ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ
Το εβραϊκό ρήμα τσαδέκ (το οποίο συγγενεύει με τη λέξη τσέδεκ που σημαίνει «δικαιοσύνη») αποδίδεται σε μερικές περιπτώσεις «ανακηρύσσω δίκαιο» και «κηρύσσω δίκαιο». (Εξ 23:7· Δευ 25:1) Αυτή η Βιβλική έκφραση αποδίδεται επίσης «δικαιώνω», ενώ όταν πρόκειται για ουσιαστικό μεταφράζεται «δικαίωση». Οι λέξεις (δικαιόω, δικαίωμα και δικαίωσις) του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, στις οποίες διευκρινίζεται πλήρως το ζήτημα, μεταδίδουν βασικά την έννοια της απαλλαγής από κάθε κατηγορία ή ενοχή και συνεπώς της αθώωσης, της ανακήρυξης κάποιου ως δίκαιου και της μεταχείρισής του με ανάλογο τρόπο.—Βλέπε Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Greek-English Lexicon of the New Testament), του Γ. Μπάουερ (αναθεωρημένο από τους Φ. Γ. Γκίνγκριχ και Φ. Ντάνκερ), 1979, σ. 197, 198· επίσης Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 1, σ. 625).
Έτσι λοιπόν, ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός “αποδεικνύεται δίκαιος [τύπος του ρήματος δικαιόω, Κείμενο]” στα λόγια Του και νικάει όταν κρίνεται από άτομα που τον δυσφημούν. (Ρω 3:4) Ο Ιησούς είπε πως «η σοφία αποδεικνύεται δίκαιη από τα έργα της» και πως, όταν οι άνθρωποι δώσουν λογαριασμό κατά την Ημέρα της Κρίσης, θα “ανακηρυχτούν δίκαιοι [τύπος του ρήματος δικαιόω, Κείμενο]” ή θα καταδικαστούν από τα λόγια τους. (Ματ 11:19· 12:36, 37) Ο Ιησούς είπε ότι ο ταπεινός εισπράκτορας φόρων που προσευχόταν μετανοημένος στο ναό «κατέβηκε στο σπίτι του έχοντας αποδειχτεί δικαιότερος» από τον καυχησιολόγο Φαρισαίο που προσευχόταν συγχρόνως με αυτόν. (Λου 18:9-14· 16:15) Ο απόστολος Παύλος δηλώνει ότι όποιος πεθαίνει «έχει απαλλαχτεί [δεδικαίωται, Κείμενο] από την αμαρτία του» εφόσον έχει εκτίσει την ποινή του θανάτου.—Ρω 6:7, 23.
Εκτός από αυτές τις σημασίες, όμως, οι εν λόγω λέξεις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου διαθέτουν και μια άλλη ειδική έννοια, αναφερόμενη σε μια πράξη του Θεού με την οποία κάποιος θεωρείται αθώος (Πρ 13:38, 39· Ρω 8:33), καθώς και στην πράξη με την οποία ο Θεός κηρύσσει ένα άτομο τέλειο σε ακεραιότητα και το κρίνει άξιο για το δικαίωμα της ζωής, όπως θα δούμε.
Στην Προχριστιανική Εποχή. Αρχικά, ο Αδάμ ήταν τέλειος, δίκαιος, ένας ανθρώπινος “γιος του Θεού”. (Λου 3:38) Ήταν δίκαιος λόγω του ότι τον είχε δημιουργήσει ο Θεός, ο δε Δημιουργός του δήλωσε ότι ήταν “πολύ καλός”. (Γε 1:31) Δεν διακράτησε, όμως, την ακεραιότητά του ενώπιον του Θεού και απώλεσε τη δικαιοσύνη τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους μελλοντικούς απογόνους του.—Γε 3:17-19· Ρω 5:12.
Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους απογόνους του υπήρξαν άνθρωποι πίστης οι οποίοι “περπάτησαν με τον αληθινό Θεό”, όπως ο Νώε, ο Ενώχ και ο Ιώβ. (Γε 5:22· 6:9· 7:1· Ιωβ 1:1, 8· 2:3) Για τον Αβραάμ αναφέρεται ότι άσκησε πίστη στον Θεό και «ανακηρύχτηκε δίκαιος». Επίσης, για τη Ραάβ από την Ιεριχώ έχει γραφτεί ότι έκανε έκδηλη την πίστη της μέσω των έργων της και έτσι «ανακηρύχτηκε δίκαιη», με αποτέλεσμα να σωθεί η ζωή της όταν καταστράφηκε η πόλη της Ιεριχώς. (Ιακ 2:21-23, 25) Ας σημειωθεί ότι στην επιστολή του Ιακώβου (προαναφερόμενα εδάφια) καθώς και στην επιστολή του Παύλου προς τους Ρωμαίους (4:3-5, 9-11), όπου ο Παύλος παραθέτει το εδάφιο Γένεση 15:6, δηλώνεται ότι η πίστη του Αβραάμ «του υπολογίστηκε ως δικαιοσύνη». Για να καταλάβουμε αυτή την έκφραση, χρειάζεται να εξετάσουμε τη σημασία του ρήματος λογίζομαι που χρησιμοποιείται εδώ στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο.
Πώς «υπολογίζεται» κάποιος δίκαιος. Το ρήμα λογίζομαι του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιούνταν συνήθως στην αρχαιότητα για αριθμητικούς υπολογισμούς ή λογαριασμούς όπως για παράδειγμα στη λογιστική, και χρησιμοποιούνταν τόσο για τις χρεώσεις όσο και για τις πιστώσεις που καταχωρίζονταν σε έναν λογαριασμό. Στην Αγία Γραφή χρησιμοποιείται με την έννοια «λογαριάζω, υπολογίζω ή λαβαίνω υπόψη». Έτσι λοιπόν, το εδάφιο 1 Κορινθίους 13:5 λέει ότι η αγάπη «δεν κρατάει λογαριασμό [οὐ λογίζεται, Κείμενο] για το κακό» (παράβαλε 2Τι 4:16), ενώ ο ψαλμωδός Δαβίδ είπε, όπως παρατίθενται τα λόγια του: «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος του οποίου την αμαρτία δεν πρόκειται να υπολογίσει ο Ιεχωβά». (Ρω 4:8) Ο Παύλος έδειξε σε αυτούς που έβλεπαν τα πράγματα σύμφωνα με τη φαινομενική τους αξία ότι έπρεπε να αξιολογούν τα ζητήματα σωστά, κοιτάζοντας σαν να λέγαμε και στις δύο πλευρές του λογιστικού βιβλίου. (2Κο 10:2, 7, 10-12) Ταυτόχρονα, τον Παύλο τον απασχολούσε “να μην του λογαριάσει [λογίσηται, Κείμενο] κανείς” περισσότερα από ό,τι ήταν σωστό σε σχέση με τη διακονία του.—2Κο 12:6, 7.
Η λέξη λογίζομαι μπορεί επίσης να σημαίνει «θεωρώ, υπολογίζω, αποτιμώ, συγκαταλέγω (με μια ομάδα, τάξη ή κατηγορία)». (1Κο 4:1) Με αυτή την έννοια ο Ιησούς είπε ότι επρόκειτο να “συγκαταλεχθεί [ἐλογίσθη, Κείμενο] με τους ανόμους”, δηλαδή να υπολογιστεί ως ένας από αυτούς ή να συγκαταριθμηθεί με αυτούς. (Λου 22:37) Ο απόστολος Παύλος λέει στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους ότι, στην περίπτωση ενός απερίτμητου που θα τηρούσε το Νόμο, “η μη περιτομή του θα υπολογιζόταν ως περιτομή”, δηλαδή θα θεωρούνταν ή θα εκλαμβανόταν ως περιτομή. (Ρω 2:26) Με παρόμοια έννοια, οι Χριστιανοί παροτρύνονται να “θεωρούν τους εαυτούς τους ότι είναι μεν νεκροί σε σχέση με την αμαρτία, αλλά ζωντανοί σε σχέση με τον Θεό μέσω του Χριστού Ιησού”. (Ρω 6:11) Επίσης, οι χρισμένοι Χριστιανοί που προέρχονταν από τους Εθνικούς, αν και δεν ήταν σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, “υπολογίζονταν ως το σπέρμα” του Αβραάμ.—Ρω 9:8.
