Ταϋλάνδη
Έκθεση Βιβλίου Έτους 1991
Ο ΦΡΑΝΚ ΝΤΙΟΥΑΡ ήταν Νεοζηλανδός και καλά εξοικειωμένος με τις δυσκολίες. Εξάλλου, ήταν ανάμεσα στα εφτά άτομα που, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ταξίδευαν στο Νότιο Ειρηνικό με τον Φωτοδότη, ένα δικάταρτο καΐκι μήκους 16 μέτρων. Όσο για τα προηγούμενα έξι χρόνια, με φλέγοντα ιεραποστολικό ζήλο, αυτός είχε ταξιδέψει σ’ ολόκληρη τη Νέα Ζηλανδία, και είχε πλεύσει ως την Αυστραλία, την Ταϊτή και τη Ραροτόνγκα των Νησιών Κουκ. Είχε ένα άγγελμα να κηρύξει. Και όντως κήρυξε για τη Βασιλεία του Θεού! Επειδή δεν του αρκούσε να ευαγγελίζεται στο Νότιο Ειρηνικό, έστρεψε την προσοχή του στην παγωμένη Σιβηρία. Τι γύρευε, λοιπόν, αυτός ο 27χρονος, τον Ιούλιο του 1936—ένα ζεστό, αποπνικτικό και γεμάτο υγρούς μουσώνες μήνα—στην ιδιότυπη πόλη της Μπανγκόκ όπου δεν γνώριζε κανέναν και δεν μιλούσε τη γλώσσα;
Το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Αυστραλία είχε ζητήσει απ’ αυτόν και από τους συντρόφους του, έξι ακόμα σκαπανείς, δηλαδή ολοχρόνιους κήρυκες, να διαλέξουν μια χώρα της Άπω Ανατολής ως τομέα για κήρυγμα. Ο Φρανκ διάλεξε το Σιάμ, που τώρα ονομάζεται Ταϋλάνδη, επειδή πίστευε ότι αυτό ήταν το κοντινότερο σημείο προς τη Σοβιετική Ένωση.
Έτσι, ο Φωτοδότης, μαζί με τους εφτά θαρραλέους σκαπανείς, αναχώρησε από την Αυστραλία για τη Σιγκαπούρη. Αφού κήρυξαν για λίγο στη Σιγκαπούρη και στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλάγια (που αποτελεί τώρα μέρος της Μαλαισίας), ο Φρανκ μάζεψε τα πράγματά του, αγόρασε ένα εισιτήριο και, με πέντε μόνο δολάρια (περ. 750 δρχ.) στην τσέπη του, πήρε το τρένο για την Μπανγκόκ, όπου και έφτασε στις 22 Ιουλίου 1936.
Το ταξίδι με το τρένο για την Μπανγκόκ ήταν μακρύ, κουραστικό, αποπνικτικό και ζεστό· τα βαγόνια ήταν παραγεμισμένα, αλλά ήταν φανερό ότι ο Ιεχωβά Θεός φρόντιζε για τον νεαρό Φρανκ—επειδή βρισκόταν μπροστά του ένα μεγάλο έργο. Ωστόσο, ο Φρανκ δεν ήταν ο πρώτος που έφερε τα καλά νέα στο Σιάμ. Ο πρώτος ήταν ο Κλάουντ Γκούτμαν.
Τα καλά νέα σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού έφτασαν για πρώτη φορά στην Ταϋλάνδη το 1931, όταν ο Κλάουντ Γκούτμαν από την Αγγλία επισκέφτηκε την πρωτεύουσα, την Μπανγκόκ. Αυτός είχε αρχίσει το σκαπανικό στην Ινδία το 1929. Αφού εργάστηκε στην Κεϋλάνη (τώρα Σρι Λάνκα), στη Βιρμανία (τώρα Μιανμάρ), και στη Μαλάγια, αναγκάστηκε να περιμένει στην Πενάνγκ για ένα πλοίο με προορισμό την Καλκούτα της Ινδίας. Εκμεταλλευόμενος αυτή την ευκαιρία, πήρε το τρένο για την Μπανγκόκ όπου κήρυξε από σπίτι σε σπίτι επί μια περίπου εβδομάδα, αφήνοντας σε ενδιαφερόμενα άτομα στοίβες από Βιβλικά έντυπα στην αγγλική. Ο Κλάουντ δεν ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν να διατηρηθεί το ενδιαφέρον ανάμεσα στους Ταϋλανδούς. Ποιοι είναι αυτοί και πώς είναι η χώρα τους;
Η «Χώρα με τα Χαμόγελα»
Έχετε ποτέ ακούσει για τη «χώρα με τα χαμόγελα»; Ίσως να έχετε μια σιαμαία γάτα. Ενδεχομένως να έχετε ακούσει για δίδυμα που είναι Σιαμαία. Αυτά τα ονόματα σχετίζονται με το Βασίλειο της Ταϋλάνδης, μιας εξωτικής χώρας στη Νοτιοανατολική Ασία.
Η Ταϋλάνδη, που έχει περίπου το μέγεθος της Γαλλίας, συνορεύει δυτικά με τη Μιανμάρ, βόρεια και βορειοανατολικά με το Λάος, ανατολικά με την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. Σ’ όλη τη διάρκεια του έτους, οι 56 εκατομμύρια κάτοικοί της απολαμβάνουν τροπικό κλίμα. Λόγω των εκτάσεων εύφορης γης, ιδιαίτερα στις κεντρικές πεδιάδες, και των ιδανικών συνθηκών ανάπτυξης, η Ταϋλάνδη μοιάζει με φυσική κούπα ρυζιού. Τα παράκτια νερά του Κόλπου της Ταϋλάνδης και της Θάλασσας Άνταμαν, η οποία ανήκει στον Ινδικό Ωκεανό, σφύζουν από θαλάσσια ζωή σ’ όλο τους το μήκος, που ξεπερνάει τα 2.600 χιλιόμετρα.
Από πολύ παλιά, η Ινδία και ιδιαίτερα η Κίνα έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή σ’ αυτή τη χώρα. Μέσω των εμπόρων της, η Ινδία διέδωσε τα πιστεύω του Ινδουισμού και του Βουδισμού σε όλη τη «χώρα με τα χαμόγελα». Ωστόσο, πριν από χίλια και πλέον χρόνια, οι Ταϋλανδοί άρχισαν να εξαπλώνονται στα νότια της Κίνας. Έτσι, η γενεαλογική γραμμή πολλών Ταϋλανδών ανάγεται σ’ εκείνους που μετανάστευσαν από τη νότια Κίνα.
Από το 1939, το επίσημο όνομα της χώρας είναι Ταϋλάνδη, πράγμα που δείχνει την αγάπη που έχει ο λαός της για την ελευθερία. Γιατί; «Ταϋλάνδη» σημαίνει «Χώρα των Ελευθέρων», και παρ’ όλο που τα γειτονικά της κράτη έγιναν αποικίες στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, η Ταϋλάνδη κατάφερε να διατηρήσει την πολιτική ανεξαρτησία της. Ωστόσο, ένα άλλο είδος ελευθερίας ήταν άγνωστο στη χώρα επί μακρό διάστημα, ωσότου έφτασε εκεί ο Γκούτμαν και αργότερα ο Ντιούαρ. Ας δούμε πώς αναπτύχθηκε αυτή η ελευθερία ανάμεσα σ’ ένα μη Χριστιανικό πληθυσμό, που ζει σε μια χώρα η οποία βρίσκεται ‘στα έσχατα της γης’.—Πράξ. 1:8.
Ένας Θρησκευτικά Απόμακρος Τόπος
Από τότε που σχηματίστηκε ως έθνος, το 13ο αιώνα, η Ταϋλάνδη είναι Βουδιστική χώρα. Περίπου το 95 τοις εκατό του πληθυσμού είναι Βουδιστές, το 4 τοις εκατό είναι Μουσουλμάνοι και λιγότερο από το 1 τοις εκατό ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί. Το είδος του Βουδισμού που ασκούν οι Ταϋλανδοί ονομάζεται Θεραβάντα, ή αλλιώς Χιναγιάνα, και είναι πολύ ανεκτικό. Λόγω της κοινής άποψης ότι όλες οι θρησκείες είναι καλές, οι άνθρωποι συχνά ασκούν ταυτόχρονα το Βουδισμό μαζί με τον Κομφουκιανισμό. Ο Ανιμισμός είναι ακόμη πολύ βαθιά ριζωμένος. Και ο Βραχμανισμός έχει επιβληθεί σε πολλές από τις συνήθειες του Βουδισμού.
Οι Βουδιστές δέχονται ότι οι συνέπειες των περασμένων πράξεων, δηλαδή το Κάρμα, είναι υπεύθυνες για την τωρινή κατάσταση της ζωής του ατόμου. Εφόσον η Βουδιστική φιλοσοφία δεν κάνει ούτε καν μνεία της ύπαρξης κάποιου υπερανθρώπινου όντος, δεν υπάρχει η συναίσθηση ότι ο άνθρωπος είναι υπόλογος σε κάποιον ανώτερο. Οι Βουδιστές εμπιστεύονται στον εαυτό τους για απόκτηση γνώσης και φώτισης. Ο «Βούδας, ο Κύριος», όπως με σεβασμό τον αποκαλούν οι Ταϋλανδοί, ούτε δίδαξε τον Θεό ούτε αρνήθηκε την ύπαρξή του.
Αν λάβουμε υπόψη αυτό το θρησκευτικό περιβάλλον, κατανοούμε ότι η Ταϋλάνδη πράγματι υπήρξε ένας απόμακρος τόπος όσον αφορά την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου άρχισαν να φτάνουν στην Ταϋλάνδη το 16ο και το 17ο αιώνα. Αν και προσπάθησαν να φέρουν την Αγία Γραφή κοντά στους ανθρώπους, δεν τους βοήθησαν να ‘γνωρίσουν την αλήθεια για να απελευθερωθούν’. (Ιωάν. 8:32) Για να συμβεί αυτό, οι Ταϋλανδοί θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι να μπει για τα καλά ο 20ός αιώνας—μέχρι να έρθουν άνθρωποι σαν τον Φρανκ Ντιούαρ.
Το Άγγελμα της Ελευθερίας Φτάνει στην Ταϋλάνδη
Τα 1.500 χιλιόμετρα με το τρένο από την Κουάλα Λουμπούρ στην Μπανγκόκ λιγόστευαν αργά-αργά για τον αδελφό Ντιούαρ. Αυτός στεκόταν όρθιος σ’ ένα παραγεμισμένο βαγόνι τρίτης θέσης επί 36 εξαντλητικές ώρες. Ο ίδιος είπε: «Τρέκλιζα αρκετά επειδή είχα τραυματιστεί σ’ ένα ατύχημα στην Κουάλα Λουμπούρ λίγους μήνες νωρίτερα. Αλλά ο Ιεχωβά, μέσω των αγγέλων του, με φρόντισε».
Στο ίδιο τρένο ταξίδευε ένας φιλικός νεαρός Ταϋλανδός, που ήταν γιος ενός πρώην πρέσβη της Ταϋλάνδης στην Αυλή του Αγίου Ιακώβου, στην Αγγλία. Όταν έμαθε ποιος ήταν ο σκοπός για τον οποίο ο Φρανκ Ντιούαρ πήγαινε στην Ταϋλάνδη και ότι όλα του τα χρήματα ήταν περίπου πέντε δολάρια, με καλοσύνη φρόντισε τον Φρανκ επί ένα διάστημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Φρανκ μπόρεσε να ορθοποδήσει στη νέα χώρα.
Ο Φρανκ άρχισε να εργάζεται αμέσως, διαδίδοντας το Γραφικό άγγελμα της θρησκευτικής ελευθερίας και, κατά το υπόλοιπο του πρώτου έτους, κήρυξε εκτεταμένα στις εμπορικές και οικιστικές περιοχές της πόλης, δίνοντας έμφαση στον αγγλόφωνο και στον κινεζόφωνο πληθυσμό. Δεν υπήρχαν ακόμα Βιβλικά έντυπα διαθέσιμα στη γλώσσα τάι.
Συμμετέχουν Περισσότεροι Ξένοι Σκαπανείς
Αργότερα, σ’ ένα ταξίδι στη Μαλάγια, ο Φρανκ συνάντησε έναν ψηλό και κεφάτο Γερμανό σκαπανέα, τον Βίλι Ουνγκλάουμπε, από το Κένιξμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, που ήταν τότε μέρος της Γερμανίας. Ζηλωτής και ριψοκίνδυνος σκαπανέας όπως ήταν, ο Βίλι είχε ήδη κηρύξει σε διάφορες χώρες, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, της Αλγερίας και της Ισπανίας, καθώς και στο νησί της Κορσικής. Σε μια συνέλευση στη Λουκέρνη της Ελβετίας που έγινε το 1936, ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, που ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, είπε στον Βίλι και στο συνεργάτη του, τον Κουρτ Γκρούμπερ, ότι θα ήταν καλύτερο να κηρύξουν κάπου αλλού, εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου που μαινόταν στην Ισπανία. Εκείνοι έψαξαν στο Βιβλίο Έτους για να δουν πού χρειάζονταν σκαπανείς, και διάλεξαν τη Σιγκαπούρη, τη Μαλάγια και την Ταϋλάνδη. Έτσι, όταν ο Φρανκ Ντιούαρ επέστρεψε στην Ταϋλάνδη στις αρχές του 1937, συνοδευόταν από τον Βίλι Ουνγκλάουμπε. Ωστόσο, ο Κουρτ Γκρούμπερ παρέμεινε στη Μαλάγια.
Το 1938, σ’ αυτούς τους δυο σκληρά εργαζόμενους σκαπανείς στην Ταϋλάνδη προστέθηκε ο Τζον Έντουαρτ (Τεντ) Σέγουελ, ένας νεαρός σκαπανέας από την Αυστραλία. Αφού είχε βαφτιστεί μόλις πριν από δυο χρόνια, ο Τεντ ήταν αρκετά καινούριος στην αλήθεια. Ωστόσο, σε μια συνέλευση που έγινε στο Σίντνεϊ το 1938, όταν ο αδελφός Ρόδερφορντ έκανε έκκληση για αδελφούς που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν σε χώρες της Άπω Ανατολής, ο Τεντ δεν δίστασε να πάρει την απόφαση. Αμέσως, όπως έκαναν πολλοί από τους πρώτους σκαπανείς, αυτός είπε: «Ιδού, εγώ, απόστειλόν με».—Ησ. 6:8.
Το Σεπτέμβριο του 1939, ενόσω ο Κουρτ Γκρούμπερ κήρυττε στην Πενάνγκ της Μαλάγια, ένας φιλικά διακείμενος αξιωματούχος της αστυνομίας τού είπε ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία και ότι όλοι οι Γερμανοί υπήκοοι που βρίσκονταν σε βρετανικές περιοχές θα τίθονταν υπό περιορισμό όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος. Συμβούλεψε τον αδελφό Γκρούμπερ να εγκαταλείψει τη Μαλάγια αμέσως. Ο Κουρτ έτρεξε στο αυτοκίνητό του, πήγε γρήγορα στο μέρος που έμενε για να πάρει τα προσωπικά του είδη και με τη βοήθεια του αξιωματούχου πέρασε τα σημεία ελέγχου χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα κατάφερε να ταξιδέψει μ’ ένα κινέζικο ιστιοφόρο που πήγαινε στην Μπανγκόκ, έχοντας το αυτοκίνητό του κρυμμένο κάτω από ένα μεγάλο σωρό με καρύδες. Τι μεγάλη χαρά ήταν αυτή, να υπάρχουν τώρα τέσσερις σκαπανείς στον τεράστιο τομέα της Ταϋλάνδης!
Σκαπανικό και Κοριοί
Το κήρυγμα των καλών νέων δεν ήταν καθόλου εύκολο. Μολονότι οι Ταϋλανδοί σε γενικές γραμμές είναι ευγενικοί και φιλόξενοι, εκείνη την περίοδο που δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη ο τουρισμός, πολύ λίγοι είχαν άμεσες επαφές με ξένους. Έτσι, δεν είχαν την τάση να είναι προσιτοί στους ξένους. Ο γλωσσικός φραγμός περιέπλεκε το πρόβλημα, αφού οι σκαπανείς δεν ήξεραν να μιλούν καλά τη γλώσσα τάι. Επίσης, οι εκδόσεις που πρόσφεραν δεν ήταν ξένες μόνο σε περιεχόμενο, αλλά και στη γλώσσα.
Επιπλέον, τα εμπόδια που προκαλούσε το θρησκευτικό περιβάλλον και ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων δημιουργούσαν περισσότερες προκλήσεις. Επειδή είναι ευχαριστημένοι με τη δική τους ανεκτική και βολική θρησκεία, οι Ταϋλανδοί συνήθως δεν ψάχνουν για κάτι καλύτερο ούτε λαχταρούν κάποιο Μεσσία που θα τους φέρει απελευθέρωση.
Επίσης, λόγω των συνθηκών, απαιτούνταν από τους σκαπανείς να είναι ευχαριστημένοι με λιγότερα υλικά αποκτήματα και να τα βγάζουν πέρα με λιγότερες ανέσεις απ’ αυτές που είχαν προηγουμένως. Επειδή έπρεπε να συντηρούνται μόνοι τους, εκείνοι οι περιπλανόμενοι σκαπανείς δεν είχαν τη δυνατότητα να μένουν σε καταλύματα σαν κι αυτά που απολάμβαναν άλλοι ξένοι που βρίσκονταν εκεί για εμπορικούς σκοπούς. Όταν έφτανε σε μια καινούρια πόλη, ο σκαπανέας θα έπρεπε να μείνει σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, που τις περισσότερες φορές το διαχειρίζονταν Κινέζοι. Όπως θυμάται ο Φρανκ Ντιούαρ:
«Στο σταθμό του τρένου, στο σταθμό των λεωφορείων ή στο λιμάνι, έπρεπε να νοικιάζω μια χειράμαξα για εμένα και μια για να μεταφέρει τα χαρτοκιβώτια που είχα με βιβλία. Με 25 περίπου σατάνγκ (περίπου 13 δρχ. με την αξία της εποχής εκείνης) με πήγαιναν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, όπου αφού συνεννοούμουν με τον υπάλληλο μπορούσα να εγκατασταθώ. Ο υπάλληλος μου έδινε μια μικρή λάμπα πετρελαίου και έλεγε σ’ ένα παιδί να με οδηγήσει στο δωμάτιο. Το παιδί μού έδειχνε το δωμάτιο, μου έδινε μια μικρή πετσέτα και μου έλεγε πού είναι το μπάνιο και η τουαλέτα. Όταν έφευγε το παιδί, εγώ έριχνα το περιεχόμενο της λάμπας πάνω στο κρεβάτι για να αποθαρρύνω τα πλήθη των κοριών, ξαναγέμιζα τη λάμπα, έκανα ένα μπάνιο, έτρωγα και, αφού διάβαζα λίγο, τελικά ξάπλωνα κάτω από την κουνουπιέρα όπου καταϊδρωμένος κοιμόμουν μέσα σ’ εκείνο το πολύ μικρό και αποπνικτικό δωμάτιο».
Τα ταξίδια εκείνες τις μέρες είχαν επίσης τις δικές τους ιδιομορφίες. Περιγράφοντας ένα ταξίδι με το τρένο από την Μπανγκόκ στη βορεινή πόλη Τσιαγκ Μάι, ένας σκαπανέας είπε: «Έπρεπε να στεκόμαστε όλη τη νύχτα όρθιοι στην πλατφόρμα γιατί δεν υπήρχε ούτε τετραγωνικό εκατοστό ελεύθερο για να καθήσει κανείς· και όχι μόνο αυτό, αλλά οι διάδρομοι (του τρένου) ήταν γεμάτοι τσάντες και καλάθια, μερικά από τα οποία είχαν μέσα πάπιες και πουλερικά, ενώ πάνω τους κάθονταν άνθρωποι. Καθώς το τρένο κατευθυνόταν βορειότερα, σε κάθε σταθμό μάς έβρεχαν με νερό, γιατί τότε ήταν η γιορτή της οποίας χαρακτηριστικό αποτελούσε το κατάβρεγμα, και οι Σιαμαίοι απολαμβάνουν ιδιαίτερα αυτή τη γιορτή. Στη διάρκεια της ξηρασίας, μπορεί να ταξιδέψει κανείς στις αγροτικές περιοχές με λεωφορείο· ανακαλύψαμε, όμως, ότι κι αυτά ήταν πάντοτε γεμάτα κόσμο και ζώα. Ή, μερικές φορές, έπρεπε να βγούμε όλοι έξω για να φορτωθεί ένα φορτίο ρύζι, και μετά έπρεπε να αναρριχηθούμε για να μπούμε μέσα προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαμε».
Οι Προσευχές για Μεταφραστή Απαντήθηκαν
Στη διάρκεια εκείνων των πρώτων λίγων ετών, σπάρθηκαν πολλοί σπόροι της αλήθειας της Βασιλείας στον ταϋλανδικό αγρό, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις επαρχίες. Ο αδελφός Ντιούαρ, όταν εργάστηκε τέσσερις περίπου μήνες στις βορεινές πόλεις, μπόρεσε να διαθέσει 2.491 βιβλία και βιβλιάρια. Στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1939, οι τρεις σκαπανείς που ήταν τότε εκεί διέθεσαν ένα σύνολο 4.067 δεμένων βιβλίων και 14.592 βιβλιαρίων, και έκαναν 113 συνδρομές. Ωστόσο, όλη αυτή η έντυπη ύλη ήταν γραμμένη είτε στην αγγλική είτε στην κινεζική είτε στην ιαπωνική γλώσσα. Δεν υπήρχαν ακόμη εκδόσεις διαθέσιμες στην τοπική γλώσσα, εκτός από το βιβλιάριο Προστασία, το οποίο είχε μεταφραστεί στη γλώσσα τάι από ένα μαθητή με αντάλλαγμα μερικά αγγλικά βιβλία.
