-
ΑμαρτίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Τα αποτελέσματα για την ανθρωπότητα ως σύνολο. Το εδάφιο Ρωμαίους 5:12 δηλώνει ότι «μέσω ενός ανθρώπου μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι ο θάνατος απλώθηκε σε όλους τους ανθρώπους, επειδή όλοι είχαν αμαρτήσει». (Παράβαλε 1Ιω 1:8-10.) Σύμφωνα με ορισμένους, αυτό σημαίνει πως όλοι οι μελλοντικοί απόγονοι του Αδάμ συμμετείχαν στην αρχική αμαρτωλή πράξη του Αδάμ διότι αυτός, ως οικογενειακή τους κεφαλή, τους εκπροσωπούσε και συνεπώς τους έκανε, στην ουσία, συμμέτοχους στην αμαρτία του. Ο απόστολος Παύλος, όμως, λέει ότι ο θάνατος «απλώθηκε» σε όλους τους ανθρώπους, πράγμα που υποδηλώνει ότι επήλθε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα στους απογόνους του Αδάμ.
Επιπλέον, ο Παύλος συνεχίζει λέγοντας ότι ο θάνατος βασίλεψε «από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν αμαρτήσει κατά την ομοιότητα της παράβασης του Αδάμ». (Ρω 5:14) Η αμαρτία του Αδάμ ονομάζεται εύστοχα “παράβαση” εφόσον αποτελούσε παραβίαση ενός σαφούς νόμου, μιας ρητής εντολής που του είχε δώσει ο Θεός. Επίσης, όταν ο Αδάμ αμάρτησε, το έκανε αυτό από δική του ελεύθερη επιλογή, ως τέλειος άνθρωπος που δεν είχε καμιά ανεπάρκεια. Είναι ολοφάνερο ότι οι απόγονοί του δεν απόλαυσαν ποτέ τέτοια κατάσταση τελειότητας. Συνεπώς, αυτοί οι παράγοντες δεν φαίνεται να εναρμονίζονται με την άποψη ότι, “όταν αμάρτησε ο Αδάμ, όλοι οι αγέννητοι τότε απόγονοί του αμάρτησαν μαζί του”. Για να θεωρηθούν υπόλογοι όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ως συμμέτοχοι στην προσωπική αμαρτία του, θα έπρεπε να είχαν δηλώσει με κάποιον τρόπο ότι ήθελαν να έχουν αυτόν ως οικογενειακή τους κεφαλή. Στην πραγματικότητα, όμως, κανείς τους δεν γεννήθηκε από αυτόν με δική του θέληση, δεδομένου ότι η γέννησή τους στη γραμμή του Αδάμ υπήρξε αποτέλεσμα του σαρκικού θελήματος των γονέων τους.—Ιωα 1:13.
Τα στοιχεία, λοιπόν, υποδεικνύουν ότι η αμαρτία μεταβιβάστηκε από τον Αδάμ στις επόμενες γενιές ως συνέπεια του αποδεδειγμένου νόμου της κληρονομικότητας. Αυτό προφανώς εννοεί ο ψαλμωδός όταν λέει: «Με σφάλμα γεννήθηκα μέσα σε πόνους γέννας, και στην αμαρτία με συνέλαβε η μητέρα μου». (Ψλ 51:5) Η αμαρτία, μαζί με τις συνέπειές της, εισχώρησε και απλώθηκε σε όλη την ανθρώπινη φυλή, όχι μόνο επειδή ο Αδάμ ήταν η οικογενειακή κεφαλή αυτής της φυλής, αλλά επειδή εκείνος, και όχι η Εύα, ήταν ο προγεννήτοράς της, δηλαδή η πηγή της ανθρώπινης ζωής. Από αυτόν, όπως επίσης και από την Εύα, οι απόγονοί του αναπόφευκτα θα κληρονομούσαν, όχι μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά επίσης τα γνωρίσματα της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης και της ροπής προς την αμαρτία.—Παράβαλε 1Κο 15:22, 48, 49.
Τα λόγια του Παύλου επίσης υποδεικνύουν αυτό το συμπέρασμα όταν εκείνος λέει ότι «όπως μέσω της ανυπακοής του ενός ανθρώπου [του Αδάμ] πολλοί καταστάθηκαν αμαρτωλοί, παρόμοια και μέσω της υπακοής του ενός [του Χριστού Ιησού] πολλοί θα κατασταθούν δίκαιοι». (Ρω 5:19) Εκείνοι που επρόκειτο να «κατασταθούν δίκαιοι» μέσω της υπακοής του Χριστού δεν καταστάθηκαν όλοι δίκαιοι αμέσως μόλις αυτός παρουσίασε τη λυτρωτική του θυσία στον Θεό, αλλά αρχίζουν σταδιακά να ωφελούνται από αυτή τη θυσία καθώς ασκούν πίστη σε αυτή την προμήθεια και συμφιλιώνονται με τον Θεό. (Ιωα 3:36· Πρ 3:19) Ανάλογα με αυτό, η μία μετά την άλλη οι γενιές των απογόνων του Αδάμ καθίστανται αμαρτωλές, καθώς οι απόγονοι αυτοί συλλαμβάνονται από τους εγγενώς αμαρτωλούς γονείς τους που ανήκουν στη γραμμή του Αδάμ.
