ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Πρόγνωση σημαίνει γνώση ενός πράγματος προτού αυτό συμβεί ή έρθει σε ύπαρξη. Στην Αγία Γραφή η πρόγνωση σχετίζεται κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, με τον Ιεχωβά Θεό τον Δημιουργό, καθώς και με τους σκοπούς του. Προορισμός σημαίνει το να ορίζεται, να θεσπίζεται ή να αποφασίζεται κάτι εκ των προτέρων, ή μπορεί να αναφέρεται στην ιδιότητα ή στην κατάσταση αυτού που έχει προοριστεί.
Οι Λέξεις στις Πρωτότυπες Γλώσσες. Οι λέξεις που γενικά αποδίδονται «προγνωρίζω», «πρόγνωση» και «προορίζω» βρίσκονται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, αν και οι ίδιες βασικές έννοιες εκφράζονται και στις Εβραϊκές Γραφές.
Η λέξη πρόγνωσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποτελείται από τα συνθετικά πρό και γνῶσις. (Πρ 2:23· 1Πε 1:2) Το συγγενικό ρήμα προγινώσκω χρησιμοποιείται σε δύο περιπτώσεις αναφορικά με ανθρώπους: στη δήλωση του Παύλου ότι ορισμένοι Ιουδαίοι τον «ήξεραν και προηγουμένως» (τον γνώριζαν από πριν) και όταν ο Πέτρος αναφέρθηκε στη «γνώση εκ των προτέρων» που είχαν εκείνοι στους οποίους απευθύνεται η δεύτερη επιστολή του. (Πρ 26:4, 5· 2Πε 3:17) Στη δεύτερη αυτή περίπτωση είναι προφανές ότι η εν λόγω πρόγνωση δεν ήταν απεριόριστη, δηλαδή δεν σήμαινε ότι οι Χριστιανοί εκείνοι γνώριζαν όλες τις λεπτομέρειες για το χρόνο, τον τόπο και τις περιστάσεις σχετικά με τα μελλοντικά γεγονότα και τις συνθήκες που είχε αναφέρει ο Πέτρος. Αυτό που όντως διέθεταν ήταν μια γενική εικόνα για το τι θα έπρεπε να αναμένουν, την οποία είχαν διαμορφώσει ως αποτέλεσμα της θεοπνευστίας του Πέτρου και άλλων που συνέβαλαν στη συγγραφή της Αγίας Γραφής.
Το ρήμα προορίζω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποτελείται από τα συνθετικά πρό και ὁρίζω (σημειώνω ή θέτω όρια). Η σημασία του ρήματος ὁρίζω φαίνεται παραστατικά από τη δήλωση του Ιησού Χριστού ότι εκείνος, ως ο «Γιος του ανθρώπου», “προχωρούσε σύμφωνα με αυτό που είχε προσδιοριστεί [ὡρισμένον, Κείμενο]”. Ο Παύλος είπε ότι ο Θεός «όρισε [ὁρίσας, Κείμενο] τους προσδιορισμένους καιρούς και τα καθορισμένα όρια της κατοικίας των ανθρώπων». (Λου 22:22· Πρ 17:26) Το ίδιο ρήμα χρησιμοποιείται και για πράγματα που αποφασίζουν οι άνθρωποι, όπως όταν οι μαθητές «αποφάσισαν [ὥρισαν, Κείμενο]» να στείλουν βοήθεια στους άπορους αδελφούς τους. (Πρ 11:29) Εντούτοις, στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, οι συγκεκριμένες αναφορές στον προορισμό σχετίζονται μόνο με τον Θεό.
Ποιοι Παράγοντες Πρέπει να Αναγνωριστούν. Για να κατανοηθεί το ζήτημα της πρόγνωσης και του προορισμού σε συνάρτηση με τον Θεό, είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν ορισμένοι παράγοντες.
Πρώτον, η ικανότητα που έχει ο Θεός να προγνωρίζει και να προορίζει δηλώνεται σαφώς στην Αγία Γραφή. Ο ίδιος ο Ιεχωβά προβάλλει ως απόδειξη της Θειότητάς του αυτή την ικανότητα τού να προγνωρίζει και να προορίζει ενέργειες σωτηρίας και απελευθέρωσης αλλά και πράξεις κρίσης και τιμωρίας, και κατόπιν να πραγματοποιεί τις ενέργειες αυτές. Ο εκλεκτός του λαός είναι μάρτυρας τέτοιων γεγονότων. (Ησ 44:6-9· 48:3-8) Αυτή η θεϊκή πρόγνωση και ο προορισμός αποτελούν τη βάση για κάθε αληθινή προφητεία. (Ησ 42:9· Ιερ 50:45· Αμ 3:7, 8) Ο Θεός προκαλεί τα έθνη που εναντιώνονται στο λαό του να προσκομίσουν αποδείξεις για τη θειότητα την οποία ισχυρίζονται ότι διαθέτουν οι κραταιοί τους και τα είδωλα που έχουν για θεούς τους, καλώντας τους να το κάνουν αυτό με το να προείπουν παρόμοιες πράξεις σωτηρίας ή κρίσης και κατόπιν να τις πραγματοποιήσουν. Η ανικανότητά τους ως προς αυτό καταδεικνύει ότι τα είδωλά τους δεν είναι παρά «άνεμος και κάτι μη πραγματικό».—Ησ 41:1-10, 21-29· 43:9-15· 45:20, 21.
Ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι τα νοήμονα πλάσματα του Θεού είναι ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες. Οι Γραφές δείχνουν ότι ο Θεός παραχωρεί στα πλάσματα αυτά το προνόμιο και την ευθύνη της ελευθερίας επιλογής, του να λειτουργούν ως ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες (Δευ 30:19, 20· Ιη 24:15), και έτσι καθίστανται υπόλογοι για τις πράξεις τους. (Γε 2:16, 17· 3:11-19· Ρω 14:10-12· Εβρ 4:13) Επομένως, δεν είναι απλές μηχανές ή ρομπότ. Ο άνθρωπος δεν θα είχε δημιουργηθεί πραγματικά κατά την «εικόνα του Θεού» αν δεν ήταν ελεύθερος ηθικός παράγοντας. (Γε 1:26, 27· βλέπε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.) Λογικά, δεν πρέπει να υπάρχει αντίφαση μεταξύ της πρόγνωσης του Θεού (καθώς και του προορισμού από εκείνον) και του γεγονότος ότι τα νοήμονα πλάσματά του είναι ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες.
Ένα τρίτο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, και το οποίο κάποιες φορές παραβλέπεται, αφορά τους ηθικούς κανόνες του Θεού και τις ιδιότητές του, στις οποίες περιλαμβάνονται η δικαιοσύνη, η εντιμότητα, η αμεροληψία, η αγάπη, το έλεος και η καλοσύνη του. Οποιαδήποτε, λοιπόν, κατανόηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Θεός τις δυνάμεις πρόγνωσης και προορισμού θα πρέπει να εναρμονίζεται με όλους αυτούς τους παράγοντες, και όχι μόνο με μερικούς από αυτούς. Σαφώς, οτιδήποτε προγνωρίζει ο Θεός πρέπει αναπόφευκτα να εκπληρωθεί, γι’ αυτό και ο Θεός μπορεί να καλεί «πράγματα που δεν υπάρχουν σαν να υπήρχαν».—Ρω 4:17.
Γνωρίζει ο Θεός εκ των προτέρων όλα όσα θα κάνουν οι άνθρωποι;
Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: Ασκεί ο Θεός την πρόγνωσή του απεριόριστα, ανεξάντλητα; Μήπως προβλέπει και προγνωρίζει όλες τις μελλοντικές πράξεις όλων των πλασμάτων του, είτε αυτά είναι πνεύματα είτε άνθρωποι; Και μήπως προορίζει τις πράξεις αυτές ή ακόμη και προκαθορίζει την τελική κατάληξη όλων των πλασμάτων του, και μάλιστα προτού καν έρθουν αυτά σε ύπαρξη;
Από την άλλη πλευρά, μήπως η άσκηση της πρόγνωσης του Θεού είναι επιλεκτική και διακριτική, ώστε να προβλέπει και να προγνωρίζει μόνο ό,τι επιλέγει, ενώ όσα δεν επιλέγει, ούτε να τα προβλέπει ούτε και να τα προγνωρίζει; Και μήπως, αντί να αποφασίζει ο Θεός ποια θα είναι η αιώνια κατάληξη των πλασμάτων του προτού έρθουν αυτά σε ύπαρξη, περιμένει πρώτα να κρίνει την πορεία της ζωής τους και τη στάση που επιδεικνύουν υπό δοκιμή; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά πρέπει απαραιτήτως να προέρχονται από τις ίδιες τις Γραφές και από τις πληροφορίες που παρέχουν αυτές σχετικά με τις ενέργειες του Θεού και την πολιτεία του με τα πλάσματά του, στις οποίες πληροφορίες περιλαμβάνονται και όσα αποκάλυψε ο Γιος του, ο Χριστός Ιησούς.—1Κο 2:16.