Οι σκαπανείς κατανοούσαν ότι υπήρχε απόλυτη ανάγκη για έναν μεταφραστή—κάποιον που να είναι αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά και ο οποίος να έχει τη φλογερή επιθυμία να κάνει γνωστές στους Ταϋλανδούς τις πολύτιμες αλήθειες σχετικά μ’ Αυτόν και τη Βασιλεία Του. Ο αδελφός Ουνγκλάουμπε έγραψε στον αδελφό Ρόδερφορντ λέγοντάς του ότι δεν είχαν μεταφραστή. Ο αδελφός Ρόδερφορντ απάντησε: «Δεν βρίσκομαι εγώ στην Ταϋλάνδη· εσείς βρίσκεστε εκεί. Να έχετε πίστη στον Ιεχωβά, να εργάζεστε με επιμέλεια και θα βρείτε μεταφραστή». Οι σκαπανείς είχαν πίστη και συνέχισαν τις προσπάθειες. Και ο Ιεχωβά δεν τους απογοήτευσε.
Στη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1939, ο Κουρτ Γκρούμπερ και ο Βίλι Ουνγκλάουμπε ταξίδεψαν νότια, στο Τσιαγκ Μάι, όπου και βρήκαν το μεταφραστή για τον οποίο προσεύχονταν—την Τσομτσάι Ινθαφάν. Εκείνον τον καιρό, η Ινθαφάν ήταν διευθύντρια του Πρεσβυτεριανού Σχολείου Θηλέων. Αφού είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Μανίλας, στις Φιλιππίνες, γνώριζε πολύ καλά την αγγλική γλώσσα καθώς και τη γλώσσα τάι. Επίσης, επειδή είχε βαθιά αγάπη για τον Θεό και ζήλο για να τον υπηρετεί, σύντομα αναγνώρισε ότι αυτά που κήρυτταν οι δυο σκαπανείς ήταν η αλήθεια.
Παρά την εναντίωση από τους Πρεσβυτεριανούς ιεραποστόλους και τις δελεαστικές προσφορές από το σχολείο, η Τσομτσάι υπέβαλε την παραίτησή της και ειδοποίησε ότι εγκατέλειπε την εκκλησία.a Ενώ συνέχιζε να δουλεύει στο σχολείο ως το τέλος του σχολικού έτους, άρχισε να μεταφράζει το βιβλίο Σωτηρία. Αργότερα, όταν ιδρύθηκε γραφείο τμήματος στην Μπανγκόκ, η Τσομτσάι έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της οικογένειας Μπέθελ. Επί πολλά χρόνια, η Τσομτσάι έκανε όλη τη μεταφραστική εργασία. Επειδή αγαπούσε τα αιλουροειδή, πήρε μαζί της στο Μπέθελ τη σιαμαία γάτα της. Αν και τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της υπέφερε από διάφορες αναπηρίες, συνέχισε πιστά τη γεμάτη αφοσίωση υπηρεσία της μέχρι που πέθανε το 1981, σε ηλικία 73 ετών.
Οι Πρώτοι Ντόπιοι Ευαγγελιζόμενοι
Φαίνεται ότι πριν ακόμη φτάσουν στο Τσιαγκ Μάι, το Δεκέμβριο του 1939, οι αδελφοί Γκρούμπερ και Ουνγκλάουμπε είχαν εργαστεί στις βορεινές πόλεις Φράε και Ναν. Στη Φράε, μια νοσοκόμα πήρε τα βιβλιάρια Σπίτι και Ευτυχία, και Προστασία και τα έδωσε στη φίλη της, την Μπουακχίεο Ναντχά, που ήταν νοσοκόμα στη Ναν, και της είπε ότι οι δυο ξένοι θα πήγαιναν σύντομα στη Ναν. Η Μπουακχίεο, αν και μεγάλωσε Βουδίστρια, είχε γίνει Πρεσβυτεριανή δυο χρόνια νωρίτερα, αφού σπούδασε σ’ ένα Πρεσβυτεριανό οικοτροφείο και πήρε μαθήματα νοσοκόμας σ’ ένα νοσοκομείο που ανήκε στην εκκλησία στο Τσιαγκ Μάι. Διάβασε τα βιβλιάρια με μεγάλο ενδιαφέρον. Έτσι, όταν οι δυο σκαπανείς έφτασαν στη Ναν, ήταν έτοιμη να μελετήσει την Αγία Γραφή.
Όταν η Μπουακχίεο στάλθηκε στο Τσιαγκ Μάι για περισσότερη εκπαίδευση, συνάντησε ξανά τον Κουρτ και τον Βίλι, οι οποίοι τότε διεξήγαν τακτικές συναθροίσεις μ’ έναν όμιλο ενδιαφερόμενων ατόμων. Η Τσομτσάι είχε συστήσει τους σκαπανείς στο διευθυντή της Πρεσβυτεριανής θεολογικής σχολής, τον Κχαμ-άι Τσαϊβάν. Αφού συζήτησαν τα θέματα σχετικά με την Τριάδα, τον άδη και την ψυχή, αυτός αναγνώρισε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δίδασκαν την αλήθεια που έψαχνε. Λυπήθηκε τον Κουρτ και τον Βίλι, και τους ζήτησε να φύγουν από το ξενοδοχείο και να εγκατασταθούν στο σπίτι του. Έκανε καλή πρόοδο στην αλήθεια. Όταν ο εργοδότης του τον πίεσε να συμβιβαστεί όσον αφορά τις αρχές της Αγίας Γραφής, αυτός δεν έκανε πίσω, παρ’ όλο που εξαιτίας αυτού έχασε τη δουλειά του και τη σύνταξη που του είχαν υποσχεθεί.
Αφού πέρασαν τέσσερα χρόνια σκληρής εργασίας, οι προσπάθειες των τεσσάρων ξένων σκαπανέων άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Το 1940, η Μπουακχίεο Ναντχά, η Τσομτσάι Ινθαφάν, η σαρκική αδελφή της Τσομτσάι, η Καεομαλούν, καθώς και ο Κχαμ-άι Τσαϊβάν και η σύζυγός του, η Μπουακχίεο, βαφτίστηκαν, και ήταν οι πρώτοι ντόπιοι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ταϋλάνδη.
Από Συγγενή σε Συγγενή
Όπως και οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού λαχταρούσαν να πουν στους συγγενείς τους ότι είχαν βρει τον Μεσσία, το ίδιο κι αυτοί οι νέοι μαθητές δεν δίστασαν να κηρύξουν τα καλά νέα στις οικογένειές τους και στους φίλους τους. (Παράβαλε Ιωάννης 1:41.) Ο αδελφός Κχαμ-άι είχε ένα συγγενή, τον Κχαμ Ρακσάτ, ο οποίος ήταν πρεσβύτερος της ενορίας του Σαν Καμφαένγκ, κοντά στο Τσιαγκ Μάι· μάλιστα αυτός είχε χτίσει την εκκλησία εκεί. Ο Κχαμ, όπως και ο Κχαμ-άι, ήταν ένας ειλικρινής άνθρωπος που έψαχνε να βρει την αλήθεια. Προσκάλεσε τον Κουρτ, την Τσομτσάι και την αδελφή της, την Καεομαλούν, στην εκκλησία του για να κηρύξουν και να εξηγήσουν την Αγία Γραφή. Εξοργισμένοι απ’ αυτό, οι Πρεσβυτεριανοί ιεραπόστολοι έβαλαν μερικούς από τους δασκάλους του σχολείου να διώξουν τους Μάρτυρες. Ωστόσο, αυτή η αντιχριστιανική συμπεριφορά δυνάμωσε πιο πολύ την απόφαση του Κχαμ να συνεχίσει τη μελέτη της Αγίας Γραφής με τους Μάρτυρες. Μερικά χρόνια αργότερα, ιδρύθηκε μια εκκλησία στο Σαν Καμφαένγκ. Ο Κχαμ έγινε προεδρεύων επίσκοπος αυτής της εκκλησίας και με καμάρι κρέμασε έξω από το σπίτι του την επιγραφή «Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Στα μετέπειτα χρόνια, πολλά μέλη των οικογενειών Τσαϊβάν και Ρακσάτ ήρθαν στην αλήθεια.
Χρειάστηκε να γίνουν μακροχρόνιες και βαθιές συζητήσεις για να μπορέσουν η Τσομτσάι και η Καεομαλούν να πείσουν τη μητέρα τους για το ποια ήταν η αλήθεια. Αυτή, όπως και όλοι οι πρώτοι Μάρτυρες στην Ταϋλάνδη, ήταν προηγουμένως κατ’ όνομα Χριστιανή και ήταν πολύ δραστήρια στην τοπική ενορία του Μπαν Παέν που βρισκόταν περίπου 30 χιλιόμετρα νότια του Τσιαγκ Μάι. Το γεγονός ότι άφησε την εκκλησία προκάλεσε αρκετή αναστάτωση στο χωριό. Όμως, η αποφασιστικότητά της και το θάρρος της είχαν καλά αποτελέσματα, γιατί αρκετοί άνθρωποι στο χωριό δέχτηκαν την αλήθεια και, με τον καιρό, ιδρύθηκε μια εκκλησία.
Από τη μητέρα της Τσομτσάι, η αλήθεια εξαπλώθηκε στην οικογένεια του ξαδέλφου της Τσομτσάι, στο Τσομ Θονγκ, μια περιοχή της επαρχίας του Τσιαγκ Μάι, όπου λίγο αργότερα δημιουργήθηκε ένας άλλος όμιλος Μαρτύρων.
Έτσι, οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά στο κήρυγμα των καλών νέων στην Ταϋλάνδη, ιδιαίτερα στο βόρειο μέρος της χώρας, όπου υπήρχαν όμιλοι Προτεσταντών σε διάφορες πόλεις και χωριά, ήταν άνθρωποι με κατ’ όνομα Χριστιανικό υπόβαθρο. Θα περνούσε ακόμα λίγος καιρός μέχρι να ασπαστεί την αλήθεια της Αγίας Γραφής ο πρώτος Βουδιστής.
Το Έργο Συνεχίζεται Παρά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Επειδή η Ταϋλάνδη παρέμεινε ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ξένοι σκαπανείς και οι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι μπόρεσαν να συνεχίσουν ανεμπόδιστα το κήρυγμά τους. Ενόσω ο Κουρτ Γκρούμπερ και ο Βίλι Ουνγκλάουμπε είχαν αυτές τις συναρπαστικές εμπειρίες στις βόρειες επαρχίες, ο Τεντ Σέγουελ παρέμεινε στην πρωτεύουσα, όπου μια οικογένεια ενδιαφερομένων από τη Σρι Λάνκα συμμετείχε μαζί του στο έργο μαρτυρίας. Το 1941, όταν η αδελφή Τσομτσάι μετακόμισε στην Μπανγκόκ, αυτή η οικογένεια με καλοσύνη τη δέχτηκε στο σπίτι της. Με τον καιρό, έδειξαν ενδιαφέρον και άλλοι, κυρίως Κινέζοι, και οργανώθηκε μια εκκλησία.
Η Ίντιθ Μουνγκσίν, που είναι τώρα πάνω από 80 χρονών, θυμάται ακόμη την πρώτη της συνάντηση με την εκκλησία στην Μπανγκόκ: «Ήρθα σε επαφή με την Αγία Γραφή σ’ ένα Προτεσταντικό σχολείο. Μετά το θάνατο του Άγγλου πατέρα μας, στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, οι τρεις αδελφές μου κι εγώ σταλθήκαμε σ’ ένα Προτεσταντικό οικοτροφείο στο Τσιαγκ Μάι, όπου γίνονταν και μαθήματα για την Αγία Γραφή. Έτσι, από μικρό παιδί έμαθα την ιστορία του Ιησού Χριστού και στην καρδιά μου ρίζωσε βαθιά αγάπη και βαθύς σεβασμός γι’ αυτόν. Ωστόσο, επειδή δεν τολμούσα να ρωτήσω κανέναν και επειδή οι μαθητές φοβούνταν τους δασκάλους, αρκετές ερωτήσεις σχετικά με την Αγία Γραφή παρέμειναν αναπάντητες. Αργότερα, έζησα λίγο στη Σιγκαπούρη και επέστρεψα στην Ταϋλάνδη το 1941. Σ’ ένα ταξίδι στο Τσιαγκ Μάι, επισκέφτηκα επίσης και τον Κχαμ-άι Τσαϊβάν, ο οποίος θυμόμουν ότι ήταν αρχηγός εκείνης της Πρεσβυτεριανής κοινότητας. Επειδή βιαζόμουν να προλάβω το τρένο για την Μπανγκόκ εκείνη την ημέρα, δεν μου έδωσε και πολλή μαρτυρία. Παρ’ όλα αυτά μου έδωσε τρία βιβλιάρια και με παρακίνησε να τα διαβάσω.
»Στο τρένο, πήρα γρήγορα τα βιβλιάρια στα χέρια μου και τα διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος. Με συνάρπασαν οι εξηγήσεις που έδιναν αυτά τα βιβλιάρια για τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και, ταυτόχρονα, έμεινα κατάπληκτη επειδή αυτές οι πληροφορίες ήταν τελείως διαφορετικές από εκείνες που είχαμε διδαχτεί στο σχολείο. Επειδή ήθελα να ανακαλύψω ποια ήταν η αλήθεια, έψαξα στην Μπανγκόκ για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Την ώρα που βρήκα το μέρος στο οποίο συναθροίζονταν, εκείνοι διεξήγαν μια Γραφική μελέτη. Έτσι, κάθησα και παρακολούθησα μαζί τους. Γνώριζα πολύ καλά ένα άτομο από τα 12 που παρευρίσκονταν—την Τσομτσάι, η οποία ήταν δασκάλα στο σχολείο στο οποίο είχα φοιτήσει· ήμασταν πολύ ευτυχισμένες που ξανασυναντηθήκαμε.
»Όταν αυξήθηκε η γνώση και η κατανόηση που είχα για την Αγία Γραφή, σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία. Επίσης, έβγαλα το σταυρό από το λαιμό μου. Δυο πρεσβύτεροι της εκκλησίας με επισκέφτηκαν στο σπίτι μου και, προσπαθώντας να με κάνουν να επιστρέψω στην εκκλησία, μου είπαν: ‘Μην πιστεύεις αυτούς τους ψευδομάρτυρες!’ Εγώ τους είπα, ‘Αφήστε με πρώτα να μελετήσω την Αγία Γραφή και να σιγουρευτώ. Αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν λάθος, θα επιστρέψω στην εκκλησία σας’. Κι εκείνοι δεν ξαναήρθαν ποτέ».
Η Ιαπωνική Εισβολή Φέρνει Δοκιμασίες
Καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ιαπωνία επέκτεινε την επιρροή της στην Ασία και στον Ειρηνικό, η Ταϋλάνδη ένιωσε τελικά τη μάστιγα του πολέμου. Ο Τζορτζ Πάουελ, ένας Αυστραλός που φρόντιζε για την αποθήκη εντύπων της Εταιρίας στη Σιγκαπούρη προτού απαγορευτεί εκεί το έργο και ο οποίος μετακόμισε κατόπιν στην Ταϋλάνδη, θυμάται την αδελφή Τσομτσάι που, ένα πρωινό του Δεκεμβρίου του 1941, κατέβαινε τις σκάλες φωνάζοντας, «Είναι γεγονός!» Ναι, το ραδιόφωνο είχε μόλις ανακοινώσει την έναρξη της ιαπωνικής προέλασης προς την Ταϋλάνδη. Παρ’ όλο που οι ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν επηρέασαν πάρα πολύ την καθημερινή ζωή των ντόπιων ανθρώπων, οι οικονομικές συνθήκες χειροτέρεψαν. (Η περιβόητη γέφυρα του ποταμού Κβάι [Χουάε Νόι] και ο «σιδηρόδρομος του θανάτου» φτιάχτηκαν από ξένους αιχμαλώτους πολέμου.) Και η κατοχή από μια ξένη δύναμη που ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας επηρέασε το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων.
Το 1941, αφού είχαν υπηρετήσει στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (τώρα Ινδονησία), δυο Γερμανοί σκαπανείς, ο Χανς Τόμας και ο Βόλφχελμ Φουκς, πήραν καινούριο διορισμό για την Ταϋλάνδη, η οποία ήταν ακόμη ουδέτερη. Ωστόσο, όταν άρχισε η ιαπωνική εισβολή, όλοι οι ξένοι σκαπανείς αντιμετώπισαν εμπόδια στο κήρυγμά τους, είτε επειδή ήταν υπήκοοι χωρών που πολεμούσαν με την Ιαπωνία ή με τη σύμμαχό της, τη Γερμανία, είτε επειδή ήταν υπήκοοι συμμάχων της Ιαπωνίας οι οποίοι δίωκαν με δριμύτητα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στην ίδια την Ιαπωνία, οι Μάρτυρες ήταν ήδη υπό απαγόρευση επί αρκετά χρόνια.
Λίγες μέρες μετά την εισβολή, οι ιαπωνικές αρχές έβαλαν την ταϋλανδική αστυνομία να συλάβει τον Τζορτζ Πάουελ και τον Τεντ Σέγουελ και να τους στείλει σ’ ένα στρατόπεδο κράτησης στην Μπανγκόκ, όπου έμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου, δηλαδή τρία χρόνια και οχτώ μήνες. Το 1942, συνελήφθησαν οι Γερμανοί Κουρτ Γκρούμπερ, Χανς Τόμας και Βόλφχελμ Φουκς, και κατασχέθηκαν τα έντυπα που βρίσκονταν στην αποθήκη. Ο Βίλι Ουνγκλάουμπε, επειδή βρισκόταν εκείνον τον καιρό στο εσωτερικό της χώρας, διέφυγε τη σύλληψη. Παρ’ όλο που οι ιαπωνικές αρχές έψαξαν πάρα πολύ για να τον βρουν, κατάφερε να μη συλληφθεί σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Τους περισσότερους ντόπιους ευαγγελιζομένους δεν τους πείραξαν καθόλου. Ωστόσο, όταν κήρυτταν από σπίτι σε σπίτι, ιδιαίτερα στην Μπανγκόκ, τους ακολουθούσαν Ιάπωνες αστυνομικοί με πολιτικά. Συχνά, αφού ο ευαγγελιζόμενος έφευγε από το σπίτι, αυτοί οι άντρες έμπαιναν και ανέκριναν τον οικοδεσπότη, μάλιστα μερικές φορές τον απειλούσαν κιόλας.
Ενόσω οι αδελφές Τσομτσάι και Μπουακχίεο κήρυτταν στο βόρειο μέρος της πόλης Ναν συνέβη το εξής περιστατικό. Η αστυνομία έψαξε τις τσάντες τους και πήρε τις αδελφές στο αστυνομικό τμήμα. Συνελήφθη ακόμα κι ένας πρεσβύτερος της τοπικής ενορίας, ο Ντουανγκαέο Τζαριτιονφάν, με τον οποίο είχαν συζητήσει αρκετές φορές. Η Τσομτσάι και η Μπουακχίεο έμειναν υπό κράτηση μερικές μέρες στην αστυνομία, μέχρι που τακτοποιήθηκε το ζήτημα. Προφανώς, ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας που δεν του άρεσε το κήρυγμά τους τις είχε κατηγορήσει ψευδώς ότι ανήκαν στην πέμπτη φάλαγγα. Παρεμπιπτόντως, ο Ντουανγκαέο, ο πρεσβύτερος της ενορίας, τελικά ήρθε στην αλήθεια.
Αποκλεισμένοι—Όχι Όμως Ξεχασμένοι
Μετά τη σύλληψή τους, οι τρεις Γερμανοί σκαπανείς κρατήθηκαν από τον ιαπωνικό στρατό. Η αδιάκοπη ανάκριση, μαζί με απάνθρωπους ξυλοδαρμούς, κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Οι αξιωματικοί τούς είπαν να υπογράψουν μια δήλωση στην ιαπωνική γλώσσα, την οποία δεν τους μετέφραζαν. Όταν οι αδελφοί αρνήθηκαν, ένας αξιωματικός κραύγασε θυμωμένα: «Δεν μας ενδιαφέρει τι λέτε σχετικά με τη Βασιλεία των ουρανών· όσο για τη γη, οι Ιάπωνες είναι εκείνοι που θα την κυβερνήσουν!»
Ο Χανς Τόμας αφηγείται: «Επειδή δεν ήμασταν Ναζί, η γερμανική πρεσβεία δεν έκανε απολύτως τίποτα για να μας βοηθήσει. Μάλιστα μας είπαν: ‘Ξέρετε τι θα σας είχε συμβεί στη Γερμανία!’ Τελικά, παραμείναμε στη στρατιωτική φυλακή αρκετές εβδομάδες, κάναμε μια αίτηση στις ταϋλανδικές αρχές παρακαλώντας τες να κάνουν κάτι για εμάς. Εξάλλου, είχαμε μεταναστεύσει νόμιμα στην Ταϋλάνδη για να επιτελέσουμε το ιεραποστολικό μας έργο, έχοντας την άδεια της κυβέρνησης. Και εφόσον δεν είχαμε κάνει τίποτα ενάντια στην κυβέρνηση της Ταϋλάνδης, δεν βλέπαμε το λόγο για τον οποίο οι ιαπωνικές στρατιωτικές αρχές έπρεπε να μας κρατούν στη φυλακή. Εφόσον η Ταϋλάνδη ήταν γνωστή ως χώρα ελεύθερων ανθρώπων και, από νομική άποψη, δεν βρισκόταν υπό την ιαπωνική κυριαρχία, αλλά υπήρχε μόνο μια συνθήκη φιλίας με την Ιαπωνία, ζητήσαμε να μας παραδώσουν στις ταϋλανδικές αρχές. Τελικά η αίτησή μας εγκρίθηκε».
