ΔΙΑΘΗΚΗ
Με τη Βιβλική έννοια, η συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων με την οποία δέχονται να κάνουν ή να μην κάνουν κάποια πράξη· σύμβαση· συμβόλαιο. Η εβραϊκή λέξη μπερίθ, της οποίας η ετυμολογία είναι αβέβαιη, εμφανίζεται πάνω από 280 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, από τις οποίες οι 80 και πλέον περιλαμβάνονται στα πέντε βιβλία του Μωυσή. Το ότι η βασική έννοιά της είναι «διαθήκη», κατ’ αναλογία με τη σύγχρονη νομική λέξη «συμβόλαιο», φαίνεται από πινακίδες σφηνοειδούς γραφής που βρέθηκαν το 1927 στην Κάτνα, μια αρχαία μη ισραηλιτική πόλη ΝΑ της Αιμάθ. «Το περιεχόμενο των δύο πινακίδων [από τις 15 που βρέθηκαν] είναι απλό. Η πινακίδα Α περιέχει έναν κατάλογο ονομάτων . . . Η πινακίδα Β είναι ένας κατάλογος σιτηρεσίου . . . Άρα, ο κατάλογος Α είναι μια σύμβαση στην οποία τα εν λόγω άτομα . . . συμφωνούν να υπαχθούν στην υπηρεσία κάποιου ή να εκτελέσουν ορισμένες υποχρεώσεις. Ο κατάλογος Β, που γράφτηκε από τον ίδιο γραμματέα, επεξηγεί κατόπιν τη φύση της σύμβασης: τα άτομα επρόκειτο να λάβουν καθορισμένο σιτηρέσιο σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους . . . Η ισραηλιτική αντίληψη περί του μπερίτ, της “διαθήκης”, αποτελούσε κεντρικό θέμα στη Γιαχβιστική θεολογία. Εδώ έχουμε την πρώτη γραπτή εξωβιβλική αναφορά της λέξης από τους αρχαίους χρόνους—όχι αργότερα από το πρώτο τρίτο του δέκατου τέταρτου αιώνα π.Χ.».—Δελτίο των Αμερικανικών Σχολών Ανατολικών Ερευνών (Bulletin of the American Schools of Oriental Research), Φεβρουάριος 1951, σ. 22.
Όσον αφορά τη λέξη διαθήκη στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ (1891) λέει στο λήμμα «Διαθήκη»: «Δεδομένου ότι η Εβδ[ομήκοντα] απέδωσε [τη λέξη μπερίθ] (που ποτέ δεν έχει την έννοια της “έγγραφης δήλωσης κάποιου για τη διάθεση της περιουσίας του”, αλλά πάντα σημαίνει “διαθήκη” με την έννοια της “συμφωνίας”) χρησιμοποιώντας τη λέξη διαθήκη με συνέπεια σε όλη την Π.Δ., συμπεραίνουμε λογικά ότι οι συγγραφείς της Κ.Δ. υιοθέτησαν αυτή τη λέξη θέλοντας να μεταβιβάσουν στους αναγνώστες τους, οι περισσότεροι των οποίων ήταν εξοικειωμένοι με την ελληνική Π.Δ., την ίδια ιδέα. Επιπλέον, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το ίδιο πράγμα που χαρακτηριζόταν “διαθήκη” (μπερίθ) στην Π.Δ. εννοείται επίσης και στην Κ.Δ. (π.χ. 2 Κορ. 3:14· Εβρ. 7, 9· Απ. 11:19)».—Βλέπε επίσης ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παραρτήματα 7Δ, 7Ε.
Στην επιστολή προς τους Εβραίους (Εβρ 7:22· 8:6, 8, 9, 10· 9:4, 15, 16, 17, 20), ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επανειλημμένα στο πρωτότυπο κείμενο τη λέξη διαθήκη αναφερόμενος αναμφισβήτητα στην αρχαία εβραϊκή έννοια, παραθέτοντας μάλιστα από τα εδάφια Ιερεμίας 31:31-34 και κάνοντας αναφορά στην «κιβωτό της διαθήκης». Αποδίδοντας στην ελληνική αυτά τα εδάφια του Ιερεμία, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί τη λέξη διαθήκη για την αρχαία εβραϊκή λέξη μπερίθ. Επίσης, το εδάφιο Εβραίους 9:20 παραθέτει από τα εδάφια Έξοδος 24:6-8, όπου γίνεται σαφέστατα λόγος για διαθήκη με την έννοια της συμφωνίας.
Εφαρμογή της Λέξης. Οι διαθήκες περιλάμβαναν πάντα δύο ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη. Μπορούσαν να είναι μονομερείς (όπου η ευθύνη για την εκτέλεση των όρων επαφίετο αποκλειστικά στο ένα συμβαλλόμενο μέρος) ή διμερείς (όπου και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη είχαν κάποιους όρους να εκτελέσουν). Εκτός από τις διαθήκες στις οποίες ο Θεός είναι το ένα συμβαλλόμενο μέρος, η Αγία Γραφή καταγράφει τη σύναψη διαθηκών μεταξύ ανθρώπων, καθώς και μεταξύ φυλών, εθνών ή ομάδων ατόμων. Η παραβίαση μιας διαθήκης συνιστούσε σοβαρή αμαρτία.—Ιεζ 17:11-20· Ρω 1:31, 32.
