ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ)
Δύο θεόπνευστες επιστολές των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, πιθανόν οι πρώτες που συνέταξε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος συστήνεται ως συγγραφέας και των δύο. (1Θε 1:1· 2:18· 2Θε 1:1· 3:17) Όταν γράφτηκαν αυτές οι επιστολές, ο Σιλουανός (Σίλας) και ο Τιμόθεος ήταν μαζί με τον Παύλο. (1Θε 1:1· 2Θε 1:1) Αυτό υποδηλώνει ότι οι επιστολές στάλθηκαν από την Κόρινθο, εφόσον δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι τρεις άντρες συνεργάστηκαν ξανά μετά την παραμονή τους στην Κόρινθο κατά το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου. (Πρ 18:5) Δεδομένου ότι η 18μηνη δράση του αποστόλου στην Κόρινθο φαίνεται να ξεκίνησε το φθινόπωρο του 50 Κ.Χ., πιθανόν τότε περίπου να γράφτηκε και η πρώτη επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς. (Πρ 18:11· βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ [Η ύστερη αποστολική περίοδος].) Η δεύτερη πρέπει να ακολούθησε λίγο αργότερα, μάλλον γύρω στο 51 Κ.Χ.
Σε όλους τους σημαντικούς καταλόγους του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου αιώνα Κ.Χ., περιλαμβάνονται και οι δύο επιστολές ως κανονικές. Επιπλέον, εναρμονίζονται πλήρως με τις υπόλοιπες Γραφές κατά το ότι νουθετούν τους υπηρέτες του Θεού να διατηρούν πάντα καλή διαγωγή. Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι η έμφαση που δίνουν αυτές οι επιστολές στην προσευχή. Ο Παύλος, μαζί με τους συνεργάτες του, θυμόταν πάντα τους Θεσσαλονικείς στις προσευχές του (1Θε 1:2· 2:13· 2Θε 1:3, 11· 2:13) και τους παρότρυνε: «Να προσεύχεστε ακατάπαυστα. Σε σχέση με το καθετί να κάνετε ευχαριστήριες προσευχές». (1Θε 5:17, 18) «Αδελφοί, να προσεύχεστε για εμάς».—1Θε 5:25· 2Θε 3:1.
Ιστορικό Πλαίσιο της Πρώτης Επιστολής Προς τους Θεσσαλονικείς. Η εκκλησία στην οποία απευθύνθηκε η Πρώτη Επιστολή Προς τους Θεσσαλονικείς αντιμετώπισε διωγμό ευθύς εξαρχής. Μετά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος κήρυξε στην τοπική συναγωγή επί τρία Σάββατα. Αρκετοί έγιναν πιστοί και ιδρύθηκε μια εκκλησία. Ωστόσο, οι φανατικοί Ιουδαίοι υποκίνησαν οχλοκρατική επίθεση. Επειδή ο όχλος δεν βρήκε τον Παύλο και τον Σίλα στο σπίτι του Ιάσονα, έσυρε τον Ιάσονα και ορισμένους άλλους αδελφούς μπροστά στους άρχοντες της πόλης, κατηγορώντας τους για στασιασμό. Ο Ιάσων και οι άλλοι απελευθερώθηκαν μόνο αφού κατέβαλαν «επαρκή εγγύηση». Εξαιτίας αυτού, οι αδελφοί έστειλαν νύχτα τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια, προφανώς για χάρη της εκκλησίας και για την ασφάλεια των δύο αντρών.—Πρ 17:1-10.
Κατόπιν, εκτός από το συνεχιζόμενο διωγμό (1Θε 2:14), φαίνεται πως ο θάνατος κάποιου (ή κάποιων) από τα μέλη της προξένησε στην εκκλησία μεγάλη λύπη. (4:13) Επειδή ο Παύλος αντιλαμβανόταν την πίεση που ασκούνταν στη νέα αυτή εκκλησία και ανησυχούσε πάρα πολύ για τις συνέπειές της, έστειλε τον Τιμόθεο για να παρηγορήσει και να ενισχύσει τους Θεσσαλονικείς. Νωρίτερα ο απόστολος είχε προσπαθήσει δύο φορές να τους επισκεφτεί, αλλά ο “Σατανάς τού έφραξε το δρόμο”.—2:17–3:3.
