ΠΟΛΕΜΟΣ
Κατάσταση εχθρότητας συνοδευόμενη από ενέργειες που αποσκοπούν στην καθυπόταξη ή στην καταστροφή των θεωρούμενων εχθρών. Αρκετές εβραϊκές λέξεις προσδιορίζουν τη διεξαγωγή πολέμου. Μία εξ αυτών, που προέρχεται από τη ρίζα καράβ, σημαίνει βασικά «πλησιάζω», δηλαδή για μάχη. Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιείται το ουσιαστικό πόλεμος και το ρήμα στρατεύω το οποίο προέρχεται από το ουσιαστικό στρατός.
Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Νεβρώδ «πήγε στην Ασσυρία», κάτι που συνιστούσε προφανώς επιδρομή στην περιοχή του Ασσούρ, του γιου του Σημ. Εκεί ο Νεβρώδ έχτισε πόλεις. (Γε 10:11) Στις ημέρες του Αβραάμ, ο Χοδολλογομόρ, ο βασιλιάς του Ελάμ, υπέταξε αρκετές πόλεις (οι οποίες βρίσκονταν προφανώς γύρω από το νότιο άκρο της Νεκράς Θαλάσσης), αναγκάζοντάς τες να τον υπηρετούν επί 12 χρόνια. Όταν αυτές στασίασαν, ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του πολέμησαν εναντίον τους, κατατροπώνοντας τις δυνάμεις των Σοδόμων και των Γομόρρων, αρπάζοντας τα υπάρχοντά τους και αιχμαλωτίζοντας τον ανιψιό του Αβραάμ, τον Λωτ, και το σπιτικό του. Τότε ο Αβραάμ συγκέντρωσε 318 εκπαιδευμένους υπηρέτες και, μαζί με τρεις άλλους που είχαν συνθήκη μαζί του, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ και ανέκτησε τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα. Ωστόσο, ο Αβραάμ δεν πήρε τίποτα από τα λάφυρα για τον εαυτό του. Αυτή είναι η πρώτη καταγραμμένη περίπτωση πολέμου που διεξήγαγε κάποιος υπηρέτης του Θεού. Ο συγκεκριμένος πόλεμος που έκανε ο Αβραάμ για να απελευθερώσει έναν άλλον υπηρέτη του Ιεχωβά είχε την επιδοκιμασία Εκείνου διότι, κατά την επιστροφή του, τον ευλόγησε ο Μελχισεδέκ, ιερέας του Υψίστου Θεού.—Γε 14:1-24.
Πόλεμοι Κατ’ Εντολήν του Θεού. Ο Ιεχωβά είναι «ανδρείος πολεμιστής», «ο Θεός των στρατευμάτων» και «κραταιός στη μάχη». (Εξ 15:3· 2Σα 5:10· Ψλ 24:8, 10· Ησ 42:13) Ως Δημιουργός και Υπέρτατος Κυρίαρχος του σύμπαντος δεν δικαιούται μόνο, αλλά και υποχρεούται από τη δικαιοσύνη να εκτελεί ή να εξουσιοδοτεί άλλους να εκτελούν τους ανόμους, να πολεμάει εναντίον όλων όσων αρνούνται πεισματικά να υπακούν στους δίκαιους νόμους του. Συνεπώς, ο Ιεχωβά ενήργησε δίκαια όταν εξάλειψε τους πονηρούς την εποχή του Κατακλυσμού, όταν κατέστρεψε τα Σόδομα και τα Γόμορρα και όταν εξολόθρευσε τις δυνάμεις του Φαραώ.—Γε 6:5-7, 13, 17· 19:24· Εξ 15:4, 5· παράβαλε 2Πε 2:5-10· Ιου 7.
Ο Ισραήλ χρησιμοποιείται ως εκτελεστής εντεταλμένος από τον Θεό. Ο Ιεχωβά ανέθεσε στους Ισραηλίτες να εκτελέσουν αυτό το ιερό καθήκον στην Υποσχεμένη Γη στην οποία τους έφερε. Πριν από την απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο, το έθνος δεν είχε γνωρίσει τον πόλεμο. (Εξ 13:17) Ο Θεός, κατευθύνοντας νικηφόρα τον Ισραήλ ενάντια σε «εφτά έθνη πολυπληθέστερα και κραταιότερα» από εκείνους, μεγάλυνε το όνομά του ως “ο Ιεχωβά των στρατευμάτων, ο Θεός των στρατευμάτων του Ισραήλ”. Αυτό απέδειξε ότι «ούτε με σπαθί ούτε με δόρυ σώζει ο Ιεχωβά, επειδή του Ιεχωβά είναι η μάχη». (Δευ 7:1· 1Σα 17:45, 47· παράβαλε 2Χρ 13:12.) Έδωσε επίσης την ευκαιρία στους Ισραηλίτες να εκδηλώσουν υπακοή στις εντολές του Θεού μέχρι του σημείου να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους σε πολέμους που γίνονταν κατ’ εντολήν του Θεού.—Δευ 20:1-4.