Πώς ήταν δυνατόν να ανακηρυχτεί δίκαιος ο Αβραάμ πριν από το θάνατο του Χριστού;
Αντίστοιχα και η πίστη του Αβραάμ, σε συνδυασμό με τα έργα του, «του υπολογίστηκε [λογαριάστηκε, πιστώθηκε ή αποδόθηκε] ως δικαιοσύνη». (Ρω 4:20-22) Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Αβραάμ και άλλοι πιστοί άντρες της προχριστιανικής εποχής ήταν τέλειοι ή απαλλαγμένοι από την αμαρτία. Ωστόσο, επειδή άσκησαν πίστη στην υπόσχεση του Θεού για το «σπέρμα» και επειδή αγωνίζονταν να τηρούν τις εντολές του Θεού, δεν συγκαταριθμήθηκαν, όπως ο υπόλοιπος κόσμος της ανθρωπότητας, με τα άδικα άτομα που δεν είχαν καμιά υπόσταση ενώπιον του Θεού. (Γε 3:15· Ψλ 119:2, 3) Στοργικά, ο Ιεχωβά τούς θεώρησε απαλλαγμένους από ενοχή, συγκρίνοντάς τους με τον κόσμο που ήταν αποξενωμένος από τον Θεό. (Ψλ 32:1, 2· Εφ 2:12) Έτσι λοιπόν, με βάση την πίστη τους, ο Θεός μπορούσε να πολιτεύεται με αυτούς τους ατελείς ανθρώπους και να τους ευλογεί, και συγχρόνως να παραμένει συνεπής στους δικούς του τέλειους κανόνες δικαιοσύνης. (Ψλ 36:10) Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί αναγνώριζαν ότι είχαν ανάγκη την απολύτρωση από την αμαρτία και πρόσμεναν να τους την παράσχει ο Θεός στον ορισμένο του καιρό.—Ψλ 49:7-9· Εβρ 9:26.
Η “Μία Πράξη Δικαίωσης” από τον Χριστό Ιησού. Οι Γραφές δείχνουν πως, όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη, διέθετε έναν τέλειο ανθρώπινο οργανισμό (1Πε 1:18, 19) και πως περιφρούρησε την τελειότητά του διακρατώντας και ενισχύοντας την ακεραιότητά του υπό δοκιμή. Αυτό συμβάδιζε με το σκοπό που είχε ο Θεός να «τελειοποιήσει τον Πρώτιστο Παράγοντα της σωτηρίας . . . μέσω παθημάτων». (Εβρ 2:10) Δηλαδή ο Ιησούς τελειοποιήθηκε ως προς την υπακοή και τη διακράτηση ακεραιότητας, και επιπλέον τελειοποιήθηκε για τη θέση του διορισμένου από τον Θεό Αρχιερέα της σωτηρίας, όπως δείχνει ο Παύλος στα εδάφια Εβραίους 5:7-10. Εφόσον ο Ιησούς ολοκλήρωσε την επίγεια πορεία του άψογα, με την πλήρη έννοια της λέξης, ο Θεός τον θεώρησε δικαιωμένο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν ο μόνος άνθρωπος ο οποίος, υπό δοκιμή, έμεινε σταθερά και απόλυτα δίκαιος ενώπιον του Θεού με τη δική του αξία. Με αυτή τη “μία πράξη δικαίωσης [δικαιώματος, Κείμενο]”, δηλαδή με το ότι ο Ιησούς αποδείχτηκε τέλεια δίκαιος καθ’ όλη την άψογη πορεία του, περιλαμβανομένης και της θυσίας του, έθεσε τη βάση για να ανακηρυχτούν δίκαιοι όσοι θα είχαν πίστη στον Χριστό.—Ρω 5:17-19· 3:25, 26· 4:25.