Ο όρος «διαθήκη» εφαρμόζεται επίσης σε μια εδραιωμένη διάταξη, όπως αυτή που αφορούσε το ψωμί της πρόθεσης (Λευ 24:8), ή στη δημιουργία του Θεού που διέπεται από τους νόμους του, όπως η αμετάβλητη διαδοχή ημέρας και νύχτας. (Ιερ 33:20) Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά, όπως στην έκφραση “διαθήκη με τον Θάνατο”. (Ησ 28:18) Ο Ιεχωβά κάνει επίσης λόγο για διαθήκη σε σχέση με τα θηρία. (Ωσ 2:18) Η γαμήλια σύζευξη αποκαλείται διαθήκη. (Μαλ 2:14) Η έκφραση «ιδιοκτήτες (κάτοχοι) διαθήκης» εννοεί άτομα που έχουν συνάψει «συνθήκη», όπως στο εδάφιο Γένεση 14:13.
Στην ουσία, κάθε υπόσχεση του Ιεχωβά είναι διαθήκη—είναι βέβαιο ότι θα πραγματοποιηθεί, γι’ αυτό μπορεί κανείς να βασιστεί στην εκπλήρωσή της. (Εβρ 6:18) Μια διαθήκη είναι σε ισχύ όσο διάστημα εξακολουθούν να υφίστανται οι όροι της και η υποχρέωση για την εκτέλεση αυτών των όρων επαφίεται στο ένα ή και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Τα αποτελέσματα ή οι ευλογίες που απορρέουν από τη διαθήκη μπορεί να είναι διαρκή, ακόμη και αιώνια.
Μέθοδοι Επικύρωσης μιας Διαθήκης. Σε πολλές περιπτώσεις γινόταν επίκληση του Θεού ως μάρτυρα. (Γε 31:50· 1Σα 20:8· Ιεζ 17:13, 19) Δινόταν κάποιος όρκος. (Γε 31:53· 2Βα 11:4· Ψλ 110:4· Εβρ 7:21) Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν ένα σημείο ή μια μαρτυρία, όπως ένα δώρο (Γε 21:30), μια στήλη ή ένας σωρός από πέτρες (Γε 31:44-54), ή κάποιο όνομα που δινόταν σε έναν τόπο (Γε 21:31). Σε κάποια περίπτωση ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε ένα ουράνιο τόξο. (Γε 9:12-16) Μια μέθοδος ήταν το να θανατώνουν ζώα και να τα χωρίζουν στα δύο, οι δε μετέχοντες στη διαθήκη περνούσαν ανάμεσα από τα δύο κομμάτια. Από αυτό το έθιμο προήλθε ο εβραϊκός ιδιωματισμός “κόβω διαθήκη”. (Γε 15:9-11, 17, 18 [υποσ.]· Ιερ 34:18 [υποσ.], 19) Ενίοτε η σύναψη συμμαχιών συνοδευόταν από εορταστικές εκδηλώσεις. (Γε 26:28, 30) Μπορεί να διευθετούνταν ένα γεύμα συμμετοχής, όπως όταν έγινε η διαθήκη του Νόμου. (Αβδ 7· Εξ 24:5, 11) Το συμβαλλόμενο μέρος που κατείχε την ανώτερη θέση μπορούσε να δωρίσει στο άλλο κάποιο από τα ενδύματά του ή από τα όπλα του. (1Σα 18:3, 4) Μερικά ειδωλολατρικά έθνη είχαν το έθιμο να πίνουν ο ένας το αίμα του άλλου ή αίμα αναμειγμένο με κρασί (κατά παράβαση της απαγόρευσης που εξήγγειλε ο Θεός για όλους τους ανθρώπους, στο εδάφιο Γένεση 9:4, και για τον Ισραήλ υπό το Νόμο), οι δε συμμετέχοντες στη διαθήκη εξέφραζαν τις βαρύτερες κατάρες για το συμβαλλόμενο μέρος που θα παραβίαζε στο μέλλον τη διαθήκη.
Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί την έκφραση «διαθήκη αλατιού» για να δηλώσει τη μονιμότητα και το αμετάβλητο μιας διαθήκης. (Αρ 18:19· 2Χρ 13:5· Λευ 2:13) Μεταξύ των αρχαίων λαών, το να φάει κανείς αλάτι με κάποιον άλλον ήταν σημάδι φιλίας και δήλωνε διαρκή πιστότητα και οσιότητα. Η βρώση άλατος μαζί με τις θυσίες συμμετοχής συμβόλιζε παντοτινή οσιότητα.
Σε Γραπτή Μορφή. Οι Δέκα Εντολές γράφτηκαν σε πέτρα με το «δάχτυλο του Θεού». (Εξ 31:18· 32:16) Ο Ιερεμίας έγραψε ένα συμβόλαιο, έβαλε σφραγίδα και χρησιμοποίησε μάρτυρες. (Ιερ 32:9-15) Έχουν ανευρεθεί πήλινες πινακίδες αρχαίων λαών που περιέχουν όρους συμβολαίων. Συχνά αυτές τοποθετούνταν μέσα σε πήλινες θήκες και σφραγίζονταν.
Η Εδεμική Υπόσχεση. Στο εδάφιο Γένεση 3:15, ο Ιεχωβά Θεός δήλωσε προφητικά το σκοπό του στον κήπο της Εδέμ παρουσία του Αδάμ, της Εύας και του “φιδιού”.
Εκείνοι που περιλαμβάνονται σε αυτή την υπόσχεση και προφητεία προσδιορίζονται ως εξής: Το όραμα που δόθηκε στον απόστολο Ιωάννη, στο εδάφιο Αποκάλυψη 12:9, μας πληροφορεί ότι το «φίδι» είναι ο Σατανάς ο Διάβολος. Οι αποδείξεις συγκλίνουν στο ότι το «σπέρμα» της “γυναίκας”, στο οποίο απέβλεπαν επί μακρόν δίκαιοι άνθρωποι, ταυτίζεται με το «σπέρμα» του Αβραάμ, τον Ιησού Χριστό. (Γα 3:16· Ματ 1:1) Το «σπέρμα» επρόκειτο να πληγεί στη φτέρνα από το φίδι. Ο Ιησούς Χριστός θανατώθηκε, αλλά η πληγή αυτή δεν αποδείχτηκε μόνιμη, διότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από το θάνατο. Το «σπέρμα», όμως, πρόκειται στη συνέχεια να πλήξει το κεφάλι του φιδιού, με μια νίκη που θα έχει μόνιμο αποτέλεσμα.
