Κεφάλαιο 14
«Δεν Είναι Μέρος του Κόσμου»
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ θρησκεία είναι, ως επί το πλείστον, μέρος του κόσμου σε μεγάλο βαθμό, και έτσι συμμετέχει στους εορτασμούς του κόσμου και αντανακλά το εθνικιστικό του πνεύμα. Συχνά ο κλήρος της παραδέχεται αυτό το γεγονός και πολλά μέλη του κλήρου το επιδοκιμάζουν. Σε έντονη αντίθεση, ο Ιησούς είπε για τους αληθινούς ακολούθους του: «Δεν είναι μέρος του κόσμου, όπως ακριβώς εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου».—Ιωάν. 17:16.
Τι δείχνει η ιστορία σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά όσον αφορά αυτό το θέμα; Έχουν δώσει αυτοί πειστικές αποδείξεις για το ότι δεν είναι μέρος του κόσμου;
Η Στάση τους Απέναντι στους Συνανθρώπους Τους
Οι πρώτοι Σπουδαστές της Γραφής γνώριζαν καλά ότι οι αληθινοί Χριστιανοί δεν θα ήταν μέρος του κόσμου. Η Σκοπιά εξηγούσε πως, εφόσον οι χρισμένοι ακόλουθοι του Χριστού είχαν αγιαστεί και γεννηθεί από το άγιο πνεύμα ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν στην ουράνια Βασιλεία, μέσω αυτής της ενέργειας του Θεού είχαν διαχωριστεί από τον κόσμο. Επιπρόσθετα, τόνιζε ότι αυτοί είχαν την υποχρέωση να απορρίπτουν το πνεύμα του κόσμου—τους στόχους, τις φιλοδοξίες και τις ελπίδες του, καθώς και τις ιδιοτελείς οδούς του.—1 Ιωάν. 2:15-17.
Επηρέασε αυτό τη στάση των Σπουδαστών της Γραφής απέναντι στους ανθρώπους που δεν συμμερίζονταν τις πεποιθήσεις τους; Σίγουρα δεν τους έκανε ερημίτες. Αλλά εκείνοι που εφάρμοζαν πραγματικά τα όσα μάθαιναν από τις Γραφές δεν επιδίωκαν τη συντροφιά κοσμικών ανθρώπων έτσι ώστε να συμμετέχουν στον τρόπο ζωής τους. Η Σκοπιά τόνιζε στους δούλους του Θεού τη Γραφική συμβουλή να ‘εργάζονται το καλό προς όλους’. Επίσης συμβούλευε πως όταν διώκονταν έπρεπε να προσπαθούν να αποφεύγουν τα εκδικητικά αισθήματα και, αντίθετα, όπως είχε πει ο Ιησούς, έπρεπε να ‘αγαπούν τους εχθρούς τους’. (Γαλ. 6:10· Ματθ. 5:44-48) Ιδιαίτερα τους παρότρυνε να επιδιώκουν να μιλούν σε άλλους για την πολύτιμη αλήθεια σχετικά με την προμήθεια του Θεού για σωτηρία.
Είναι ευνόητο ότι ενεργώντας έτσι έκαναν τον κόσμο να τους θεωρεί διαφορετικούς. Αλλά το να μην είναι μέρος του κόσμου περιλαμβάνει περισσότερα—πολύ περισσότερα.
Αποχωρισμός και Διαφοροποίηση από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη
Για να μην είναι μέρος του κόσμου έπρεπε να μην είναι μέρος των θρησκευτικών συστημάτων τα οποία ήταν βαθιά αναμειγμένα στις υποθέσεις του κόσμου και είχαν απορροφήσει δοξασίες και έθιμα από την αρχαία Βαβυλώνα, την πανάρχαια εχθρά της αληθινής λατρείας. (Ιερ. 50:29) Όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, οι Σπουδαστές της Γραφής εξέθεταν ήδη επί δεκαετίες τις ειδωλολατρικές ρίζες δοξασιών του Χριστιανικού κόσμου όπως η Τριάδα, η αθανασία της ανθρώπινης ψυχής και η κόλαση. Επίσης είχαν φέρει στο φως το υπόμνημα των εκκλησιών του που δείχνει ότι αυτές προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν τις κυβερνήσεις για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς. Εξαιτίας των δοξασιών και των συνηθειών του Χριστιανικού κόσμου, οι Σπουδαστές της Γραφής τον είχαν ταυτίσει με τη ‘Βαβυλώνα τη Μεγάλη’. (Αποκ. 18:2) Τόνιζαν ότι αυτός αναμείγνυε την αλήθεια με την πλάνη, τη χλιαρή Χριστιανοσύνη με την απροκάλυπτη κοσμικότητα και ότι ο Γραφικός χαρακτηρισμός «Βαβυλώνα» (που σημαίνει «Σύγχυση») περιέγραφε θαυμάσια αυτή την κατάσταση. Παρακινούσαν εκείνους που αγαπούσαν τον Θεό να βγουν από τη «Βαβυλώνα». (Αποκ. 18:4) Για το σκοπό αυτόν, στα τέλη του Δεκεμβρίου του 1917 και στις αρχές του 1918, διένειμαν 10.000.000 αντίτυπα του φυλλαδίου της σειράς Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής (The Bible Students Monthly) το οποίο είχε το θέμα ‘Η Πτώση της Βαβυλώνας’, θέμα που αποτελούσε δυναμικό ξεσκέπασμα του Χριστιανικού κόσμου. Αυτό, με τη σειρά του, είχε ως αποτέλεσμα δριμεία εχθρότητα από μέρους του κλήρου, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την υστερία του πολέμου σε μια προσπάθεια να καταπνίξει το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Αναπόφευκτα, για να βγει κανείς από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη έπρεπε να πάψει να είναι μέλος σε οργανώσεις που υποστήριζαν τις ψεύτικες δοξασίες της. Οι Σπουδαστές της Γραφής το έκαναν αυτό, μολονότι επί πολλά χρόνια θεωρούσαν Χριστιανούς αδελφούς εκείνα τα άτομα στις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου τα οποία ισχυρίζονταν ότι είχαν κάνει πλήρη καθιέρωση και ότι είχαν πίστη στο λύτρο. Ωστόσο, οι Σπουδαστές της Γραφής, όχι μόνο έγραφαν επιστολές στις οποίες δήλωναν ότι αποχωρούν από τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου, αλλά, όταν ήταν δυνατόν, μερικοί διάβαζαν την επιστολή τους εις επήκοον όλων σε εκκλησιαστικές συναθροίσεις όπου τα μέλη μπορούσαν να πάρουν το λόγο. Αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, μπορεί να έστελναν σε κάθε μέλος του εκκλησιάσματος ένα αντίγραφο της επιστολής με την οποία δήλωναν την αποχώρησή τους—μια ευγενική επιστολή που περιελάμβανε κατάλληλη μαρτυρία.
