ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του θεόπνευστου, δηλαδή αυτού που εμπνέεται από τον Θεό ή που γίνεται υπό την κατεύθυνση του πνεύματός Του. Το αποτέλεσμα τέτοιας υπερφυσικής επίδρασης η οποία πηγάζει από τον Ιεχωβά είναι εξαγγελίες ή συγγράμματα που αποτελούν αληθινά λόγο του Θεού. Ο απόστολος Παύλος δήλωσε στο εδάφιο 2 Τιμόθεο 3:16: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη». Η λέξη θεόπνευστος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «αυτός που έχει θεία έμπνευση ή θεία πνοή».
Αυτή είναι η μοναδική αναφορά του εν λόγω όρου στις Γραφές. Η χρήση του στην προκειμένη περίπτωση προσδιορίζει ξεκάθαρα τον Θεό ως την Πηγή και τον Πρωτουργό των Αγίων Γραφών, της Βίβλου. Το ότι αυτές είναι “θεόπνευστες”, δηλαδή έγιναν με την πνοή του Θεού, έχει κάποια αντιστοιχία με την έκφραση που βρίσκουμε στις Εβραϊκές Γραφές στο εδάφιο Ψαλμός 33:6: «Με το λόγο του Ιεχωβά έγιναν οι ουρανοί, και με το πνεύμα [ή αλλιώς την πνοή] του στόματός του όλο το στράτευμά τους».
Αποτελέσματα της Επενέργειας του Πνεύματος του Θεού. Το μέσο ή ο παράγοντας που συντέλεσε στη θεοπνευστία “όλης της Γραφής” ήταν το άγιο πνεύμα του Θεού, δηλαδή η ενεργός του δύναμη. (Βλέπε ΠΝΕΥΜΑ.) Αυτό το άγιο πνεύμα επενέργησε σε ανθρώπους για να τους υποκινήσει και να τους καθοδηγήσει ώστε να καταγράψουν το άγγελμα του Θεού. Ως εκ τούτου, ο απόστολος Πέτρος αναφέρει σχετικά με τις Βιβλικές προφητείες: «Αυτό γνωρίζετε πρώτα: ότι καμιά προφητεία της Γραφής δεν προέρχεται από προσωπική ερμηνεία. Διότι ποτέ δεν φέρθηκε προφητεία από θέλημα ανθρώπου, αλλά άνθρωποι μίλησαν από τον Θεό καθώς κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα». (2Πε 1:20, 21) Οι αποδείξεις φανερώνουν πως το πνεύμα του Θεού επενέργησε στη διάνοια και στην καρδιά όλων των συγγραφέων της Γραφής έτσι ώστε να τους κατευθύνει στην επίτευξη του σκοπού που είχε θέσει ο Θεός. Ο Βασιλιάς Δαβίδ είπε: «Το πνεύμα του Ιεχωβά μίλησε μέσω εμού και ο λόγος του ήταν στη γλώσσα μου». (2Σα 23:2) Όταν ο Ιησούς παρέθεσε από τον 110ο Ψαλμό, είπε ότι ο Δαβίδ τον είχε γράψει «μέσω θεϊκής έμπνευσης [ἐν πνεύματι, Κείμενο]». (Ματ 22:43) Η παράλληλη περικοπή στο εδάφιο Μάρκος 12:36 αναφέρει «μέσω του αγίου πνεύματος».
Όπως το πνεύμα του Ιεχωβά υποκίνησε ή εξάρτισε ανθρώπους να εκτελέσουν άλλες θεϊκές αποστολές—να φτιάξουν τα ιερατικά ενδύματα και τα εξαρτήματα της σκηνής της μαρτυρίας (Εξ 28:3· 35:30-35), να βαστάξουν το φορτίο της διοίκησης (Δευ 34:9), να ηγηθούν στρατιωτικών δυνάμεων (Κρ 3:9, 10· 6:33, 34)—έτσι ικάνωσε και ανθρώπους να καταγράψουν τις Γραφές. Μέσω αυτού του πνεύματος, κατέστη δυνατό να λάβουν σοφία, κατανόηση, γνώση, συμβουλή και δύναμη, πέραν του συνηθισμένου και σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. (Ησ 11:2· Μιχ 3:8· 1Κο 12:7, 8) Για τον Δαβίδ αναφέρεται πως έλαβε το αρχιτεκτονικό σχέδιο του ναού «μέσω θεϊκής έμπνευσης [κατά κυριολεξία, μέσω του πνεύματος]». (1Χρ 28:12) Ο Ιησούς διαβεβαίωσε τους αποστόλους του ότι το πνεύμα του Θεού θα τους βοηθούσε, διδάσκοντάς τους, καθοδηγώντας τους και επαναφέροντας στη μνήμη τους όσα είχαν ακούσει από εκείνον, καθώς και αποκαλύπτοντάς τους μελλοντικά πράγματα. (Ιωα 14:26· 16:13) Αυτό διασφάλισε την αλήθεια και την ακρίβεια των αφηγήσεων που περιέχονται στα Ευαγγέλιά τους, περιλαμβανομένων και πολλών μακροσκελών αποσπασμάτων από ομιλίες του Ιησού, έστω και αν η αφήγηση του Ευαγγελίου του Ιωάννη, για παράδειγμα, γράφτηκε αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατο του Ιησού.