Όχι επεκτατισμός πέραν των θεόδοτων ορίων. Ωστόσο, ο Θεός διέταξε ρητά τον Ισραήλ να μην κάνει επεκτατικούς ή κατακτητικούς πολέμους πέρα από την περιοχή που τους είχε χορηγήσει και να μην πολεμήσουν με άλλα έθνη εκτός από εκείνα με τα οποία τους πρόσταξε ο ίδιος να πολεμήσουν. Δεν έπρεπε να εμπλακούν σε συγκρούσεις με τα έθνη του Εδώμ, του Μωάβ και του Αμμών. (Δευ 2:4, 5, 9, 19) Μεταγενέστερα, όμως, αυτά τα έθνη τούς επιτέθηκαν και εκείνοι αναγκάστηκαν να αμυνθούν πολεμώντας εναντίον τους. Σε αυτή την περίπτωση είχαν τη βοήθεια του Θεού.—Κρ 3:12-30· 11:32, 33· 1Σα 14:47.
Όταν, κατά την περίοδο των Κριτών, ο βασιλιάς του Αμμών προσπάθησε να δικαιολογήσει τις επιθετικές του κινήσεις εναντίον του Ισραήλ κατηγορώντας τον ψευδώς ότι είχε καταλάβει αμμωνιτικά εδάφη, ο Ιεφθάε τον αντέκρουσε κάνοντας αναδρομή στα ιστορικά γεγονότα. Κατόπιν ο Ιεφθάε πολέμησε εναντίον αυτών των επιτιθέμενων, βάσει της αρχής ότι “όποιον εκδιώκει από μπροστά μας ο Ιεχωβά, αυτόν θα εκδιώξουμε”. Ο Ιεφθάε δεν ήταν διατεθειμένος να παραδώσει ούτε σπιθαμή από τη θεόδοτη γη του Ισραήλ σε οποιονδήποτε εισβολέα.—Κρ 11:12-27· βλέπε ΙΕΦΘΑΕ.
Αγιασμένος πόλεμος. Στην αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο να αγιάζονται οι πολεμικές δυνάμεις προτού μπουν στη μάχη. (Ιη 3:5· Ιερ 6:4· 51:27, 28) Στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, οι άντρες των δυνάμεων του Ισραήλ, μεταξύ των οποίων και οι μη Ιουδαίοι (για παράδειγμα, ο Ουρίας ο Χετταίος, που ήταν κατά πάσα πιθανότητα περιτμημένος προσήλυτος), έπρεπε να παραμένουν τελετουργικά καθαροί. Δεν μπορούσαν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις ούτε καν με τη σύζυγό τους ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη μια στρατιωτική εκστρατεία. Γι’ αυτό, το στρατό του Ισραήλ δεν τον ακολουθούσαν πόρνες. Επιπλέον, το ίδιο το στρατόπεδο έπρεπε να διατηρείται καθαρό από κάθε μόλυσμα.—Λευ 15:16, 18· Δευ 23:9-14· 2Σα 11:11, 13.
Όταν ήταν αναγκαίο να τιμωρηθεί ο άπιστος Ισραήλ, τα ξένα στρατεύματα που επέφεραν την καταστροφή θεωρούνταν “αγιασμένα”, με την έννοια ότι ο Ιεχωβά τα “ξεχώριζε” για την εκτέλεση των δίκαιων κρίσεών του. (Ιερ 22:6-9· Αββ 1:6) Παρόμοια, οι στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως των Μηδοπερσών) που κατέστρεψαν τη Βαβυλώνα αποκλήθηκαν από τον Ιεχωβά “οι αγιασμένοι μου”.—Ησ 13:1-3.
Σχετικά με τους ψευδοπροφήτες στον Ισραήλ λέγεται ότι, λόγω της απληστίας τους, “αγίαζαν πόλεμο” εναντίον όποιου δεν έβαζε κάτι στο στόμα τους. Αναμφίβολα, αυτοί ισχυρίζονταν με ευσεβοφάνεια ότι ο Θεός ενέκρινε τις καταπιεστικές τους πράξεις, όπως ήταν η συνέργεια στο διωγμό, ακόμη και στο θάνατο, αληθινών προφητών και υπηρετών του Θεού.—Μιχ 3:5· Ιερ 2:8· Θρ 4:13.