Ποια είναι η «γυναίκα» που περιλαμβάνεται στη διαθήκη; Όχι βεβαίως η Εύα, η οποία είχε γίνει εχθρά του Θεού. Προκειμένου να νικήσει, «να εκμηδενίσει», το πνευματικό πλάσμα που αποκαλείται Σατανάς ο Διάβολος, το «σπέρμα» δεν θα έπρεπε να είναι άνθρωπος, αλλά πνεύμα. (Εβρ 2:14) Ο Ιησούς κατά τη γέννησή του ήταν ανθρώπινος Γιος του Θεού, αλλά τον καιρό του βαφτίσματος του Ιησού ο Θεός τον αναγνώρισε ως Γιο Του, στέλνοντας πάνω του το άγιο πνεύμα. Ο Ιησούς έγινε τότε ο γεννημένος από το πνεύμα Γιος του Θεού. (Ματ 3:13-17· Ιωα 3:3-5) Αργότερα, στην ανάστασή του, «ζωοποιήθηκε ως πνεύμα». (1Πε 3:18) Ποια ήταν, λοιπόν, η «μητέρα» του Ιησού, όχι ως ανθρώπινου μωρού, αλλά ως γεννημένου από το πνεύμα Γιου του Θεού; Ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Αβραάμ, η Σάρρα, ο Ισαάκ, η Άγαρ και ο Ισμαήλ αποτελούσαν χαρακτήρες ενός συμβολικού δράματος, στο οποίο ο Ισαάκ εξεικόνιζε εκείνους που είχαν ουράνια ελπίδα, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Παύλου. Ο Παύλος κατόπιν δηλώνει ότι «μητέρα» τους είναι «η άνω Ιερουσαλήμ». Ο Ιησούς Χριστός τούς ονομάζει αυτούς «αδελφούς» του, δείχνοντας ότι έχουν την ίδια μητέρα. (Εβρ 2:11) Αυτό παρέχει μια βάση για την ταύτιση της “γυναίκας” του εδαφίου Γένεση 3:15 με την «άνω Ιερουσαλήμ».—Γα 4:21-29.
Οι όροι της υπόσχεσης υποδεικνύουν μια χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας το «φίδι» θα παρήγε κάποιο «σπέρμα» και θα αναπτυσσόταν έχθρα μεταξύ των δύο “σπερμάτων”. Περίπου 6.000 χρόνια έχουν περάσει από την εξαγγελία της υπόσχεσης. Ακριβώς πριν από τη Χιλιετή Βασιλεία του Χριστού το «φίδι» θα ριχτεί στην άβυσσο της αδράνειας και μετά το τέλος των χιλίων ετών θα εκμηδενιστεί για πάντα.—Απ 20:1-3, 7-10· Ρω 16:20.
Η Διαθήκη με τον Νώε. Ο Ιεχωβά Θεός έκανε μια διαθήκη με τον Νώε, ο οποίος εκπροσωπούσε την οικογένειά του, αναφορικά με το σκοπό που είχε να διατηρήσει τη ζωή ανθρώπων και ζώων αλλά να καταστρέψει τον πονηρό κόσμο εκείνων των ημερών. (Γε 6:17-21· 2Πε 3:6) Ο Νώε είχε αρχίσει να αποκτάει γιους μετά την ηλικία των 500 ετών. (Γε 5:32) Τον καιρό που ο Θεός αποκάλυψε αυτόν το σκοπό στον Νώε, οι γιοι του είχαν μεγαλώσει και παντρευτεί. Ο μεν Νώε επρόκειτο να κατασκευάσει την κιβωτό και να μπει σε αυτήν μαζί με τη σύζυγό του, τους γιους του και τις συζύγους των γιων του, παίρνοντας επίσης ζώα και τροφή, ο δε Ιεχωβά επρόκειτο να διατηρήσει στη γη τόσο τη σάρκα ανθρώπων όσο και τη σάρκα ζώων. Η υπακοή του Νώε στους όρους της διαθήκης είχε ως αποτέλεσμα να διατηρήσει ο Ιεχωβά τη ζωή ανθρώπων και ζώων. Η διαθήκη εκπληρώθηκε εντελώς το 2369 Π.Κ.Χ., μετά τον Κατακλυσμό, όταν άνθρωποι και ζώα ήταν και πάλι σε θέση να ζουν πάνω στο έδαφος και να αναπαράγουν το είδος τους.—Γε 8:15-17.
Η Διαθήκη του Ουράνιου Τόξου. Η διαθήκη του ουράνιου τόξου έγινε μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και κάθε σάρκας (ανθρώπων και ζώων), με εκπροσώπους τον Νώε και την οικογένειά του, το 2369 Π.Κ.Χ., στα βουνά του Αραράτ. Ο Ιεχωβά δήλωσε ότι δεν θα κατέστρεφε ποτέ ξανά κάθε σάρκα μέσω κατακλυσμού. Κατόπιν δόθηκε το ουράνιο τόξο ως σημείο της διαθήκης, η οποία θα ισχύει όσο ζει η ανθρωπότητα στη γη, δηλαδή για πάντα.—Γε 9:8-17· Ψλ 37:29.