Η θεωρία περί προκαθορισμού. Η θεωρία ότι ο Θεός ασκεί την πρόγνωσή του απεριόριστα και ότι όντως προορίζει την πορεία και την τελική κατάληξη όλων των ατόμων είναι γνωστή ως προκαθορισμός. Οι υπέρμαχοι της θεωρίας αυτής προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Θειότητα και η τελειότητα του Θεού απαιτούν από εκείνον να είναι παντογνώστης, όχι μονάχα για το παρελθόν και για το παρόν, αλλά και για το μέλλον. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, θα φανέρωνε ατέλεια από μέρους του το να μην προγνωρίζει όλα τα ζητήματα ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ως απόδειξη του ότι ο Θεός προορίζει τα πλάσματά του προτού αυτά γεννηθούν καν, παρουσιάζονται κάποια παραδείγματα όπως των δίδυμων γιων του Ισαάκ, του Ησαύ και του Ιακώβ (Ρω 9:10-13), ενώ περικοπές όπως τα εδάφια Εφεσίους 1:4, 5 παρατίθενται ως απόδειξη του ότι ο Θεός προγνώρισε και προόρισε το μέλλον όλων των πλασμάτων του προτού καν αρχίσει η δημιουργία.
Για να είναι σωστή η θεωρία αυτή, θα πρέπει βεβαίως να εναρμονίζεται με όλους τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, περιλαμβανομένου και του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται στη Γραφή οι ιδιότητες, οι κανόνες και οι σκοποί του Θεού, καθώς και του δίκαιου τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται με τα πλάσματά του. (Απ 15:3, 4) Είναι, λοιπόν, κατάλληλο να εξετάσουμε τι συνεπάγεται μια τέτοια θεωρία περί προκαθορισμού.
Η αντίληψη αυτή θα σήμαινε ότι, προτού ο Θεός δημιουργήσει τους αγγέλους ή το χωματένιο άνθρωπο, άσκησε τις δυνάμεις πρόγνωσης που διέθετε και προείδε και προγνώρισε όλες τις συνέπειες της εν λόγω δημιουργίας, περιλαμβανομένου του στασιασμού ενός από τους πνευματικούς του γιους, του επακόλουθου στασιασμού του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού στην Εδέμ (Γε 3:1-6· Ιωα 8:44), καθώς και όλων των κακών αποτελεσμάτων αυτού του στασιασμού ως τη σημερινή εποχή και πέρα από αυτήν. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αναγκαστικά ότι όλη η πονηρία που έχει καταγραφεί στην ιστορία (το έγκλημα και η ανηθικότητα, η καταπίεση και τα συνεπαγόμενα δεινά, το ψέμα και η υποκρισία, η ψεύτικη λατρεία και η ειδωλολατρία) υπήρξε κάποτε, πριν από την έναρξη της δημιουργίας, μόνο στο νου του Θεού, στα πλαίσια της λεπτομερέστατης πρόγνωσής του για το μέλλον.
Αν ο Δημιουργός της ανθρωπότητας είχε όντως ασκήσει τη δύναμή του για να προγνωρίσει όλα όσα κατέγραψε η ιστορία από τη δημιουργία του ανθρώπου και έπειτα, τότε όλη η πονηρία που επακολούθησε δρομολογήθηκε σκόπιμα από τον Θεό όταν εκείνος είπε τα λόγια: «Ας κάνουμε άνθρωπο». (Γε 1:26) Τα στοιχεία αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση το κατά πόσον είναι λογική και συνεπής η αντίληψη περί προκαθορισμού, ιδιαίτερα εφόσον ο μαθητής Ιάκωβος δείχνει ότι η ακαταστασία και άλλα απαίσια πράγματα δεν πηγάζουν από την ουράνια παρουσία του Θεού, αλλά η πηγή τους είναι «επίγεια, ζωώδης, δαιμονική».—Ιακ 3:14-18.
Απεριόριστη η άσκηση της πρόγνωσης; Το επιχείρημα ότι, αν ο Θεός δεν προγνώριζε λεπτομερώς τα πάντα για τα μελλοντικά γεγονότα και τις περιστάσεις, αυτό θα φανέρωνε ατέλεια από μέρους του είναι στην πραγματικότητα μια αυθαίρετη άποψη περί τελειότητας. Ο σωστός ορισμός της τελειότητας δεν προϋποθέτει μια τόσο απόλυτη και γενικευμένη έννοια, δεδομένου ότι η τελειότητα οποιουδήποτε πράγματος εξαρτάται στην ουσία από το αν αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στα κριτήρια αρτιότητας τα οποία έχει θέσει εκείνος που είναι αρμόδιος να κρίνει την αξία του. (Βλέπε ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.) Σε τελική ανάλυση, το θέλημα του ίδιου του Θεού και η δική του ευαρέσκεια είναι οι παράγοντες που καθορίζουν αν κάτι είναι τέλειο, όχι οι ανθρώπινες απόψεις ή αντιλήψεις.—Δευ 32:4· 2Σα 22:31· Ησ 46:10.
Για παράδειγμα, η παντοδυναμία του Θεού είναι αδιαμφισβήτητα τέλεια και έχει απεριόριστες δυνατότητες. (1Χρ 29:11, 12· Ιωβ 36:22· 37:23) Ωστόσο, το ότι ο Θεός είναι τέλειος ως προς την ισχύ δεν απαιτεί από εκείνον να κάνει χρήση της δύναμής του στην πλήρη έκταση της παντοδυναμίας του σε κάποια ή σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι σαφές ότι δεν έχει ενεργήσει έτσι, ειδάλλως δεν θα είχαν καταστραφεί μόνο ορισμένες αρχαίες πόλεις και μερικά έθνη, αλλά η γη και τα πάντα σε αυτήν θα είχαν προ πολλού εξαλειφθεί λόγω των κρίσεων που εκτέλεσε ο Θεός, οι οποίες συνοδεύονταν από κραταιές εκφράσεις αποδοκιμασίας και οργής, όπως στον καιρό του Κατακλυσμού και σε άλλες περιπτώσεις. (Γε 6:5-8· 19:23-25, 29· παράβαλε Εξ 9:13-16· Ιερ 30:23, 24.) Άρα λοιπόν, η άσκηση της κραταιότητας του Θεού δεν αποτελεί απλώς εξαπόλυση απεριόριστης δύναμης αλλά καθοδηγείται διαρκώς από το σκοπό του, ενώ, όπου αξίζει, μετριάζεται από το έλεός του.—Νε 9:31· Ψλ 78:38, 39· Ιερ 30:11· Θρ 3:22· Ιεζ 20:17.
Παρόμοια, αν σε κάποιες περιπτώσεις ο Θεός επιλέγει να ασκήσει την απεριόριστη ικανότητά του για πρόγνωση με επιλεκτικό τρόπο και στο βαθμό που ικανοποιεί εκείνον, τότε ασφαλώς κανένας άνθρωπος ή άγγελος δεν δικαιούται να πει: «Τι κάνεις;» (Ιωβ 9:12· Ησ 45:9· Δα 4:35) Συνεπώς, δεν είναι θέμα ικανότητας, τι μπορεί ο Θεός να προβλέψει, να προγνωρίσει και να προορίσει, διότι «για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά». (Ματ 19:26) Το θέμα είναι τι θεωρεί κατάλληλο να προβλέψει, να προγνωρίσει και να προορίσει, εφόσον «ό,τι ευχαριστούνταν να κάνει, το έκανε».—Ψλ 115:3.
Επιλεκτική άσκηση της πρόγνωσης. Η εναλλακτική εκδοχή ως προς τη θεωρία περί προκαθορισμού, δηλαδή η επιλεκτική ή διακριτική άσκηση των δυνάμεων πρόγνωσης του Θεού, θα έπρεπε να εναρμονίζεται με τους δίκαιους κανόνες του και να είναι συνεπής με ό,τι αυτός αποκαλύπτει για τον εαυτό του στο Λόγο του. Σε αντίθεση με τη θεωρία περί προκαθορισμού, αρκετές περικοπές δείχνουν ότι ο Θεός εξέταζε την εκάστοτε κατάσταση και αποφάσιζε βάσει αυτής της εξέτασης.
Έτσι λοιπόν, στα εδάφια Γένεση 11:5-8, βλέπουμε τον Θεό να στρέφει την προσοχή του στη γη, να επιθεωρεί την κατάσταση στη Βαβέλ και τότε να αποφασίζει τι είδους δράση θα αναλάβει για να σταματήσει το ανευλαβές πρόγραμμα οικοδόμησης που λάβαινε χώρα εκεί. Όταν η πονηρία είχε προσλάβει μεγάλες διαστάσεις στα Σόδομα και στα Γόμορρα, ο Ιεχωβά ενημέρωσε τον Αβραάμ για την απόφαση που πήρε να ερευνήσει (μέσω των αγγέλων του) προκειμένου, όπως είπε, «να δω αν ενεργούν εξ ολοκλήρου σύμφωνα με την κραυγή που έφτασε σε εμένα σχετικά με αυτό· και αν όχι, θα το μάθω». (Γε 18:20-22· 19:1) Ο Θεός ανέφερε ότι “γνωρίστηκε με τον Αβραάμ”, και όταν εκείνος έφτασε στο σημείο να αποπειραθεί να θυσιάσει τον Ισαάκ, ο Ιεχωβά είπε: «Γιατί τώρα ξέρω ότι είσαι θεοφοβούμενος επειδή δεν αρνήθηκες να δώσεις το γιο σου, το μοναδικό παιδί σου, σε εμένα».—Γε 18:19· 22:11, 12· παράβαλε Νε 9:7, 8· Γα 4:9.