Έλεγχος από «το χέρι του Ιεχωβά». Συνεπώς, οι Βιβλικοί συγγραφείς τίθεντο κάτω από το «χέρι» του Ιεχωβά, δηλαδή τη δύναμη με την οποία τους καθοδηγούσε και τους έλεγχε. (2Βα 3:15, 16· Ιεζ 3:14, 22) Όπως το «χέρι» του Ιεχωβά μπορούσε να κάνει τους υπηρέτες του να μιλήσουν ή να σιωπήσουν σε προσδιορισμένους καιρούς (Ιεζ 3:4, 26, 27· 33:22), έτσι μπορούσε και να υποκινήσει τη συγγραφή ή να δράσει ως περιοριστικός παράγοντας—μπορούσε να ωθήσει το συγγραφέα να ασχοληθεί με συγκεκριμένα ζητήματα ή να τον εμποδίσει να συμπεριλάβει άλλη ύλη. Το τελικό προϊόν ήταν, σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιθυμούσε ο Ιεχωβά.
Πώς Έλαβαν Θεϊκή Κατεύθυνση οι Συγγραφείς. Όπως δηλώνει ο απόστολος Παύλος, ο Θεός μίλησε «με πολλούς τρόπους» στους υπηρέτες του κατά τους προχριστιανικούς χρόνους. (Εβρ 1:1, 2) Τουλάχιστον σε μία περίπτωση, αυτή των Δέκα Εντολών, ή αλλιώς του Δεκαλόγου, οι πληροφορίες χορηγήθηκαν θεϊκά σε γραπτή μορφή, οπότε δεν χρειαζόταν παρά να αντιγραφούν στους ρόλους ή σε όποια άλλα υλικά χρησιμοποίησε ο Μωυσής. (Εξ 31:18· Δευ 10:1-5) Σε άλλες περιπτώσεις, οι πληροφορίες διαβιβάστηκαν μέσω προφορικής υπαγόρευσης, λέξη προς λέξη. Όταν ο Ιεχωβά παρουσίασε την πληθώρα των νόμων και των διαταγμάτων της διαθήκης την οποία σύναψε με τον Ισραήλ, έδωσε στον Μωυσή την οδηγία: «Κατάγραψε αυτά τα λόγια». (Εξ 34:27) Επιπρόσθετα, συχνά δίνονταν στους προφήτες συγκεκριμένα αγγέλματα για να τα μεταδώσουν, τα οποία κατόπιν καταγράφονταν ως μέρος των Γραφών.—1Βα 22:14· Ιερ 1:7· 2:1· 11:1-5· Ιεζ 3:4· 11:5.
Μεταξύ άλλων μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τη μετάδοση πληροφοριών στους Βιβλικούς συγγραφείς ήταν τα όνειρα και τα οράματα. Στα όνειρα, ή αλλιώς νυχτερινά οράματα όπως αποκαλούνταν μερικές φορές, προφανώς υπερτυπωνόταν στη διάνοια του ατόμου που κοιμόταν μια εικόνα του αγγέλματος ή του σκοπού του Θεού. (Δα 2:19· 7:1) Τα οράματα που δίνονταν όταν το άτομο είχε συνειδητότητα ήταν ακόμη πιο συνηθισμένο μέσο για τη διαβίβαση των σκέψεων του Θεού στη διάνοια του συγγραφέα, και σε αυτά η αποκάλυψη αποτυπωνόταν μέσω εικόνων στη διάνοια του ατόμου ενόσω αυτό είχε συνειδητότητα. (Ιεζ 1:1· Δα 8:1· Απ 9:17) Μερικά οράματα δόθηκαν όταν το άτομο βρισκόταν σε έκσταση. Αν και είχε συνειδητότητα, το άτομο προφανώς ήταν τόσο απορροφημένο από το όραμα που δινόταν κατά την έκσταση, ώστε έχανε την επαφή με το περιβάλλον.—Πρ 10:9-17· 11:5-10· 22:17-21· βλέπε ΟΡΑΜΑ.
Σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν ουράνιοι αγγελιοφόροι για να διαβιβάσουν τα θεϊκά αγγέλματα. (Εβρ 2:2) Η συμμετοχή τέτοιων αγγελιοφόρων στη διαβίβαση πληροφοριών ήταν μεγαλύτερη από ό,τι ίσως φαίνεται ορισμένες φορές. Λόγου χάρη, μολονότι ο Νόμος που δόθηκε στον Μωυσή παρουσιάζεται σαν να ειπώθηκε από τον Θεό, τόσο ο Στέφανος όσο και ο Παύλος δείχνουν πως ο Θεός χρησιμοποίησε αγγέλους του για τη διαβίβαση αυτού του νομικού κώδικα. (Πρ 7:53· Γα 3:19) Εφόσον οι άγγελοι μιλούσαν εξ ονόματος του Ιεχωβά, το άγγελμα που παρουσίαζαν μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως «ο λόγος του Ιεχωβά».—Γε 22:11, 12, 15-18· Ζαχ 1:7, 9.
