ΠΟΛΙΤΗΣ, ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ
Πολίτης είναι ο αυτόχθων ή πολιτογραφημένος κάτοικος πόλης ή κράτους ο οποίος έχει δικαιώματα και προνόμια που στερούνται οι άλλοι, και αναλαμβάνει από την πλευρά του τις συνεπαγόμενες ευθύνες που ορίζουν οι εξουσίες οι οποίες του έχουν χορηγήσει την υπηκοότητα. Στην Αγία Γραφή οι όροι «πολίτης» και «υπηκοότητα» εμφανίζονται μόνο στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο οι λέξεις πολίτης, πολιτεία (τα δικαιώματα ή η ιδιότητα του πολίτη· το κράτος), πολίτευμα (η ιδιότητα ή ο βίος του πολίτη), συνπολίτης (συμπολίτης) και πολιτεύομαι (συμπεριφέρομαι ως πολίτης) είναι όλες συγγενικές της λέξης πόλις.
Μολονότι οι όροι «πολίτης» και «υπηκοότητα» δεν εμφανίζονται στις Εβραϊκές Γραφές, η έννοια του πολίτη και του μη πολίτη ενυπάρχει σε όρους όπως ο «αυτόχθων» και ο «πάροικος». (Λευ 24:22) Υπό τη διευθέτηση του Μωσαϊκού Νόμου, η εκκλησία αποτελούσε στην ουσία την κοινοπολιτεία στην οποία μπορούσαν να γίνουν δεκτοί οι ξένοι, με ορισμένους περιορισμούς, ώστε να απολαμβάνουν πολλά οφέλη κοινά στους φυσικούς Ισραηλίτες. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η πολιτογράφηση γινόταν όταν ο άρρενας πάροικος έκανε περιτομή, πράγμα που του έδινε την ευκαιρία να αποκτήσει πλήρως τα μεγαλύτερα προνόμια στη λατρεία του Ιεχωβά, μάλιστα μέχρι του σημείου να συμμετέχει στον ετήσιο εορτασμό του Πάσχα.—Εξ 12:43-49· Αρ 9:14· βλέπε ΑΛΛΟΕΘΝΗΣ· ΠΑΡΟΙΚΟΣ.
Ρωμαϊκή Υπηκοότητα. Η ρωμαϊκή υπηκοότητα εξασφάλιζε σε κάποιον ειδικά δικαιώματα και ασυλίες που αναγνωρίζονταν και γίνονταν σεβαστά σε όλη την αυτοκρατορία. Για παράδειγμα, ήταν παράνομο να βασανίσουν ή να μαστιγώσουν έναν Ρωμαίο πολίτη για να του αποσπάσουν ομολογία, επειδή αυτές οι μορφές τιμωρίας θεωρούνταν πολύ ταπεινωτικές και κατάλληλες μόνο για δούλους. Στην Ιερουσαλήμ, Ρωμαίοι στρατιώτες έσωσαν τον Παύλο από έναν όχλο Ιουδαίων. Στην αρχή ο Παύλος δεν αποκάλυψε ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης, αλλά όταν επρόκειτο να μαστιγωθεί, είπε σε έναν αξιωματικό που στεκόταν εκεί: «Είναι νόμιμο να μαστιγώνετε άνθρωπο που είναι Ρωμαίος και δεν έχει καταδικαστεί;» Η αφήγηση συνεχίζει: «Όταν ο αξιωματικός το άκουσε αυτό, πήγε στο στρατιωτικό διοικητή και έδωσε αναφορά, λέγοντας: “Τι σκοπεύεις να κάνεις; Αυτός ο άνθρωπος είναι Ρωμαίος”». Όταν αυτό επαληθεύτηκε, αμέσως «οι άντρες που επρόκειτο να τον εξετάσουν με βασανιστήρια αποσύρθηκαν από αυτόν· και ο στρατιωτικός διοικητής φοβήθηκε όταν εξακρίβωσε ότι ήταν Ρωμαίος και αυτός τον είχε δέσει».—Πρ 21:27-39· 22:25-29· βλέπε επίσης Πρ 16:37-40.