Στη Χριστιανική Εκκλησία. Με τον ερχομό του Γιου του Θεού ως του υποσχεμένου Λυτρωτή, υπήρχε πλέον ένας νέος παράγοντας στον οποίο μπορούσε να βασίσει ο Θεός την πολιτεία του με τους ανθρώπινους υπηρέτες του. Οι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού που καλούνται να είναι πνευματικοί αδελφοί του με την προοπτική να είναι συγκληρονόμοι του στην ουράνια Βασιλεία (Ρω 8:17) ανακηρύσσονται πρώτα δίκαιοι από τον Θεό βάσει της πίστης τους στον Ιησού Χριστό. (Ρω 3:24, 28) Αυτή είναι μια δικαστική πράξη του Ιεχωβά Θεού. Κατά συνέπεια, ενώπιον εκείνου, του Ανώτατου Δικαστή, δεν μπορεί κανείς να «απαγγείλει κατηγορία» εναντίον των εκλεγμένων του. (Ρω 8:33, 34) Γιατί προβαίνει ο Θεός σε αυτή την ενέργεια αναφορικά με αυτά τα άτομα;
Κατ’ αρχάς, επειδή ο Ιεχωβά είναι τέλειος και άγιος. (Ησ 6:3) Άρα, σε αρμονία με την αγιότητά του, εκείνοι τους οποίους αποδέχεται ως γιους του θα πρέπει να είναι τέλειοι. (Δευ 32:4, 5) Ο Ιησούς Χριστός, ο πρώτιστος Γιος του Θεού, αποδείχτηκε τέλειος, «όσιος, άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς». (Εβρ 7:26) Οι ακόλουθοί του, όμως, προέρχονται από τους γιους του Αδάμ ο οποίος, λόγω της αμαρτίας, έγινε πατέρας μιας ατελούς, αμαρτωλής οικογένειας. (Ρω 5:12· 1Κο 15:22) Άρα, όπως δείχνουν τα εδάφια Ιωάννης 1:12, 13, οι ακόλουθοι του Ιησού αρχικά δεν ήταν γιοι του Θεού. Ο Ιεχωβά Θεός διευθέτησε με την παρ’ αξία καλοσύνη του μια πράξη «υιοθεσίας», μέσω της οποίας αποδέχεται αυτά τα ευνοημένα άτομα και τα φέρνει σε μια πνευματική σχέση ως μέρος της οικογένειας των γιων του. (Ρω 8:15, 16· 1Ιω 3:1) Συνεπώς, ο Θεός θέτει τη βάση για την υιοθεσία τους, ανακηρύσσοντάς τους δίκαιους μέσω της αξίας της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού στην οποία αυτοί ασκούν πίστη, απαλλάσσοντάς τους από κάθε ενοχή οφειλόμενη στην αμαρτία. (Ρω 5:1, 2, 8-11· παράβαλε Ιωα 1:12.) Ως εκ τούτου, “υπολογίζονται” ή θεωρούνται απολύτως δίκαια άτομα, εφόσον όλες οι αμαρτίες τους συγχωρούνται και δεν τους καταλογίζονται.—Ρω 4:6-8· 8:1, 2· Εβρ 10:12, 14.