Όποια και αν ήταν τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαβίβαση των αγγελμάτων, όλα τα τμήματα της Γραφής είχαν τελικά το ίδιο ποιοτικό επίπεδο—ήταν όλα τους θεόπνευστα.
Είναι συμβατό με τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής το γεγονός ότι οι Βιβλικοί συγγραφείς εισήγαγαν το προσωπικό τους στοιχείο στη διατύπωση;
Οι αποδείξεις μαρτυρούν, ωστόσο, πως οι άντρες που χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεό για να καταγράψουν τις Γραφές δεν λειτουργούσαν μηχανικά, απλώς καταγράφοντας υπαγορευόμενη ύλη. Διαβάζουμε σχετικά με τον απόστολο Ιωάννη ότι η «θεόπνευστη» Αποκάλυψη παρουσιάστηκε σε αυτόν «με σημεία» μέσω αγγέλου και ότι στη συνέχεια ο Ιωάννης «έδωσε μαρτυρία για το λόγο που έδωσε ο Θεός και για τη μαρτυρία που έδωσε ο Ιησούς Χριστός, ναι, για όλα όσα είδε». (Απ 1:1, 2) Ήταν «μέσω θεϊκής έμπνευσης [ἐν πνεύματι, Κείμενο]» το ότι ο Ιωάννης “βρέθηκε στην ημέρα του Κυρίου” και του ειπώθηκε: «Ό,τι βλέπεις γράψε το σε ρόλο». (Απ 1:10, 11) Έτσι λοιπόν, προφανώς ο Θεός θεώρησε καλό να επιτρέψει στους Βιβλικούς συγγραφείς να χρησιμοποιήσουν τις διανοητικές τους δυνάμεις για να επιλέξουν λέξεις και εκφράσεις για την περιγραφή των οραμάτων που είδαν (Αββ 2:2), ενώ παράλληλα ασκούσε πάντοτε επαρκή έλεγχο σε αυτούς και τους καθοδηγούσε ώστε το τελικό προϊόν να είναι, όχι μόνο ακριβές και αληθινό, αλλά και ικανό να εξυπηρετεί το σκοπό του Ιεχωβά. (Παρ 30:5, 6) Το γεγονός ότι απαιτούνταν προσωπική προσπάθεια από μέρους του συγγραφέα φαίνεται από τα εδάφια Εκκλησιαστής 12:9, 10, τα οποία αναφέρουν ότι περιλαμβανόταν στοχασμός, έρευνα και ταξινόμηση για να παρουσιαστούν με κατάλληλο τρόπο “ευχάριστα λόγια, καθώς και για να γραφτούν ορθά λόγια αλήθειας”.—Παράβαλε Λου 1:1-4.
Αυτό αναμφίβολα εξηγεί το γιατί υπάρχουν διαφορετικά είδη συγγραφικού ύφους, όπως και εκφράσεις, που προφανώς αντανακλούν το υπόβαθρο των εκάστοτε συγγραφέων. Τα φυσικά προσόντα των συγγραφέων ίσως να έπαιξαν ρόλο στην επιλογή τους από τον Θεό για το συγκεκριμένο τους διορισμό. Ίσως μάλιστα να τους είχε προετοιμάσει επί τούτου για να εκπληρώσουν το συγκεκριμένο του σκοπό.
Ως απόδειξη της ύπαρξης τέτοιων προσωπικών στοιχείων στη διατύπωση, ο Ματθαίος, ως πρώην εισπράκτορας φόρων, κάνει πολλές ιδιαίτερα συγκεκριμένες αναφορές σε αριθμούς και χρηματικές αξίες. (Ματ 17:27· 26:15· 27:3) Ο Λουκάς, από την άλλη μεριά, «ο αγαπητός γιατρός» (Κολ 4:14), χρησιμοποιεί χαρακτηριστικές εκφράσεις που αντανακλούν το ιατρικό του υπόβαθρο.—Λου 4:38· 5:12· 16:20.
Ακόμη και εκεί όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι έλαβε “το λόγο του Ιεχωβά” ή κάποια «εξαγγελία», κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει ότι η διαβίβαση έγινε, όχι λέξη προς λέξη, αλλά με το να δοθεί στο συγγραφέα μια νοερή εικόνα του σκοπού του Θεού, την οποία ο συγγραφέας θα μπορούσε κατόπιν να εκφράσει με λόγια. Αυτό πιθανώς υπονοείται από τη δήλωση που κάνουν κατά καιρούς οι συγγραφείς ότι “είδαν” (αντί “άκουσαν”) “την εξαγγελία” ή “το λόγο του Ιεχωβά”.—Ησ 13:1· Μιχ 1:1· Αββ 1:1· 2:1, 2.
