ΚΑΝΟΝΑΣ
(της Αγίας Γραφής).
Αρχικά ως κανόνας για ευθυγράμμιση ή όργανο μέτρησης χρησιμοποιούνταν το καλάμι (εβρ., κανέχ). (Ιεζ 40:3-8· 41:8· 42:16-19) Ο απόστολος Παύλος εφάρμοσε τη λέξη κανών στον «τομέα» που είχε μετρηθεί για αυτόν ως διορισμός του, καθώς και στον «κανόνα διαγωγής» με τον οποίο οι Χριστιανοί θα μετρούσαν την αξία των πράξεών τους. (2Κο 10:13-16· Γα 6:16) Ο «Βιβλικός κανόνας» κατέληξε να υποδηλώνει τον κατάλογο των θεόπνευστων βιβλίων που άξιζαν να χρησιμοποιούνται ως γνώμονας για την ευθυγράμμιση της πίστης, των δοξασιών και της διαγωγής.—Βλέπε ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ.
Η συγγραφή ενός θρησκευτικού βιβλίου, η διατήρησή του επί αιώνες και η εκτίμηση εκατομμυρίων ανθρώπων προς αυτό δεν αποδεικνύουν αυτομάτως τη θεϊκή προέλευση ή την κανονικότητά του. Πρέπει να έχει τα διαπιστευτήρια του Θεϊκού Συγγραφέα τα οποία αποδεικνύουν ότι είναι θεόπνευστο. Ο απόστολος Πέτρος δηλώνει: «Ποτέ δεν φέρθηκε προφητεία από θέλημα ανθρώπου, αλλά άνθρωποι μίλησαν από τον Θεό καθώς κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα». (2Πε 1:21) Η εξέταση του Βιβλικού κανόνα δείχνει ότι τα περιεχόμενά του ανταποκρίνονται σε αυτό το κριτήριο από κάθε άποψη.
Εβραϊκές Γραφές. Η Αγία Γραφή άρχισε με τα συγγράμματα του Μωυσή, το 1513 Π.Κ.Χ. Σε αυτά διασώζονται οι εντολές και τα προστάγματα του Θεού προς τον Αδάμ, τον Νώε, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, καθώς και οι διατάξεις της διαθήκης του Νόμου. Η λεγόμενη Πεντάτευχος περιλαμβάνει τα εξής πέντε βιβλία: Γένεση, Έξοδο, Λευιτικό, Αριθμοί και Δευτερονόμιο. Το βιβλίο του Ιώβ, που και αυτό προφανώς το έγραψε ο Μωυσής, παρέχει ιστορικές πληροφορίες για το διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ιωσήφ (1657 Π.Κ.Χ.) μέχρι να εμφανιστεί ο Μωυσής ως υπηρέτης του Θεού που διακράτησε ακεραιότητα, διάστημα κατά το οποίο δεν υπήρχε «όμοιος του [Ιώβ] στη γη». (Ιωβ 1:8· 2:3) Ο Μωυσής έγραψε επίσης τον 90ό Ψαλμό και, πιθανώς, τον 91ο.
Υπό το φως των εσωτερικών αποδείξεων, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία ότι αυτά τα συγγράμματα του Μωυσή είναι θεϊκής προέλευσης, θεόπνευστα και κανονικά, ένας ασφαλής οδηγός για την αγνή λατρεία. Ο Μωυσής δεν έγινε ηγέτης και διοικητής των Ισραηλιτών με δική του πρωτοβουλία—μάλιστα στην αρχή δίστασε όταν του προτάθηκε κάτι τέτοιο. (Εξ 3:10, 11· 4:10-14) Απεναντίας, ο Θεός ήγειρε τον Μωυσή και του χορήγησε τέτοιες θαυματουργικές δυνάμεις ώστε ακόμη και οι μάγοι ιερείς του Φαραώ αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι αυτά που έκανε ο Μωυσής προέρχονταν από τον Θεό. (Εξ 4:1-9· 8:16-19) Άρα λοιπόν, δεν ήταν προσωπική φιλοδοξία του Μωυσή να γίνει ρήτορας και συγγραφέας. Τουναντίον, υπακούοντας στην εντολή του Θεού και με τα θεϊκά διαπιστευτήρια του αγίου πνεύματος υποκινήθηκε ο Μωυσής πρώτα να μιλήσει και κατόπιν να καταγράψει μέρος του Βιβλικού κανόνα.—Εξ 17:14.