Ένα άλλο πλεονέκτημα και προνόμιο που είχε ο κάτοχος της ρωμαϊκής υπηκοότητας ήταν το δικαίωμα να προσφύγει στον αυτοκράτορα της Ρώμης εφεσιβάλλοντας την απόφαση ενός επάρχου. Σε περίπτωση αδικήματος που επέσυρε το θάνατο, ο Ρωμαίος πολίτης είχε το δικαίωμα να σταλεί στη Ρώμη για να δικαστεί ενώπιον του ίδιου του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό και ο Παύλος έκανε την εξής δήλωση υπερασπιζόμενος την υπόθεσή του ενώπιον του Φήστου: «Στέκομαι ενώπιον της δικαστικής έδρας του Καίσαρα, εκεί που πρέπει να δικάζομαι. . . . κανείς δεν μπορεί να με παραδώσει [στους Ιουδαίους] ως χάρη. Τον Καίσαρα επικαλούμαι!» (Πρ 25:10-12) Άπαξ και γινόταν χρήση του δικαιώματος προσφυγής στη Ρώμη, η προσφυγή αυτή δεν μπορούσε να ανακληθεί. Έτσι λοιπόν, αφού ο Βασιλιάς Αγρίππας Β΄ εξέτασε την υπόθεση του Παύλου, είπε στον Φήστο: «Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αφεθεί ελεύθερος αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα».—Πρ 26:32.
Η ρωμαϊκή υπηκοότητα μπορούσε να αποκτηθεί με διάφορους τρόπους. Μερικές φορές οι αυτοκράτορες παραχωρούσαν αυτή την ιδιαίτερη εύνοια σε ολόκληρες πόλεις ή περιφέρειες, ή ακόμη και σε άτομα, για υπηρεσίες που είχαν προσφέρει. Ενίοτε ήταν επίσης δυνατόν να αγοράσει κάποιος κανονικά την υπηκοότητα έναντι χρηματικού ποσού, όπως ο στρατιωτικός διοικητής Κλαύδιος Λυσίας, ο οποίος είπε στον Παύλο: «Εγώ έδωσα μεγάλο χρηματικό ποσό για να αγοράσω αυτά τα δικαιώματα του πολίτη». Ωστόσο, ο Παύλος αντέτεινε σε αυτή του την απάντηση: «Εγώ, όμως, γεννήθηκα με αυτά».—Πρ 22:28.
Πνευματική Υπηκοότητα. Στις επιστολές του ο Παύλος αναφέρεται επίσης στην πνευματική υπηκοότητα. Περιγράφει τους απερίτμητους Εθνικούς οι οποίοι έγιναν πνευματικοί Ισραηλίτες ως άτομα που ήταν κάποτε χωρίς Χριστό, αποξενωμένα από τον Ισραήλ και ξένα ως προς τις διαθήκες, χωρίς ελπίδα, χωρίς Θεό, αλλά τα οποία είναι «τώρα σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού». «Σίγουρα, λοιπόν», συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα, «δεν είστε πια ξένοι και πάροικοι, αλλά είστε συμπολίτες των αγίων». (Εφ 2:12, 13, 19) Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία όταν ο Παύλος έγραψε στους Χριστιανούς των Φιλίππων, μιας από τις πόλεις στις οποίες είχε χορηγηθεί η ρωμαϊκή υπηκοότητα, και στην οποία δέκα χρόνια νωρίτερα η δική του ρωμαϊκή υπηκοότητα είχε καταπατηθεί: «Όσο για εμάς, η υπηκοότητά μας υπάρχει στους ουρανούς». (Φλπ 3:20) Στην ίδια επιστολή του πρότρεψε τους ομοπίστους του να “συμπεριφέρονται με τρόπο αντάξιο προς τα καλά νέα”. Η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που αποδίδεται «συμπεριφέρομαι» (πολιτεύομαι) σημαίνει κατά κυριολεξία «συμπεριφέρομαι ως πολίτης».—Φλπ 1:27.