ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η ανώτερη μορφή ζωής στη γη και έργο του Δημιουργού, του Ιεχωβά Θεού. Ο Ιεχωβά έπλασε τον άνθρωπο από χώμα της γης, φύσηξε στα ρουθούνια του την πνοή της ζωής, «και ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ψυχή». (Γε 2:7· 1Κο 15:45) Αφού ο Αδάμ δημιουργήθηκε και έδωσε τα ονόματα στα ζώα, ο Ιεχωβά τον έριξε σε βαθύ ύπνο. Ενόσω αυτός κοιμόταν, ο Θεός πήρε ένα από τα πλευρά του και το χρησιμοποίησε για να φτιάξει τη γυναίκα. Γι’ αυτό, όταν την παρουσίασε στον Αδάμ, εκείνος μπορούσε να πει: «Αυτό είναι επιτέλους οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου». Το όνομα που της έδωσε ήταν Ανδρίς, ’ισσάχ, «επειδή από τον άντρα πάρθηκε». (Γε 2:21-23) Αργότερα ο Αδάμ τής έδωσε το όνομα Εύα (που σημαίνει «Ζωντανή»).—Γε 3:20.
Διάφορες λέξεις του πρωτότυπου εβραϊκού και του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αναφέρονται στον άνθρωπο. Η λέξη ’αδάμ σημαίνει «άνθρωπος· χωματένιος άνθρωπος· ανθρωπότητα» (ως γενικός όρος)· η λέξη ’ις, «άντρας· άτομο· ο σύζυγος»· η λέξη ’ενώς, «θνητός άνθρωπος»· η λέξη γκέβερ, «ακμαίος άντρας»· η λέξη ζαχάρ, «αρσενικός· άρρενας», ενώ και κάποιες άλλες εβραϊκές λέξεις μεταφράζονται μερικές φορές «άνθρωπος» ή «άντρας». Η λέξη ἄνθρωπος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «ανθρώπινο ον· ανθρωπότητα» (ως γενικός όρος), ενώ η λέξη ἀνήρ σημαίνει «άντρας· σύζυγος».
Πιστοποιώντας τη δημιουργία του ανθρώπου από τον Ιεχωβά Θεό, ο απόστολος Παύλος είπε στους Αθηναίους: «Έκανε από έναν άνθρωπο κάθε έθνος ανθρώπων για να κατοικούν σε ολόκληρη την επιφάνεια της γης». (Πρ 17:26) Επομένως, όλα τα έθνη και οι φυλές έχουν κοινή προέλευση.
Ο Αδάμ και η Εύα δημιουργήθηκαν προς το τέλος της έκτης δημιουργικής “ημέρας”. (Γε 1:24-31) Δεν υπάρχουν πραγματικά στοιχεία για τον αρχαίο άνθρωπο, τη γραφή που χρησιμοποιούσε, τις γεωργικές και άλλες δραστηριότητές του, τα οποία να ανάγονται πριν από το 4026 Π.Κ.Χ., τη χρονολογία της δημιουργίας του Αδάμ. Εφόσον οι Γραφές αφηγούνται την ιστορία του ανθρώπου από τη στιγμή της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού, δεν μπορεί να υπήρξε «προϊστορικός άνθρωπος». Το αρχείο των απολιθωμάτων στη γη δεν παρέχει κάποιον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον άνθρωπο και στα ζώα. Επίσης, από τα αρχαιότερα μνημεία του ανθρώπου—είτε πρόκειται για γραπτά κείμενα είτε για σπηλαιογραφίες, γλυπτές παραστάσεις ή τα παρόμοια—απουσιάζουν παντελώς οποιεσδήποτε αναφορές σε υπανθρώπους. Οι Γραφές καθιστούν σαφές το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος ήταν αρχικά γιος του Θεού και ότι εκφυλίστηκε. (1Βα 8:46· Εκ 7:20· 1Ιω 1:8-10) Ο αρχαιολόγος Ο. Ντ. Μίλερ παρατήρησε: «Επομένως, η παράδοση σχετικά με τη “χρυσή εποχή” δεν ήταν μύθος. Η αρχαία δοξασία σχετικά με μια επακόλουθη παρακμή, έναν θλιβερό υποβιβασμό της ανθρώπινης φυλής από την αρχική κατάσταση της ευτυχίας και της αγνότητας, εμπεριέκλειε αναμφίβολα μια μεγάλη, αλλά οδυνηρή αλήθεια. Οι σύγχρονες φιλοσοφίες μας γύρω από την ιστορία, οι οποίες ξεκινούν παρουσιάζοντας τον αρχέγονο άνθρωπο ως άγριο, χρειάζονται προφανώς καινούρια εισαγωγή. . . . Όχι. Ο αρχέγονος άνθρωπος δεν ήταν άγριος».—Χαρ-Μόαντ (Har-Moad), 1892, σ. 417.
Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι το αρχικό σπίτι του ανθρώπου ήταν “ένας κήπος στην Εδέμ”. (Γε 2:8· βλέπε ΕΔΕΜ Αρ. 1.) Από ό,τι φαίνεται, ο κήπος αυτός βρισκόταν σχετικά κοντά στον τόπο όπου αναπτύχθηκε ο πρώτος μετακατακλυσμιαίος ανθρώπινος πολιτισμός. Η άποψη που αποδέχονται γενικά οι μελετητές διατυπώνεται από τον Π. Τζ. Γουάιζμαν ως εξής: «Όλα τα ουσιαστικά στοιχεία που διαθέτουμε—από τη Γένεση, την αρχαιολογία και τις παραδόσεις των ανθρώπων—υποδεικνύουν την πεδιάδα της Μεσοποταμίας ως την αρχαιότερη κοιτίδα του ανθρώπου. Ο πολιτισμός της Άπω Ανατολής, είτε της Κίνας είτε της Ινδίας, δεν μπορεί να συναγωνιστεί αυτή την περιοχή όσον αφορά την αρχαιότητα των κατοίκων της, διότι αυτή μπορεί να υποστηρίξει εύκολα τον ισχυρισμό της ότι είναι το λίκνο του πολιτισμού».—Νέες Ανακαλύψεις στη Βαβυλωνία για τη Γένεση (New Discoveries in Babylonia About Genesis), 1949, σ. 28.
Με ποια έννοια είναι πλασμένος ο άνθρωπος «κατά την εικόνα του Θεού»;
Αποκαλύπτοντας στον “δεξιοτέχνη εργάτη” του το θεϊκό του σκοπό να δημιουργήσει το ανθρώπινο γένος, ο Θεός είπε: «Ας κάνουμε άνθρωπο [’αδάμ] κατά την εικόνα μας, σύμφωνα με την ομοίωσή μας». (Γε 1:26, 27· Παρ 8:30, 31· παράβαλε Ιωα 1:1-3· Κολ 1:15-17.) Προσέξτε ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο κατά την εικόνα κάποιου θηρίου ή κατοικίδιου ζώου ή ψαριού. Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατά την εικόνα του Θεού», ήταν “γιος του Θεού”. (Λου 3:38) Όσο για τη μορφή ή το σχήμα που έχει το σώμα του Θεού, «ποτέ δεν έχει δει κανείς τον Θεό». (1Ιω 4:12) Κανείς πάνω στη γη δεν γνωρίζει πώς είναι το ένδοξο, ουράνιο, πνευματικό σώμα του Θεού, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να παρομοιάσουμε το σώμα του ανθρώπου με του Θεού. «Ο Θεός είναι Πνεύμα».—Ιωα 4:24.
Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος είναι «κατά την εικόνα του Θεού» με την έννοια ότι δημιουργήθηκε με ηθικές ιδιότητες όμοιες με του Θεού, δηλαδή με αγάπη και δικαιοσύνη. (Παράβαλε Κολ 3:10.) Έχει επίσης δυνάμεις και σοφία ανώτερες από των ζώων, και έτσι μπορεί να εκτιμήσει τα πράγματα που απολαμβάνει και εκτιμάει ο Θεός, όπως την ομορφιά και τις τέχνες, την ομιλία, τη λογική σκέψη και παρόμοιες λειτουργίες της διάνοιας και της καρδιάς, λειτουργίες τις οποίες δεν διαθέτουν τα ζώα. Επιπλέον, ο άνθρωπος είναι ικανός να αναπτύξει πνευματικότητα, να γνωρίσει τον Θεό και να επικοινωνεί μαζί του. (1Κο 2:11-16· Εβρ 12:9) Για αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος διέθετε τα προσόντα να είναι ο εκπρόσωπος του Θεού και να έχει σε υποταγή τα διάφορα πλάσματα στους αιθέρες, στη γη και στη θάλασσα.
Ως δημιούργημα του Θεού, ο άνθρωπος ήταν αρχικά τέλειος. (Δευ 32:4) Επομένως, ο Αδάμ θα μπορούσε να είχε κληροδοτήσει στους απογόνους του ανθρώπινη τελειότητα καθώς και την ευκαιρία για αιώνια ζωή στη γη. (Ησ 45:18) Ο ίδιος και η Εύα έλαβαν την εντολή: «Να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τη γη και να την καθυποτάξετε». Καθώς η οικογένειά τους θα μεγάλωνε, θα καλλιεργούσαν και θα εξωράιζαν τη γη σύμφωνα με το σκοπό του Δημιουργού τους.—Γε 1:28.