Ο ίδιος ο Ιεχωβά έθεσε το προηγούμενο για την καταγραφή των νόμων και των εντολών. Αφού μίλησε στον Μωυσή στο Όρος Σινά, ο Ιεχωβά «έδωσε στον Μωυσή τις δύο πλάκες της Μαρτυρίας, πέτρινες πλάκες, γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού». (Εξ 31:18) Πιο κάτω διαβάζουμε: «Και ο Ιεχωβά συνέχισε και είπε στον Μωυσή: “Κατάγραψε αυτά τα λόγια”». (Εξ 34:27) Επομένως, ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που επικοινώνησε με τον Μωυσή και του έδωσε την οδηγία να καταγράψει και να διαφυλάξει τα πρώτα πέντε βιβλία του Βιβλικού κανόνα. Δεν ανακηρύχτηκαν κανονικά από κάποια ανθρώπινη σύνοδο, αλλά είχαν εξαρχής τη θεϊκή έγκριση.
«Μόλις ο Μωυσής ολοκλήρωσε το γράψιμο των λόγων αυτού του νόμου σε βιβλίο», διέταξε τους Λευίτες λέγοντας: «Πάρτε αυτό το βιβλίο του νόμου και βάλτε το δίπλα στην κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά του Θεού σας, για να είναι μάρτυρας εκεί εναντίον σου». (Δευ 31:9, 24-26) Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ισραήλ αναγνώριζε αυτό το υπόμνημα της πολιτείας του Θεού και δεν αρνούνταν αυτά τα γεγονότα. Εφόσον τα περιεχόμενα των εν λόγω βιβλίων ήταν σε πολλές περιπτώσεις ατιμωτικά για το έθνος γενικά, θα αναμέναμε βεβαίως ότι ο λαός θα τα είχε απορρίψει αν αυτό ήταν δυνατόν, αλλά από ό,τι φαίνεται ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα.
Όπως ο Μωυσής, έτσι και η τάξη των ιερέων χρησιμοποιήθηκε από τον Θεό τόσο για να διαφυλάττει αυτές τις γραπτές εντολές όσο και για να τις διδάσκει στο λαό. Όταν η Κιβωτός μεταφέρθηκε στο ναό του Σολομώντα (1026 Π.Κ.Χ.), σχεδόν 500 χρόνια αφότου άρχισε ο Μωυσής τη συγγραφή της Πεντατεύχου, οι δύο πέτρινες πλάκες βρίσκονταν ακόμη μέσα στην Κιβωτό (1Βα 8:9), και 384 χρόνια αργότερα, όταν «το βιβλίο του νόμου» βρέθηκε στον οίκο του Ιεχωβά το 18ο έτος του Ιωσία (642 Π.Κ.Χ.), αυτό εξακολουθούσε να χαίρει μεγάλου σεβασμού όπως παλιότερα. (2Βα 22:3, 8-20) Παρόμοια, επικράτησε «μεγάλη χαρά» όταν, μετά την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή εξορία, ο Έσδρας διάβασε από το βιβλίο του Νόμου στη διάρκεια μιας οχταήμερης σύναξης.—Νε 8:5-18.
Μετά το θάνατο του Μωυσή, προστέθηκαν τα συγγράμματα του Ιησού του Ναυή, του Σαμουήλ, του Γαδ και του Νάθαν (Ιησούς του Ναυή, Κριτές, Ρουθ, 1 και 2 Σαμουήλ). Οι βασιλιάδες Δαβίδ και Σολομών, επίσης, συνέβαλαν στη διεύρυνση του κανόνα των Αγίων Συγγραμμάτων. Κατόπιν ακολούθησαν οι προφήτες από τον Ιωνά μέχρι τον Μαλαχία, ο καθένας με τη δική του συμβολή στο Βιβλικό κανόνα, ο καθένας προικισμένος με θαυματουργική προφητική ικανότητα από τον Θεό και ο καθένας πληρώντας τις απαιτήσεις τις οποίες είχε θέσει ο Ιεχωβά για τους αληθινούς προφήτες—δηλαδή μιλούσαν στο όνομα του Ιεχωβά, οι προφητείες τους έβγαιναν αληθινές και έστρεφαν το λαό στον Θεό. (Δευ 13:1-3· 18:20-22) Όταν ο Ανανίας και ο Ιερεμίας τέθηκαν υπό δοκιμή όσον αφορά τα τελευταία δύο σημεία (και οι δύο μίλησαν στο όνομα του Ιεχωβά), εκπληρώθηκαν μόνο τα λόγια του Ιερεμία, και έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν προφήτης του Ιεχωβά.—Ιερ 28:10-17.