Άραγε φρόντιζαν επίσης να μην πάρουν μαζί τους κάποιο από τα ασεβή έθιμα και τις ασεβείς συνήθειες εκείνων των οργανώσεων; Ποια ήταν η κατάσταση στην περίοδο που οδήγησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Πρέπει η Θρησκεία να Αναμειγνύεται στην Πολιτική;
Στον πολιτικό στίβο, οι κυβερνήτες πολλών κορυφαίων κρατών, λόγω των δεσμών τους με κάποια Καθολική ή Προτεσταντική εκκλησία, ισχυρίζονταν από παλιά ότι κυβερνούσαν «ελέω Θεού», ως εκπρόσωποι της Βασιλείας του Θεού και έχοντας την ειδική εύνοια του Θεού. Η εκκλησία έδινε την ευλογία της στην κυβέρνηση· με τη σειρά της, η κυβέρνηση έδινε την υποστήριξή της στην εκκλησία. Μήπως συνηγορούσαν και οι Σπουδαστές της Γραφής σε αυτή την κατάσταση;
Αντί να μιμηθούν τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου, αυτοί επιδίωξαν να μάθουν από τις διδασκαλίες και από το παράδειγμα του Ιησού Χριστού και των αποστόλων του. Τι τους έδειξε η μελέτη της Αγίας Γραφής που έκαναν; Από τα πρώτα έντυπα της Σκοπιάς αποκαλύπτεται ότι αυτοί γνώριζαν πως, σε σχετική ερώτηση του Ρωμαίου κυβερνήτη Πόντιου Πιλάτου προς τον Ιησού, ο Ιησούς δήλωσε: «Η βασιλεία μου δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου». Απαντώντας σε μια ερώτηση σχετικά με το ρόλο του Ιησού, εκείνος είπε στον κυβερνήτη: «Εγώ για αυτό έχω γεννηθεί και για αυτό έχω έρθει στον κόσμο, ώστε να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια». (Ιωάν. 18:36, 37) Οι Σπουδαστές της Γραφής ήξεραν ότι ο Ιησούς είχε μείνει ακλόνητα αφοσιωμένος στο διορισμό αυτόν. Όταν ο Διάβολος του πρόσφερε όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δόξα τους, εκείνος αρνήθηκε την προσφορά. Όταν οι άνθρωποι θέλησαν να τον κάνουν βασιλιά, εκείνος σηκώθηκε και έφυγε. (Ματθ. 4:8-10· Ιωάν. 6:15) Οι Σπουδαστές της Γραφής δεν αγνόησαν το γεγονός ότι ο Ιησούς χαρακτήρισε τον Διάβολο ‘άρχοντα του κόσμου’ και ότι είπε πως ο Διάβολος ‘δεν είχε καμιά επιρροή πάνω του’. (Ιωάν. 14:30) Διέκριναν ότι ο Ιησούς δεν επιζητούσε να έχει ο ίδιος ή κάποιος από τους ακολούθους του ανάμειξη στο πολιτικό σύστημα της Ρώμης, αλλά ότι ήταν πλήρως απασχολημένος στη διακήρυξη ‘των καλών νέων της βασιλείας του Θεού’.—Λουκ. 4:43.
Μήπως το γεγονός ότι πίστευαν αυτά τα πράγματα που ήταν καταγραμμένα στο Λόγο του Θεού ενθάρρυνε έλλειψη σεβασμού για την κυβερνητική εξουσία; Όχι, καθόλου. Αντίθετα, τους βοήθησε να κατανοήσουν γιατί είναι τόσο φοβερά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήτες, γιατί υπάρχει τόσο πολλή ανομία και γιατί συχνά ναυαγούν τα κυβερνητικά προγράμματα τα οποία σκοπό έχουν τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Το πιστεύω τους τούς έκανε υπομονετικούς όταν αντιμετώπιζαν δυσκολίες, επειδή είχαν την πεποίθηση ότι ο Θεός, στο δικό του ορισμένο καιρό, θα έφερνε διαρκή ανακούφιση μέσω της Βασιλείας του. Εκείνη την περίοδο κατανοούσαν ότι ‘οι ανώτερες εξουσίες’, οι οποίες αναφέρονται στα εδάφια Ρωμαίους 13:1-7, ήταν οι κοσμικοί κυβερνήτες. Σε αρμονία με αυτό, πρότρεπαν να εκδηλώνεται σεβασμός στους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Εξετάζοντας το εδάφιο Ρωμαίους 13:7, ο Κ. Τ. Ρώσσελ, στο βιβλίο Η Νέα Κτίσις (που εκδόθηκε το 1904, στην αγγλική), δήλωσε ότι οι αληθινοί Χριστιανοί ‘φυσιολογικά θα είναι οι πλέον ειλικρινείς στο να αναγνωρίζουν τους μεγάλους αυτού του κόσμου και οι πλέον υπάκουοι στους νόμους και στις απαιτήσεις του νόμου, εκτός αν αυτά βρίσκονται σε αντίθεση προς τις ουράνιες απαιτήσεις και εντολές. Ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους επίγειους κυβερνήτες των ημερών μας θα επικρίνουν την αναγνώριση ενός υπέρτατου Δημιουργού και της ύψιστης υποταγής στις εντολές του. Ως εκ τούτου, [οι αληθινοί Χριστιανοί] πρέπει να βρίσκονται μεταξύ των πλέον νομοταγών του παρόντος καιρού—να μην είναι ταραχοποιοί, φιλόνικοι, επικριτές’.
Ως Χριστιανοί, οι Σπουδαστές της Γραφής ήξεραν ότι το έργο στο οποίο έπρεπε να αφοσιωθούν ήταν το κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού. Και, όπως δήλωνε ο πρώτος τόμος της σειράς Γραφικαί Μελέται, ‘αν αυτό γίνεται με πιστότητα, δεν θα υπάρχει καιρός ούτε διάθεση για ενασχόληση με την πολιτική των κυβερνήσεων του παρόντος’.
Από αυτή την άποψη ήταν, σε σημαντικό βαθμό, σαν εκείνους τους πρώτους Χριστιανούς που περιέγραψε ο Αύγουστος Νέανδρος στο βιβλίο Η Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας, στους Τρεις Πρώτους Αιώνες (The History of the Christian Religion and Church, During the Three First Centuries): «Οι Χριστιανοί παρέμεναν αμέτοχοι και χωρισμένοι από το κράτος, . . . και η Χριστιανοσύνη φαίνεται πως μπορούσε να επηρεάσει τη ζωή των πολιτών μόνο με τον τρόπο εκείνον που, ομολογουμένως, είναι ο πιο αγνός, προσπαθώντας ουσιαστικά να ενσταλάξει όλο και περισσότερο ένα αίσθημα ευσέβειας στους πολίτες του κράτους».
