ΜΩΥΣΗΣ
(Μωυσής) [Αυτός που Ανασύρθηκε [δηλαδή σώθηκε από το νερό]].
“Άνθρωπος του αληθινού Θεού”, ηγέτης του έθνους του Ισραήλ, μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, προφήτης, κριτής, διοικητής, ιστορικός και συγγραφέας. (Εσδ 3:2) Ο Μωυσής γεννήθηκε το 1593 Π.Κ.Χ. στην Αίγυπτο και ήταν γιος του Αμράμ, εγγονός του Καάθ και δισέγγονος του Λευί. Η μητέρα του η Ιωχαβέδ ήταν αδελφή του Καάθ. (Βλέπε, ωστόσο, ΙΩΧΑΒΕΔ.) Ο Μωυσής ήταν τρία χρόνια μικρότερος από τον αδελφό του τον Ααρών. Η αδελφή τους η Μαριάμ ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη.—Εξ 6:16, 18, 20· 2:7.
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής του στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής—ένα παιδί “πανέμορφο ενώπιον του Θεού”—γλίτωσε από το διάταγμα του Φαραώ το οποίο αποσκοπούσε στη γενοκτονία των Εβραίων ορίζοντας ότι έπρεπε να θανατώνονται όλα τα νεογέννητα αρσενικά παιδιά τους. Η μητέρα του τον έκρυψε επί τρεις μήνες και κατόπιν τον έβαλε μέσα σε ένα κιβώτιο από πάπυρο το οποίο και άφησε ανάμεσα στα καλάμια της όχθης του ποταμού Νείλου, όπου τον βρήκε η κόρη του Φαραώ. Χάρη στο σοφό τρόπο με τον οποίο ενήργησαν η μητέρα του Μωυσή και η αδελφή του, το αποτέλεσμα ήταν να αναλάβει το θηλασμό και την εκπαίδευση του Μωυσή η μητέρα του που προσλήφθηκε από την κόρη του Φαραώ, η οποία στη συνέχεια τον υιοθέτησε. Ως μέλος του σπιτικού του Φαραώ, αυτός «διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων» και έγινε «δυνατός στα λόγια και στις πράξεις του»—χωρίς αμφιβολία δυνατός και ως προς τις διανοητικές και ως προς τις σωματικές ικανότητες.—Εξ 2:1-10· Πρ 7:20-22.
Παρά την προνομιούχα θέση του και τις ευκαιρίες που διανοίγονταν για αυτόν στην Αίγυπτο, η καρδιά του Μωυσή ήταν με τον υποδουλωμένο λαό του Θεού. Μάλιστα έλπιζε να τον χρησιμοποιήσει ο Θεός για να τους απελευθερώσει. Στο 40ό έτος της ζωής του, ενώ παρατηρούσε τα βάρη που σήκωναν οι Εβραίοι αδελφοί του, είδε κάποιον Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο. Αναλαμβάνοντας να υπερασπιστεί τον ομοεθνή του, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έθαψε στην άμμο. Σε αυτό το σημείο, ο Μωυσής είχε πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: «Μέσω πίστης ο Μωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να αποκαλείται γιος της κόρης του Φαραώ, επιλέγοντας να υφίσταται κακομεταχείριση με το λαό του Θεού μάλλον παρά να έχει την προσωρινή απόλαυση της αμαρτίας». Με αυτόν τον τρόπο, ο Μωυσής απαρνήθηκε την τιμή και τον υλιστικό τρόπο ζωής που θα μπορούσε να είχε απολαύσει ως μέλος του σπιτικού του κραταιού Φαραώ.—Εβρ 11:24, 25.
Στην πραγματικότητα, ο Μωυσής πίστευε πως είχε έρθει ο καιρός που θα μπορούσε να δώσει στους Εβραίους σωτηρία. Εκείνοι όμως δεν εκτίμησαν τις προσπάθειές του και, όταν ο Φαραώ άκουσε για τη θανάτωση του Αιγυπτίου, ο Μωυσής αναγκάστηκε να φύγει από την Αίγυπτο.—Εξ 2:11-15· Πρ 7:23-29.
Σαράντα Χρόνια στη Μαδιάμ. Ο Μωυσής διένυσε μεγάλη απόσταση μέσα από την έρημο μέχρι να φτάσει στη Μαδιάμ, τον τόπο όπου βρήκε καταφύγιο. Εκεί, κοντά σε ένα πηγάδι, φάνηκε και πάλι το θάρρος του και η ετοιμότητα με την οποία ενεργούσε δυναμικά για να βοηθάει όσους αδικούνταν. Όταν κάποιοι ποιμένες έδιωξαν τις εφτά κόρες του Ιοθόρ και το ποίμνιό τους, ο Μωυσής γλίτωσε τις γυναίκες και πότισε ο ίδιος τα ποίμνια. Ως αποτέλεσμα, προσκλήθηκε στο σπίτι του Ιοθόρ, όπου άρχισε να εργάζεται για αυτόν ως ποιμένας των ποιμνίων του και τελικά παντρεύτηκε μία από τις κόρες του, τη Σεπφώρα, η οποία του γέννησε δύο γιους, τον Γηρσώμ και τον Ελιέζερ.—Εξ 2:16-22· 18:2-4.
Εκπαιδεύεται για μελλοντική υπηρεσία. Μολονότι ο Θεός είχε σκοπό να απελευθερώσει τους Εβραίους μέσω του Μωυσή, ο ορισμένος καιρός Του δεν είχε έρθει ακόμη, ούτε και ο Μωυσής είχε ακόμη τα προσόντα να υπηρετήσει ως ηγέτης του λαού του Θεού. Έπρεπε να εκπαιδευτεί άλλα 40 χρόνια. Για να γίνει το κατάλληλο άτομο που θα ηγούνταν του λαού του Θεού, έπρεπε να αναπτυχθούν μέσα του σε μεγαλύτερο βαθμό οι ιδιότητες της υπομονής, της πραότητας, της ταπεινοφροσύνης, της μακροθυμίας, της ηπιότητας, της εγκράτειας, όπως επίσης και να μάθει ακόμη περισσότερο να περιμένει τον Ιεχωβά. Έπρεπε να καταρτιστεί και να προετοιμαστεί ώστε να μπορεί να υπομένει τις αποθαρρυντικές καταστάσεις, τις απογοητεύσεις και τις δυσκολίες που θα συναντούσε, καθώς επίσης να μπορεί να χειρίζεται με στοργική καλοσύνη, ηρεμία και δύναμη την πληθώρα των προβλημάτων τα οποία θα ανέκυπταν σε ένα τόσο μεγάλο έθνος. Διέθετε σπουδαία μόρφωση, και η εκπαίδευση που είχε λάβει ως μέλος του σπιτικού του Φαραώ αναμφίβολα του είχε προσδώσει αξιοπρέπεια, αυτοπεποίθηση και επιβλητικότητα, και είχε οξύνει τις οργανωτικές και διοικητικές του ικανότητες. Αλλά η ταπεινή απασχόληση του ποιμένα στη Μαδιάμ τού έδωσε την εκπαίδευση που χρειαζόταν για να αναπτύξει θαυμάσιες ιδιότητες οι οποίες θα ήταν ακόμη πιο σημαντικές για το έργο που βρισκόταν μπροστά του. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Δαβίδ υποβλήθηκε σε σκληρή εκπαίδευση, ακόμη και αφού χρίστηκε από τον Σαμουήλ, και ο Ιησούς Χριστός δοκιμάστηκε, υπέστη κακουχίες και αποδείχτηκε άξιος, ώστε να τελειοποιηθεί ως Βασιλιάς και Αρχιερέας για πάντα. «[Ο Χριστός] έμαθε την υπακοή από όσα υπέφερε· και αφού πρώτα τελειοποιήθηκε, έγινε αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όλους εκείνους που τον υπακούν».—Εβρ 5:8, 9.