Στρατολόγηση. Κατ’ εντολήν του Ιεχωβά, οι ακμαίοι άρρενες στον Ισραήλ από 20 χρονών και πάνω καλούνταν σε στρατιωτική υπηρεσία. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, υπηρετούσαν ως την ηλικία των 50 ετών. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Γ΄, 288 [xii, 4]) Όποιοι φοβούνταν και είχαν άτολμη καρδιά απορρίπτονταν, επειδή οι πόλεμοι του Ισραήλ ήταν πόλεμοι του Ιεχωβά, και όσοι εκδήλωναν με το φόβο τους αδύναμη πίστη θα εξασθένιζαν το ηθικό του στρατεύματος. Απαλλάσσονταν οι άντρες που μόλις είχαν τελειώσει ένα καινούριο σπίτι, καθώς και όσοι είχαν φυτέψει αμπέλι και δεν είχαν χρησιμοποιήσει τον καρπό του. Αυτές οι απαλλαγές βασίζονταν στο δικαίωμα που είχε κάποιος να απολαύσει τον καρπό της εργασίας του. Οι νιόπαντροι απαλλάσσονταν για έναν χρόνο. Σε αυτό το διάστημα θα μπορούσαν να αποκτήσουν και να δουν κληρονόμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ιεχωβά φανέρωσε το ενδιαφέρον και τη στοχαστικότητά του για την οικογένεια. (Αρ 1:1-3, 44-46· Δευ 20:5-8· 24:5) Οι Λευίτες, που επιλαμβάνονταν της υπηρεσίας του αγιαστηρίου, απαλλάσσονταν, πράγμα που έδειχνε ότι ο Ιεχωβά θεωρούσε την πνευματική ευημερία του λαού σπουδαιότερη από τη στρατιωτική άμυνα.—Αρ 1:47-49· 2:32, 33.
Νόμοι για την επίθεση εναντίον πόλεων και την πολιορκία τους. Ο Ιεχωβά έδωσε οδηγίες στον Ισραήλ για την πολεμική τακτική που έπρεπε να ακολουθήσουν κατά την κατάκτηση της Χαναάν. Τα εφτά έθνη της Χαναάν, που κατονομάζονται στα εδάφια Δευτερονόμιο 7:1, 2, έπρεπε να τα αφανίσουν, μαζί με τα γυναικόπαιδα. Τις πόλεις τους έπρεπε να τις αφιερώσουν στην καταστροφή. (Δευ 20:15-17) Σύμφωνα με τα εδάφια Δευτερονόμιο 20:10-15, τις άλλες πόλεις έπρεπε πρώτα να τις προειδοποιήσουν και να τους προτείνουν όρους για σύναψη ειρήνης. Αν η πόλη παραδινόταν, οι κάτοικοι δεν θανατώνονταν αλλά υποβάλλονταν σε καταναγκαστική εργασία. Η ευκαιρία που είχαν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων να παραδοθούν, σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα θανατώνονταν και ότι οι γυναίκες τους δεν θα βιάζονταν ούτε θα κακοποιούνταν, αποτελούσε για αυτούς κίνητρο ώστε να συνθηκολογήσουν με το στρατό του Ισραήλ και να αποφευχθεί πολλή αιματοχυσία. Αν η πόλη δεν παραδινόταν, θανατώνονταν όλοι οι άρρενες. Η θανάτωση των αντρών αποσοβούσε τον κίνδυνο μεταγενέστερου στασιασμού της πόλης. Οι «γυναίκες και τα μικρά παιδιά» δεν θανατώνονταν. Με τη λέξη «γυναίκες» εννοούνται εδώ αναμφίβολα οι παρθένες, όπως φαίνεται από τα εδάφια Δευτερονόμιο 21:10-14, όπου οι υποψήφιες νύφες που αιχμαλωτίζονταν κατά τον πόλεμο παρουσιάζονται να πενθούν για γονείς, όχι για συζύγους. Επίσης, νωρίτερα, όταν ο Ισραήλ νίκησε τον Μαδιάμ, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι διασώθηκαν μόνο οι παρθένες. Αυτή η τακτική, να μένουν ζωντανές μόνο οι παρθένες, θα συνέβαλλε στην προστασία του Ισραήλ από την ψεύτικη λατρεία και οπωσδήποτε από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες. (Αρ 31:7, 17, 18) (Όσον αφορά το γιατί το διάταγμα του Θεού εναντίον των χαναανιτικών εθνών ήταν δίκαιο, βλέπε ΧΑΝΑΑΝ, ΧΑΝΑΝΑΙΟΙ [Η Κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ].)
Δεν έπρεπε να κόβουν καρποφόρα δέντρα για να φτιάχνουν πολιορκητικά έργα. (Δευ 20:19, 20) Ενώ η μάχη μαινόταν, έκοβαν τους τένοντες των αλόγων του εχθρού για να τα αχρηστέψουν, μετά δε τη μάχη προφανώς τα σκότωναν.—Ιη 11:6.
Δεν Ήταν Ορθοί Όλοι οι Πόλεμοι του Ισραήλ. Το κατρακύλισμα του Ισραήλ στην απιστία έφερε και συγκρούσεις στις οποίες τα δύο μέρη απλώς πάλευαν για εξουσία. Σχετικά παραδείγματα είναι ο πόλεμος του Αβιμέλεχ εναντίον της Συχέμ και της Θεβές στην εποχή των Κριτών (Κρ 9:1-57), καθώς και ο πόλεμος του Αμρί εναντίον του Ζιμβρί και του Θιβνί, που οδήγησε στην επικράτησή του ως βασιλιά του δεκάφυλου βασιλείου. (1Βα 16:16-22) Επιπλέον, οι Ισραηλίτες, αντί να στηρίζονται στον Ιεχωβά για προστασία από τους εχθρούς τους, άρχισαν να εμπιστεύονται στη στρατιωτική ισχύ, στα άλογα και στα άρματα. Γι’ αυτό, στην εποχή του Ησαΐα, η γη του Ιούδα “ήταν γεμάτη άλογα, και τα άρματά τους ήταν ατέλειωτα”.—Ησ 2:1, 7.
