ΑΔΕΛΦΟΣ
Άντρας που έχει τον ίδιο γονέα ή τους ίδιους γονείς με άλλο άτομο. Ο όρος του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου είναι ’αχ και ο αντίστοιχος όρος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι ἀδελφός. Μερικοί από τους αμφιθαλείς αδελφούς που αναφέρονται στην Αγία Γραφή—γιοι του ίδιου πατέρα και της ίδιας μητέρας—είναι ο Κάιν και ο Άβελ, γιοι του Αδάμ και της Εύας (Γε 4:1, 2· 1Ιω 3:12), ο Ιακώβ και ο Ησαύ, δίδυμοι γιοι του Ισαάκ και της Ρεβέκκας (Γε 25:24-26), καθώς επίσης ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, γιοι του Ζεβεδαίου και της συζύγου του (Ματ 4:21· 27:56· παράβαλε Κρ 8:19). Ο Μωυσής και ο Ααρών ήταν αδελφοί της Μαριάμ (Αρ 26:59), ο δε Λάζαρος ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας. (Ιωα 11:1, 19) Ο όρος «αδελφοί» προσδιορίζει επίσης τους ετεροθαλείς αδελφούς, άτομα από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα, όπως οι 12 γιοι που απέκτησε ο Ιακώβ από τέσσερις διαφορετικές γυναίκες (Γε 35:22-26· 37:4· 42:3, 4, 13), καθώς επίσης παιδιά από την ίδια μητέρα αλλά από διαφορετικούς πατέρες, όπως ο Ιησούς και οι αδελφοί του, πιθανόν δε και ο Δαβίδ με τις αδελφές του.—Ματ 13:55· 1Χρ 2:13-16· 2Σα 17:25· βλέπε «Οι Αδελφοί του Ιησού» πιο κάτω.
Ωστόσο, ο όρος «αδελφός» δεν περιοριζόταν στην άμεση σαρκική συγγένεια. Ο Αβραάμ και ο Λάβαν αναφέρθηκαν στους ανιψιούς τους, τον Λωτ και τον Ιακώβ αντίστοιχα, ως αδελφούς. (Γε 11:27· 13:8· 14:14, 16· 29:10, 12, 15· παράβαλε Λευ 10:4.) Τα μέλη της ίδιας φυλής στον Ισραήλ είχαν αδελφική συγγένεια (2Σα 19:12, 13· Αρ 8:26), και με ακόμη ευρύτερη έννοια ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ ήταν αδελφοί, δεδομένου ότι ήταν απόγονοι ενός κοινού πατέρα, του Ιακώβ, και ήταν ενωμένοι στη λατρεία του ίδιου Θεού, του Ιεχωβά. (Εξ 2:11· Δευ 15:12· Ματ 5:47· Πρ 3:17, 22· 7:23· Ρω 9:3) Ακόμη και οι Εδωμίτες, οι οποίοι κατάγονταν από τον Αβραάμ μέσω του δίδυμου αδελφού του Ιακώβ, του Ησαύ, και επομένως συγγένευαν με τον Ισραήλ, αποκαλούνταν αδελφοί. (Αρ 20:14) Μετά την επανένωσή τους, τα βασίλεια του Ιούδα και του Ισραήλ αναφέρθηκε ότι βρίσκονταν σε «αδελφοσύνη» (εβρ., ’αχαβάχ).—Ζαχ 11:14.
