ΑΓΙΑΣΜΟΣ
Η ενέργεια ή η διαδικασία με την οποία κάτι καθίσταται άγιο, ξεχωρισμένο για την υπηρεσία του Ιεχωβά Θεού ή για δική του χρήση· η κατάσταση του να είναι κάτι άγιο, καθαγιασμένο ή εξαγνισμένο. Ο «αγιασμός» επικεντρώνει την προσοχή στην πράξη μέσω της οποίας επιτυγχάνεται, φανερώνεται ή διατηρείται η αγιότητα. (Βλέπε ΑΓΙΟΤΗΤΑ.) Διάφορες λέξεις που προέρχονται από το ρήμα καδάς του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου και άλλες που συγγενεύουν με το επίθετο ἅγιος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδονται «άγιος», «αγιασμένος», «καθιστώ ιερό» και «βάζω στην άκρη».
Για να αποκτήσουμε καλύτερη κατανόηση του θέματος μπορούμε να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι λέξεις στις πρωτότυπες γλώσσες. Οι Γραφές εφαρμόζουν αυτές τις λέξεις (1) στον Ιεχωβά Θεό, (2) στον Ιησού Χριστό, (3) σε αγγέλους, (4) σε ανθρώπους και ζώα, (5) σε αντικείμενα, (6) σε χρονικές περιόδους και περιστάσεις και (7) σε εκτάσεις γης. Μερικές φορές η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «αγιάζω» χρησιμοποιούνταν με την έννοια της προπαρασκευής ή της προετοιμασίας ενός ατόμου ώστε να είναι σε κατάλληλη κατάσταση. Ο Ιεχωβά πρόσταξε τον Μωυσή να πει στους γογγυστές Ισραηλίτες: «Αγιάστε τον εαυτό σας για αύριο, επειδή οπωσδήποτε θα φάτε κρέας». (Αρ 11:18) Πριν διασχίσει ο Ισραήλ τον Ιορδάνη Ποταμό, ο Ιησούς του Ναυή διέταξε: «Αγιάστε τον εαυτό σας, γιατί αύριο ο Ιεχωβά θα κάνει θαυμαστά πράγματα ανάμεσά σας». (Ιη 3:5) Σε όλες τις περιπτώσεις ο όρος έχει θρησκευτική, πνευματική και ηθική έννοια. Μπορεί να υποδηλώνει την απομάκρυνση από οτιδήποτε δυσαρεστεί τον Ιεχωβά ή φαίνεται κακό στα μάτια του, περιλαμβανομένης και της σωματικής ακαθαρσίας. Ο Θεός είπε στον Μωυσή: «Πήγαινε στο λαό και αγίασέ τους σήμερα και αύριο· και αυτοί πρέπει να πλύνουν τους μανδύες τους. . . . επειδή την τρίτη ημέρα θα κατεβεί ο Ιεχωβά μπροστά στα μάτια όλου του λαού πάνω στο Όρος Σινά». (Εξ 19:10, 11) Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του εξαγνισμού ή του καθαρισμού, όπως συμβαίνει στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 11:4, που αναφέρει: «Αγίαζε τον εαυτό της από την ακαθαρσία της».
Ο Ιεχωβά είπε στον Ισραήλ ότι θα έπρεπε να είναι χωρισμένος από τα έθνη του κόσμου και καθαρός από τις συνήθειές τους. Έδωσε στον Ισραήλ νόμους που θα τον κρατούσαν αποχωρισμένο, όπως ήταν οι νόμοι που καθόριζαν τι ήταν καθαρό και τι ακάθαρτο για βρώση. Κατόπιν τους εξήγησε το λόγο: «Διότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας· και πρέπει να αγιάζετε τον εαυτό σας και πρέπει να αποδεικνύεστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος».—Λευ 11:44.
Ιεχωβά Θεός. Ο Ιεχωβά Θεός είναι άγιος και απόλυτα καθαρός. Ως ο Δημιουργός και ο Παγκόσμιος Κυρίαρχος, έχει το δικαίωμα να λαβαίνει την αποκλειστική λατρεία όλων των πλασμάτων του. Γι’ αυτό και λέει ότι θα καταδείξει την αγιότητά του, ενεργώντας έτσι ώστε να αγιάσει τον εαυτό του και το όνομά του ενώπιον όλης της δημιουργίας: «Θα μεγαλύνω τον εαυτό μου και θα αγιάσω τον εαυτό μου και θα κάνω τον εαυτό μου γνωστό ενώπιον πολλών εθνών· και θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά». (Ιεζ 38:23) Όσοι επιθυμούν την εύνοιά του και τη ζωή πρέπει να “αγιάζουν” αυτόν και το όνομά του, δηλαδή πρέπει να κρατούν αυτό το όνομα στη σωστή του θέση, ως ξεχωριστό και υψηλότερο από κάθε άλλο. (Λευ 22:32· Ησ 8:13· 29:23) Ο Ιησούς δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται πρωτίστως: «Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου [ή, «ας θεωρείται ιερό»]».—Ματ 6:9, υποσ.