Η Διαθήκη με τον Αβραάμ. Η διαθήκη με τον Αβραάμ τέθηκε προφανώς σε ισχύ όταν ο Άβραμ (Αβραάμ) διέσχισε τον Ευφράτη καθ’ οδόν προς τη Χαναάν. Η διαθήκη του Νόμου έγινε 430 χρόνια αργότερα. (Γα 3:17) Ο Ιεχωβά είχε μιλήσει στον Αβραάμ όταν εκείνος ζούσε στη Μεσοποταμία, στην Ουρ των Χαλδαίων, και του παρήγγειλε να ταξιδέψει στη χώρα που θα του έδειχνε. (Πρ 7:2, 3· Γε 11:31· 12:1-3) Τα εδάφια Έξοδος 12:40, 41 (Ο΄) μας λένε ότι, στο τέλος 430 ετών κατοίκησης στην Αίγυπτο και στη γη Χαναάν, «εκείνη ακριβώς την ημέρα» ο υποδουλωμένος στην Αίγυπτο Ισραήλ βγήκε από αυτήν. Η ημέρα κατά την οποία ελευθερώθηκαν από την Αίγυπτο ήταν η 14η Νισάν του 1513 Π.Κ.Χ., η ημερομηνία του Πάσχα. (Εξ 12:2, 6, 7) Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει ότι ο Αβραάμ διέσχισε τον ποταμό Ευφράτη καθ’ οδόν προς τη Χαναάν στις 14 Νισάν του 1943 Π.Κ.Χ., και προφανώς τότε τέθηκε σε ισχύ η Αβραμιαία διαθήκη. Ο Θεός εμφανίστηκε ξανά στον Αβραάμ μετά την είσοδό του στη Χαναάν, όταν είχε φτάσει στη Συχέμ, και του παρείχε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την υπόσχεση λέγοντας: «Στο σπέρμα σου πρόκειται να δώσω αυτή τη γη», υποδηλώνοντας έτσι τη σχέση μεταξύ αυτής της διαθήκης και της εδεμικής υπόσχεσης και αποκαλύπτοντας ότι το «σπέρμα» θα ακολουθούσε ανθρώπινη πορεία, δηλαδή θα ερχόταν μέσω μιας ανθρώπινης γραμμής απογόνων. (Γε 12:4-7) Αργότερα ο Ιεχωβά παρείχε επιπρόσθετες πληροφορίες, όπως βλέπουμε στα εδάφια Γένεση 13:14-17· 15:18· 17:2-8, 19· 22:15-18.
Οι υποσχέσεις της διαθήκης μεταβιβάστηκαν στους απογόνους του Αβραάμ μέσω του Ισαάκ (Γε 26:2-4) και του Ιακώβ. (Γε 28:13-15· 35:11, 12) Ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Χριστός (ως το κύριο σπέρμα) και εκείνοι που βρίσκονται σε ενότητα με τον Χριστό είναι το πραγματικό «σπέρμα».—Γα 3:16, 28, 29.
Ο Θεός αποκάλυψε το σκοπό και τα επιτεύγματα της Αβραμιαίας διαθήκης, λέγοντας ότι το σπέρμα της υπόσχεσης θα ερχόταν μέσω του Αβραάμ, ότι αυτό το σπέρμα θα έπαιρνε στην κατοχή του την πύλη των εχθρών του, ότι το σπέρμα του Αβραάμ μέσω του Ισαάκ θα ήταν πολυάριθμο—αμέτρητο για τους ανθρώπους εκείνη την εποχή—ότι το όνομα του Αβραάμ θα μεγαλυνόταν, ότι το σπέρμα του θα έπαιρνε στην κατοχή του την Υποσχεμένη Γη και ότι όλες οι οικογένειες της γης θα έφερναν ευλογία στον εαυτό τους μέσω του σπέρματος. (Βλέπε τα παραπάνω εδάφια από τη Γένεση.) Υπήρξε μια κυριολεκτική εκπλήρωση αυτών των πραγμάτων, η οποία αποτελούσε τύπο της μεγαλύτερης εκπλήρωσης που θα λάβαινε χώρα μέσω του Χριστού. Ο Παύλος παρέχει επιπρόσθετες πληροφορίες για τη συμβολική και προφητική διάσταση των όρων αυτής της διαθήκης όταν λέει ότι ο Αβραάμ, η Σάρρα, ο Ισαάκ, η Άγαρ και ο Ισμαήλ πρωταγωνιστούσαν σε ένα συμβολικό δράμα.—Γα 4:21-31.
Η Αβραμιαία διαθήκη είναι «διαθήκη που θα ισχύει στον αιώνα». Οι όροι της προϋποθέτουν ότι θα υφίσταται ωσότου επιτελεστεί η καταστροφή όλων των εχθρών του Θεού και η ευλογία των οικογενειών της γης.—Γε 17:7· 1Κο 15:23-26.
Κάνοντας λόγο για την Αβραμιαία διαθήκη και τη διαθήκη του Νόμου, ο Παύλος διατύπωσε την αρχή ότι «δεν υπάρχει . . . μεσίτης εκεί που περιλαμβάνεται μόνο ένα άτομο», και έπειτα πρόσθεσε ότι «ο Θεός είναι μόνο ένας». (Γα 3:20· βλέπε ΜΕΣΙΤΗΣ.) Ο Ιεχωβά έκανε τη διαθήκη με τον Αβραάμ μονομερώς. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια υπόσχεση, και ο Ιεχωβά δεν έθεσε κανέναν όρο τον οποίο έπρεπε ο Αβραάμ να ικανοποιήσει για να εκπληρωθεί η υπόσχεση. (Γα 3:18) Γι’ αυτό και δεν χρειαζόταν μεσίτης. Απεναντίας, η διαθήκη του Νόμου ήταν διμερής. Έγινε μεταξύ του Ιεχωβά και του έθνους του Ισραήλ, με τον Μωυσή ως μεσίτη. Οι Ισραηλίτες συμφώνησαν με τους όρους της διαθήκης, δίνοντας ιερή υπόσχεση ότι θα υπάκουαν στο Νόμο. (Εξ 24:3-8) Η διαθήκη αυτή δεν ακύρωσε την Αβραμιαία διαθήκη.—Γα 3:17, 19.