-
-
ΑμαρτίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Αμαρτία και Νόμος. Ο απόστολος Ιωάννης γράφει ότι «όποιος πράττει την αμαρτία πράττει και την ανομία, και έτσι η αμαρτία είναι ανομία». (1Ιω 3:4) Γράφει επίσης ότι «κάθε αδικία είναι αμαρτία». (1Ιω 5:17) Από την άλλη πλευρά, ο απόστολος Παύλος μιλάει για “όσους αμάρτησαν χωρίς νόμο”. Αναφέρει επιπλέον ότι «μέχρι το Νόμο [που δόθηκε μέσω του Μωυσή] η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο, αλλά η αμαρτία δεν καταλογίζεται σε κανέναν όταν δεν υπάρχει νόμος. Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος βασίλεψε από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν αμαρτήσει κατά την ομοιότητα της παράβασης του Αδάμ». (Ρω 2:12· 5:13, 14) Τα λόγια του Παύλου πρέπει να κατανοηθούν στο πλαίσιο των συμφραζομένων. Οι προηγούμενες δηλώσεις του σε αυτή την επιστολή προς τους Ρωμαίους δείχνουν ότι σύγκρινε όσους ήταν κάτω από τη διαθήκη του Νόμου με όσους ήταν εκτός εκείνης της διαθήκης και επομένως δεν υπόκειντο στο νομικό της κώδικα, ενώ κατέδειξε ότι και οι δυο τάξεις ήταν αμαρτωλές.—Ρω 3:9.
Στα περίπου 2.500 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην παρέκκλιση του Αδάμ και στη χορήγηση της διαθήκης του Νόμου το 1513 Π.Κ.Χ., ο Θεός δεν είχε δώσει στην ανθρωπότητα κάποιον πλήρη κώδικα ή κάποια συστηματικά ταξινομημένη νομοθεσία που να ορίζει λεπτομερώς την αμαρτία σε όλα τα παρακλάδια και τις μορφές της. Βεβαίως είχε δώσει κάποια διατάγματα, όπως εκείνα που δόθηκαν στον Νώε μετά τον παγγήινο Κατακλυσμό (Γε 9:1-7), καθώς επίσης τη διαθήκη της περιτομής που δόθηκε στον Αβραάμ και στο σπιτικό του, περιλαμβανομένων των αλλοεθνών δούλων του. (Γε 17:9-14) Αλλά σχετικά με τον Ισραήλ ο ψαλμωδός δικαιολογημένα είπε ότι ο Θεός «λέει το λόγο του στον Ιακώβ, τις διατάξεις του και τις δικαστικές του αποφάσεις στον Ισραήλ. Δεν ενήργησε έτσι για κανένα άλλο έθνος· ούτε γνώρισαν τις δικαστικές του αποφάσεις». (Ψλ 147:19, 20· παράβαλε Εξ 19:5, 6· Δευ 4:8· 7:6, 11.) Σχετικά με τη διαθήκη του Νόμου που δόθηκε στον Ισραήλ δικαιολογημένα λέχθηκε: «Ο άνθρωπος που εκτελεί τη δικαιοσύνη του Νόμου θα ζήσει μέσω αυτής», διότι μόνο ένας αναμάρτητος άνθρωπος θα μπορούσε να προσκολληθεί τέλεια σε αυτόν το Νόμο και να συμμορφωθεί με αυτόν, όπως συνέβη με τον Χριστό Ιησού. (Ρω 10:5· Ματ 5:17· Ιωα 8:46· Εβρ 4:15· 7:26· 1Πε 2:22) Αυτό δεν ίσχυε για κανέναν άλλον νόμο που δόθηκε από την εποχή του Αδάμ μέχρι τη χορήγηση της διαθήκης του Νόμου.
«Κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου». Αυτό δεν σήμαινε ότι, εφόσον δεν υπήρχε κάποιος πλήρης νομικός κώδικας με βάση τον οποίο να σταθμίζουν τη διαγωγή τους, οι άνθρωποι που έζησαν από την εποχή του Αδάμ μέχρι την εποχή του Μωυσή ήταν απαλλαγμένοι από την αμαρτία. Στα εδάφια Ρωμαίους 2:14, 15, ο Παύλος δηλώνει: «Διότι όποτε οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος για τον εαυτό τους. Αυτοί οι ίδιοι καταδεικνύουν ότι η ουσία του νόμου είναι γραμμένη στις καρδιές τους, ενώ η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία μαζί με αυτούς και, μεταξύ των δικών τους σκέψεων, κατηγορούνται ή και δικαιολογούνται». Εφόσον ο άνθρωπος πλάστηκε από την αρχή κατά την εικόνα και την ομοίωση του Θεού, έχει ηθική φύση, η οποία παράγει τη συνείδηση. Έστω και ατελείς, οι αμαρτωλοί άνθρωποι διατηρούν τη συνείδηση σε κάποιον βαθμό, όπως υποδεικνύουν τα λόγια του Παύλου. (Βλέπε ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.) Αφού ο νόμος είναι βασικά ένας “κανόνας διαγωγής”, αυτή η ηθική φύση λειτουργεί μέσα στην καρδιά τους ως νόμος. Ωστόσο, πάνω από αυτόν το νόμο της ηθικής τους φύσης και σε αντίθεση με αυτόν υπάρχει ένας άλλος κληρονομημένος νόμος, ο “νόμος της αμαρτίας”, ο οποίος πολεμάει ενάντια στις δίκαιες τάσεις, υποδουλώνοντας εκείνους που δεν αντιστέκονται στην κυριαρχία του.—Ρω 6:12· 7:22, 23.
Αυτή η ηθική φύση και η σχετική με αυτήν συνείδηση μπορούν να φανούν ακόμη και στην περίπτωση του Κάιν. Αν και ο Θεός δεν είχε δώσει κάποιον νόμο αναφορικά με την ανθρωποκτονία, η υπεκφυγή με την οποία αποκρίθηκε ο Κάιν στο ερώτημα του Θεού έδειχνε ότι η συνείδησή του τον καταδίκαζε μετά τη δολοφονία του Άβελ. (Γε 4:8, 9) Ο Ιωσήφ ο Εβραίος έδειξε ότι είχε το θεϊκό “νόμο στην καρδιά του” όταν αποκρίθηκε στη δελεαστική πρόσκληση της συζύγου του Πετεφρή με τα λόγια: “Πώς θα μπορούσα να διαπράξω αυτό το μεγάλο κακό και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;” Αν και ο Θεός δεν είχε καταδικάσει συγκεκριμένα τη μοιχεία, ο Ιωσήφ καταλάβαινε ότι αυτό ήταν κάτι εσφαλμένο, κάτι που παραβίαζε το θέλημα του Θεού για τους ανθρώπους όπως αυτό είχε διατυπωθεί στην Εδέμ.—Γε 39:7-9· παράβαλε Γε 2:24.
Έτσι λοιπόν, κατά την πατριαρχική περίοδο από τον Αβραάμ μέχρι τους 12 γιους του Ιακώβ, οι Γραφές παρουσιάζουν ανθρώπους από πολλές φυλές και έθνη να μιλούν για την «αμαρτία» (χαττά’θ), όπως για αμαρτίες ενάντια σε εργοδότη (Γε 31:36), ενάντια στον άρχοντα του οποίου κάποιος είναι υπήκοος (Γε 40:1· 41:9), ενάντια σε συγγενή (Γε 42:22· 43:9· 50:17) ή απλώς ενάντια σε συνάνθρωπο (Γε 20:9). Σε όλες τις περιπτώσεις, εκείνος που χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο παραδεχόταν έτσι ότι συνδεόταν με συγκεκριμένη σχέση με το άτομο ενάντια στο οποίο είχε διαπραχθεί ή μπορούσε να διαπραχθεί η αμαρτία και αναγνώριζε τη συνεπακόλουθη ευθύνη που είχε να σέβεται τα συμφέροντα ή το θέλημα και την εξουσία εκείνου του ατόμου, λόγου χάρη του άρχοντα, και να μην εναντιώνεται σε αυτά. Τα συγκεκριμένα άτομα εκδήλωναν έτσι στοιχεία ηθικής φύσης. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, η κυριαρχία της αμαρτίας πάνω σε όσους δεν υπηρετούσαν τον Θεό ενισχύθηκε, έτσι ώστε ο Παύλος δικαιολογημένα είπε σχετικά με τους Εθνικούς ότι περπατούσαν “στο σκοτάδι διανοητικά, αποξενωμένοι από τη ζωή που ανήκει στον Θεό . . . έχοντας χάσει κάθε αίσθηση ηθικής”.—Εφ 4:17-19.
-