Ιησούς Χριστός. Ο Ιεχωβά Θεός διάλεξε τον μονογενή του Γιο και τον έστειλε στη γη για να κάνει ένα ειδικό έργο για το όνομα του Θεού και να δώσει τη ζωή του ως λύτρο για την ανθρωπότητα. Το Ιουδαϊκό έθνος, όμως, δεν τον αποδέχτηκε ούτε τον σεβάστηκε ως τον απεσταλμένο του Θεού, αλλά, αντίθετα, αρνήθηκε το γεγονός ότι ήταν Γιος του Θεού καθώς και τη θέση που κατείχε δίπλα στον Πατέρα του. Εκείνος τους απάντησε: «Λέτε σε εμένα τον οποίο ο Πατέρας αγίασε και απέστειλε στον κόσμο: “Βλασφημείς”, επειδή είπα: Είμαι Γιος του Θεού;»—Ιωα 10:36.
Ο απόστολος Πέτρος γράφει στους Χριστιανούς λέγοντάς τους να “αγιάσουν τον Χριστό ως Κύριο στις καρδιές τους”. Δείχνει ότι όποιος το κάνει αυτό θα απομακρυνθεί από το κακό και θα κάνει το καλό. Οι άνθρωποι των εθνών τρέφουν στην καρδιά τους δέος και φόβο για ανθρώπους και για διάφορα πράγματα. Αλλά ο Χριστιανός πρέπει να βάζει τον Χριστό στη σωστή θέση όσον αφορά τις αρέσκειες και τα κίνητρά του. Αυτό σημαίνει να αναγνωρίζει τη θέση του Χριστού ως Πρώτιστου Παράγοντα της ζωής διορισμένου από τον Θεό, ως Μεσσιανικού Βασιλιά, ως Αρχιερέα του Θεού και ως εκείνου που έδωσε τη ζωή του ως λύτρο. Πρέπει επίσης να έχει προ οφθαλμών το παράδειγμα καλής διαγωγής που έθεσε ο Χριστός και να διακρατεί αγαθή συνείδηση όσον αφορά τη δική του διαγωγή ως Χριστιανού. Αν κάποιο άτομο, ακόμη και αν είναι άρχοντας, ζητήσει με αυστηρό τρόπο από τον Χριστιανό να δώσει λόγο για την ελπίδα του, ο Χριστιανός που αγιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Χριστό στην καρδιά του θα υπερασπιστεί κατάλληλα τον εαυτό του, αλλά με πραότητα και βαθύ σεβασμό.—1Πε 3:10-16.
Άγγελοι. Οι άγγελοι του Θεού αποκαλούνται από τον Ιησού “άγιοι” άγγελοι, ξεχωρισμένοι για άγια χρήση από τον Ιεχωβά. (Μαρ 8:38· Λου 9:26· παράβαλε Ψλ 103:20.) Εμφανίζονται μπροστά στην ιερή παρουσία του Ιεχωβά, βλέποντας το πρόσωπό του.—Ματ 18:10· Λου 1:19.
Άνθρωποι και Ζώα. Σε περασμένους καιρούς ο Θεός επέλεξε συγκεκριμένα άτομα τα οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει για την αποκλειστική του υπηρεσία και τα αγίασε. Όταν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα άρρενα μέλη της φυλής του Λευί προκειμένου να φροντίζουν για την ιερή σκηνή της μαρτυρίας και για τις υπηρεσίες της, είπε στον Μωυσή: «Και εγώ, δες! παίρνω τους Λευίτες ανάμεσα από τους γιους του Ισραήλ αντί για όλους τους πρωτότοκους γιους του Ισραήλ που ανοίγουν τη μήτρα· και οι Λευίτες θα γίνουν δικοί μου. Διότι κάθε πρωτότοκο είναι δικό μου. Την ημέρα που πάταξα κάθε πρωτότοκο στη γη της Αιγύπτου, αγίασα για τον εαυτό μου κάθε πρωτότοκο στον Ισραήλ από άνθρωπο μέχρι ζώο. Πρέπει να γίνουν δικά μου. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά». Για να αποδεσμευτούν οι πρωτότοκοι των άλλων 11 φυλών, ζητήθηκε από τους Ισραηλίτες να δώσουν ως αντάλλαγμα όλα τα άρρενα μέλη της φυλής του Λευί. Κατόπιν έπρεπε να δώσουν στο αγιαστήριο 5 σίκλους ($11) για κάθε άρρενα πρωτότοκο πέραν του συνολικού αριθμού των αρρένων Λευιτών. Αυτό αποδέσμευσε τους πρωτότοκους από το να ξεχωριστούν για την αποκλειστική υπηρεσία του Ιεχωβά.—Αρ 3:12, 13, 46-48.
