ΑΡΠΑΓΗ
Η αφαίρεση ή απόσπαση οποιουδήποτε πράγματος από κάποιον ο οποίος αρνείται ή διστάζει να το παραχωρήσει με τη χρήση εκφοβισμού—είτε πρόκειται για βία είτε για απειλές είτε για οποιαδήποτε άλλη αθέμιτη χρήση δύναμης. Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, το άτομο που ενεργεί με τον παραπάνω τρόπο αποκαλείται ἅρπαξ. (1Κο 5:10) Η Αγία Γραφή προειδοποιεί επανειλημμένα ότι δεν πρέπει να επιδιώκει κανείς το άδικο κέρδος, ιδιαίτερα αν βρίσκεται σε θέση ευθύνης ή εξουσίας.—Εξ 18:21· Παρ 1:19· 15:27.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη, οι Ιουδαίοι εισπράκτορες φόρων ήταν συχνά ένοχοι αρπαγής. Η θέση που κατείχαν τους παρείχε άφθονες ευκαιρίες για να πλουτίσουν με άδικο τρόπο (και αναμφίβολα να πλουτίσουν επίσης τους Ρωμαίους κυρίους τους) σε βάρος του λαού. Ο Ιησούς έκανε ενδεχομένως νύξη αυτού του γεγονότος, μιλώντας σε μια παραβολή του για έναν αυτοδικαιούμενο Φαρισαίο ο οποίος, ενώ προσευχόταν δίπλα σε έναν εισπράκτορα φόρων, υπερηφανευόταν ενώπιον του Θεού ότι δεν ήταν άρπαγας. (Λου 18:11) Οι εισπράκτορες φόρων που πήγαν στον Ιωάννη τον Βαφτιστή ρωτώντας τον τι να κάνουν έλαβαν την εξής συμβουλή: «Να μη ζητάτε τίποτα περισσότερο από τον καθορισμένο φόρο».—Λου 3:13.
Όταν ο Ζακχαίος, ένας πλούσιος επικεφαλής εισπράκτορας φόρων, φιλοξένησε τον Ιησού στο σπίτι του, μετανόησε και μεταστράφηκε από την κακή πορεία του, λέγοντας: «Ό,τι άρπαξα από οποιονδήποτε με ψεύτικη κατηγορία το δίνω πίσω τετραπλό». (Λου 19:2, 8· βλέπε ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ.) Ωστόσο, σε ανάλογες περιπτώσεις μετάνοιας και παραδοχής της ενοχής, ο Νόμος απαιτούσε να επιστρέφεται μόνο το 120 τοις εκατό στο θύμα της απάτης.—Λευ 6:2-5.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, η αρπαγή συγκαταλέγεται μαζί με την πορνεία, τη μοιχεία, την ειδωλολατρία, την απληστία, την κλοπή, τη μέθη, την υβριστική ομιλία και την ομοφυλοφιλία στα πράγματα που θα εμποδίσουν όποιον τα πράττει να μπει στη Βασιλεία του Θεού. Γράφοντας στην εκκλησία της Κορίνθου, ο απόστολος Παύλος ανέφερε ότι στο παρελθόν μερικοί είχαν κάνει τέτοια πράγματα, αλλά τώρα είχαν καθαριστεί. Επομένως, μολονότι δεν μπορούσαν να αποφύγουν κάποιες επαφές με τέτοιου είδους άτομα στον κόσμο, έπρεπε να πάψουν να συναναστρέφονται με οποιοδήποτε τέτοιο άτομο το οποίο ισχυριζόταν ότι ήταν «αδελφός», και έπρεπε να το αποβάλουν από την εκκλησία.—1Κο 5:9-11· 6:9-11.
Η Χριστιανική στάση απέναντι σε κάποιον άρπαγα που προσπαθεί να αποσπάσει κάτι ως δωροδοκία φαίνεται παραστατικά από την περίπτωση του αποστόλου Παύλου. Ο Ρωμαίος κυβερνήτης Φήλιξ επιχείρησε να αρπάξει χρήματα από τον Παύλο, παρατείνοντας τη φυλάκισή του επί δύο χρόνια. Αν και ο Παύλος το γνώριζε αυτό, δεν έδωσε τίποτα στον Φήλικα. Τελικά, ο Κυβερνήτης Φήστος διαδέχθηκε τον Φήλικα στο συγκεκριμένο αξίωμα.—Πρ 24:26, 27.
Θρησκευόμενοι Άρπαγες. Ο Χριστός κατήγγειλε τους γραμματείς και τους Φαρισαίους δηλώνοντας ότι, σαν τους ληστές, “έβριθαν από αρπαγή”, προφανώς επειδή υφάρπαζαν υλικά αγαθά από τις χήρες και άλλους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, καθώς και επειδή κρατούσαν τους ανθρώπους σε θρησκευτική αιχμαλωσία αφαιρώντας «το κλειδί της γνώσης». (Ματ 23:25· Λου 11:52) Παρόμοια, οι θρησκευτικοί ηγέτες των Ιουδαίων πρωτοστάτησαν στην αρπαγή των υπαρχόντων των Χριστιανών.—Εβρ 10:34.