Επιλεκτική πρόγνωση σημαίνει ότι ο Θεός θα μπορούσε να επιλέξει να μην προγνωρίζει αδιακρίτως όλες τις μελλοντικές πράξεις των πλασμάτων του. Αυτό θα σήμαινε ότι ο Θεός θα μπορούσε με κάθε ειλικρίνεια να θέσει ενώπιον του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού την προοπτική της αιώνιας ζωής σε μια γη απαλλαγμένη από την πονηρία, αντί να είναι όλη η ιστορία, από τη δημιουργία και έπειτα, απλώς και μόνο μια αναπαραγωγή των όσων είχαν ήδη προϊδωθεί και προοριστεί. Επομένως, οι οδηγίες που έδωσε ο Θεός στα πρώτα ανθρώπινα παιδιά του να ενεργήσουν ως τέλειοι και αναμάρτητοι εντεταλμένοι του για να γεμίσουν τη γη με τους απογόνους τους και να την κάνουν παράδεισο, καθώς επίσης για να ασκούν έλεγχο στη ζωική κτίση, μπορούσαν να εννοηθούν ως χορήγηση ενός πραγματικά στοργικού προνομίου και έκφραση της γνήσιας επιθυμίας του για αυτούς—όχι ως απλή ανάθεση μιας αποστολής η οποία, όσο εξαρτόταν από αυτούς, ήταν καταδικασμένη εκ προοιμίου σε αποτυχία. Επίσης, η δοκιμή που διευθέτησε ο Θεός μέσω “του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού” και το γεγονός ότι δημιούργησε «το δέντρο της ζωής» στον κήπο της Εδέμ δεν ήταν άσκοπες ή κυνικές ενέργειες, πράγμα που θα συνέβαινε αν εκείνος προγνώριζε ότι το ανθρώπινο ζευγάρι θα αμάρτανε και ποτέ δεν θα μπορούσε να γευτεί τον καρπό “του δέντρου της ζωής”.—Γε 1:28· 2:7-9, 15-17· 3:22-24.
Όταν προσφέρεται σε κάποιον κάτι πολύ επιθυμητό υπό όρους στους οποίους είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι αδυνατεί να ανταποκριθεί, αυτό είναι κατά γενική ομολογία υποκριτικό αλλά και άστοργο. Η προοπτική της αιώνιας ζωής παρουσιάζεται στο Λόγο του Θεού ως στόχος για όλους τους ανθρώπους—ένας στόχος εφικτός. Αφού ο Ιησούς παρότρυνε τους ακροατές του “να εξακολουθούν να ζητούν” καλά πράγματα από τον Θεό, τους επισήμανε ότι στο παιδί που ζητάει ψωμί ή ψάρι ο πατέρας του δεν δίνει πέτρα ή φίδι. Για να τους δείξει πώς θεωρεί ο Πατέρας του τη διάψευση των θεμιτών προσδοκιών ενός ατόμου, ο Ιησούς τότε είπε: «Άρα λοιπόν, αν εσείς, μολονότι είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε καλά δώρα στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς θα δώσει καλά πράγματα σε εκείνους που ζητούν από αυτόν!»—Ματ 7:7-11.
Κατά συνέπεια, όταν ο Θεός προσφέρει σε όλους τους ανθρώπους προσκλήσεις και ευκαιρίες για οφέλη και αιώνιες ευλογίες, το κάνει αυτό καλόπιστα. (Ματ 21:22· Ιακ 1:5, 6) Αυτός μπορεί με κάθε ειλικρίνεια να παροτρύνει τους ανθρώπους “να επιστρέψουν από τις παραβάσεις τους και να εξακολουθήσουν να ζουν”, όπως έκανε με το λαό του Ισραήλ. (Ιεζ 18:23, 30-32· παράβαλε Ιερ 29:11, 12.) Λογικά, δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό αν προγνώριζε ότι ήταν καθορισμένο για τον καθένα τους ατομικά να πεθάνει στην πονηρία του. (Παράβαλε Πρ 17:30, 31· 1Τι 2:3, 4.) Όπως δήλωσε ο Ιεχωβά στον Ισραήλ: «Ούτε είπα στο σπέρμα του Ιακώβ: “Εκζητήστε με μάταια”. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, αυτός που λέει ό,τι είναι δίκαιο, που εκφέρει ό,τι είναι ευθές. . . . Στραφείτε σε εμένα και σωθείτε, όλοι εσείς που βρίσκεστε στα πέρατα της γης».—Ησ 45:19-22.
Με ανάλογο πνεύμα, ο απόστολος Πέτρος γράφει: «Ο Ιεχωβά δεν αργοπορεί όσον αφορά την υπόσχεσή του [για την ερχόμενη ημέρα της απόδοσης λογαριασμού], όπως μερικοί θεωρούν την αργοπορία, αλλά είναι υπομονετικός μαζί σας επειδή δεν θέλει να καταστραφεί κανείς αλλά όλοι να φτάσουν σε μετάνοια». (2Πε 3:9) Αν ο Θεός είχε ήδη προγνωρίσει και προορίσει πριν από ολόκληρες χιλιετίες ποια ακριβώς άτομα θα λάβαιναν αιώνια σωτηρία και ποια θα λάβαιναν αιώνια καταστροφή, θα μπορούσαμε εύλογα να αναρωτηθούμε τι νόημα θα είχε αυτή η “υπομονή” του Θεού και κατά πόσον θα ήταν ειλικρινής η επιθυμία του “να φτάσουν όλοι σε μετάνοια”. Ο θεόπνευστος απόστολος Ιωάννης έγραψε ότι «ο Θεός είναι αγάπη», και ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι η αγάπη «ελπίζει τα πάντα». (1Ιω 4:8· 1Κο 13:4, 7) Σε αρμονία με αυτή την εξαίρετη θεϊκή ιδιότητα, ο Θεός είναι ειλικρινά προσιτός και καλοσυνάτος προς όλους, εφόσον επιθυμεί τη σωτηρία τους, μέχρις ότου εκείνοι αποδειχτούν ανάξιοι, πέραν πάσης ελπίδας. (Παράβαλε 2Πε 3:9· Εβρ 6:4-12.) Γι’ αυτό και αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στην «ιδιότητα της καλοσύνης του Θεού [που] προσπαθεί να σε οδηγήσει σε μετάνοια».—Ρω 2:4-6.
Τέλος, αν μέσω της πρόγνωσης του Θεού κάποιοι, ίσως εκατομμύρια άνθρωποι, είχαν αποκλειστεί αμετάκλητα από την ευκαιρία να λάβουν τα οφέλη της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού Ιησού ακόμη και πριν γεννηθούν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν ποτέ τους να αποδειχτούν άξιοι, δεν θα ήταν αληθινή η δήλωση ότι το λύτρο δόθηκε για όλους τους ανθρώπους. (2Κο 5:14, 15· 1Τι 2:5, 6· Εβρ 2:9) Σαφώς, η απροσωποληψία του Θεού δεν είναι απλώς σχήμα λόγου. «Σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται [τον Θεό] και εργάζεται δικαιοσύνη είναι ευπρόσδεκτος σε αυτόν». (Πρ 10:34, 35· Δευ 10:17· Ρω 2:11) Σε όλους τους ανθρώπους προσφέρεται ουσιαστικά και με ειλικρίνεια η δυνατότητα να επιλέξουν «να εκζητούν τον Θεό, μήπως και ψηλαφήσουν για αυτόν και τον βρουν, αν και αυτός δεν είναι μακριά από τον καθένα μας». (Πρ 17:26, 27) Επομένως, δεν είναι μάταιη η ελπίδα ούτε ανούσια η υπόσχεση που περικλείει η θεϊκή παραίνεση στο τέλος του βιβλίου της Αποκάλυψης: «Όποιος ακούει ας πει: “Έλα!” Και όποιος διψάει ας έρθει· και όποιος θέλει ας πάρει νερό ζωής δωρεάν».—Απ 22:17.
Τι Προγνωρίστηκε και Προορίστηκε. Σε όλο το Γραφικό υπόμνημα, η άσκηση της πρόγνωσης και του προορισμού από μέρους του Θεού συνδέεται απαρέγκλιτα με τους δικούς του σκοπούς και το δικό του θέλημα. «Σκοπεύω» σημαίνει θέτω κάτι ενώπιόν μου ως σκοπό ή στόχο προς επίτευξη. (Η λέξη πρόθεσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «σκοπός», σημαίνει κατά κυριολεξία «τοποθέτηση [ενός πράγματος] προ [κάποιου άλλου]».) Εφόσον οι σκοποί του Θεού επιτελούνται οπωσδήποτε, αυτός μπορεί να προγνωρίζει το αποτέλεσμα, την τελική πραγματοποίησή τους, και μπορεί να προορίσει τόσο τους ίδιους τους σκοπούς όσο και τα βήματα που ίσως κρίνει κατάλληλο να ακολουθήσει για να τους επιτελέσει. (Ησ 14:24-27) Έτσι λοιπόν, αναφέρεται ότι ο Ιεχωβά “διαμορφώνει” ή “πλάθει” (από την εβραϊκή λέξη γιατσάρ, συγγενική της λέξης που σημαίνει “αγγειοπλάστης” [Ιερ 18:4]) το σκοπό του ως προς μελλοντικά γεγονότα ή ενέργειες. (2Βα 19:25· Ησ 46:11· παράβαλε Ησ 45:9-13, 18.) Ως ο Μεγάλος Αγγειοπλάστης, ο Θεός «ενεργεί όλα τα πράγματα σύμφωνα με τη βούληση του θελήματός του», σε αρμονία με το σκοπό του (Εφ 1:11), και «κάνει όλα τα έργα του να συνεργάζονται» για το καλό όσων τον αγαπούν. (Ρω 8:28) Συγκεκριμένα, λοιπόν, σε σχέση με τους δικούς του προορισμένους σκοπούς, ο Θεός «από την αρχή λέει το τέλος, και εκ των προτέρων τα πράγματα που δεν έχουν γίνει».—Ησ 46:9-13.