Κατόπιν τούτου, όλα τα αρσενικά πρωτότοκα που άνοιγαν τη μήτρα θεωρούνταν αγιασμένα, αλλά φέρνονταν στο ναό και απολυτρώνονταν με την καταβολή πέντε σίκλων ($11). (Εξ 13:2· Λευ 12:1-4· Αρ 18:15, 16) Όσοι έκαναν ευχή Ναζηραίου ήταν αγιασμένοι καθ’ όλη την περίοδο της ευχής τους. (Αρ 6:1-8) Τα πρωτότοκα των κατοικίδιων ζώων ήταν επίσης αγιασμένα, οπότε έπρεπε να θυσιάζονται ή, σε μερικές περιπτώσεις, να απολυτρώνονται.—Δευ 15:19· βλέπε ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ.
Το ιερατείο. Ο Ιεχωβά αποφάσισε επίσης να ξεχωρίσει κατ’ αποκλειστικότητα μια οικογένεια από τη φυλή του Λευί ώστε να υπηρετούν ως ιερείς του για τις θυσίες, συγκεκριμένα τον Ααρών και τους γιους του, καθώς και τους άρρενες απογόνους τους. (Εξ 28:1-3, 41) Κατόπιν αυτοί αγιάστηκαν μέσω κατάλληλων θυσιών με μια σειρά συμβολικών ενεργειών που περιγράφονται στο 29ο κεφάλαιο της Εξόδου. Ο αιώνιος Αρχιερέας του Ιεχωβά, ο Ιησούς Χριστός, και οι συνιερείς ή υφιερείς του, δηλαδή όσοι ακολουθούν τα βήματα του Χριστού και χρίονται από τον Θεό για να είναι μέλη του σώματος του Χριστού, είναι επίσης αγιασμένοι.—2Θε 2:13· Απ 1:6· 5:10.
Η Διαδικασία του Αγιασμού. Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί αυτός που πρόκειται να αγιαστεί ως πιστός ακόλουθος του Χριστού. Χρησιμοποιώντας το ρήμα αγιάζω με την έννοια του εξαγνίζω ή καθαρίζω από την αμαρτία ενώπιον του Θεού, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Διότι αν το αίμα τράγων και ταύρων και η στάχτη δαμαλίδας με την οποία ραντίζονται εκείνοι που έχουν μολυνθεί αγιάζουν μέχρι του σημείου να καθαρίζεται η σάρκα, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος μέσω αιώνιου πνεύματος πρόσφερε τον εαυτό του χωρίς ψεγάδι στον Θεό, θα καθαρίσει τη συνείδησή μας από νεκρά έργα για να αποδίδουμε ιερή υπηρεσία προς τον ζωντανό Θεό;»—Εβρ 9:13, 14.
«Το αίμα του Χριστού» σημαίνει την αξία της τέλειας ανθρώπινης ζωής του, και αυτό είναι που ξεπλένει την ενοχή από αμαρτία για το άτομο που πιστεύει σε εκείνον. Επομένως, καθαγιάζει πραγματικά (όχι απλώς τυπικά [παράβαλε Εβρ 10:1-4]) προς εξαγνισμό της σάρκας του πιστού, από την άποψη του Θεού, ώστε να έχει ο πιστός καθαρή συνείδηση. Επίσης, ο Θεός ανακηρύσσει δίκαιο αυτόν τον πιστό και τον καθιστά κατάλληλο για να είναι ένας από τους υφιερείς του Ιησού Χριστού. (Ρω 8:1, 30) Τέτοιου είδους άτομα αποκαλούνται “άγιοι”, δηλαδή αγιασμένοι για τον Θεό.—Εφ 2:19· Κολ 1:12· παράβαλε Πρ 20:32, όπου γίνεται λόγος για “τους αγιασμένους”.
Έτσι λοιπόν, η διαδικασία για όσους πρόκειται να γίνουν συγκληρονόμοι με τον Χριστό έχει ως εξής: Πρώτα ελκύονται από τον Ιεχωβά Θεό στον Ιησού Χριστό μέσω πίστης στην αλήθεια του Λόγου του Θεού. (Ιωα 6:44· 17:17· 2Θε 2:13) Καθώς γίνονται αποδεκτοί από τον Ιεχωβά, “καθαρίζονται, . . . αγιάζονται, . . . ανακηρύσσονται δίκαιοι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και με το πνεύμα του Θεού μας”. (1Κο 6:11) Ως εκ τούτου, ο Χριστός γίνεται για αυτούς “σοφία, δικαιοσύνη, αγιασμός και απελευθέρωση με λύτρο”. (1Κο 1:30) Σχετικά με αυτούς, ο απόστολος Παύλος είπε: «Διότι τόσο αυτός [ο Χριστός] που αγιάζει όσο και εκείνοι που αγιάζονται, όλοι προέρχονται από έναν, και γι’ αυτόν το λόγο αυτός δεν ντρέπεται να τους αποκαλεί “αδελφούς”». (Εβρ 2:11) Αυτοί γίνονται «γιοι του Θεού» και «αδελφοί» του Πρώτιστου Γιου του Θεού μέσω πνευματικής γέννησης.—Ρω 8:14-17· Ιωα 3:5, 8.