Όταν ο Κόσμος Οδηγήθηκε σε Πόλεμο
Σε όλη τη γη τα γεγονότα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έθεσαν σε σοβαρή δοκιμασία τους ισχυρισμούς εκείνων που έλεγαν ότι είναι Χριστιανοί. Επρόκειτο για τον πιο τρομακτικό πόλεμο που είχε γίνει μέχρι τότε· σχεδόν ολόκληρος ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμείχτηκε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄, παρά τη συμπάθεια που έδειχνε το Βατικανό προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, προσπάθησε να διατηρήσει μια εικόνα ουδετερότητας. Ωστόσο, στο κάθε κράτος ο κλήρος, Καθολικός και Προτεσταντικός, δεν διατήρησε τέτοια ουδέτερη στάση. Σχετικά με την κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Δρ Ρέι Άμπραμς, στο βιβλίο του Οι Κήρυκες Παρουσιάζουν Όπλα (Preachers Present Arms), έγραψε: «Οι εκκλησίες παρουσίασαν μια ενότητα σκοπού που μέχρι τότε ήταν άγνωστη στα θρησκευτικά χρονικά. . . . Οι ηγέτες χωρίς να χάσουν καθόλου καιρό οργανώθηκαν πλήρως για πόλεμο. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες μετά τη διακήρυξη του πολέμου, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική έκανε σχέδια για την πληρέστερη συνεργασία. . . . Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οργανωμένη για παρόμοια υπηρεσία υπό το Εθνικό Καθολικό Συμβούλιο για τον Πόλεμο, του οποίου ηγούνταν δεκατέσσερις αρχιεπίσκοποι και ήταν πρόεδρος ο Καρδινάλιος Γκίμπονς, εκδήλωσε όμοια αφοσίωση στην υπόθεση του πολέμου. . . . Πολλές εκκλησίες προχώρησαν πολύ περισσότερο από ό,τι τους ζητήθηκε. Έγιναν κέντρα για την κατάταξη στο στρατό». Τι έκαναν οι Σπουδαστές της Γραφής;
Μολονότι προσπαθούσαν να κάνουν εκείνο που πίστευαν πως ευαρεστούσε τον Θεό, η στάση τους δεν ήταν πάντοτε στάση αυστηρής ουδετερότητας. Αυτό που έκαναν επηρεαζόταν από την πεποίθηση, την οποία συμμερίζονταν και άλλοι κατ’ όνομα Χριστιανοί, ότι «οι ανώτερες εξουσίες» ήταν «χειροτονημένες από τον Θεό», σύμφωνα με τη διατύπωση της Μετάφρασης Βασιλέως Ιακώβου. (Ρωμ. 13:1) Έτσι, σε αρμονία με ένα διάγγελμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, η Σκοπιά παρότρυνε τους Σπουδαστές της Γραφής να συμμετάσχουν στην τήρηση της 30ής Μαΐου 1918 ως μέρας προσευχής και ικεσίας για την έκβαση του παγκόσμιου πολέμου.a
Στη διάρκεια των ετών του πολέμου, οι συνθήκες στις οποίες βρέθηκε ο κάθε Σπουδαστής της Γραφής ποίκιλλαν. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν αυτές τις καταστάσεις επίσης ποίκιλλε. Μερικοί, νιώθοντας υποχρεωμένοι να υπακούσουν ‘στις υπάρχουσες εξουσίες’, όπως χαρακτήριζαν τους κοσμικούς κυβερνήτες, πήγαν στα χαρακώματα στο μέτωπο οπλισμένοι με τουφέκια και ξιφολόγχες. Αλλά, έχοντας στο μυαλό τους το εδάφιο «Μη φονεύσης», πυροβολούσαν στον αέρα ή απλώς προσπαθούσαν να χτυπήσουν το όπλο του αντιπάλου έτσι ώστε να του φύγει από τα χέρια. (Έξοδ. 20:13) Ορισμένοι, όπως ο Ρεμίτζο Κουμινέτι στην Ιταλία, αρνήθηκαν να φορέσουν στρατιωτική στολή. Η ιταλική κυβέρνηση εκείνον τον καιρό δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αυτούς οι οποίοι, για λόγους συνείδησης, δεν δέχονταν να πάρουν όπλο. Τον δίκασαν πέντε φορές και τον έκλεισαν σε φυλακές και σε ψυχιατρικό ίδρυμα, αλλά η πίστη και η αποφασιστικότητά του έμειναν ακλόνητες. Στην Αγγλία μερικοί που έκαναν αίτηση για απαλλαγή διορίστηκαν σε εργασίες εθνικής σπουδαιότητας ή σε μη μάχιμα σώματα στρατού. Άλλοι, όπως ο Πράις Χιουζ, υιοθέτησαν στάση αυστηρής ουδετερότητας, άσχετα από τις συνέπειες που θα είχε αυτό στους ίδιους.
Τουλάχιστον στο σημείο αυτό, το γενικό υπόμνημα των Σπουδαστών της Γραφής δεν ήταν ακριβώς ίδιο με εκείνο των πρώτων Χριστιανών, που περιγράφεται στο σύγγραμμα του Ε. Γ. Μπαρνς Η Άνοδος της Χριστιανοσύνης (The Rise of Christianity), στο οποίο αναφέρεται: «Μια προσεκτική ανασκόπηση όλων των πληροφοριών που υπάρχουν στη διάθεσή μας δείχνει ότι, μέχρι την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου [Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 161 ως το 180 Κ.Χ.], κανένας Χριστιανός δεν έγινε στρατιώτης· και κανένας στρατιώτης, αφού έγινε Χριστιανός, δεν παρέμεινε σε στρατιωτική υπηρεσία».
Αλλά μετά, στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ανέκυψε μια άλλη κατάσταση η οποία υποχρέωσε τις θρησκευτικές ομάδες να δείξουν σε ποιον ανήκε η αφοσίωσή τους.
Πολιτική Έκφραση της Βασιλείας του Θεού;
Μια συνθήκη ειρήνης, στην οποία περιλαμβανόταν το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, υπογράφτηκε στις Βερσαλίες της Γαλλίας, στις 28 Ιουνίου 1919. Ακόμα και προτού υπογραφτεί αυτή η συνθήκη ειρήνης, έγινε δημοσίως γνωστό ότι το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική διακήρυξε πως η Κοινωνία θα ήταν «η πολιτική έκφραση της Βασιλείας του Θεού στη γη». Και η Γερουσία των Η.Π.Α. έλαβε σωρεία επιστολών από θρησκευτικές ομάδες οι οποίες την παρότρυναν να επικυρώσει το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ακολούθησαν αυτό το ρεύμα. Ακόμα και πριν επικυρωθεί η συνθήκη ειρήνης (τον Οκτώβριο), ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ έκανε μια ομιλία στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο, στις 7 Σεπτεμβρίου 1919, στην οποία έδειξε ότι, όχι η Κοινωνία των Εθνών, αλλά η Βασιλεία που ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό είναι η μόνη ελπίδα για την καταθλιμμένη ανθρωπότητα. Εκείνοι οι Σπουδαστές της Γραφής, μολονότι αναγνώριζαν ότι μια ανθρώπινη συμμαχία που θα γινόταν με σκοπό να βελτιωθούν οι συνθήκες μπορούσε να κάνει μεγάλο καλό, δεν έστρεφαν τα νώτα τους στη Βασιλεία του ίδιου του Θεού, ανταλλάσσοντάς την με ένα πολιτικό όργανο που το είχαν θεσπίσει οι πολιτικοί και το ευλογούσε ο κλήρος. Απεναντίας, ανέλαβαν το έργο της επίδοσης παγκόσμιας μαρτυρίας σχετικά με τη Βασιλεία την οποία ο Θεός είχε θέσει στα χέρια του Ιησού Χριστού. (Αποκ. 11:15· 12:10) Στη Σκοπιά της 1ης Ιουλίου 1920 εξηγήθηκε ότι αυτό ήταν το έργο το οποίο είχε προείπει ο Ιησούς στο εδάφιο Ματθαίος 24:14.
Για μια ακόμα φορά, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Χριστιανοί αντιμετώπισαν ένα παρόμοιο ζήτημα. Αυτή τη φορά το ζήτημα σχετιζόταν με τα Ηνωμένα Έθνη, το διάδοχο της Κοινωνίας. Ενώ διεξαγόταν ακόμα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1942, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν ήδη διακρίνει από την Αγία Γραφή, από το εδάφιο Αποκάλυψη 17:8, ότι αυτός ο παγκόσμιος οργανισμός ειρήνης θα εμφανιζόταν πάλι και ότι θα αποτύγχανε να φέρει διαρκή ειρήνη. Αυτό το εξήγησε ο Ν. Ο. Νορ, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, στην ομιλία ‘Ειρήνη—Μπορεί να Διαρκέσει;’ την οποία εκφώνησε σε μια συνέλευση. Με θάρρος οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διακήρυτταν αυτή την άποψη σχετικά με την εξελισσόμενη παγκόσμια κατάσταση. Απεναντίας, Καθολικοί, Προτεστάντες και Εβραίοι ηγέτες ουσιαστικά συμμετείχαν στη διάσκεψη που έγινε στο Σαν Φρανσίσκο το 1945, στη διάρκεια της οποίας καταρτίστηκε ο Καταστατικός Χάρτης του Ο.Η.Ε. Για τους παρατηρητές αυτών των εξελίξεων, ήταν ξεκάθαρο ποιος ήθελε να είναι «φίλος του κόσμου» και ποιος προσπαθούσε να ‘μην είναι μέρος του κόσμου’, όπως είχε πει ο Ιησούς ότι θα συνέβαινε στην περίπτωση των μαθητών του.—Ιακ. 4:4· Ιωάν. 17:14.