Ο όρος «αδελφός» εφαρμόζεται επίσης σε εκείνους οι οποίοι είναι ενωμένοι σε μια κοινή προσπάθεια και έχουν παρόμοιους στόχους και σκοπούς. Παραδείγματος χάρη, ο Βασιλιάς Χιράμ της Τύρου αποκάλεσε τον Βασιλιά Σολομώντα αδελφό του, όχι μόνο επειδή ήταν ίσοι από πλευράς αξιώματος και θέσης, αλλά και, ενδεχομένως, επειδή είχαν κοινά συμφέροντα όσον αφορά την προμήθεια ξυλείας και άλλων υλικών για το ναό. (1Βα 9:13· 5:1-12) «Δείτε! Τι καλό και τι ευχάριστο που είναι να κατοικούν μαζί οι αδελφοί με ενότητα!» έγραψε ο Δαβίδ, υπονοώντας ότι στην ειρήνη και στην ενότητα μεταξύ σαρκικών αδελφών δεν συμβάλλουν μόνο οι σχέσεις αίματος. (Ψλ 133:1) Στην πραγματικότητα, η αμοιβαία στοργή και το ενδιαφέρον, και όχι η κοινή οικογενειακή καταγωγή, υποκίνησαν τον Δαβίδ να αποκαλέσει τον Ιωνάθαν αδελφό του. (2Σα 1:26) Οι σύντροφοι που έχουν παρόμοιες ιδιοσυγκρασίες και διαθέσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι κακές, χαρακτηρίζονται εύστοχα αδελφοί.—Παρ 18:9.
Στην πατριαρχική κοινωνία και υπό το Μωσαϊκό Νόμο, οι σαρκικοί αδελφοί είχαν κάποια προνόμια και κάποιες υποχρεώσεις. Με το θάνατο του πατέρα, ο μεγαλύτερος αδελφός, ο πρωτότοκος, λάβαινε διπλό μερίδιο από την οικογενειακή κληρονομιά και αναλάμβανε την ευθύνη να ενεργεί ως κεφαλή της οικογένειας. Ένας σαρκικός αδελφός ήταν ο πρώτος κατά σειρά αρμόδιος να ασκήσει το δικαίωμα της εξαγοράς, να προβεί σε ανδραδελφικό γάμο και να γίνει εκδικητής του αίματος. (Λευ 25:48, 49· Δευ 25:5) Οι αιμομεικτικές σχέσεις μεταξύ αδελφού και αδελφής απαγορεύονταν αυστηρά υπό το Μωσαϊκό Νόμο.—Λευ 18:9· Δευ 27:22.
Τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας έχουν κοινή πνευματική συγγένεια ανάλογη με τη συγγένεια των αδελφών. Ο Ιησούς αποκάλεσε τους μαθητές του αδελφούς. (Ματ 25:40· 28:10· Ιωα 20:17) Τόνισε ιδιαίτερα αυτή τη συγγένεια, λέγοντας: «Όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου . . . αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου». (Ματ 12:48-50) Επομένως, πρέπει κανείς να αγαπάει τους εξ αίματος συγγενείς του λιγότερο από τον Χριστό και να τους αφήνει πίσω για χάρη του, αν αυτό είναι απαραίτητο. (Ματ 10:37· 19:29· Λου 14:26) Στην πραγματικότητα, αδελφός μπορεί να παραδώσει αδελφό στο θάνατο. (Μαρ 13:12) Ο όρος «αδελφός», πέραν των άμεσων συντρόφων του Ιησού, περιλαμβάνει ολόκληρη την εκκλησία των πιστών (Ματ 23:8· Εβρ 2:17), «ολόκληρη την αδελφότητα» “η οποία έχει το έργο της επίδοσης μαρτυρίας για τον Ιησού”. (1Πε 2:17· 5:9· Απ 19:10) Μια τέτοια πνευματική αδελφότητα εκδηλώνει «αδελφική αγάπη» στον πληρέστερο βαθμό.—Ρω 12:10· Εβρ 13:1.
Την Πεντηκοστή, ο Πέτρος απευθύνθηκε σε άτομα από μακρινές χώρες, μεταξύ των οποίων και σε προσήλυτους, αποκαλώντας τους όλους “αδελφούς”. (Πρ 2:8-10, 29, 37) Μερικές φορές οι άρρενες Χριστιανοί πιστοί διακρίνονταν από τις γυναίκες όταν αποκαλούνταν «αδελφοί», ενώ εκείνες αποκαλούνταν αντίστοιχα «αδελφές» (1Κο 7:14, 15), αλλά γενικά ο όρος «αδελφοί» ήταν ο αποδεκτός χαιρετισμός που απευθυνόταν προς μεικτές ομάδες και δεν περιοριζόταν στους άρρενες. (Πρ 1:15· Ρω 1:13· 1Θε 1:4) Ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια σε όλες τις θεόπνευστες Χριστιανικές επιστολές εκτός από τρεις (Τίτο, 2 Ιωάννη και Ιούδα), καθώς και στα έργα των πρώτων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι απόστολοι έδιναν προειδοποιήσεις σχετικά με τους “ψευδαδέλφους” που παρεισέφρεαν στις εκκλησίες.—2Κο 11:26· Γα 2:4.