Άρα, το ότι αυτοί οι Χριστιανοί ανακηρύσσονται δίκαιοι σημαίνει πολύ περισσότερα από ό,τι στην περίπτωση του Αβραάμ (και άλλων υπηρετών του Ιεχωβά της προχριστιανικής εποχής) με την οποία ασχοληθήκαμε προηγουμένως. Ο μαθητής Ιάκωβος, αναφερόμενος στα όσα περιλάμβανε η δικαίωση του Αβραάμ, έγραψε: «Εκπληρώθηκε η γραφή που λέει: “Ο Αβραάμ έθεσε πίστη στον Ιεχωβά και του υπολογίστηκε ως δικαιοσύνη” και αποκλήθηκε “φίλος του Ιεχωβά”». (Ιακ 2:20-23) Επομένως, λόγω της πίστης του, ο Αβραάμ ανακηρύχτηκε δίκαιος ως φίλος του Θεού, όχι ως γιος του Θεού που “αναγεννήθηκε” με την προοπτική της ουράνιας ζωής. (Ιωα 3:3) Το Γραφικό υπόμνημα καθιστά σαφές ότι πριν από τον ερχομό του Χριστού δεν είχε διανοιχτεί για τους ανθρώπους ούτε η προοπτική να γίνουν γιοι του Θεού ούτε η προοπτική της ουράνιας ελπίδας.—Ιωα 1:12, 17, 18· 2Τι 1:10· 1Πε 1:3· 1Ιω 3:1.
Είναι φανερό ότι αυτοί οι Χριστιανοί, παρότι έχουν δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού, δεν διαθέτουν πραγματική ή κυριολεκτική τελειότητα στη σάρκα. (1Ιω 1:8· 2:1) Δεδομένου ότι αυτοί οι ακόλουθοι του Χριστού έχουν την προοπτική της ουράνιας ζωής, μια τέτοια κυριολεκτική τελειότητα στο σαρκικό οργανισμό τους τώρα δεν είναι πραγματικά απαραίτητη. (1Κο 15:42-44, 50· Εβρ 3:1· 1Πε 1:3, 4) Ωστόσο, το γεγονός ότι ανακηρύσσονται δίκαιοι, καθώς τους «υπολογίζεται» ή τους «πιστώνεται» δικαιοσύνη, ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Θεού περί δικαιοσύνης, και εκείνος εντάσσει τους υιοθετημένους στη «νέα διαθήκη» η οποία επικυρώθηκε με το αίμα του Ιησού Χριστού. (Λου 22:20· Ματ 26:28) Αυτοί οι υιοθετημένοι πνευματικοί γιοι στη νέα διαθήκη που συνάπτεται με τον πνευματικό Ισραήλ “βαφτίζονται στο θάνατο του Χριστού” και τελικά πεθαίνουν έχοντας έναν θάνατο όμοιο με το δικό του.—Ρω 6:3-5· Φλπ 3:10, 11.
