ΙΤΑΛΙΑ
[πιθανώς από το λατ. vitulus, «μοσχάρι»].
Η χερσόνησος σε σχήμα μπότας που εκτείνεται από την ηπειρωτική Ευρώπη μέσα στη Μεσόγειο Θάλασσα ακολουθώντας νοτιοανατολική κατεύθυνση. Από τις Άλπεις στο Β ως το «μεγάλο δάχτυλο» στον Πορθμό της Μεσσήνης στο Ν, έχει μήκος περίπου 1.130 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 160 ως 240 χλμ. Βρέχεται από την Αδριατική Θάλασσα στα Α και την Τυρρηνική Θάλασσα στα Δ. Τα Απέννινα Όρη διατρέχουν αυτή τη χερσόνησο μέχρι το μέσο της σαν ραχοκοκαλιά, ενώ εύφορες κοιλάδες φτάνουν μέχρι τις παράκτιες πεδιάδες. Οι σημαντικότεροι ποταμοί είναι ο Τίβερης και ο Πάδος. Η Ιταλία καλύπτει έκταση περίπου 301.000 τ. χλμ.
Αρχικά, σύμφωνα με τον Αντίοχο τον Συρακούσιο (του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ.), Ιταλία ονομαζόταν μόνο η επαρχία της Καλαβρίας στο Ν όπου ζούσαν οι Ιταλοί. Αυτή η ονομασία φαίνεται ότι είναι ο εξελληνισμένος τύπος του ονόματος Vitelia, σχετικού με τη λατινική λέξη vitulus, που σημαίνει «μοσχάρι». Ίσως αυτή η περιοχή ονομάστηκε έτσι επειδή είχε βοσκότοπους και βοοειδή ή επειδή οι κάτοικοί της θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους του ταύρου-θεού τους. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., η ονομασία «Ιταλία» προσδιόριζε πλέον την ίδια περίπου περιοχή που προσδιορίζει και σήμερα.
Ανά τους αιώνες λαοί διαφόρων προελεύσεων μετανάστευσαν σε αυτή την πολύ εύφορη χώρα. Η παλιότερη περίοδος της ιστορίας της Ιταλίας περιλαμβάνει πολέμους ανάμεσα σε αυτούς που ζούσαν ήδη εκεί και σε κύματα νεοφερμένων που κατά καιρούς εισέβαλλαν στη χώρα. Έτσι λοιπόν, η χερσόνησος αποτέλεσε ένα χωνευτήρι όπου αναμείχθηκαν γλώσσες, αίμα και έθιμα, καθώς αυτές οι διαφορετικές εθνότητες εγκαταστάθηκαν εκεί και ήρθαν σε επιμειξία.
Η Χριστιανοσύνη έφτασε νωρίς στην Ιταλία, διότι την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., Ιταλοί προσήλυτοι καθώς και Ιουδαίοι από τη Ρώμη έγιναν μάρτυρες της έκχυσης του αγίου πνεύματος και άκουσαν την εξήγηση του Πέτρου. Χωρίς αμφιβολία, ορισμένοι από αυτούς ήταν ανάμεσα στους «περίπου τρεις χιλιάδες» οι οποίοι βαφτίστηκαν σε εκείνη την περίσταση. (Πρ 2:1, 10, 41) Όταν επέστρεψαν στην Ιταλία, μπορεί να σχημάτισαν τον πυρήνα της Χριστιανικής εκκλησίας της Ρώμης στην οποία, λίγα χρόνια αργότερα, ο Παύλος απηύθυνε μια από τις επιστολές του. (Ρω 1:1-7) Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ίσως ανήκαν σε εκείνη την εκκλησία της Ιταλίας όταν ο Αυτοκράτορας Κλαύδιος, το έτος 49 ή στις αρχές του 50 Κ.Χ., τους πρόσταξε να φύγουν από τη χώρα. Αυτοί έφτασαν στην Κόρινθο λίγο προτού πάει εκεί ο Παύλος την πρώτη φορά που επισκέφτηκε την πόλη, κατά τη δεύτερη ιεραποστολική του περιοδεία.—Πρ 18:1, 2.
Ο Κορνήλιος, αναμφίβολα Ιταλός και αξιωματικός της “ιταλικής μονάδας”, είχε σπίτι στην Καισάρεια. (Πρ 10:1) Στην Καισάρεια ήταν που ο Παύλος, ενώ δικαζόταν ενώπιον του Φήστου, επικαλέστηκε τον Καίσαρα κάνοντας προσφυγή σε αυτόν. Κατόπιν μεταφέρθηκε με πλοίο στα Μύρα όπου, μαζί με άλλους φυλακισμένους, μετεπιβιβάστηκε σε ένα σιταγωγό από την Αλεξάνδρεια, το οποίο κατευθυνόταν στην Ιταλία. (Πρ 25:6, 11, 12· 27:1, 5, 6) Επειδή ναυάγησαν, αναγκάστηκαν να περάσουν το χειμώνα στη Μάλτα. Στη συνέχεια, πιθανώς την άνοιξη του 59 Κ.Χ., ο Παύλος βρέθηκε για πρώτη φορά σε ιταλικό έδαφος στο Ρήγιο, στο «δάχτυλο» της Ιταλίας, και λίγο αργότερα αποβιβάστηκε στους Ποτιόλους, στον Κόλπο Ποτσουόλι (κοντά στη Νάπολη). Εδώ, 160 και πλέον χλμ. Ν της Ρώμης, ο Παύλος έμεινε μία εβδομάδα με την τοπική εκκλησία προτού συνεχίσει Β για τη Ρώμη ακολουθώντας την Αππία Οδό. Σε αυτή την οδό, στην “Αγορά του Αππίου και στις Τρεις Ταβέρνες”, τον συνάντησαν οι αδελφοί από τη Ρώμη. (Πρ 28:11-16) Πιθανότατα ο Παύλος έγραψε την επιστολή προς τους Εβραίους ενώ βρισκόταν ακόμη στην Ιταλία, προς το τέλος της πρώτης του φυλάκισης στη Ρώμη ή λίγο μετά την απελευθέρωσή του, γύρω στο 61 Κ.Χ.—Εβρ 13:24.