Επομένως, αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν για να καταγράψουν τις Γραφές συνεργάστηκαν με τη λειτουργία του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά. Ήταν πρόθυμοι και υποτάσσονταν στην κατεύθυνση του Θεού (Ησ 50:4, 5), έχοντας λαχτάρα να μάθουν το θέλημά του και να καθοδηγηθούν από αυτόν. (Ησ 26:9) Σε πολλές περιπτώσεις είχαν συγκεκριμένους στόχους υπόψη τους (Λου 1:1-4) ή ανταποκρίνονταν σε κάποια φανερή ανάγκη (1Κο 1:10, 11· 5:1· 7:1), ενώ ο Θεός τούς κατηύθυνε ώστε ό,τι έγραφαν να συμπίπτει με το σκοπό του και να τον εκπληρώνει. (Παρ 16:9) Ως πνευματικοί άνθρωποι, είχαν εναρμονισμένη την καρδιά και τη διάνοιά τους με το θέλημα του Θεού, “είχαν το νου του Χριστού” και, ως εκ τούτου, δεν κατέγραφαν ανθρώπινη σοφία ούτε κάποιο «όραμα της δικής τους καρδιάς», όπως έκαναν οι ψευδοπροφήτες.—1Κο 2:13-16· Ιερ 23:16· Ιεζ 13:2, 3, 17.
Όπως μπορούμε να διακρίνουμε, το άγιο πνεύμα επενέργησε όντως στους Βιβλικούς συγγραφείς με «ποικιλίες ενεργειών». (1Κο 12:6) Σε αρκετά μεγάλο τμήμα των πληροφοριών είχαν πρόσβαση με ανθρώπινα μέσα, εφόσον μερικές φορές αυτές οι πληροφορίες προϋπήρχαν σε γραπτή μορφή, όπως συνέβαινε με τις γενεαλογίες και ορισμένες ιστορικές αφηγήσεις. (Λου 1:3· 3:23-38· Αρ 21:14, 15· 1Βα 14:19, 29· 2Βα 15:31· 24:5· βλέπε ΒΙΒΛΙΟ.) Στην προκειμένη περίπτωση, το πνεύμα του Θεού επενεργούσε για να αποτρέψει τη διείσδυση ανακριβειών ή λαθών στο Θεϊκό Υπόμνημα, καθώς και για να παράσχει καθοδήγηση ως προς την επιλογή της ύλης που έπρεπε να περιληφθεί. Προφανώς, δεν ήταν θεόπνευστη κάθε δήλωση άλλων ατόμων η οποία περιλήφθηκε στη Γραφή, όμως η επιλογή της ύλης που επρόκειτο να αποτελέσει μέρος των Αγίων Γραφών και η ακριβής καταγραφή της έγιναν υπό την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος. (Βλέπε Γε 3:4, 5· Ιωβ 42:3· Ματ 16:21-23.) Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός διατήρησε στον εμπνευσμένο του Λόγο ένα υπόμνημα που καταδεικνύει τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι Τον ακούν και εργάζονται σε αρμονία με το σκοπό Του, καθώς και ποια είναι η κατάληξη όταν σκέφτονται, μιλούν και ενεργούν με τρόπους που δείχνουν ότι περιφρονούν τον Θεό ή αψηφούν τις δίκαιες οδούς Του. Από την άλλη μεριά, οι πληροφορίες που αφορούσαν την προανθρώπινη ιστορία της γης (Γε 1:1-26), ουράνια γεγονότα και δραστηριότητες (Ιωβ 1:6-12 και άλλα εδάφια), προφητείες, καθώς και αποκαλύψεις των σκοπών και των διδασκαλιών του Θεού δεν ήταν προσβάσιμες με ανθρώπινα μέσα, γι’ αυτό και θα έπρεπε να διαβιβαστούν με υπερφυσικό τρόπο από το πνεύμα του Θεού. Όσο δε για τα σοφά λόγια και τις συμβουλές, ακόμη και αν ο συγγραφέας είχε μάθει πολλά από προσωπικά του βιώματα και ακόμη περισσότερα μέσω μελέτης και εφαρμογής των τμημάτων της Γραφής που ήταν ήδη καταγραμμένα, η επενέργεια του πνεύματος του Θεού θα εξακολουθούσε να είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες είχαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να αποτελέσουν μέρος του Λόγου του Θεού ο οποίος είναι «ζωντανός και ασκεί δύναμη . . . και μπορεί να διακρίνει σκέψεις και προθέσεις της καρδιάς».—Εβρ 4:12.
