ΩΡΑ
Η λέξη ὥρα χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών για να δηλώσει μια σύντομη περίοδο χρόνου, ένα καθορισμένο, συγκεκριμένο διάστημα ή μια υποδιαίρεση της ημέρας. Στο πρωτότυπο κείμενο των Εβραϊκών Γραφών δεν υπάρχει λέξη για την «ώρα». Οι αρχαίοι Ισραηλίτες ίσως διαιρούσαν το διάστημα του φωτός της ημέρας σε τέσσερα μέρη. (Νε 9:3) Οι Εβραϊκές Γραφές δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένες ώρες, αλλά χρησιμοποιούν ως χρονικούς δείκτες των γεγονότων τις λέξεις «πρωί», «μεσημέρι» και “βράδυ”. (Γε 24:11· 43:16· Δευ 28:29· 1Βα 18:26) Επίσης, κάποιοι ίσως ακριβέστεροι προσδιορισμοί ήταν οι εκφράσεις «μόλις λάμψει ο ήλιος» (Κρ 9:33), «το διάστημα της ημέρας που φυσάει το αεράκι» (Γε 3:8), η «πιο ζεστή ώρα της ημέρας» (Γε 18:1· 1Σα 11:11) και η «ώρα της δύσης του ήλιου» (Ιη 10:27· Λευ 22:7). Η θυσία του Πάσχα έπρεπε να σφαχτεί «ανάμεσα στα δύο βράδια», έκφραση που φαίνεται να εννοεί την ώρα μετά τη δύση του ήλιου και πριν από το βαθύ λυκόφως. (Εξ 12:6) Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από ορισμένους λογίους, καθώς και από τους Καραΐτες Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες, μολονότι οι Φαρισαίοι και οι Ραβινιστές θεωρούσαν ότι εννοείται το μεσοδιάστημα από τη στιγμή που ο ήλιος αρχίζει να γέρνει μέχρι την πραγματική δύση.
Ο Θεός έδωσε την εντολή να προσφέρονται ολοκαυτώματα στο θυσιαστήριο «το πρωί» και «ανάμεσα στα δύο βράδια». Μαζί με το καθένα από αυτά τα ολοκαυτώματα γινόταν και προσφορά σιτηρών. (Εξ 29:38-42) Ως εκ τούτου, εκφράσεις όπως η «ώρα που προσκομίζεται η προσφορά των σιτηρών», όπου τα συμφραζόμενα υποδηλώνουν αν πρόκειται για πρωί ή βράδυ (όπως στα εδ. 1Βα 18:29, 36), και η «ώρα της βραδινής προσφοράς των δώρων» (Δα 9:21) κατέληξαν να προσδιορίζουν μια αρκετά συγκεκριμένη ώρα.
Η νύχτα διαιρούνταν σε τρεις περιόδους οι οποίες αποκαλούνταν φυλακές. Αναφέρονται “οι νυχτερινές φυλακές” (Ψλ 63:6), «η μεσαία νυχτερινή φυλακή» (Κρ 7:19) και “η πρωινή φυλακή” (Εξ 14:24· 1Σα 11:11).
Η 24ωρη Ημέρα. Η διαίρεση της ημέρας σε 24 ώρες—12 για το φως της ημέρας και 12 για τη νύχτα—αποδίδεται στους Αιγυπτίους. Αυτές οι ώρες δεν διαρκούσαν το ίδιο κάθε ημέρα λόγω της εναλλαγής των εποχών, εξαιτίας της οποίας το καλοκαίρι η ημέρα ήταν μεγαλύτερη και η νύχτα μικρότερη (μόνο στον ισημερινό δεν συνέβαινε αυτό). Η σύγχρονη διαίρεση της ημέρας σε 24 ώρες των 60 λεπτών προκύπτει από έναν συνδυασμό της αιγυπτιακής μεθόδου υπολογισμού και των βαβυλωνιακών μαθηματικών—ενός εξηκονταδικού συστήματος (βασισμένου στον αριθμό 60). Η πρακτική να υπολογίζεται η ημέρα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα μεσάνυχτα, πράγμα που εξάλειψε τη διακύμανση της διάρκειας των ωρών ανάλογα με τις εποχές, αποτέλεσε μεταγενέστερη εξέλιξη, πιθανώς ρωμαϊκή.