Διορίζεται Απελευθερωτής. Προς το τέλος της 40χρονης παραμονής του στη Μαδιάμ, ο Μωυσής ποίμαινε το ποίμνιο του Ιοθόρ κοντά στο Όρος Χωρήβ όταν, προς έκπληξή του, είδε μια βάτο να φλέγεται από φωτιά, και όμως να μην κατακαίγεται. Καθώς πλησίασε για να περιεργαστεί αυτό το μεγάλο φαινόμενο, ο άγγελος του Ιεχωβά μίλησε μέσα από τις φλόγες, αποκαλύπτοντας ότι είχε φτάσει πια ο καιρός να απελευθερώσει ο Θεός τον Ισραήλ από τα δεσμά και αναθέτοντας στον Μωυσή να πάει εξ ονόματός Του—επικαλούμενος το μνημειώδες όνομα Ιεχωβά. (Εξ 3:1-15) Με αυτόν τον τρόπο, ο Θεός διόρισε τον Μωυσή προφήτη και εκπρόσωπό Του, και ο Μωυσής μπορούσε πλέον να αποκαλείται ορθά χρισμένος, ή αλλιώς μεσσίας ή “Χριστός”, όπως τον αποκαλεί το εδάφιο Εβραίους 11:26. Ο Ιεχωβά, μέσω του αγγέλου, προμήθευσε στον Μωυσή διαπιστευτήρια τα οποία εκείνος θα μπορούσε να παρουσιάσει στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Επρόκειτο για τρία θαύματα που θα αποτελούσαν σημεία. Εδώ, για πρώτη φορά στις Γραφές, διαβάζουμε για κάποιον άνθρωπο που έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα.—Εξ 4:1-9.
Ο Μωυσής δεν κρίθηκε ακατάλληλος λόγω διστακτικότητας. Εντούτοις, ο Μωυσής φάνηκε διστακτικός, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να μιλήσει με ευχέρεια. Τώρα παρουσιαζόταν ένας αλλαγμένος Μωυσής, τελείως διαφορετικός από τον άνθρωπο που είχε προσφερθεί αυτόβουλα να γίνει ο απελευθερωτής του Ισραήλ 40 χρόνια νωρίτερα. Συνέχισε να φέρνει αντιρρήσεις στον Ιεχωβά, ζητώντας του τελικά να τον απαλλάξει από αυτό το έργο. Μολονότι αυτό προκάλεσε το θυμό του Θεού, εκείνος δεν απέρριψε τον Μωυσή, αλλά του προμήθευσε τον Ααρών, τον αδελφό του, ώστε να μιλάει αυτός εκ μέρους του. Όπως, λοιπόν, ο Μωυσής ήταν ο εκπρόσωπος του Θεού, έτσι και ο ίδιος έγινε «Θεός» για τον Ααρών, ο οποίος μιλούσε ως εκπρόσωπός του. Στη συνάντηση που ακολούθησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, καθώς και στις επαφές με τον Φαραώ, φαίνεται ότι ο Θεός έδινε στον Μωυσή τις οδηγίες και τις εντολές, ενώ στη συνέχεια ο Μωυσής τις μεταβίβαζε στον Ααρών, και έτσι ο Ααρών ήταν αυτός που μιλούσε ενώπιον του Φαραώ (ενός διαδόχου του Φαραώ από τον οποίο είχε φύγει ο Μωυσής 40 χρόνια πρωτύτερα). (Εξ 2:23· 4:10-17) Αργότερα, ο Ιεχωβά χαρακτήρισε τον Ααρών “προφήτη” του Μωυσή με την έννοια ότι, όπως ο Μωυσής ήταν ο προφήτης του Θεού και λάβαινε κατεύθυνση από αυτόν, έτσι και ο Ααρών έπρεπε να λαβαίνει κατεύθυνση από τον Μωυσή. Επίσης, ειπώθηκε στον Μωυσή ότι κατέστη “Θεός για τον Φαραώ”, δηλαδή του δόθηκε θεϊκή δύναμη και εξουσία επί του Φαραώ, ώστε δεν υπήρχε πια λόγος να φοβάται το βασιλιά της Αιγύπτου.—Εξ 7:1, 2.
Μολονότι ο Θεός έλεγξε τον Μωυσή, δεν ακύρωσε το διορισμό του επειδή εκείνος φάνηκε απρόθυμος να αναλάβει το τεράστιο έργο του απελευθερωτή του Ισραήλ. Ο Μωυσής δεν είχε δείξει επιφυλακτικότητα λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, αν και ήταν 80 χρονών. Έπειτα από 40 χρόνια, στην ηλικία των 120 ετών, ο Μωυσής εξακολουθούσε να έχει μεγάλο σφρίγος και διαύγεια. (Δευ 34:7) Στα 40 χρόνια που έζησε στη Μαδιάμ, ο Μωυσής είχε πολύ χρόνο για να κάνει στοχασμούς, και είχε φτάσει στο σημείο να διακρίνει ότι ήταν λάθος του που είχε προσπαθήσει να απελευθερώσει τους Εβραίους με δική του πρωτοβουλία. Τώρα συνειδητοποιούσε την ανεπάρκειά του. Και έπειτα από τόσον καιρό κατά τον οποίο είχε αποσυρθεί από κάθε δημόσια υπόθεση, το να του προσφερθεί ξαφνικά αυτός ο ρόλος ήταν αναμφίβολα κάτι τελείως αναπάντεχο.
Πιο κάτω, η Αγία Γραφή μάς λέει: «Αυτός ο άνθρωπος, ο Μωυσής, ήταν πολύ πιο πράος από όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης». (Αρ 12:3) Ως πράος που ήταν, αναγνώριζε ότι δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, με ατέλειες και αδυναμίες. Δεν πρόβαλε τον εαυτό του ως τον ακαταμάχητο ηγέτη του Ισραήλ. Δεν εκδήλωσε φόβο για τον Φαραώ, αλλά είχε βαθιά επίγνωση των δικών του περιορισμών.
Μπροστά στον Φαραώ της Αιγύπτου. Ο Μωυσής και ο Ααρών επρόκειτο πλέον να παίξουν βασικούς ρόλους σε μια “μάχη μεταξύ θεών”. Στα πρόσωπα των μάγων ιερέων, των οποίων οι αρχηγοί ονομάζονταν προφανώς Ιαννής και Ιαμβρής (2Τι 3:8), ο Φαραώ συγκάλεσε τη δύναμη όλων των θεών της Αιγύπτου εναντίον της δύναμης του Ιεχωβά. Το πρώτο θαύμα που εκτέλεσε ο Ααρών μπροστά στον Φαραώ, με την κατεύθυνση του Μωυσή, απέδειξε την ανωτερότητα του Ιεχωβά σε σχέση με τους θεούς της Αιγύπτου, μολονότι ο Φαραώ έγινε πιο ισχυρογνώμων. (Εξ 7:8-13) Αργότερα, όταν επήλθε η τρίτη πληγή, ακόμη και οι ιερείς αναγκάστηκαν να παραδεχτούν: «Είναι το δάχτυλο του Θεού!» Μάλιστα οι ίδιοι χτυπήθηκαν τόσο πολύ από την πληγή με τα μεγάλα σπυριά ώστε δεν μπορούσαν καν να εμφανιστούν ενώπιον του Φαραώ για να εναντιωθούν στον Μωυσή κατά τη διάρκεια εκείνης της πληγής.—Εξ 8:16-19· 9:10-12.