Πρέπει να διατηρείται. Η διαδικασία του αγιασμού δεν είναι μονόπλευρη. Ο αγιασμός πρέπει να διατηρείται, και σε αυτό έχει συμβολή ο ίδιος ο πιστός. Μπορεί να χάσει τον αγιασμό του ή μπορεί να τον κρατήσει.
Ο Χριστός Ιησούς έθεσε το υπόδειγμα για αυτούς που είναι αγιασμένοι. (Ιωα 13:15) Είπε προσευχόμενος στον Θεό: «Εγώ αγιάζω τον εαυτό μου για χάρη τους, για να είναι και αυτοί αγιασμένοι μέσω της αλήθειας». (Ιωα 17:19) Ο Ιησούς κράτησε τον εαυτό του άμεμπτο και διατήρησε την υπόστασή του ως ξεχωρισμένος με σκοπό να αγιάσει τους ακολούθους του. Εκείνοι πρέπει να διατηρήσουν τον αγιασμό τους μέχρι το τέλος της επίγειας πορείας τους. Για να το πετύχουν αυτό, πρέπει να μένουν μακριά από πράγματα που δεν είναι αξιότιμα και από ανθρώπους που κάνουν τέτοια μη αξιότιμα πράγματα, ώστε να είναι ο καθένας τους «σκεύος για αξιότιμο σκοπό, αγιασμένο, χρήσιμο στον ιδιοκτήτη του, ετοιμασμένο για κάθε καλό έργο». (2Τι 2:20, 21) Πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι με το αίμα του Χριστού έχουν αγοραστεί και με το θέλημα του Θεού έχουν «αγιαστεί μέσω της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού μία φορά για πάντα». (Εβρ 10:10) Λαβαίνουν τη συμβουλή να επιδιώκουν «τον αγιασμό χωρίς τον οποίο κανείς δεν θα δει τον Κύριο».—Εβρ 12:14.
Μολονότι παραμένουν ακόμη στην ατελή σάρκα, η οποία ρέπει προς την αμαρτία, οι αγιασμένοι μπορούν να πετύχουν. Προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που υπάρχει να χάσει κανείς τον αγιασμό του, ο Παύλος υπενθυμίζει στους αγιασμένους ότι “με το αίμα της [νέας] διαθήκης αγιάστηκαν”. (Εβρ 10:29· Λου 22:20) Ως Μεσίτης της νέας διαθήκης, ο Χριστός τούς βοηθάει να τηρούν τους όρους της διαθήκης μέσω υπακοής και καθαρής διαγωγής ώστε να διακρατούν τον αγιασμό τους. «Με μία θυσιαστική προσφορά έχει τελειοποιήσει παντοτινά εκείνους που αγιάζονται». (Εβρ 10:14) Ως Μεσίτης και Αρχιερέας, ο Χριστός «μπορεί και να σώζει πλήρως εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό μέσω αυτού». (Εβρ 7:25) Αν όμως κυλήσουν ξανά σε μια πορεία αμαρτίας, δεν υπάρχει δεύτερη θυσία, παρά μόνο η προσδοκία της κρίσης και της καταστροφής.—Εβρ 10:26, 27.
Κατά συνέπεια, οι αγιασμένοι δεν καλούνται για να συνεχίσουν να ζουν όπως ζούσαν πριν αγιαστούν ή για να επιστρέψουν σε μια τέτοια πορεία. Ο απόστολος προτρέπει: «Διότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας, να απέχετε από πορνεία· να γνωρίζει ο καθένας σας πώς να κρατάει το σκεύος του σε αγιασμό και τιμή». «Διότι ο Θεός δεν μας κάλεσε αφήνοντας περιθώρια για ακαθαρσία, αλλά σε σχέση με αγιασμό».—1Θε 4:3, 4, 7.