Όπως ακριβώς ο Ιεχωβά ενέπνευσε ανθρώπους να κάνουν τη συγγραφή, είναι λογικό ότι θα κατηύθυνε και θα επέβλεπε τη συλλογή και τη διαφύλαξη αυτών των θεόπνευστων συγγραμμάτων ώστε η ανθρωπότητα να έχει έναν μόνιμο κανόνα ως γνώμονα για την αληθινή λατρεία. Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Έσδρας συνέβαλε σε αυτό το έργο μετά την επανεγκατάσταση των εξόριστων Ιουδαίων στον Ιούδα. Ασφαλώς είχε τα προσόντα για κάτι τέτοιο, καθώς ήταν ένας από τους θεόπνευστους Βιβλικούς συγγραφείς, και επίσης ήταν ιερέας και «επιδέξιος αντιγραφέας όσον αφορά το νόμο του Μωυσή». (Εσδ 7:1-11) Μόνο τα βιβλία του Νεεμία και του Μαλαχία απέμεναν να προστεθούν. Επομένως, ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών είχε ήδη πάρει την οριστική του μορφή κατά το τέλος του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ., περιέχοντας τα ίδια συγγράμματα που έχουμε και εμείς σήμερα.
Ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών χωριζόταν παραδοσιακά σε τρία τμήματα: το Νόμο, τους Προφήτες και τα Γραφεία, ή αλλιώς Αγιόγραφα, ύλη που περιεχόταν σε 24 βιβλία, όπως φαίνεται στον πίνακα. Συγχωνεύοντας δε το βιβλίο της Ρουθ με αυτό των Κριτών και το βιβλίο των Θρήνων με του Ιερεμία, μερικοί σημαίνοντες Ιουδαίοι έβγαζαν τα βιβλία 22, όσα και τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου. Ο Ιερώνυμος, παρότι φαίνεται να είναι υπέρ της αρίθμησης των βιβλίων σε 22, στον πρόλογό του για τα βιβλία του Σαμουήλ και των Βασιλέων είπε: «Μερικοί προτιμούν να συμπεριλαμβάνουν τόσο τη Ρουθ όσο και τους Θρήνους στα Αγιόγραφα . . . και έτσι βγάζουν τα βιβλία είκοσι τέσσερα».
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος, απαντώντας σε εναντίους στο έργο του Κατ’ Απίωνος (Α΄, 38-40 [8]) περί το 100 Κ.Χ., επιβεβαιώνει ότι ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών είχε πάρει προ πολλού την τελική του μορφή. Έγραψε τα εξής: «Εμείς δεν έχουμε μυριάδες βιβλία, ασύμφωνα και αντιφατικά μεταξύ τους, παρά μονάχα είκοσι δύο που έχουν την ιστορία όλων των εποχών και που δικαίως θεωρούνται αξιόπιστα. Πέντε από αυτά είναι του Μωυσή και περιέχουν τους νόμους και την παραδοσιακή ιστορία από τη δημιουργία του ανθρώπου ως το θάνατο του νομοθέτη. . . . Από το θάνατο του Μωυσή μέχρι τον Αρταξέρξη, ο οποίος διαδέχθηκε τον Ξέρξη ως βασιλιάς της Περσίας, οι μετά τον Μωυσή προφήτες έγραψαν την ιστορία της δικής τους εποχής σε δεκατρία βιβλία. Τα υπόλοιπα τέσσερα περιέχουν ύμνους προς τον Θεό και παραινέσεις για τη ζωή των ανθρώπων».
Επομένως, η κανονικότητα ενός βιβλίου δεν εξαρτάται, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, από το αν μια σύνοδος, επιτροπή ή κοινότητα το δέχεται ή το απορρίπτει. Η φωνή τέτοιων μη θεόπνευστων ανθρώπων έχει αξία μόνο ως πιστοποίηση αυτού που έχει ήδη επιτελέσει ο Θεός μέσω των διαπιστευμένων εκπροσώπων του.