Οι πληγές οδηγούν σε απάλυνση και σκλήρυνση. Ο Μωυσής και ο Ααρών ήταν αυτοί που εξήγγειλαν την καθεμιά από τις Δέκα Πληγές. Οι πληγές επέρχονταν όπως εξαγγέλλονταν, αποδεικνύοντας ότι ο Μωυσής ήταν ο διορισμένος εκπρόσωπος του Ιεχωβά. Το όνομα του Ιεχωβά διακηρύχτηκε και συζητήθηκε πολύ στην Αίγυπτο, με αποτέλεσμα κάποιοι να απαλυνθούν ως προς αυτό και κάποιοι άλλοι να σκληρυνθούν—οι Ισραηλίτες και ορισμένοι Αιγύπτιοι απαλύνθηκαν, αλλά ο Φαραώ καθώς και οι σύμβουλοι και οι υποστηρικτές του σκληρύνθηκαν. (Εξ 9:16· 11:10· 12:29-39) Οι Αιγύπτιοι, αντί να έχουν την εντύπωση ότι είχαν προσβάλει οι ίδιοι τους θεούς τους, γνώριζαν ότι ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που έκρινε τους θεούς τους. Όταν πια είχαν επέλθει οι εννιά πληγές, ο Μωυσής είχε πλέον γίνει «πολύ σπουδαίος στη γη της Αιγύπτου, στα μάτια των υπηρετών του Φαραώ και στα μάτια του λαού».—Εξ 11:3.
Αλλά και στους Ισραηλίτες σημειώθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή. Στην αρχή είχαν δεχτεί τα διαπιστευτήρια του Μωυσή, αλλά όταν οι συνθήκες της εργασίας τους έγιναν σκληρότερες με εντολή του Φαραώ, παραπονέθηκαν τόσο πολύ εναντίον του Μωυσή, ώστε εκείνος, αποθαρρυμένος, έκανε έκκληση στον Ιεχωβά. (Εξ 4:29-31· 5:19-23) Τότε ο Ύψιστος τον ενίσχυσε αποκαλύπτοντας ότι τώρα επρόκειτο να εκπληρώσει αυτό στο οποίο προσέβλεπαν ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, δηλαδή την πλήρη αποκάλυψη της σημασίας του ονόματός του, του ονόματος Ιεχωβά, με την απελευθέρωση του Ισραήλ και την εδραίωσή του ως μεγάλου έθνους στη γη της υπόσχεσης. (Εξ 6:1-8) Ακόμη και τότε οι Ισραηλίτες δεν άκουσαν τον Μωυσή. Αλλά τώρα, μετά την ένατη πληγή, τον υποστήριξαν πλήρως και συνεργάστηκαν μαζί του ώστε, μετά τη δέκατη πληγή, εκείνος μπόρεσε να τους οργανώσει και να τους οδηγήσει έξω εύτακτα, «σε σχηματισμό μάχης».—Εξ 13:18.
Απαιτούνταν θάρρος και πίστη για να αντιμετωπίσει τον Φαραώ. Μόνο με τη δύναμη του Ιεχωβά και χάρη στην επενέργεια του πνεύματός του σε αυτούς αποδείχτηκαν ο Μωυσής και ο Ααρών αντάξιοι του έργου που είχε τεθεί μπροστά τους. Οραματιστείτε την αυλή του Φαραώ, του βασιλιά της αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας δύναμης εκείνης της εποχής. Το μεγαλείο της ήταν απαράμιλλο, και ο υπεροπτικός Φαραώ, ο οποίος θεωρούνταν θεός, ήταν περιστοιχισμένος εδώ από τους συμβούλους του, τους στρατιωτικούς διοικητές του, τους φρουρούς του και τους δούλους του. Επιπλέον, παρόντες ήταν και οι θρησκευτικοί ηγέτες, οι μάγοι ιερείς, οι μεγαλύτεροι εναντιούμενοι του Μωυσή. Μετά τον Φαραώ, αυτοί ήταν οι ισχυρότεροι άνθρωποι στο βασίλειο. Όλο αυτό το εντυπωσιακό επιτελείο βρισκόταν στο πλευρό του Φαραώ υποστηρίζοντας τους θεούς της Αιγύπτου. Ο δε Μωυσής και ο Ααρών εμφανίστηκαν μπροστά στον Φαραώ, όχι μία, αλλά πολλές φορές, ενώ η καρδιά του Φαραώ γινόταν κάθε φορά σκληρότερη, εφόσον ήταν αποφασισμένος να κρατήσει τους πολύτιμους Εβραίους δούλους του υπό την εξουσία του. Μάλιστα, μετά την εξαγγελία της όγδοης πληγής, ο Μωυσής και ο Ααρών εκδιώχθηκαν μπροστά από τον Φαραώ, και μετά την ένατη πληγή διατάχθηκαν να μην προσπαθήσουν να ξαναδούν το πρόσωπό του, διαφορετικά θα πέθαιναν.—Εξ 10:11, 28.
Έχοντας αυτά κατά νου, γίνεται απόλυτα κατανοητό το γιατί ο Μωυσής στράφηκε επανειλημμένα στον Ιεχωβά για επιβεβαίωση και ενίσχυση. Αλλά πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ποτέ δεν παρέλειψε να εκτελέσει στο ακέραιο τις εντολές του Ιεχωβά. Ποτέ δεν μείωσε τη δύναμη ούτε μιας λέξης από όσα του παρήγγειλε ο Ιεχωβά να πει στον Φαραώ, και η ηγεσία του ήταν τέτοια ώστε, τον καιρό της δέκατης πληγής, «όλοι οι γιοι του Ισραήλ έκαναν ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή και τον Ααρών. Έκαναν έτσι ακριβώς». (Εξ 12:50) Ο Μωυσής τίθεται ενώπιον των Χριστιανών ως παράδειγμα εξαιρετικής πίστης. Ο απόστολος Παύλος λέει για αυτόν: «Μέσω πίστης έφυγε από την Αίγυπτο, όχι επειδή φοβήθηκε το θυμό του βασιλιά, γιατί παρέμεινε σταθερός σαν να έβλεπε τον Αόρατο».—Εβρ 11:27.
Πριν από τη δέκατη πληγή, ο Μωυσής είχε το προνόμιο να θεσπίσει το Πάσχα. (Εξ 12:1-16) Στην Ερυθρά Θάλασσα, αναγκάστηκε να ακούσει και άλλα παράπονα από το λαό, ο οποίος φαινόταν παγιδευμένος και καταδικασμένος σε σφαγή. Αλλά εκείνος εκδήλωσε την πίστη ενός αληθινού ηγέτη υπό το κραταιό χέρι του Ιεχωβά, διαβεβαιώνοντας τον Ισραήλ ότι ο Ιεχωβά θα κατέστρεφε τον αιγυπτιακό στρατό που τους καταδίωκε. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή προφανώς επικαλέστηκε τον Ιεχωβά, διότι ο Θεός τού είπε: «Γιατί κραυγάζεις προς εμένα;» Στη συνέχεια ο Θεός πρόσταξε τον Μωυσή να σηκώσει το ραβδί του και να απλώσει το χέρι του πάνω από τη θάλασσα και να τη χωρίσει στα δύο. (Εξ 14:10-18) Έπειτα από αιώνες, ο απόστολος Παύλος είπε σχετικά με την επακόλουθη διάσχιση της Ερυθράς Θάλασσας από τον Ισραήλ: «Οι προπάτορές μας ήταν όλοι κάτω από το σύννεφο και όλοι πέρασαν μέσα από τη θάλασσα και όλοι βαφτίστηκαν στον Μωυσή μέσω του σύννεφου και της θάλασσας». (1Κο 10:1, 2) Ο Ιεχωβά έκανε αυτό το βάφτισμα. Για να διασωθούν από τους φονικούς διώκτες τους, οι προπάτορες των Ιουδαίων έπρεπε να ενωθούν με τον Μωυσή ως κεφαλή τους και να ακολουθήσουν την ηγεσία του καθώς αυτός τους οδηγούσε μέσα από τη θάλασσα. Με αυτόν τον τρόπο, ολόκληρη η εκκλησία του Ισραήλ ουσιαστικά “βαφτίστηκε” στον απελευθερωτή και ηγέτη Μωυσή.