Όταν έλαβε την ενθαρρυντική έκθεση του Τιμόθεου σχετικά με την πιστότητα και την αγάπη των Θεσσαλονικέων, ο Παύλος χάρηκε πολύ. (1Θε 3:6-10) Ωστόσο, χρειάζονταν επιπρόσθετη ενθάρρυνση και νουθεσία για να αντισταθούν στις αδυναμίες της σάρκας. Γι’ αυτό, ο Παύλος, εκτός του ότι επαίνεσε τους Θεσσαλονικείς για την πιστή υπομονή τους (1:2-10· 2:14· 3:6-10) και τους παρηγόρησε με την ελπίδα της ανάστασης (4:13-18), τους πρότρεψε επίσης να συνεχίσουν να ακολουθούν πορεία επιδοκιμασμένη από τον Θεό και να το κάνουν αυτό πληρέστερα. (4:1, 2) Ο απόστολος, μεταξύ άλλων, τους συμβούλεψε να απέχουν από πορνεία (4:3-8), να αγαπούν ο ένας τον άλλον σε πληρέστερο βαθμό, να εργάζονται με τα χέρια τους (4:9-12), να μένουν πνευματικά άγρυπνοι (5:6-10), να έχουν εκτίμηση για εκείνους που εργάζονται σκληρά μεταξύ τους, “να νουθετούν τους ατάκτους, να μιλούν παρηγορητικά στις καταθλιμμένες ψυχές, να υποστηρίζουν τους αδύναμους, να είναι μακρόθυμοι προς όλους” και “να απέχουν από κάθε μορφή πονηρίας” (5:11-22).
Ιστορικό Πλαίσιο της Δεύτερης Επιστολής Προς τους Θεσσαλονικείς. Η πίστη των Χριστιανών στη Θεσσαλονίκη μεγάλωνε εξαιρετικά, η αγάπη του ενός προς τον άλλον αύξανε και συνέχιζαν να υπομένουν πιστά διωγμό και θλίψη. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος, όπως είχε κάνει και στην πρώτη του επιστολή, τους επαίνεσε και τους παρότρυνε να συνεχίσουν να μένουν σταθεροί.—2Θε 1:3-12· 2:13-17.
Μερικοί στην εκκλησία, ωστόσο, ισχυρίζονταν εσφαλμένα ότι πλησίαζε η παρουσία του Ιησού Χριστού. Πιθανόν μάλιστα να εξέλαβαν μια επιστολή που είχε αποδοθεί εσφαλμένα στον Παύλο ως ενδεικτική τού ότι “είχε έρθει η ημέρα του Ιεχωβά”. (2Θε 2:1, 2) Ίσως γι’ αυτό εκείνος τόνισε τη γνησιότητα της δεύτερης επιστολής του, λέγοντας: «Αυτός είναι ο χαιρετισμός μου, εμένα του Παύλου, με το ίδιο μου το χέρι, ο οποίος είναι σημείο σε κάθε επιστολή· αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφω». (3:17) Καθώς ο Παύλος δεν ήθελε να παραπλανηθούν οι αδελφοί αποδεχόμενοι κάποια εσφαλμένη διδασκαλία, έδειξε ότι πριν από την έλευση της ημέρας του Ιεχωβά έπρεπε να λάβουν χώρα άλλα γεγονότα, γράφοντας: «Αυτή δεν θα έρθει αν δεν έρθει πρώτα η αποστασία και αποκαλυφτεί ο άνθρωπος της ανομίας».—2:3.