Στρατηγικά Σχέδια και Μέθοδοι Πολέμου στην Αρχαιότητα. Ενίοτε στέλνονταν πριν από την επίθεση κατάσκοποι για να εξακριβώσουν τις επικρατούσες συνθήκες στον τόπο, αλλά όχι για να προκαλέσουν ταραχές, στασιασμό ή ανατρεπτικά μυστικά κινήματα. (Αρ 13:1, 2, 17-19· Ιη 2:1· Κρ 18:2· 1Σα 26:4) Υπήρχαν ειδικά σαλπίσματα για τη συγκέντρωση των δυνάμεων, για το πολεμικό κάλεσμα και για το σύνθημα ενωμένης δράσης. (Αρ 10:9· 2Χρ 13:12· παράβαλε Κρ 3:27· 6:34· 7:19, 20.) Περιστασιακά οι δυνάμεις χωρίζονταν έτσι ώστε να προχωρήσουν σε πλευροκόπηση ή σε ενέδρες και επιχειρήσεις παραπλάνησης. (Γε 14:15· Ιη 8:2-8· Κρ 7:16· 2Σα 5:23, 24· 2Χρ 13:13) Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, με την κατεύθυνση του Ιεχωβά, τοποθετήθηκαν υμνωδοί που αινούσαν τον Θεό στην εμπροσθοφυλακή, μπροστά από τις ένοπλες δυνάμεις. Ο Θεός πολέμησε εκείνη την ημέρα για τον Ισραήλ, επιφέροντας σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο, έτσι ώστε οι στρατιώτες του εχθρού αλληλοσκοτώθηκαν.—2Χρ 20:20-23.
Η μάχη γινόταν κυρίως εκ του συστάδην, σώμα με σώμα. Χρησιμοποιούνταν διάφορα όπλα—σπαθιά, δόρατα, ακόντια, βέλη, σφεντόνες και άλλα. Κατά την κατάκτηση της Υποσχεμένης Γης, ο Ισραήλ δεν βασίστηκε σε άλογα και άρματα, αλλά έθεσε την εμπιστοσύνη του στη σωτήρια δύναμη του Ιεχωβά. (Δευ 17:16· Ψλ 20:7· 33:17· Παρ 21:31) Μόνο σε μεταγενέστερες εποχές χρησιμοποίησαν τα στρατεύματα του Ισραήλ άλογα και άρματα, όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι και άλλοι. (1Βα 4:26· 20:23-25· Εξ 14:6, 7· Δευ 11:4) Τα ξένα στρατεύματα διέθεταν ενίοτε πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια που εξείχαν από τους άξονές τους.—Ιη 17:16· Κρ 4:3, 13.
Οι μέθοδοι του πολέμου άλλαξαν στο πέρασμα των αιώνων. Γενικά μιλώντας, ο Ισραήλ δεν επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη μέσων για επιθετικό πόλεμο, μολονότι δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στα οχυρωματικά έργα. Ο Βασιλιάς Οζίας του Ιούδα έγινε γνωστός για το ότι έφτιαξε «πολεμικές μηχανές, εφευρέσεις μηχανικών», αλλά αυτές εξυπηρετούσαν πρωτίστως την άμυνα της Ιερουσαλήμ. (2Χρ 26:14, 15) Ειδικά τα στρατεύματα των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων φημίζονταν για τα πολιορκητικά τείχη και τα πολιορκητικά προχώματα που χρησιμοποιούσαν προκειμένου να μπορούν να επιτίθενται στο ψηλότερο και ασθενέστερο τμήμα του τείχους μιας πόλης. Αυτά τα προχώματα ήταν ράμπες πάνω στις οποίες έφερναν πύργους με πολιορκητικούς κριούς, από αυτούς δε τους πύργους πολεμούσαν οι τοξότες και οι σφενδονιστές. Υπήρχαν και άλλες πολιορκητικές μηχανές, όπως γιγάντιοι καταπέλτες. (2Βα 19:32· Ιερ 32:24· Ιεζ 4:2· Λου 19:43) Ταυτόχρονα, οι υπερασπιστές της πόλης προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την επίθεση με τοξότες, σφενδονιστές, καθώς επίσης με στρατιώτες που έριχναν αναμμένα δαδιά από τα τείχη, τους πύργους και από βαλλιστικές μηχανές εντός της πόλης. (2Σα 11:21, 24· 2Χρ 26:15· 32:5) Ένα από τα πρώτα πράγματα που επιχειρούνταν κατά την επίθεση σε περιτειχισμένες πόλεις ήταν η διακοπή της ύδρευσης, ενώ η πόλη που ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει πολιορκία έφραζε συνήθως τις γύρω πηγές νερού για να μην μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν οι επιτιθέμενοι.—2Χρ 32:2-4, 30.