Μεσίτης της Διαθήκης του Νόμου. Τον τρίτο μήνα μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά κατέδειξε μπροστά σε όλο τον Ισραήλ το πόσο μεγάλη εξουσία και ευθύνη έθεσε πάνω στον υπηρέτη του τον Μωυσή, καθώς και τη στενή σχέση που είχε εκείνος με τον Θεό λόγω της θέσης του. Μπροστά σε όλο τον Ισραήλ, ο οποίος ήταν συγκεντρωμένος στους πρόποδες του Όρους Χωρήβ, ο Ιεχωβά κάλεσε τον Μωυσή στο βουνό και, μέσω ενός αγγέλου, μίλησε μαζί του. Σε κάποια περίπτωση, ο Μωυσής είχε το προνόμιο να ζήσει πιθανότατα την πιο συγκλονιστική εμπειρία που είχε ποτέ άνθρωπος πριν από την έλευση του Ιησού Χριστού. Ενώ βρισκόταν ψηλά στο βουνό, μόνος του, ο Ιεχωβά τού έδωσε ένα όραμα της δόξας του, βάζοντας την «παλάμη» του πάνω στον Μωυσή ως κάλυμμα και επιτρέποντάς του να δει «τα νώτα» του—προφανώς τις τελευταίες εκλάμψεις αυτής της φανέρωσης της θεϊκής δόξας. Κατόπιν μίλησε στον Μωυσή ο ίδιος προσωπικά, σαν να λέγαμε.—Εξ 19:1-3· 33:18-23· 34:4-6.
Ο Ιεχωβά είπε στον Μωυσή: «Δεν είσαι σε θέση να δεις το πρόσωπό μου, επειδή κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να ζήσει». (Εξ 33:20) Και έπειτα από αιώνες, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Κανένας άνθρωπος δεν έχει δει ποτέ τον Θεό». (Ιωα 1:18) Ο Χριστιανός μάρτυρας Στέφανος είπε στους Ιουδαίους: «Αυτός [ο Μωυσής] είναι που βρέθηκε ανάμεσα στην εκκλησία, στην έρημο, μαζί με τον άγγελο που του μίλησε στο Όρος Σινά». (Πρ 7:38) Άρα λοιπόν, ο Ιεχωβά εκπροσωπούνταν στο βουνό από έναν άγγελο. Εντούτοις, η δόξα του Ιεχωβά, όπως φανερώθηκε από τον αγγελικό του εκπρόσωπο, ήταν τόσο μεγάλη ώστε το δέρμα του προσώπου του Μωυσή ακτινοβολούσε σε τέτοιον βαθμό ώστε οι γιοι του Ισραήλ δεν μπορούσαν να τον κοιτάξουν.—Εξ 34:29-35· 2Κο 3:7, 13.
Ο Θεός κατέστησε τον Μωυσή μεσίτη της διαθήκης του Νόμου με τον Ισραήλ—μια θέση τόσο στενής σχέσης με τον Θεό που όμοιά της δεν είχε ποτέ άνθρωπος εκτός από τον Ιησού Χριστό, τον Μεσίτη της νέας διαθήκης. Με το αίμα θυσιασμένων ζώων, ο Μωυσής ράντισε το βιβλίο της διαθήκης, το οποίο εκπροσωπούσε τον Ιεχωβά ως το ένα «συμβαλλόμενο μέρος», και το λαό (χωρίς αμφιβολία τους πρεσβυτέρους που τον εκπροσωπούσαν) ως το άλλο «συμβαλλόμενο μέρος». Διάβασε το βιβλίο της διαθήκης στο λαό, ο οποίος απάντησε: «Όλα όσα είπε ο Ιεχωβά είμαστε πρόθυμοι να τα εκτελούμε και να είμαστε υπάκουοι». (Εξ 24:3-8· Εβρ 9:19) Κατέχοντας το αξίωμα του μεσίτη, ο Μωυσής είχε το προνόμιο να επιβλέψει την ανέγερση της σκηνής της μαρτυρίας και την κατασκευή των σκευών της—το υπόδειγμα των οποίων του έδωσε ο Θεός—καθώς και να καθιερώσει το ιερατείο ώστε να αρχίσει να λειτουργεί, χρίοντας τη σκηνή και τον Ααρών τον αρχιερέα με το λάδι που είχε ειδική σύνθεση. Στη συνέχεια επέβλεψε τις πρώτες επίσημες υπηρεσίες του άρτι καθαγιασμένου ιερατείου.—Εξ κεφ. 25-29· Λευ κεφ. 8, 9.
Ένας κατάλληλος μεσίτης. Ο Μωυσής ανέβηκε στο Όρος Χωρήβ αρκετές φορές, μάλιστα σε δύο περιπτώσεις παρέμεινε εκεί 40 ημέρες και νύχτες. (Εξ 24:18· 34:28) Μετά την πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις επέστρεψε με δύο πέτρινες πλάκες «γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού», οι οποίες περιείχαν «το Δεκάλογο», ή αλλιώς τις Δέκα Εντολές—τους βασικούς νόμους της διαθήκης του Νόμου. (Εξ 31:18· Δευ 4:13) Στην πρώτη αυτή περίπτωση, ο Μωυσής απέδειξε ότι διέθετε τα κατάλληλα προσόντα για να είναι μεσίτης μεταξύ του Ιεχωβά και του Ισραήλ, καθώς και ηγέτης αυτού του μεγάλου έθνους που ίσως αριθμούσε περισσότερα από τρία εκατομμύρια άτομα. Ενόσω ο Μωυσής βρισκόταν στο βουνό, ο Ιεχωβά τον πληροφόρησε ότι ο λαός είχε στραφεί στην ειδωλολατρία και είπε: «Άφησέ με, λοιπόν, ώστε να ανάψει ο θυμός μου εναντίον τους και να τους εξοντώσω· και ας κάνω εσένα μεγάλο έθνος». Η άμεση απάντηση του Μωυσή αποκάλυψε ότι, για αυτόν, το πιο σπουδαίο πράγμα ήταν ο αγιασμός του ονόματος του Ιεχωβά—ότι ο ίδιος ήταν τελείως ανιδιοτελής και ότι δεν επιθυμούσε φήμη για τον εαυτό του. Δεν ζήτησε τίποτα για τον εαυτό του αλλά, απεναντίας, εξέφρασε ανησυχία για το όνομα του Ιεχωβά, το οποίο Εκείνος είχε εξυψώσει πρόσφατα με το θαύμα της Ερυθράς Θάλασσας, καθώς επίσης ενδιαφέρον για την υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ. Ο Ιεχωβά, δεχόμενος την έκκληση του Μωυσή, δεν κατέστρεψε το λαό. Από αυτό γίνεται φανερό ότι ο Ιεχωβά έκρινε πως ο Μωυσής εκπλήρωνε ικανοποιητικά το ρόλο του ως μεσίτη, καθώς και ότι ο Ίδιος σεβάστηκε τη διευθέτηση με την οποία τον είχε διορίσει σε αυτό το αξίωμα. Ως εκ τούτου, ο Ιεχωβά «μεταμελήθηκε για το κακό που είχε πει ότι θα έκανε στο λαό του»—δηλαδή, εφόσον οι περιστάσεις άλλαξαν, μετέβαλε τη στάση του και δεν επέφερε κακό σε αυτούς.—Εξ 32:7-14.