Ένα πρόβλημα που υπήρχε και παλιότερα στην εκκλησία χρειαζόταν ακόμη προσοχή. Στην πρώτη του επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς, ο Παύλος τούς είχε πει: «Σας προτρέπουμε, αδελφοί, . . . να το βάλετε στόχο σας να ζείτε ήσυχα και να κοιτάζετε τη δουλειά σας και να εργάζεστε με τα χέρια σας, όπως σας προστάξαμε· ώστε να περπατάτε με ευπρέπεια σε ό,τι αφορά τους έξω και να μην έχετε ανάγκη από τίποτα». (1Θε 4:10-12) Κάποιοι στην εκκλησία δεν είχαν πάρει αυτή τη νουθεσία στα σοβαρά. Γι’ αυτό, ο Παύλος παρήγγειλε σε αυτά τα άτομα να εργάζονται με ησυχία και να τρώνε τροφή που κερδίζουν οι ίδιοι, προσθέτοντας: «Αλλά αν κάποιος δεν είναι υπάκουος στο λόγο μας μέσω αυτής της επιστολής, κρατάτε τον αυτόν σημειωμένο, σταματήστε να τον συναναστρέφεστε, για να ντραπεί. Και εντούτοις μην τον θεωρείτε εχθρό, αλλά να τον νουθετείτε ως αδελφό».—2Θε 3:10-15.
[Πλαίσιο στη σελίδα 1161]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ
Ενθάρρυνση και συμβουλές προς μια σχετικά νέα εκκλησία
Γράφτηκε από τον Παύλο γύρω στο 50 Κ.Χ., λίγους μήνες αφότου έφυγε από τη Θεσσαλονίκη λόγω οχλοκρατικής επίθεσης
Έπαινος για την εκκλησία (1:1-10)
Ο Παύλος επαινεί θερμά τους Θεσσαλονικείς για το πιστό έργο και την υπομονή τους
Οι Θεσσαλονικείς έγιναν παράδειγμα για άλλους πιστούς επειδή δέχτηκαν το λόγο κάτω από θλίψη και με τη χαρά που παράγει το πνεύμα του Θεού
Παντού συζητιέται το πώς εγκατέλειψαν την ειδωλολατρία και στράφηκαν στο να υπηρετούν ως δούλοι τον ζωντανό Θεό και να προσμένουν τον Ιησού
Το παράδειγμα που έθεσε ο Παύλος ανάμεσά τους (2:1-12)
Ο Παύλος, αφού υπέστη θρασεία μεταχείριση στους Φιλίππους, άντλησε δύναμη από τον Θεό και κήρυξε με τόλμη στους Θεσσαλονικείς
Ο Παύλος απέρριψε την κολακεία, την πλεονεξία και την επιδίωξη δόξας
Δεν επιβάρυνε τους αδελφούς, αλλά αντίθετα τους συμπεριφέρθηκε με γλυκύτητα, όπως θα έκανε μια μητέρα που θηλάζει, και τους πρότρεψε ως στοργικός πατέρας
Παρότρυνση να μείνουν σταθεροί παρά το διωγμό (2:13–3:13)
Οι αδελφοί στη Θεσσαλονίκη, αφού δέχτηκαν το άγγελμα που διακηρύχτηκε σε αυτούς ως το λόγο του Θεού, υπέστησαν διωγμό από τους συμπατριώτες τους· τα ίδια έχουν συμβεί στην Ιουδαία, όπου οι Χριστιανοί υποφέρουν στα χέρια των Ιουδαίων
Ο Παύλος έχει επιθυμήσει πολύ να δει τους Θεσσαλονικείς· όταν δεν μπορούσε πια να αντέξει το γεγονός ότι δεν είχε νέα τους, έστειλε τον Τιμόθεο, ο οποίος έχει μόλις επιστρέψει με καλά νέα για την πνευματική τους κατάσταση
Ο Παύλος προσεύχεται να συνεχιστεί η αύξησή τους
Νουθεσίες σχετικά με τη στάση και τη διαγωγή (4:1–5:28)
Να περπατάτε πληρέστερα στην πορεία που ευαρεστεί τον Θεό· να απέχετε από πορνεία
Να αγαπάτε τους αδελφούς σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό· να εργάζεστε με τα χέρια σας ώστε ακόμη και οι έξω να μπορούν να δουν ότι περπατάτε με ευπρέπεια