Όταν κατατρόπωναν τον εχθρό, οι νικητές έφραζαν μερικές φορές τα πηγάδια και τις πηγές της περιοχής και σκόρπιζαν πέτρες στο έδαφος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έσπερναν το έδαφος με αλάτι.—Κρ 9:45· 2Βα 3:24, 25· βλέπε ΟΠΛΑ, ΠΑΝΟΠΛΙΑ· ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ.
Ο Ιησούς Προλέγει Πόλεμο. Ο Ιησούς, ο άνθρωπος της ειρήνης, επισήμανε ότι «εκείνοι που παίρνουν σπαθί θα αφανιστούν από σπαθί». (Ματ 26:52) Δήλωσε στον Πιλάτο ότι, αν η Βασιλεία του ήταν από αυτόν τον κόσμο, οι υπηρέτες του θα είχαν αγωνιστεί για να μην παραδοθεί αυτός στους Ιουδαίους. (Ιωα 18:36) Ωστόσο, προείπε ότι, επειδή η Ιερουσαλήμ τον απέρριψε ως τον Μεσσία, επρόκειτο να υποστεί πολιορκία και ερήμωση, κατά την οποία τα «παιδιά» της (οι κάτοικοι) θα ρίχνονταν στο έδαφος.—Λου 19:41-44· 21:24.
Λίγο προτού πεθάνει, ο Ιησούς είπε κάποιες προφητείες που εφαρμόζονταν σε εκείνη τη γενιά καθώς και στον καιρό κατά τον οποίο θα άρχιζε η παρουσία του με βασιλική εξουσία: «Πρόκειται να ακούσετε πολέμους και ειδήσεις για πολέμους· κοιτάξτε να μην τρομοκρατηθείτε. Διότι αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ακόμη το τέλος. Διότι θα σηκωθεί έθνος εναντίον έθνους και βασιλεία εναντίον βασιλείας».—Ματ 24:6, 7· Μαρ 13:7, 8· Λου 21:9, 10.
Ο Χριστός Διεξάγει Πόλεμο ως «Βασιλιάς Βασιλιάδων». Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο αναστημένος Κύριος Ιησούς Χριστός, με “όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη” που του έχει δώσει ο Πατέρας του, θα διεξαγάγει πόλεμο ο οποίος θα καταστρέψει όλους τους εχθρούς του Θεού και θα εγκαθιδρύσει αιώνια ειρήνη, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του: «Άρχοντας Ειρήνης».—Ματ 28:18· 2Θε 1:7-10· Ησ 9:6.
Ο απόστολος Ιωάννης είδε σε όραμα γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν μετά την ενθρόνιση του Χριστού στον ουρανό. Τα εδάφια Ψαλμός 2:7, 8 και 110:1, 2 είχαν προείπει ότι ο Γιος του Θεού θα καλούνταν να “ζητήσει από τον Ιεχωβά τα έθνη ως κληρονομιά του” και ότι ο Ιεχωβά θα ανταποκρινόταν στέλνοντάς τον να “κατακυριεύει ανάμεσα στους εχθρούς του”. (Εβρ 10:12, 13) Το όραμα του Ιωάννη περιγράφει έναν πόλεμο στον ουρανό, στον οποίο ο Μιχαήλ, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός (βλέπε ΜΙΧΑΗΛ Αρ. 1), οδήγησε τα ουράνια στρατεύματα σε πόλεμο εναντίον του Δράκοντα, του Σατανά του Διαβόλου, και ο οποίος πόλεμος τελείωσε με το ρίξιμο του Διαβόλου και των αγγέλων του στη γη. Αυτός ο πόλεμος ξέσπασε αμέσως μετά τη “γέννηση του αρσενικού παιδιού” που επρόκειτο να κυβερνήσει τα έθνη με σιδερένιο ραβδί. (Απ 12:7-9) Τότε μια δυνατή φωνή στον ουρανό ανήγγειλε: «Τώρα πραγματοποιήθηκε η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία του Θεού μας και η εξουσία του Χριστού του». Αυτό έφερε ανακούφιση και χαρά στους αγγέλους, αλλά προμήνυε προβλήματα, μεταξύ των οποίων και πολέμους, για τη γη, όπως έλεγε στη συνέχεια η διακήρυξη: «Αλίμονο στη γη και στη θάλασσα, επειδή ο Διάβολος κατέβηκε σε εσάς, έχοντας μεγάλο θυμό, καθώς γνωρίζει ότι έχει μικρό χρονικό διάστημα».—Απ 12:10, 12.
Όταν ο Σατανάς ρίχτηκε στη γη, έθεσε ως κύριο στόχο του τους υπηρέτες του Θεού σε αυτήν, τους υπόλοιπους από το “σπέρμα της γυναίκας”, «οι οποίοι τηρούν τις εντολές του Θεού και έχουν το έργο της επίδοσης μαρτυρίας για τον Ιησού». Ο Σατανάς άρχισε πόλεμο εναντίον τους, που περιλάμβανε τόσο πνευματική μάχη όσο και κατά γράμμα διωγμό, ο οποίος μάλιστα κατέληξε στο θάνατο ορισμένων. (Απ 12:13, 17) Τα επόμενα κεφάλαια της Αποκάλυψης (13, 17-19) περιγράφουν τα υποχείρια και τα όργανα που χρησιμοποιεί ο Σατανάς εναντίον τους, καθώς και το νικηφόρο αποτέλεσμα για τους αγίους του Θεού υπό τον Ηγέτη τους, τον Ιησού Χριστό.