Ο ακριβής αριθμός των βιβλίων στις Εβραϊκές Γραφές δεν είναι σημαντικός (είτε συγχωνεύονται δύο ορισμένα βιβλία είτε παραμένουν ανεξάρτητα) ούτε και η συγκεκριμένη σειρά με την οποία καταχωρίζονται, εφόσον τα βιβλία εξακολούθησαν να υπάρχουν ως ξεχωριστοί ρόλοι πολύ καιρό μετά την οριστικοποίηση του κανόνα. Η σειρά των βιβλίων ποικίλλει στους αρχαίους καταλόγους—παραδείγματος χάρη, ένας από αυτούς τοποθετεί το βιβλίο του Ησαΐα μετά το βιβλίο του Ιεζεκιήλ. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ποια βιβλία περιλαμβάνονται. Στην πραγματικότητα, μόνο τα βιβλία που βρίσκονται τώρα στον κανόνα μπορούν επάξια να χαρακτηρίζονται κανονικά. Από τους αρχαίους χρόνους, οι προσπάθειες για την εισαγωγή και άλλων συγγραμμάτων συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Δύο Ιουδαϊκές σύνοδοι που έλαβαν χώρα στη Γιάβνε, ή αλλιώς Ιάμνεια, λίγο Ν της Ιόππης, περίπου το 90 και το 118 Κ.Χ. αντίστοιχα, όταν εξέτασαν το ζήτημα των Εβραϊκών Γραφών, απέκλεισαν κατηγορηματικά όλα τα Απόκρυφα.
Ο Ιώσηπος πιστοποιεί αυτή την κοινή Ιουδαϊκή άποψη για τα Απόκρυφα, λέγοντας: «Από τον Αρταξέρξη ως τα δικά μας χρόνια έχει γραφτεί ολόκληρη η ιστορία, όμως αυτή δεν έχει κριθεί ισότιμη ως προς το κύρος με τα προηγούμενα συγγράμματα, επειδή δεν υπήρξε ακριβής διαδοχή των προφητών. Εμείς έχουμε αποδείξει στην πράξη πόσο πολύ σεβόμαστε τις Γραφές μας. Επειδή, μολονότι έχουν περάσει τόσοι αιώνες, κανένας δεν τόλμησε ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει ούτε να μεταθέσει το παραμικρό, και είναι έμφυτο σε όλους τους Ιουδαίους, από τη μέρα που γεννιούνται, να τις θεωρούν θεϊκά δόγματα και να μένουν πιστοί σε αυτές και, αν χρειαστεί, να πεθάνουν ευχαρίστως για αυτές».—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 41, 42 (8).
Αυτή η μακρόχρονη ιστορική στάση των Ιουδαίων όσον αφορά τον κανόνα των Εβραϊκών Γραφών είναι πολύ σημαντική, αν ληφθεί υπόψη τι έγραψε ο Παύλος στους Ρωμαίους. Όπως λέει ο απόστολος, στους Ιουδαίους «ήταν εμπιστευμένες οι ιερές εξαγγελίες του Θεού», κάτι που περιλάμβανε τη συγγραφή και την προστασία του Βιβλικού κανόνα.—Ρω 3:1, 2.
Αναγνώριση—όχι όμως θέσπιση—αυτού του Βιβλικού κανόνα τον οποίο είχε εξουσιοδοτήσει το άγιο πνεύμα του Θεού υπήρξε από συνόδους των πρώτων αιώνων (Λαοδίκεια, 367 Κ.Χ.· Χαλκηδόνα, 451 Κ.Χ.), καθώς και από τους λεγόμενους πατέρες της εκκλησίας, οι οποίοι ουσιαστικά συμφωνούσαν στην αποδοχή του θεσπισμένου Ιουδαϊκού κανόνα και στην απόρριψη των Απόκρυφων. Μερικοί από αυτούς είναι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, Χριστιανός απολογητής (πέθανε περ. 165 Κ.Χ.), ο Μελίτων, «επίσκοπος» των Σάρδεων (2ος αιώνας Κ.Χ.), ο Ωριγένης, Βιβλικός λόγιος (185;-254; Κ.Χ.), ο Ιλάριος, «επίσκοπος» του Πικταβίου (πέθανε 367; Κ.Χ.), ο Επιφάνιος, «επίσκοπος» της Κωνσταντίας (από το 367 Κ.Χ.), ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (330;-389; Κ.Χ.), ο Ρουφίνος της Ακυληίας, «ο ευρυμαθής Μεταφραστής του Ωριγένη» (345;-410 Κ.Χ.), ο Ιερώνυμος (340;-420 Κ.Χ.), Βιβλικός λόγιος της Λατινικής εκκλησίας και συντάκτης της Βουλγάτας. Στον πρόλογό του για τα βιβλία του Σαμουήλ και των Βασιλέων, αφού απαριθμεί τα 22 βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, ο Ιερώνυμος λέει: «Οτιδήποτε πέρα από αυτά πρέπει να τοποθετηθεί στα απόκρυφα».