Υπόμνημα Χριστιανικής Ουδετερότητας
Μολονότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διέκριναν γρήγορα ορισμένα ζητήματα που αφορούσαν τη σχέση του Χριστιανού με τον κόσμο, άλλα θέματα χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο. Ωστόσο, καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επεκτεινόταν στην Ευρώπη, ένα σημαντικό άρθρο στη Σκοπιά της 1ης Δεκεμβρίου 1939 τους βοήθησε να κατανοήσουν τη σημασία της Χριστιανικής ουδετερότητας. Οι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού, δήλωνε το άρθρο, είναι υποχρεωμένοι ενώπιον του Θεού να είναι πλήρως αφοσιωμένοι σε αυτόν και στη Βασιλεία του, τη Θεοκρατία. Έπρεπε να προσεύχονται για τη Βασιλεία του Θεού, όχι για τον κόσμο. (Ματθ. 6:10, 33) Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του άρθρου, ενόψει των όσων αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός ως προς την ταυτότητα του αόρατου άρχοντα του κόσμου (Ιωάν. 12:31· 14:30), πώς θα μπορούσε ένα άτομο αφοσιωμένο στη Βασιλεία του Θεού να είναι υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς σε μια διαμάχη ανάμεσα σε φατρίες του κόσμου; Δεν είχε πει ο Ιησούς για τους ακολούθους του ότι «δεν είναι μέρος του κόσμου, όπως ακριβώς εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου»; (Ιωάν. 17:16) Τη στάση αυτή της Χριστιανικής ουδετερότητας δεν μπορούσε να την καταλάβει ο κόσμος γενικά. Αλλά θα ζούσαν πραγματικά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε αρμονία με αυτήν;
Η ουδετερότητά τους τέθηκε σε σκληρή δοκιμασία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ο ιστορικός Μπράιαν Νταν δήλωσε: ‘Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ασυμβίβαστοι με το ναζισμό. Ο πιο σημαντικός λόγος για την εναντίωση των ναζιστών προς αυτούς ήταν η πολιτική τους ουδετερότητα. Αυτό σήμαινε ότι κανένας πιστός δεν θα έπαιρνε όπλο, δεν θα διοριζόταν σε κάποιο αξίωμα, δεν θα λάβαινε μέρος σε δημόσιες γιορτές ούτε θα έκανε κάποια χειρονομία που να δείχνει υποταγή’. (Η Αντίδραση των Εκκλησιών στο Ολοκαύτωμα [The Churches’ Response to the Holocaust], 1986) Στο βιβλίο Ιστορία της Χριστιανοσύνης (A History of Christianity), ο Πολ Τζόνσον πρόσθεσε: «Πολλοί καταδικάστηκαν σε θάνατο, επειδή αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία . . . ή κατέληξαν στο Νταχάου ή σε ψυχιατρικά άσυλα». Πόσοι Μάρτυρες στη Γερμανία φυλακίστηκαν; Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία ανέφεραν αργότερα ότι 6.262 από αυτούς συνελήφθησαν και 2.074 από τον αριθμό αυτόν στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι κοσμικοί συγγραφείς αναφέρουν συνήθως μεγαλύτερους αριθμούς.
Στη Βρετανία, όπου έπαιρναν στο στρατό τόσο άντρες όσο και γυναίκες, ο νόμος πρόβλεπε απαλλαγή· όμως πολλά δικαστήρια αρνούνταν να δώσουν απαλλαγή στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και άλλα δικαστήρια τους επέβαλαν ποινές φυλάκισης οι οποίες συνολικά ξεπερνούσαν τα 600 χρόνια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκατοντάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά ως Χριστιανοί διάκονοι απαλλάχτηκαν από τη στρατιωτική υπηρεσία. Πάνω από 4.000 άλλους, στους οποίους αρνήθηκαν την απαλλαγή που χορηγούνταν με βάση την Πράξη για Επιλεκτική Υπηρεσία, τους συνέλαβαν και τους φυλάκισαν με ποινές που έφταναν μέχρι και πέντε έτη. Σε κάθε χώρα της γης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κράτησαν την ίδια στάση Χριστιανικής ουδετερότητας.
Ωστόσο, η δοκιμή της γνησιότητας της ουδετερότητάς τους δεν τελείωσε με το τέλος του πολέμου. Μολονότι η κρίση των ετών 1939-1945 είχε περάσει, ήρθαν άλλες συρράξεις· και ακόμα και σε καιρούς σχετικής ειρήνης, πολλά κράτη αποφάσισαν να διατηρήσουν την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ως Χριστιανοί διάκονοι, εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν τη φυλάκιση στα μέρη όπου δεν τους έδιναν απαλλαγή. Το 1949, όταν ο Γιάννης Τσούκαρης και ο Γιώργος Ορφανίδης δεν δέχτηκαν να πάρουν όπλο κατά των συνανθρώπων τους, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την εκτέλεσή τους. Οι (διαφόρων ειδών) τρόποι με τους οποίους μεταχειρίζονταν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα ήταν επανειλημμένα τόσο σκληροί ώστε κατά καιρούς το Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του προς όφελός τους, αλλά ως αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούσε η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, μέχρι το 1992 οι έντονες συστάσεις του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παρακάμπτονταν έντεχνα. Εντούτοις, μερικές κυβερνήσεις θεώρησαν δυσάρεστο το να εξακολουθούν να τιμωρούν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για τις συνειδησιακές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Στη δεκαετία του 1990, σε ορισμένες χώρες, όπως στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στην Πολωνία, στην Ολλανδία και στην Αργεντινή, η κυβέρνηση δεν πίεζε τους ενεργούς Μάρτυρες να υπηρετήσουν σε στρατιωτική υπηρεσία ή σε κάποια εναλλακτική και υποχρεωτική εθνική υπηρεσία, μολονότι εξέταζε προσεκτικά την κάθε περίπτωση.
Στο ένα μέρος μετά το άλλο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσουν καταστάσεις οι οποίες αποτελούσαν πρόκληση για τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Ιρλανδία και αλλού ήρθαν αντιμέτωπες με βίαιη εναντίωση από επαναστατικές δυνάμεις. Ως αποτέλεσμα, τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι αντίπαλες δυνάμεις πίεζαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να εκδηλώσουν ενεργή υποστήριξη. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διακράτησαν πλήρη ουδετερότητα. Μερικούς τους χτύπησαν άγρια, και έφτασαν μέχρι του σημείου να τους εκτελέσουν, εξαιτίας της στάσης που πήραν. Πολλές φορές, όμως, η γνήσια Χριστιανική ουδετερότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει κερδίσει το σεβασμό των αξιωματούχων και από τις δυο πλευρές, και έχει επιτραπεί στους Μάρτυρες να συνεχίσουν ανενόχλητοι το έργο που κάνουν, να λένε δηλαδή στους άλλους τα καλά νέα για τη Βασιλεία του Ιεχωβά.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η ουδετερότητα των Μαρτύρων υποβλήθηκε σε κτηνώδεις δοκιμασίες με την απαίτηση που προβλήθηκε να αγοράσουν όλοι οι πολίτες της Μαλάουι μια κάρτα η οποία υποδήλωνε ότι ο κάτοχός της ήταν μέλος του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεώρησαν ότι το να κάνουν κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση με τις Χριστιανικές τους πεποιθήσεις. Ως αποτέλεσμα, υπέστησαν διωγμό άνευ προηγουμένου σε σαδιστική σκληρότητα. Δεκάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα και αργότερα πολλοί επαναπατρίστηκαν δια της βίας για να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετη κτηνωδία.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, παρ’ όλο που υπέστησαν βίαιο διωγμό, δεν αντέδρασαν με στασιαστικό πνεύμα. Οι πεποιθήσεις τους δεν θέτουν σε κίνδυνο καμιά από τις κυβερνήσεις υπό τις οποίες ζουν. Αντίθετα, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών έχει βοηθήσει στη χρηματοδότηση επαναστάσεων και Καθολικοί ιερείς έχουν υποστηρίξει δυνάμεις ανταρτών. Ενώ αν κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά συμμετείχε σε ανατρεπτικές δραστηριότητες, αυτό θα σήμαινε ότι απαρνιέται την πίστη του.