Όταν ο Θεός δημιούργησε το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι, εκείνοι ήταν τέλειοι, και ο Θεός μπορούσε να κοιτάξει το αποτέλεσμα όλου του δημιουργικού έργου του και να αποφανθεί ότι ήταν «πολύ καλό». (Γε 1:26, 31· Δευ 32:4) Αντί να ασχολείται καχύποπτα με το ποιες θα ήταν οι μελλοντικές ενέργειες του ανθρώπινου ζευγαριού, η αφήγηση αναφέρει ότι «άρχισε να αναπαύεται». (Γε 2:2) Μπορούσε να το κάνει αυτό επειδή, χάρη στην παντοδυναμία του και στην υπέρτατη σοφία του, καμιά μελλοντική ενέργεια, περίσταση ή απρόβλεπτη κατάσταση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο ή ανεπίλυτο πρόβλημα ώστε να αναχαιτίσει την πραγματοποίηση του κυρίαρχου σκοπού του. (2Χρ 20:6· Ησ 14:27· Δα 4:35) Επομένως, δεν υπάρχει καμιά Γραφική βάση για το επιχείρημα που προβάλλει η θεωρία του προκαθορισμού, ότι δηλαδή αν ο Θεός απέφευγε να ασκήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προγνωστικές του δυνάμεις, οι σκοποί του θα κινδύνευαν, καθώς θα ήταν «διαρκώς επιρρεπείς στην αποτυχία λόγω έλλειψης προορατικότητας, ο ίδιος πρέπει δε να διορθώνει συνεχώς το σύστημά του, καθώς αυτό εκτροχιάζεται από τις απρόβλεπτες ενέργειες των ηθικών παραγόντων». Ούτε και θα έδινε αυτή η επιλεκτική άσκηση προορατικότητας τη δυνατότητα στα πλάσματά του να «ακυρώνουν τα μέτρα [του Θεού], να τον αναγκάζουν να αλλάζει διαρκώς γνώμη, να του προκαλούν εκνευρισμό και να του δημιουργούν σύγχυση», όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του προκαθορισμού. (Εγκυκλοπαίδεια [Cyclopædia] των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, 1894, Τόμ. 8, σ. 556) Εφόσον ακόμη και οι επίγειοι υπηρέτες του Θεού δεν χρειάζεται στην ουσία να “ανησυχούν για την αυριανή ημέρα”, έπεται ότι ο Δημιουργός τους, για τον οποίο τα ισχυρά έθνη είναι «σαν σταγόνα από κουβά», ούτε είχε ούτε έχει τέτοιες ανησυχίες.—Ματ 6:34· Ησ 40:15.
Αναφορικά με τάξεις ατόμων. Παρουσιάζονται επίσης κάποιες περιπτώσεις στις οποίες ο Θεός προγνώριζε την πορεία που θα ακολουθούσαν ορισμένες ομάδες, έθνη ή η πλειονότητα των ανθρώπων, και ως εκ τούτου προείπε τη βασική πορεία των μελλοντικών τους ενεργειών και προόρισε την αντίστοιχη δράση που θα αναλάμβανε ο ίδιος αναφορικά με αυτές. Ωστόσο, τέτοια πρόγνωση ή προορισμός δεν αποστερεί από τα μεμονωμένα άτομα που βρίσκονται μέσα σε αυτές τις συλλογικές ομάδες ή υποδιαιρέσεις ανθρώπων την άσκηση της ελεύθερης επιλογής ως προς τη συγκεκριμένη πορεία που θα ακολουθήσουν. Αυτό φαίνεται από τα παρακάτω παραδείγματα:
Πριν από τον Κατακλυσμό των ημερών του Νώε, ο Ιεχωβά ανήγγειλε ότι σκόπευε να επιφέρει αυτή την καταστροφή, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους άνθρωποι και ζώα. Εντούτοις, η Γραφική αφήγηση δείχνει ότι η απόφαση αυτή πάρθηκε από τον Θεό ως επακόλουθο των συνθηκών που είχαν αναπτυχθεί και απαιτούσαν τέτοια δράση, συνθήκες όπως η βία και άλλα είδη κακίας. Επιπρόσθετα, ο Θεός, που έχει τη δυνατότητα να “γνωρίζει την καρδιά των γιων των ανθρώπων”, έκανε έρευνα και διαπίστωσε ότι «κάθε τάση των σκέψεων της καρδιάς [των ανθρώπων] ήταν μόνο κακή όλο τον καιρό». (2Χρ 6:30· Γε 6:5) Μεμονωμένα άτομα όμως—ο Νώε και η οικογένειά του—απέκτησαν την εύνοια του Θεού και διέφυγαν την καταστροφή.—Γε 6:7, 8· 7:1.
Παρόμοια, αν και ο Θεός έδωσε στο έθνος του Ισραήλ την ευκαιρία να γίνει «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος» τηρώντας τη διαθήκη του, εντούτοις κάπου 40 χρόνια μετά, τότε που το έθνος βρισκόταν στα σύνορα της Υποσχεμένης Γης, ο Ιεχωβά προείπε ότι αυτοί θα αθετούσαν τη διαθήκη του και εκείνος θα τους εγκατέλειπε ως έθνος. Η πρόγνωση αυτή, όμως, δεν στερούνταν προγενέστερης βάσης, καθώς είχε ήδη αποκαλυφτεί η απείθεια και ο στασιασμός του έθνους συνολικά. Ως εκ τούτου, ο Θεός είπε: «Γιατί γνωρίζω καλά την τάση που αναπτύσσουν σήμερα, προτού τους φέρω στη γη για την οποία ορκίστηκα». (Εξ 19:6· Δευ 31:16-18, 21· Ψλ 81:10-13) Το ότι μια τέτοια έκδηλη τάση θα οδηγούσε σε αυξανόμενη πονηρία ήταν κάτι που θα μπορούσε να προγνωρίζει ο Θεός χωρίς αυτό να τον καθιστά υπεύθυνο για την ύπαρξη τέτοιων συνθηκών, όπως ακριβώς το ότι κάποιος γνωρίζει εκ των προτέρων πως ένα κτίριο που χτίστηκε με υλικά κατώτερης ποιότητας και κακοτεχνίες θα καταρρεύσει δεν τον καθιστά υπεύθυνο για την κατάρρευση. Ο θεϊκός κανόνας ορίζει πως “ό,τι σπέρνεται αυτό και θερίζεται”. (Γα 6:7-9· Παράβαλε Ωσ 10:12, 13.) Διάφοροι προφήτες επέδωσαν προφητικές προειδοποιήσεις για προορισμένες εκφράσεις κρίσης εκ μέρους του Θεού, οι οποίες βασίζονταν όλες σε ήδη υπάρχουσες συνθήκες και διαθέσεις της καρδιάς. (Ψλ 7:8, 9· Παρ 11:19· Ιερ 11:20) Και πάλι όμως, μεμονωμένα άτομα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν—και όντως ανταποκρίθηκαν—στη συμβουλή, στον έλεγχο και στις προειδοποιήσεις του Θεού, με αποτέλεσμα να φανούν αντάξιοι της εύνοιάς του.—Ιερ 21:8, 9· Ιεζ 33:1-20.
Ο Γιος του Θεού, που επίσης μπορούσε να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων (Ματ 9:4· Μαρ 2:8· Ιωα 2:24, 25), ήταν προικισμένος από τον Θεό με δυνάμεις πρόγνωσης και προείπε μελλοντικές συνθήκες, γεγονότα και εκφράσεις θεϊκής κρίσης. Προείπε ότι η κρίση της Γέεννας επιφυλασσόταν για τους γραμματείς και τους Φαρισαίους ως τάξη (Ματ 23:15, 33), αλλά δεν είπε ότι εξαιτίας αυτού κάθε Φαρισαίος ή γραμματέας προσωπικά ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος να καταστραφεί, όπως καταδεικνύεται από την περίπτωση του αποστόλου Παύλου. (Πρ 26:4, 5) Ο Ιησούς πρόβλεψε συμφορές για την αμετανόητη Ιερουσαλήμ και για άλλες πόλεις, αλλά με αυτό δεν υπονοούσε ότι ο Πατέρας του είχε προορίσει πως κάθε άτομο σε αυτές τις πόλεις θα υφίστατο συμφορά. (Ματ 11:20-23· Λου 19:41-44· 21:20, 21) Προγνώριζε επίσης πού θα οδηγούσαν οι τάσεις των ανθρώπων και οι διαθέσεις της καρδιάς τους και προείπε τις συνθήκες που θα είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των ανθρώπων κατά την “τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων”, καθώς και πώς θα εξελισσόταν η επιτέλεση των σκοπών του Θεού. (Ματ 24:3, 7-14, 21, 22) Παρόμοια, και οι απόστολοι του Ιησού εξήγγειλαν προφητείες που φανέρωναν την πρόγνωση του Θεού σχετικά με διάφορες τάξεις, όπως τον “αντίχριστο” (1Ιω 2:18, 19· 2Ιω 7), καθώς και το τέλος που έχει προοριστεί για τις τάξεις αυτές.—2Θε 2:3-12· 2Πε 2:1-3· Ιου 4.