Αν και ο Ιεχωβά συγχωρεί τις αμαρτίες τους που οφείλονται στη σαρκική αδυναμία και στην ατέλεια, εντούτοις οι Χριστιανοί αυτοί βιώνουν μια εσωτερική σύγκρουση την οποία περιέγραψε ο Παύλος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους (7:21-25). Πρόκειται για μια σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο της ανανεωμένης διάνοιάς τους (Ρω 12:2· Εφ 4:23), ή στο «νόμο του Θεού», και στο «νόμο της αμαρτίας» που υπάρχει στα μέλη τους. Αυτό συμβαίνει επειδή τα σάρκινα σώματά τους δεν έχουν τελειοποιηθεί, παρότι υπολογίζονται δίκαιοι και οι αμαρτίες τους συγχωρούνται. Αυτή η σύγκρουση συμβάλλει στη δοκιμή της ακεραιότητάς τους απέναντι στον Θεό. Μπορούν να βγουν νικητές σε αυτή τη σύγκρουση με τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού και την υποστήριξη του ελεήμονος Αρχιερέα τους, του Χριστού Ιησού. (Ρω 7:25· Εβρ 2:17, 18) Για να νικήσουν, όμως, πρέπει να ασκούν διαρκώς πίστη στη λυτρωτική θυσία του Χριστού και να τον ακολουθούν, διατηρώντας έτσι τη δικαιοσύνη τους ενώπιον του Θεού. (Παράβαλε Απ 22:11.) Με αυτόν τον τρόπο “καθιστούν βέβαιη για τον εαυτό τους την κλήση και την εκλογή τους”. (2Πε 1:10· Ρω 5:1, 9· 8:23-34· Τιτ 3:6, 7) Αν, από την άλλη πλευρά, αρχίσουν να πράττουν την αμαρτία, πέφτοντας από την πίστη, τότε χάνουν την ευνοημένη υπόσταση που είχαν ενώπιον του Θεού ως δίκαιοι, επειδή «οι ίδιοι ξανακρεμούν στο ξύλο τον Γιο του Θεού και τον ντροπιάζουν δημόσια». (Εβρ 6:4-8) Τα άτομα αυτά πρόκειται να καταστραφούν. (Εβρ 10:26-31, 38, 39) Γι’ αυτό και ο Ιησούς μίλησε για την αμαρτία που δεν συγχωρείται, και ο απόστολος Ιωάννης διαχώρισε την αμαρτία «που δεν επισύρει θάνατο» από την αμαρτία «που επισύρει θάνατο».—Ματ 12:31, 32· 1Ιω 5:16, 17.
Ο Ιησούς Χριστός, αφού διακράτησε την πιστότητά του μέχρι θανάτου, «ζωοποιήθηκε ως πνεύμα» και του δόθηκε αθανασία και αφθαρσία. (1Πε 3:18· 1Κο 15:42, 45· 1Τι 6:16) Έτσι λοιπόν, «ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα» (1Τι 3:16· Ρω 1:2-4) και κάθησε στα δεξιά του Θεού στους ουρανούς. (Εβρ 8:1· Φλπ 2:9-11) Όσοι ακολουθούν πιστά τα ίχνη του Χριστού προσμένουν μια ανάσταση σαν τη δική του (Ρω 6:5), αποβλέποντας στο να λάβουν «θεϊκή φύση».—2Πε 1:4.
Άλλοι Δίκαιοι. Σε μια από τις παραβολές του Ιησού για το χρόνο κατά τον οποίο θα λάβαινε χώρα η έλευσή του με τη δόξα της Βασιλείας, τα προβατοειδή άτομα χαρακτηρίζονται «δίκαιοι». (Ματ 25:31-46) Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την παραβολή οι «δίκαιοι» παρουσιάζονται ως μια ομάδα χωριστή και διακριτή από τα άτομα που ο Χριστός αποκαλεί “αδελφούς του”. (Ματ 25:34, 37, 40, 46· παράβαλε Εβρ 2:10, 11.) Εφόσον αυτά τα προβατοειδή άτομα προσφέρουν υποστήριξη στους πνευματικούς «αδελφούς» του Χριστού, δείχνοντας έτσι πίστη στον ίδιο τον Χριστό, ευλογούνται από τον Θεό και αποκαλούνται «δίκαιοι». Σαν τον Αβραάμ υπολογίζονται ή ανακηρύσσονται δίκαιοι ως φίλοι του Θεού. (Ιακ 2:23) Αυτή η δίκαιη υπόσταση θα σημάνει επιβίωση για αυτούς όταν τα «κατσίκια» απέλθουν σε «αιώνια εκκοπή».—Ματ 25:46.