Είναι αλήθεια ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πιστεύουν πως όλες οι ανθρώπινες κυβερνήσεις θα καταστραφούν από τη Βασιλεία του Θεού. Αυτό δηλώνει η Αγία Γραφή στο εδάφιο Δανιήλ 2:44. Αλλά, όπως τονίζουν οι Μάρτυρες, το εδάφιο δεν λέει ότι άνθρωποι θα εγκαθιδρύσουν εκείνη τη Βασιλεία, αλλά ότι ‘ο Θεός του ουρανού θα εγκαθιδρύσει βασιλεία’. Επιπλέον, εξηγούν οι ίδιοι, το εδάφιο δεν λέει ότι οι άνθρωποι είναι εξουσιοδοτημένοι από τον Θεό να ανοίξουν το δρόμο για αυτή τη Βασιλεία εξαλείφοντας ανθρώπινες κυβερνήσεις. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζουν ότι το έργο των αληθινών Χριστιανών είναι να κηρύττουν και να διδάσκουν. (Ματθ. 24:14· 28:19, 20) Σε αρμονία με το σεβασμό που τρέφουν για το Λόγο του Θεού, η ιστορία δείχνει ότι κανένας τους δεν προσπάθησε ποτέ να ανατρέψει κάποια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους οπουδήποτε στον κόσμο ούτε συνωμότησε ποτέ κανένας τους για να κάνει κακό σε κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Η ιταλική εφημερίδα Λα Στάμπα (La Stampa) είπε σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά: «Αυτοί είναι οι πιο νομοταγείς πολίτες που θα μπορούσαν να βρεθούν: δεν είναι φοροφυγάδες ούτε επιδιώκουν να ξεγλιστρούν για προσωπικό τους όφελος από τους νόμους που δεν τους βολεύουν». Όπως και αν έχουν τα πράγματα, καθένας τους, επειδή αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του θέματος στα μάτια του Θεού, είναι σταθερά αποφασισμένος να εξακολουθεί να ‘μην είναι μέρος του κόσμου’.—Ιωάν. 15:19· Ιακ. 4:4.
Όταν τα Εθνικά Εμβλήματα Έγιναν Αντικείμενα Αφοσίωσης
Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, ένα κύμα πατριωτικής υστερίας σάρωσε τον κόσμο. Προκειμένου να υποβληθούν οι άνθρωποι σε πειθαρχία, η συμμετοχή σε πατριωτικές τελετές έγινε υποχρεωτική. Στη Γερμανία απαιτούνταν από όλους να απευθύνουν έναν καθορισμένο χαιρετισμό και να φωνάζουν «Χάιλ Χίτλερ!» Αυτό αποτελούσε απόδοση δόξας στον Χίτλερ ως σωτήρα· είχε σκοπό να μεταδίδει την ιδέα ότι όλες οι ελπίδες των ανθρώπων στηρίζονταν στην ηγεσία του. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορούσαν να συμμεριστούν τέτοια αισθήματα. Γνώριζαν ότι η λατρεία τους πρέπει να απευθύνεται μόνο στον Ιεχωβά και ότι Εκείνος είχε εγείρει τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του ανθρώπινου γένους.—Λουκ. 4:8· 1 Ιωάν. 4:14.
Ακόμα και προτού γίνει ο Χίτλερ δικτάτορας στη Γερμανία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, στο βιβλιάριο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου (το οποίο εκδόθηκε το 1931), εξέτασαν το Γραφικό παράδειγμα των τριών θαρραλέων Εβραίων συντρόφων του προφήτη Δανιήλ στη Βαβυλώνα. Όταν ο βασιλιάς διέταξε αυτούς τους πιστούς Εβραίους να προσκυνήσουν κάποια αναπαράσταση ενώ θα παιζόταν μια συγκεκριμένη μουσική, εκείνοι αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, και ο Ιεχωβά έδειξε καθαρά την επιδοκιμασία του με το να τους απελευθερώσει. (Δαν. 3:1-26) Το βιβλιάριο τόνιζε ότι οι πατριωτικές τελετές τις οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν στους σύγχρονους καιρούς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν παρόμοια πρόκληση για την πιστότητά τους.
Σιγά-σιγά, η ανησυχία σχετικά με τις υποχρεωτικές πατριωτικές τελετές ξεπέρασε τα σύνορα της Γερμανίας. Στις 3 Ιουνίου 1935, σε μια συνέλευση στην Ουάσινγκτον, D.C., όταν ζητήθηκε από τον Ι. Φ. Ρόδερφορντ να σχολιάσει σχετικά με το χαιρετισμό της σημαίας στα σχολεία, εκείνος έδωσε έμφαση στο θέμα της πιστότητας στον Θεό. Έπειτα από λίγους μήνες, όταν ο οχτάχρονος Κάρλτον Μπ. Νίκολς, Τζούνιορ, από τη Λιν της Μασαχουσέτης, αρνήθηκε να χαιρετίσει την αμερικανική σημαία και να ψάλει μαζί με τους άλλους έναν πατριωτικό ύμνο, το γεγονός αναφέρθηκε από τις εφημερίδες σε όλη τη χώρα.
Για να εξηγήσει αυτό το θέμα, ο αδελφός Ρόδερφορντ έκανε μια ραδιοφωνική ομιλία στις 6 Οκτωβρίου με θέμα «Χαιρετισμός της Σημαίας», στην οποία είπε: «Για πολλούς ανθρώπους ο χαιρετισμός της σημαίας είναι απλώς κάτι τυπικό και έχει ελάχιστη ή καθόλου σημασία. Για εκείνους που τον εξετάζουν με ειλικρίνεια από την άποψη της Αγίας Γραφής, σημαίνει πολλά.
»Η σημαία αντιπροσωπεύει και συμβολίζει τις ορατές κυβερνώσες δυνάμεις. Το να προσπαθεί κάποιος μέσω του νόμου να εξαναγκάσει έναν πολίτη ή το παιδί ενός πολίτη να χαιρετίσει οποιοδήποτε αντικείμενο ή πράγμα, ή να ψάλει τους λεγόμενους ‘πατριωτικούς ύμνους’, είναι εντελώς άδικο και εσφαλμένο. Οι νόμοι είναι φτιαγμένοι και εφαρμόζονται με σκοπό να εμποδίζουν τη διάπραξη φανερών πράξεων οι οποίες καταλήγουν σε βλάβη κάποιου άλλου, και δεν είναι φτιαγμένοι για να επιβάλλουν σε ένα άτομο να παραβιάζει τη συνείδησή του, και ιδιαίτερα όταν αυτή η συνείδηση κατευθύνεται σε αρμονία με το Λόγο του Ιεχωβά Θεού.