“Ο πόλεμος της μεγάλης ημέρας του Θεού του Παντοδύναμου”. Το 19ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης δίνει μια εικόνα του μεγαλύτερου πολέμου ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας, που ξεπερνάει οτιδήποτε έχουν ζήσει ποτέ οι άνθρωποι. Σε προηγούμενο σημείο του οράματος ο πόλεμος αυτός αποκαλείται “πόλεμος της μεγάλης ημέρας του Θεού του Παντοδύναμου”. Εναντίον του Ιεχωβά και του Κυρίου Ιησού Χριστού—του Διοικητή των στρατευμάτων του Θεού, των ουράνιων στρατιών—παρατάσσονται το συμβολικό “θηρίο και οι βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματά τους”, τους οποίους έχουν συγκεντρώσει στο πεδίο αυτού του πολέμου «εκφράσεις εμπνευσμένες από δαίμονες». (Απ 16:14· 19:19) Κανένας από τους επίγειους υπηρέτες του Θεού δεν παρουσιάζεται να λαβαίνει μέρος σε αυτή τη μάχη. Οι επίγειοι βασιλιάδες «θα πολεμήσουν με το Αρνί, αλλά το Αρνί θα τους νικήσει, επειδή είναι Κύριος κυρίων και Βασιλιάς βασιλιάδων». (Απ 17:14· 19:19-21· βλέπε ΑΡ-ΜΑΓΕΔΩΝ.) Ύστερα από αυτή τη μάχη, ο ίδιος ο Σατανάς ο Διάβολος θα δεθεί για χίλια χρόνια, «για να μην παροδηγήσει πια αυτός τα έθνη μέχρι να τελειώσουν τα χίλια χρόνια».—Απ 20:1-3.
Μετά το τέλος αυτού του πολέμου, η γη θα απολαύσει ειρήνη για χίλια χρόνια. Ο ψαλμός που διακηρύττει ότι “ο Ιεχωβά καταπαύει τους πολέμους ως την άκρη της γης· συντρίβει το τόξο και κομματιάζει το δόρυ· καίει τις άμαξες στη φωτιά” εκπληρώθηκε αρχικά όταν ο Θεός έφερε ειρήνη στη γη του Ισραήλ καταστρέφοντας τα πολεμικά όργανα του εχθρού. Όταν ο Χριστός νικήσει όσους προωθούν τον πόλεμο στον Αρμαγεδδώνα, η υδρόγειος θα απολαμβάνει πλήρη και ικανοποιητική ειρήνη από άκρη σε άκρη. (Ψλ 46:8-10) Αυτοί οι οποίοι θα ευνοηθούν με αιώνια ζωή θα είναι όσοι έχουν σφυρηλατήσει «τα σπαθιά τους σε υνιά και τα δόρατά τους σε δρεπάνια» και δεν “μαθαίνουν πια τον πόλεμο”. «Διότι το στόμα του Ιεχωβά των στρατευμάτων το είπε».—Ησ 2:4· Μιχ 4:3, 4.
Απαλείφεται παντοτινά η απειλή του πολέμου. Το όραμα της Αποκάλυψης δείχνει στη συνέχεια ότι στο τέλος των χιλίων χρόνων ο Σατανάς ο Διάβολος θα ελευθερωθεί από το δέσιμό του στην άβυσσο και θα δελεάσει ξανά πολλούς να ανεβούν και να πολεμήσουν εναντίον όσων παραμένουν όσιοι στον Θεό. Αλλά δεν θα συμβεί κακό, επειδή “θα πέσει φωτιά από τον ουρανό” και θα καταβροχθίσει αυτούς τους εχθρούς, απομακρύνοντας έτσι για πάντα κάθε απειλή πολέμου.—Απ 20:7-10.
Ο Πόλεμος του Χριστιανού. Αν και ο Χριστιανός δεν εμπλέκεται σε φυσικό πόλεμο ενάντια σε αίμα και σάρκα (Εφ 6:12), εμπλέκεται παρ’ όλα αυτά σε πόλεμο, σε πνευματική μάχη. Ο απόστολος Παύλος περιγράφει τον πόλεμο που διεξάγεται μέσα στον Χριστιανό ανάμεσα «στο νόμο της αμαρτίας» και «στο νόμο του Θεού», ή αλλιώς «στο νόμο της διάνοιας» (της Χριστιανικής διάνοιας που είναι εναρμονισμένη με τον Θεό).—Ρω 7:15-25.
