ΑΙΡΕΣΗ
Η λέξη αἵρεσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «εκλογή» (Λευ 22:18, Ο΄) ή «αυτό που έχει εκλεγεί», άρα εννοεί «μια ομάδα ανθρώπων που έχουν ξεχωρίσει τον εαυτό τους από τους άλλους και ακολουθούν τις δικές τους πεποιθήσεις [φατρία ή κόμμα]». (Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Greek-English Lexicon of the New Testament], του Θάγιερ, 1889, σ. 16) Αυτός ο όρος εφαρμόζεται στους οπαδούς των δύο μεγάλων κλάδων του Ιουδαϊσμού, τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους. (Πρ 5:17· 15:5· 26:5) Επίσης, οι μη Χριστιανοί αποκαλούσαν τη Χριστιανοσύνη «αίρεση» ή “αίρεση των Ναζωραίων”, πιθανώς επειδή τη θεωρούσαν παρακλάδι του Ιουδαϊσμού.—Πρ 24:5, 14· 28:22.
Ο ιδρυτής της Χριστιανοσύνης, ο Ιησούς Χριστός, προσευχήθηκε να επικρατεί ενότητα ανάμεσα στους ακολούθους του (Ιωα 17:21), οι δε απόστολοι ενδιαφέρονταν ζωηρά να διατηρήσουν την ενότητα της Χριστιανικής εκκλησίας. (1Κο 1:10· Ιου 17-19) Η έλλειψη ενότητας στην πίστη θα μπορούσε να προκαλέσει άγριες φιλονικίες, διενέξεις, ακόμη και εχθρότητα. (Παράβαλε Πρ 23:7-10.) Γι’ αυτό, οι αιρέσεις έπρεπε να αποφεύγονται, εφόσον συγκαταλέγονται στα έργα της σάρκας. (Γα 5:19-21) Οι Χριστιανοί προειδοποιήθηκαν να μην προάγουν αιρέσεις και να προσέχουν να μην παροδηγηθούν από ψευδοδιδασκάλους. (Πρ 20:28· 2Τι 2:17, 18· 2Πε 2:1) Στην επιστολή του προς τον Τίτο, ο απόστολος Παύλος έδωσε εντολή να απορρίπτεται ο άνθρωπος που, αφού νουθετούνταν δύο φορές, συνέχιζε να προάγει μια αίρεση, κάτι που σήμαινε φανερά ότι έπρεπε να αποβληθεί από την εκκλησία. (Τιτ 3:10) Όσοι αρνούνταν να αναμειχθούν στη δημιουργία διαιρέσεων μέσα στην εκκλησία ή στην υποστήριξη μιας συγκεκριμένης φατρίας θα ξεχώριζαν με την πιστή τους πορεία και θα αποδείκνυαν ότι είχαν την επιδοκιμασία του Θεού. Προφανώς αυτό εννοούσε ο Παύλος όταν είπε στους Κορινθίους: «Πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις ανάμεσά σας, για να γίνουν και τα επιδοκιμασμένα άτομα φανερά ανάμεσά σας».—1Κο 11:19.