Οι Αδελφοί του Ιησού. Τα τέσσερα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων και δύο από τις επιστολές του Παύλου κάνουν λόγο για “τους αδελφούς του Κυρίου”, «τον αδελφό του Κυρίου», «τους αδελφούς του», “τις αδελφές του”, κατονομάζοντας μάλιστα τέσσερις από τους «αδελφούς»: τον Ιάκωβο, τον Ιωσήφ, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. (Ματ 12:46· 13:55, 56· Μαρ 3:31· Λου 8:19· Ιωα 2:12· Πρ 1:14· 1Κο 9:5· Γα 1:19) Οι περισσότεροι Βιβλικοί μελετητές αποδέχονται τη σωρεία των σχετικών αποδείξεων ότι ο Ιησούς είχε τουλάχιστον τέσσερις αδελφούς και δύο αδελφές και ότι ήταν όλοι τους παιδιά του Ιωσήφ και της Μαρίας που ήρθαν σε ύπαρξη με φυσιολογικό τρόπο μετά τη θαυματουργική γέννηση του Ιησού.
Οι αυθαίρετες απόψεις ότι αυτοί οι αδελφοί του Ιησού ήταν γιοι του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του ή από ανδραδελφικό γάμο του Ιωσήφ με τη νύφη του πρέπει να χαρακτηριστούν μυθοπλασίες, εφόσον δεν επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα ούτε υπάρχει καν σχετική νύξη στις Γραφές. Ο ισχυρισμός ότι ο όρος ἀδελφός εδώ σημαίνει «εξάδελφος» (ἀνεψιὸς, Κείμενο) είναι ένα θεωρητικό επιχείρημα, η επινόηση του οποίου αποδίδεται στον Ιερώνυμο, και δεν χρονολογείται νωρίτερα από το 383 Κ.Χ. Ο Ιερώνυμος, όχι μόνο δεν παραθέτει τίποτα προς υποστήριξη της πρόσφατης τότε υπόθεσής του, αλλά σε μεταγενέστερα συγγράμματα ταλαντεύεται στις απόψεις του και μάλιστα εκφράζει αμφιβολίες για τη «θεωρία των εξαδέλφων» που ο ίδιος επινόησε. Ο Τζ. Μπ. Λάιτφουτ δηλώνει ότι «ο Άγιος Ιερώνυμος δεν επικαλέστηκε κάποια έγκυρη πηγή από την παράδοση για να υποστηρίξει τη θεωρία του και ότι, επομένως, τα όποια υποστηρικτικά στοιχεία πρέπει να αναζητηθούν στις Γραφές και μόνο. Εγώ εξέτασα τα Γραφικά στοιχεία, και ο . . . συνδυασμός των δυσκολιών . . . αντισταθμίζει με το παραπάνω αυτά τα δευτερεύοντα υποστηρικτικά επιχειρήματα, και μάλιστα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της θεωρίας».—Η Επιστολή του Αγίου Παύλου προς τους Γαλάτες (St. Paul’s Epistle to the Galatians), Λονδίνο, 1874, σ. 258.
Στις Ελληνικές Γραφές, εκεί όπου η αφήγηση αφορά ανιψιό ή εξάδελφο, δεν χρησιμοποιείται η λέξη ἀδελφός. Απεναντίας, η συγγένεια διασαφηνίζεται, όπως «ο γιος της αδελφής του Παύλου» ή «ο Μάρκος, ο εξάδελφος [ἀνεψιός, Κείμενο] του Βαρνάβα». (Πρ 23:16· Κολ 4:10) Στο εδάφιο Λουκάς 21:16 εμφανίζεται τόσο η λέξη συγγενῶν (όπως είναι οι εξάδελφοι) όσο και η λέξη ἀδελφῶν, πράγμα που δείχνει ότι αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιούνται χαλαρά και συγκεχυμένα στις Ελληνικές Γραφές.