Η πιο καθοριστική μαρτυρία για την κανονικότητα των Εβραϊκών Γραφών είναι ο αδιαφιλονίκητος λόγος του Ιησού Χριστού και των συγγραφέων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Παρότι δεν αναφέρουν πουθενά ακριβή αριθμό των βιβλίων, το αλάνθαστο συμπέρασμα που εξάγουμε από τα λεγόμενά τους είναι ότι ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών δεν περιλάμβανε τα απόκρυφα βιβλία.
Αν δεν υπήρχε καθορισμένη συλλογή Αγίων Συγγραμμάτων που να ήταν γνωστή και αποδεκτή από αυτούς και από εκείνους στους οποίους μιλούσαν και έγραφαν, δεν θα είχαν χρησιμοποιήσει εκφράσεις όπως “οι Γραφές” (Ματ 22:29· Πρ 18:24), οι «άγιες Γραφές» (Ρω 1:2), «τα άγια συγγράμματα» (2Τι 3:15), “ο Νόμος”, εννοώντας πολλές φορές το περιεχόμενο ολόκληρων των Γραφών (Ιωα 10:34· 12:34· 15:25), ή την έκφραση «ο Νόμος και οι Προφήτες», που χρησιμοποιείται ως γενικός όρος εννοώντας ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές και όχι απλώς το πρώτο και το δεύτερο τμήμα τους (Ματ 5:17· 7:12· 22:40· Λου 16:16). Όταν ο Παύλος αναφέρθηκε στο «Νόμο», παρέθεσε από τον Ησαΐα.—1Κο 14:21· Ησ 28:11.
Είναι άκρως απίθανο να περιείχε η αρχική Μετάφραση των Εβδομήκοντα απόκρυφα βιβλία. (Βλέπε ΑΠΟΚΡΥΦΑ.) Αλλά ακόμη και αν κάποια από αυτά τα συγγράμματα αμφίβολης προέλευσης είχαν παρεισφρήσει σε μεταγενέστερα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα που κυκλοφορούσαν στις ημέρες του Ιησού, ούτε αυτός ούτε οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέθεσαν από τέτοια βιβλία, αν και χρησιμοποιούσαν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ποτέ δεν αναφέρθηκαν σε απόκρυφο σύγγραμμα ως μέρος των “Γραφών” ή προϊόν του αγίου πνεύματος. Έτσι λοιπόν, τα απόκρυφα βιβλία δεν στερούνται απλώς εσωτερικών αποδείξεων θεοπνευστίας και πιστοποίησης από τους αρχαίους θεόπνευστους συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών, αλλά στερούνται και της επικυρωτικής σφραγίδας του Ιησού και των θεϊκά διαπιστευμένων αποστόλων του. Εντούτοις, ο Ιησούς επιδοκίμασε όντως τον Εβραϊκό κανόνα, δεδομένου ότι εννοούσε ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές όταν μίλησε για «όλα τα γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στους Προφήτες και στους Ψαλμούς», οι οποίοι Ψαλμοί ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο βιβλίο του τμήματος που αποκαλούνταν Αγιόγραφα.—Λου 24:44.