Αυτό γίνεται αντιληπτό από τις εκφράσεις που διατυπώνει ο απόστολος Παύλος στην πρώτη του επιστολή προς τους Κορινθίους. Δίνοντας συμβουλή για το γάμο και την αγαμία, λέει σε κάποιο σημείο: «Στους άλλους όμως λέω, ναι, εγώ, όχι ο Κύριος . . . ». Επίσης: «Σχετικά δε με τα παρθένα άτομα δεν έχω εντολή από τον Κύριο, αλλά δίνω τη γνώμη μου». Και τελικά, σε ό,τι αφορά μια γυναίκα που χήρεψε, δηλώνει: «Αλλά είναι πιο ευτυχισμένη αν παραμείνει όπως είναι, κατά τη γνώμη μου. Βεβαίως, νομίζω ότι και εγώ έχω πνεύμα Θεού». (1Κο 7:12, 25, 40) Το προφανές νόημα των δηλώσεων του Παύλου είναι πως δεν μπορούσε να παραθέσει κάποια άμεση διδασκαλία από τον Κύριο Ιησού για ορισμένα ζητήματα. Συνεπώς, ο Παύλος εξέφραζε την προσωπική του γνώμη ως απόστολος γεμάτος από πνεύμα. Η συμβουλή του όμως ήταν θεόπνευστη, και έτσι αποτέλεσε μέρος των Αγίων Γραφών, έχοντας το ίδιο κύρος με τις υπόλοιπες Γραφές.
Υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στα θεόπνευστα συγγράμματα της Γραφής και σε άλλα συγγράμματα τα οποία, αν και φανερώνουν σε κάποιον βαθμό την κατεύθυνση και την καθοδήγηση του πνεύματος, δεν κατατάσσονται αρμοδίως στις Άγιες Γραφές. Όπως ήδη αναφέρθηκε, πέρα από τα κανονικά βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, υπήρξαν και άλλα συγγράμματα, όπως επίσημα αρχεία αναφορικά με βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συντάχθηκαν από ανθρώπους αφοσιωμένους στον Θεό. Τα συμβουλεύτηκαν μάλιστα κατά την έρευνά τους εκείνοι οι συγγραφείς που με θεϊκή έμπνευση κατέγραψαν κάποιο τμήμα των Αγίων Γραφών. Το ίδιο συνέβη και στους αποστολικούς χρόνους. Πέρα από τις επιστολές που περιλαμβάνονται στο Βιβλικό κανόνα, υπήρξαν αναμφίβολα πολλές άλλες επιστολές που γράφτηκαν από τους αποστόλους και διάφορους πρεσβυτέρους προς τις πολυάριθμες εκκλησίες στο διάβα των ετών. Αν και οι συγγραφείς ήταν άντρες που καθοδηγούνταν από το πνεύμα, ωστόσο ο Θεός δεν έβαλε τη δική του σφραγίδα εγγύησης προσδιορίζοντας οποιαδήποτε πρόσθετα συγγράμματα αυτού του είδους ως μέρος του αλάθητου Λόγου Του. Τα εβραϊκά μη κανονικά συγγράμματα ίσως να περιείχαν κάποια λάθη, όπως και τα μη κανονικά συγγράμματα των αποστόλων ίσως να αντανακλούσαν σε κάποιον βαθμό την ατελή κατανόηση που υπήρχε τα πρώτα χρόνια της Χριστιανικής εκκλησίας. (Παράβαλε Πρ 15:1-32· Γα 2:11-14· Εφ 4:11-16.) Εντούτοις, όπως ο Θεός με το πνεύμα του, την ενεργό του δύναμη, χορήγησε σε ορισμένους Χριστιανούς τη «διάκριση εμπνευσμένων λόγων», θα μπορούσε επίσης να καθοδηγήσει το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας έτσι ώστε να διακρίνει ποια εμπνευσμένα συγγράμματα θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κανόνα των Αγίων Γραφών.—1Κο 12:10· βλέπε ΚΑΝΟΝΑΣ.