Οι σκαπανείς στάλθηκαν στα γραφεία της Κεντρικής Υπηρεσίας Ερευνών στην Μπανγκόκ και κρατήθηκαν εκεί. Οι ντόπιοι αδελφοί μπορούσαν να τους επισκέπτονται και να τους παρέχουν ό,τι είχαν ανάγκη κάθε μέρα για να κρατηθούν στη ζωή. Ενόσω κρατούνταν σ’ αυτή την υπηρεσία, παραλήφθηκε μια έκθεση σχετικά με τις αδελφές οι οποίες είχαν συλληφθεί στη Ναν. Ο υπεύθυνος αξιωματικός ασχολούνταν και με την υπόθεση των Γερμανών αδελφών. Όταν διάβασε την έκθεση από τη Ναν, είπε: «Α, η Τσομτσάι! Η Σκοπιά! Τους ξέρω αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είναι επικίνδυνοι». Δόθηκε εντολή στη Ναν να αφήσουν ελεύθερες τις Μάρτυρες και να κλείσουν την υπόθεση. Λίγο αργότερα, ελευθερώθηκε επίσης ο Κουρτ, ο Χανς και ο Βόλφχελμ. Παρεμπιπτόντως, αυτός ο αξιωματικός είχε επισκεφτεί προηγουμένως το σπίτι των αδελφών στην Μπανγκόκ για να μελετήσει την Αγία Γραφή.
Οι Γερμανοί σκαπανείς έλαβαν βοήθεια και μ’ έναν άλλον τρόπο. Επειδή δεν είχαν πια καμιά επικοινωνία με την οργάνωση του Ιεχωβά στο εξωτερικό, ήταν, σαν να λέγαμε, ολομόναχοι. Ταυτόχρονα, έπρεπε να είναι πολύ επιφυλακτικοί για να αποφύγουν τη σύλληψη από τις ιαπωνικές αρχές. Λίγους μήνες πριν από την ιαπωνική εισβολή, οι σκαπανείς διεξήγαν μια Γραφική μελέτη με το διευθυντή μιας ελβετικής εταιρίας που έκανε εισαγωγές και εξαγωγές. Αυτός ο φιλικά διακείμενος άνθρωπος βοήθησε τώρα τους σκαπανείς, με το να τους προσλάβει ως πωλητές ειδών χαρτικής ύλης, με ποσοστά. Αυτή η εργασία τούς εξυπηρέτησε πάρα πολύ. Μπορούσαν, όχι μόνο να καλύπτουν τις καθημερινές τους ανάγκες, αλλά και να αποταμιεύουν αρκετά χρήματα για να τυπώνουν στην Ταϋλάνδη βιβλιάρια, ανανεώνοντας έτσι τα λιγοστά τους έντυπα. Και όταν προμηνύονταν φασαρίες στον τομέα, μπορούσαν πάντοτε να ξεθάβουν μερικά χαρτικά είδη από τον πάτο των μεγάλων σάκων τους.
Ούτε και οι δυο Αυστραλοί σκαπανείς που βρίσκονταν στο στρατόπεδο κράτησης έμειναν ‘εγκαταλελειμμένοι’. (2 Κορ. 4:9) Ο Τζορτζ Πάουελ αναφέρει: «Οι πιστοί Γερμανοί αδελφοί μας και οι Ταϋλανδές αδελφές μας ποτέ δεν μας εγκατέλειψαν στη διάρκεια εκείνων των άστατων ημερών. Δεχόμασταν με χαρά τα φρούτα που μας έφερναν, αλλά το γεγονός ότι ανταλλάσσαμε ενθάρρυνση μ’ αυτούς τους ήταν κάτι πολύ πιο αναζωογονητικό που έκανε τη ζωή μας πιο υποφερτή και γεμάτη ελπίδα».
Τι έκαναν οι αδελφοί αφότου η ιαπωνική κατοχή διέκοψε κάθε προμήθεια πνευματικής τροφής; Συνέχισαν να διεξάγουν τακτικά συναθροίσεις, περιλαμβανομένης και της εβδομαδιαίας Μελέτης Σκοπιάς. Όταν δεν υπήρχαν πλέον διαθέσιμα νέα τεύχη, άρχισαν να χρησιμοποιούν τα παλιότερα, αρχίζοντας με τα πιο πρόσφατα. «Η Σκοπιά του Νοεμβρίου του 1941, με το άρθρο ‘Η Δαιμονική Διακυβέρνηση Τελειώνει’, ήταν η τελευταία που λάβαμε», θυμάται ο αδελφός Τόμας. «Απ’ αυτό το τεύχος, αρχίσαμε να μελετάμε προς τα πίσω, έτος προς έτος, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα ο πόλεμος θα τελείωνε κι εμείς θα μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή με την Εταιρία. Πέρασαν περισσότερα από τέσσερα ατέλειωτα χρόνια. Μελετούσαμε τις Σκοπιές του 1936, όταν άρχισαν να φτάνουν καινούρια τεύχη περιοδικών».
Δυναμωμένοι για Μεταπολεμική Δράση
Στις 24 Νοεμβρίου 1945, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την ημέρα που διακόπηκαν οι επικοινωνίες, λάβαμε ένα τηλεγράφημα από το γραφείο του προέδρου της Εταιρίας στο Μπρούκλιν των Η.Π.Α., που ενημέρωνε τους αδελφούς ότι τώρα το παγκόσμιο έργο μαρτυρίας είχε αυξηθεί όσο ποτέ προηγουμένως. Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας τον Αύγουστο και την επακόλουθη απελευθέρωση των αδελφών Πάουελ και Σέγουελ, έγιναν διευθετήσεις να μεταφερθεί η αποθήκη εντύπων σ’ έναν πιο κατάλληλο χώρο ο οποίος θα ήταν επίσης αρκετά μεγάλος ώστε να μπορούν να διεξάγονται εκεί συναθροίσεις. Με τη βοήθεια Ταϋλανδών αξιωματούχων, νοικιάστηκε μια ιδιοκτησία στην οδό Σόι Ντέκο, κοντά στην οδό Σάιλομ.
Πριν από τον πόλεμο, και στη διάρκειά του, οι σκαπανείς είχαν εργαστεί πολύ σπέρνοντας τους σπόρους της αλήθειας, κι έτσι υπήρχε τώρα ένας πυρήνας ενδιαφερομένων ατόμων. Συνεπώς, ήταν πολύ επίκαιρο για τους αδελφούς το γεγονός ότι, το 1946, έλαβαν ένα φορτίο με έντυπα που περιείχε το Θεοκρατικό Βοήθημα δια τους Διαγγελείς της Βασιλείας, το Βιβλίο Έτους και το βιβλιάριο Οδηγίαι Οργανώσεως. Οι σκαπανείς καταβρόχθισαν την ύλη αυτών των πολύτιμων βοηθημάτων, προσπαθώντας να «κερδίσουν το χαμένο έδαφος», αλλά και να μεταδώσουν αυτές τις νέες πληροφορίες στους ενδιαφερόμενους συντρόφους τους. Αρκετά καινούρια άτομα έγιναν ευαγγελιζόμενοι, αλλά χρειαζόταν ακόμα να αποκτήσουν πληρέστερη εκτίμηση για τη θεοκρατική οργάνωση.
Οι σκαπανείς δαπανήθηκαν με επιμέλεια για να διαδώσουν τα καλά νέα μέσω αυτής της νέας προμήθειας εντύπων. Έτσι, στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1946, ο όμιλος των 14 ευαγγελιζομένων και σκαπανέων διέθεσε 14.183 βιβλία και βιβλιάρια, και άρχισε 47 Γραφικές μελέτες. Τι κατόρθωμα ήταν αυτό για εκείνη τη μικρή ομάδα!
Η έκδοση της Σκοπιάς στη σιαμική (τάι) αποτέλεσε ορόσημο, και άρχισε με το τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1947. Ήταν μηνιαία έκδοση σε 200 πολυγραφημένα αντίτυπα. Οι Ταϋλανδοί αδελφοί ξεχείλιζαν από χαρά, επειδή τώρα λάβαιναν τακτικά στερεή πνευματική τροφή στη δική τους γλώσσα. Δεν θα χρειαζόταν πια μεταφραστής στη Μελέτη Σκοπιάς.
Πρώτη Επίσκεψη από τον Πρόεδρο
Τον Απρίλιο του 1947, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ο Νάθαν Ο. Νορ, συνοδευόμενος από το γραμματέα του, τον Μίλτον Τζ. Χένσελ, έκανε την πρώτη του επίσκεψη στην Ταϋλάνδη. Τότε έγινε και η πρώτη συνέλευση που διεξάχθηκε ποτέ στην Ταϋλάνδη. Η δημόσια ομιλία με τίτλο «Η Χαρά Όλων των Ανθρώπων» εκφωνήθηκε σ’ ένα ακροατήριο 275 ατόμων, στην αίθουσα διαλέξεων του Πανεπιστημίου Τσουλαλονγκόρν, στην Μπανγκόκ.
Ο τοπικός τύπος έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στην ομιλία. Ωστόσο, δυο εφημερίδες κατηγόρησαν τον αδελφό Νορ ότι στη διάλεξή του δυσφήμισε τη Βουδιστική θρησκεία. Αυτό το λεπτό ζήτημα είχε ως επακόλουθο να γίνει αμέσως έρευνα από τους αξιωματούχους της Κεντρικής Υπηρεσίας Ερευνών. Η έρευνα αποκάλυψε ότι δεν είχαν γίνει προσβλητικές δηλώσεις ή σχόλια. Οι συντάκτες και των δυο εφημερίδων ζήτησαν συγνώμη δημόσια για την κακή ενημέρωση των κατοίκων της Μπανγκόκ και για την αδικία που είχε γίνει σε βάρος του Ν. Ο. Νορ και της Εταιρίας Σκοπιά. Διάφορες άλλες εφημερίδες δημοσίευσαν την απάντηση της Εταιρίας στην επίκριση αυτή, με αποτέλεσμα να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη μαρτυρία για την αλήθεια απ’ όση έδωσε η ίδια η διάλεξη.
Η Ταϋλάνδη Γίνεται Τμήμα
Στη διάρκεια της επίσκεψης του αδελφού Νορ έγιναν διευθετήσεις για να οργανωθεί καλύτερα το έργο. Προς χαρά των αδελφών που βρίσκονταν στην αποθήκη εντύπων στην Μπανγκόκ, ο αδελφός Νορ ανακοίνωσε ότι ο Τζορτζ Πάουελ θα γινόταν επίσκοπος τμήματος όταν θα επέστρεφε στην Ταϋλάνδη, μετά την αποφοίτησή του από την όγδοη τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς εκείνη τη χρονιά. Έτσι, η Ταϋλάνδη έγινε τμήμα την 1η Σεπτεμβρίου 1947.
Λίγο μετά απ’ αυτό, ο Κουρτ Γκρούμπερ διορίστηκε επίσκοπος περιοχής για να επισκέπτεται τις τέσσερις εκκλησίες στο Βορρά και τη μια στην Μπανγκόκ. Αυτές οι επισκέψεις βελτίωσαν την εκτίμηση των αδελφών για τις θεοκρατικές διευθετήσεις και διαδικασίες, περιλαμβανομένου και του πόσο σημαντικό είναι να δίνεται έκθεση για το χρόνο που δαπανάται στο κήρυγμα. Ως αποτέλεσμα, ο συνολικός αριθμός των ευαγγελιζομένων στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1948 αυξήθηκε αλματωδώς, από 31 σε 65.
Περαιτέρω ώθηση δόθηκε στο έργο τον Απρίλιο του 1948, με την πρώτη συνέλευση περιοχής που έγινε στο Τσιαγκ Μάι. Φανταστείτε την έκπληξη και τη χαρά των αδελφών στη συνέλευση όταν για πρώτη φορά παρακολούθησαν τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας! Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από αγροτικά χωριά και είχαν λίγη σχολική εκπαίδευση, αλλά από τώρα και στο εξής θα μπορούσαν να ωφελούνται από τη θεοκρατική εκπαίδευση και διδασκαλία που προμηθεύει η οργάνωση του Ιεχωβά στο λαό του όπου κι αν βρίσκεται.
Οι δημόσιες συναθροίσεις, που είχαν αρχίσει τρία χρόνια νωρίτερα σε πολλές χώρες, άρχισαν τώρα και στην Ταϋλάνδη. Ιδιαίτερα στην Μπανγκόκ, οι δημόσιες διαλέξεις διαφημίζονταν μέσω φυλλαδίων και αυτοκινήτων με μεγάφωνα. Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν αυτές τις συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας και στα δημόσια σχολεία. Κάποτε εκφωνήθηκε μια δημόσια ομιλία στην Ένωση Βουδιστών, στην Μπανγκόκ. Ήταν ασυνήθιστο θέαμα να παρατηρεί κάποιος 125 Βουδιστές μοναχούς, ντυμένους με τις κίτρινες στολές τους, να κάθονται εύτακτα και σε σειρές, και να ακούνε προσεκτικά μια διάλεξη σχετικά με την αυθεντικότητα της Αγίας Γραφής. Στο τέλος, έκαναν αρκετές ερωτήσεις. Το Βιβλίο Έτους 1949 σχολίασε αυτό το γεγονός ως εξής: «Πολλοί απ’ αυτούς τους ιερείς είναι μορφωμένοι και, αντίθετα με τους ιερείς της Καθολικής Ιεραρχίας, δεν είναι μισαλλόδοξοι, έχουν καλούς τρόπους και είναι ευγενικοί».
Οι Ιεραπόστολοι της Γαλαάδ Ανοίγουν Ένα Καινούριο Κεφάλαιο
Σε μια προσπάθεια να ισχυροποιηθεί η τοπική οργάνωση, η Εταιρία κάλεσε τους αδελφούς Γκρούμπερ και Τόμας να παρακολουθήσουν τη 15η τάξη της Σχολής Γαλαάδ. Η αποφοίτησή τους έγινε στη Διεθνή Συνέλευση Αύξηση της Θεοκρατίας, στο Στάδιο Γιάνκι της Νέας Υόρκης, στις 30 Ιουλίου 1950. Όταν επέστρεψαν, συνάντησαν πέντε άλλους ιεραποστόλους της Γαλαάδ (εκτός από τον Τζορτζ Πάουελ) που είχαν φτάσει εν τω μεταξύ—τον Άλφρεντ Λάακσο από την 7η τάξη και τους Τζόζεφ Ε. Μπαμπίνσκι, Ντόναλντ Μπέρκχαρτ, Τζέραλντ (Τζέρι) Ρος και Ντάροου Στάλαρντ, όλους από τη 12η τάξη.
Το 1951 και το 1952, έφτασαν κι άλλοι απόφοιτοι της Γαλαάδ. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Γκάι Μόφατ από την Αγγλία και ο Νιλ Κρόκετ από τη Νέα Ζηλανδία (και οι δυο είχαν διοριστεί αρχικά στη Μαλαισία), ο Έσκο και η Άνγια Παγιασάλμι, και ο Έλον και η Χέλβι Χαρτέβα από τη Φινλανδία, και η Εύα Χίμπερτ και η Μαργκερίτ Ρουντ από τον Καναδά. Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1952, υπηρετούσαν συνολικά στην Ταϋλάνδη 20 ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι στη Γαλαάδ.
Με τόσο πολλούς ιεραποστόλους έτοιμους να βοηθήσουν στο έργο, ιδρύθηκαν ιεραποστολικοί οίκοι σε διάφορα μέρη της χώρας, περιλαμβανομένου του Τσιαγκ Μάι, της Ναν και του Λαμπάνγκ στο Βορρά, της Ναχόν Ρατσχασίμα στην κεντρική Ταϋλάνδη, και της Ναχόν Σι Θάμμαρατ και της Σόγκχλα στο Νότο. (Στα πιο πρόσφατα χρόνια, διορίστηκαν επίσης ιεραπόστολοι για λίγο καιρό στη Χον Καέν, στο Ούμπομ Ρατσαθανί, στο Ούντομ Θάνι και στη Ναχόν Σαβάν.) Αυτοί οι ιεραποστολικοί οίκοι έγιναν θεοκρατικά οχυρά για τους αδελφούς, επειδή ήταν τοπικά κέντρα που παρείχαν την τόσο αναγκαία πνευματική υποστήριξη και ενθάρρυνση.
Η Εκμάθηση μιας Νέας Γλώσσας Αποτελεί Πρόκληση
Μια βασική απαίτηση για να είναι κάποιος πετυχημένος ιεραπόστολος είναι η ικανότητα να επικοινωνεί με τους ανθρώπους στη δική τους γλώσσα—μια τρομερή πρόκληση για πολλούς ιεραποστόλους στην Ταϋλάνδη. Το πρόβλημα με τη γλώσσα τάι δεν είναι ότι έχει περίπλοκη και πολύπλοκη γραμματική. Στην πραγματικότητα, η γραμματική είναι απλή, μια και δεν χρειάζεται να ανησυχεί κάποιος για άρθρα, καταλήξεις, γένη, συζυγίες, κλίσεις ή πληθυντικούς, επειδή δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα.
Αντίθετα με τους απεικονιστικούς χαρακτήρες της κινεζικής γλώσσας, η τάι έχει ένα φωνητικό αλφάβητο που αποτελείται από 44 σύμφωνα και 32 φωνήεντα, τα οποία ενώνονται για να σχηματίσουν ηχητικές συλλαβές. Όμως, εκείνο που κάνει αυτή τη γλώσσα τόσο διαφορετική από τις γλώσσες της Δύσης είναι ο τονικός της χαρακτήρας, ο οποίος είναι παρόμοιος με τον κινεζικό. Στην τάι υπάρχουν πέντε διαφορετικοί τόνοι. Έτσι, με βάση την αλλαγή του τόνου, μια λέξη ή μια συλλαβή μπορεί να έχει διάφορες και μερικές φορές αντίθετες έννοιες. Για παράδειγμα, η λέξη «κχάο» όταν προφέρεται με μειούμενη ένταση σημαίνει «ρύζι»· με χαμηλό τόνο, σημαίνει «νέα». Η ίδια λέξη σημαίνει «άσπρο» όταν της δοθεί αυξανόμενη ένταση, ενώ στον κοινό, τον κανονικό, τόνο σημαίνει «δυσοσμία». Έτσι, ένας καινούριος ιεραπόστολος, αντί να πει ότι φέρνει «καλά νέα», μπορεί να πει ότι φέρνει «καλό ρύζι», «καλό άσπρο» ή «καλή δυσοσμία».
Το να μάθει κανείς καλά αυτές τις ιδιορρυθμίες (περιλαμβανομένων και μερικών φωνητικών ήχων που είναι τελείως διαφορετικοί απ’ αυτούς που χρησιμοποιούνται στις περισσότερες γλώσσες της Δύσης) απαιτεί εξάσκηση, υπομονή και επιμονή. Και όπως συμβαίνει και με άλλες γλώσσες, ένας νεοφερμένος συνήθως κάνει λάθη τα οποία μπορεί να είναι αρκετά αστεία. Όταν εξηγούσε τη διαφορά μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά και των θρησκειών του Χριστιανικού κόσμου, μια ιεραπόστολος ήθελε να πει στον οικοδεσπότη ότι εμείς δεν χρησιμοποιούμε το σταυρό. Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα είπε ήταν ότι εμείς δεν χρησιμοποιούμε «παντελόνια». «Ούτε οι άντρες;» αναρωτήθηκε ο οικοδεσπότης. «Κανένας», απάντησε με σιγουριά η αδελφή.
Οι περισσότεροι από τους αρχικούς ξένους σκαπανείς και τους πρώτους ιεραποστόλους της Γαλαάδ έμαθαν τη γλώσσα μόνοι τους. Αργότερα, η Εταιρία εγκαινίασε μια νέα μέθοδο για να βοηθήσει τους ιεραποστόλους να μάθουν τη γλώσσα που μιλιέται στο διορισμό τους. Το να ασχολούνται με τη μελέτη της γλώσσας 11 ώρες την ημέρα τον πρώτο μήνα και 5 ώρες την ημέρα το δεύτερο μήνα δεν ήταν τόσο εύκολο. Ωστόσο, οι ιεραπόστολοι εκτίμησαν πάρα πολύ αυτή τη διευθέτηση, επειδή τους βοήθησε να κάνουν αποτελεσματικότερο το κήρυγμά τους και τη διδασκαλία τους.
Τραβούν την Προσοχή Λιγότερο απ’ Ό,τι οι Φάρανγκ
Ένα σημαντικό γεγονός της δεύτερης επίσκεψης του αδελφού Νορ, τον Απρίλιο του 1951, ήταν η καθιέρωση του έργου ειδικού σκαπανέα. Ικανοί ντόπιοι αδελφοί και αδελφές διορίστηκαν να βοηθήσουν τις εκκλησίες στο έργο κηρύγματος και να ανοίξουν καινούριους τομείς. Επειδή δεν χρειάζεται να αγωνίζονται για να καταλάβουν την τοπική γλώσσα και επειδή τραβούν την προσοχή λιγότερο απ’ ό,τι οι λευκοί φάρανγκ, δηλαδή οι ξένοι, οι αυτόχθονες σκαπανείς έπαιξαν ζωτικό ρόλο στη διάδοση του αγγέλματος και στη βοήθεια καινούριων ατόμων. Σήμερα, υπάρχουν περίπου 70 ειδικοί σκαπανείς (πάνω από το 6 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων).