»Η άρνηση να χαιρετίσει κάποιος τη σημαία, και το να σταθεί αμίλητος, όπως έκανε αυτό το αγόρι, δεν θα μπορούσε να βλάψει κανέναν. Αν κάποιος πιστεύει ειλικρινά ότι η εντολή του Θεού είναι αντίθετη προς το χαιρετισμό της σημαίας, τότε το να τον υποχρεώνουν να χαιρετίσει τη σημαία ερχόμενος σε αντίθεση με το Λόγο του Θεού, και σε αντίθεση με τη συνείδησή του, προξενεί μεγάλη βλάβη στο άτομο αυτό. Η Πολιτεία δεν έχει κανένα δικαίωμα μέσω νόμου ή μέσω άλλου τρόπου να προξενεί βλάβη στο λαό».
Περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους για τη στάση που κρατούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δόθηκαν με το βιβλιάριο Πιστότης (Loyalty), που εκδόθηκε και αυτό το 1935. Η προσοχή στράφηκε σε εδάφια όπως τα ακόλουθα: Έξοδος 20:3-7, τα οποία έδιναν την εντολή να απευθύνεται η λατρεία μόνο στον Ιεχωβά και να μην κατασκευάζουν ούτε να προσκυνούν οι δούλοι του Θεού καμιά εικόνα ούτε κανένα ομοίωμα που να απεικόνιζε κάτι από όσα βρίσκονται στον ουρανό ή στη γη· Λουκάς 20:25, όπου ο Ιησούς Χριστός έδωσε την κατεύθυνση ότι, όχι μόνο εκείνα που είναι του Καίσαρα πρέπει να αποδίδονται στον Καίσαρα, αλλά και ό,τι ανήκει στον Θεό πρέπει να αποδίδεται σε Εκείνον· και Πράξεις 5:29, όπου οι απόστολοι δήλωσαν με σταθερότητα: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η υπόθεση του κατά πόσο ήταν ορθός ο εξαναγκασμός ενός ατόμου να χαιρετίσει τη σημαία έφτασε στα δικαστήρια. Στις 14 Ιουνίου 1943, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση που είχε πάρει το ίδιο και, στην υπόθεση Σχολική Επιθεώρηση της Πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνιας κατά Μπαρνέτ, έβγαλε την απόφαση ότι ο υποχρεωτικός χαιρετισμός της σημαίας δεν ήταν σε συνέπεια με την εγγύηση ελευθερίας που δίνει το ίδιο το σύνταγμα του κράτους.b
Το θέμα σχετικά με τις εθνικιστικές τελετές ασφαλώς δεν περιορίζεται στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ασία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν υποστεί σκληρό διωγμό εξαιτίας του ότι δεν συμμετέχουν σε αυτές, παρ’ όλο που στέκονται με σεβασμό κατά τη διάρκεια του χαιρετισμού της σημαίας ή παρόμοιων τελετών. Παιδιά έχουν ξυλοκοπηθεί· πολλά έχουν αποβληθεί από το σχολείο. Αγώνες έχουν γίνει στα δικαστήρια για πολλές τέτοιες υποθέσεις.
Πάντως, μερικοί παρατηρητές έχουν νιώσει υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν πως στο θέμα αυτό, όπως και σε άλλα θέματα, έχει αποδειχτεί ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι σαν τους πρώτους Χριστιανούς. Εντούτοις, όπως δήλωνε το βιβλίο Ο Χαρακτήρας της Αμερικής (The American Character): «Για τη συντριπτική πλειονότητα . . . οι αντιρρήσεις των Μαρτύρων ήταν τόσο ακατάληπτες όσο ακατάληπτες ήταν για τον Τραϊανό και τον Πλίνιο οι αντιρρήσεις που πρόβαλλαν οι Χριστιανοί [στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία] για να μην κάνουν μια τυπική θυσία στο Θεϊκό Αυτοκράτορα». Αυτό ήταν επόμενο, εφόσον οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί, έβλεπαν τα ζητήματα, όχι όπως τα βλέπει ο κόσμος, αλλά σύμφωνα με τις αρχές της Αγίας Γραφής.
Η Στάση τους Διατυπώνεται Σαφώς
Αφού οι Μάρτυρες του Ιεχωβά άντεξαν σκληρές δοκιμασίες της Χριστιανικής τους ουδετερότητας επί πολλά χρόνια, η Σκοπιά 1 Φεβρουαρίου 1980 (1 Νοεμβρίου 1979, στην αγγλική) συνηγόρησε και πάλι υπέρ της στάσης τους. Επίσης εξήγησε πού οφειλόταν η ενέργεια στην οποία είχαν προβεί κάποιοι Μάρτυρες ατομικά, όταν έγραψε: ‘Ως αποτέλεσμα επιμελούς έρευνας του Λόγου του Θεού, αυτοί οι νεαροί Χριστιανοί μπόρεσαν να πάρουν μια απόφαση. Κανένας άλλος δεν πήρε αυτή την απόφαση για αυτούς. Μπόρεσαν να το κάνουν αυτό οι ίδιοι, με βάση τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδηση που είχε ο καθένας. Η απόφασή τους ήταν να απέχουν από πράξεις μίσους και βίας εναντίον των συνανθρώπων τους άλλων εθνών. Ναι, πίστευαν και επιθυμούσαν να μετάσχουν στην εκπλήρωση της γνωστής προφητείας του Ησαΐα: «Θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον». (Ησ. 2:4) Αυτοί οι νεαροί από όλα τα έθνη έκαναν ακριβώς αυτό’.
Στη διάρκεια των ετών κατά τα οποία η προσκόλλησή τους στη Χριστιανική ουδετερότητα δοκιμαζόταν, η επανεξέταση των λεγομένων της Αγίας Γραφής στα εδάφια Ρωμαίους 13:1-7 σχετικά με ‘τις ανώτερες εξουσίες’ οδήγησε σε μια πιο σαφή διατύπωση της σχέσης των Μαρτύρων με τις κοσμικές κυβερνήσεις. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύτηκαν στη Σκοπιά, στα τεύχη 1 Μαρτίου, 15 Μαρτίου και 1 Απριλίου 1963 (1 Νοεμβρίου, 15 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1962, στην αγγλική), και υποστηρίχτηκαν για μια ακόμα φορά στο τεύχος 1 Νοεμβρίου 1990. Τα άρθρα εκείνα έδιναν έμφαση στη θέση που κατέχει ο Ιεχωβά Θεός ως ‘ο Ύψιστος’, ενώ τόνιζαν επίσης ότι οι κοσμικοί άρχοντες είναι «ανώτερες εξουσίες» μόνο σε σχέση με άλλους ανθρώπους και σε ό,τι αφορά το πεδίο δραστηριότητας στο οποίο ο Θεός τούς επιτρέπει να λειτουργούν στο παρόν σύστημα πραγμάτων. Τα άρθρα έδειχναν την ανάγκη που υπάρχει να τιμούν οι αληθινοί Χριστιανοί ευσυνείδητα τέτοιους κοσμικούς άρχοντες και να αποδίδουν υπακοή σε αυτούς σε όλα τα θέματα που δεν έρχονται σε αντίθεση με το νόμο του Θεού και με τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή τους.—Δαν. 7:18· Ματθ. 22:21· Πράξ. 5:29· Ρωμ. 13:5.
Λόγω της σταθερής προσκόλλησής τους σε αυτούς τους Γραφικούς κανόνες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν κερδίσει τη φήμη ότι ξεχωρίζουν από τον κόσμο με έναν τρόπο που θυμίζει στους ανθρώπους τούς πρώτους Χριστιανούς.