Αναγνώριση της Θεοπνευστίας των Γραφών. Οι αποδείξεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι όλες οι Άγιες Γραφές, καθώς προστίθεντο σταδιακά στο Βιβλικό κανόνα, αναγνωρίζονταν με συνέπεια από τους υπηρέτες του Θεού, περιλαμβανομένου του Ιησού και των αποστόλων του, ως θεόπνευστα συγγράμματα. Ο όρος «θεοπνευστία» δεν υπονοεί μια απλή ανάταση του νου και των συναισθημάτων σε υψηλότερο επίπεδο δημιουργίας ή ευαισθησίας (όπως συμβαίνει συνήθως με την «έμπνευση» που λέγεται ότι έχουν οι κοσμικοί καλλιτέχνες ή ποιητές), αλλά υποδηλώνει την παραγωγή συγγραμμάτων που είναι αλάθητα και έχουν το ίδιο κύρος σαν να ήταν γραμμένα από τον Θεό. Γι’ αυτόν το λόγο, οι προφήτες που συνέβαλαν στη συγγραφή των Εβραϊκών Γραφών απέδιδαν ανελλιπώς τα αγγέλματά τους στον Θεό, με τη διακήρυξη: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά», η οποία επαναλαμβάνεται πάνω από 300 φορές. (Ησ 37:33· Ιερ 2:2· Να 1:12) Ο Ιησούς και οι απόστολοί του παρέθεταν με πεποίθηση από τις Εβραϊκές Γραφές ως το λόγο του ίδιου του Θεού που ειπώθηκε μέσω των διορισμένων συγγραφέων, γι’ αυτό και ήταν βέβαιοι για την εκπλήρωσή τους και τις θεωρούσαν την ύστατη αυθεντία για κάθε διαφωνία. (Ματ 4:4-10· 19:3-6· Λου 24:44-48· Ιωα 13:18· Πρ 13:33-35· 1Κο 15:3, 4· 1Πε 1:16· 2:6-9) Αυτές περιείχαν τις «ιερές εξαγγελίες του Θεού». (Ρω 3:1, 2· Εβρ 5:12) Αφού εξηγεί στο εδάφιο Εβραίους 1:1 ότι ο Θεός μίλησε στον Ισραήλ μέσω των προφητών, ο Παύλος παραθέτει στη συνέχεια από διάφορα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, παρουσιάζοντας τις δηλώσεις σαν να είχαν ειπωθεί προσωπικά από τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό. (Εβρ 1:5-13) Παράβαλε αντίστοιχες δηλώσεις για το άγιο πνεύμα στα εδάφια Πράξεις 1:16· 28:25· Εβραίους 3:7· 10:15-17.
Εκδηλώνοντας ανεπιφύλακτη πίστη στο αλάθητο των Ιερών Συγγραμμάτων, ο Ιησούς είπε ότι «η Γραφή δεν μπορεί να ακυρωθεί» (Ιωα 10:34, 35) και ότι «συντομότερα θα μπορούσε να παρέλθει ο ουρανός και η γη παρά να παρέλθει ποτέ από το Νόμο ένα από τα μικρότερα γράμματα ή ένα κομματάκι από κάποιο γράμμα και να μη γίνουν όλα». (Ματ 5:18) Είπε στους Σαδδουκαίους πως έσφαλλαν σε σχέση με την ανάσταση επειδή “δεν γνώριζαν ούτε τις Γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού”. (Ματ 22:29-32· Μαρ 12:24) Ήταν διατεθειμένος να συλληφθεί και να θανατωθεί επειδή γνώριζε πως αυτό αποτελούσε εκπλήρωση του γραπτού Λόγου του Θεού, των Αγίων Γραφών.—Ματ 26:54· Μαρ 14:27, 49.
Βέβαια, αυτές οι δηλώσεις έγιναν αναφορικά με τις προχριστιανικές Εβραϊκές Γραφές. Είναι όμως εξίσου σαφές ότι και οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές παρουσιάστηκαν ως θεόπνευστες και έγιναν κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδεκτές (1Κο 14:37· Γα 1:8, 11, 12· 1Θε 2:13), ο δε απόστολος Πέτρος σε κάποια δήλωσή του συμπεριέλαβε τις επιστολές του Παύλου στις υπόλοιπες Γραφές. (2Πε 3:15, 16) Συνεπώς, το σύνολο των Γραφών αποτελεί τον ενοποιημένο και αρμονικό γραπτό Λόγο του Θεού.—Εφ 6:17.
Εγκυρότητα των Αντιγράφων και των Μεταφράσεων. Στο γραπτό Λόγο του Θεού, λοιπόν, πρέπει να αποδοθεί το απόλυτο αλάθητο. Αυτό αληθεύει για τα πρωτότυπα συγγράμματα, κανένα από τα οποία δεν υπάρχει σήμερα, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε. Τα αντίγραφα εκείνων των πρωτότυπων συγγραμμάτων και οι μεταφράσεις που έγιναν σε πολλές γλώσσες δεν μπορούν να αξιώσουν απόλυτη ακρίβεια. Ωστόσο, υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις και επαρκείς λόγοι για να πιστεύουμε ότι τα διαθέσιμα χειρόγραφα των Αγίων Γραφών παρέχουν όντως αντίγραφα του γραπτού Λόγου του Θεού με σχεδόν απόλυτη πιστότητα, καθώς τα αμφιλεγόμενα σημεία επηρεάζουν ελάχιστα το νόημα του μεταδιδόμενου αγγέλματος. Ο ίδιος ο σκοπός για τον οποίο ο Θεός προμήθευσε τις Άγιες Γραφές και η θεόπνευστη διακήρυξη πως «τα λόγια του Ιεχωβά διαμένουν για πάντα» παρέχουν τη διαβεβαίωση ότι ο Ιεχωβά Θεός έχει διατηρήσει την εσωτερική ακεραιότητα των Γραφών στο διάβα των αιώνων.—1Πε 1:25.