Τον Πρώτο Αιώνα. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν τον υπολογισμό των 12 ωρών για την ημέρα, ξεκινώντας από την ανατολή. Ο Ιησούς είπε: «Δεν υπάρχει επί δώδεκα ώρες το φως της ημέρας;» (Ιωα 11:9) Φυσικά, αυτό έκανε τη διάρκεια των ωρών να ποικίλλει από τη μια ημέρα στην άλλη ανάλογα με τις εποχές. Μόνο κατά τις ισημερίες είχαν αυτές οι ώρες ίση διάρκεια, όπως έχουν οι δικές μας. Προφανώς, αυτή η ελαφρά διακύμανση, η οποία δεν ήταν τόσο έντονη στην Παλαιστίνη, δεν προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση. Η αρχή της ημέρας αντιστοιχούσε περίπου στις 6:00 π.μ., σύμφωνα με τη δική μας ώρα. Στην παραβολή των εργατών στο αμπέλι, ο Ιησούς ανέφερε την 3η ώρα, την 6η, την 9η, την 11η και, μία ώρα αργότερα, το “βράδυ” (το οποίο θα ήταν η 12η ώρα). Οι ώρες αυτές πρέπει να αντιστοιχούσαν κατά σειρά στις δικές μας 8:00-9:00 π.μ., 11:00 π.μ. ως τις 12 το μεσημέρι, 2:00-3:00 μ.μ., 4:00-5:00 μ.μ. και 5:00-6:00 μ.μ. (Ματ 20:3, 5, 6, 8, 12· Πρ 3:1· 10:9) Τα μεσάνυχτα και “το λάλημα του πετεινού” αποτελούν επίσης προσδιορισμούς του χρόνου στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. (Μαρ 13:35· Λου 11:5· Πρ 20:7· 27:27· βλέπε ΛΑΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΕΙΝΟΥ.) Υπό τη ρωμαϊκή επικυριαρχία οι Ιουδαίοι φαίνεται ότι υιοθέτησαν τη ρωμαϊκή διαίρεση της νύχτας σε τέσσερις φυλακές αντί των προγενέστερων τριών.—Λου 12:38· Ματ 14:25· Μαρ 6:48.
Μια Φαινομενική Αντίφαση. Μερικοί επισημαίνουν μια φαινομενική αντίφαση μεταξύ της δήλωσης στο εδάφιο Μάρκος 15:25, όπου λέγεται ότι ο Ιησούς κρεμάστηκε στο ξύλο την «τρίτη ώρα», και της δήλωσης στο εδάφιο Ιωάννης 19:14, όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι “περίπου την έκτη ώρα” ολοκληρωνόταν η τελική δίκη του ενώπιον του Πιλάτου. Ο Ιωάννης είχε πρόσβαση στην αφήγηση του Μάρκου και ασφαλώς θα μπορούσε να είχε επαναλάβει την ώρα που ανέφερε εκείνος. Άρα, θα πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος για τον οποίο διατύπωσε την ώρα διαφορετικά από τον Μάρκο.
Γιατί υπάρχει αυτή η φαινομενική αντίφαση; Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, αλλά καμιά δεν ικανοποιεί όλες τις αντιρρήσεις. Απλώς δεν διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες ώστε να εξηγήσουμε με βεβαιότητα το λόγο για αυτή τη διαφορά μεταξύ των αφηγήσεων. Ίσως η αναφορά του Μάρκου ή του Ιωάννη στην ώρα να ήταν παρενθετική και όχι τοποθετημένη σε χρονολογική σειρά. Όπως και να έχει, ένα πράγμα είναι βέβαιο: και οι δύο συγγραφείς κατευθύνθηκαν από το άγιο πνεύμα.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια δείχνουν σαφώς ότι κατά την έκτη ώρα, δηλαδή στις 12 το μεσημέρι, ο Ιησούς κρεμόταν στο ξύλο ήδη αρκετή ώρα, εφόσον στο μεταξύ οι στρατιώτες είχαν ρίξει κλήρο για τα ενδύματά του και οι πρωθιερείς, οι γραμματείς, οι στρατιώτες και άλλοι περαστικοί μιλούσαν υβριστικά για αυτόν. Υποδεικνύουν επίσης ότι κατά τις 3:00 μ.μ. ο Ιησούς εξέπνευσε. (Ματ 27:38-45· Μαρ 15:24-33· Λου 23:32-44) Αυτό που έχει πραγματικά σημασία και πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες μας στις 14 Νισάν του 33 Κ.Χ.—Ματ 27:46-50· Μαρ 15:34-37· Λου 23:44-46.
Άλλες Χρήσεις. Η λέξη ὥρα χρησιμοποιείται πολλές φορές στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών με την έννοια «αμέσως» ή μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα. Κάποια γυναίκα που άγγιξε τα κρόσσια του εξωτερικού ενδύματος του Ιησού έγινε καλά «από εκείνη την ώρα». (Ματ 9:22) Η λέξη «ώρα» μπορεί να αναφέρεται σε ένα ιδιαίτερο ή βαρυσήμαντο χρονικό σημείο που δεν προσδιορίζεται επακριβώς ή στο σημείο έναρξης εκείνου του χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, ο Ιησούς είπε: «Σχετικά με εκείνη την ημέρα και την ώρα κανείς δεν γνωρίζει» (Ματ 24:36), «Έρχεται η ώρα που όποιος σας σκοτώσει θα νομίζει ότι έχει προσφέρει ιερή υπηρεσία στον Θεό» (Ιωα 16:2) και «Έρχεται η ώρα που δεν θα σας μιλήσω πια με παραβολές» (Ιωα 16:25).