Η Διαθήκη της Περιτομής. Η διαθήκη της περιτομής έγινε το 1919 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών. Ο Ιεχωβά έκανε αυτή τη διαθήκη με τον Αβραάμ και το φυσικό σπέρμα του. Όλοι οι άρρενες του σπιτικού, συμπεριλαμβανομένων των δούλων, έπρεπε να περιτμηθούν, και όποιος αρνούνταν έπρεπε να εκκοπεί από το λαό του. (Γε 17:9-14) Αργότερα, ο Θεός δήλωσε ότι ο πάροικος που επιθυμούσε να φάει το πάσχα (κάποιος που ήθελε να γίνει λάτρης του Ιεχωβά μαζί με τον Ισραήλ) θα έπρεπε να περιτμήσει τους άρρενες του σπιτικού του. (Εξ 12:48, 49) Η περιτομή χρησίμευσε ως επισφράγιση της δικαιοσύνης που είχε ο Αβραάμ μέσω πίστης ενώ ήταν ακόμη απερίτμητος, αποτελούσε δε φυσικό σημάδι της σχέσης διαθήκης που είχαν με τον Ιεχωβά οι απόγονοι του Αβραάμ μέσω του Ιακώβ. (Ρω 4:11, 12) Ο Θεός αναγνώριζε την περιτομή μέχρις ότου τερματίστηκε η διαθήκη του Νόμου, το 33 Κ.Χ. (Ρω 2:25-28· 1Κο 7:19· Πρ 15) Αν και η φυσική περιτομή εξακολουθούσε να εφαρμόζεται υπό το Νόμο, ο Ιεχωβά έδειξε επανειλημμένα ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη συμβολική σημασία της, συμβουλεύοντας τον Ισραήλ να “περιτμήσει την ακροβυστία της καρδιάς του”.—Δευ 10:16· Λευ 26:41· Ιερ 9:26· Πρ 7:51.
Η Διαθήκη του Νόμου. Η διαθήκη του Νόμου μεταξύ του Ιεχωβά και του έθνους του φυσικού Ισραήλ έγινε τον τρίτο μήνα μετά την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο, το 1513 Π.Κ.Χ. (Εξ 19:1) Ήταν μια εθνική διαθήκη. Όποιος είχε γεννηθεί ως φυσικός Ισραηλίτης περιλαμβανόταν, λόγω καταγωγής, στη διαθήκη του Νόμου και έτσι κατείχε αυτή την ειδική σχέση με τον Ιεχωβά. Ο Νόμος ήταν σε μορφή κώδικα, με εύτακτη ταξινόμηση και ομαδοποιημένα νομοθετήματα. Ο Νόμος, ο οποίος διαβιβάστηκε μέσω αγγέλων με το χέρι ενός μεσίτη, του Μωυσή, τέθηκε σε ισχύ με μια θυσία ζώων (αντί του Μωυσή, του μεσίτη, ή αλλιώς «διαθέτη») στο Όρος Σινά. (Γα 3:19· Εβρ 2:2· 9:16-20) Σε εκείνη την περίσταση ο Μωυσής ράντισε το θυσιαστήριο με το μισό αίμα των θυσιασμένων ζώων και κατόπιν διάβασε το βιβλίο της διαθήκης στο λαό, ο οποίος συμφώνησε να είναι υπάκουος. Έπειτα ράντισε με το αίμα το βιβλίο και το λαό. (Εξ 24:3-8) Υπό το Νόμο, ιδρύθηκε ένα ιερατείο εντός του οίκου του Ααρών, ο οποίος καταγόταν από την οικογένεια του Καάθ της φυλής του Λευί. (Αρ 3:1-3, 10) Το αρχιερατικό αξίωμα πέρασε μέσω διαδοχής από τον Ααρών στους γιους του—ο Ελεάζαρ διαδέχθηκε τον Ααρών, ο Φινεές διαδέχθηκε τον Ελεάζαρ, και ούτω καθεξής.—Αρ 20:25-28· Ιη 24:33· Κρ 20:27, 28.
Οι όροι της διαθήκης του Νόμου ήταν ότι, αν οι Ισραηλίτες τηρούσαν τη διαθήκη, θα ήταν λαός για το όνομα του Ιεχωβά, βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος, με τη δική Του ευλογία (Εξ 19:5, 6· Δευ 28:1-14), ενώ αν παραβίαζαν τη διαθήκη, θα ήταν καταραμένοι. (Δευ 28:15-68) Οι σκοποί του Νόμου ήταν: να κάνει φανερές τις παραβάσεις (Γα 3:19), να οδηγήσει τους Ιουδαίους στον Χριστό (Γα 3:24), να χρησιμεύσει ως σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων (Εβρ 10:1· Κολ 2:17), να προστατέψει τους Ιουδαίους από την ψεύτικη, ειδωλολατρική θρησκεία και να διατηρήσει την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά, καθώς και να προστατέψει τη γραμμή του σπέρματος της υπόσχεσης. Αυτή η διαθήκη, η οποία προστέθηκε στη διαθήκη που είχε γίνει με τον Αβραάμ (Γα 3:17-19), οργάνωσε το φυσικό σπέρμα-έθνος που προήλθε από τον Αβραάμ μέσω του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Η διαθήκη του Νόμου παρείχε οφέλη και σε άλλους που δεν ανήκαν στον φυσικό Ισραήλ, διότι μπορούσαν να γίνουν προσήλυτοι με το να περιτμηθούν και μπορούσαν να λάβουν πολλά από τα οφέλη του Νόμου.—Εξ 12:48, 49.
