ΞΙΦΟΦΟΡΟΙ
Οι «ξιφοφόροι» ήταν μέλη μιας φανατικής πολιτικής Ιουδαϊκής φατρίας του πρώτου αιώνα Κ.Χ. η οποία επιδιδόταν σε οργανωμένες πολιτικές δολοφονίες. Όταν οι Ιουδαίοι δημιούργησαν οχλοκρατία εναντίον του Παύλου στην Ιερουσαλήμ κατά την τελευταία επίσκεψή του εκεί, ο στρατιωτικός διοικητής Κλαύδιος Λυσίας είχε την υποψία ότι ο απόστολος ήταν ο Αιγύπτιος που είχε υποκινήσει προηγουμένως στασιασμό και είχε οδηγήσει τους 4.000 «ξιφοφόρους» στην έρημο.—Πρ 21:30-38· 23:26, 27.
Η έκφραση του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που μεταφράζεται «ξιφοφόρους» είναι ἄνδρας τῶν σικαρίων. Η λέξη σικάριοι προέρχεται από τη λατινική sicarii, η οποία με τη σειρά της παράγεται από τη λέξη sica (ξιφίδιο).
Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, ειδικά στη διάρκεια των γιορτών, οι «ξιφοφόροι», ή αλλιώς Σικάριοι, έχοντας ξιφίδια κρυμμένα κάτω από τα ενδύματά τους, ανακατεύονταν με τα πλήθη στην Ιερουσαλήμ και μαχαίρωναν τους εχθρούς τους μέρα μεσημέρι. Μετά, για να αποφύγουν τις υποψίες, εξέφραζαν και αυτοί μαζί με τους άλλους αγανάκτηση για τις δολοφονίες. Ο Ιώσηπος υποδηλώνει επιπλέον ότι οι Σικάριοι πρωτοστάτησαν στην εξέγερση κατά της Ρώμης. Το 66 Κ.Χ., μια ομάδα Σικαρίων υπό τις διαταγές του Ελεάζαρ, γιου του Ιαείρου, αιχμαλώτισε και κατέσφαξε τη ρωμαϊκή φρουρά στη Μασάδα. Αυτή η ομάδα φανατικών πατριωτών εξακολούθησε να αψηφά τη Ρώμη μέχρι το 73 Κ.Χ., οπότε τα οχυρώματα της Μασάδας υπέστησαν ρήγματα. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, δεν χρειάστηκε να επιτεθούν στο ίδιο το φρούριο. Οι Σικάριοι, προκειμένου να μην αιχμαλωτιστούν, είχαν πραγματοποιήσει μια συστηματική σφαγή στην οποία υποβλήθηκαν εθελούσια 960 άντρες, γυναίκες και παιδιά. Επέζησαν μόνο δύο γυναίκες και πέντε παιδιά που είχαν κρυφτεί σε μια σπηλιά.