Πού οφείλονται οι διαφορές στη φρασεολογία όσον αφορά τις παραθέσεις που έγιναν από τις Εβραϊκές Γραφές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές;
Σε αρκετές περιπτώσεις οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών έκαναν προφανώς χρήση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα όταν παρέθεταν από τις Εβραϊκές Γραφές. Μερικές φορές η απόδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, όπως την παρέθεσαν εκείνοι, διαφέρει κάπως από τη διατύπωση των Εβραϊκών Γραφών όπως μας είναι τώρα γνωστές (οι περισσότερες μεταφράσεις σήμερα βασίζονται στο εβραϊκό Μασοριτικό κείμενο που ανάγεται στο δέκατο αιώνα Κ.Χ. περίπου). Για παράδειγμα, η παράθεση του Παύλου από το εδάφιο Ψαλμός 40:6 (εδ. 39:7 στην Ο΄) περιέχει τη φράση «αλλά μου ετοίμασες σώμα», η οποία εμφανίζεται στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. (Εβρ 10:5, 6) Τα διαθέσιμα εβραϊκά χειρόγραφα του εδαφίου Ψαλμός 40:6 χρησιμοποιούν αντ’ αυτής τη φράση «τα αφτιά μου άνοιξες». Δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αν το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο περιείχε τη φράση που υπάρχει στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ούτως ή άλλως, το πνεύμα του Θεού καθοδήγησε τον Παύλο να κάνει αυτή την παράθεση, και επομένως εκείνα τα λόγια έχουν θεϊκή εξουσιοδότηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρη η Μετάφραση των Εβδομήκοντα πρέπει να θεωρείται θεόπνευστη, αλλά τα συγκεκριμένα τμήματα που παρατίθενται από τους θεόπνευστους Χριστιανούς συγγραφείς έγιναν όντως αναπόσπαστο μέρος του Λόγου του Θεού.
Σε λίγες περιπτώσεις, οι παραθέσεις που έκαναν ο Παύλος και άλλοι διαφέρουν τόσο από το εβραϊκό κείμενο όσο και από το ελληνικό κείμενο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα χειρόγραφα. Εντούτοις, οι διαφορές είναι ασήμαντες, ενώ μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι οφείλονται σε παράφραση, συνόψιση, χρήση συνώνυμων όρων ή προσθήκη επεξηγηματικών λέξεων ή φράσεων. Το εδάφιο Γένεση 2:7, λόγου χάρη, λέει ότι «ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ψυχή», ενώ ο Παύλος λέει παραθέτοντας αυτό το εδάφιο: «Έτσι είναι μάλιστα γραμμένο: “Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγινε ζωντανή ψυχή”». (1Κο 15:45) Η προσθήκη των λέξεων «πρώτος» και «Αδάμ» χρησίμευσε για να τονίσει ο Παύλος την αντιπαραβολή που επιχειρούσε ανάμεσα στον Αδάμ και στον Χριστό. Η παρεμβολή αυτών των λέξεων ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τα γεγονότα που καταγράφηκαν στις Γραφές και δεν διαστρέβλωνε καθόλου το νόημα ή το περιεχόμενο του παρατιθέμενου εδαφίου. Εκείνοι στους οποίους έγραφε ο Παύλος είχαν αντίγραφα (ή μεταφράσεις) των Εβραϊκών Γραφών τα οποία ήταν παλαιότερα από αυτά που έχουμε εμείς σήμερα και μπορούσαν να ελέγξουν τις παραθέσεις του, όπως έκαναν οι Βεροιείς. (Πρ 17:10, 11) Το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκαν αυτά τα συγγράμματα στον κανόνα των Αγίων Γραφών από τη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνα παρέχει απόδειξη ότι τέτοιες παραθέσεις είχαν γίνει αποδεκτές ως μέρος του εμπνευσμένου Λόγου του Θεού.—Παράβαλε επίσης Ζαχ 13:7 με Ματ 26:31.