Τα λόγια του Ιησού στο εδάφιο Ματθαίος 23:35 (και Λου 11:50, 51) είναι επίσης πολύ σημαντικά: «Ώστε να έρθει πάνω σας όλο το δίκαιο αίμα που χύθηκε στη γη, από το αίμα του δίκαιου Άβελ ως το αίμα του Ζαχαρία, του γιου του Βαραχία, τον οποίο δολοφονήσατε ανάμεσα στο αγιαστήριο και στο θυσιαστήριο». Χρονολογικά, ο προφήτης Ουριγίας θανατώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωακείμ, πάνω από δύο αιώνες μετά τη δολοφονία του Ζαχαρία η οποία συνέβη προς το τέλος της βασιλείας του Ιωάς. (Ιερ 26:20-23) Αν, λοιπόν, ο Ιησούς ήθελε να περιλάβει όλο τον κατάλογο των μαρτύρων, γιατί δεν είπε “από τον Άβελ μέχρι τον Ουριγία”; Προφανώς επειδή το περιστατικό με τον Ζαχαρία βρίσκεται στα εδάφια 2 Χρονικών 24:20, 21, άρα προς το τέλος του παραδοσιακού Εβραϊκού κανόνα. Επομένως, με αυτή την έννοια η δήλωση του Ιησού περιλάμβανε πράγματι όλους τους δολοφονημένους μάρτυρες του Ιεχωβά που μνημονεύονται στις Εβραϊκές Γραφές, από τον Άβελ ο οποίος αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο (τη Γένεση) μέχρι τον Ζαχαρία ο οποίος μνημονεύεται στο τελευταίο βιβλίο (τα Χρονικά), δηλαδή ήταν κάτι ανάλογο με τη δική μας έκφραση «από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη».
Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Η συγγραφή καθώς και η συλλογή των 27 βιβλίων που απαρτίζουν τον κανόνα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήταν παρόμοια με τη συγγραφή και τη συλλογή των Εβραϊκών Γραφών. Ο Χριστός «έδωσε δώρα σε μορφή ανθρώπων», ναι, «έδωσε μερικούς ως αποστόλους, μερικούς ως προφήτες, μερικούς ως ευαγγελιστές, μερικούς ως ποιμένες και δασκάλους». (Εφ 4:8, 11-13) Έχοντας πάνω τους το άγιο πνεύμα του Θεού, αυτοί διατύπωσαν ορθά δόγματα για τη Χριστιανική εκκλησία και επανέλαβαν «μέσω υπενθύμισης» πολλά πράγματα γραμμένα ήδη στις Γραφές.—2Πε 1:12, 13· 3:1· Ρω 15:15.
Πέρα από τις ίδιες τις Γραφές, υπάρχουν αποδείξεις ότι, ήδη από το 90-100 Κ.Χ., είχαν συλλεχθεί τουλάχιστον δέκα από τις επιστολές του Παύλου. Είναι σίγουρο ότι οι Χριστιανοί, από πολύ νωρίς, συγκέντρωναν τα θεόπνευστα Χριστιανικά συγγράμματα.
Διαβάζουμε ότι, «κατά τα τέλη του 1ου αιώνα, ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης, γνώριζε για την επιστολή του Παύλου προς την εκκλησία της Κορίνθου. Έπειτα από αυτόν, οι επιστολές τόσο του Ιγνάτιου, επισκόπου Αντιόχειας, όσο και του Πολύκαρπου, επισκόπου Σμύρνης, πιστοποιούν ότι οι επιστολές του Παύλου είχαν ήδη διαδοθεί κατά τη δεύτερη δεκαετία του 2ου αιώνα». (Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου [The International Standard Bible Encyclopedia], επιμέλεια Τζ. Γ. Μπρόμιλι, 1979, Τόμ. 1, σ. 603) Όλοι αυτοί ήταν συγγραφείς των πρώτων αιώνων—ο Κλήμης της Ρώμης (30;-100; Κ.Χ.), ο Πολύκαρπος (69;-155; Κ.Χ.) και ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας (τέλη 1ου και αρχές 2ου αιώνα Κ.Χ.)—οι οποίοι περιέλαβαν στα κείμενά τους παραθέσεις και αποσπάσματα από διάφορα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, δείχνοντας ότι ήταν εξοικειωμένοι με αυτά τα κανονικά συγγράμματα.
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (πέθανε περ. 165 Κ.Χ.), στο έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον» (49), χρησιμοποίησε την έκφραση «είναι γραμμένο» καθώς παρέθετε από τον Ματθαίο, όπως κάνουν και τα Ευαγγέλια όταν παραπέμπουν στις Εβραϊκές Γραφές. Το ίδιο αληθεύει και για ένα προγενέστερο ανώνυμο έργο, την «Επιστολή του Βαρνάβα» (4). Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας στην «Πρώτη Απολογία» (66, 67) αποκαλεί τα «απομνημονεύματα των αποστόλων» «Ευαγγέλια».—Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες (The Ante-Nicene Fathers), Τόμ. 1, σ. 220, 139, 185, 186.