Ο ζήλος που είχε ο Μωυσής για την αληθινή λατρεία καθώς υπηρετούσε υπέρ του Θεού έγινε φανερός όταν κατέβηκε από το βουνό. Μόλις είδε το λαό που γλεντούσε ξέφρενα επιδιδόμενος σε ειδωλολατρία, πέταξε τις πλάκες κάτω, σπάζοντάς τες, και κάλεσε κοντά του όσους ήθελαν να πάρουν το μέρος του Ιεχωβά. Η φυλή του Λευί προσκολλήθηκε στον Μωυσή, και εκείνος τους διέταξε να θανατώσουν όσους συμμετείχαν στην ψεύτικη λατρεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση 3.000 περίπου αντρών. Κατόπιν εκείνος επέστρεψε στον Ιεχωβά, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη αμαρτία του λαού, και ικέτευσε: «Αλλά τώρα αν θέλεις να συγχωρήσεις την αμαρτία τους—αν όμως όχι, εξάλειψέ με, σε παρακαλώ, από το βιβλίο σου το οποίο έγραψες». Ο Θεός δεν δυσαρεστήθηκε με την έκκληση που του απηύθυνε ο Μωυσής ως μεσίτης, αλλά απάντησε: «Όποιον αμάρτησε εναντίον μου, αυτόν θα εξαλείψω από το βιβλίο μου».—Εξ 32:19-33.
Πολλές ήταν οι περιπτώσεις στις οποίες ο Μωυσής εκπροσώπησε την πλευρά του Ιεχωβά στη διαθήκη, επιβάλλοντας την αληθινή, καθαρή λατρεία και εκτελώντας κρίση σε αυτούς που δεν υπάκουαν. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απέτρεψε την καταστροφή του έθνους, ή κάποιων μελών του, από το χέρι του Ιεχωβά.—Αρ 12· 14:11-21· 16:20-22, 43-50· 21:7· Δευ 9:18-20.
Ανιδιοτέλεια, Ταπεινοφροσύνη, Πραότητα. Ο Μωυσής ενδιαφερόταν πρωτίστως για το όνομα του Ιεχωβά και για το λαό Του. Επομένως, δεν ήταν άτομο που επιζητούσε δόξα ή αξιώματα. Όταν το πνεύμα του Ιεχωβά ήρθε πάνω σε ορισμένους άντρες στο στρατόπεδο και αυτοί άρχισαν να ενεργούν σαν προφήτες, ο Ιησούς του Ναυή, ο βοηθός του Μωυσή, θέλησε να τους εμποδίσει, προφανώς επειδή σκέφτηκε ότι μείωναν τη δόξα και την εξουσία του Μωυσή. Αλλά ο Μωυσής απάντησε: «Νιώθεις ζηλοτυπία για λογαριασμό μου; Απεναντίας, μακάρι όλος ο λαός του Ιεχωβά να ήταν προφήτες, επειδή ο Ιεχωβά θα έβαζε το πνεύμα του πάνω τους!»—Αρ 11:24-29.
Μολονότι ο Ιεχωβά τον είχε διορίσει ηγέτη του μεγάλου έθνους του Ισραήλ, ο Μωυσής ήταν πρόθυμος να δεχτεί συμβουλές από άλλους, ιδιαίτερα αν αυτό θα ήταν προς όφελος του έθνους. Λίγο καιρό μετά την αναχώρηση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, τον επισκέφτηκε ο Ιοθόρ, φέρνοντας μαζί του τη σύζυγο και τους γιους του Μωυσή. Ο Ιοθόρ παρατήρησε πόσο σκληρά εργαζόταν ο Μωυσής και πώς εξαντλούνταν χειριζόμενος τα προβλήματα όλων όσων έρχονταν σε αυτόν. Μιλώντας σοφά, πρότεινε μια εύτακτη διευθέτηση σύμφωνα με την οποία ο Μωυσής θα ανέθετε διάφορους βαθμούς ευθύνης σε άλλους, ώστε να ελαφρύνει το δικό του φορτίο. Εκείνος άκουσε τη συμβουλή του Ιοθόρ, τη δέχτηκε και οργάνωσε το λαό σε ομάδες των χιλίων, των εκατό, των πενήντα και των δέκα, τοποθετώντας στην κάθε ομάδα έναν επικεφαλής ως κριτή. Μόνο οι δύσκολες υποθέσεις φέρνονταν κατόπιν στον ίδιο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Μωυσής, εξηγώντας στον Ιοθόρ τι έκανε, είπε: “Σε περίπτωση που προκύψει στο λαό κάποια υπόθεση, αυτή έρχεται σε εμένα και εγώ κρίνω ανάμεσα στη μία πλευρά και στην άλλη και κάνω γνωστές τις αποφάσεις του αληθινού Θεού και τους νόμους του”. Με αυτά τα λόγια, έδειξε ότι αναγνώριζε πως είχε καθήκον να κρίνει, όχι σύμφωνα με τις δικές του απόψεις, αλλά σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ιεχωβά και, επιπλέον, πως είχε την ευθύνη να βοηθάει το λαό να μαθαίνει τους νόμους του Θεού και να τους αναγνωρίζει.—Εξ 18:5-7, 13-27.
Ο Μωυσής επισήμανε επανειλημμένα ότι ο Ιεχωβά ήταν ο πραγματικός Ηγέτης, και όχι ο ίδιος. Όταν ο λαός άρχισε να διαμαρτύρεται ζητώντας τροφή, ο Μωυσής τούς είπε: «Οι γογγυσμοί σας δεν είναι εναντίον μας [του Μωυσή και του Ααρών] αλλά εναντίον του Ιεχωβά». (Εξ 16:3, 6-8) Πιθανώς επειδή η Μαριάμ νόμισε ότι η εξοχότητα που απολάμβανε η ίδια θα επισκιαζόταν από την παρουσία της συζύγου του Μωυσή, αυτή και ο Ααρών άρχισαν να μιλούν ζηλόφθονα και χωρίς σεβασμό εναντίον του Μωυσή και της εξουσίας του. Το υπόμνημα φανερώνει ότι τα όσα έλεγαν ήταν άκρως επιλήψιμα επειδή σε αυτό ακριβώς το σημείο αναφέρει: «Αυτός ο άνθρωπος, ο Μωυσής, ήταν πολύ πιο πράος από όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης». Από ό,τι φαίνεται, ο Μωυσής δίσταζε να επιβληθεί και υπέμενε την επίθεση με πραότητα. Αλλά ο Ιεχωβά εξοργίστηκε με αυτή την πρόκληση, η οποία στην πραγματικότητα αποτελούσε προσβολή για τον ίδιο. Ανέλαβε να τακτοποιήσει εκείνος το ζήτημα και τιμώρησε αυστηρά τη Μαριάμ. Η αγάπη που ένιωθε ο Μωυσής για την αδελφή του τον υποκίνησε να μεσολαβήσει για χάρη της, κραυγάζοντας: «Θεέ, σε παρακαλώ! Γιάτρεψέ την, σε παρακαλώ!»—Αρ 12:1-15.