Όταν ο Κόσμος Είχε τις Γιορτές Του
Όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά απέρριψαν θρησκευτικές διδασκαλίες που είχαν ειδωλολατρικές ρίζες, έπαψαν επίσης να συμμετέχουν σε πολλά έθιμα τα οποία είχαν μολυνθεί με παρόμοιο τρόπο. Αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα, ορισμένες γιορτές δεν τις εξέταζαν με την απαιτούμενη λεπτομερή προσοχή. Μια από αυτές ήταν τα Χριστούγεννα.
Αυτή τη γιορτή τη γιόρταζαν κάθε χρόνο ακόμα και τα μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά στον Οίκο Μπέθελ στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Επί πολλά χρόνια γνώριζαν ότι η 25η Δεκεμβρίου δεν ήταν η σωστή ημερομηνία, αλλά έκαναν τη σκέψη ότι η ημερομηνία αυτή ήταν πολλά χρόνια συνδεδεμένη στο μυαλό του κόσμου με τη γέννηση του Σωτήρα και ότι το να κάνει κάποιος καλό στους άλλους ήταν κατάλληλο οποιαδήποτε μέρα. Εντούτοις, έπειτα από περισσότερη έρευνα του θέματος, τα μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας, καθώς και τα μέλη του προσωπικού του γραφείου τμήματος της Εταιρίας στην Αγγλία και στην Ελβετία, αποφάσισαν να πάψουν να συμμετέχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων, και έτσι δεν γιόρτασαν ξανά τα Χριστούγεννα εκεί μετά το 1926.
Ο Ρ. Χ. Μπάρμπερ, μέλος του προσωπικού των κεντρικών γραφείων, ο οποίος έκανε λεπτομερή έρευνα για την προέλευση των χριστουγεννιάτικων εθίμων και για τους καρπούς που έφερναν αυτά, παρουσίασε τα πορίσματα της έρευνας σε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύτηκαν επίσης στο Χρυσούν Αιώνα της 12ης Δεκεμβρίου 1928 (στην αγγλική). Αυτές ξεσκέπαζαν πλήρως τις ατιμωτικές για τον Θεό ρίζες των Χριστουγέννων. Από τότε, οι ειδωλολατρικές ρίζες των χριστουγεννιάτικων εθίμων έχουν γίνει γενικά γνωστές στον κόσμο, αλλά ελάχιστοι άνθρωποι κάνουν τις συνεπαγόμενες αλλαγές στον τρόπο ζωής τους. Από την άλλη μεριά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν πρόθυμοι να κάνουν τις αναγκαίες αλλαγές προκειμένου να είναι περισσότερο αποδεκτοί ως δούλοι του Ιεχωβά.
Όταν καταδείχτηκε ότι ο εορτασμός της γέννησης του Ιησού είχε στην πραγματικότητα αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους από ό,τι το λύτρο που προμήθευσε εκείνος με το θάνατό του· ότι τα γλέντια αυτής της γιορτής και το πνεύμα με το οποίο δίνονταν πολλά δώρα δεν τιμούσαν τον Θεό· ότι οι μάγοι, των οποίων η προσφορά δώρων αποτελούσε αντικείμενο μίμησης, ήταν στην πραγματικότητα αστρολόγοι παρακινούμενοι από τους δαίμονες· ότι οι γονείς έδιναν το παράδειγμα στα παιδιά τους να λένε και εκείνα ψέματα όταν τους μιλούσαν για τον Άγιο Βασίλη (ή Άγιο Νικόλαο, όπως τον λένε σε άλλες χώρες)· ότι το όνομα «Άγιος Νικόλαος» χρησιμοποιούνταν, όπως ήταν παραδεκτό, ως άλλο ένα όνομα για τον ίδιο τον Διάβολο· και ότι αυτοί οι εορτασμοί ήταν, όπως παραδέχτηκε ο Καρδινάλιος Νιούμαν στο έργο του Δοκίμιο Σχετικά με την Ανάπτυξη της Χριστιανικής Διδασκαλίας (Essay on the Development of Christian Doctrine), «αυτά καθαυτά τα μέσα και τα όργανα της δαιμονολατρίας» που είχε υιοθετήσει η εκκλησία—όταν συνειδητοποίησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αυτά τα πράγματα, τότε αμέσως και δια παντός έπαψαν να παίρνουν μέρος στους εορτασμούς των Χριστουγέννων.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διασκεδάζουν μαζί με την οικογένεια και τους φίλους τους. Αλλά δεν συμμετέχουν σε γιορτές και εκδηλώσεις που σχετίζονται με ειδωλολατρικούς θεούς (πράγμα που συμβαίνει με γιορτές όπως το Πάσχα, η Πρωτοχρονιά, η Πρωτομαγιά και η Γιορτή της Μητέρας). (2 Κορ. 6:14-17) Όπως και οι πρώτοι Χριστιανοί,c δεν γιορτάζουν ούτε γενέθλια. Επίσης, με σεβασμό απέχουν από εθνικές γιορτές οι οποίες τηρούνται σε ανάμνηση πολιτικών ή στρατιωτικών γεγονότων και δεν αποδίδουν λατρευτική τιμή σε εθνικούς ήρωες. Γιατί; Επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι μέρος του κόσμου.
Βοήθεια προς το Συνάνθρωπό Τους
Η ευλάβεια προς τους θεούς ήταν πολύ σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επειδή οι Χριστιανοί δεν συμμετείχαν σε τίποτα μολυσμένο από τους ειδωλολατρικούς θεούς, ο κόσμος θεωρούσε τη Χριστιανοσύνη προσβολή στον τρόπο ζωής τους και, σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκιτο, έλεγαν ότι οι Χριστιανοί ήταν μισάνθρωποι. Μεταβιβάζοντας παρόμοια αισθήματα, ο Μινούκιος Φήλιξ παραθέτει σε συγγράμματά του τα λόγια ενός Ρωμαίου ο οποίος είπε σε ένα Χριστιανό γνωστό του: «Δεν παρακολουθείτε τα θεάματα· δεν παίρνετε μέρος στις πομπές . . . αποστρέφεστε τα ιερά αγωνίσματα». Ο λαός στον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο ελάχιστα καταλάβαινε τους Χριστιανούς.
Παρόμοια σήμερα, πολλοί στον κόσμο δεν καταλαβαίνουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι άνθρωποι μπορεί να θαυμάζουν τα υψηλά ηθικά πρότυπα των Μαρτύρων, αλλά πιστεύουν ότι οι Μάρτυρες θα έπρεπε να συμμετέχουν στις δραστηριότητες του κόσμου που βρίσκεται γύρω τους και να βοηθούν και αυτοί για να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Αλλά εκείνοι που γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μαθαίνουν ότι υπάρχει ένας Γραφικός λόγος για όλα όσα κάνουν αυτοί.
Αντί να απομονώνουν τον εαυτό τους από τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αφιερώνουν τη ζωή τους στο να βοηθούν τους συνανθρώπους τους με τον τρόπο ως προς τον οποίο έθεσε το παράδειγμα ο Ιησούς Χριστός. Βοηθούν τους ανθρώπους να μάθουν πώς να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής τώρα, γνωρίζοντάς τους με τον Δημιουργό και εξοικειώνοντάς τους με τις κατευθυντήριες για τη ζωή γραμμές που εκτίθενται στον εμπνευσμένο του Λόγο. Με προθυμία μιλούν στους γύρω τους για τις Γραφικές αλήθειες που μπορούν να αλλάξουν ριζικά ολόκληρη την άποψη ενός ατόμου για τη ζωή. Ο πυρήνας των πεποιθήσεών τους είναι η αναγνώριση του γεγονότος πως «ο κόσμος παρέρχεται», πως σύντομα ο Θεός θα επέμβει για να δώσει τέλος σε αυτό το παρόν πονηρό σύστημα και πως ένα ένδοξο μέλλον περιμένει εκείνους που εξακολουθούν να μην είναι μέρος του κόσμου και έχουν πλήρη πίστη στη Βασιλεία του Θεού.—1 Ιωάν. 2:17.