Ο Θεόφιλος της Αντιόχειας (2ος αιώνας Κ.Χ.) δήλωσε: «Όσον αφορά τη δικαιοσύνη που επέβαλλε ο νόμος, την επιβεβαιώνουν τόσο οι προφήτες όσο και τα Ευαγγέλια, επειδή όλοι τους μιλούσαν υπό την έμπνευση του ενός Πνεύματος του Θεού». Στη συνέχεια ο Θεόφιλος χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως “λέει το Ευαγγέλιο” (παραθέτοντας τα εδ. Ματ 5:28, 32, 44, 46· 6:3) και «ο θεϊκός λόγος μάς παραγγέλλει» (παραθέτοντας τα εδ. 1Τι 2:2 και Ρω 13:7, 8).—Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες, 1962, Τόμ. 2, σ. 114, 115, «Θεόφιλος προς Αυτόλυκον» (12, 13).
Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε κλείσει ο κανόνας των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, γι’ αυτό και βλέπουμε διάφορα άτομα όπως τον Ειρηναίο, τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα και τον Τερτυλλιανό να αναγνωρίζουν ότι τα συγγράμματα που απάρτιζαν τις Χριστιανικές Γραφές διέθεταν το ίδιο κύρος με τις Εβραϊκές Γραφές. Ο Ειρηναίος, επικαλούμενος τις Γραφές, παραθέτει τουλάχιστον 200 φορές από τις επιστολές του Παύλου. Ο Κλήμης λέει ότι θα απαντήσει στους αντιπάλους του από «τις Γραφές οι οποίες πιστεύουμε ότι είναι έγκυρες λόγω τις πανίσχυρης αυθεντίας τους», δηλαδή «από το νόμο, τους προφήτες, και επιπρόσθετα από το ευλογημένο Ευαγγέλιο».—Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες, Τόμ. 2, σ. 409, «Στρωματείς».
Η κανονικότητα κάποιων βιβλίων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους, αλλά με πολύ ανίσχυρα επιχειρήματα. Το να απορρίπτουν, για παράδειγμα, οι κριτικοί την επιστολή προς τους Εβραίους απλώς επειδή δεν φέρει το όνομα του Παύλου και επειδή διαφοροποιείται λίγο στο ύφος από τις άλλες επιστολές του αποτελεί ρηχό συλλογισμό. Ο Μπ. Φ. Γουέστκοτ παρατήρησε ότι «το κύρος της κανονικότητας που διαθέτει η Επιστολή δεν επηρεάζεται από το αν ο Παύλος είναι ο συγγραφέας της». (Η Προς Εβραίους Επιστολή [The Epistle to the Hebrews], 1892, σ. 71) Οποιαδήποτε ένσταση λόγω ανωνυμίας του συγγραφέα υπερφαλαγγίζεται κατά πολύ από την παρουσία της επιστολής προς τους Εβραίους στον Πάπυρο Τσέστερ Μπίτι Αρ. 2 (P46) (ο οποίος τοποθετείται το πολύ 150 χρόνια μετά το θάνατο του Παύλου) μαζί με άλλες οχτώ επιστολές του Παύλου.
Μερικές φορές αμφισβητείται η κανονικότητα μικρών βιβλίων, όπως είναι η επιστολή του Ιακώβου, του Ιούδα, η Δεύτερη και η Τρίτη του Ιωάννη και η Δεύτερη του Πέτρου, επειδή οι συγγραφείς των πρώτων αιώνων παραθέτουν ελάχιστα από αυτά τα βιβλία. Ωστόσο, όλες αυτές οι επιστολές μαζί αποτελούν μόνο το ένα τριακοστό έκτο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, συνεπώς είχαν λιγότερες πιθανότητες να παρατεθούν. Σχετικά με αυτό, ας σημειωθεί ότι ο Ειρηναίος παραθέτει από τη Δεύτερη Επιστολή του Πέτρου θεωρώντας την ισοδύναμη ως προς την κανονικότητα με τις υπόλοιπες Ελληνικές Γραφές. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Δεύτερη Επιστολή του Ιωάννη. (Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες, Τόμ. 1, σ. 551, 557, 341, 443, «Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων») Η Αποκάλυψη, που επίσης απορρίπτεται από μερικούς, πιστοποιήθηκε από πολλούς σχολιαστές των πρώτων αιώνων, περιλαμβανομένου του Παπία, του Ιουστίνου του Μάρτυρα, του Μελίτωνα και του Ειρηναίου.