Πώς καταστάθηκε «παλιά» η διαθήκη του Νόμου;
Εντούτοις, η διαθήκη του Νόμου καταστάθηκε κατά μία έννοια «παλιά» όταν ο Θεός ανήγγειλε μέσω του προφήτη Ιερεμία ότι θα ερχόταν σε ύπαρξη μια νέα διαθήκη. (Ιερ 31:31-34· Εβρ 8:13) Το 33 Κ.Χ. η διαθήκη του Νόμου ακυρώθηκε βάσει του θανάτου του Χριστού στο ξύλο του βασανισμού (Κολ 2:14) και αντικαταστάθηκε από τη νέα διαθήκη.—Εβρ 7:12· 9:15· Πρ 2:1-4.
Η Διαθήκη με τη Φυλή του Λευί. Ο Ιεχωβά έκανε μια διαθήκη με τη φυλή του Λευί, σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η φυλή έπρεπε να ξεχωριστεί για τις οργανωμένες υπηρεσίες της σκηνής της μαρτυρίας, καθώς και για την ιεροσύνη. Αυτό συνέβη στην έρημο του Σινά, το 1512 Π.Κ.Χ. (Εξ 40:2, 12-16· Μαλ 2:4) Ο Ααρών και οι γιοι του, που ανήκαν στην οικογένεια του Καάθ, επρόκειτο να είναι ιερείς, ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες του Λευί θα φρόντιζαν για άλλα καθήκοντα, όπως το στήσιμο της σκηνής, τη μεταφορά της και άλλα ζητήματα. (Αρ 3:6-13· κεφ. 4) Αργότερα, υπηρέτησαν με παρόμοιο τρόπο στο ναό. (1Χρ 23) Οι τελετές καθιέρωσης του ιερατείου έλαβαν χώρα στις 1-7 Νισάν του 1512 Π.Κ.Χ., και το ιερατείο άρχισε την υπηρεσία του στις 8 Νισάν. (Λευ κεφ. 8, 9) Οι Λευίτες δεν είχαν κληρονομιά στη γη, αλλά λάβαιναν δέκατα από τις άλλες φυλές, κατοικούσαν δε σε πόλεις που παρεμβάλλονταν στην κληρονομιά άλλων φυλών. (Αρ 18:23, 24· Ιη 21:41) Λόγω του ζήλου που επέδειξε ο Φινεές για την απόδοση αποκλειστικής αφοσίωσης στον Ιεχωβά, ο Θεός έκανε διαθήκη ειρήνης με αυτόν, μια διαθήκη που διασφάλιζε στον αιώνα την ιεροσύνη για αυτόν και τους απογόνους του. (Αρ 25:10-13) Η διαθήκη με τον Λευί συνέχισε να ισχύει μέχρις ότου τερματίστηκε η διαθήκη του Νόμου.—Εβρ 7:12.
Η Διαθήκη με τον Ισραήλ στη Γη του Μωάβ. Λίγο πριν μπει ο Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη, το 1473 Π.Κ.Χ., ο Ιεχωβά έκανε μια διαθήκη με τον φυσικό Ισραήλ στη γη του Μωάβ. (Δευ 29:1· 1:3) Ένα μεγάλο μέρος του Νόμου επαναδιατυπώθηκε και εξηγήθηκε εδώ από τον Μωυσή. Ο σκοπός της διαθήκης ήταν να ενθαρρύνει την πιστότητα στον Ιεχωβά, να κάνει τροποποιήσεις και να διατυπώσει ορισμένους νόμους οι οποίοι θα ήταν απαραίτητοι στους Ισραηλίτες καθώς θα άλλαζαν τρόπο ζωής—θα σταματούσαν τις περιπλανήσεις και θα αποκτούσαν σταθερό τόπο διαμονής. (Δευ 5:1, 2, 32, 33· 6:1· παράβαλε Λευ 17:3-5 με Δευ 12:15, 21.) Αυτή η διαθήκη τερματίστηκε όταν καταργήθηκε η διαθήκη του Νόμου, διότι αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του Νόμου.
Η Διαθήκη με τον Βασιλιά Δαβίδ. Η διαθήκη με τον Δαβίδ έγινε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ (1070-1038 Π.Κ.Χ.), τα δε συμβαλλόμενα μέρη ήταν ο Ιεχωβά και ο Δαβίδ ως εκπρόσωπος της οικογένειάς του. (2Σα 7:11-16) Οι όροι αυτής της διαθήκης ήταν ότι ένας γιος από τη γραμμή του Δαβίδ θα κατείχε το θρόνο για πάντα και ότι αυτός ο γιος θα έχτιζε έναν οίκο για το όνομα του Ιεχωβά. Ο σκοπός του Θεού σε αυτή τη διαθήκη ήταν να παράσχει μια βασιλική δυναστεία στους Ισραηλίτες, να δώσει στον Ιησού, ως κληρονόμο του Δαβίδ, το νόμιμο δικαίωμα στο θρόνο του Δαβίδ, το «θρόνο του Ιεχωβά» (1Χρ 29:23· Λου 1:32), και να παράσχει στοιχεία για τον προσδιορισμό του Ιησού ως Μεσσία. (Ιεζ 21:25-27· Ματ 1:6-16· Λου 3:23-31) Αυτή η διαθήκη δεν περιλάμβανε κανενός είδους ιερατείο. Η υπηρεσία του Λευιτικού ιερατείου ήταν παράλληλη με αυτήν των βασιλιάδων της γραμμής του Δαβίδ—υπό το Νόμο η ιεροσύνη και η βασιλεία ήταν πράγματα εντελώς ξεχωριστά. Εφόσον ο Ιεχωβά αναγνωρίζει αυτή τη βασιλεία και μέσω αυτής επιτελεί έργο για πάντα, η διαθήκη έχει αιώνια διάρκεια.—Ησ 9:7· 2Πε 1:11.
