοφοι οι οποίοι τον είδαν καχύποπτα ως “διαγγελέα ξένων θεοτήτων”. (Πρ 17:18) Υπήρχαν πολλά είδη θρησκειών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά οι ελληνικοί και οι ρωμαϊκοί νόμοι απαγόρευαν την εισαγωγή ξένων θεών και καινούριων θρησκευτικών συνηθειών, ιδίως όταν αυτά συγκρούονταν με την τοπική θρησκεία. Ο Παύλος προφανώς είχε αντιμετωπίσει δυσκολίες λόγω θρησκευτικής μισαλλοδοξίας στην εκρωμαϊσμένη πόλη των Φιλίππων. (Πρ 16:19-24) Οι κάτοικοι της Αθήνας αποδείχτηκαν πιο σκεπτικιστές και ανεκτικοί από τους Φιλιππήσιους, αλλά προφανώς δεν έπαυαν να ενδιαφέρονται για το πώς αυτή η καινούρια διδασκαλία θα μπορούσε να επηρεάσει την ασφάλεια της πολιτείας. Ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, αλλά δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα αν μίλησε ενώπιον του ομώνυμου δικαστηρίου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι στις ημέρες του Παύλου το δικαστήριο δεν συνερχόταν πλέον στο λόφο αλλά στην αγορά.
Η γλαφυρή μαρτυρία που έδωσε ο Παύλος ενώπιον αυτών των πολυμαθών Αθηναίων αποτελεί μάθημα διακριτικότητας και διάκρισης. Ο Παύλος έδειξε ότι δεν κήρυττε για κάποια καινούρια θεότητα αλλά ότι, απεναντίας, κήρυττε για τον ίδιο τον Δημιουργό του ουρανού και της γης, και με διακριτικότητα αναφέρθηκε στον «Άγνωστο Θεό» του οποίου το βωμό είχε δει, παραθέτοντας μάλιστα από τα Φαινόμενα του Άρατου, ενός ποιητή από τους Σόλους της Κιλικίας, και από τον Ύμνο εις τον Δία του Κλεάνθη. (Πρ 17:22-31) Παρότι οι περισσότεροι τον ενέπαιξαν, μερικοί Αθηναίοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Αρεοπαγίτης δικαστής Διονύσιος και μια γυναίκα ονόματι Δάμαρις, έγιναν πιστοί.—Πρ 17:32-34.
Ίσως ο Τιμόθεος συνάντησε τον Παύλο στην Αθήνα και στη συνέχεια στάλθηκε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Αλλά φαίνεται πιο πιθανό να ήταν στη Βέροια όταν ειδοποιήθηκε από τον Παύλο να κάνει το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να μείνει ο Παύλος στην Αθήνα χωρίς συντρόφους. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που εμφανίζεται στα εδάφια 1 Θεσσαλονικείς 3:1, 2 φαίνεται ότι αποτελεί τρόπο έκφρασης που χρησιμοποιεί ο Παύλος αναφερόμενος στον εαυτό του. (Παράβαλε 1Θε 2:18· 3:6.) Αν ισχύει αυτό, τότε ο Παύλος έφυγε μόνος του από την Αθήνα και συνέχισε μέχρι την Κόρινθο, όπου τελικά ξαναβρέθηκε με τον Σίλα και τον Τιμόθεο. (Πρ 18:5) Είναι πιθανό να επισκέφτηκε και πάλι ο Παύλος την Αθήνα στην τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του (55 ή 56 Κ.Χ.), δεδομένου ότι το υπόμνημα αναφέρει πως τότε έμεινε τρεις μήνες στην Ελλάδα.—Πρ 20:2, 3.
[Εικόνα στη σελίδα 115]
Η σημερινή Αθήνα με το λόφο του Λυκαβηττού