Ο Λόγος και το πνεύμα του Θεού. Ο Λόγος του Θεού παίζει σημαντικό ρόλο στον αγιασμό, πρέπει δε να ακολουθείται πιστά για να διατηρηθεί ο αγιασμός. (Πρ 20:32) Σε όποιον είναι πιστός και αγιασμένος, ο Θεός στέλνει επίσης το άγιο πνεύμα του, το οποίο αποτελεί ισχυρή δύναμη που απεργάζεται την καθαρότητά του. Βοηθάει το αγιασμένο άτομο να είναι υπάκουο, κρατώντας το σε έναν καθαρό τρόπο ζωής. (1Πε 1:2) Με την καθοδήγηση του πνεύματος του Θεού η προσφορά τέτοιων ατόμων μπορεί να είναι αγιασμένη, καθαρή, ευπρόσδεκτη στον Θεό. (Ρω 15:16) Οποιαδήποτε ακαθαρσία συνιστά αδιαφορία για το πνεύμα του Θεού και τείνει να το “λυπεί”. (Εφ 4:30· 1Θε 4:8· 5:19) Μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε βλασφημία εναντίον του αγίου πνεύματος, η οποία δεν θα συγχωρηθεί.—Ματ 12:31, 32· Λου 12:8-10.
Αγιασμός Τόπων. Ο τόπος όπου κατοικεί ο Ιεχωβά, ή οποιοσδήποτε τόπος όπου κατοικεί αυτός αντιπροσωπευτικά, είναι καθαγιασμένος ή άγιος τόπος, αγιαστήριο. Η σκηνή της μαρτυρίας στην έρημο και οι ναοί που χτίστηκαν αργότερα από τον Σολομώντα και τον Ζοροβάβελ (ο τελευταίος ανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε από τον Ηρώδη τον Μέγα) προσδιορίζονταν ως μικντάς ή κόδες, “ξεχωρισμένοι” ή “άγιοι” τόποι. Καθώς βρίσκονταν ανάμεσα σε έναν αμαρτωλό λαό, αυτοί οι τόποι έπρεπε κατά καιρούς να εξαγνίζονται (με τυπικό, δηλαδή εξεικονιστικό, τρόπο) από μολύσματα μέσω ραντίσματος με το αίμα ζώων που προσφέρονταν ως θυσία.—Λευ 16:16.
Ιερουσαλήμ. Παρόμοια η Ιερουσαλήμ, η πόλη του Μεγάλου Βασιλιά (Ψλ 48:1, 2· 135:21), καθώς και η τοποθεσία όπου ήταν χτισμένη θεωρούνταν αγιασμένες. (Ησ 48:1, 2· 52:1· Νε 11:1· Δα 9:24) Αντίστοιχα και η Νέα Ιερουσαλήμ, η ουράνια πόλη, αποτελεί αγιαστήριο στο οποίο επιτρέπεται να εισέλθουν μόνο αγιασμένα άτομα, όχι όσοι επιδίδονται σε οποιαδήποτε μορφή ακαθαρσίας (όπως πνευματισμό, πορνεία, φόνο, ειδωλολατρία και ψέμα).—Απ 21:2· 22:14, 15, 19.
Ο κήπος της Εδέμ—αγιαστήριο. Στον κήπο της Εδέμ ο Ιεχωβά συνομίλησε με τον Αδάμ και την Εύα και τους έδωσε οδηγίες. Εκείνος ο τόπος ήταν καθαρός, χωρίς αμαρτία, τέλειος, ένας τόπος όπου ο άνθρωπος απολάμβανε ειρήνη με τον Θεό. (Γε 1:28· 2:8, 9· 3:8, 9· Δευ 32:4) Γι’ αυτό, ο Αδάμ και η Εύα εκδιώχθηκαν από εκεί όταν στασίασαν. Εκείνος ο παράδεισος ήταν τόπος τον οποίο ξεχώρισε ή αγίασε ο Θεός για να κατοικείται από καθαρά, δίκαια άτομα. Εφόσον ο Αδάμ και η Εύα ήταν πια αμαρτωλοί, εκδιώχθηκαν για να μην μπορούν να φάνε από το δέντρο της ζωής και ως εκ τούτου, παρότι ήταν αμαρτωλοί, να ζήσουν για πάντα.—Γε 3:22-24.
Η καιόμενη βάτος και το Όρος Σινά. Όταν ο Ιεχωβά παρήγγειλε στον Μωυσή να γυρίσει στην Αίγυπτο για να απελευθερώσει το λαό Του από τη δουλεία, στέλνοντάς τον με βάση το δικό Του μνημειώδες όνομα, Ιεχωβά (Εξ 3:15, 16), ο Θεός απέστειλε τον άγγελό του, ο οποίος παρουσιάστηκε στον Μωυσή μέσα από μια καιόμενη βάτο. Όταν ο Μωυσής πλησίασε, ο άγγελος που εκπροσωπούσε τον Ιεχωβά διέταξε τον Μωυσή να βγάλει τα σανδάλια του επειδή, όπως είπε, «ο τόπος όπου στέκεσαι είναι άγιο [κόδες] έδαφος».—Εξ 3:1-5.