Το πραγματικό κριτήριο κανονικότητας, ωστόσο, δεν είναι το πόσες φορές ή από ποιον μη αποστολικό συγγραφέα παρατέθηκε ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Τα περιεχόμενα του ίδιου του βιβλίου πρέπει να αποδεικνύουν ότι αποτελεί προϊόν του αγίου πνεύματος. Συνεπώς, δεν μπορεί να περιέχει δεισιδαιμονίες ή δαιμονικές συνήθειες ούτε να προάγει τη λατρεία πλασμάτων. Πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία και ενότητα με την υπόλοιπη Γραφή, υποστηρίζοντας έτσι το γεγονός ότι εκείνος που ενέπνευσε τη συγγραφή του είναι ο Ιεχωβά Θεός. Κάθε βιβλίο πρέπει να συμφωνεί με το θεϊκό «υπόδειγμα των υγιών λόγων» και να είναι σε αρμονία με τις διδασκαλίες και τις δραστηριότητες του Χριστού Ιησού. (2Τι 1:13· 1Κο 4:17) Είναι σαφές ότι οι απόστολοι διέθεταν τα θεϊκά διαπιστευτήρια και μίλησαν επιβεβαιωτικά για άλλους συγγραφείς όπως ο Λουκάς και ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού. Μέσω του αγίου πνεύματος οι απόστολοι είχαν «διάκριση εμπνευσμένων λόγων» για να κρίνουν αν αυτά τα λόγια ήταν από τον Θεό ή όχι. (1Κο 12:4, 10) Με το θάνατο του Ιωάννη, του τελευταίου αποστόλου, τερματίστηκε αυτή η αξιόπιστη αλυσίδα των θεόπνευστων αντρών, και έτσι με την Αποκάλυψη, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και τις επιστολές του έκλεισε ο Βιβλικός κανόνας.
Τα 66 κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής μας, με την αρμονική τους ενότητα και ισορροπία, μαρτυρούν τη μοναδικότητα και την πληρότητα της Γραφής και μας τη συστήνουν ως τον πραγματικό Λόγο του Ιεχωβά που περιέχει τη θεόπνευστη αλήθεια, ο οποίος Λόγος διαφυλάχτηκε μέχρι σήμερα παρά τις προσπάθειες όλων των εχθρών του. (1Πε 1:25) Για τον πλήρη κατάλογο των 66 βιβλίων τα οποία αποτελούν ολόκληρο το Βιβλικό κανόνα, καθώς και για τους συγγραφείς, τη χρονολογία ολοκλήρωσης της συγγραφής των βιβλίων και την περίοδο που καλύπτει το καθένα, βλέπε τον “Πίνακα των Βιβλίων της Αγίας Γραφής Κατά Σειρά Ολοκλήρωσης” στο λήμμα ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ.—Βλέπε επίσης ξεχωριστό λήμμα για το κάθε βιβλίο της Γραφής.
[Πίνακας στη σελίδα 42]
Ο ΙΟΥΔΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
Ο Νόμος
1. Γένεση
2. Έξοδος
3. Λευιτικό
4. Αριθμοί
5. Δευτερονόμιο
Οι Προφήτες
6. Ιησούς του Ναυή
7. Κριτές
8. 1, 2 Σαμουήλ
9. 1, 2 Βασιλέων
10. Ησαΐας
11. Ιερεμίας
12. Ιεζεκιήλ
13. Οι Δώδεκα Προφήτες (Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Αβδιού, Ιωνάς, Μιχαίας, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας)
Τα Γραφεία (Αγιόγραφα)
14. Ψαλμοί
15. Παροιμίες
16. Ιώβ
17. Άσμα Ασμάτων
18. Ρουθ
19. Θρήνοι
20. Εκκλησιαστής
21. Εσθήρ
22. Δανιήλ
23. Έσδρας, Νεεμίας
24. 1, 2 Χρονικών