Αυτός ο πόλεμος του Χριστιανού είναι βασανιστικός, απαιτείται δε να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να βγει νικητής. Αλλά μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα νικήσει χάρη στην παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού μέσω του Χριστού και χάρη στη βοήθεια του πνεύματος του Θεού. (Ρω 8:35-39) Ο Ιησούς είπε για αυτή τη μάχη: «Να κάνετε σθεναρό αγώνα για να μπείτε από τη στενή πόρτα» (Λου 13:24), και ο απόστολος Πέτρος συμβούλεψε: «Να απέχετε από σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες είναι αυτές που συγκρούονται με την ψυχή [ή αλλιώς, «εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία (στρατεύονται, Κείμενο) κατά της ψυχής»]».—1Πε 2:11· παράβαλε Ιακ 4:1, 2.
Ενάντια στα πονηρά πνεύματα. Εκτός από τον πόλεμο που πρέπει να διεξάγει ενάντια στο νόμο της αμαρτίας, ο Χριστιανός πρέπει να μάχεται και ενάντια στους δαίμονες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις τάσεις της σάρκας βάζοντάς τον σε πειρασμό να αμαρτήσει. (Εφ 6:12) Σε αυτόν τον πόλεμο, οι δαίμονες βάζουν επίσης αυτούς που έχουν υπό την επιρροή τους να δελεάζουν τους Χριστιανούς ή να τους εναντιώνονται και να τους διώκουν προσπαθώντας να τους κάνουν να διαρρήξουν την ακεραιότητά τους στον Θεό.—1Κο 7:5· 2Κο 2:11· 12:7· παράβαλε Λου 4:1-13.
Ενάντια στις ψεύτικες διδασκαλίες. Ο απόστολος Παύλος μίλησε και για έναν πόλεμο που διεξήγε ο ίδιος και οι σύντροφοί του καθώς εκπλήρωναν την αποστολή τους ως διορισμένοι να φροντίζουν τη Χριστιανική εκκλησία. (2Κο 10:3) Η εκκλησία της Κορίνθου είχε επηρεαστεί άσχημα από αυθάδεις άντρες, τους οποίους ο Παύλος αποκαλεί “ψευδαποστόλους” και οι οποίοι, δίνοντας ακατάλληλη προσοχή σε προσωπικότητες, είχαν προκαλέσει διαιρέσεις και αιρέσεις μέσα στην εκκλησία. (2Κο 11:13-15) Αυτοί έγιναν ουσιαστικά ακόλουθοι ανθρώπων όπως ο Απολλώς, ο Παύλος και ο Κηφάς. (1Κο 1:11, 12) Τα μέλη της εκκλησίας έχασαν την πνευματική θεώρηση των πραγμάτων, δηλαδή ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλώς εκπρόσωποι του Χριστού που υπηρετούσαν ενωμένα τον ίδιο σκοπό. Έγιναν σαρκικοί. (1Κο 3:1-9) Έβλεπαν τους άλλους μέσα στην εκκλησία “σύμφωνα με αυτό που ήταν στη σάρκα”—την εμφάνιση, τις φυσικές ικανότητες, την προσωπικότητά τους, και ούτω καθεξής—αντί να τους βλέπουν ως πνευματικούς ανθρώπους. Δεν αναγνώριζαν ότι στην εκκλησία επενεργούσε το πνεύμα του Θεού και ότι άνθρωποι σαν τον Παύλο, τον Πέτρο και τον Απολλώ έκαναν ό,τι έκαναν με το πνεύμα του Θεού, προς δόξα Του.
Γι’ αυτό, ο Παύλος αισθάνθηκε υποχρεωμένος να τους γράψει: «Παρακαλώ δε, όταν θα είμαι παρών, να μη χρησιμοποιήσω τόλμη με την πεποίθηση με την οποία υπολογίζω να πάρω τολμηρά μέτρα εναντίον μερικών που θεωρούν ότι περπατάμε σύμφωνα με αυτό που είμαστε στη σάρκα. Διότι, αν και περπατάμε με σάρκα, δεν διεξάγουμε πόλεμο σύμφωνα με αυτό που είμαστε στη σάρκα. Διότι τα όπλα του πολέμου μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά από τον Θεό για ανατροπή ισχυρά οχυρωμένων πραγμάτων. Διότι ανατρέπουμε διαλογισμούς και κάθε υψηλό πράγμα που υψώνεται εναντίον της γνώσης του Θεού· και αιχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη για να την κάνουμε υπάκουη στον Χριστό».—2Κο 10:2-5.
Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, τον οποίο είχε αφήσει στην Έφεσο για να φροντίζει την τοπική εκκλησία: «Αυτή την εντολή εμπιστεύομαι σε εσένα, παιδί μου Τιμόθεε, σε αρμονία με τις προρρήσεις που οδηγούσαν κατευθείαν σε εσένα, ώστε σύμφωνα με αυτές να διεξάγεις τον καλό πόλεμο· διακρατώντας πίστη και αγαθή συνείδηση». (1Τι 1:18, 19) Ο Τιμόθεος δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις συγκρούσεις που οφείλονταν στην αμαρτωλή σάρκα και στην εναντίωση των εχθρών της αλήθειας, αλλά είχε και να πολεμήσει εναντίον της διείσδυσης ψεύτικων δογμάτων και ανθρώπων που θα ήθελαν να διαφθείρουν την εκκλησία. (1Τι 1:3-7· 4:6, 11-16) Οι ενέργειές του θα ενδυνάμωναν την εκκλησία ενάντια στην αποστασία η οποία, όπως ήξερε ο Παύλος, θα συντελούνταν μετά το θάνατο των αποστόλων. (2Τι 4:3-5) Συνεπώς, ο Τιμόθεος είχε να δώσει πραγματική μάχη.