Αναφορικά με μεμονωμένα άτομα. Εκτός από την πρόγνωση που αφορά τάξεις, υπάρχουν και μεμονωμένα άτομα που περιλαμβάνονται συγκεκριμένα στις θεϊκές προβλέψεις. Μεταξύ αυτών είναι ο Ησαύ και ο Ιακώβ (που έχουν ήδη αναφερθεί), ο Φαραώ της Εξόδου, ο Σαμψών, ο Σολομών, ο Ιωσίας, ο Ιερεμίας, ο Κύρος, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και ο ίδιος ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς.
Στις περιπτώσεις του Σαμψών, του Ιερεμία και του Ιωάννη του Βαφτιστή, ο Ιεχωβά άσκησε πρόγνωση πριν από τη γέννησή τους. Εντούτοις, η πρόγνωση αυτή δεν καθόριζε ποια θα ήταν η τελική τους κατάληξη. Απεναντίας, με βάση αυτή την πρόγνωση, ο Ιεχωβά προόρισε ότι ο Σαμψών θα ζούσε σύμφωνα με την ευχή των Ναζηραίων και θα έδινε το έναυσμα για την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τους Φιλισταίους, ότι ο Ιερεμίας θα υπηρετούσε ως προφήτης και ότι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής θα έκανε προπαρασκευαστικό έργο ως πρόδρομος του Μεσσία. (Κρ 13:3-5· Ιερ 1:5· Λου 1:13-17) Παρότι και οι τρεις ευνοήθηκαν εξαιρετικά με τέτοια προνόμια, αυτό δεν αποτελούσε εγγύηση ότι θα λάβαιναν αιώνια σωτηρία, ούτε καν ότι θα παρέμεναν πιστοί ως το θάνατό τους (μολονότι όλοι τους παρέμειναν). Για παράδειγμα, ο Ιεχωβά προείπε ότι κάποιος από τους πολλούς γιους του Δαβίδ θα ονομαζόταν Σολομών και προόρισε ότι ο Σολομών θα χρησιμοποιούνταν για να χτίσει το ναό. (2Σα 7:12, 13· 1Βα 6:12· 1Χρ 22:6-19) Εντούτοις, αν και ευνοήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο και μάλιστα έλαβε το προνόμιο της συγγραφής ορισμένων βιβλίων της Αγίας Γραφής, ο Σολομών αποστάτησε στα μετέπειτα χρόνια της ζωής του.—1Βα 11:4, 9-11.
Παρόμοια, στην περίπτωση του Ησαύ και του Ιακώβ, η πρόγνωση του Θεού δεν παγίωσε την αιώνια κατάληξή τους, αλλά μάλλον κατέδειξε, ή αλλιώς προόρισε, ποια από τις εθνότητες που θα κατάγονταν από τους δύο γιους θα αποκτούσε κυρίαρχη θέση έναντι της άλλης. (Γε 25:23-26) Η προϊδωμένη αυτή κυριαρχία υποδείκνυε επίσης ότι ο Ιακώβ θα αποκτούσε το δικαίωμα του πρωτοτόκου, ένα δικαίωμα που συνοδευόταν από το προνόμιο της συμμετοχής στη γενεαλογική γραμμή μέσω της οποίας θα ερχόταν το «σπέρμα» του Αβραάμ. (Γε 27:29· 28:13, 14) Με τον τρόπο αυτόν, ο Ιεχωβά Θεός κατέστησε σαφές πως, όταν επιλέγει άτομα για συγκεκριμένους σκοπούς, δεν δεσμεύεται από τα συνήθη έθιμα ή τις συνήθεις διαδικασίες συμμορφούμενος με τις προσδοκίες των ανθρώπων. Ούτε χορηγούνται τα θεόδοτα προνόμια αποκλειστικά βάσει έργων, πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κάποιον να πιστεύει ότι “κέρδισε το δικαίωμα” να λάβει τέτοια προνόμια και ότι “του οφείλονται”. Ο απόστολος Παύλος τόνισε το σημείο αυτό δείχνοντας γιατί ο Θεός, μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του, μπορούσε να χορηγήσει στους Εθνικούς προνόμια που κάποτε φαινόταν ότι επιφυλάσσονταν μόνο για το λαό του Ισραήλ.—Ρω 9:1-6, 10-13, 30-32.
Τα λόγια που παραθέτει ο Παύλος αναφορικά με την “αγάπη του Ιεχωβά για τον Ιακώβ [Ισραήλ] και το μίσος του για τον Ησαύ [Εδώμ]” προέρχονται από τα εδάφια Μαλαχίας 1:2, 3, που γράφτηκαν πολύ μετά την εποχή του Ιακώβ και του Ησαύ. Η Αγία Γραφή, λοιπόν, δεν λέει κατ’ ανάγκην ότι ο Ιεχωβά είχε αυτή την άποψη για τα δίδυμα προτού γεννηθούν. Το ότι μεγάλο μέρος της γενικής προδιάθεσης και της ιδιοσυγκρασίας του παιδιού καθορίζεται τη στιγμή της σύλληψης από τους γενετικούς παράγοντες που μεταβιβάζει ο κάθε γονέας είναι επιστημονικά εξακριβωμένο γεγονός. Είναι αυτονόητο ότι ο Θεός μπορεί να διακρίνει τέτοιους παράγοντες. Ο Δαβίδ λέει για τον Ιεχωβά ότι βλέπει τον άνθρωπο ακόμη και “όταν είναι έμβρυο”. (Ψλ 139:14-16· βλέπε επίσης Εκ 11:5.) Δεν μπορούμε να πούμε σε ποιο βαθμό αυτή η θεϊκή ενόραση επηρέασε αυτό που προόρισε ο Ιεχωβά για τα δύο παιδιά, αλλά ούτως ή άλλως η επιλογή του Ιακώβ αντί του Ησαύ δεν καταδίκαζε από μόνη της στην καταστροφή τον Ησαύ ή τους απογόνους του, τους Εδωμίτες. Ακόμη και από τους επικατάρατους Χαναναίους υπήρξαν μεμονωμένα άτομα που απέκτησαν το προνόμιο της συναναστροφής με το λαό με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Θεός και απόλαυσαν ευλογίες. (Γε 9:25-27· Ιη 9:27· βλέπε ΧΑΝΑΑΝ, ΧΑΝΑΝΑΙΟΙ Αρ. 2.) Παρά ταύτα, η «αλλαγή γνώμης» που ζήτησε ένθερμα ο Ησαύ, με δάκρυα, δεν ήταν παρά μια ανεπιτυχής προσπάθεια να αλλάξει την απόφαση που είχε πάρει ο Ισαάκ ο πατέρας του, σύμφωνα με την οποία η ειδική ευλογία του πρωτοτόκου θα παρέμενε αποκλειστικά στον Ιακώβ. Άρα, η ενέργεια αυτή δεν υποδήλωνε ότι ο Ησαύ είχε μετανοήσει ενώπιον του Θεού για την υλιστική του στάση.—Γε 27:32-34· Εβρ 12:16, 17.
Η προφητεία του Ιεχωβά αναφορικά με τον Ιωσία όριζε ότι θα ονομαζόταν έτσι κάποιος απόγονος του Δαβίδ, ενώ προέλεγε και τη δράση του κατά της ψεύτικης λατρείας στην πόλη Βαιθήλ. (1Βα 13:1, 2) Τρεις αιώνες και πλέον αργότερα, ένας βασιλιάς με το όνομα αυτό εκπλήρωσε την προφητεία. (2Βα 22:1· 23:15, 16) Από την άλλη μεριά όμως, ο Ιωσίας «δεν άκουσε τα λόγια του Νεχώ τα οποία ήταν από το στόμα του Θεού», με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. (2Χρ 35:20-24) Συνεπώς, αν και ο Θεός τον προγνώρισε και τον προόρισε να κάνει ένα συγκεκριμένο έργο, ο Ιωσίας παρέμενε ελεύθερος ηθικός παράγοντας με δυνατότητα επιλογής, είτε να υπακούσει στη νουθεσία είτε να την αγνοήσει.
Παρόμοια, ο Ιεχωβά προείπε περίπου δύο αιώνες εκ των προτέρων ότι θα χρησιμοποιούσε κάποιον κατακτητή ονόματι Κύρο για να απελευθερώσει τους Ιουδαίους από τη Βαβυλώνα. (Ησ 44:26-28· 45:1-6) Δεν αναφέρεται όμως στην Αγία Γραφή ότι ο Πέρσης στον οποίο δόθηκε τελικά το όνομα αυτό σε εκπλήρωση της θεϊκής προφητείας έγινε αληθινός λάτρης του Ιεχωβά, και η ιστορία δείχνει ότι συνέχισε να λατρεύει ψεύτικους θεούς.