[Υποσημειώσεις]
a Σκοπιά 1 Ιουνίου 1918, σ. 174 (στην αγγλική).
b Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε Κεφάλαιο 30: «Υπεράσπιση και Νομική Εδραίωση των Καλών Νέων».
c Η Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας, στους Τρεις Πρώτους Αιώνες του Αύγουστου Νέανδρου, σ. 190.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 188]
Δεν είναι ερημίτες, αλλά δεν συμμετέχουν στον τρόπο ζωής του κόσμου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 189]
Αποχώρησαν από τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 190]
«Οι Χριστιανοί παρέμεναν αμέτοχοι και χωρισμένοι από το κράτος»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 194]
Η Χριστιανική ουδετερότητα τέθηκε σε δοκιμασία
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 198]
‘Κανένας άλλος δεν πήρε την απόφαση για αυτούς’
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 199]
Γιατί έπαψαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα
[Πλαίσιο στη σελίδα 195]
Δεν Αποτελούν Απειλή για Καμιά Κυβέρνηση
◆ Όταν ένα κύριο άρθρο της εφημερίδας «Γουόρλντ-Χέραλντ» (World-Herald) στην Όμαχα της Νεμπράσκα, στις Η.Π.Α., αναφέρθηκε στη μεταχείριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής, έγραψε τα εξής: «Πρέπει να έχει κανείς μισαλλόδοξη και παρανοϊκή φαντασία για να πιστεύει ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν κάποιου είδους απειλή για οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς· αυτοί είναι όσο μη ανατρεπτική και όσο ειρηνόφιλη μπορεί να είναι μια θρησκευτική ομάδα, και το μόνο που ζητούν είναι να τους αφήνουν ήσυχους να ακολουθούν την πίστη τους με το δικό τους τρόπο».
◆ Η ιταλική εφημερίδα «Ιλ Κοριέρε ντι Τριέστε» (Il Corriere di Trieste) δήλωσε: «Πρέπει να θαυμάζουμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για τη σταθερότητα και τη συνέπειά τους. Αντίθετα από άλλες θρησκείες, η ενότητά τους ως λαού δεν τους επιτρέπει να προσεύχονται στον ίδιο Θεό—στο όνομα του ίδιου Χριστού—και να ζητούν να ευλογήσει δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις σε μια διαμάχη ούτε να ανακατεύουν την πολιτική με τη θρησκεία για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα αρχηγών κράτους ή πολιτικών κομμάτων. Και δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ότι είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το θάνατο παρά να παραβιάσουν . . . την εντολή ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ!»
◆ Έπειτα από 40 χρόνια στα οποία οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν υπό απαγόρευση στην Τσεχοσλοβακία, η εφημερίδα «Νέα Ελευθερία» (Nová Svoboda) έγραψε το 1990: «Η πίστη των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύει να χρησιμοποιούνται όπλα εναντίον άλλων ανθρώπων, και όσοι αρνήθηκαν τη βασική στρατιωτική θητεία και δεν δέχτηκαν να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία πήγαν ως και τέσσερα χρόνια φυλακή. Από αυτό και μόνο είναι φανερό ότι έχουν τεράστια ηθική δύναμη. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τέτοιους ανιδιοτελείς ανθρώπους ακόμα και για τα υψηλότερα πολιτικά καθήκοντα—αλλά δεν θα καταφέρουμε ποτέ να τους πείσουμε να το κάνουν αυτό. . . . Φυσικά, αναγνωρίζουν τις κυβερνητικές αρχές, αλλά πιστεύουν πως μόνο η Βασιλεία του Θεού είναι ικανή να λύσει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Όμως, προσέξτε—δεν είναι φανατικοί. Είναι άνθρωποι που ενδιαφέρονται βαθιά για την ανθρωπότητα».
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 200, 201]
Συνήθειες που Εγκαταλείφτηκαν
Ο εορτασμός αυτών των Χριστουγέννων στο Μπέθελ του Μπρούκλιν το 1926 ήταν ο τελευταίος τους. Βαθμιαία οι Σπουδαστές της Γραφής κατανόησαν πως ούτε η προέλευση αυτής της γιορτής ούτε οι συνήθειες που συνδέονται με αυτήν τιμούν τον Θεό
Επί χρόνια, οι Σπουδαστές της Γραφής φορούσαν ως σήμα αναγνώρισης ένα κόσμημα που απεικόνιζε ένα σταυρό και ένα στέμμα, και αυτό το σύμβολο εμφανιζόταν στο εξώφυλλο της «Σκοπιάς» από το 1891 ως το 1931. Αλλά το 1928 τονίστηκε πως εκείνο που δείχνει ότι ένα άτομο είναι Χριστιανός δεν είναι κάποιο διακοσμητικό σύμβολο, αλλά η δραστηριότητα του ατόμου ως μάρτυρα. Το 1936 τονίστηκε πως οι αποδείξεις δείχνουν ότι ο Χριστός πέθανε πάνω σε ένα ξύλινο δοκάρι, όχι σε σταυρό αποτελούμενο από δυο δοκάρια
Στο βιβλίο τους «Ημερήσιο Μάννα», οι Σπουδαστές της Γραφής κρατούσαν έναν κατάλογο με ημερομηνίες γενεθλίων. Αλλά, όταν έπαψαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και όταν συνειδητοποίησαν ότι οι εορτασμοί γενεθλίων έδιναν ακατάλληλη τιμή σε πλάσματα (ένας λόγος για τον οποίο οι πρώτοι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν ποτέ γενέθλια), οι Σπουδαστές της Γραφής έπαψαν να τηρούν και αυτή τη συνήθεια
Επί 35 περίπου χρόνια, ο Πάστορας Ρώσσελ πίστευε ότι η Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας ήταν ένας λίθινος μάρτυρας του Θεού, παρέχοντας υποστήριξη για τις Βιβλικές χρονικές περιόδους. (Ησ. 19:19) Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εγκατέλειψαν την ιδέα ότι μια αιγυπτιακή πυραμίδα έχει έστω και την παραμικρή σχέση με την αληθινή λατρεία. (Βλέπε «Σκοπιά», τεύχη 1 Δεκεμβρίου και 15 Δεκεμβρίου 1928)
[Εικόνα στη σελίδα 189]
Διανεμήθηκαν δέκα εκατομμύρια αντίτυπα
[Εικόνες στη σελίδα 191]
Μερικοί πήγαν στα χαρακώματα με τουφέκια, αλλά άλλοι, όπως ο Α. Π. Χιουζ από την Αγγλία και ο Ρ. Κουμινέτι από την Ιταλία, δεν δέχτηκαν να έχουν καμιά ανάμειξη
[Εικόνες στη σελίδα 193]
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την Κοινωνία των Εθνών και τον Ο.Η.Ε. ως οργανισμούς προερχόμενους από τον Θεό, αλλά υποστήριξαν μόνο τη Βασιλεία του Θεού μέσω του Χριστού
[Εικόνα στη σελίδα 197]
Οι Κάρλτον και Φλόρα Νίκολς. Όταν ο γιος τους αρνήθηκε να χαιρετίσει τη σημαία, αυτό αποτέλεσε είδηση για όλη τη χώρα