Μια παράλληλη κατάσταση παρατηρούμε στο όραμα που είναι καταγραμμένο στα εδάφια Αποκάλυψη 7:3-17. Εκεί παρουσιάζεται ένα «μεγάλο πλήθος» με απροσδιόριστο αριθμό ατόμων το οποίο διαχωρίζεται ως ομάδα από τους 144.000 “σφραγισμένους”. (Παράβαλε Εφ 1:13, 14· 2Κο 5:1.) Το ότι αυτό το «μεγάλο πλήθος» έχει δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού υποδηλώνεται από την περιγραφή που δίνεται για αυτούς, όπου λέγεται ότι «έπλυναν τις στολές τους και τις έκαναν λευκές με το αίμα του Αρνιού».—Απ 7:14.
Τα μέλη του “μεγάλου πλήθους”, που επιβιώνουν από τη «μεγάλη θλίψη», δεν έχουν ανακηρυχτεί ακόμη δίκαιοι για ζωή—δηλαδή άξιοι του δικαιώματος να ζήσουν για πάντα στη γη. Χρειάζεται να συνεχίσουν να πίνουν από τις “πηγές των νερών της ζωής”, υπό την καθοδήγηση του Αρνιού, του Χριστού Ιησού. Θα είναι απαραίτητο να το κάνουν αυτό στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού. (Απ 7:17· 22:1, 2) Αν αποδειχτούν όσιοι στον Ιεχωβά στην έσχατη δοκιμή που θα λάβει χώρα στο τέλος των χιλίων ετών, τα ονόματά τους θα παραμείνουν μόνιμα στο βιβλίο της ζωής που διατηρεί ο Θεός, καθώς ο Ιεχωβά θα δηλώσει, ή θα αναγνωρίσει με αυτόν τον τρόπο, ότι αυτοί είναι τελικά δίκαιοι με την πλήρη έννοια.—Απ 20:7, 8· βλέπε ΖΩΗ (Δέντρα Ζωής).
Ο Θεός Αποδεικνύεται Δίκαιος σε Όλες τις Πράξεις Του. Είναι φανερό ότι στην πολιτεία του με τους ατελείς ανθρώπους ο Θεός δεν παραβιάζει ποτέ τους δικούς του κανόνες δικαιοσύνης και κρίσης. Δεν ανακηρύσσει δίκαιους αμαρτωλούς ανθρώπους με βάση την προσωπική τους αξία, παραβλέποντας έτσι ή παρακάμπτοντας την αμαρτία. (Ψλ 143:1, 2) Όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος: «Όλοι έχουν αμαρτήσει και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού, και είναι δωρεά το ότι ανακηρύσσονται δίκαιοι με την παρ’ αξία καλοσύνη του μέσω της απελευθέρωσης με το λύτρο που πλήρωσε ο Χριστός Ιησούς. Ο Θεός έθεσε αυτόν ως προσφορά για εξιλασμό μέσω πίστης στο αίμα του. Αυτό έγινε για να δείξει τη δικαιοσύνη του, επειδή συγχωρούσε τις αμαρτίες που έγιναν στο παρελθόν ενώ ο Θεός εκδήλωνε ανοχή· ώστε να δείξει τη δικαιοσύνη του στον τωρινό καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο που έχει πίστη στον Ιησού». (Ρω 3:23-26) Έτσι λοιπόν ο Θεός, με την παρ’ αξία καλοσύνη του, έχει κάνει μια νομική διευθέτηση με βάση τη θυσία του Χριστού, μέσω της οποίας μπορεί να είναι απόλυτα δίκαιος όταν συγχωρεί τις αμαρτίες εκείνων που ασκούν πίστη.