Οι αδελφές Μπουακχίεο Ναντχά και Σομσρί Φαντχουφραγιούν (τώρα Νταραγουάν) διορίστηκαν να υπηρετήσουν ως οι πρώτες ειδικές σκαπάνισσες στη νότια πόλη της Ναχόν Σι Θάμμαρατ. Ο αδελφός Σα-νγκάτ Μουνγκσίν, ένας άλλος ειδικός σκαπανέας, στάλθηκε στο Τσιαγκ Ράι, τη βορειότερη επαρχία η οποία συνορεύει με τη Μιανμάρ. Οι προηγούμενοι σκαπανείς είχαν διαθέσει πολλά έντυπα σ’ εκείνα τα μέρη, και αυτοί οι ειδικοί σκαπανείς ανυπομονούσαν τώρα να συνεχίσουν το έργο και να αρχίσουν Γραφικές μελέτες.
Οι δυο ειδικές σκαπάνισσες στη Ναχόν Σι Θάμμαρατ συνάντησαν την Κρουαμάτ, μια νεαρή Βουδίστρια που είχε το δικό της κατάστημα όπου έραβε ρούχα. Επειδή δεν ήθελε να αλλάξει τη θρησκεία της, απαιτήθηκαν πολλές επισκέψεις προκειμένου να πειστεί σιγά-σιγά να περικόψει λίγο χρόνο από το ράψιμο για να εξετάσει μερικές παραγράφους του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής». Ωστόσο, από τη στιγμή που κεντρίστηκε το ενδιαφέρον της, έγινε ενθουσιώδης σπουδάστρια της Αγίας Γραφής και, παρ’ όλη την εναντίωση από την οικογένειά της και τους φίλους της, άρχισε να συναναστρέφεται με τους Μάρτυρες και να κηρύττει τα καλά νέα. Σύντομα μετά το βάφτισμά της έγινε σκαπάνισσα. Η αδελφή Κρουαμάτ παντρεύτηκε αργότερα τον ιεραπόστολο Νιλ Κρόκετ, και υπηρέτησαν μερικά χρόνια στο έργο περιοχής. Τώρα αυτή είναι ειδική σκαπάνισσα σε μια εκκλησία της Μπανγκόκ, όπου ο Νιλ υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Δόθηκε Βοήθεια Παρά τις Απειλές Θανάτου
Όταν ο αδελφός Σα-νγκάτ κήρυττε στην πόλη Μάε Σάι, στα σύνορα με τη Μιανμάρ, είχε μια εμπειρία που δείχνει ότι όσοι έχουν προβατοειδή διάθεση και πεινούν για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη θα βρεθούν, παρά την απομόνωση ή την εναντίωση. Τον Οκτώβριο του 1951, αυτός ο αδελφός συνάντησε μια νεαρή γυναίκα, την Καρούν Τσουθιανγκτρόνγκ, που είχε γεννηθεί σε μια Βουδιστική οικογένεια η οποία ασκούσε προγονολατρία, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση. Η ίδια αφηγείται το ιστορικό της:
«Όταν ήμουν έφηβη, ρωτούσα συχνά τη γιαγιά από πού προήλθαμε και τι συμβαίνει μετά το θάνατο. Αλλά οι θρύλοι και τα παραμύθια που μου έλεγε για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου δεν με ικανοποιούσαν. Το 1945, όταν ήμουν 19 χρονών, ένας συγγενής στο Τσιαγκ Μάι έστειλε στην οικογένεια μια Καινή Διαθήκη στη γλώσσα τάι. Άρχισα να τη διαβάζω και παρατήρησα ότι μιλούσε για τον Θεό ως τον Δημιουργό καθώς και για την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Θυμάμαι ότι στα έντυπα που μας έστειλε ο συγγενής μας περιλαμβάνονταν δυο βιβλιάρια της Εταιρίας Σκοπιά. Ωστόσο, εκείνον τον καιρό είχα την εντύπωση ότι υπήρχε μόνο ένα είδος Χριστιανικής θρησκείας.
»Το 1946, βαφτίστηκα στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Γεμάτη ζήλο να μιλήσω σε άλλους σχετικά με το άγγελμα της σωτηρίας, ήθελα να γίνω κήρυκας. Έκανα αρκετές φορές αίτηση για να γίνω δεκτή σε σχολές που εκπαίδευαν διακόνους, τόσο στην Ταϋλάνδη όσο και στη γειτονική Μιανμάρ. Όμως, χωρίς να ξέρω το γιατί, δεν έγινα ποτέ δεκτή».
Όταν ο αδελφός Σα-νγκάτ επισκέφτηκε την Καρούν και μπόρεσε να απαντήσει στις ερωτήσεις της καθαρά και λογικά, αυτή πήρε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να αντιληφθεί ότι τα καλά νέα είναι αληθινά. Όμως, ούτε και η εναντίωση άργησε να αρχίσει. «Συχνά», συνεχίζει η ίδια, «όταν συζητούσαμε από την Αγία Γραφή, οι άνθρωποι πετούσαν πέτρες στο σπίτι μας ή έρχονταν απέξω και έκαναν πολύ θόρυβο για να μας ενοχλούν. Μια μέρα, ένας πρεσβύτερος της ενορίας ήρθε μ’ έναν αστυνομικό, που ήταν ο μικρότερος αδελφός του, και προσπάθησε να με τρομοκρατήσει απειλώντας ότι θα με συνελάμβανε αν δεν σταματούσα να συναναστρέφομαι με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο αδελφός Σα-νγκάτ εξακολούθησε να λαβαίνει απειλές εναντίον της ζωής του από μια ομάδα που ήταν γνωστή ως το Μαύρο Χέρι. Έτσι, η Εταιρία θεώρησε σκόπιμο να του δώσει καινούριο διορισμό στη Σόγκχλα, στα νότια της Ταϋλάνδης». Λίγο αργότερα, μια βραδιά του 1953, τον αδελφό Σα-νγκάτ τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν· η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
Εν τω μεταξύ, η Καρούν άρχισε να κηρύττει τα καλά νέα. Αν και τώρα ήταν ολομόναχη και βρισκόταν 320 χιλιόμετρα μακριά από την κοντινότερη εκκλησία, συνέχισε να κηρύττει με θάρρος, ενθαρρυνόμενη από τις επισκέψεις του επισκόπου περιοχής και από την έντυπη ύλη που της έστελνε τακτικά το γραφείο του τμήματος. Μετά το βάφτισμά της, το Νοέμβριο του 1952, η αδελφή Καρούν υπηρέτησε στο ολοχρόνιο έργο 20 και πλέον χρόνια και, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, συνεχίζει ακόμη να κηρύττει πιστά το άγγελμα της αληθινής ελευθερίας.
«Παράξενο Όνομα για Έναν Άνθρωπο του Θεού»
Οι πρώτοι σκαπανείς έπαιξαν ζωτικό ρόλο στην εδραίωση του έργου στην Ταϋλάνδη. Αν και αριθμητικά λίγοι, κήρυτταν ακούραστα στον τεράστιο τομέα τους. Πέρασαν χρόνια μέχρι να δουν αποτελέσματα, δηλαδή νέους μαθητές. Αλλά υπέμειναν. Είχαν ‘βάλει τα χέρια τους πάνω στο άροτρο’, και συνέχισαν χωρίς διακοπή.—Λουκ. 9:62.
Τελικά, οι περισσότεροι απ’ αυτούς έφυγαν από την Ταϋλάνδη για να υπηρετήσουν σε άλλους αγρούς. Με αμείωτο ζήλο και αγάπη για τον Ιεχωβά και για το συνάνθρωπό τους, συνέχισαν με επιμονή το ολοχρόνιο έργο, μερικοί ως το θάνατό τους, ενώ άλλοι μέχρι και σήμερα. Ο Βίλι Ουνγκλάουμπε, αφού είχε υπηρετήσει επί 50 και πλέον χρόνια, είπε: «Όταν αναπολώ τα περασμένα, όλος αυτός ο χρόνος μου φαίνεται σαν ένα μικρό χρονικό διάστημα. Το να είναι κανείς αγγελιοφόρος του Ιεχωβά είναι η πιο θαυμάσια υπηρεσία που θα μπορούσε να έχει στη γη. Βέβαια, χρειάζεται πίστη, πολλή πίστη, για την αντιμετώπιση των εμποδίων. Αλλά σκέφτομαι πάντοτε το εδάφιο Παροιμίαι 18:10. Ναι, αν δεν είχα αναλάβει το έργο σκαπανέα, δεν θα είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω το πώς ο Ιεχωβά φροντίζει για τους δούλους του αν αυτοί εξαρτώνται απ’ αυτόν. Όταν συλλογίζομαι την προφητεία στο εδάφιο Ησαΐας 2:2, αναγνωρίζω ότι υπάρχει ακόμη πολύ έργο να γίνει και θέλω να συνεχίσω να συμμετέχω σ’ αυτό το έργο ωσότου ο Ιεχωβά πει αρκεί». Μέχρι το τέλος της επίγειας πορείας του, πριν από λίγα χρόνια, ο αδελφός Ουνγκλάουμπε υπηρετούσε ακόμη ως σκαπανέας στη Γερμανία. Κάποτε, ένας άντρας στον τομέα σχολίασε ότι το όνομα «Ουνγκλάουμπε» (που σημαίνει «απιστία» στη γερμανική) ήταν στ’ αλήθεια «παράξενο όνομα για έναν άνθρωπο του Θεού».
Και τι θα πούμε για τον Φρανκ Ντιούαρ, τον πρώτο που έμεινε στην Ταϋλάνδη και κήρυξε τα καλά νέα εκεί; Οι διορισμοί του τον έφεραν σε διάφορες χώρες της ασιατικής ηπείρου, περιλαμβανομένης της Βιρμανίας, της Κίνας και της Ινδίας. Το 1966, επέστρεψε στην Ταϋλάνδη, όπου αυτός και η Βιρμανέζα σύζυγός του, η Λίλι, υπηρετούν ακόμη ως ειδικοί σκαπανείς στη βόρεια πόλη του Τσιαγκ Ράι. Ο γιος του, ο Ντόναλντ, υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής στη Μιανμάρ και τώρα έχει διοριστεί στο Μπέθελ της Γιανγκόν (Ρανγκούν).
Οι Ιεραπόστολοι Δοκιμάζονται
Ως «Χώρα των Ελευθέρων», η Ταϋλάνδη πάντοτε παρείχε θρησκευτική ελευθερία στους πολίτες της. Και οι Ταϋλανδοί Βουδιστές είναι από τη φύση τους ανεκτικοί. Έτσι, δεν υπήρξε ποτέ κυβερνητική εχθρότητα ή απροκάλυπτος διωγμός. Επομένως, θα περίμενε κανείς ότι αυτή η δυνατότητα για ελεύθερο και ανεμπόδιστο κήρυγμα των καλών νέων θα διευκόλυνε και θα επιτάχυνε το έργο.
Πράγματι, στη δεκαετία του 1950 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξανόταν σταθερά. Ωστόσο, πολλοί ξένοι ιεραπόστολοι αντιμετώπισαν ένα ιδιαίτερο είδος δοκιμασίας, και μερικοί απ’ αυτούς δεν κατάφεραν να το ξεπεράσουν με επιτυχία. Ο Κάρλε Χαρτέβα, ο μικρότερος αδελφός του Έλον Χαρτέβα, που ήταν απόφοιτος της 20ής τάξης της Γαλαάδ και ιεραπόστολος εκείνη την περίοδο, σχολιάζει: «Παρ’ όλο που η φιλικότητα των ανθρώπων έκανε τα πράγματα ευχάριστα, ύστερα από λίγο κούραζε πολύ αρκετούς ιεραποστόλους. Η φιλικότητα ήταν, και εξακολουθεί να είναι, μέρος του πολιτισμού και συχνά σχηματίζει έναν αδιόρατο τοίχο αντίστασης που είναι δύσκολο να ξεπεράσεις. Γι’ αυτόν το λόγο, οι σοβαρές και βαθιές συζητήσεις ήταν λιγοστές και σπάνιες».
Επίσης, λόγω του Βουδιστικού παρελθόντος τους, απαιτούνταν πολλή υπομονή για να βοηθηθούν τα καινούρια άτομα να καταλάβουν πλήρως τις αλήθειες της Αγίας Γραφής και να εναρμονίσουν τη ζωή τους με τους κανόνες του Ιεχωβά. «Οι οδοί του νέου κόσμου μας ήταν τόσο διαφορετικοί», συνεχίζει ο αδελφός Χαρτέβα, «και ταυτόχρονα το παρελθόν των ανθρώπων ήταν επίσης πολύ διαφορετικό, ριζωμένο σε μια πολύ ανεκτική θρησκεία. Εκείνες τις μέρες, πολλές ηλικιωμένες αδελφές συνήθιζαν να μασούν καρύδα του βετέλ, η οποία χρωμάτιζε τα δόντια τους μ’ ένα εβένινο μαύρο χρώμα. Άλλες αδελφές κάπνιζαν τσιγάρα φτιαγμένα από τις ίδιες, τα οποία είχαν μήκος 25 εκατοστά και ήταν τυλιγμένα σε ξερά φύλλα μπανάνας· μάλιστα αυτές οι αδελφές κάπνιζαν ακόμη και όταν πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Στο χωριό, μπορούσε κανείς να τις εντοπίσει από τα ‘σινιάλα καπνού’ που έκαναν. Επίσης, θυμάμαι ακόμα αδελφούς οι οποίοι κάπνιζαν σε συνελεύσεις περιοχής». Βέβαια, αργότερα σταμάτησαν αυτές τις αντιγραφικές συνήθειες.
Αρκετοί ιεραπόστολοι δοκιμάστηκαν όσον αφορά την υπομονή και την αφοσίωσή τους στο έργο, όταν διαπίστωσαν ότι θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να μπορέσουν να μιλήσουν τη γλώσσα τόσο καλά έτσι ώστε να γίνουν ικανοί να διδάσκουν και να κάνουν ομιλίες. Και αργότερα, όταν η αύξηση επιβραδύνθηκε και τα χρόνια περνούσαν χωρίς να προστίθεται ούτε ένας καινούριος μαθητής, μερικοί αποθαρρύνθηκαν.
Ωστόσο, άλλοι ιεραπόστολοι έκαναν τη χώρα στην οποία διορίστηκαν πατρίδα τους. Ύστερα από 20, 30 ή και περισσότερα χρόνια, εκπληρώνουν ακόμη τις υποχρεώσεις που έχουν ως ιεραπόστολοι και αποτελούν θαυμάσια παραδείγματα.
Μερικοί από τους παντρεμένους ιεραποστόλους αργότερα απέκτησαν οικογένεια, και γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορούσαν να είναι πια ιεραπόστολοι. Μερικά απ’ αυτά τα ζευγάρια είναι αξιέπαινα επειδή αποφάσισαν να παραμείνουν στην Ταϋλάνδη, όπου η ανάγκη για ώριμους διακόνους είναι πολύ μεγάλη.
Μια Ταινία της Εταιρίας ‘Ανοίγει τα Μάτια’
Εφόσον η αναλογία ήταν 1 ευαγγελιζόμενος ανά 100.000 περίπου κατοίκους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη δεκαετία του 1950 ήταν ελάχιστα γνωστοί στη χώρα. Επομένως, η κινηματογραφική ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει αποδείχτηκε μεγάλη βοήθεια σ’ ό,τι αφορά τη διαφώτιση των ανθρώπων σχετικά με το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Και οι ίδιοι οι Μάρτυρες ωφελήθηκαν πάρα πολύ, επειδή αυτή η ταινία άνοιξε τα μάτια τους και μπόρεσαν να αντιληφθούν το παγκόσμιο πεδίο δράσης της οργάνωσης του Ιεχωβά, πράγμα που τους υποκίνησε να αισθάνονται πιο κοντά σ’ αυτήν. Προηγουμένως, λίγοι Μάρτυρες μπορούσαν να οραματιστούν πόσο μεγάλη και εκτεταμένη είναι η ορατή οργάνωση του Θεού και πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί.
Ο Έσκο Πατζασάλμι πρόβαλλε την ταινία στο βόρειο τμήμα της Ταϋλάνδης και στην Μπανγκόκ. Πώς διαφήμιζε συνήθως την ταινία; «Νωρίς το πρωί, τοποθετούσαμε την οθόνη στον αθλητικό χώρο του χωριού όπου οι χωρικοί μπορούσαν εύκολα να δουν την ταινία», είπε ο ίδιος. «Έπειτα, επισκεπτόμασταν το σχολείο και απλώς μπαίναμε σε κάθε τάξη κάνοντας μια μικρή ανακοίνωση στους μαθητές και στους δασκάλους. Με τον τρόπο αυτό, όλο το χωριό μάθαινε τα νέα. Μετά τη δύση του ήλιου, μικροπωλητές με τις ντόπιες λιχουδιές τους—φιστίκια, και τηγανιτές, μαγειρεμένες και ψημένες μπανάνες, καθώς επίσης και άλλα είδη—έφταναν ένας-ένας στον αθλητικό χώρο. Έστηναν τα μικρά μαγαζάκια τους και τα φώτιζαν με μικρά φανάρια πετρελαίου που φτιάχνονταν από άδεια δοχεία γάλακτος. Σύντομα, απ’ όλες τις κατευθύνσεις, ερχόταν προς το μέρος μας κάτι που έμοιαζε με σμήνη πυγολαμπίδων. Στην πραγματικότητα, ήταν το ακροατήριό μας που κρατούσε μικρά φαναράκια πετρελαίου. Έρχονταν κατά εκατοντάδες, και συχνά κατά χιλιάδες, για να δουν την ταινία μας».
Αυτή η ταινία προβαλλόταν συχνά σε ασυνήθιστα μέρη. Ένας εξέχων λόγιος του Βουδισμού στη βόρεια Ταϋλάνδη, ο Κχουν Μαχά Φον, μελετούσε την Αγία Γραφή με τον Έσκο για κάποιο διάστημα, και θέλησε να δουν οι Βουδιστές μοναχοί καθώς και οι λαϊκοί με τι έμοιαζε η Κοινωνία του Νέου Κόσμου. «Έτσι, κάναμε αρκετές προβολές στις οποίες παρευρίσκονταν πολλοί μοναχοί ντυμένοι με τις κίτρινες στολές τους», θυμάται ο αδελφός Πατζασάλμι. «Μερικές φορές δείχναμε την ταινία ακριβώς μέσα στο βατ [ναό]. Καθόμουν μπροστά από το άγαλμα του Βούδα, ύψους 6 ή 8 μέτρων, και χειριζόμουν το μηχάνημα, ενώ οι άνθρωποι κάθονταν στο πάτωμα και έβλεπαν την ταινία στην οθόνη που είχε απλωθεί πάνω στην κύρια είσοδο. Ήταν παράξενο να κηρύττεις για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του μέσα σ’ ένα Βουδιστικό ναό».
Μια από τις σπουδαιότερες δημόσιες τιμές που δόθηκαν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Τσιαγκ Μάι την έδωσε αυτός ο λόγιος του Βουδισμού, ο Κχουν Μαχά Φον. Ο αδελφός Πατζασάλμι θυμάται: «Μας κάλεσε να εκφωνήσουμε μια διάλεξη και να δείξουμε την ταινία στην αίθουσα διαλέξεων της Ένωσης Βουδιστών, όπου αυτός έκανε την εξής εισαγωγή: ‘Μπορεί να αναρωτιέστε γιατί εγώ, ένας Βουδιστής, προσκάλεσα αυτούς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να προβάλουν την ταινία τους και να μιλήσουν σ’ αυτή την αίθουσα διαλέξεων. Έχω μελετήσει μ’ έναν Μάρτυρα επί πολλούς μήνες και μπορώ να πω ότι αυτοί είναι διαφορετικοί απ’ όλες τις Χριστιανικές θρησκείες που έχουμε δει εδώ. Εργάζονται σκληρά στο έργο κηρύγματος και εφαρμόζουν αυτά που κηρύττουν. Εργάζονται επίσης και μέσα στους ιεραποστολικούς τους οίκους. Αν κάποιος από εσάς, αφού δει την ταινία, βρει ειρήνη με το άγγελμα που κηρύττουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, θα είμαι πολύ ευτυχισμένος’». Έτσι, ενώ οι λεγόμενοι συγχριστιανοί ήταν απασχολημένοι στο να επιτίθενται στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι λεγόμενοι ειδωλολάτρες Βουδιστές έδειχναν πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος.
Ο Κάρλε Χαρτέβα συγκέντρωσε την προσοχή του στην προβολή της ίδιας ταινίας σε κύριες πόλεις στα βορειοανατολικά. «Είναι εκπληκτικό το πώς τα καταφέρναμε μερικές φορές», παρατήρησε. «Μια φορά, χάλασε η γεννήτριά μας στη μέση της προβολής. Με την ελπίδα ότι δεν θα έφευγαν όλα τα χίλια και πλέον άτομα του ακροατηρίου, έτρεξα στην πόλη μ’ ένα νοικιασμένο τρίκυκλο ποδήλατο για να βρω μια άλλη γεννήτρια. Προς έκπληξή μου, όταν γύρισα, βρήκα περισσότερους ανθρώπους να περιμένουν να δουν την ταινία απ’ ό,τι στην αρχή. Μετά την προβολή, εγώ και ο συνεργάτης μου ήταν αδύνατο να δώσουμε τα φυλλάδιά μας στο κάθε άτομο προσωπικά. Έτσι, απλώς πετάξαμε τα φυλλάδια στον αέρα. Ούτε ένα απ’ αυτά δεν έπεσε στο έδαφος».
Σε μια υπαίθρια προβολή μπροστά από το επαρχιακό διοικητήριο, στο Καλασίν, επιτεύχθηκε ρεκόρ παρευρισκομένων—οι παρόντες ξεπέρασαν τους 4.200. Χιλιάδες άλλα άτομα είδαν την ταινία, όταν αυτή προβαλλόταν καθημερινά κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας γιορτής για την Ημέρα του Συντάγματος, στο Λουμπίνι Παρκ της Μπανγκόκ.