Να παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με την ελπίδα ότι κατά την παρουσία του Χριστού οι γεννημένοι από το πνεύμα πιστοί που έχουν πεθάνει θα αναστηθούν πρώτοι και θα ενωθούν με τον Χριστό· έπειτα όσοι είναι ζωντανοί θα βρεθούν μαζί με εκείνον και τους αναστημένους
Η ημέρα του Ιεχωβά έρχεται σαν κλέφτης—όταν λένε: «Ειρήνη και ασφάλεια!» θα έρθει ξαφνική καταστροφή· συνεπώς, να παραμένετε πνευματικά άγρυπνοι, προστατευμένοι καθώς φοράτε την πίστη και την αγάπη ως θώρακα και την ελπίδα της σωτηρίας ως περικεφαλαία
Να έχετε μεγάλη εκτίμηση για εκείνους που προΐστανται στην εκκλησία· να είστε ειρηνικοί, να επιδιώκετε το καλό, πάντοτε να χαίρεστε, να κάνετε ευχαριστήριες προσευχές, να βεβαιώνεστε για όλα τα πράγματα, να κρατάτε γερά ό,τι είναι καλό και να απέχετε από την πονηρία
[Πλαίσιο στη σελίδα 1162]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ
Επιστολή που αποσκοπεί στη διόρθωση μιας εσφαλμένης άποψης σχετικά με την παρουσία του Χριστού και στην παροχή συμβουλής για το πώς να συμπεριφέρονται στους ατάκτους
Γράφτηκε από τον Παύλο λίγο μετά την πρώτη του επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς
Θα έρθει ανακούφιση κατά την αποκάλυψη του Χριστού (1:1-12)
Οι Θεσσαλονικείς επαινούνται για την υπομονή και την πίστη τους ενώ υφίστανται διωγμούς και στενοχώριες
Θα έρθει ανακούφιση κατά την αποκάλυψη του Χριστού· τότε ο Ιησούς Χριστός, μαζί με δυνατούς αγγέλους, θα καταστρέψει εκείνους που δεν υπακούν στα καλά νέα και θα δοξαστεί σε σχέση με τους αγίους του
Ο Παύλος προσεύχεται να υπολογιστούν οι Θεσσαλονικείς άξιοι ώστε να δοξαστεί σε αυτούς το όνομα του Κυρίου Ιησού
Ο άνθρωπος της ανομίας θα αποκαλυφτεί πριν από την παρουσία του Χριστού (2:1-17)
Οι Θεσσαλονικείς νουθετούνται να μην αναστατώνονται ούτε να θορυβούνται από οποιοδήποτε άγγελμα που υποδηλώνει ότι η ημέρα του Ιεχωβά τούς έχει ήδη καταφθάσει
Πρώτα πρέπει να έρθει η αποστασία και να αποκαλυφτεί ο άνθρωπος της ανομίας· αυτός θα εξυψώνει τον εαυτό του πάνω από κάθε αντικείμενο ευλαβικού σεβασμού και θα δείχνει ότι είναι θεός
Όταν εκλείψει αυτός που ενεργεί ως ανασταλτικός παράγοντας, θα αποκαλυφτεί ο άνομος, αυτός του οποίου η παρουσία χαρακτηρίζεται από ψευδή σημεία και κάθε άδικη απάτη ώστε να εξαπατά εκείνους που αφανίζονται
Ο Ιησούς Χριστός θα τον εκμηδενίσει κατά τη φανέρωση της παρουσίας του
Πώς να συμπεριφέρονται στους ατάκτους (3:1-18)
Να απομακρύνεστε από τους ατάκτους, εκείνους που ανακατεύονται σε ό,τι δεν τους αφορά, που αψηφούν την εντολή: «Αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται δεν πρέπει ούτε και να τρώει»
Να τους σημειώνετε ως άτομα τα οποία δεν πρέπει να συναναστρέφεστε, αλλά να τους νουθετείτε ως αδελφούς ώστε να αλλάξουν τις οδούς τους