Η Διαθήκη για Ιεροσύνη Όμοια με του Μελχισεδέκ. Αυτή η διαθήκη διατυπώνεται στο εδάφιο Ψαλμός 110:4, ο δε συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής την εφαρμόζει στον Χριστό στα εδάφια Εβραίους 7:1-3, 15-17. Είναι μια διαθήκη που συνάφθηκε από τον Ιεχωβά με τον Ιησού Χριστό μόνο. Ο Ιησούς αναφέρθηκε προφανώς σε αυτήν όταν έκανε διαθήκη με τους ακολούθους του για μια βασιλεία. (Λου 22:29) Όπως ορκίστηκε ο Ιεχωβά, ο Ιησούς Χριστός, ο ουράνιος Γιος του Θεού, θα ήταν ιερέας σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ. Ο Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς και ιερέας του Θεού στη γη. Ο Ιησούς Χριστός θα κατείχε τόσο το αξίωμα του Βασιλιά όσο και το αξίωμα του Αρχιερέα, όχι στη γη, αλλά στον ουρανό. Εδραιώθηκε μόνιμα στα αξιώματά του μετά την ανάληψή του στον ουρανό. (Εβρ 6:20· 7:26, 28· 8:1) Η διαθήκη θα είναι σε ισχύ για πάντα, δεδομένου ότι ο Ιησούς θα ενεργεί υπό την κατεύθυνση του Ιεχωβά ως Βασιλιάς και Αρχιερέας για πάντα.—Εβρ 7:3.
Η Νέα Διαθήκη. Ο Ιεχωβά προείπε τη νέα διαθήκη μέσω του προφήτη Ιερεμία τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., δηλώνοντας ότι δεν θα ήταν όπως η διαθήκη του Νόμου, την οποία ο Ισραήλ παραβίασε. (Ιερ 31:31-34) Τη νύχτα πριν από το θάνατό του, στις 14 Νισάν του 33 Κ.Χ., όταν θέσπισε τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου, ο Ιησούς Χριστός ανήγγειλε τη νέα διαθήκη η οποία θα επικυρωνόταν με τη θυσία του. (Λου 22:20) Την 50ή ημέρα από την ανάστασή του και 10 ημέρες αφότου είχε ανεβεί στον Πατέρα του, εξέχυσε το άγιο πνεύμα, το οποίο είχε λάβει από τον Ιεχωβά, στους μαθητές του που είχαν συναχθεί σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ.—Πρ 2:1-4, 17, 33· 2Κο 3:6, 8, 9· Εβρ 2:3, 4.
Τα συμβαλλόμενα μέρη στη νέα διαθήκη είναι από τη μια πλευρά ο Ιεχωβά και από την άλλη ο «Ισραήλ του Θεού», όσοι είναι γεννημένοι από το πνεύμα σε ενότητα με τον Χριστό, οι οποίοι αποτελούν την εκκλησία ή το σώμα του. (Εβρ 8:10· 12:22-24· Γα 6:15, 16· 3:26-28· Ρω 2:28, 29) Η νέα διαθήκη τίθεται σε ισχύ με το χυμένο αίμα (τη θυσία της ανθρώπινης ζωής) του Ιησού Χριστού, η αξία του οποίου παρουσιάστηκε στον Ιεχωβά μετά την ανάληψη του Ιησού στον ουρανό. (Ματ 26:28) Όταν κάποιος εκλέγεται από τον Θεό για την ουράνια κλήση (Εβρ 3:1), ο Θεός τον περιλαμβάνει στη διαθήκη Του βάσει της θυσίας του Χριστού. (Ψλ 50:5· Εβρ 9:14, 15, 26) Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσίτης της νέας διαθήκης (Εβρ 8:6· 9:15) και είναι το κύριο Σπέρμα του Αβραάμ. (Γα 3:16) Με τη μεσιτεία του στη νέα διαθήκη, ο Ιησούς βοηθάει όσους περιλαμβάνονται σε αυτήν να γίνουν μέρος του πραγματικού σπέρματος του Αβραάμ (Εβρ 2:16· Γα 3:29) μέσω συγχώρησης των αμαρτιών τους. Ο Ιεχωβά τούς ανακηρύσσει δίκαιους.—Ρω 5:1, 2· 8:33· Εβρ 10:16, 17.