Έτσι λοιπόν, αυτές οι περιπτώσεις πρόγνωσης πριν από τη γέννηση του ατόμου δεν συγκρούονται με τις αποκαλυμμένες ιδιότητες και τους δηλωμένους κανόνες του Θεού. Ούτε και υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ο Θεός εξανάγκασε τα εν λόγω άτομα να ενεργήσουν ενάντια στην προσωπική τους βούληση. Όσο δε για τις περιπτώσεις του Φαραώ, του Ιούδα του Ισκαριώτη και του ίδιου του Γιου του Θεού, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι η πρόγνωση του Ιεχωβά ασκήθηκε προτού τα άτομα αυτά έρθουν σε ύπαρξη. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις αντικατοπτρίζονται κάποιες αρχές που έχουν ιδιαίτερη επίδραση σε ό,τι προγνωρίζει και προορίζει ο Θεός.
Μια τέτοια αρχή είναι ότι ο Θεός θέτει μεμονωμένα άτομα σε δοκιμή προκαλώντας ή επιτρέποντας κάποιες καταστάσεις ή γεγονότα, ή κάνοντας τα άτομα αυτά να ακούσουν τα θεόπνευστα αγγέλματά του, με αποτέλεσμα να έχουν αυτά την υποχρέωση να ασκήσουν την ελεύθερη επιλογή τους παίρνοντας αποφάσεις, και έτσι να φανερώσουν τη συγκεκριμένη διάθεση της καρδιάς τους, την οποία ο Ιεχωβά διαβάζει. (Παρ 15:11· 1Πε 1:6, 7· Εβρ 4:12, 13) Ανάλογα με την ανταπόκριση των ατόμων, ο Θεός μπορεί επίσης να τα διαπλάσει μέσα στα πλαίσια της πορείας που έχουν επιλέξει με τη δική τους βούληση. (1Χρ 28:9· Ψλ 33:13-15· 139:1-4, 23, 24) Επομένως, «η καρδιά του χωματένιου ανθρώπου» πρώτα κλίνει προς κάποια οδό και κατόπιν κατευθύνει ο Ιεχωβά τα βήματα του ανθρώπου αυτού. (Παρ 16:9· Ψλ 51:10) Κάτω από δοκιμή, η κατάσταση της καρδιάς του ατόμου μπορεί να παγιωθεί, είτε να σκληρυνθεί στην αδικία και στο στασιασμό είτε να εμμείνει σταθερά στην ακλόνητη αφοσίωση προς τον Ιεχωβά Θεό και την εκτέλεση του θελήματός του. (Ιωβ 2:3-10· Ιερ 18:11, 12· Ρω 2:4-11· Εβρ 3:7-10, 12-15) Αφού φτάσει κάποιος αυτοβούλως σε ένα τέτοιο σημείο, το τελικό αποτέλεσμα της πορείας του μπορεί πλέον να προγνωριστεί και να προειπωθεί, χωρίς καμιά αδικία και χωρίς καμιά παραβίαση της ελευθερίας που διαθέτει ο άνθρωπος ως ηθικός παράγοντας.—Παράβαλε Ιωβ 34:10-12.
Η περίπτωση του πιστού Αβραάμ, που έχει ήδη σχολιαστεί, αντικατοπτρίζει τις αρχές αυτές. Σε αντιδιαστολή με αυτήν είναι η περίπτωση του Φαραώ της Εξόδου, ο οποίος εκδήλωσε μη δεκτική στάση. Ο Ιεχωβά προγνώριζε ότι ο Φαραώ δεν θα έδινε στους Ισραηλίτες την άδεια να φύγουν, «παρά μόνο με ισχυρό χέρι» (Εξ 3:19, 20), και έτσι προόρισε την πληγή που κατέληξε στο θάνατο των πρωτοτόκων. (Εξ 4:22, 23) Τα σχόλια που κάνει ο απόστολος Παύλος για την πολιτεία του Θεού με τον Φαραώ παρερμηνεύονται συχνά και εκλαμβάνονται ως ένδειξη ότι ο Θεός σκληραίνει αυθαίρετα την καρδιά μεμονωμένων ατόμων ανάλογα με τον προορισμένο του σκοπό, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του την προηγούμενη τάση του ατόμου, ή αλλιώς τη διάθεση της καρδιάς του. (Ρω 9:14-18) Σύμφωνα, λοιπόν, με πολλές μεταφράσεις, ο Θεός είπε στον Μωυσή ότι θα “σκλήραινε την καρδιά του [Φαραώ]”. (Εξ 4:21· παράβαλε Εξ 9:12· 10:1, 27.) Ορισμένες μεταφράσεις, όμως, αποδίδουν το εβραϊκό κείμενο λέγοντας ότι ο Ιεχωβά “άφησε την καρδιά του [Φαραώ] να αποθρασυνθεί” (Ro) ή ότι “άφησε την καρδιά του [Φαραώ] να σκληρυνθεί” (ΚΛΠ) ή ότι “άφησε την καρδιά του [Φαραώ] να γίνει ισχυρογνώμων”. (ΜΝΚ) Σε υποστήριξη αυτής της απόδοσης, το παράρτημα της μετάφρασης του Ρόδερχαμ δείχνει ότι στην εβραϊκή γλώσσα η αφορμή ή η άδεια για κάποιο γεγονός παρουσιάζεται συχνά σαν να είναι το αίτιο του γεγονότος, και ότι «ακόμη και οι ρητές εντολές ενίοτε υπονοούν απλώς χορήγηση άδειας». Για παράδειγμα, ενώ στο εδάφιο Έξοδος 1:17 το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο λέει κατά κυριολεξία ότι οι μαίες «έκαναν τα αρσενικά παιδιά να ζήσουν», στην πραγματικότητα αυτές απλώς επέτρεψαν στα παιδιά να ζήσουν, καθώς δεν τα θανάτωσαν. Αφού παραθέτει τους λογίους της εβραϊκής γλώσσας Μ. Μ. Κάλις, Χ. Φ. Γ. Γεσένιο και Μπ. Ντέιβις προς υποστήριξη των όσων λέει, ο Ρόδερχαμ αναφέρει ότι το νόημα του εβραϊκού κειμένου στα εδάφια που περιλαμβάνουν τον Φαραώ είναι ότι «ο Θεός επέτρεψε στον Φαραώ να σκληρύνει την καρδιά του—τον ανέχτηκε—του έδωσε την ευκαιρία, την αφορμή, να βγάλει όλη την πονηρία που είχε μέσα του. Αυτό είναι όλο».—Η Εμφατική Βίβλος, παράρτημα, σ. 919· παράβαλε Ησ 10:5-7.
Την κατανόηση αυτή επιβεβαιώνει η Γραφική αφήγηση, η οποία δείχνει σαφώς ότι ο ίδιος ο Φαραώ «σκλήρυνε την καρδιά του». (Εξ 8:15, 32, KJ, ΒΑΜ· «έκανε την καρδιά του να μην ανταποκρίνεται», ΜΝΚ) Με αυτόν τον τρόπο, άσκησε τη δική του βούληση και ακολούθησε τη δική του πεισματική τάση, τα αποτελέσματα της οποίας ο Ιεχωβά προείδε και προφήτευσε επακριβώς. Οι επανειλημμένες ευκαιρίες που του πρόσφερε ο Ιεχωβά τον υποχρέωναν να λαβαίνει αποφάσεις, και στη διαδικασία αυτή ο Φαραώ σκλήρυνε τη στάση του. (Παράβαλε Εκ 8:11, 12.) Όπως φανερώνει ο απόστολος Παύλος παραθέτοντας το εδάφιο Έξοδος 9:16, ο Ιεχωβά επέτρεψε να πάρει το ζήτημα την τροπή που τελικά πήρε, με την ολοκλήρωση των δέκα πληγών, ώστε να καταδειχτεί η δική του δύναμη και να κάνει το όνομά του να γνωστοποιηθεί σε ολόκληρη τη γη.—Ρω 9:17, 18.
Μήπως ο Θεός προκαθόρισε την προδοσία του Ιησού από τον Ιούδα ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία;
Η προδοτική πορεία του Ιούδα του Ισκαριώτη εκπλήρωσε τη θεϊκή προφητεία και κατέδειξε την ικανότητα πρόγνωσης του Ιεχωβά καθώς και του Γιου του. (Ψλ 41:9· 55:12, 13· 109:8· Πρ 1:16-20) Δεν μπορεί να λεχθεί, όμως, ότι ο Θεός προόρισε ή προκαθόρισε τον Ιούδα συγκεκριμένα για να ακολουθήσει μια τέτοια πορεία. Στις προφητείες είχε προλεχθεί ότι θα πρόδιδε τον Ιησού κάποιος πολύ γνωστός του, αλλά δεν καθοριζόταν συγκεκριμένα ποιος από εκείνους που είχαν τέτοια σχέση με τον Ιησού θα το έκανε αυτό. Και πάλι, οι αρχές της Γραφής αποκλείουν την πιθανότητα να είχε προορίσει ο Θεός τις ενέργειες του Ιούδα. Ο θεϊκός κανόνας που αναφέρει ο απόστολος Παύλος είναι: «Ποτέ μη θέτεις τα χέρια σου βιαστικά πάνω σε κανέναν· ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος στις αμαρτίες άλλων· να διατηρείς τον εαυτό σου αγνό». (1Τι 5:22· παράβαλε 3:6.) Δείχνοντας πόσο ενδιαφερόταν να είναι σοφή και σωστή η επιλογή των 12 αποστόλων του, ο Ιησούς πέρασε τη νύχτα προσευχόμενος στον Πατέρα του προτού γνωστοποιήσει την απόφασή του. (Λου 6:12-16) Αν ο Ιούδας ήταν ήδη προορισμένος από τον Θεό να γίνει προδότης, αυτό θα σήμαινε ότι ο Θεός ήταν ασυνεπής με την κατεύθυνση και την καθοδήγησή του, ενώ σύμφωνα με τον παραπάνω κανόνα θα γινόταν και συμμέτοχος στις αμαρτίες που διέπραξε ο Ιούδας.