Αργότερα, όταν συγκεντρώθηκε ο λαός στους πρόποδες του Όρους Σινά, τότε που τους δόθηκε η διαθήκη του Νόμου, ο Ιεχωβά έδωσε στον Μωυσή την εντολή: «Τοποθέτησε όρια για το βουνό και κατάστησέ το ιερό», επειδή ο Ιεχωβά ήταν εκεί εκπροσωπούμενος από τους αγγέλους του. (Εξ 19:23· Γα 3:19) Οποιοσδήποτε πήγαινε πέρα από τα όρια θα θανατωνόταν, διότι κανένα αναρμόδιο άτομο δεν μπορεί να πλησιάσει στην παρουσία του Ιεχωβά. (Εξ 19:12, 13) Ωστόσο, ο Μωυσής ως διορισμένος μεσίτης του Θεού μπορούσε να πλησιάσει πιο κοντά. Με αυτόν τον τρόπο ο Μωυσής προσκίασε προφητικά τον Ιησού Χριστό, τον μεγάλο Μεσίτη για τους χρισμένους Χριστιανούς, καθώς αυτοί πλησιάζουν το ουράνιο Όρος Σιών.—Εβρ 12:22-24.
Πόλεις καταφυγίου και στρατόπεδα. Ορισμένες πόλεις στον Ισραήλ είχαν ξεχωριστεί για ειδικό σκοπό—να προσφέρουν καταφύγιο στον ακούσιο ανθρωποκτόνο. Ήταν καθαγιασμένες, δηλαδή είχαν οριστεί ως “ιερές”.—Ιη 20:7-9.
Τα στρατόπεδα του Ισραήλ ήταν τόποι καθαγιασμένοι, διότι ο Θεός “περπατούσε μέσα στο στρατόπεδο”. Γι’ αυτό και έπρεπε να διατηρείται εκεί ηθική, πνευματική και σωματική καθαρότητα.—Δευ 23:9-14· 2Σα 11:6-11.
Αγιασμός Αντικειμένων. Εφόσον η σκηνή της μαρτυρίας και ο ναός ήταν καθαγιασμένα οικοδομήματα, τα αντικείμενα μέσα σε αυτά έπρεπε παρόμοια να είναι άγια, καθαγιασμένα. Η κιβωτός της διαθήκης, το θυσιαστήριο του θυμιάματος, το τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης, ο λυχνοστάτης, το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, η λεκάνη, όλα τα σκεύη, το θυμίαμα και το λάδι του χρίσματος, ακόμη και τα ενδύματα των ιερέων, ήταν αγιασμένα αντικείμενα. Έπρεπε να τα πιάνουν και να τα μεταφέρουν μόνο αγιασμένα άτομα—οι ιερείς και οι Λευίτες. (Εξ 30:25, 32, 35· 40:10, 11· Λευ 8:10, 11, 15, 30· Αρ 4:1-33· 7:1) Οι ιερείς που υπηρετούσαν στη σκηνή απέδιδαν «ιερή υπηρεσία σε συμβολική απεικόνιση και σκιά των ουράνιων πραγμάτων· όπως ο Μωυσής, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη σκηνή στην εντέλεια, έλαβε τη θεϊκή εντολή: Διότι λέει εκείνος: “Κοίταξε να φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμά τους το οποίο σου δείχτηκε στο βουνό”».—Εβρ 8:4, 5.
Θυσίες και τροφή. Οι θυσίες και οι προσφορές ήταν καθαγιασμένες επειδή προσφέρονταν πάνω στο καθαγιασμένο θυσιαστήριο σύμφωνα με τους προσδιορισμένους κανόνες. (Ματ 23:19) Το μερίδιο που έπαιρναν οι ιερείς ήταν άγιο και δεν μπορούσαν να το φάνε όσοι δεν ανήκαν στους ιερατικούς οίκους—μάλιστα ούτε οι ιερείς μπορούσαν να φάνε από αυτές τις προσφορές αν βρίσκονταν σε «ακάθαρτη» κατάσταση. (Λευ 2:3· 7:6, 32-34· 22:1-13) Παρόμοια και το ψωμί της πρόθεσης ήταν άγιο, καθαγιασμένο.—1Σα 21:4· Μαρ 2:26.
Όπως η τροφή που προμήθευε ο Ιεχωβά στο ιερατείο του ήταν αγιασμένη, έτσι και η τροφή που προμηθεύει στους Χριστιανούς υπηρέτες του είναι επίσης αγιασμένη, όπως πρέπει να είναι όλα όσα χρησιμοποιούν ή στα οποία συμμετέχουν οι αγιασμένοι υπηρέτες του. Ο απόστολος Παύλος προειδοποιεί για ασυνείδητους ανθρώπους οι οποίοι προσποιούνται ότι έχουν αγιαστεί, «που απαγορεύουν το γάμο, που διατάζουν την αποχή από τροφές τις οποίες δημιούργησε ο Θεός για να τις τρώνε με ευχαριστία εκείνοι που έχουν πίστη και γνωρίζουν ακριβώς την αλήθεια. Ο λόγος για αυτό είναι ότι κάθε δημιουργία του Θεού είναι καλή, και τίποτα δεν πρέπει να απορρίπτεται αν λαβαίνεται με ευχαριστία, γιατί αγιάζεται μέσω του λόγου του Θεού και της προσευχής που γίνεται για αυτό». (1Τι 4:1-5) Αν ο Λόγος του Θεού δηλώνει ότι κάτι είναι καθαρό, τότε αυτό είναι καθαρό, και ο Χριστιανός, καθώς ευχαριστεί για αυτό στην προσευχή του, το δέχεται ως αγιασμένο, με αποτέλεσμα να τον θεωρεί ο Θεός καθαρό όταν το τρώει.