«Εμπνευσμένες Εκφράσεις»—Αληθινές και Ψεύτικες. Υπερφυσική έμπνευση μπορεί να υπάρξει και από άλλες πηγές, εκτός του πνεύματος του Θεού. Η λέξη πνεῦμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιείται με ειδικό τρόπο σε ορισμένα αποστολικά συγγράμματα. Στο εδάφιο 2 Θεσσαλονικείς 2:2, παραδείγματος χάρη, ο απόστολος Παύλος παροτρύνει τους Θεσσαλονικείς αδελφούς του να μη θορυβούνται ούτε να κλονίζονται από τη λογική τους «είτε μέσω εμπνευσμένης έκφρασης [διὰ πνεύματος, Κείμενο] είτε μέσω προφορικού αγγέλματος είτε μέσω επιστολής δήθεν από εμάς, που να δείχνει ότι έχει έρθει η ημέρα του Ιεχωβά». Είναι ολοφάνερο πως ο Παύλος χρησιμοποιεί τη λέξη πνεῦμα παραπέμποντας σε μέσα επικοινωνίας, όπως είναι το “προφορικό άγγελμα” ή η “επιστολή”. Γι’ αυτόν το λόγο, το Σχολιολόγιο των Αγίων Γραφών ([Commentary on the Holy Scriptures] σ. 126) του Λάνγκε αναφέρει τα εξής για αυτό το εδάφιο: «Εδώ ο Απόστολος εννοεί μια πνευματική εισήγηση, μια υποτιθέμενη πρόρρηση, μια εξαγγελία προφήτη». (Μετάφραση [στην αγγλική] και επιμέλεια Φ. Σαφ, 1976) Το σύγγραμμα Μελέτες Λέξεων της Καινής Διαθήκης ([Word Studies in the New Testament] 1957, Τόμ. 4, σ. 63) του Βίνσεντ αναφέρει: «Διά πνεύματος. Μέσω προφητικών λόγων από διάφορα άτομα στις Χριστιανικές συνάξεις που αξιώνουν ότι οι δηλώσεις τους έχουν το κύρος θεϊκών αποκαλύψεων». Έτσι λοιπόν, ενώ μερικές μεταφράσεις απλώς χρησιμοποιούν αυτούσια τη λέξη «πνεύμα» σε αυτήν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, άλλες μεταφράσεις έχουν τις αποδόσεις «άγγελμα από το Πνεύμα» (AT), «πρόρρηση» (JB), «έμπνευση» (D’Ostervald· Segond [γαλλικές]), «αποκάλυψη του Πνεύματος» (ΜΠΚ), «εμπνευσμένη έκφραση» (ΜΝΚ).
Τα λόγια του Παύλου διασαφηνίζουν ότι υπάρχουν αληθινές «εμπνευσμένες εκφράσεις» αλλά και ψεύτικες. Στο εδάφιο 1 Τιμόθεο 4:1, ο Παύλος αναφέρεται και στα δύο είδη εκφράσεων, όταν λέει πως «ο εμπνευσμένος λόγος [από το άγιο πνεύμα του Ιεχωβά] λέει ρητά ότι σε μεταγενέστερες χρονικές περιόδους μερικοί θα πέσουν από την πίστη, δίνοντας προσοχή σε παροδηγητικούς εμπνευσμένους λόγους και διδασκαλίες δαιμόνων». Αυτά τα λόγια προσδιορίζουν τους δαίμονες ως την πηγή των ψεύτικων “εμπνευσμένων λόγων”, κάτι το οποίο υποστηρίζεται από το όραμα που έλαβε ο απόστολος Ιωάννης στο οποίο είδε «τρεις ακάθαρτες εμπνευσμένες εκφράσεις», βατραχοειδείς στην όψη, να βγαίνουν από το στόμα του δράκοντα, του θηρίου και του ψευδοπροφήτη, εκφράσεις για τις οποίες λέει συγκεκριμένα ότι είναι «εμπνευσμένες από δαίμονες» και αποσκοπούν στο να συγκεντρώσουν τους βασιλιάδες της γης στον πόλεμο του Αρμαγεδδώνα.—Απ 16:13-16.
Εύλογα, λοιπόν, ο Ιωάννης παρότρυνε τους Χριστιανούς να “δοκιμάζουν τις εμπνευσμένες εκφράσεις για να δουν αν προέρχονται από τον Θεό”. (1Ιω 4:1-3· παράβαλε Απ 22:6.) Στη συνέχεια, έδειξε ότι οι αληθινές εμπνευσμένες εκφράσεις που προέρχονταν από τον Θεό μεταβιβάζονταν μέσω της γνήσιας Χριστιανικής εκκλησίας, όχι μέσω αντιχριστιανικών κοσμικών πηγών. Η δήλωση του Ιωάννη ήταν βεβαίως εμπνευσμένη από τον Ιεχωβά Θεό, εκτός αυτού όμως, η επιστολή του είχε θέσει στερεό θεμέλιο για την ακόλουθη ξεκάθαρη δήλωση: «Αυτός που αποκτάει τη γνώση του Θεού μάς ακούει· αυτός που δεν προέρχεται από τον Θεό δεν μας ακούει. Με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνουμε την εμπνευσμένη έκφραση της αλήθειας και την εμπνευσμένη έκφραση της πλάνης». (1Ιω 4:6) Χωρίς να δογματίζει καθόλου, ο Ιωάννης είχε δείξει ότι αυτός και άλλοι αληθινοί Χριστιανοί εκδήλωναν τους καρπούς του πνεύματος του Θεού, πρωτίστως την αγάπη, και αποδείκνυαν με την ορθή διαγωγή τους και τη φιλαλήθη ομιλία τους πως όντως “περπατούσαν στο φως” σε ενότητα με τον Θεό.—1Ιω 1:5-7· 2:3-6, 9-11, 15-17, 29· 3:1, 2, 6, 9-18, 23, 24· αντιπαράβαλε Τιτ 1:16.