‘Μιλούσαμε ως και Μετά τα Μεσάνυχτα’
Το 1952, ο Έλον Χαρτέβα και η σύζυγός του, η Χέλβι, περιλαμβάνονταν στον πρώτο όμιλο ιεραποστόλων που διορίστηκαν στη Ναχόν Ρατσχασίμα, τη μεγαλύτερη πόλη στην κεντρική Ταϋλάνδη. Χρησιμοποιώντας τη Ναχόν Ρατσχασίμα ως βάση, ο Έλον επισκέφτηκε κι άλλες πόλεις σ’ εκείνη την ημιάνυδρη περιοχή της χώρας. Στη Χον Καέν, συνάντησε τον κ. Σενγκ Μπουαγουιτσάι, έναν τοπικό κήρυκα της Χριστιανικής και Ιεραποστολικής Ένωσης.
Επειδή είχε ήδη μερικές αμφιβολίες σχετικά με τη δοξασία της Τριάδας, ο κ. Σενγκ δέχτηκε με χαρά μια συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα. «Συνεχίσαμε να μιλάμε ως και μετά τα μεσάνυχτα», θυμήθηκε ο Έλον Χαρτέβα. «Και στις τέσσερις η ώρα το επόμενο πρωί, ο κ. Σενγκ με ξύπνησε και άρχισε να κάνει κι άλλες ερωτήσεις. Εκείνες τις μέρες, τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα. Καθήσαμε οκλαδόν στο πάτωμα και διαβάσαμε την Αγία Γραφή με το αμυδρό φως που έδιναν οι λάμπες πετρελαίου.
»Στην επόμενη επίσκεψή μου, ο κ. Σενγκ είχε προσκαλέσει μερικούς άλλους λεγόμενους Χριστιανούς και είχε διευθετήσει να γίνει μια δημόσια ομιλία στο σπίτι του. Μερικοί από τους παρόντες προέρχονταν από απόμερα χωριά. Για να επισκεφτώ έναν απ’ αυτούς τους ενδιαφερομένους, χρειάστηκε να περπατήσω 11 χιλιόμετρα μέσα σε ρυζοκαλλιέργειες και στη ζούγκλα. Όταν έφτασα στο χωριό, προς έκπληξή μου βρήκα μια μικρή σάλα [καλύβα] χτισμένη πάνω σε πασσάλους, η οποία είχε ακριβώς το σχήμα μικρής σκοπιάς. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε μόνο την Αγία Γραφή, αλλά και μερικά περιοδικά Σκοπιά, τα οποία χρησιμοποιούσε για να εξηγεί την Αγία Γραφή στους επισκέπτες που σταματούσαν στην καλύβα για να ξεκουραστούν λίγο προτού συνεχίσουν το δρόμο τους για άλλα χωριά».
Αργότερα, ο κ. Σενγκ και ένας άλλος άντρας απ’ αυτό το χωριό βαφτίστηκαν.
Διείσδυση στην Ινδοκίνα
Μετά την τρίτη επίσκεψη του αδελφού Νορ στην Ταϋλάνδη, τον Απρίλιο του 1956, έγιναν προσπάθειες να σταλούν ιεραπόστολοι στις χώρες της πρώην Γαλλικής Ινδοκίνας, δηλαδή στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη και στο Λάος, και αυτές οι χώρες θα έρχονταν υπό την επίβλεψη του τμήματος της Ταϋλάνδης. Τα καλά νέα έφτασαν για πρώτη φορά σ’ αυτή την περιοχή της ινδοκινεζικής χερσονήσου το 1936, όταν δυο σκαπανείς από την Αυστραλία πήγαν στην πόλη Σαϊγκόν (που τώρα ονομάζεται Πόλη Χο Τσι Μινχ). Ο ένας απ’ αυτούς, ο Φρανκ Ράις, συνέχισε θαρραλέα το έργο ωσότου τον συνέλαβαν οι άντρες του ιαπωνικού στρατού το 1943, και χρειάστηκε κατόπιν να εγκαταλείψει τη χώρα. Στη διάρκεια των ετών 1953 και 1954, κήρυττε ένας ενδιαφερόμενος ο οποίος έστελνε τις εκθέσεις του στο γραφείο τμήματος στη Γαλλία.
Αφότου το Βόρειο Βιετνάμ έγινε δημοκρατία στα τέλη του 1955, ο αδελφός Νορ ζήτησε από τον αδελφό Μπαμπίνσκι, που ήταν τότε επίσκοπος τμήματος στην Ταϋλάνδη, να έρθει σε επαφή με τις αρχές της Σαϊγκόν έτσι ώστε να δοθούν άδειες στους ιεραποστόλους της Σκοπιάς να μπουν στη χώρα. Στις 27 Ιουνίου 1957, οι πρώτοι πέντε απόφοιτοι της Γαλαάδ έφτασαν στη Σαϊγκόν, και ο ιεραποστολικός οίκος ήρθε στην αρμοδιότητα του τμήματος της Ταϋλάνδης.
Το Έργο Προχωράει Παρά τον Πόλεμο στο Βιετνάμ
Οι ιεραπόστολοι διαπίστωσαν ότι το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι στη Σαϊγκόν ήταν πάρα πολύ ευχάριστο. Γενικά, γίνονταν δεκτοί από τους ανθρώπους με καλοσύνη και διέθεταν πολλά έντυπα. Στη διάρκεια του πρώτου πλήρους υπηρεσιακού έτους, έγιναν σχεδόν 1.200 συνδρομές στη Σκοπιά και στο Ξύπνα! Ωστόσο, το έργο μαθήτευσης προόδευε μάλλον αργά.
Στην αρχή η μαρτυρία δινόταν στη γαλλική, και όλες οι συναθροίσεις διεξάγονταν στη γαλλική. Αυτή ήταν η γλώσσα της «μορφωμένης» τάξης. Όπως συνέβαινε και στις μέρες του Ιησού, λίγοι απ’ αυτή την τάξη ήταν έτοιμοι να γίνουν μαθητές. Γι’ αυτόν το λόγο, η Εταιρία ενθάρρυνε τους ιεραποστόλους να μάθουν και να χρησιμοποιούν την τοπική γλώσσα, τη βιετναμική. Αυτό απαίτησε αρκετά χρόνια σκληρής δουλειάς. Αλλά όταν οι ιεραπόστολοι έγιναν γνώστες της τοπικής γλώσσας και οι απλοί άνθρωποι ‘τους άκουσαν να μιλάνε στην ίδια τους τη γλώσσα’, τότε πολλοί ενδιαφέρθηκαν.—Πράξ. 2:6.
Τα βιβλιάρια «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας», «Ιδού! Κάμνω Νέα τα Πάντα», και Ζώντας με την Ελπίδα Ενός Δίκαιου Νέου Κόσμου μεταφράστηκαν στη βιετναμική και χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα στο έργο Γραφικών μελετών. Ως το 1966, στην ομάδα των 8 ιεραποστόλων είχαν προστεθεί και 11 ευαγγελιζόμενοι, από τους οποίους οι 3 ήταν βαφτισμένοι.
Αλλά τι θα λεχθεί για τον απαίσιο πόλεμο που μαινόταν στο Βιετνάμ τόσα χρόνια; «Αντί ν’ ανησυχούμε υπερβολικά για το τι θα μπορούσε να συμβεί στη Σαϊγκόν, παραμένουμε απασχολημένοι με το κήρυγμα των καλών νέων στα πλήθη των ανθρώπων που συνωστίζονται στην πόλη και οι οποίοι έχουν μεγάλη ανάγκη γι’ αυτό το άγγελμα ελπίδας», είπε ένας ιεραπόστολος που υπηρετούσε στη Σαϊγκόν εκείνον τον καιρό. Ναι, οι ιεραπόστολοι και οι ντόπιοι αδελφοί εφάρμοσαν την αρχή που βρίσκεται στο εδάφιο Εκκλησιαστής 11:4: «Όστις παρατηρεί τον άνεμον, δεν θέλει σπείρει· και όστις θεωρεί τα νέφη, δεν θέλει θερίσει». Αντίθετα, συνέχισαν ‘να ρίχνουν τον άρτο τους στην επιφάνεια των υδάτων’, και ύστερα από ‘πολλές μέρες τον βρήκαν’ ξανά. (Εκκλ. 11:1) Στη διάρκεια του 1974, στις τρεις εκκλησίες της Σαϊγκόν υπηρετούσαν άφοβα, αν και επιφυλακτικά, 113 ευαγγελιζόμενοι.
Συχνά, ήταν φανερό ότι υπήρχε αγγελική κατεύθυνση και προστασία, όπως συνέβη το 1968, λίγο πριν από την αιματηρή σύγκρουση που άρχισε στη διάρκεια της επίθεσης των Βιετκόνγκ, η οποία ονομάστηκε Τετ. Οι ιεραπόστολοι μετακόμισαν από το άνετο σπίτι τους που βρισκόταν σε μια οικιστική περιοχή και πήγαν σ’ ένα ταπεινό σπίτι στον κινεζικό τομέα, στο κέντρο της Σαϊγκόν. Σύντομα, η περιοχή στην οποία έμεναν προηγουμένως καταλήφθηκε από τους Βιετκόνγκ. Ο Ρόμπερτ Σάβατζ, ένας από τους ιεραποστόλους, έγραψε: «Οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ έχουν επιτεθεί μ’ όλη τους τη δύναμη σ’ ολόκληρη τη Σαϊγκόν. Η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη, αλλά όχι ακόμη κρίσιμη για εμάς. Οι αδελφοί είναι μια χαρά. Με κίνδυνο της ζωής τους, ήρθαν από κρυφά δρομάκια για να μας βοηθήσουν».
Μετά την επίθεση Τετ, οι ιεραπόστολοι και οι ντόπιοι αδελφοί συνέχισαν το έργο τους. Το 1970, εκδόθηκε στη βιετναμική το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, με αποτέλεσμα να αρχίσουν πολλές καινούριες Γραφικές μελέτες. Η έκδοση της Σκοπιάς στη βιετναμική το 1971 αποτέλεσε άλλη μια μεγάλη ώθηση για το έργο. Στον πρώτο χρόνο της έκδοσης, έγιναν περισσότερες από χίλιες συνδρομές για τη βιετναμική έκδοση. Το 1973, το Βιετνάμ έγινε τμήμα και επέβλεπε το έργο εκεί ωσότου άλλαξε η κυβέρνηση, το 1975.
Η Καμπότζη Δέχεται Μαρτυρία
Καθώς επέστρεφε από τη Σαϊγκόν, τον Ιούνιο του 1956, ο αδελφός Μπαμπίνσκι σταμάτησε στην Πνομ Πενχ, την πρωτεύουσα της Καμπότζης. Όπως έκανε και στη Σαϊγκόν, ήρθε σε επαφή με κυβερνητικούς αξιωματούχους προκειμένου να δοθεί άδεια για να σταλούν ιεραπόστολοι στη χώρα. Παλιά, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι σκαπανείς από τη Σαϊγκόν είχαν δώσει λίγη μαρτυρία στην Πνομ Πενχ. Όμως, μια εβδομάδα αργότερα, η αστυνομία τούς είπε ότι σ’ αυτό το Βουδιστικό βασίλειο δεν επιτρεπόταν κανένα θρησκευτικό έργο παρά μόνο με την ειδική εξουσιοδότηση από το βασιλιά. Ωστόσο, ο βασιλιάς δεν τους έδωσε άδεια.
Ο αδελφός Μπαμπίνσκι συνάντησε τον υπουργό εσωτερικών της βασιλικής κυβέρνησης της Καμπότζης. Αυτός ο αξιωματούχος φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ και είπε στον αδελφό Μπαμπίνσκι ότι δεν έβλεπε το λόγο για τον οποίο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θα μπορούσαν να προωθήσουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα του. Αφού πέρασαν πολλοί μήνες αναμονής, η Εταιρία ενημερώθηκε ότι η κυβέρνηση δεν είχε πάρει κάποια απόφαση σχετικά με το αν θα δίνονταν οι βίζες που είχαν ζητηθεί. Έτσι, τον Απρίλιο του 1958, ο αδελφός Μπαμπίνσκι ζήτησε να έχει την τιμή να συζητήσει με τον Πρίγκιπα Νοροντόμ Σιχανούκ. Αν και ο αδελφός Μπαμπίνσκι μπόρεσε να μιλήσει μόνο στον ιδιαίτερο γραμματέα του πρίγκιπα, και να αφήσει μερικά Βιβλικά έντυπα για τον πρίγκιπα, δόθηκε άδεια για κήρυγμα, και το Δεκέμβριο του 1958 οι πρώτοι τέσσερις ιεραπόστολοι μπήκαν τελικά στην Καμπότζη και χάρηκαν που μπόρεσαν να ξεκινήσουν το ευαγγελιστικό τους έργο στην Πνομ Πενχ.
Εκτός από την κινεζική, μερικά άτομα ανάμεσα στο μεγάλο κινέζικο πληθυσμό της Πνομ Πενχ μιλούσαν λίγο την αγγλική· επίσης αρκετοί από τους Βιετναμέζους κατοίκους μιλούσαν και τη γαλλική και τη βιετναμική. Ωστόσο, η πλειονότητα των απλών ανθρώπων μιλούσε μόνο την καμποτζιανή γλώσσα. Είναι περιττό να λεχθεί ότι υπήρχε πρόβλημα με τη γλώσσα. Στην αρχή, οι συναθροίσεις διεξάγονταν στην αγγλική, και έρχονταν αρκετοί Κινέζοι. Έπειτα, διευθετήθηκε να γίνονται οι συναθροίσεις στη γαλλική, και παρευρίσκονταν μερικοί Βιετναμέζοι. Οι ιεραπόστολοι προσπάθησαν να μάθουν την καμποτζιανή, και εκδόθηκαν μερικά έντυπα στην καμποτζιανή έτσι ώστε να φτάσει το άγγελμα της Βασιλείας στους ντόπιους. Όμως, έγιναν αρκετές αλλαγές στους ιεραποστόλους και κανείς δεν έμεινε αρκετά έτσι ώστε να εξοικειωθεί καλά με τη γλώσσα. Μερικοί Καμποτζιανοί μελέτησαν και άρχισαν να συναναστρέφονται με τους ιεραποστόλους, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί μέσα σ’ ένα έτος ανώτατο όριο με 13 ευαγγελιζομένους στην υπηρεσία αγρού. Η αλήθεια προφανώς δεν είχε αγγίξει αρκετά βαθιά την καρδιά τους, αφού οι περισσότεροι απ’ αυτούς απομακρύνθηκαν.
Λόγω των αλλαγών στην πολιτική τοποθέτηση της κυβέρνησης, στις αρχές του 1965 έγινε φανερό ότι οι Δυτικοί δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτοι στην Καμπότζη. Η αίτηση για βίζα του Παναγιώτη Κοκκινίδη, που είχε αποφοιτήσει από τη Γαλαάδ το 1964, απορρίφθηκε. (Κατόπιν, αυτός διορίστηκε στη Σαϊγκόν.) Ο Τζορτζ και η Καρολάιν Κράουφορντ, οι δυο τελευταίοι ιεραπόστολοι που είχαν απομείνει, ενημερώθηκαν ότι οι βίζες τους δεν θα ανανεώνονταν μετά τη λήξη τους, στις 27 Μαΐου 1965. Είναι ενδιαφέρον ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε σταλεί στους ιεραποστόλους μια επίσημη επιστολή που έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσουν το δημόσιο κήρυγμά τους. Όμως, αυτή η επιστολή δεν παραλήφθηκε ποτέ, και η αστυνομία δεν έλαβε αντίγραφό της.
Έτσι, οι Κράουφορντ έπρεπε να εγκαταλείψουν την Καμπότζη. Έμεινε μόνο ένας Βιετναμέζος Μάρτυρας, συγκεκριμένα ο αδελφός Λονγκ. Ωστόσο, αργότερα, το 1965, με τον αδελφό Λονγκ ενώθηκε κι ένας ηλικιωμένος Καμποτζιανός που είχε βαφτιστεί στη διάρκεια μιας από τις τακτικές επισκέψεις του επισκόπου περιοχής. Αυτός ο αδελφός πέθανε πιστός δυο χρόνια αργότερα. Ο αδελφός Λονγκ, ο οποίος συνέχισε ως ο μόνος ντόπιος Μάρτυρας του Ιεχωβά σ’ εκείνη τη χώρα, έφυγε για τη Γαλλία πριν αλλάξει η καμποτζιανή κυβέρνηση, το 1975.
Οι Θεοκρατικές Οδοί Αποδεικνύονται Επιτυχείς στο Λάος
Η τρίτη χώρα της πρώην Γαλλικής Ινδοκίνας που βρίσκεται υπό την επίβλεψη του τμήματος της Ταϋλάνδης είναι το Λάος. Ο λαός αυτού του Βουδιστικού βασιλείου στα βορειοανατολικά της Ταϋλάνδης, που συνδέεται εθνικά και πολιτιστικά με τους Ταϋλανδούς, άκουσε για πρώτη φορά τα καλά νέα το 1958. Το Δεκέμβριο έφτασαν στην πρωτεύουσα, τη Βιεντιάνε, δυο ιεραπόστολοι. Τέσσερις ακόμη πήγαν εκεί το Μάρτιο του 1959. Στα τέλη του 1960, έξι καινούριοι απόφοιτοι της Γαλαάδ στάλθηκαν στο Λάος, και άνοιξε ένας δεύτερος ιεραποστολικός οίκος στη Σαβαναχέτ.
Μέχρι να εγκατασταθούν εκείνοι που έφτασαν το 1960, όλοι οι προηγούμενοι ιεραπόστολοι είχαν φύγει από τη χώρα για διάφορους λόγους. Ωστόσο, φάνηκε ότι μερικοί ήθελαν να ακολουθήσουν τις δικές τους ιδέες και όχι τις δοκιμασμένες από το χρόνο μεθόδους της Εταιρίας. Τον Ιανουάριο του 1965, ο επίσκοπος περιοχής ανέφερε ότι ο όμιλος έκανε μόνο μια ωριαία συνάθροιση κάθε εβδομάδα. Γι’ αυτό, γινόταν μικρή πρόοδος.
Ήταν, λοιπόν, επίκαιρος ο διορισμός των Κράουφορντ στη Βιεντιάνε, όταν αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Καμπότζη, το Μάιο του 1965. Όπως θυμόταν ο Τζορτζ Κράουφορντ: «Λίγες μόνο μέρες αφότου φτάσαμε στη Βιεντιάνε, διαπιστώσαμε ότι υπήρχε μια παράξενη στάση σχετικά με τις συναθροίσεις και τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διεξάγονται. Μερικοί από τον όμιλο ακολουθούσαν ανθρώπους, και φάνηκε ότι συναναστρέφονταν για υλικό κέρδος. Προσπαθήσαμε να ενσταλάξουμε τη σωστή άποψη και εκτίμηση για την οργάνωση του Ιεχωβά, καθώς και την ανάγκη για στενή συνεργασία με το γραφείο τμήματος στην Μπανγκόκ. Με τη βοήθεια του αδελφού Τίμοθι Μπορτζ, κάναμε μια αλλαγή αρχίζοντας να διεξάγουμε τις συναθροίσεις σε αρμονία με τον προτεινόμενο τρόπο και το πρόγραμμα της Εταιρίας. Άρχισε να χρησιμοποιείται η λαοτινή γλώσσα. Παρ’ όλες τις συντονισμένες προσπάθειες που κάναμε για να τους ενισχύσουμε πνευματικά, εκείνοι που ακολουθούσαν ανθρώπους σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν».
Όταν ο αδελφός και η αδελφή Μπορτζ χρειάστηκε να αφήσουν την ιεραποστολική υπηρεσία στο Λάος για λόγους υγείας, οι Κράουφορντ έμειναν οι μόνοι ιεραπόστολοι. «Φαινόταν σαν να πολεμούσαμε σε μια χαμένη μάχη, όταν προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τη λανθασμένη στάση που υπήρχε στον όμιλο και να κάνουμε ένα καινούριο ξεκίνημα», συνεχίζει ο αδελφός Κράουφορντ. «Αλλά σύντομα έφτασαν τέσσερις καινούριοι ιεραπόστολοι—ο Τζον και η Καθλίν Γκάλισεφ από τον Καναδά, και η Μάργκαρετ Ρόμπερτς και η Σίλβια Στράτφορντ από την Αγγλία. Αυτοί ήταν πεπειραμένοι εργάτες, εφόσον είχαν εργαστεί ως ειδικοί σκαπανείς στο Κεμπέκ και στην Ιρλανδία. Αργότερα, το 1967, ο Τέρενς Όλσεν από τον Καναδά και ο Μπράιαν Μαρκς από την Αγγλία προστέθηκαν στον όμιλό μας. Αυτή η επιπρόσθετη βοήθεια έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπερνίκηση των λανθασμένων απόψεων. Τώρα, βρέθηκαν πολλά καινούρια ενδιαφερόμενα άτομα και βοηθήθηκαν να κάνουν πρόοδο στην αλήθεια».
Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και μια Λαοτινή, η Σιφάνχ Λάο. Αφού μελέτησε την Αγία Γραφή στο Λάος, ταξίδεψε στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου της προσφέρθηκε μια πολύ καλά αμειβόμενη αλλά αμφισβητούμενη εργασία. Όπως αφηγείται η ίδια: «Δεν άφησα τον Σατανά να με τραβήξει πίσω στον κόσμο με το να δεχτώ μια καλά αμειβόμενη εργασία . . . που θα με έκανε να διαρρήξω τη Χριστιανική μου ουδετερότητα». Αντίθετα, αυτή αποφάσισε να γυρίσει στο Λάος και να βαφτιστεί. Στην πραγματικότητα, η Σιφάνχ ήταν η πρώτη Λαοτινή Βουδίστρια στη Βιεντιάνε που έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Πριν συμβεί αυτό, πολλοί άνθρωποι στον τομέα έλεγαν: «Δεν έχετε κανένα Λαοτινό στη θρησκεία σας». Τώρα αυτό είχε αλλάξει. Ο νεότερος αδελφός της Σιφάνχ, ο Μπουνχοένγκ, προόδευσε πολύ γρήγορα στην αλήθεια και το 1972 έγινε ειδικός σκαπανέας.