Δείχνει Υπακοή, Περιμένει την Κατεύθυνση του Ιεχωβά. Ο Μωυσής περίμενε την κατεύθυνση του Ιεχωβά. Μολονότι ονομάζεται νομοθέτης του Ισραήλ, αναγνώριζε ότι οι νόμοι δεν προέρχονταν από αυτόν. Δεν ενεργούσε αυθαίρετα, αποφασίζοντας για τα ζητήματα με βάση τη δική του γνώση. Όταν προέκυπταν δικαστικές υποθέσεις για τις οποίες δεν υπήρχε νομικό προηγούμενο ή στις οποίες δεν μπορούσε να διακρίνει με ακρίβεια πώς έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο, παρουσίαζε το ζήτημα στον Ιεχωβά ώστε να υπάρξει μια εδραιωμένη δικαστική απόφαση. (Λευ 24:10-16, 23· Αρ 15:32-36· 27:1-11) Εφάρμοζε προσεκτικά τις οδηγίες. Στο περίπλοκο έργο της κατασκευής της σκηνής της μαρτυρίας, καθώς και των σκευών της και των ιερατικών ενδυμάτων, ο Μωυσής άσκησε στενή επίβλεψη. Το υπόμνημα αναφέρει: «Και ο Μωυσής ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά. Ενήργησε έτσι ακριβώς». (Εξ 40:16· παράβαλε Αρ 17:11.) Επανειλημμένα βρίσκουμε και άλλες δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες τα πράγματα έγιναν «ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή». (Εξ 39:1, 5, 21, 29, 31, 42· 40:19, 21, 23, 25, 27, 29) Είναι καλό για τους Χριστιανούς το ότι ενεργούσε έτσι, διότι ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι αυτά τα πράγματα αποτελούσαν «σκιά» και απεικόνιση ουράνιων πραγμάτων.—Εβρ 8:5.
Ο Μωυσής Προσκόπτει. Ενώ ο Ισραήλ στρατοπέδευε στην Κάδης, πιθανότατα στο 40ό έτος των περιπλανήσεών του, ο Μωυσής έκανε ένα σοβαρό λάθος. Η εξέταση αυτού του περιστατικού τονίζει σε εμάς το γεγονός ότι ο Μωυσής κατείχε μεν μια εξαιρετικά προνομιούχα θέση, αλλά ταυτόχρονα έφερε και πολύ βαριά ευθύνη ενώπιον του Ιεχωβά ως ηγέτης και μεσίτης του έθνους. Εξαιτίας της έλλειψης νερού, ο λαός άρχισε να φιλονικεί πικρόχολα με τον Μωυσή, κατηγορώντας τον ότι τους είχε ανεβάσει από την Αίγυπτο για να τους φέρει σε εκείνη την άγονη έρημο. Ο Μωυσής είχε υπομείνει πολλά—είχε ανεχτεί τη διεστραμμένη πορεία ενέργειας και την ανυπακοή των Ισραηλιτών, είχε μοιραστεί τις ταλαιπωρίες τους και είχε μεσολαβήσει για αυτούς στις περιπτώσεις που αμάρτησαν—αλλά εδώ, προς στιγμήν, έχασε την πραότητα και την ηπιότητά του. Εξοργισμένοι και πικραμένοι, ο Μωυσής και ο Ααρών στάθηκαν μπροστά στο λαό όπως διέταξε ο Ιεχωβά. Αλλά αντί να στρέψουν την προσοχή στον Ιεχωβά ως τον Προμηθευτή, μίλησαν σκληρά στο λαό και έστρεψαν την προσοχή στον εαυτό τους, δεδομένου ότι ο Μωυσής είπε: «Ακούστε, τώρα, στασιαστές! Από αυτόν εδώ το βράχο να σας βγάλουμε νερό;» Τότε χτύπησε το βράχο και ο Ιεχωβά έκανε να αναβλύσει νερό που ήταν αρκετό για το πλήθος και τα κοπάδια τους. Αλλά ο Θεός δυσαρεστήθηκε με τη διαγωγή του Μωυσή και του Ααρών επειδή αυτοί είχαν αποτύχει να εκπληρώσουν την πρώτιστη ευθύνη τους, δηλαδή να μεγαλύνουν το όνομα του Ιεχωβά. “Απείθησαν” προς τον Ιεχωβά, και ο Μωυσής είχε “μιλήσει απερίσκεπτα με τα χείλη του”. Αργότερα ο Ιεχωβά αποφάνθηκε: «Επειδή δεν δείξατε πίστη σε εμένα ώστε να με αγιάσετε μπροστά στα μάτια των γιων του Ισραήλ, γι’ αυτό δεν θα φέρετε αυτή την εκκλησία στη γη την οποία σίγουρα θα τους δώσω».—Αρ 20:1-13· Δευ 32:50-52· Ψλ 106:32, 33.
Συγγραφέας. Ο Μωυσής υπήρξε ο συγγραφέας της Πεντατεύχου—των πρώτων πέντε βιβλίων της Αγίας Γραφής, δηλαδή της Γένεσης, της Εξόδου, του Λευιτικού, των Αριθμών και του Δευτερονομίου. Το ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας είναι κάτι που αναγνώριζαν οι Εβραίοι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, και οι ίδιοι ονομάζουν αυτό το τμήμα της Γραφής Τορά, δηλαδή Νόμο. Ο Ιησούς και οι Χριστιανοί συγγραφείς αναφέρουν συχνά ότι ο Μωυσής έδωσε το Νόμο. Γενικά αποδίδεται σε αυτόν και η συγγραφή του βιβλίου του Ιώβ, καθώς και του 90ού, ίσως δε και του 91ου, Ψαλμού.—Ματ 8:4· Λου 16:29· 24:27· Ρω 10:5· 1Κο 9:9· 2Κο 3:15· Εβρ 10:28.
Ο Θάνατος και η Ταφή Του. Ο Ααρών, ο αδελφός του Μωυσή, πέθανε σε ηλικία 123 ετών, ενώ ο Ισραήλ στρατοπέδευε στο Όρος Ωρ, στα σύνορα του Εδώμ, τον πέμπτο μήνα του 40ού έτους της οδοιπορίας τους. Ο Μωυσής πήρε τον Ααρών στο βουνό, του έβγαλε τα ιερατικά ενδύματα και έντυσε με αυτά τον Ελεάζαρ, τον μεγαλύτερο εν ζωή γιο και διάδοχο του Ααρών. (Αρ 20:22-29· 33:37-39) Περίπου έξι μήνες αργότερα, ο Ισραήλ έφτασε στις Πεδιάδες του Μωάβ. Εδώ, με μια σειρά ομιλιών, ο Μωυσής εξήγησε το Νόμο στο συναγμένο έθνος, διευρύνοντάς τον με τροποποιήσεις που θα αποδεικνύονταν απαραίτητες όταν ο Ισραήλ θα είχε εγκαταλείψει τη νομαδική ζωή του στρατοπέδου και θα ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στη δική του γη. Το 12ο μήνα του 40ού έτους (την άνοιξη του 1473 Π.Κ.Χ.), ανακοίνωσε στο λαό ότι ο Ιησούς του Ναυή θα τον διαδεχόταν ως ηγέτης, σύμφωνα με το διορισμό του Ιεχωβά. Στη συνέχεια ανέθεσε στον Ιησού τα καθήκοντά του και τον πρότρεψε να είναι θαρραλέος. (Δευ 31:1-3, 23) Τελικά, αφού είπε τα λόγια ενός ύμνου και ευλόγησε το λαό, ο Μωυσής ανέβηκε στο Όρος Νεβώ σύμφωνα με την προσταγή του Ιεχωβά, όπου και πέθανε, αφού πρώτα είδε την Υποσχεμένη Γη από την πλεονεκτική θέση που του πρόσφερε αυτό το βουνό.—Δευ 32:48-51· 34:1-6.