Αναλύοντας τις σχετικές θέσεις του άντρα και της γυναίκας στη διευθέτηση του Θεού, ο απόστολος Παύλος λέει: «Θέλω δε να ξέρετε ότι η κεφαλή του κάθε άντρα είναι ο Χριστός· η κεφαλή δε της γυναίκας είναι ο άντρας· η κεφαλή δε του Χριστού είναι ο Θεός». Κατόπιν τονίζει ότι η γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει στην εκκλησία με το κεφάλι της ακάλυπτο ντροπιάζει αυτόν που είναι κεφαλή της. Για να ενισχύσει το επιχείρημά του δηλώνει στη συνέχεια: «Διότι ο άντρας δεν οφείλει να έχει καλυμμένο το κεφάλι του, αφού είναι εικόνα και δόξα του Θεού· αλλά η γυναίκα είναι δόξα του άντρα». Ο άντρας δημιουργήθηκε πρώτος και για κάποιο διάστημα υπήρχε μόνος του, όντας μόνο αυτός κατά την εικόνα του Θεού. Η γυναίκα πλάστηκε από τον άντρα και επρόκειτο να υποτάσσεται σε αυτόν—μια κατάσταση διαφορετική από την κατάσταση του Θεού, ο οποίος δεν υποτάσσεται σε κανέναν. Ωστόσο, η ηγεσία του άντρα υπάγεται στην ηγεσία του Θεού και του Χριστού.—1Κο 11:3-7.
Ελεύθερος Ηθικός Παράγοντας. Εφόσον πλάστηκε κατά την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την ομοίωσή Του, ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος ηθικός παράγοντας. Είχε την ελευθερία να επιλέξει να κάνει το καλό ή το κακό. Με την πρόθυμη, υποκινούμενη από αγάπη υπακοή του προς τον Δημιουργό του, ήταν σε θέση να φέρει πολύ περισσότερη τιμή και δόξα στον Θεό από ό,τι η ζωική κτίση. Μπορούσε να αινεί με τη νοημοσύνη του τον Θεό για τις θαυμάσιες ιδιότητές Του και να υποστηρίζει την κυριαρχία Του. Αλλά η ελευθερία του Αδάμ ήταν σχετική, όχι απόλυτη. Θα συνέχιζε να ζει ευτυχισμένος μόνο αν αναγνώριζε την κυριαρχία του Ιεχωβά. Αυτό υποδηλωνόταν από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, από το οποίο ο Αδάμ απαγορευόταν να φάει. Αν έτρωγε από αυτό, θα προέβαινε σε μια πράξη ανυπακοής, σε στασιασμό εναντίον της κυριαρχίας του Θεού.—Γε 2:9, 16, 17.
Εφόσον ο Αδάμ ήταν “γιος του Θεού” (Λου 3:38), η σχέση του με τον Θεό ήταν σχέση γιου προς πατέρα, άρα λοιπόν, ο Αδάμ όφειλε να υπακούσει. Επιπρόσθετα, ο Θεός δημιούργησε στον άνθρωπο μια έμφυτη επιθυμία να αποδίδει λατρεία. Αυτή η επιθυμία, αν υφίστατο διαστροφή, θα οδηγούσε τον άνθρωπο σε λάθος κατεύθυνση και θα κατέστρεφε την ελευθερία του, κάνοντάς τον δούλο των δημιουργημάτων αντί του Δημιουργού. Αυτό, στη συνέχεια, θα κατέληγε στον υποβιβασμό του ανθρώπου.
Ένας στασιαστικός πνευματικός γιος του Θεού έκανε τη σύζυγο του Αδάμ την Εύα να αμαρτήσει, και εκείνη έφερε τον πειρασμό ενώπιον του Αδάμ, ο οποίος στασίασε εσκεμμένα εναντίον του Ιεχωβά. (Γε 3:1-6· 1Τι 2:13, 14) Αυτοί έγιναν σαν τα άτομα που περιέγραψε μεταγενέστερα ο Παύλος στα εδάφια Ρωμαίους 1:20-23. Με την παράβαση που διέπραξε ο Αδάμ, έχασε την ιδιότητα του γιου καθώς και την τελειότητα, ενώ εισήγαγε την αμαρτία, μαζί με την ατέλεια και το θάνατο, στους απογόνους του—σε ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή. Ακόμη και από τη γέννησή τους, αυτοί ήταν κατά την εικόνα του πατέρα τους του Αδάμ ατελείς, με το θάνατο να βρίσκεται σε δράση μέσα στα σώματά τους.—Γε 3:17-19· Ρω 5:12· βλέπε ΑΔΑΜ Αρ. 1.