Η αδελφή Κράουφορντ σχολιάζει: «Θυμάμαι που κατά τη διάρκεια του 1965 και του 1966 υπήρχαν μόνο έξι άτομα στις συναθροίσεις. Στην πρώτη συνέλευσή μας περιοχής, το απογευματινό πρόγραμμα του Σαββάτου τελείωσε με εννιά παρευρισκομένους, από τους οποίους οι περισσότεροι βρίσκονταν στο βήμα για τις επιδείξεις. Αντίθετα, στη συνέλευση περιοχής του 1971 είχαμε 75 παρευρισκομένους και στην Ανάμνηση του 1974 παρευρέθηκαν 99 άτομα».
Όταν ανέβηκε στην εξουσία μια νέα κυβέρνηση στο Λάος, στα τέλη του 1975, υπήρχαν δυο θαυμάσιες εκκλησίες που λειτουργούσαν με θεοκρατικό τρόπο, μια στη Βιεντιάνε και μια άλλη στη Σαβαναχέτ. Είχε γίνει επίσης λίγο κήρυγμα στην πόλη Πάκσε, προς το νότο. Τότε όλοι οι ιεραπόστολοι χρειάστηκε να εγκαταλείψουν το Λάος. Ωστόσο, τα ζευγάρια Κράουφορντ και Γκάλισεφ συνέχισαν την όσια υπηρεσία τους στην Ταϋλάνδη.
Ο Αδελφός Φρανς Έρχεται στην Ταϋλάνδη
Ας επιστρέψουμε τώρα στο έργο στην Ταϋλάνδη. Ο Φρέντερικ Γ. Φρανς, ο τότε αντιπρόεδρος της Εταιρίας, έκανε την πρώτη του επίσκεψη στην Ταϋλάνδη τον Ιανουάριο του 1957. Αυτό ήταν ένα σημαντικό γεγονός για τους ντόπιους αδελφούς. Αν και είχαν ακούσει πολλά γι’ αυτόν, δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ. Διευθετήθηκε να γίνει μια τριήμερη συνέλευση στην Μπανγκόκ ταυτόχρονα με την επίσκεψή του.
Κατά τη διάρκεια της ειδικής συνάθροισης με τους ιεραποστόλους, αναφέρθηκε η ανάγκη που υπήρχε για ένα κατάλληλο έντυπο για το μη Χριστιανικό πληθυσμό. Παλιότερα, το 1949, είχε εκδοθεί στην τάι το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» και είχε χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα στο έργο Γραφικών μελετών. Ωστόσο, αυτό ήταν σχεδιασμένο για να αντικρούσει τις εσφαλμένες διδασκαλίες του Χριστιανικού κόσμου, με τις οποίες οι περισσότεροι Βουδιστές δεν ήταν εξοικειωμένοι. Έτσι, θα ήταν επιθυμητό να υπήρχε ένα βιβλίο που να εξηγεί απλώς τις αληθινές διδασκαλίες της Αγίας Γραφής σε ανθρώπους με ελάχιστο Γραφικό υπόβαθρο.
Ο αδελφός Φρανς δεν είπε πολλά τότε. Όμως, όταν εκδόθηκε το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, το 1958, πόσο εκτίμησαν οι αδελφοί αυτή την επίκαιρη προμήθεια της οργάνωσης του Ιεχωβά! Όταν παρουσιάστηκε αυτό το βιβλίο στη γλώσσα τάι, το 1961, διανεμήθηκαν στον αγρό 50.000 και πλέον αντίτυπα. Οι άνθρωποι δέχονταν το βιβλίο με τις θαυμάσιες εικόνες του και το μεγάλο μέγεθός του, αν και η συνεισφορά γι’ αυτό αντιστοιχούσε σχεδόν με το μεροκάματο ενός εργάτη.
Τα Καλά Νέα Τυπώνονται στη Γλώσσα Τάι
Μολονότι ο αριθμός των αντιτύπων των βιβλίων και των περιοδικών που τυπώνονται στη γλώσσα τάι είναι σχετικά μικρός, οι αδελφοί της Ταϋλάνδης λάβαιναν πάντοτε πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό, στη δική τους γλώσσα. Τα περισσότερα δεμένα βιβλία της Εταιρίας έχουν εκδοθεί στη γλώσσα τάι. Το 1952, όταν η κυκλοφορία της Σκοπιάς έφτασε τα 500 τεύχη, το περιοδικό άρχισε να τυπώνεται από μια εμπορική εταιρία στην Μπανγκόκ. (Από την 1η Ιανουαρίου 1947, το πολυγραφούσαν οι αδελφοί.) Μετά, αρχίζοντας από το τεύχος της 1ης Οκτωβρίου 1971, η Σκοπιά έγινε δεκαπενθήμερη έκδοση. Και από το 1978, το Ξύπνα! τυπώνεται μηνιαία. Αυτό, όχι μόνο παρέχει μεγαλύτερη ποικιλία πνευματικής διατροφής στους αδελφούς, αλλά το Ξύπνα! έχει και μεγαλύτερη απήχηση στο Βουδιστικό αναγνωστικό κοινό.
Ανεξάρτητα από το αν τυπώνονται μερικές χιλιάδες ή μερικά εκατομμύρια αντίτυπα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού, η μετάφραση, η στοιχειοθέτηση, η διόρθωση και η καλλιτεχνική εργασία απαιτούν σχεδόν τον ίδιο χρόνο για κάθε γλώσσα. Έτσι αρκετή εργασία γίνεται στο γραφείο τμήματος, όπου τα 16 μόνιμα μέλη της οικογένειας Μπέθελ και αρκετά άτομα που έρχονται και βοηθούν εξυπηρετούν προς το παρόν τις ανάγκες των αδελφών τους και των ενδιαφερομένων σ’ όλη τη χώρα.
Ντόπιοι Σκαπανείς—Εκπαιδεύονται στη Γαλαάδ
Ανάμεσα στους 103 σπουδαστές της 31ης τάξης της Γαλαάδ—της οποίας η τελετή αποφοίτησης έγινε το 1958 κατά τη διάρκεια της ιστορικής Διεθνούς Συνέλευσης με θέμα Θείο Θέλημα, στο στάδιο Γιάνκι της Νέας Υόρκης—ήταν και δυο σκαπανείς από την Ταϋλάνδη—ο αδελφός Μπαντοένγκ Τσαντραμπούν και η αδελφή Μπουακχίεο Ναντχά. Ο αδελφός Μπαντοένγκ είχε διοριστεί το 1956 επίσκοπος περιοχής. Υπηρετεί ακόμη ως ειδικός σκαπανέας στο βόρειο τμήμα της Ταϋλάνδης. Η αδελφή Μπουακχίεο ήταν ένα από τα πρώτα δυο άτομα που έκαναν ειδικό σκαπανικό στην Ταϋλάνδη. Συνέχισε με ζήλο το έργο ειδικού σκαπανέα ως το θάνατό της, το 1986. Η αδελφή Σομσρί Νταραγουάν, η ειδική σκαπάνισσα που εργαζόταν μαζί με την Μπουακχίεο, είχε αποφοιτήσει από την 20ή τάξη της Γαλαάδ, το 1953. Επί πολλά χρόνια βοηθάει ολοχρόνια στη μεταφραστική εργασία που γίνεται στο τμήμα.
Διάφοροι άλλοι ντόπιοι ολοχρόνιοι εργάτες έλαβαν εκπαίδευση στη Σχολή Γαλαάδ και επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να προάγουν τα συμφέροντα της Βασιλείας. Ο τελευταίος όμιλος, που έφτασε το 1979, περιλάμβανε τον Ασαγουίν Ουραϊράτ, ο οποίος είναι τώρα στην Επιτροπή του Τμήματος, και τη σύζυγό του, την Τσιγουάν, καθώς και τον Σακντά Νταραγουάν (γιο της Σομσρί), ο οποίος υπηρετεί ως αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής, και την αδελφή Σρισουφάπ Βεσγκοσίτ, η οποία είναι ιεραπόστολος στον ιεραποστολικό οίκο της Τον Μπουρί.
Νέα Τοποθεσία για το Τμήμα και Νέα Επίβλεψη
Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κι έπειτα, η Εταιρία νοίκιαζε μια ιδιοκτησία για το γραφείο τμήματος και τον ιεραποστολικό οίκο στην οδό Σόι Ντέκο 122, τοποθεσία που ήταν γνωστή σε πολλούς κατοίκους της Μπανγκόκ. Όταν, το 1957, ο ιδιοκτήτης θέλησε να αυξήσει υπερβολικά το νοίκι, ο αδελφός Νορ σκέφτηκε ότι ήταν καιρός να αγοραστεί ένα οικόπεδο και να κατασκευαστεί ένα κτίριο για το τμήμα. Το 1959, αγοράστηκε μια κατάλληλη ιδιοκτησία στην οδό Σουκχουμγουίτ, Σόι Φασούκ 69/1, σε μια θαυμάσια οικιστική περιοχή που δεν βρίσκεται μακριά από τον εμπορικό τομέα της πόλης.
Τον Οκτώβριο του 1961, ο εργολάβος μπόρεσε να αρχίσει την κατασκευή. Όταν τελείωσε, έξι μήνες αργότερα, το διώροφο κτίριο περιλάμβανε μια μεγάλη Αίθουσα Βασιλείας και έξι υπνοδωμάτια. Οι εργαζόμενοι στο Μπέθελ, που ήταν τότε τρεις, μαζί με έξι ιεραποστόλους, με χαρά μετακόμισαν από τις προσωρινές εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στο Σόι Λανγκ Σουάν, στο άνετο καινούριο κτίριο.
Το 1961, λίγο πριν αρχίσει η κατασκευή, έγινε μια αλλαγή στην επίβλεψη του τμήματος. Ο Τζόζεφ Μπαμπίνσκι, ο οποίος είχε αντικαταστήσει σ’ αυτόν το διορισμό τον Τζορτζ Πάουελ το 1950, έπρεπε να σταματήσει την ιεραποστολική υπηρεσία λόγω οικογενειακών ευθυνών. Την 1η Σεπτεμβρίου 1961, διορίστηκε επίσκοπος τμήματος ο Πολ Ένγκλερ. Ο αδελφός Ένγκλερ, ο οποίος ήταν γεννημένος στη Γερμανία, μετά την αποφοίτησή του από την 20ή τάξη της Γαλαάδ ήρθε στην Ταϋλάνδη. Πριν μετακομίσει στο Μπέθελ, το 1959, υπηρέτησε επί έξι σχεδόν χρόνια ως ιεραπόστολος στη βορεινή πόλη του Τσιαγκ Μάι. Και οι τρεις επίσκοποι τμήματος—οι αδελφοί Πάουελ, Μπαμπίνσκι και Ένγκλερ—έδωσαν πολύτιμη καθοδηγία στο έργο της Βασιλείας στην Ταϋλάνδη.
Καιρός Κοσκινίσματος
Κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1945 ως το 1960, υπήρχε σταθερή αύξηση στον αριθμό των ευαγγελιζομένων, η οποία ξεπερνούσε το 20 τοις εκατό μερικά έτη. Μετά, οι αριθμοί έπεσαν ξαφνικά. Το υπηρεσιακό έτος 1961 τελείωσε με μείωση 1 τοις εκατό. Στα επόμενα τρία έτη η πτώση επιταχύνθηκε, με 4 τοις εκατό, 5 τοις εκατό και 12 τοις εκατό αντίστοιχα, ωσότου μειώθηκε στο 3 τοις εκατό το 1965 και στο 1 τοις εκατό το 1966. Τότε, από το ανώτατο όριο των 382 ευαγγελιζομένων το 1960, ο αριθμός είχε πέσει χαμηλά στους 265. Τι είχε συμβεί;
Αν εξετάσει κανείς την κατάσταση, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας που έγινε το 1961 αποτέλεσε την αρχή ενός καιρού κοσκινίσματος. Ο Ντάροου Στάλαρντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ήδη ως επίσκοπος περιοχής επί πολλά χρόνια, διεξήγαγε μια τάξη της σχολής στο Τσιαγκ Μάι και μια άλλη στην Μπανγκόκ. Στη διάρκειά της, ανασκοπήθηκαν τα προσόντα των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας. Οι επίσκοποι των εκκλησιών που παρακολούθησαν τα μαθήματα, μαζί με μερικούς ειδικούς σκαπανείς και ιεραποστόλους, βοηθήθηκαν να καταλάβουν ότι εκείνοι που συμμετέχουν στη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά πρέπει να διάγουν μια ζωή που εναρμονίζεται με τις Γραφικές απαιτήσεις. Αυτό είχε μερικές φορές παραμεληθεί. Μερικοί νεοενδιαφερόμενοι είχαν αρχίσει να πηγαίνουν στην υπηρεσία αγρού προτού αποκτήσουν τα Γραφικά προσόντα. Άλλοι είχαν βαφτιστεί πριν ακόμη τακτοποιήσουν τη γαμήλια κατάστασή τους.
Όταν έγινε πρακτική εφαρμογή των συμβουλών που δόθηκαν στη σχολή, διαπιστώθηκε ότι πολλοί ευαγγελιζόμενοι δεν είχαν πια τα προσόντα να κηρύττουν. Μερικοί μάλιστα δεν ήθελαν να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές. Έτσι, στη διάρκεια του 1962, αποκόπηκαν συνολικά 9 άτομα, και κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που επακολούθησαν, χρειάστηκε να αποκοπούν 25 ακόμα—ασυνήθιστα μεγάλοι αριθμοί για την Ταϋλάνδη. Αυτός ήταν καιρός αποθάρρυνσης για τους αδυνάτους, κι έτσι μερικοί απ’ αυτούς αδράνησαν. Ωστόσο, ένα περιστατικό που συνέβη το 1963 αναζωογόνησε εκείνους που ήταν πιστοί.
Η Μεγαλύτερη Συνέλευση που Έγινε Ποτέ
Το 1963, επικράτησε μεγάλη χαρά όταν ανακοινώθηκε ότι η Μπανγκόκ θα περιλαμβανόταν στις συνελεύσεις που θα γίνονταν σε όλο τον κόσμο με θέμα «Αιώνιον Ευαγγέλιον». Τώρα, οι αδελφοί της Ταϋλάνδης θα μπορούσαν να δουν από πρώτο χέρι, σε μια από τις δικές τους συνελεύσεις, τη διεθνή έκταση της οργάνωσης του Ιεχωβά. Η προετοιμασία για τη συνέλευση και οι απαραίτητες διευθετήσεις για τους 600 σχεδόν ξένους αντιπροσώπους δεν ήταν κι εύκολο πράγμα, μια και οι επισκέπτες ξεπερνούσαν τους ευαγγελιζομένους της χώρας με αναλογία 2 προς 1. Με 961 παρευρισκομένους στη δημόσια ομιλία που είχε θέμα «Όταν ο Θεός θα Είναι Βασιλεύς σε Όλη τη Γη», αυτή ήταν η μεγαλύτερη συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά που έγινε ποτέ στην Ταϋλάνδη.
Πριν συμβεί αυτό, ήταν σπάνιο να επισκέπτεται ένας τόσο μεγάλος όμιλος τουριστών αυτή τη χώρα. Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας που αυτό το γεγονός έλαβε εκτεταμένη δημοσιότητα από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση! Η άφιξη του αδελφού Νορ καλύφτηκε από την τηλεόραση. Έξι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδωσαν 15λεπτες εκπομπές που είχαν προετοιμαστεί από πριν. Τουλάχιστον δέκα εφημερίδες έκαναν ρεπορτάζ για τη συνέλευση και για τις μετακινήσεις των ατόμων που ταξίδευαν σ’ όλο τον κόσμο. Ένας κύριος τίτλος έλεγε: «Η Μεγαλύτερη Αερομεταφορά Μετά από Εκείνη των Αμερικανών Στρατιωτών».
Βοήθεια από τις Φιλιππίνες
Το Δεκέμβριο του 1963, όταν ο Ντέντον Χόπκινσον, από το τμήμα των Φιλιππίνων στη Μανίλα, επισκέφτηκε την Ταϋλάνδη ως επίσκοπος ζώνης, διέκρινε την ανάγκη για έμπειρους εργάτες που θα παρακινούσαν τους ντόπιους αδελφούς στη διακονία αγρού. Εκείνη την περίοδο, η Σχολή Γαλαάδ έδινε προσοχή στην εκπαίδευση επισκόπων, και οι περισσότεροι από τους ιεραποστόλους που είχαν φύγει από την Ταϋλάνδη δεν είχαν αντικατασταθεί. Έτσι, ο αδελφός Χόπκινσον πρότεινε να σταλούν στην Ταϋλάνδη ειδικοί σκαπανείς από τις Φιλιππίνες για να βοηθήσουν στο έργο. «Όμως», είπε στον επίσκοπο τμήματος, «μπορούμε να σας στείλουμε μόνο αδελφές. Γιατί εμείς χρειαζόμαστε όλους τους αδελφούς μας». Αργότερα, στάλθηκαν και μερικοί Φιλιππινέζοι αδελφοί.
Η πρόταση εγκρίθηκε από την Εταιρία και κατά τα μέσα του 1964 έφτασαν οι πρώτες δυο αδελφές—η Ροσάουρα (Ρόουζ) Καγκουνγκάο και η Κλάρα ντέλα Κρουζ. Αυτές διορίστηκαν ειδικές σκαπάνισσες για να εργαστούν στον τεράστιο τομέα της επαρχίας Τον Μπουρί, η οποία χωριζόταν από την Μπανγκόκ με τον Ποταμό Τσάο Πράγια. Ένα χρόνο αργότερα, αν και δεν είχαν φοιτήσει στη Γαλαάδ, συμπεριλήφθηκαν στη διευθέτηση των ιεραποστόλων. Επακολούθησαν ευχάριστες εξελίξεις όταν η αδελφή Καγκουνγκάο παντρεύτηκε τον επίσκοπο τμήματος, τον Πολ Ένγκλερ, και η αδελφή ντέλα Κρουζ έγινε σύζυγος του Ντιέγκο Ελαούρια, ενός άλλου Φιλιππινέζου ιεραποστόλου που ήταν στην Ταϋλάνδη.
Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, οι ιεραπόστολοι από τις Φιλιππίνες τα κατάφεραν θαυμάσια στον τομέα της νοτιοανατολικής Ασίας, αφού έμοιαζαν πάρα πολύ με τους ντόπιους ανθρώπους και μπορούσαν να εργαστούν στον τομέα χωρίς να τραβούν την προσοχή τόσο όσο οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι. Επομένως, στη διάρκεια των ετών που πέρασαν, στάλθηκαν κι άλλοι ιεραπόστολοι από τις Φιλιππίνες, όχι μόνο στην Ταϋλάνδη, αλλά και στο Νότιο Βιετνάμ, στο Λάος και σε άλλες ασιατικές χώρες. Σήμερα, υπηρετούν στην Ταϋλάνδη δέκα Φιλιππινέζοι ιεραπόστολοι.
Προβλήματα με το Χαιρετισμό της Σημαίας
Το έργο μόλις είχε αρχίσει να επιταχύνεται ξανά, όταν τον Οκτώβριο του 1966 ήρθε στο προσκήνιο το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας. Προηγουμένως, το Νοέμβριο του 1965, ο γιος ενός απομονωμένου ευαγγελιζόμενου αρνήθηκε για λόγους συνείδησης να συμμετέχει στην τελετή της σημαίας. Όταν ο πατέρας εξήγησε το λόγο, με απότομο μάλλον τρόπο, ο περιφερειάρχης και ο τοπικός επιθεωρητής εκπαίδευσης έστειλαν μια έκθεση στο Υπουργείο Παιδείας, εσωκλείοντας ένα αντίτυπο του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής». Όταν το γραφείο τμήματος έλαβε ένα πολύ επείγον γράμμα στις 31 Οκτωβρίου 1966, ο επίσκοπος τμήματος, ο Πολ Ένγκλερ, και ο βοηθός του, ο Γκάι Μόφατ, πήγαν στο Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Παιδείας.
Οι αδελφοί εξήγησαν στο γενικό διευθυντή του τμήματος ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σέβονται τη σημαία οποιασδήποτε από τις χώρες στις οποίες ζουν, ότι εκδηλώνουν αυτόν το σεβασμό με το να υπακούν στους νόμους της χώρας, αλλά ότι ζητούν να εξαιρεθούν από πράξεις λατρείας προς ένα τέτοιο σύμβολο. Τέτοιου είδους λατρεία είναι αντίθετη στο νόμο του Θεού μας, του Ιεχωβά. (Ματθ. 4:10) Ωστόσο, ο αξιωματούχος επέμενε ότι το έθνος προηγείται της θρησκείας και ισχυρίστηκε ότι ο χαιρετισμός της σημαίας δεν είχε καμιά σχέση με τη θρησκευτική λατρεία.
Πέντε μήνες αργότερα, ο αδελφός Ένγκλερ κλήθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Ερευνών για ανάκριση. Το ζήτημα είχε ανατεθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μέσα σε τρεις μέρες, και σε διάρκεια οχτώ ωρών συνολικά, ο αδελφός Ένγκλερ εξήγησε με λεπτομέρειες στον αξιωματικό της αστυνομίας που έκανε την ανάκριση ποια είναι η θρησκευτική μας στάση στο ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας. Ανέφερε επίσης ότι πολλές χώρες δέχονται τη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, όταν έρχεται στην επιφάνεια αυτό το ζήτημα.