Επίσης, η λέξη «ώρα» μπορεί να δηλώνει γενικά κάποιο διάστημα της ημέρας, όπως όταν οι μαθητές είπαν στον Ιησού σχετικά με το πλήθος που τον είχε ακολουθήσει σε έναν ερημικό τόπο: «Ο τόπος είναι ερημικός και η ώρα είναι ήδη πολύ περασμένη· πες στα πλήθη να φύγουν».—Ματ 14:15· Μαρ 6:35.
Μεταφορική ή Συμβολική Χρήση. Όταν χρησιμοποιείται συμβολικά ή μεταφορικά, η λέξη «ώρα» σημαίνει μια σχετικά σύντομη περίοδο χρόνου. Ο Ιησούς είπε στο πλήθος που βγήκε εναντίον του: «Αυτή είναι η ώρα σας και η εξουσία του σκοταδιού». (Λου 22:53) Τα δέκα κέρατα του κατακόκκινου θηρίου λέγεται ότι συμβολίζουν δέκα βασιλιάδες οι οποίοι πρόκειται να λάβουν εξουσία ως βασιλιάδες «μία ώρα» μαζί με το θηρίο. (Απ 17:12) Όσον αφορά τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη λέγεται: «Σε μία ώρα ήρθε η κρίση σου!» (Απ 18:10) Σε αρμονία με τα λόγια του Ιησού στα εδάφια Ματθαίος 13:25, 38 σχετικά με το σιτάρι και τα ζιζάνια, τις προειδοποιήσεις του Παύλου στα εδάφια Πράξεις 20:29 και 2 Θεσσαλονικείς 2:3, 7 για την επερχόμενη αποστασία, καθώς και τη δήλωση του Πέτρου στα εδάφια 2 Πέτρου 2:1-3, ο Ιωάννης, ο τελευταίος εν ζωή απόστολος, μπορούσε ορθά να πει: «Παιδάκια μου, είναι η τελευταία ώρα, και, όπως ακούσατε ότι έρχεται αντίχριστος, ακόμη και τώρα έχουν εμφανιστεί πολλοί αντίχριστοι· γεγονός από το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι η τελευταία ώρα». Αυτή ήταν όντως μια πολύ σύντομη περίοδος, «η τελευταία ώρα», το τελικό μέρος της αποστολικής περιόδου, μετά την οποία επρόκειτο να εκδηλωθεί σε όλη της την έκταση η αποστασία.—1Ιω 2:18.
Όπως είναι καταγραμμένο στα εδάφια Αποκάλυψη 8:1-4, ο απόστολος Ιωάννης είδε, ενώ γινόταν σιγή στον ουρανό «περίπου μισή ώρα», έναν άγγελο με θυμίαμα, το οποίο πρόσφερε μαζί με τις προσευχές όλων των αγίων. Αυτό μας θυμίζει κάτι που γινόταν στο ναό της Ιερουσαλήμ «την ώρα της προσφοράς του θυμιάματος». (Λου 1:10) Ο Άλφρεντ Έντερσχαϊμ, στο σύγγραμμα Ο Ναός ([The Temple] 1874, σ. 138), περιγράφει αυτή την «ώρα» αντλώντας πληροφορίες από την Ιουδαϊκή παράδοση: «Ο ιερέας που θυμιάτιζε και οι βοηθοί του ανέβαιναν αργά αργά τα σκαλιά που οδηγούσαν στα Άγια . . . Κατόπιν, ένας από τους βοηθούς άπλωνε με ευλάβεια τα κάρβουνα πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο, ενώ ο άλλος τακτοποιούσε το θυμίαμα. Στη συνέχεια ο ιερέας που εκτελούσε την κύρια υπηρεσία έμενε μόνος μέσα στα Άγια, αναμένοντας το σήμα του προεδρεύοντος, προτού κάψει το θυμίαμα. . . . Μόλις ο προεδρεύων έδινε την εντολή, η οποία σήμαινε ότι “είχε έρθει η ώρα του θυμιάματος”, “ολόκληρο το πλήθος του λαού έξω” αποσυρόταν από την εσωτερική αυλή και γονάτιζε ενώπιον του Κυρίου, απλώνοντας τα χέρια σε σιωπηλή προσευχή. Αυτή την άκρως κατανυκτική ώρα επικρατούσε απόλυτη σιωπή ανάμεσα στο πλήθος των λάτρεων σε όλα τα τεράστια κτίρια του Ναού, ενώ μέσα στο ίδιο το αγιαστήριο ο ιερέας τοποθετούσε το θυμίαμα πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο και το νέφος της “ευωδίας” ανέβαινε ενώπιον του Κυρίου».