Επομένως, φαίνεται ότι τον καιρό που ο Ιούδας επιλέχθηκε ως απόστολος η καρδιά του δεν παρουσίαζε σαφή ένδειξη προδοτικής διάθεσης. Αυτός επέτρεψε να «φυτρώσει δηλητηριώδης ρίζα» και να τον μολύνει, με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει και να αποδεχτεί, αντί για την κατεύθυνση του Θεού, τη χειραγώγηση του Διαβόλου σε μια πορεία κλοπής και δολιότητας. (Εβρ 12:14, 15· Ιωα 13:2· Πρ 1:24, 25· Ιακ 1:14, 15· βλέπε ΙΟΥΔΑΣ Αρ. 13.) Όταν πια η παρέκκλισή του έφτασε σε ένα ορισμένο σημείο, μπόρεσε και ο Ιησούς να διαβάσει την καρδιά του Ιούδα και να προείπει την προδοσία του.—Ιωα 13:10, 11.
Είναι αλήθεια ότι στο εδάφιο Ιωάννης 6:64, σε μια περίπτωση όπου μερικοί μαθητές πρόσκοψαν εξαιτίας κάποιων διδασκαλιών του Ιησού, διαβάζουμε ότι «από την αρχή γνώριζε ο Ιησούς ποιοι ήταν εκείνοι που δεν πίστευαν και ποιος ήταν εκείνος που θα τον πρόδιδε». Μολονότι η λέξη ἀρχή του πρωτότυπου κειμένου χρησιμοποιείται στο εδάφιο 2 Πέτρου 3:4 για την έναρξη της δημιουργίας, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για άλλους καιρούς. (Λου 1:2· Ιωα 15:27) Παραδείγματος χάρη, όταν ο απόστολος Πέτρος έκανε λόγο για το άγιο πνεύμα που ήρθε πάνω στους Εθνικούς «όπως ήρθε και πάνω σε εμάς στην αρχή», δεν αναφερόταν προφανώς στην αρχή της πορείας του ως μαθητή ή ως αποστόλου, αλλά σε ένα σημαντικό σημείο της διακονίας του, την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., την «αρχή» της έκχυσης του αγίου πνεύματος για ορισμένο σκοπό. (Πρ 11:15· 2:1-4) Συνεπώς, είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε το σχόλιο που γίνεται για το εδάφιο Ιωάννης 6:64 στο Σχολιολόγιο των Αγίων Γραφών ([Commentary on the Holy Scriptures] σ. 227) του Λάνγκε: «Η λέξη “αρχή” . . . δεν εννοεί με μεταφυσική έννοια την αρχή των πάντων . . . ούτε την αρχή της γνωριμίας Του [του Ιησού] με τον καθένα . . . ούτε τότε που άρχισε να συγκεντρώνει τους μαθητές γύρω Του ούτε και την αρχή της Μεσσιανικής Του διακονίας, . . . αλλά τα πρώτα κρύφια σπέρματα απιστίας [που έκαναν μερικούς μαθητές να προσκόψουν]. Με αυτή την έννοια γνώριζε τον προδότη Του από την αρχή».—Μετάφραση (στην αγγλική) και επιμέλεια Φ. Σαφ, 1976· παράβαλε 1Ιω 3:8, 11, 12.
Προορισμός του Μεσσία. Ο Ιεχωβά Θεός προγνώριζε και προείπε τα παθήματα του Μεσσία, το θάνατο που θα υφίστατο και την επακόλουθη ανάστασή του. (Πρ 2:22, 23, 30, 31· 3:18· 1Πε 1:10, 11) Η πραγματοποίηση των όσων είχαν προσδιοριστεί με την άσκηση τέτοιου είδους πρόγνωσης από τον Θεό εξαρτόταν εν μέρει από την επενέργεια της δύναμης του ίδιου του Θεού και εν μέρει από τις πράξεις διαφόρων ανθρώπων. (Πρ 4:27, 28) Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, επέτρεψαν εκούσια στον εαυτό τους να εξαπατηθεί από τον Αντίδικο του Θεού, τον Σατανά τον Διάβολο. (Ιωα 8:42-44· Πρ 7:51-54) Επομένως, όπως ακριβώς οι Χριστιανοί στις ημέρες του Παύλου “δεν είχαν άγνοια για τα σχέδια [του Σατανά]”, ο Θεός προείδε τις πονηρές προθέσεις και τις μεθόδους που θα επινοούσε ο Διάβολος κατά του Ιησού Χριστού, του Χρισμένου του Θεού. (2Κο 2:11) Προφανώς, η δύναμη του Θεού μπορούσε επίσης να ανατρέψει ή ακόμη και να εμποδίσει οποιεσδήποτε επιθέσεις ή απόπειρες κατά του Μεσσία δεν εναρμονίζονταν με τον τρόπο ή το χρόνο που είχε προφητευτεί.—Παράβαλε Ματ 16:21· Λου 4:28-30· 9:51· Ιωα 7:1, 6-8· 8:59.
Η δήλωση του αποστόλου Πέτρου ότι ο Χριστός, ως το Αρνί του Θεού το οποίο θυσιάστηκε, «προγνωρίστηκε πριν από τη θεμελίωση [καταβολῆς, Κείμενο] του κόσμου» θεωρείται από τους υπέρμαχους του προκαθορισμού ότι σημαίνει πως ο Θεός άσκησε την πρόγνωση αυτή προτού δημιουργηθεί η ανθρωπότητα. (1Πε 1:19, 20) Η λέξη καταβολή του πρωτότυπου κειμένου που μεταφράζεται «θεμελίωση» σημαίνει κατά κυριολεξία «το καταγής ρίξιμο» και μπορεί να αναφέρεται στη “σύλληψη σπέρματος”, όπως στο εδάφιο Εβραίους 11:11. Ενώ υπήρξε «θεμελίωση» ενός κόσμου της ανθρωπότητας όταν ο Θεός έπλασε το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι, όπως φανερώνεται στα εδάφια Εβραίους 4:3, 4, στη συνέχεια εκείνο το ζευγάρι έχασαν τη θέση που απολάμβαναν ως παιδιά του Θεού. (Γε 3:22-24· Ρω 5:12) Παρ’ όλα αυτά, μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού, τους επιτράπηκε η σύλληψη σπέρματος και η απόκτηση απογόνων, για τον έναν από τους οποίους, τον Άβελ, η Αγία Γραφή δείχνει συγκεκριμένα ότι έλαβε την εύνοια του Θεού και απέκτησε την προοπτική της απολύτρωσης και της σωτηρίας. (Γε 4:1, 2· Εβρ 11:4) Είναι αξιοσημείωτο ότι στα εδάφια Λουκάς 11:49-51 ο Ιησούς αναφέρεται στο «αίμα όλων των προφητών που χύθηκε από τη θεμελίωση του κόσμου» και το παραλληλίζει αυτό με τα λόγια «από το αίμα του Άβελ ως το αίμα του Ζαχαρία». Άρα λοιπόν, ο Ιησούς συνδέει τον Άβελ με τη «θεμελίωση του κόσμου».
Ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός, επρόκειτο να είναι το υποσχεμένο Σπέρμα μέσω του οποίου θα ευλογούνταν όλα τα δίκαια άτομα από κάθε οικογένεια της γης. (Γα 3:8, 14) Η πρώτη αναφορά σε αυτό το «σπέρμα» έγινε αφού είχε ήδη ξεκινήσει ο στασιασμός στην Εδέμ αλλά προτού γεννηθεί ο Άβελ. (Γε 3:15) Αυτό συνέβη κάπου 4.000 χρόνια προτού γίνει η αποκάλυψη “του ιερού μυστικού” με το σαφή προσδιορισμό της ταυτότητας εκείνου του Μεσσιανικού “σπέρματος”. Επομένως, αυτό το μυστικό πράγματι «κρατήθηκε σε σιωπή επί μακρόχρονους καιρούς».—Ρω 16:25-27· Εφ 1:8-10· 3:4-11.
Στον ορισμένο του καιρό, ο Ιεχωβά Θεός ανέθεσε στον ίδιο τον πρωτότοκο Γιο του να εκπληρώσει τον προφητευμένο ρόλο του “σπέρματος” και να γίνει ο Μεσσίας. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να φανερώνει ότι αυτός ο Γιος είχε «προκαθοριστεί» να αναλάβει έναν τέτοιον ρόλο προτού καν δημιουργηθεί ο ίδιος ή προτού ξεσπάσει ο στασιασμός στην Εδέμ. Παρόμοια, και η τελική επιλογή του από τον Θεό με την οποία του ανατέθηκε η εκπλήρωση των προφητειών δεν έγινε χωρίς προγενέστερη βάση. Η περίοδος στενής συναναστροφής ανάμεσα στον Θεό και στον Γιο του προτού ο Γιος σταλεί στη γη είχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα να «γνωρίζει» ο Ιεχωβά τον Γιο του τόσο καλά ώστε να είναι βέβαιος ότι θα εκπλήρωνε πιστά τις προφητικές υποσχέσεις και εξεικονίσεις.—Παράβαλε Ρω 15:5· Φλπ 2:5-8· Ματ 11:27· Ιωα 10:14, 15· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (Δοκιμάστηκε και Τελειοποιήθηκε).