Ο Μωυσής ήταν 120 χρονών την εποχή του θανάτου του. Ως πιστοποίηση της σωματικής του δύναμης, η Αγία Γραφή κάνει το εξής σχόλιο: «Τα μάτια του δεν είχαν θαμπώσει και το σφρίγος του δεν είχε χαθεί». Θάφτηκε από τον Ιεχωβά σε μια τοποθεσία που δεν ανακαλύφτηκε ποτέ. (Δευ 34:5-7) Πιθανώς, αυτό έγινε για να προφυλαχτούν οι Ισραηλίτες από την παγίδα της ψεύτικης λατρείας στην οποία θα έπεφταν αν έκαναν τον τάφο του τόπο προσκυνήματος. Προφανώς ο Διάβολος ήθελε να χρησιμοποιήσει το σώμα του Μωυσή για έναν τέτοιον σκοπό, διότι ο Ιούδας, ο Χριστιανός μαθητής και ετεροθαλής αδελφός του Ιησού Χριστού, γράφει: «Όταν ο Μιχαήλ, ο αρχάγγελος, είχε μια διαφορά με τον Διάβολο και ήρθε σε αντιλογία για το σώμα του Μωυσή, δεν τόλμησε να επιφέρει εναντίον του κρίση με υβριστικά λόγια, αλλά είπε: “Ο Ιεχωβά ας σε επιπλήξει”». (Ιου 9) Προτού ο Ισραήλ περάσει στη Χαναάν υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή, τήρησε πένθος 30 ημερών για τον Μωυσή.—Δευ 34:8.
Προφήτης τον Οποίο ο Ιεχωβά Γνώριζε «Πρόσωπο με Πρόσωπο». Όταν η Μαριάμ και ο Ααρών αμφισβήτησαν την εξουσία του Μωυσή, ο Ιεχωβά τούς είπε: «Αν υπήρχε προφήτης από εσάς για τον Ιεχωβά, σε όραμα θα του έκανα γνωστό τον εαυτό μου. Σε όνειρο θα του μιλούσα. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τον υπηρέτη μου τον Μωυσή! Όλος ο οίκος μου είναι εμπιστευμένος σε αυτόν. Στόμα με στόμα του μιλώ, έτσι εξηγώντας του και όχι με αινίγματα· και την όψη του Ιεχωβά βλέπει. Γιατί, λοιπόν, δεν φοβηθήκατε να μιλήσετε εναντίον του υπηρέτη μου, εναντίον του Μωυσή;» (Αρ 12:6-8) Ο επίλογος του βιβλίου του Δευτερονομίου περιγράφει την προνομιακή υπόσταση του Μωυσή ενώπιον του Ιεχωβά: «Αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν εγέρθηκε προφήτης στον Ισραήλ σαν τον Μωυσή, τον οποίο ο Ιεχωβά γνώριζε πρόσωπο με πρόσωπο, όσον αφορά όλα τα σημεία και τα θαύματα που ο Ιεχωβά τον έστειλε να κάνει στη γη της Αιγύπτου, στον Φαραώ και σε όλους τους υπηρέτες του και σε όλη τη γη του, και όσον αφορά όλο το ισχυρό χέρι και όλα τα μεγάλα και φοβερά έργα που εκτέλεσε ο Μωυσής μπροστά στα μάτια όλου του Ισραήλ».—Δευ 34:10-12.
Σύμφωνα με τα λόγια του Ιεχωβά, ο Μωυσής, μολονότι δεν είδε ποτέ κατά γράμμα τον ίδιο τον Ιεχωβά, όπως αναφέρεται παραπάνω, είχε την πιο άμεση, συνεχή και στενή σχέση με τον Ιεχωβά από οποιονδήποτε άλλον προφήτη πριν από τον Ιησού Χριστό. Η δήλωση του Ιεχωβά: «Στόμα με στόμα του μιλώ» αποκάλυψε ότι ο Μωυσής είχε το προνόμιο της προσωπικής ακρόασης από τον Θεό (μέσω αγγέλων, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στην ίδια την παρουσία του Θεού· Ματ 18:10). (Αρ 12:8) Ως ο μεσίτης του Ισραήλ απολάμβανε μια διευθέτηση που του πρόσφερε ουσιαστικά αδιάκοπη και αμφίδρομη προφορική επικοινωνία. Ανά πάσα στιγμή ήταν σε θέση να παρουσιάσει στον Θεό εθνικά προβλήματα μείζονος σημασίας και να λάβει την απάντησή Του. Ο Ιεχωβά εμπιστεύτηκε στον Μωυσή “όλο τον οίκο Του”, χρησιμοποιώντας τον ως τον αγαπητό του εκπρόσωπο για να οργανώσει το έθνος. (Αρ 12:7· Εβρ 3:2, 5) Οι μεταγενέστεροι προφήτες συνέχισαν απλώς να οικοδομούν πάνω στο θεμέλιο που είχε τεθεί μέσω του Μωυσή.
Ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο Ιεχωβά με τον Μωυσή ήταν τόσο εντυπωσιακός ώστε ήταν σαν να έβλεπε ο Μωυσής πραγματικά τον Θεό με τα ίδια του τα μάτια, αντί να βλέπει απλώς ένα όραμα ή ένα όνειρο στο οποίο να ακούει τον Θεό να μιλάει, όπως επικοινωνούσε συνήθως ο Θεός με τους προφήτες του. Η πολιτεία του Ιεχωβά με τον Μωυσή ήταν τόσο πραγματική ώστε ο Μωυσής αντιδρούσε σαν να είχε δει «τον Αόρατο». (Εβρ 11:27) Προφανώς η εντύπωση που αποκόμιζε ο Μωυσής ήταν παρόμοια με την επίδραση που είχε στον Πέτρο το όραμα της μεταμόρφωσης το οποίο δόθηκε ύστερα από αιώνες. Το συγκεκριμένο όραμα ήταν τόσο πραγματικό για τον Πέτρο ώστε εκείνος άρχισε να συμμετέχει σε αυτό, μιλώντας αλλά μη συνειδητοποιώντας τι έλεγε. (Λου 9:28-36) Παρόμοια, και ο απόστολος Παύλος είδε ένα όραμα που ήταν τόσο πραγματικό ώστε αργότερα είπε για τον εαυτό του: «Είτε με το σώμα, δεν γνωρίζω, είτε έξω από το σώμα, δεν γνωρίζω· ο Θεός γνωρίζει».—2Κο 12:1-4.
Χωρίς αμφιβολία, η εκπληκτική επιτυχία που είχε ο Ιησούς του Ναυή καθώς εγκαθιστούσε τον Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη οφειλόταν, μέχρις ενός βαθμού, στις θαυμάσιες ιδιότητες που ενστάλαξε μέσα του η εκπαίδευση και το παράδειγμα του Μωυσή. Ο Ιησούς του Ναυή ήταν διάκονος του Μωυσή «από τη νεαρή του ηλικία». (Αρ 11:28) Προφανώς, ήταν διοικητής του στρατεύματος υπό τον Μωυσή (Εξ 17:9, 10) και, ως υπηρέτης του, ήταν κοντά στον Μωυσή και μοιραζόταν μαζί του πολλές εμπειρίες.—Εξ 24:13· 33:11· Δευ 3:21.