Η δήλωση ότι, στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού, «οι αδελφοί του, στην πραγματικότητα, δεν ασκούσαν πίστη σε αυτόν» ασφαλώς αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν αυτοί αδελφοί του με πνευματική έννοια. (Ιωα 7:3-5) Ο Ιησούς αντιπαρέβαλε αυτούς τους σαρκικούς αδελφούς με τους μαθητές του, οι οποίοι πίστευαν σε αυτόν και ήταν πνευματικοί αδελφοί του. (Ματ 12:46-50· Μαρ 3:31-35· Λου 8:19-21) Αυτή η απιστία εκ μέρους των σαρκικών αδελφών του μας εμποδίζει να τους ταυτίσουμε με τους συνονόματους αποστόλους: τον Ιάκωβο, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. Οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού διαχωρίζονται σαφώς από τους μαθητές του.—Ιωα 2:12.
Επίσης, η σχέση που είχαν αυτοί οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού με τη μητέρα του τη Μαρία υποδηλώνει ότι ήταν παιδιά της και όχι κάποιοι πιο μακρινοί συγγενείς. Συνήθως αναφέρονται σε συνδυασμό με αυτήν. Δηλώσεις του είδους ότι ο Ιησούς ήταν “ο πρωτότοκος” της Μαρίας (Λου 2:7) και ότι ο Ιωσήφ «δεν είχε σχέσεις μαζί της μέχρι που εκείνη γέννησε γιο» υποστηρίζουν επίσης την άποψη ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία είχαν και άλλα παιδιά. (Ματ 1:25) Ακόμη και οι γείτονες στη Ναζαρέτ αναγνώρισαν και προσδιόρισαν τον Ιησού ως τον “αδελφό του Ιακώβου και του Ιωσήφ και του Ιούδα και του Σίμωνα”, προσθέτοντας: «Και δεν είναι εδώ μαζί μας οι αδελφές του;»—Μαρ 6:3.
Έχοντας υπόψη αυτά τα εδάφια, τίθεται το ερώτημα: Γιατί τότε εμπιστεύτηκε ο Ιησούς τη φροντίδα της μητέρας του της Μαρίας στον απόστολο Ιωάννη και όχι στους σαρκικούς αδελφούς του, λίγο πριν από το θάνατό του; (Ιωα 19:26, 27) Προφανώς επειδή ο εξάδελφος του Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης, ήταν άντρας που είχε αποδείξει την πίστη του, ήταν ο μαθητής που ο Ιησούς αγαπούσε θερμά, και ως εκ τούτου αυτή η πνευματική συγγένεια υπερείχε από τη σαρκική. Μάλιστα δεν υπάρχουν καν ενδείξεις ότι οι σαρκικοί αδελφοί του Ιησού είχαν γίνει μέχρι τότε μαθητές του.
Μετά την ανάσταση του Ιησού, οι σαρκικοί αδελφοί του απέβαλαν τη δύσπιστη στάση τους, εφόσον ήταν παρόντες μαζί με τη μητέρα τους και με τους αποστόλους όταν αυτοί συναθροίζονταν για να προσευχηθούν μετά την ανάληψη του Ιησού. (Πρ 1:14) Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν παρόντες και κατά την έκχυση του αγίου πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. Ο αδελφός του Ιησού ο Ιάκωβος, ο οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των πρεσβυτέρων του κυβερνώντος σώματος στην Ιερουσαλήμ, έγραψε την ομώνυμη επιστολή. (Πρ 12:17· 15:13· 21:18· Γα 1:19· Ιακ 1:1) Ο αδελφός του Ιησού ο Ιούδας έγραψε την ομώνυμη επιστολή. (Ιου 1, 17) Ο Παύλος υπονοεί ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους αδελφούς του Ιησού ήταν παντρεμένοι.—1Κο 9:5.