Ο Παύλος ήταν σε θέση να πει στον Τιμόθεο: «Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα, έχω τρέξει τη διαδρομή μέχρι το τέρμα, έχω τηρήσει την πίστη». (2Τι 4:7) Ο Παύλος είχε διακρατήσει την πιστότητά του στον Ιεχωβά και στον Ιησού Χριστό μέσω ορθής διαγωγής και υπηρεσίας όταν αντιμετώπισε εναντίωση, παθήματα και διωγμό. (2Κο 11:23-28) Επίσης, είχε ανταποκριθεί στην ευθύνη που συνεπαγόταν η θέση του ως αποστόλου του Κυρίου Ιησού Χριστού, διεξάγοντας πόλεμο για να κρατηθεί η Χριστιανική εκκλησία καθαρή και ακηλίδωτη, ως αγνή παρθένα και ως «στύλος και στήριγμα της αλήθειας».—1Τι 3:15· 1Κο 4:1, 2· 2Κο 11:2, 29· παράβαλε 2Τι 2:3, 4.
Υλική υποστήριξη του Θεού προς τον Χριστιανό. Στον πόλεμο που διεξάγει ο Χριστιανός, ο Θεός τον βλέπει ως δικό Του στρατιώτη και επομένως του παρέχει τα αναγκαία υλικά πράγματα. Ο απόστολος Παύλος προβάλλει το εξής επιχείρημα σε σχέση με την εξουσία που έχει όποιος υπηρετεί ως διάκονος τους άλλους: «Ποιος υπηρετεί ποτέ ως στρατιώτης με δική του δαπάνη;»—1Κο 9:7.
Οι Χριστιανοί και οι Πόλεμοι των Εθνών. Οι Χριστιανοί διακρατούσαν ανέκαθεν αυστηρή ουδετερότητα ως προς τους σαρκικούς πολέμους μεταξύ εθνών, ομάδων ή φατριών κάθε είδους. (Ιωα 18:36· Εφ 6:12) Για παραδείγματα της στάσης των πρώτων Χριστιανών σε αυτό το θέμα, βλέπε ΣΤΡΑΤΟΣ (Οι Αποκαλούμενοι Πρώτοι Χριστιανοί).
Άλλες Χρήσεις. Στον ύμνο του Βαράκ και της Δεββώρας, μετά τη νίκη επί του στρατού του Ιαβίν, βασιλιά της Χαναάν, αναφέρεται ένα γεγονός που θέτει μια αρχή: «Αυτοί [ο Ισραήλ] διάλεξαν καινούριους θεούς. Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος στις πύλες». (Κρ 5:8) Μόλις εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά για χάρη της ψεύτικης λατρείας, άρχισαν τα προβλήματα, μάλιστα ο εχθρός βρισκόταν ακριβώς έξω από τις πύλες των πόλεών τους. Αυτό εναρμονίζεται με τη δήλωση του ψαλμωδού: «Αν ο Ιεχωβά δεν φυλάξει την πόλη, άδικα έμεινε άγρυπνος ο φύλακας».—Ψλ 127:1.
Στο εδάφιο Εκκλησιαστής 8:8, ο Σολομών έγραψε: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει εξουσία πάνω στο πνεύμα, ώστε να εμποδίσει το πνεύμα· . . . ούτε υπάρχει απαλλαγή κατά τον πόλεμο». Την ημέρα του θανάτου, ο ετοιμοθάνατος δεν μπορεί να εμποδίσει το πνεύμα, δηλαδή τη δύναμη της ζωής, να επιστρέψει στον Θεό, τον Δοτήρα και την Πηγή της, ώστε να ζήσει περισσότερο. Οι θνήσκοντες άνθρωποι δεν έχουν υπό τον έλεγχό τους την ημέρα του θανάτου ούτε μπορούν να την εμποδίσουν να φτάσει κάποτε για αυτούς. Δεν μπορούν, με οποιαδήποτε ανθρώπινη προσπάθεια, να απαλλαχτούν από τον πόλεμο που διεξάγει ο εχθρός Θάνατος εναντίον όλων των ανθρώπων, μηδενός εξαιρουμένου. Ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν μπορεί να βάλει κάποιον άλλον αμαρτωλό να πεθάνει στη θέση του, παίρνοντας ο ίδιος άδεια από το θάνατο. (Ψλ 49:6-9) Μόνο με την παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά μέσω του Ιησού Χριστού είναι εφικτή η ανακούφιση. «Όπως η αμαρτία βασίλεψε με το θάνατο, παρόμοια και η παρ’ αξία καλοσύνη να βασιλέψει μέσω δικαιοσύνης με προοπτική την αιώνια ζωή μέσω του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας».—Ρω 5:21.