Αφού άκουσε προσεκτικά την επιχειρηματολογία του αδελφού Ένγκλερ, ο αξιωματικός της αστυνομίας αποφάσισε ότι τα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ταϋλάνδη θα έπρεπε απλώς να στέκονται ήσυχα όση ώρα οι άλλοι μαθητές εκτελούσαν την τελετή του χαιρετισμού της σημαίας. Μετά, υπέβαλε στους ανωτέρους του μια έκθεση για εξέταση.
Ποια θα ήταν η απόφαση; Στο παρελθόν, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ήταν πάντοτε δίκαιοι και ευγενικοί με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έγιναν πολλές προσευχές «υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων και πάντων των όντων εν αξιώμασι», ώστε οι άνθρωποι του Θεού να εξακολουθήσουν να ‘διάγουν βίον ατάραχον και ησύχιον’ και να συνεχίσουν χωρίς περιορισμούς. (1 Τιμ. 2:1, 2) Περίπου ένα χρόνο αργότερα δόθηκε η απάντηση μ’ έναν έμμεσο τρόπο.
Μόλις μια ή δυο μέρες αφότου ο αδελφός Ένγκλερ είχε τελειώσει τη συζήτησή του στην Κεντρική Υπηρεσία Ερευνών, έφτασαν πέντε καινούριοι ιεραπόστολοι από τις Φιλιππίνες. Οι αιτήσεις τους για άδεια παραμονής ως μεταναστών έπρεπε να διεκπεραιωθούν από την ίδια υπηρεσία. Επί έναν ολόκληρο χρόνο δεν είχε ληφθεί καμιά απάντηση. Κατόπιν, τον Απρίλιο του 1968, οι ιεραπόστολοι πληροφορήθηκαν ότι οι αιτήσεις τους είχαν εγκριθεί. Αυτό ήταν επίσης ένδειξη της απόφασης των αρχών για το επεισόδιο σχετικά με το χαιρετισμό της σημαίας. Όμως, δεν υπήρξε καμιά επίσημη απάντηση.
Δυο Έντυπα Υπό Απαγόρευση
Κάποιος ευαγγελιζόμενος σε μια επαρχία της ενδοχώρας πρόσεξε μια ανακοίνωση που είχε αναρτηθεί σ’ ένα δημόσιο κτίριο. Ήταν μια διαταγή από το γενικό διευθυντή του Αστυνομικού Τμήματος ότι οι εκδόσεις «Έστω ο Θεός Αληθής» και «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» στη γλώσσα τάι είχαν τεθεί υπό απαγόρευση στο Βασίλειο της Ταϋλάνδης. Αυτό ήταν συγκλονιστικό! Η διαταγή είχε εκδοθεί στις 29 Μαρτίου 1968, αλλά η Εταιρία δεν είχε ειδοποιηθεί. Εντούτοις, το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» είχε ήδη εξαντληθεί. Περισσότερα από 13.000 αντίτυπα είχαν διατεθεί στη διάρκεια των περασμένων 16 ετών που χρησιμοποιήθηκε. Γιατί να απαγορευτεί το βιβλιάριο «Ευαγγέλιον»; Τι θα μπορούσε ίσως να έχει θεωρηθεί προσβλητικό; Επιπλέον, λόγω της απλότητας και της σαφήνειάς του, οι αδελφοί ήθελαν πάρα πολύ να χρησιμοποιούν αυτό το βιβλιάριο για να αρχίζουν Γραφικές μελέτες.
Ο αξιωματούχος με τον οποίο ήρθαν σε επαφή οι αδελφοί είχε απολογητικό ύφος όταν εξήγησε ότι το αμφιλεγόμενο απόσπασμα ήταν η πρόταση: «Είναι εσφαλμένο να προσπαθή ο άνθρωπος να κάμη μια εικόνα του Θεού για λατρεία». Εξήγησε ότι, επειδή στους Βουδιστές αρέσει να φτιάχνουν ομοιώματα του Βούδα, μερικοί θα μπορούσαν να προσβληθούν απ’ αυτή τη δήλωση. Όταν ο αδελφός Ένγκλερ τού είπε ότι το βιβλιάριο δεν μιλούσε καθόλου για τον Βούδα αλλά για τον Ιεχωβά Θεό, τον Δημιουργό, ο αξιωματούχος απάντησε: «Τότε θα έπρεπε να το εξηγείτε αυτό». Αυτός δεν θα είχε καμιά αντίρρηση αν η λέξη ‘Θεός’ αντικαθίστατο από τη λέξη ‘Δημιουργός’. «Όμως», πρόσθεσε, «θα πρέπει επίσης να αλλάξετε και τον τίτλο του βιβλιαρίου, γιατί αυτός ο τίτλος βρίσκεται τώρα υπό απαγόρευση».
Έτσι, ο τίτλος του βιβλιαρίου «Ευαγγέλιον» στην τάι άλλαξε από τότε και έγινε Πρέπει να Κηρυχθή Τούτο το Ευαγγέλιον.
Καρποφόρος Τομέας στα Προσφυγικά Στρατόπεδα
Μετά τις κυβερνητικές αλλαγές στο Νότιο Βιετνάμ, στην Καμπότζη και στο Λάος, το 1975, οι πρόσφυγες άρχισαν να κατακλύζουν την Ταϋλάνδη—περιλαμβανομένων και πολλών Λαοτινών αδελφών που θεώρησαν αναγκαίο να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Στο Κέντρο Λαοτινών Προσφύγων που βρισκόταν κοντά στο Νονγκ Χάι, στις όχθες του Ποταμού Μεκόνγκ, λειτουργούσε επί ένα διάστημα μια εκκλησία που αποτελούνταν από 20 και πλέον ευαγγελιζομένους οι οποίοι έδιναν έκθεση έργου. Οι αδελφοί έκαναν καλή χρήση του χρόνου τους με το να δίνουν μαρτυρία σε άλλους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξανακούσει τα καλά νέα στην πατρίδα τους. Αρκετά ενδιαφερόμενα άτομα άρχισαν να κηρύττουν και μερικά βαφτίστηκαν ενόσω βρίσκονταν στο στρατόπεδο.
Μια ηλικιωμένη Λαοτινή Βουδίστρια προσκλήθηκε από έναν ιεραπόστολο του Χριστιανικού κόσμου να παρακολουθήσει τη λειτουργία στο στρατόπεδο. Ήταν εθισμένη στην καρύδα του βετέλ και προσπαθούσε σκληρά, αλλά χωρίς επιτυχία, να κόψει αυτή τη συνήθεια. Ανέφερε το πρόβλημά της στον ιεραπόστολο, ο οποίος απάντησε: «Μη στενοχωριέσαι. Μπορείς να μασάς καρύδα του βετέλ ή να καπνίζεις και να παραμένεις Χριστιανή. Απλώς να παίρνεις μαζί σου στην εκκλησία το πτυελοδοχείο σου». Εφόσον αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα πίστευε ότι το μάσημα καρύδας του βετέλ ήταν ηθικά λανθασμένο, σκέφτηκε: «Αν σε αφήνουν να μασάς καρύδα του βετέλ ή να καπνίζεις, προφανώς σε αφήνουν να λες ψέματα ή και να κλέβεις». Έτσι, δεν πήγε στην εκκλησία τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια αδελφή μας τη συνάντησε στην υπηρεσία αγρού. Σχεδόν αμέσως, αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα ρώτησε: «Μπορείτε να μασάτε καρύδα του βετέλ σ’ αυτή τη θρησκεία;» Όταν η απάντηση που έλαβε ήταν όχι, αναγνώρισε ότι οι Μάρτυρες είναι διαφορετικοί και άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή.
Αυτή μίλησε σε μια 65χρονη φίλη της γι’ αυτά που μάθαινε. Εκείνη η κυρία, που ήταν επίσης εθισμένη στην καρύδα του βετέλ, δεν μπορούσε να διαβάσει. Έτσι, η αδελφή μας και η ηλικιωμένη γυναίκα της έμαθαν πώς να διαβάζει και να γράφει. Και οι δυο ενδιαφερόμενες κυρίες άρχισαν να παρακολουθούν τακτικά συναθροίσεις. Ωστόσο, αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν το πρόβλημα που είχαν επειδή μασούσαν καρύδα του βετέλ. Χρειάστηκε να φτάσει ο καιρός να μελετήσουν το κεφάλαιο του βιβλίου Αληθινή Ειρήνη και Ασφάλεια σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών, για να βρουν το σθένος να σταματήσουν τη συνήθεια. Όταν ο επίσκοπος περιοχής επισκέφτηκε την εκκλησία στο στρατόπεδο, του είπαν πόσο καθαρές αισθάνονταν τώρα και με περηφάνια άνοιξαν τα στόματά τους με πλατύ χαμόγελο για να του δείξουν τα δόντια τους, τα οποία δεν ήταν πια μαύρα. Και οι δυο τους βαφτίστηκαν στο στρατόπεδο.
Επειδή και οι τρεις αδελφοί που υπηρετούσαν σ’ αυτή την εκκλησία, ο ένας ως πρεσβύτερος και οι άλλοι δυο ως διακονικοί υπηρέτες, δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο για να παρακολουθήσουν τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, η σχολή έγινε μέσα στο στρατόπεδο. Τους επισκέφτηκε ο επίσκοπος περιοχής και διεξήγαγε όλα τα μαθήματα μαζί τους.
Τελικά, όλοι οι αδελφοί στο στρατόπεδο επανεγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες. Σε μερικά μέρη, έχουν δημιουργηθεί λαοτινοί όμιλοι και εκκλησίες από εκείνον τον αφοσιωμένο μικρό όμιλο των προσφύγων Μαρτύρων.
Δοκιμάζεται η Ακεραιότητα στο Ζήτημα του Αίματος
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται να δεχτούν μεταγγίσεις αίματος, για θρησκευτικούς λόγους που βασίζονται στην Αγία Γραφή. (Πράξ. 15:28, 29) Αφού η χρήση του αίματος για ιατρική θεραπεία εξακολουθεί να είναι ακόμη κοινή πρακτική, και επειδή στην Ταϋλάνδη η γνώμη του γιατρού γίνεται γενικά αποδεκτή από τον ασθενή χωρίς αμφισβήτηση, πολλοί αδελφοί έχουν αντιμετωπίσει σοβαρές δοκιμασίες της ακεραιότητάς τους.
Για παράδειγμα, η Αράγια Ταντσακούν, μια ειδική σκαπάνισσα που ήταν έγκυος, άρχισε ξαφνικά να αιμορραγεί. Την πήγαν κατεπειγόντως στο νοσοκομείο όπου έγινε η διάγνωση ότι είχε προδρομικό πλακούντα—μια κατάσταση στην οποία ο πλακούντας πέφτει και εμποδίζει το γεννητικό σωλήνα. Της χορηγήθηκε διάλυμα χλωριούχου νατρίου, αλλά οι γιατροί τής είπαν ότι σε περίπτωση που συνεχιζόταν η αιμορραγία θα έπρεπε να της χορηγηθεί αίμα.
Εκείνη εξηγούσε τη στάση της σε κάθε γιατρό που είχε βάρδια. Ένας απ’ αυτούς, ο οποίος είπε ότι ήξερε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, της πρότεινε να της χορηγηθεί μυστικά αίμα, ‘χωρίς να αναφερθεί στην οργάνωση’. Η αδελφή Αράγια τόνισε ότι η απόφασή της αφορούσε την ίδια και τον Ιεχωβά, όχι ανθρώπους. Ένας άλλος γιατρός τής ανέφερε την περίπτωση των Βουδιστών μοναχών τους οποίους κανονικά δεν πρέπει να τους αγγίξει γυναίκα. Όμως, αν είναι άρρωστοι και βρίσκονται στο νοσοκομείο, μπορούν να τους φροντίσουν νοσοκόμες. «Δεν υπάρχουν παρόμοιες εξαιρέσεις στη δική σας θρησκεία;» αναρωτήθηκε. Όταν η απάντηση σχετικά με τις μεταγγίσεις αίματος ήταν όχι, εξέφρασε τη λύπη του επειδή στην Ταϋλάνδη οι γιατροί δεν μπορούσαν να ζητήσουν δικαστική εντολή για να χορηγήσουν αίμα. Δεν της έδωσε πολλές ελπίδες, ιδιαίτερα λόγω της επερχόμενης γέννας. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο λίγες μέρες αργότερα, το προσωπικό του νοσοκομείου τής τόνισε ξεκάθαρα ότι θα γινόταν και πάλι δεκτή μόνο αν συμφωνούσε να δεχτεί αίμα. Όμως, η δοκιμασία της δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Η Φοντχίπα Τιραφίνιο, μια αδελφή από μια άλλη εκκλησία, έφερε την Αράγια σε επαφή μ’ ένα γιατρό που στο παρελθόν την είχε βοηθήσει όσον αφορά το ζήτημα του αίματος. Μια εβδομάδα περίπου αργότερα, η Αράγια πήγε στη δουλειά και άρχισε να αιμορραγεί ξανά. Όταν αυτός ο γιατρός στο δεύτερο νοσοκομείο παρατήρησε πόσο αδύναμη ήταν, ανησύχησε κι άλλαξε γνώμη. Είπε στην Αράγια και στο σύζυγό της ότι, σ’ αυτή την κατάσταση, ακόμη και το αναισθητικό που θα της έδινε θα μπορούσε να τη σκοτώσει. Ωστόσο, αυτοί παρέμειναν σταθεροί. Ο σύζυγός της του ζήτησε να συνεχίσει χωρίς αίμα και του είπε ότι θα ήταν ευγνώμων για τις προσπάθειές του ακόμη κι αν πέθαινε η σύζυγός του. Όταν ο γιατρός παρατήρησε ότι υπήρχαν και 30 περίπου Μάρτυρες στο νοσοκομείο που περίμεναν με αγωνία, εντυπωσιάστηκε και συμφώνησε να κάνει καισαρική τομή χωρίς αίμα.
Όλοι ήταν ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι όταν η Αράγια γέννησε ένα υγιές κορίτσι, το όγδοο παιδί της, και η ίδια ήταν μια χαρά. Ο γιατρός, επειδή γνώριζε ότι το ζευγάρι ήταν ολοχρόνιοι κήρυκες επί πολλά χρόνια, και επειδή εντυπωσιάστηκε απ’ αυτή την εκδήλωση της πίστης τους, αρνήθηκε ακόμη και να δεχτεί οποιαδήποτε πληρωμή.
‘Μην Κλάψεις αν Πεθάνω’
Λίγες εβδομάδες αφότου η Αράγια βγήκε από το νοσοκομείο, η Φοντχίπα, η αδελφή που την είχε συστήσει στο γιατρό ο οποίος δέχτηκε να βοηθήσει, του έκανε μια επίσκεψη για να τον ευχαριστήσει επειδή σεβάστηκε τη θρησκευτική μας πεποίθηση και έκανε την εγχείρηση χωρίς αίμα. Ο γιατρός παρατήρησε ότι ο εννιάχρονος γιος της Φοντχίπα, ο Σερί, ήταν πολύ χλωμός. Έγινε στη συνέχεια εξέταση αίματος και διαπιστώθηκε ότι ο Σερί είχε λευχαιμία. Ο γιατρός είπε ότι η μόνη γνωστή θεραπεία γι’ αυτή την αρρώστια ήταν οι μεταγγίσεις αίματος.
Ποια ήταν η αντίδραση του Σερί; «Ακόμη κι αν χρειαστεί να πεθάνω σήμερα ή αύριο, δεν θα δεχτώ καθόλου αίμα, ούτε μια σταγόνα», είπε στο γιατρό. Όχι μόνο γνώριζε το νόμο του Θεού σχετικά με το αίμα, αλλά ήταν και έτοιμος να τον υποστηρίξει όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες. Όταν ο Σερί άκουσε τυχαία διάφορους γιατρούς να λένε ότι οι πεποιθήσεις της μητέρας του ήταν παράλογες, την υπεράσπισε λέγοντας: «Μην κατακρίνετε τη μητέρα μου! Εσείς οι γιατροί την κατηγορείτε μόνο και μόνο επειδή δεν έχετε μελετήσει το Λόγο του Θεού».
Περίπου έξι εβδομάδες αφότου είχε γίνει η διάγνωση της κατάστασης του Σερί, αυτός μπήκε στο νοσοκομείο. Ήταν ανένδοτος στην άρνησή του να δεχτεί αίμα παρά τις επίμονες πιέσεις των γιατρών. Εξασθενούσε μέρα με τη μέρα, και του έδιναν μορφίνη για να τον ανακουφίζουν από τον πόνο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του, ο Σερί έδειξε αξιοσημείωτη πίστη. Ασταμάτητα, μιλούσε για την ελπίδα για ζωή στον ερχόμενο επίγειο Παράδεισο. Κάποια στιγμή είπε στη μητέρα του: «Μαμά, αν χρειαστεί να πεθάνω, πες στον μπαμπά να μην κλάψει, ούτε εσύ να κλάψεις μαμά, αλλά να είσαι χαρούμενη γιατί μπορέσαμε να περάσουμε τη δοκιμασία που μας έφερε ο Σατανάς». Ο Σερί πέθανε πιστός, αφήνοντας ένα καλό παράδειγμα για άλλους νεαρούς στον τομέα της διακράτησης ακεραιότητας υπό δοκιμασία.—Παρ. 22:6.
Οι Νεαροί Παίρνουν Θέση Υπέρ της Αλήθειας
Στην Ταϋλάνδη, η προθυμία με την οποία πολλά νεαρά άτομα δέχονται την αλήθεια και γίνονται ευαγγελιζόμενοι έρχεται σε έντονη αντίθεση με την αδιαφορία των περισσότερων ηλικιωμένων ατόμων, οι οποίοι είναι σταθερά προσκολλημένοι στην παράδοση. Η μεγαλύτερη ευρύτητα διάνοιας που δείχνει η νέα γενιά έχει βοηθήσει μερικούς απ’ αυτούς να αρχίσουν να μελετούν την Αγία Γραφή και να γίνουν Μάρτυρες για τον Ιεχωβά. Επειδή οι γονείς τους και άλλοι συγγενείς εναντιώνονται, πολλοί χρειάζεται να αγωνιστούν για την αλήθεια. Αυτή η εγκαρτέρηση συχνά τους βοηθάει να γίνουν πιο ισχυροί πνευματικά.
Πολλοί νεαροί ευαγγελιζόμενοι δίνουν καλή μαρτυρία στο σχολείο με τη θαυμάσια διαγωγή τους και την ασυμβίβαστη θέση τους υπέρ της αληθινής λατρείας. Κάθε χρόνο, την ημέρα βάι κχρου, όλα τα σχολεία διευθετούν ένα ειδικό πρόγραμμα που συνοδεύεται από θρησκευτικές τελετουργίες, κατά τις οποίες οι μαθητές αποδίδουν τιμές στους δασκάλους τους. Σ’ ένα σχολείο, τρεις νεαροί αδελφοί εξήγησαν στο διευθυντή, αρκετό καιρό πριν, τους λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσαν να πάρουν μέρος στο πρόγραμμα και ζήτησαν να εξαιρεθούν. Παρ’ όλα αυτά, τους ζητήθηκε να είναι παρόντες, ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν την εκτίμησή τους στους δασκάλους τους χωρίς να συμμετέχουν στη θρησκευτική ιεροτελεστία.
Την ημέρα βάι κχρου, αφού είχε τελειώσει η τελετουργία, κλήθηκαν και οι τρεις τους. Περίπου 70 με 80 δάσκαλοι κάθονταν στην εξέδρα μπροστά από χίλιους και πλέον μαθητές. Με μια σύντομη ομιλία, οι αδελφοί μας επισήμαναν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αναμειγνύουν την απόδοση σεβασμού στους δασκάλους τους με τη λατρεία. Μπορούν και πρέπει να δείχνουν σεβασμό οπουδήποτε και οποτεδήποτε, ακόμη κι έξω από τα σχολικά κτίρια. Ωστόσο, η λατρεία τους αποδίδεται αποκλειστικά στον Δημιουργό, τον Ιεχωβά Θεό. Στους δασκάλους και στους συμμαθητές άρεσαν αυτά που άκουσαν. Όταν τελείωσαν οι αδελφοί, η αίθουσα αντηχούσε από τα θυελλώδη χειροκροτήματα.
Προσπάθειες για Επίσημη Αναγνώριση
Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στους περισσότερους από τους ιεραποστόλους που διορίζονταν στην Ταϋλάνδη παρεχόταν άδεια μόνιμης διαμονής. Και σε άλλους τομείς, επίσης, οι αρχές έδειχναν ευρύτητα διάνοιας και ήταν εξυπηρετικές. Παρ’ όλα αυτά, όταν οι αδελφοί έκαναν προσπάθειες να επισημοποιηθεί η Εταιρία, δηλαδή να καταχωρηθεί ως νομικό σωματείο, ώστε να ‘εδραιωθούν νομικά τα καλά νέα’, οι αξιωματούχοι απαντούσαν ότι δεν υπήρχε ανάγκη να γίνει κάτι τέτοιο. (Φιλιπ. 1:7, ΜΝΚ) Το 1974, ο γενικός διευθυντής του Τμήματος Θρησκευτικών Υποθέσεων δήλωσε τα εξής με μια επιστολή: «Εφόσον αυτός ο σύλλογος έχει ως κύριο σκοπό του το κήρυγμα και τη διδασκαλία της Χριστιανικής θρησκείας, δεν είναι απαραίτητο να επισημοποιηθεί ως σωματείο. Μπορείτε να συνεχίσετε τις δραστηριότητές σας σύμφωνα μ’ αυτόν το σκοπό· έτσι, προς το παρόν, μην προσπαθείτε να δημιουργήσετε σωματείο».