Προορισμός των “καλεσμένων και εκλεγμένων”. Υπάρχουν τέλος και κάποιες περικοπές της Γραφής που ασχολούνται με τους Χριστιανούς οι οποίοι είναι “καλεσμένοι”, ή αλλιώς “εκλεγμένοι”. (Ιου 1· Ματ 24:24) Αυτοί περιγράφονται ως “εκλεγμένοι σύμφωνα με την πρόγνωση του Θεού” (1Πε 1:1, 2), “εκλεγμένοι πριν από τη θεμελίωση του κόσμου”, “προορισμένοι για υιοθεσία από τον Θεό” (Εφ 1:3-5, 11), “διαλεγμένοι από την αρχή για σωτηρία και καλεσμένοι για αυτόν τον προορισμό” (2Θε 2:13, 14). Η κατανόηση των εδαφίων αυτών εξαρτάται από το αν αναφέρονται στον προορισμό μεμονωμένων ατόμων ή αν περιγράφουν τον προορισμό μιας τάξης ατόμων, δηλαδή της Χριστιανικής εκκλησίας, που αποτελεί το «ένα σώμα» (1Κο 10:17) εκείνων που θα είναι συγκληρονόμοι με τον Χριστό Ιησού στην ουράνια Βασιλεία του.—Εφ 1:22, 23· 2:19-22· Εβρ 3:1, 5, 6.
Αν τα λόγια αυτά εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα άτομα που είναι προορισμένα για αιώνια σωτηρία, αυτό συνεπάγεται ότι τα εν λόγω άτομα δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδειχτούν άπιστα ή να αποτύχουν ως προς την κλήση τους, διότι η πρόγνωση του Θεού για αυτούς δεν θα ήταν δυνατόν να αποδειχτεί ανακριβής και ο προορισμός τους από εκείνον όσον αφορά κάποια συγκεκριμένη κατάληξη δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτύχει ή να ματαιωθεί. Και όμως, οι ίδιοι απόστολοι που έγραψαν υπό θεϊκή έμπνευση τα προαναφερθέντα λόγια φανέρωσαν ότι μερικοί από εκείνους που είχαν “αγοραστεί” και “αγιαστεί” με το αίμα της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού, και που “είχαν γευτεί την ουράνια δωρεά και είχαν γίνει μέτοχοι αγίου πνεύματος και είχαν γευτεί δυνάμεις του ερχόμενου συστήματος πραγμάτων”, θα έπεφταν χωρίς πιθανότητα μετάνοιας και θα επέφεραν καταστροφή στον εαυτό τους. (2Πε 2:1, 2, 20-22· Εβρ 6:4-6· 10:26-29) Οι απόστολοι παρότρυναν ομόφωνα εκείνους στους οποίους έγραφαν τις επιστολές τους: «Να κάνετε . . . το καλύτερο που μπορείτε για να καταστήσετε βέβαιη για τον εαυτό σας την κλήση και την εκλογή σας· διότι αν κάνετε συνεχώς αυτά τα πράγματα, δεν πρόκειται να αποτύχετε ποτέ», και επίσης: «Εξακολουθήστε να απεργάζεστε τη σωτηρία σας με φόβο και τρόμο». (2Πε 1:10, 11· Φλπ 2:12-16) Ο Παύλος, που ήταν “καλεσμένος για να είναι απόστολος του Ιησού Χριστού” (1Κο 1:1), δεν θεωρούσε προφανώς ότι είχε προκαθοριστεί ατομικά για αιώνια σωτηρία, δεδομένου ότι μιλάει για τις έντονες προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να φτάσει στο «στόχο για το βραβείο της άνω κλήσης του Θεού» (Φλπ 3:8-15), καθώς και για την ανησυχία που ένιωθε μη τυχόν και “γίνει αποδοκιμασμένος κατά κάποιον τρόπο”.—1Κο 9:27.
Παρόμοια, «το στεφάνι της ζωής» προσφέρεται σε αυτούς με την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν πιστοί υπό δοκιμασία μέχρι θανάτου. (Απ 2:10, 23· Ιακ 1:12) Τα στεφάνια που θα έχουν ως βασιλιάδες μαζί με τον Γιο του Θεού είναι δυνατόν να χαθούν. (Απ 3:11) Ο απόστολος Παύλος εξέφρασε την πεποίθηση ότι του “επιφυλασσόταν το στεφάνι της δικαιοσύνης”, αλλά το είπε αυτό όταν ήταν πλέον βέβαιος ότι πλησίαζε στο τέλος της πορείας του, έχοντας «τρέξει τη διαδρομή μέχρι το τέρμα».—2Τι 4:6-8.
Από την άλλη μεριά, αν θεωρηθεί ότι οι προαναφερόμενες περικοπές εφαρμόζονται σε μια τάξη, στη Χριστιανική εκκλησία, δηλαδή στο «άγιο έθνος» των καλεσμένων συνολικά (1Πε 2:9), τότε αυτές θα σήμαιναν ότι ο Θεός προγνώρισε και προόρισε πως θα ερχόταν σε ύπαρξη μια τέτοια τάξη (αλλά όχι τα συγκεκριμένα άτομα που την αποτελούν). Τα εδάφια αυτά θα σήμαιναν επίσης ότι εκείνος προδιέγραψε, ή αλλιώς προόρισε, το υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να “διαμορφωθούν” όλοι όσοι θα καλούνταν στον κατάλληλο καιρό να γίνουν μέλη της τάξης, και όλα αυτά σε αρμονία με το σκοπό του. (Ρω 8:28-30· Εφ 1:3-12· 2Τι 1:9, 10) Ο ίδιος προόρισε επίσης τα έργα που θα αναμενόταν να εκτελούν αυτοί, καθώς και το ότι θα δοκιμάζονταν εξαιτίας των παθημάτων τα οποία θα τους επέφερε ο κόσμος.—Εφ 2:10· 1Θε 3:3, 4.
Όσο για τις περικοπές οι οποίες αναφέρονται σε “ονόματα που γράφονται στο βιβλίο της ζωής”, βλέπε ΟΝΟΜΑ.
Μοιρολατρία και Προκαθορισμός. Οι ειδωλολατρικοί λαοί της αρχαιότητας, περιλαμβανομένων των Ελλήνων και των Ρωμαίων, πίστευαν συνήθως ότι η μοίρα του κάθε ατόμου, και ιδιαίτερα το μήκος της ζωής του, είχε προαποφασιστεί από τους θεούς. Στην ελληνική μυθολογία, τον έλεγχο του πεπρωμένου των ανθρώπων είχαν τρεις θεές: η Κλωθώ, που έκλωθε το νήμα της ζωής, η Λάχεσις («αυτή που μοιράζει τους λαχνούς»), η οποία καθόριζε το μήκος της ζωής, και η Άτροπος («αμετάβλητη, άκαμπτη»), που έκοβε το νήμα της ζωής μόλις τελείωνε ο καθορισμένος χρόνος. Μια παρόμοια τριάδα υπήρχε και στις ρωμαϊκές θεότητες.
Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (πρώτος αιώνας Κ.Χ.), οι Φαρισαίοι προσπάθησαν να εναρμονίσουν την έννοια της μοίρας με την πίστη τους στον Θεό και με την αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 162, 163 [viii, 14]· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 13, 14 [i, 3]) Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Θρησκευτικής Γνώσης των Σαφ-Χέρτσογκ (The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge) αναφέρει: «Προ του Αυγουστίνου [που έζησε τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ.], δεν είχε διαμορφωθεί ουσιαστικά στη Χριστιανοσύνη κάποια θεωρία περί προκαθορισμού». Οι προ του Αυγουστίνου αποκαλούμενοι «Πατέρες της Εκκλησίας», όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης και ο Ειρηναίος, «δεν γνωρίζουν τίποτα περί απόλυτου προκαθορισμού. Διδάσκουν την ελευθερία βούλησης». (Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας και της Ηθικής [Encyclopædia of Religion and Ethics], του Χάστινγκς, 1919, Τόμ. 10, σ. 231) Όπως αναφέρεται, για να αντικρούσουν τον Γνωστικισμό αυτοί εξέφραζαν συνεχώς την πίστη τους στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ηθικός παράγοντας, θεωρώντας αυτή την ελευθερία «το διακριτικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης προσωπικότητας, τη βάση της ηθικής ευθύνης, το θείο δώρο δυνάμει του οποίου ο άνθρωπος θα μπορούσε να επιλέξει ό,τι είναι θεάρεστο», και επίσης μιλούσαν για «την αυτονομία του ανθρώπου και τη βουλή του Θεού που δεν πειθαναγκάζει».—Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Θρησκευτικής Γνώσης των Σαφ-Χέρτσογκ, επιμέλεια Σ. Τζάκσον, 1957, Τόμ. 9, σ. 192, 193.