ΚΥΝΗΓΙ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑ
Μόνο μετά τον Κατακλυσμό επιτράπηκε στον άνθρωπο να κυνηγάει και να ψαρεύει για τροφή. (Γε 9:3, 4) Ωστόσο, ακόμη και στην προκατακλυσμιαία περίοδο, οι άνθρωποι ίσως ασχολούνταν με το κυνήγι για να παίρνουν τα δέρματα των ζώων και να φτιάχνουν από αυτά ρούχα και άλλα είδη.—Παράβαλε Γε 3:21.
Μετά τον Κατακλυσμό, ο Νεβρώδ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ξεχώρισε ως «κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά» (Γε 10:8, 9)—αναμφίβολα κυνηγούσε για αναψυχή, όπως έκαναν αργότερα οι βασιλιάδες της Ασσυρίας, της Αιγύπτου και άλλων χωρών. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι Ισραηλίτες κυνηγούσαν ποτέ για αναψυχή, μολονότι κυνηγούσαν ζώα όπως γαζέλες και ελάφια για τροφή (1Βα 4:22, 23) και σκότωναν άγρια θηρία σε αυτοάμυνα (Κρ 14:5, 6) ή για να προστατέψουν τα κατοικίδια ζώα τους ή τις σοδειές τους.—1Σα 17:34-36· Ασμ 2:15.
Αναφορικά με το κυνήγι, ο Μωσαϊκός Νόμος επανέλαβε την απαγόρευση της βρώσης αίματος που είχε εξαγγελθεί μετά τον Κατακλυσμό. (Γε 9:4· Λευ 17:12-14· βλέπε ΑΙΜΑ.) Επιπρόσθετα, ορισμένα άγρια ζώα χαρακτηρίστηκαν ακάθαρτα για τροφή. (Λευ 11:2-20· Δευ 14:3-20) Ένας άλλος νόμος όριζε ότι ήταν εσφαλμένο να πιάσουν οι Ισραηλίτες ένα θηλυκό πουλί μαζί με τους νεοσσούς ή τα αβγά του. Σε πολλές περιπτώσεις, η προσκόλληση της μητέρας στα μικρά της την καθιστούσε εύκολη λεία, αλλά έπρεπε να αφεθεί ελεύθερη, πιθανότατα για να έχει την ευκαιρία να αποκτήσει και άλλα πουλάκια.—Δευ 22:6, 7.
Στο κυνήγι χρησιμοποιούνταν διάφορα σύνεργα και μηχανισμοί, μεταξύ άλλων τόξα και βέλη (Γε 21:20· 27:3), σφεντόνες (1Σα 17:34, 40· Ιωβ 41:1, 28), παγίδες, δίχτυα, λάκκοι και άγκιστρα (Ψλ 140:5· Ιεζ 17:20· 19:4, 9). Χωρίς αμφιβολία, χρησιμοποιούνταν επίσης σπαθιά, δόρατα, σαΐτες, ρόπαλα και ακόντια.—Ιωβ 41:1, 26-29.
Πολλές φορές, για να αιχμαλωτίσουν ζώα έστηναν δίχτυα. Κατόπιν, μια ομάδα κυνηγών φόβιζε τα ζώα, συνήθως κάνοντας θόρυβο, με αποτέλεσμα να τρέχουν αυτά προς τα δίχτυα που ήταν έτσι τοποθετημένα ώστε να πέφτουν πάνω τους. Επίσης, έσκαβαν λάκκους και μετά τους κάλυπταν με λεπτό στρώμα από κλαδιά και χώμα. Τα ζώα παγιδεύονταν με το να εξαναγκάζονται να τραπούν σε φυγή περνώντας πάνω από το άνοιγμα. Επιπλέον, γινόταν χρήση παγίδων που έπιαναν τα πόδια των ζώων, ενώ ίσως χρησιμοποιούνταν και συνδυασμός λάκκων και διχτυών.—Παράβαλε Ιωβ 18:8-11· Ιερ 18:22· 48:42-44· βλέπε ΚΥΝΗΓΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ· ΠΑΓΙΔΑ.