Ένα χρόνο αργότερα, όταν δυο καινούριοι ιεραπόστολοι έκαναν αίτηση για βίζα μετανάστη, το Τμήμα Μεταναστεύσεων ζήτησε από το Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων μια επιστολή που θα βεβαίωνε ότι οι αιτούντες ήταν ιεραπόστολοι. Ωστόσο, το Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων αρνήθηκε να εκδώσει τέτοια βεβαίωση με την αιτιολογία ότι η Εταιρία Σκοπιά δεν είχε καταχωρηθεί επίσημα σ’ αυτό το τμήμα. Η απάντηση σε μια ακόμα αίτηση για επίσημη αναγνώριση ήταν πανομοιότυπη με την προηγούμενη.
Εφόσον δεν δόθηκε βεβαίωση από το Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων, στους ιεραποστόλους παραχωρήθηκε μόνο τουριστική βίζα, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε 90 μέρες αυτοί θα έπρεπε να ταξιδεύουν έξω από τη χώρα. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ο αναπληρωτής γραμματείας του υπουργείου παιδείας ήταν πολύ εξυπηρετικός όταν τον πλησιάσαμε για να ξεδιαλύνουμε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Το 1980, αυτός έγραψε μια επιστολή προς τον υπεύθυνο του τμήματος μεταναστεύσεων, στην οποία δήλωνε: «Το Υπουργείο Παιδείας έχει εξετάσει το ζήτημα και αποφάσισε ότι εφόσον η Ταϋλάνδη έχει την πολιτική να παρέχει θρησκευτική ελευθερία, . . . είναι κατάλληλο να παράσχει στους ιεραποστόλους παράταση της άδειας παραμονής τους για ένα έτος».
Ο επόμενος αναπληρωτής γραμματέας βοήθησε να πάρουν οι ιεραπόστολοι μια δεύτερη παράταση ενός έτους, και πρότεινε να δημιουργήσουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ένα νομικό ίδρυμα με βάση τις διατάξεις του τοπικού νόμου. Έτσι, το 1982, ιδρύθηκε και αναγνωρίστηκε το Ίδρυμα για Προώθηση της Μελέτης της Αγίας Γραφής, με ορισμένους έμπειρους ντόπιους αδελφούς ως μέλη της επιτροπής.
Αυτό το ίδρυμα, που είναι μια πολιτιστική οργάνωση, έχει τη δυνατότητα να είναι κύριος τίτλων ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων και Αιθουσών Βασιλείας. Ωστόσο, ως σήμερα, το Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων αρνείται να αναγνωρίσει το ίδρυμα ως θρησκευτική οργάνωση. Τέτοιου είδους αναγνώριση θα επέτρεπε την είσοδο καινούριων ιεραποστόλων στη χώρα. Και ποιος είναι ο λόγος γι’ αυτή την άρνηση; Το τμήμα αυτό ακολουθεί την τακτική να συμβουλεύεται τους επικεφαλής των οργανώσεων του Χριστιανικού κόσμου που είναι ήδη αναγνωρισμένες στην Ταϋλάνδη, για ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τη Χριστιανική θρησκεία. Όταν διευθετήθηκε μια συνάντηση για να συζητηθεί η αίτηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι αντιπρόσωποι αυτών των οργανώσεων (περιλαμβανομένων των Ρωμαιοκαθολικών, της Εκκλησίας του Χριστού στην Ταϋλάνδη, της Χριστιανικής και Ιεραποστολικής Ένωσης, των Βαπτιστών, και των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας) συμφώνησαν ομόφωνα ότι ‘δεν μπορούσαν να εγκρίνουν την αίτηση των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά’, επειδή οι διδασκαλίες και οι δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν συμφωνούν με τις δικές τους. Αυτό το αδιέξοδο παραμένει ακόμη.
Η Ειδική Συνέλευση Παρακινεί σε Δράση
Το 1985, η Συνέλευση με θέμα «Διακράτηση Ακεραιότητας» στην Μπανγκόκ, ήταν η πρώτη συνέλευση με πραγματικά διεθνή χαρακτήρα μετά τις συνελεύσεις που έγιναν σ’ όλο τον κόσμο το 1963. Περίπου 400 ξένοι αντιπρόσωποι από 18 χώρες ήρθαν στην Ταϋλάνδη. Το Κυβερνών Σώμα εκπροσώπησε ο αδελφός Λάιμαν Α. Σουίνγκλ.
Ένα κύριο χαρακτηριστικό ήταν η υπηρεσία αγρού την Παρασκευή το απόγευμα, οπότε σχεδόν όλοι οι επισκέπτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν σκαπανείς, πήγαν στο έργο μαζί με τους Ταϋλανδούς αδελφούς τους, τους οποίους σχεδόν ξεπερνούσαν σε αριθμό. Αυτό το γεγονός, μαζί με το επίκαιρο πρόγραμμα της συνέλευσης, εντυπωσίασε βαθιά τους αδελφούς και αποδείχτηκε ότι τους παρακίνησε για αυξημένη δραστηριότητα σ’ όλη τη χώρα.
Στους μήνες που ακολούθησαν τη συνέλευση, επιτεύχθηκαν νέα ανώτατα όρια στον αριθμό των ευαγγελιζομένων. Τον Απρίλιο του 1986, ο αριθμός των 157 βοηθητικών σκαπανέων αντιπροσώπευε αύξηση 80 τοις εκατό σε σύγκριση με το προηγούμενο ανώτατο όριο. Μια εκκλησία με 91 ευαγγελιζομένους είχε 48 βοηθητικούς σκαπανείς, περιλαμβανομένων και 6 από τους 7 πρεσβυτέρους. Οι υπόλοιποι 43 ευαγγελιζόμενοι ανέφεραν κατά μέσο όρο 20,9 ώρες εκείνον το μήνα.
«Το Ελάχιστον» Γίνεται Χίλια
Στην Ταϋλάνδη, η αδιάκοπη δραστηριότητα για τη Βασιλεία άρχισε το 1936, όταν ο Φρανκ Ντιούαρ έφτασε στην Μπανγκόκ και υπηρετούσε μόνος του ως σκαπανέας. Ωσότου βαφτιστούν οι πρώτοι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια σκληρής εργασίας απ’ αυτόν και από τους άλλους ξένους σκαπανείς που ενώθηκαν μαζί του. Ως το 1960, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξανόταν σταθερά και έφτασε τους 382, και τα περισσότερα χρόνια το ποσοστό της αύξησης ξεπερνούσε το 10 τοις εκατό. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, υπήρξε μείωση επί αρκετά χρόνια, αλλά στο τέλος της δεκαετίας ο αριθμός των ευαγγελιζομένων ήταν όσος και το 1960. Έπειτα, ήρθαν χρόνια με αυξήσεις που έφτασαν το 20 τοις εκατό, ωσότου το ποσοστό σταθεροποιήθηκε στο 3 με 5 τοις εκατό το χρόνο.
Χρόνο με το χρόνο, οι αδελφοί περίμεναν το προ πολλού αναμενόμενο γεγονός—να ξεπεραστεί ο στόχος των 1.000 ευαγγελιζομένων. Αυτό έγινε πραγματικότητα τον Απρίλιο του 1988, όταν αναφέρθηκε ένας συνολικός αριθμός 1.021 ευαγγελιζομένων. Το υπηρεσιακό έτος 1990 ολοκληρώθηκε με αύξηση 6 τοις εκατό και το μεγαλύτερο ανώτατο όριο όλων των εποχών, με 1.148 ευαγγελιζομένους. Οι 1.169 Γραφικές μελέτες που διεξάγονται κάθε μήνα και τα 2.692 άτομα που παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση το 1990 δείχνουν ότι υπάρχουν θαυμάσιες δυνατότητες για μεγαλύτερη αύξηση. Σύμφωνα με την υπόσχεση, ο Ιεχωβά «επιταχύνει» το έργο.—Ησ. 60:22.
Το έργο περιοχής έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των αδελφών στις 34 εκκλησίες και στους διάφορους απομονωμένους ομίλους όλων των περιοχών της χώρας. Το τμήμα έχει καλύψει την ανάγκη για ικανούς περιοδεύοντες επισκόπους, εν μέρει, διορίζοντας στο έργο περιοχής και περιφερείας αδελφούς εκπαιδευμένους στη Γαλαάδ. Όμως, νεαροί και δραστήριοι ντόπιοι αδελφοί, όπως ο Φισέκ Θονγκσούκ, έχουν υπηρετήσει αρκετά χρόνια τώρα, και αποτελούν μεγάλη βοήθεια για τους αδελφούς. Ο Εμίλιο Μπατούλ, ο οποίος ήταν 10 περίπου χρόνια επίσκοπος περιοχής στις Φιλιππίνες πριν πάει στην Ταϋλάνδη, κάνει το έργο περιοχής σ’ αυτή τη χώρα 22 χρόνια.
Προετοιμασία για Επέκταση
Το 1962, όταν το γραφείο τμήματος μεταφέρθηκε στην ιδιοκτησία της Εταιρίας στην οδό Σουκχουμγουίτ, Σόι Φασούκ 69/1, οι εγκαταστάσεις ήταν υπεραρκετές. Από τότε, το προσωπικό του Μπέθελ έχει αυξηθεί από 3 εργαζόμενους σε 16. Το 1985, νοικιάστηκε μια γειτονική ιδιοκτησία στην οποία βρισκόταν ένα σπίτι κι ένας καταπράσινος κήπος, ώστε να μπορούν να επεκταθούν τα γραφεία του κτιρίου του τμήματος. Όμως, κι αυτός ο επιπρόσθετος χώρος σύντομα αποδείχτηκε ανεπαρκής. Κατόπιν εκτεταμένης έρευνας, οι αδελφοί βρήκαν και αγόρασαν ένα οικόπεδο σ’ ένα προάστιο της Μπανγκόκ το οποίο είχε πρόσφατα αναπτυχθεί. Η κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων, οι οποίες θα είναι πέντε φορές μεγαλύτερες από τις σημερινές, άρχισε το Φεβρουάριο του 1990.
Όπως συμβαίνει με όλα τα τμήματα της Εταιρίας, η Ταϋλάνδη έχει μια Επιτροπή Τμήματος από το 1976. Στην αρχή, η επιτροπή αποτελούνταν από τον Πολ Ένγκλερ ως συντονιστή, τον Έλον Χαρτέβα και τον Γκάι Μόφατ. Ο Έλον Χαρτέβα επέστρεψε στη Φινλανδία. Ο αδελφός Μόφατ πέθανε το 1981, ύστερα από 45 χρόνια ολοχρόνιας υπηρεσίας, 30 από τα οποία τα διέθεσε ως ιεραπόστολος και στην υπηρεσία Μπέθελ στην Ταϋλάνδη. Υπηρέτησε επίσης με την ιδιότητα του επισκόπου περιοχής και του επισκόπου περιφερείας, και γι’ αυτόν το λόγο ήταν πολύ καλά γνωστός στους αδελφούς όλης της χώρας, οι οποίοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν λόγω του ειλικρινούς ενδιαφέροντός του για τους αδελφούς και του ζήλου του για την αληθινή λατρεία. Αφού επέστρεψε από τη σχολή Γαλαάδ το 1980, ο Ασαγουίν Ουραϊράτ ήταν ο πρώτος ντόπιος που έγινε μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Η σημερινή επιτροπή περιλαμβάνει επίσης τον Ερνστ Φίσερ, ο οποίος αποφοίτησε από τη Γαλαάδ το 1972, και τον Κάρλε Χαρτέβα.
Αποβλέπουμε στο Μέλλον με Εμπιστοσύνη
Μολονότι στην Ταϋλάνδη κυριαρχούν οι παραδόσεις επί αιώνες, η αληθινή λατρεία του Ιεχωβά Θεού έχει ελευθερώσει πολλούς ανθρώπους από τα δεσμά της Βαβυλωνιακής θρησκείας. Οι πρώτοι που έγιναν Μάρτυρες του Θεού της αλήθειας σ’ αυτή τη χώρα ήταν προηγουμένως λεγόμενοι Χριστιανοί. Ωστόσο, τώρα, η πλειονότητα είναι άτομα με Βουδιστικό παρελθόν. Για παράδειγμα, στη Συνέλευση Περιφερείας «Ζώσα Ελπίς» που έγινε το 1980, οι 26 από τους 36 που βαφτίστηκαν ήταν πρώην Βουδιστές. Μόνο ένας ήταν πρώην Καθολικός, και εννιά είχαν γονείς στην αλήθεια. Μέσω των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού, πολλοί άνθρωποι, περιλαμβανομένων και πρώην Βουδιστών, έχουν την προοπτική να απολαύσουν ένα είδος ελευθερίας που κανείς άνθρωπος ή ανθρώπινος κυβερνήτης, ούτε ακόμα και στη «Χώρα των Ελευθέρων», δεν θα μπορούσε ποτέ να φέρει—ελευθερία από την ατέλεια, την αρρώστια και το θάνατο.—Παράβαλε Ιωάννης 8:32.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα συνεχίσουν να κηρύττουν τα καλά νέα παντού. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει πολύ έργο ακόμα να γίνει στην Ταϋλάνδη. Οι μισές και πλέον από τις 73 επαρχίες είναι ακόμη μη ανατεθειμένοι τομείς. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι το έργο θα συνεχιστεί στο βαθμό που θέλει ο Ιεχωβά. Και θα ολοκληρωθεί. Ως τότε, θα συνεχίσουμε να ‘λέμε στα έθνη: «Ο Ιεχωβά βασιλεύει»’, και θα συνεχίσουμε να βοηθούμε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούμε να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι.—Ψαλμ. 96:10.
[Υποσημείωση]
a Στην Ταϋλάνδη η συνήθεια είναι να απευθύνεται κανείς στους ανθρώπους με το μικρό τους όνομα.
[Πίνακας στη σελίδα 252]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ταϋλάνδη 1.500
1950 89
1960 382
1970 380
1980 735
1990 1.148
Ανώτατο Όριο Ευαγγελιζομένων
300
1950 14
1960 41
1970 69
1980 114
1990 195
Μέσος Όρος Σκαπανέων
[Χάρτης/Πλαίσιο στη σελίδα 186]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΜΙΑΝΜΑΡ (Βιρμανία)
Θάλασσα Άνταμαν
ΤΑΫΛΑΝΔΗ
Τσιαγκ Ράι
Τσιαγκ Μάι
Ναν
Λαμπάνγκ
Νογκ Χάι
Ούντομ Θάνι
Χον Καέν
Ναχόν Ρατσχασίμα
Μπανγκόκ
Ναχόν Σι Θάμμαρατ
Σόγκχλα
Κόλπος της Ταϋλάνδης
ΜΑΛΑΙΣΙΑ
ΛΑΟΣ
Βιεντιάνε
Σαβάναχετ
ΚΑΜΠΟΤΖΗ
Πνομ Πενχ
ΒΙΕΤΝΑΜ
[Πλαίσιο]
ΤΑΫΛΑΝΔΗ
Πρωτεύουσα: Μπανγκόκ
Επίσημη Γλώσσα: Τάι
Κύρια Θρησκεία: Βουδισμός
Πληθυσμός: 55.888.393
Γραφείο Τμήματος: Μπανγκόκ
[Εικόνες στη σελίδα 188]
Ο Φρανκ Ντιούαρ ταξίδεψε στο Νότιο Ειρηνικό μ’ ένα δικάταρτο καΐκι μήκους 16 μέτρων, τον «Φωτοδότη». Έφτασε στην Μπανγκόκ τον Ιούλιο του 1936
[Εικόνες στη σελίδα 191]
Το γεμάτο αντιθέσεις τοπίο της Ταϋλάνδης όπως φαίνεται από τον Κόλπο Φάνγκνγκα στα νότια—ο οποίος περιβάλλεται από σπηλιές μέσα σε βουνά και από παραλιακά τοπία—μέχρι την περιοχή του ναού του Σμαραγδένιου Βούδα στην Μπανγκόκ, όπου υπάρχει το κεφάλι ενός μυστηριώδη γίγαντα με τρεις τιάρες
[Εικόνες στη σελίδα 193]
Ο Βίλι Ουνγκλάουμπε, πάνω, και ο Κουρτ Γκρούμπερ κήρυξαν στις βόρειες περιοχές της χώρας, στα τέλη της δεκαετίας του 1930
[Εικόνα στη σελίδα 197]
Η Τσομτσάι Ινθαφάν έγινε μεταφράστρια το 1941 και υπηρετούσε στο Μπέθελ από το 1947 ως το θάνατό της το 1981
[Εικόνα στη σελίδα 199]
Η Μπουακχίεο Ναντχά, μια από τις πρώτες ντόπιες Μάρτυρες της χώρας, αποφοίτησε από την 31η τάξη της Γαλαάδ
[Εικόνα στη σελίδα 202]
Ο Τζορτζ Πάουελ, ο πρώτος επίσκοπος τμήματος, και η σύζυγός του, η Ντόνα
[Εικόνα στη σελίδα 207]
Η Ταϋλάνδη έγινε τμήμα την 1η Σεπτεμβρίου 1947. Το πρώτο γραφείο τμήματος ήταν στην οδό Σόι Ντέκο 122, στην Μπανγκόκ
[Εικόνα στη σελίδα 209]
Έτοιμοι για έργο περιοδικού στην πρώτη συνέλευση περιοχής στο Τσιαγκ Μάι, τον Απρίλιο του 1948. Στην πίσω σειρά, στα δεξιά, είναι ο Χανς Τόμας, που υπηρέτησε ως σκαπανέας στην Ταϋλάνδη από το 1941 ως το 1954
[Εικόνα στη σελίδα 210]
Ιεραπόστολοι της 12ης τάξης της Γαλαάδ. Ο Τζόζεφ Ε. (Μπομπ) Μπαμπίνσκι, ο Τζέραλντ (Τζέρι) Ρος, ο Ντάροου Στάλαρντ, ο Ντόναλντ Μπέρκχαρτ
[Εικόνα στη σελίδα 214]
Η Καρούν Τσουθιανγκτρόνγκ. Πώς σβήστηκε η δίψα της για την αλήθεια;
[Εικόνα στη σελίδα 220]
Ο Σενγκ Μπουαγουιτσάι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δοξασία της Τριάδας
[Εικόνα στη σελίδα 224]
Ο Τζορτζ και η Καρολάιν Κράουφορντ από το 1963 έχουν υπηρετήσει ως ιεραπόστολοι στην Καμπότζη, στο Λάος και στην Ταϋλάνδη
[Εικόνα στη σελίδα 227]
Η Σουγί Τσινέζια, από τις πρώτες ευαγγελιζόμενες στο Λάος· ο Μπουνχοένγκ Λάο, ο αδελφός της Σιφάνχ· και η Σιφάνχ Λάο, η πρώτη Λαοτινή Βουδίστρια στη Βιεντιάνε που έγινε Μάρτυρας
[Εικόνα στη σελίδα 229]
Ιεραπόστολοι κηρύττουν με βάρκα στα πολλά κλονγκ (κανάλια) της Μπανγκόκ, το 1956
[Εικόνα στη σελίδα 230]
Ο Μπαντοένγκ Τσαντραμπούν, απόφοιτος της 31ης τάξης της Γαλαάδ, το 1958, υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής
[Εικόνα στη σελίδα 231]
Η Σομσρί Νταραγουάν, μια από τις πρώτες Ταϋλανδές ειδικές σκαπάνισσες, απόφοιτος της Γαλαάδ το 1953
[Εικόνα στη σελίδα 232]
Το αρχικό γραφείο τμήματος αποτελούσε γνωστή τοποθεσία, όχι μόνο γι’ αυτούς τους ιεραποστόλους, αλλά και για τους κατοίκους της Μπανγκόκ
[Εικόνα στη σελίδα 233]
Το γραφείο τμήματος, στην οδό Σουκχουμγουίτ, Σόι Φασούκ 69/1, στην Μπανγκόκ. Το νέο Μπέθελ πρόκειται να ολοκληρωθεί το 1991
[Εικόνα στη σελίδα 235]
Στη Συνέλευση του 1963 με θέμα «Αιώνιον Ευαγγέλιον», στο Λουμπίνι Παρκ της Μπανγκόκ, οι ξένοι αντιπρόσωποι που παρευρέθηκαν ήταν διπλάσιοι από τους ευαγγελιζομένους της χώρας
[Εικόνες στη σελίδα 237]
Η Ροσάουρα Ένγκλερ (Καγκουνγκάο) και η Κλάρα Ελαούρια (ντέλα Κρουζ), οι πρώτες δυο Φιλιππινέζες που στάλθηκαν στην Ταϋλάνδη για να υπηρετήσουν ως ιεραπόστολοι. Γιατί διορίστηκαν Φιλιππινέζοι στην Ταϋλάνδη;
[Εικόνα στη σελίδα 238]
Ο Γκάι Μόφατ υπηρέτησε επί 30 χρόνια ως ιεραπόστολος και στην υπηρεσία Μπέθελ στην Ταϋλάνδη
[Εικόνα στη σελίδα 241]
Λαοτινοί Μάρτυρες καθώς πηγαίνουν να κηρύξουν στο προσφυγικό στρατόπεδο. Υπήρχαν 20.000 πρόσφυγες τους οποίους έπρεπε να επισκεφτούν
[Εικόνα στη σελίδα 249]
Ο Λάιμαν Σουίνγκλ από το Κυβερνών Σώμα, με τον Πολ Ένγκλερ ως μεταφραστή, στη συνέλευση του 1985 στην Μπανγκόκ
[Εικόνα στη σελίδα 251]
Τα μέλη της Επιτροπής του Τμήματος έχουν υπηρετήσει συνολικά 99 χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο Πολ Ένγκλερ, ο Ασαγουίν Ουραϊράτ, ο Ερνστ Φίσερ και ο Κάρλε Χαρτέβα