Δέκατα. Το δέκατο από τα σιτηρά, τους καρπούς και τα κοπάδια που οι Ισραηλίτες έβαζαν στην άκρη θεωρούνταν αγιασμένο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κανέναν άλλον σκοπό. (Λευ 27:30, 32) Κατ’ αναλογία, κανείς δεν μπορεί να κάνει κακή χρήση κάποιου αγιασμένου αντικειμένου ή να βλάψει ή να κακολογήσει άτομα που είναι αγιασμένα από τον Θεό, όπως τους χρισμένους αδελφούς του Χριστού, και να είναι αθώος ενώπιον του Θεού. Ο Ιησούς το έδειξε αυτό στους Ιουδαίους όταν τον κατηγόρησαν για βλασφημία. (Ιωα 10:36) Ο απόστολος Πέτρος προειδοποίησε ότι θα έρθει καταστροφή πάνω στους πονηρούς, τους οποίους περιέγραψε ως «θρασείς, ισχυρογνώμονες, [που] δεν τρέμουν τους ενδόξους [τους οποίους έχει αγιάσει ο Ιεχωβά] αλλά μιλούν υβριστικά».—2Πε 2:9-12· παράβαλε Ιου 8.
Χρονικές Περίοδοι ή Περιστάσεις. Το Γραφικό υπόμνημα αναφέρει τι έκανε ο Θεός όταν ολοκλήρωσε το δημιουργικό του έργο που αφορούσε τη γη: «Μέχρι την έβδομη ημέρα ο Θεός ολοκλήρωσε το έργο του . . . και άρχισε να αναπαύεται . . . Και ο Θεός ευλόγησε την έβδομη ημέρα και την κατέστησε ιερή». (Γε 2:2, 3) Συνεπώς, οι άνθρωποι έπρεπε να χρησιμοποιούν αυτή την «ημέρα» για ιερή υπηρεσία και υπακοή στον Ιεχωβά. Δεν έπρεπε να τη μολύνουν με ιδιοτελή έργα. Άρα λοιπόν, ο Αδάμ και η Εύα παραβίασαν εκείνη την «ημέρα» όταν ξεκίνησαν μια πορεία αυτοδιάθεσης ώστε να κάνουν ό,τι ήθελαν στη γη, ανεξάρτητα από τον Κυρίαρχό τους, τον Ιεχωβά. Η “ημέρα ανάπαυσης” του Θεού συνεχίζεται ακόμη, σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν τα εδάφια Εβραίους 3:11, 13· 4:1-11. Εφόσον ο Θεός αγίασε την εν λόγω «ημέρα» ξεχωρίζοντάς την για το σκοπό του, αυτή η «ημέρα» θα δει το σκοπό του για τη γη να πραγματοποιείται πλήρως με δικαιοσύνη.—Παράβαλε Ησ 55:10, 11.
Τα Σάββατα και οι ειδικές ημέρες γιορτής ήταν αγιασμένα, καθώς και άλλες περίοδοι, όπως το Ιωβηλαίο έτος.—Εξ 31:14· Λευ 23:3, 7, 8, 21, 24, 27, 35, 36· 25:10.
Αγιασμός μιας Έκτασης Γης. Στον Ισραήλ, μπορούσε κάποιος να αγιάσει ένα μέρος από την κληρονομιά του για τον Θεό. Το έκανε αυτό ξεχωρίζοντας τη συγκεκριμένη έκταση ώστε τα προϊόντα της να δίνονται στο αγιαστήριο ή μπορούσε να πληρώσει στο αγιαστήριο την αξία της γης (δηλαδή της σοδειάς της) σύμφωνα με την εκτίμηση του ιερέα. Αν αποφάσιζε να ξαναγοράσει τη γη, απαιτούνταν να πληρώσει επιπλέον το ένα πέμπτο της υπολογισμένης αξίας του αγρού (που αναλογούσε στον αριθμό των σοδειών μέχρι το Ιωβηλαίο έτος) κατά την εκτίμηση του ιερέα. Ασφαλώς, ο αγρός επιστρεφόταν στον ιδιοκτήτη του κατά το Ιωβηλαίο.—Λευ 27:16-19.