Ψάρεμα. Για τους Εβραίους το ψάρεμα ήταν επάγγελμα. Δεν αναφέρεται σαν κάτι που γινόταν απλώς και μόνο για αναψυχή. Οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν δίχτυα, καμάκια, κοντάρια, καθώς και αγκίστρια με πετονιά. (Ιωβ 41:1, 7· Ιεζ 26:5, 14· Αββ 1:15, 17· Ματ 17:27) Συχνά το ψάρεμα γινόταν τη νύχτα. Έριχναν συρόμενα δίχτυα από πλοιάρια και στη συνέχεια είτε τα τραβούσαν στη στεριά είτε άδειαζαν την ψαριά πάνω στα πλοιάρια. Κατόπιν ξεχώριζαν τα ψάρια. Όσα ήταν κατάλληλα για τροφή σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου τα κρατούσαν, ενώ τα ακατάλληλα είδη τα πετούσαν. (Ματ 13:47, 48· Λου 5:5-7· Ιωα 21:6, 8, 11) Ένα δίχτυ πολύ μικρότερο από το συρόμενο ενδεχομένως να ριχνόταν από ψαράδες που πατούσαν στα ρηχά ή στέκονταν στη στεριά.—Βλέπε ΣΥΡΟΜΕΝΟ ΔΙΧΤΥ.
Το ψάρεμα ήταν επίπονη εργασία. Απαιτούσε έντονη σωματική προσπάθεια, ιδίως όταν οι άντρες έπρεπε να τραβήξουν τα δίχτυα που ήταν γεμάτα ψάρια (Ιωα 21:6, 11) ή να κωπηλατήσουν αντίθετα στον άνεμο. (Μαρ 6:47, 48) Μερικές φορές οι ψαράδες μοχθούσαν όλη τη νύχτα χωρίς να πιάσουν τίποτα. (Λου 5:5· Ιωα 21:3) Έπειτα έπρεπε να στεγνώσουν τα δίχτυα και να τα επισκευάσουν.—Ιεζ 47:10· Ματ 4:21.
Οι ψαράδες Πέτρος, Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης εργάζονταν μαζί ως συνέταιροι. (Ματ 4:18, 21· Λου 5:3, 7, 10) Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, εφτά από τους μαθητές του Ιησού, μεταξύ των οποίων ο Ναθαναήλ και ο Θωμάς, ψάρευαν μαζί. (Ιωα 21:2, 3) Ο ένας από τους δύο ψαράδες που αναφέρονται αλλά δεν κατονομάζονται στο εδάφιο Ιωάννης 21:2 ίσως ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Πέτρου. Ο άλλος ενδεχομένως να ήταν ο Φίλιππος, όπως υποδηλώνεται από το γεγονός ότι το σπίτι του βρισκόταν στη Βηθσαϊδά (που σημαίνει «Οίκος του Κυνηγού (ή, του Ψαρά)»).—Ιωα 1:43, 44.
Μεταφορική έννοια. Το ψάρεμα μπορεί να συμβολίζει στρατιωτικές κατακτήσεις. (Αμ 4:2· Αββ 1:14, 15) Από την άλλη μεριά, ο Ιησούς παρομοίασε το έργο μαθήτευσης με το ψάρεμα ανθρώπων. (Ματ 4:19) Στο εδάφιο Ιερεμίας 16:16, η δήλωση ότι ο Ιεχωβά “στέλνει για να καλέσει πολλούς ψαράδες και κυνηγούς” μπορεί να κατανοηθεί είτε με ευνοϊκή είτε με δυσμενή έννοια. Αν αυτά τα λόγια σχετίζονται άμεσα με το εδάφιο 15, το οποίο αναφέρεται στην αποκατάσταση των Ισραηλιτών στη γη τους, τότε υπονοείται η αναζήτηση για το μετανοημένο Ιουδαϊκό υπόλοιπο. Διαφορετικά, οι ψαράδες και οι κυνηγοί είναι εχθρικές δυνάμεις που αποστέλλονται για να βρουν τους άπιστους Ισραηλίτες, μη αφήνοντας κανέναν τους να ξεφύγει από την κρίση του Ιεχωβά.—Παράβαλε Ιεζ 9:2-7.