Προεικόνιζε τον Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς Χριστός κατέστησε σαφές ότι ο Μωυσής είχε γράψει για εκείνον, διότι σε κάποια περίπτωση είπε στους εναντίους του: «Αν πιστεύατε τον Μωυσή, θα πιστεύατε και εμένα, γιατί εκείνος έγραψε για εμένα». (Ιωα 5:46) «Αρχίζοντας από τον Μωυσή και όλους τους Προφήτες», όταν ήταν με τους μαθητές του, ο Ιησούς «τούς ερμήνευσε αυτά που είχαν σχέση με τον ίδιο σε όλες τις Γραφές».—Λου 24:27, 44· βλέπε επίσης Ιωα 1:45.
Μεταξύ αυτών που έγραψε ο Μωυσής σχετικά με τον Χριστό Ιησού είναι τα λόγια του Ιεχωβά: «Προφήτη σαν εσένα θα εγείρω για αυτούς ανάμεσα από τους αδελφούς τους· και θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του, και θα τους πει όλα όσα τον διατάξω». (Δευ 18:18, 19) Παραθέτοντας αυτή την προφητεία, ο απόστολος Πέτρος δεν άφησε καμιά αμφιβολία για το ότι αναφερόταν στον Ιησού Χριστό.—Πρ 3:19-23.
Με πολλούς τρόπους υπήρξε εξεικονιστική αντιστοιχία μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων προφητών, του Μωυσή και του Ιησού Χριστού. Στη βρεφική τους ηλικία, γλίτωσαν και οι δύο από τη μαζική σφαγή που διέταξαν οι άρχοντες της εποχής του καθενός. (Εξ 1:22· 2:1-10· Ματ 2:13-18) Ο Μωυσής κλήθηκε από την Αίγυπτο μαζί με τον “πρωτότοκο” του Ιεχωβά, το έθνος του Ισραήλ, του οποίου ήταν ο εθνικός ηγέτης. Ο Ιησούς κλήθηκε από την Αίγυπτο ως ο πρωτότοκος Γιος του Θεού. (Εξ 4:22, 23· Ωσ 11:1· Ματ 2:15, 19-21) Και οι δύο νήστεψαν επί 40 ημέρες σε ερήμους. (Εξ 34:28· Ματ 4:1, 2) Και οι δύο ήρθαν εξ ονόματος του Ιεχωβά—μάλιστα το ίδιο το όνομα του Ιησού σημαίνει «Ο Ιεχωβά Είναι Σωτηρία». (Εξ 3:13-16· Ματ 1:21· Ιωα 5:43) Ο Ιησούς, όπως και ο Μωυσής, “διακήρυξε το όνομα του Ιεχωβά”. (Δευ 32:3· Ιωα 17:6, 26) Και οι δύο εκδήλωσαν εξαιρετική πραότητα και ταπεινοφροσύνη. (Αρ 12:3· Ματ 11:28-30) Και οι δύο είχαν τα πλέον πειστικά διαπιστευτήρια για να αποδείξουν ότι είχαν σταλεί από τον Θεό—εκπληκτικά, ποικίλα θαύματα, σε σχέση με τα οποία ο Ιησούς Χριστός υπερέβη τον Μωυσή επαναφέροντας νεκρούς στη ζωή.—Εξ 14:21-31· Ψλ 78:12-54· Ματ 11:5· Μαρ 5:38-43· Λου 7:11-15, 18-23.
Ο Μωυσής υπήρξε μεσίτης της διαθήκης του Νόμου μεταξύ του Θεού και του έθνους του Ισραήλ. Ο Ιησούς υπήρξε Μεσίτης της νέας διαθήκης μεταξύ του Θεού και του “αγίου έθνους”, του πνευματικού «Ισραήλ του Θεού». (1Πε 2:9· Γα 6:16· Εξ 19:3-9· Λου 22:20· Εβρ 8:6· 9:15) Και οι δύο υπηρέτησαν ως κριτές, νομοθέτες και ηγέτες. (Εξ 18:13· 32:34· Δα 9:25· Μαλ 4:4· Ματ 23:10· Ιωα 5:22, 23· 13:34· 15:10) Στον Μωυσή ήταν εμπιστευμένος ο “οίκος του Θεού”, δηλαδή το έθνος, ή αλλιώς η εκκλησία, του Ισραήλ, και εκείνος αποδείχτηκε πιστός οικονόμος. Ο Ιησούς έδειξε πιστότητα ως υπεύθυνος για τον οίκο του Θεού τον οποίο κατασκεύασε ο ίδιος ως Γιος του Θεού, δηλαδή το έθνος, ή αλλιώς την εκκλησία, του πνευματικού Ισραήλ. (Αρ 12:7· Εβρ 3:2-6) Ακόμη δε και στο θάνατο υπήρξε ένα παράλληλο: ο Θεός εξαφάνισε τα σώματα και του Μωυσή και του Ιησού.—Δευ 34:5, 6· Πρ 2:31· Ιου 9.
Προς το τέλος της 40χρονης παραμονής του Μωυσή στην έρημο, ενώ αυτός ποίμαινε το ποίμνιο του πεθερού του, ο άγγελος του Θεού φανερώθηκε θαυματουργικά σε αυτόν μέσα στη φλόγα μιας βάτου στους πρόποδες του Όρους Χωρήβ. Εκεί ο Ιεχωβά τού ανέθεσε να απελευθερώσει το λαό Του από την Αίγυπτο. (Εξ 3:1-15) Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός διόρισε τον Μωυσή προφήτη και εκπρόσωπό Του, και ο Μωυσής μπορούσε πλέον να αποκαλείται ορθά χρισμένος, ή αλλιώς «Χριστός». Για να αποκτήσει αυτή την προνομιούχα θέση, ο Μωυσής χρειάστηκε να απαρνηθεί «τους θησαυρούς της Αιγύπτου» και να δεχτεί να «υφίσταται κακομεταχείριση με το λαό του Θεού», υποκείμενος έτσι σε ονειδισμό. Αλλά για τον Μωυσή, αυτός “ο ονειδισμός του Χριστού” ήταν πλούτος μεγαλύτερος από όλα τα πλούτη της Αιγύπτου.—Εβρ 11:24-26.
Παράλληλο αυτού βρίσκουμε στον Ιησού Χριστό. Σύμφωνα με την εξαγγελία του αγγέλου κατά τη γέννησή του στη Βηθλεέμ, αυτός επρόκειτο να γίνει «Σωτήρας . . . , Χριστός ο Κύριος». Έγινε Χριστός, ή αλλιώς Χρισμένος, όταν ο προφήτης Ιωάννης τον βάφτισε στον Ιορδάνη Ποταμό. (Λου 2:10, 11· 3:21-23· 4:16-21) Έκτοτε ομολογούσε ότι ήταν «ο Χριστός», ή αλλιώς ο Μεσσίας. (Ματ 16:16, 17· Μαρ 14:61, 62· Ιωα 4:25, 26) Επίσης, ο Ιησούς Χριστός κρατούσε το βλέμμα του προσηλωμένο στο βραβείο και καταφρονούσε την ντροπή που επισώρευαν πάνω του οι άνθρωποι, όπως είχε κάνει και ο Μωυσής. (Φλπ 2:8, 9· Εβρ 12:2) Σε αυτόν τον Μεγαλύτερο Μωυσή έχει βαφτιστεί η Χριστιανική εκκλησία—στον Ιησού Χριστό, τον προειπωμένο Προφήτη, Απελευθερωτή και Ηγέτη.—1Κο 10:1, 2.