Τα επόμενα εδάφια αναφέρονται προφανώς στον ιδιοκτήτη που δεν ξαναγοράζει τον αγρό αλλά τον πουλάει σε κάποιον άλλον, οπότε ο νόμος ορίζει ότι ο αγρός γίνεται πλέον μόνιμη ιδιοκτησία του αγιαστηρίου κατά το Ιωβηλαίο. Σχετικά με αυτόν το νόμο, στα εδάφια Λευιτικό 27:20, 21, το Σχολιολόγιο (Commentary) του Κουκ λέει: «[Τα λόγια] μπορεί να αναφέρονται στην περίπτωση κατά την οποία ένας άνθρωπος πιθανόν να πούλησε με δόλο τα δικαιώματα του αγρού και να οικειοποιήθηκε τα χρήματα ενώ είχε ευχηθεί ότι θα παραχωρήσει τον αγρό στο Αγιαστήριο». Ή μπορεί να αναφέρονται στην περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης διατήρησε μεν τη χρήση του αγρού και εκπλήρωσε την ευχή του για κάποιο διάστημα πληρώνοντας ως ετήσιο ενοίκιο το τίμημα της απολύτρωσης που του αναλογούσε, αλλά αργότερα παραχώρησε τα δικαιώματά του σε άλλον προκειμένου να αποκτήσει γρήγορα κάποια χρήματα. Ένας τέτοιος αγρός θεωρούνταν «αφιερωμένος», επειδή εκείνος ο άνθρωπος μεταχειρίστηκε σαν δικό του αυτό που ήταν αγιασμένο για το αγιαστήριο, δείχνοντας έλλειψη σεβασμού για την αγιότητά του με το να το εκμεταλλευτεί εμπορικά.
Η αρχή μπορεί να ήταν παρόμοια με το νόμο που αναφέρεται στο εδάφιο Δευτερονόμιο 22:9: «Δεν πρέπει να σπείρεις το αμπέλι σου με δύο λογιών σπόρους, για να μην κατασχεθεί για το αγιαστήριο ολόκληρη η παραγωγή του σπόρου που θα σπείρεις και το προϊόν του αμπελιού». Αυτή η κατάσχεση θα ήταν αποτέλεσμα της παράβασης του νόμου που είχε αναφερθεί νωρίτερα στο εδάφιο Λευιτικό 19:19.
Η διαφορά ανάμεσα στα «αγιασμένα» και στα «αφιερωμένα» πράγματα ήταν ότι το «αφιερωμένο» δεν μπορούσε να απολυτρωθεί. (Βλέπε ΑΝΑΘΕΜΑ.) Παρόμοιος χειρισμός γινόταν και για τα σπίτια. (Λευ 27:14, 15) Ωστόσο, αν κάποιος αγίαζε έναν αγρό που είχε αγοράσει από την κληρονομική ιδιοκτησία κάποιου άλλου, κατά το Ιωβηλαίο ο αγρός επέστρεφε στον αρχικό του ιδιοκτήτη.—Λευ 27:22-24.
Στο Γάμο. Ο απόστολος Παύλος λέει στους παντρεμένους Χριστιανούς: «Ο σύζυγος που δεν είναι στην πίστη αγιάζεται σε σχέση με τη σύζυγό του, και η σύζυγος που δεν είναι στην πίστη αγιάζεται σε σχέση με τον αδελφό· διαφορετικά, τα παιδιά σας θα ήταν ακάθαρτα, ενώ τώρα είναι άγια». Λόγω της εκτίμησης που τρέφει ο Ιεχωβά για τον Χριστιανό ή τη Χριστιανή, ο γαμήλιος δεσμός με σύντροφο που δεν είναι στην πίστη δεν θεωρείται μολυσματικός. Η καθαρότητα του αγιασμένου ατόμου δεν αγιάζει το σύντροφο ή τη σύντροφό του ως έναν από τους αγίους του Θεού, ωστόσο η σχέση τους είναι καθαρή και άξια τιμής. Το άτομο που δεν είναι στην πίστη έχει τη θαυμάσια ευκαιρία να ωφεληθεί παρατηρώντας τη Χριστιανική πορεία του πιστού συντρόφου του, και έτσι μπορεί να σωθεί και αυτό. (1Κο 7:14-17) Λόγω της “εύνοιας” που δείχνεται στον πιστό γονέα, τα μικρά παιδιά αυτής της ένωσης θεωρούνται άγια, ευρισκόμενα υπό τη θεϊκή φροντίδα και προστασία—όχι ακάθαρτα όπως θεωρούνται τα παιδιά που δεν έχουν κανέναν πιστό γονέα.—Βλέπε ΑΓΙΟΤΗΤΑ (Η αγιότητα ευλογείται από τον Ιεχωβά).