«Ο Εσωτερικός μας Άνθρωπος». Μιλώντας για τη μάχη που διεξάγει ο Χριστιανός, περιλαμβανομένης και της μάχης με την ξεπεσμένη, αμαρτωλή σάρκα, η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί τις εκφράσεις “ο άνθρωπος ο οποίος είμαι εσωτερικά”, «ο εσωτερικός μας άνθρωπος» και άλλες παρόμοιες. (Ρω 7:22· 2Κο 4:16· Εφ 3:16) Πρόκειται για κατάλληλες εκφράσεις επειδή οι Χριστιανοί έχουν “ανανεωθεί στη δύναμη που ενεργοποιεί το νου” τους. (Εφ 4:23) Η υποκινούσα δύναμη, ή αλλιώς η τάση, της διάνοιάς τους έχει πνευματικό προσανατολισμό. Αυτοί προσπαθούν να “βγάλουν από πάνω τους την παλιά προσωπικότητα [τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, Κείμενο]” και να ντυθούν «τη νέα προσωπικότητα [τὸν νέον, Κείμενο]». (Κολ 3:9, 10· Ρω 12:2) Εφόσον οι χρισμένοι Χριστιανοί είναι βαφτισμένοι στον Χριστό, “έχουν βαφτιστεί στο θάνατό του”, η δε παλιά προσωπικότητα έχει κρεμαστεί στο ξύλο “για να αδρανοποιηθεί το αμαρτωλό σώμα”. Αλλά μέχρι να επέλθει ο θάνατός τους στη σάρκα και η ανάστασή τους, το σάρκινο σώμα εξακολουθεί να πολεμάει τον “πνευματικό άνθρωπο”. Είναι ένας δύσκολος αγώνας, σχετικά με τον οποίο ο Παύλος λέει: «Σε αυτό το σπίτι στο οποίο κατοικούμε στενάζουμε». Αλλά η λυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού καλύπτει τις αμαρτίες της παλιάς προσωπικότητας με τις σαρκικές επιθυμίες που δρουν στα μέλη της, εκτός αν αυτοί οι Χριστιανοί ενδώσουν και ακολουθήσουν εσκεμμένα την οδό της σάρκας.—Ρω 6:3-7· 7:21-25· 8:23· 2Κο 5:1-3.
Ο Πνευματικός Άνθρωπος. Ο απόστολος Παύλος αντιπαραβάλλει τον πνευματικό άνθρωπο με το φυσικό άνθρωπο, λέγοντας: «Ο φυσικός [ψυχικός, Κείμενο] άνθρωπος, όμως, δεν δέχεται τα πράγματα του πνεύματος του Θεού, γιατί αυτά είναι ανοησία για αυτόν». (1Κο 2:14) Η φράση «φυσικός άνθρωπος» δεν εννοεί απλώς κάποιον που ζει στη γη, κάποιον που έχει σάρκινο σώμα, διότι, όπως είναι φανερό, οι Χριστιανοί στη γη έχουν σάρκινα σώματα. Ο φυσικός άνθρωπος για τον οποίο γίνεται λόγος εδώ είναι κάποιος του οποίου η ζωή δεν έχει πνευματική διάσταση. Είναι «ψυχικός» με την έννοια ότι ακολουθεί τις επιθυμίες της ανθρώπινης ψυχής και αποκλείει τα πνευματικά πράγματα.
Ο Παύλος λέει στη συνέχεια ότι «ο φυσικός άνθρωπος» δεν μπορεί να γνωρίσει τα πράγματα του πνεύματος του Θεού «επειδή εξετάζονται πνευματικά». Κατόπιν λέει: «Ωστόσο, ο πνευματικός άνθρωπος εξετάζει μεν τα πάντα, αυτός όμως δεν εξετάζεται από κανέναν άνθρωπο». Ο πνευματικός άνθρωπος κατανοεί τα πράγματα που αποκαλύπτει ο Θεός. Επίσης, διακρίνει την εσφαλμένη θέση και πορεία του φυσικού ανθρώπου. Αλλά η θέση, οι πράξεις και η πορεία ζωής του πνευματικού ανθρώπου δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από το φυσικό άνθρωπο, ούτε μπορεί κανένας άνθρωπος να κρίνει τον πνευματικό άνθρωπο, διότι μόνο ο Θεός είναι ο Κριτής του. (Ρω 14:4, 10, 11· 1Κο 4:3-5) Ο Παύλος το διευκρινίζει αυτό με το επιχείρημα: «Διότι “ποιος έχει γνωρίσει το νου του Ιεχωβά, ώστε να τον διδάξει;”» Κανείς, φυσικά. «Εμείς όμως», λέει ο Παύλος για τους Χριστιανούς, «έχουμε το νου του Χριστού». Αποκτώντας το νου του Χριστού, ο οποίος αποκαλύπτει τον Ιεχωβά και τους σκοπούς του στους Χριστιανούς, αυτοί γίνονται πνευματικοί άνθρωποι.—1Κο 2:14-16.
Βλέπε ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.