Προσπάθειες Αυτοδικαίωσης. Εφόσον μόνο ο Θεός μπορεί να ανακηρύξει κάποιον άνθρωπο δίκαιο, οι προσπάθειες αυτοδικαίωσης βάσει της προσωπικής αξίας κάποιου ή μέσω αποδοχής της κρίσης που εκφέρουν άλλοι για τη δικαιοσύνη του δεν έχουν καμιά αξία. Ο Ιώβ επιπλήχθηκε επειδή, αν και δεν καταλόγισε στον Θεό κάτι κακό, «ανακήρυξε την ψυχή του δίκαιη αντί για τον Θεό». (Ιωβ 32:1, 2) Ο Ιησούς επέπληξε έμμεσα τον ειδήμονα στο Νόμο ο οποίος τον ρώτησε ποια είναι η οδός προς την αιώνια ζωή, διότι προσπαθούσε να αυτοδικαιωθεί. (Λου 10:25-37) Καταδίκασε τους Φαρισαίους επειδή επιδίωκαν να ανακηρύσσουν τον εαυτό τους δίκαιο ενώπιον των ανθρώπων. (Λου 16:15) Ο απόστολος Παύλος ιδιαίτερα έδειξε ότι, λόγω της ατελούς, αμαρτωλής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ολόκληρη η ανθρωπότητα, κανείς δεν θα μπορούσε να ανακηρυχτεί δίκαιος προσπαθώντας να εδραιώσει τη δικαιοσύνη του μέσω έργων του Μωσαϊκού Νόμου. (Ρω 3:19-24· Γα 3:10-12) Αντίθετα, τόνισε ότι η πίστη στον Χριστό Ιησού είναι η αληθινή βάση για να ανακηρυχτεί κάποιος δίκαιος. (Ρω 10:3, 4) Η θεόπνευστη επιστολή του Ιακώβου συμπληρώνει τη δήλωση του Παύλου, δείχνοντας ότι αυτή η πίστη πρέπει να ζωοποιείται, όχι από έργα του Νόμου, αλλά από έργα πίστης, όπως στην περίπτωση του Αβραάμ και της Ραάβ.—Ιακ 2:24, 26.
Ορισμένα άτομα που ισχυρίζονταν ψευδώς ότι ήταν απόστολοι αμφισβήτησαν αδικαιολόγητα την αποστολική ιδιότητα και τα Χριστιανικά έργα του Παύλου, προσπαθώντας έτσι να παρασύρουν την εκκλησία της Κορίνθου με το μέρος τους. (2Κο 11:12, 13) Ο Παύλος, γνωρίζοντας ότι εκτελούσε πιστά υπηρεσία οικονόμου για λογαριασμό του Χριστού, δήλωσε ότι δεν τον ενδιέφερε η κρίση ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να έχουν καμιά δικαιοδοσία, συνέρχονταν για να τον κρίνουν σαν να ήταν στην ουσία «ανθρώπινο δικαστήριο». Εκείνος δεν βασιζόταν ούτε καν στην προσωπική του κρίση για τον εαυτό του, αλλά απέβλεπε στον Ιεχωβά ως Εξεταστή του. (1Κο 4:1-4) Κατ’ αυτόν τον τρόπο τονίζεται η αρχή ότι δεν μπορεί κανείς να βασιστεί στην κρίση των ανθρώπων όσον αφορά το αν είναι δίκαιος ή όχι, εκτός αν η κρίση αυτή υποστηρίζεται από το Λόγο του Θεού. Κάθε άτομο πρέπει να ερευνάει το Λόγο του Θεού και να επιτρέπει σε αυτόν το Λόγο να τον εξετάζει. (Εβρ 4:12) Παρ’ όλα αυτά, όταν κάποιο άτομο ελέγχεται από έναν Χριστιανό αδελφό, ιδιαίτερα από έναν πρεσβύτερο στην εκκλησία, και είναι προφανές ότι ο έλεγχος στηρίζεται στο Λόγο του Θεού, δεν θα ήταν σωστό να απορρίψει αυτόν τον έλεγχο, προσπαθώντας να αυτοδικαιωθεί. (Παρ 12:1· Εβρ 12:11· 13:17) Καθένας δε που κατέχει θέση ευθύνης και κρίνει ένα ζήτημα ή μια διένεξη θα καταδικαστεί από τον Θεό αν κηρύξει “δίκαιο τον πονηρό έναντι δωροδοκίας”.—Ησ 5:23· Ιακ 2:8, 9.