Αυτοί οι γεννημένοι από το πνεύμα χρισμένοι αδελφοί του Χριστού γίνονται υφιερείς του Αρχιερέα, «βασιλικό ιερατείο». (1Πε 2:9· Απ 5:9, 10· 20:6) Επιτελούν ιερατικό έργο, μια «δημόσια υπηρεσία» (Φλπ 2:17), και ονομάζονται «διάκονοι μιας νέας διαθήκης». (2Κο 3:6) Αυτοί οι καλεσμένοι πρέπει να ακολουθούν τα βήματα του Χριστού πιστά, μέχρι να καταθέσουν τη ζωή τους στο θάνατο. Ο Ιεχωβά θα τους κάνει έπειτα βασιλεία ιερέων, καθιστώντας τους συμμέτοχους σε θεϊκή φύση, και θα τους ανταμείψει με αθανασία και αφθαρσία ως συγκληρονόμους με τον Χριστό στους ουρανούς. (1Πε 2:21· Ρω 6:3, 4· 1Κο 15:53· 1Πε 1:4· 2Πε 1:4) Ο σκοπός της διαθήκης είναι να ληφθεί ένας λαός για το όνομα του Ιεχωβά ως μέρος του “σπέρματος” του Αβραάμ. (Πρ 15:14) Αυτοί γίνονται η «νύφη» του Χριστού και αποτελούν το σώμα των ατόμων με τα οποία συνάπτει ο Χριστός διαθήκη για τη Βασιλεία, προκειμένου να κυβερνήσουν μαζί Του. (Ιωα 3:29· 2Κο 11:2· Απ 21:9· Λου 22:29· Απ 1:4-6· 5:9, 10· 20:6) Ο σκοπός της νέας διαθήκης προϋποθέτει να βρίσκεται αυτή σε ισχύ ωσότου όλα τα μέλη του «Ισραήλ του Θεού» αναστηθούν σε αθάνατη ζωή στους ουρανούς. Εφόσον τα οφέλη από την εκπλήρωση αυτού του σκοπού θα είναι αιώνια, αυτή η διαθήκη αποκαλείται “αιώνια διαθήκη”.—Εβρ 13:20.
Η Διαθήκη του Ιησού με τους Ακολούθους Του. Τη νύχτα της 14ης Νισάν του 33 Κ.Χ., αφού γιορτάστηκε το Δείπνο του Κυρίου, ο Ιησούς σύναψε αυτή τη διαθήκη με τους πιστούς αποστόλους του. Στους 11 πιστούς αποστόλους υποσχέθηκε ότι θα καθήσουν σε θρόνους. (Λου 22:28-30· παράβαλε 2Τι 2:12.) Αργότερα, έδειξε ότι αυτή η υπόσχεση περιλάμβανε όλους τους γεννημένους από το πνεύμα “νικητές”. (Απ 3:21· βλέπε επίσης Απ 1:4-6· 5:9, 10· 20:6.) Την ημέρα της Πεντηκοστής εγκαινίασε αυτή τη διαθήκη μαζί τους χρίοντας με άγιο πνεύμα τους μαθητές που ήταν παρόντες στο ανώγειο στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 2:1-4, 33) Εκείνοι που θα παρέμεναν προσκολλημένοι σε αυτόν εν μέσω δοκιμασιών, πεθαίνοντας με έναν θάνατο όμοιο με το δικό του (Φλπ 3:10· Κολ 1:24), θα βασίλευαν μαζί του, συμμετέχοντας στη διακυβέρνηση της Βασιλείας του. Η διαθήκη θα παραμένει σε ισχύ μεταξύ του Ιησού Χριστού και αυτών των συμβασιλέων για πάντα.—Απ 22:5.
Διάφορες Άλλες Διαθήκες. (α) Του Ιησού του Ναυή και των αρχηγών του Ισραήλ με τους κατοίκους της πόλης Γαβαών προκειμένου να τους αφήσουν να ζήσουν. Αν και ήταν επικατάρατοι Χαναναίοι, τους οποίους οι Ισραηλίτες έπρεπε να καταστρέψουν, η διαθήκη θεωρούνταν τόσο δεσμευτική ώστε επιτράπηκε στους Γαβαωνίτες να ζήσουν. Η κατάρα όμως εκπληρώθηκε, δεδομένου ότι καταστάθηκαν ξυλοκόποι και νεροκουβαλητές για τη σύναξη του Ισραήλ. (Ιη 9:15, 16, 23-27) (β) Του Ιησού του Ναυή με τον Ισραήλ προκειμένου να υπηρετούν τον Ιεχωβά. (Ιη 24:25, 26) (γ) Των πρεσβυτέρων της Γαλαάδ με τον Ιεφθάε στη Μισπά προκειμένου να τον καταστήσουν κεφαλή των κατοίκων της Γαλαάδ αν ο Ιεχωβά τού έδινε τη νίκη επί των Αμμωνιτών. (Κρ 11:8-11) (δ) Μεταξύ του Ιωνάθαν και του Δαβίδ. (1Σα 18:3· 23:18) (ε) Του Ιωδαέ του ιερέα με τους αρχηγούς της Καρικής Σωματοφυλακής και των δρομέων. (2Βα 11:4· 2Χρ 23:1-3) (στ) Του Ισραήλ με τον Ιεχωβά προκειμένου να αποβάλουν τις αλλοεθνείς συζύγους. (Εσδ 10:3) (ζ) Του Ιεχωβά προκειμένου να δώσει τον υπηρέτη του ως διαθήκη του λαού (για το λαό). (Ησ 42:6· 49:8) (η) Του Δαβίδ με όλους τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, στη Χεβρών. (1Χρ 11:3) (θ) Μια διαθήκη του λαού, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ασά, προκειμένου να αναζητούν τον Ιεχωβά με όλη τους την καρδιά και την ψυχή. (2Χρ 15:12) (ι) Του Ιωσία με τον Ιεχωβά προκειμένου να τηρεί τις εντολές του Ιεχωβά, σύμφωνα με το Νόμο. (2Χρ 34:31) (κ) Οι «κομπαστές» που κυβερνούσαν την Ιερουσαλήμ σκέφτονταν λανθασμένα ότι ήταν ασφαλείς έχοντας κάνει «διαθήκη με τον Θάνατο».—Ησ 28:14, 15, 18.