ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου η οποία αποδίδεται «ισχυρογνώμων» (Τιτ 1:7· 2Πε 2:10, AS, KJ, ΜΝΚ) σημαίνει κατά κυριολεξία «αυτός που ευχαριστεί τον εαυτό του» και «υποδηλώνει κάποιον ο οποίος, διακατεχόμενος από το προσωπικό του συμφέρον και αδιαφορώντας για τους άλλους, επιβάλλει αλαζονικά τη δική του θέληση». (Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν [Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words], 1981, Τόμ. 3, σ. 342) Επομένως, η ισχυρογνωμοσύνη είναι μια ιδιότητα που δεν εναρμονίζεται με το πνεύμα της Χριστιανοσύνης. Ειδικά οι Χριστιανοί επίσκοποι δεν πρέπει να την εκδηλώνουν. (Τιτ 1:5, 7) Ο απόστολος Πέτρος χαρακτήρισε κάποιους οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την αρμόζουσα Χριστιανική διαγωγή ως «θρασείς» και «ισχυρογνώμονες».—2Πε 2:10.