ΕΒΡΑΪΚΗ
Η εβραϊκή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή του μεγαλύτερου μέρους των θεόπνευστων Γραφών—συνολικά 39 βιβλίων (έτσι όπως ταξινομείται η ύλη σε πολλές μεταφράσεις), τα οποία αποτελούν περίπου τα τρία τέταρτα όλου του περιεχομένου της Αγίας Γραφής. Ωστόσο, μικρό μέρος αυτών των βιβλίων γράφτηκε στην αραμαϊκή.—Βλέπε ΑΡΑΜΑΪΚΗ.
Στις Εβραϊκές Γραφές η εν λόγω γλώσσα δεν ονομάζεται «εβραϊκή», αλλά η «γλώσσα των Ιουδαίων» (2Βα 18:26, 28), τα «ιουδαϊκά» (Νε 13:24) και η «γλώσσα της Χαναάν» (Ησ 19:18), η οποία εκείνη την εποχή (τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ.) ήταν κατά κύριο λόγο η εβραϊκή. Εντούτοις, στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές η γλώσσα που μιλούσαν οι Ιουδαίοι ονομάζεται κατά κανόνα «εβραϊκή».—Βλέπε ΕΒΡΑΙΟΣ.
Προέλευση της Εβραϊκής Γλώσσας. Η ιστορία δεν αποκαλύπτει τίποτα για την προέλευση της εβραϊκής γλώσσας—όπως δεν αποκαλύπτει και για την προέλευση καμιάς από τις αρχαιότερες γλώσσες που γνωρίζουμε, παραδείγματος χάρη της σουμεριακής, της ακκαδικής (ασσυροβαβυλωνιακής), της αραμαϊκής και της αιγυπτιακής. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι γλώσσες εμφανίζονται ήδη πλήρως διαμορφωμένες στα παλαιότερα γραπτά κείμενα που έχουν ανακαλυφτεί. (Βλέπε ΓΛΩΣΣΑ, 2.) Επομένως, οι διάφορες απόψεις που παρουσιάζουν οι λόγιοι σχετικά με την προέλευση και τη διαμόρφωση της εβραϊκής γλώσσας—όπως ότι προήλθε από την αραμαϊκή ή από κάποια χαναανιτική διάλεκτο—συνιστούν εικασίες. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις απόπειρες ετυμολόγησης πολλών λέξεων των Εβραϊκών Γραφών. Οι λόγιοι λένε συχνά ότι πολλές από αυτές τις λέξεις προέρχονται από κάποια ακκαδική ή αραμαϊκή λέξη. Ωστόσο, ο Δρ Έντουαρντ Χόροβιτς σχολιάζει: «Στον τομέα της ετυμολογίας, υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων μεταξύ των λογίων, ακόμη και μεταξύ των επιφανέστερων». Στη συνέχεια παραθέτει παραδείγματα ετυμολόγησης ορισμένων εβραϊκών λέξεων από φημισμένους λογίους, δείχνοντας σε κάθε περίπτωση ότι άλλοι διαπρεπείς λόγιοι διαφωνούν, και κατόπιν προσθέτει: «Έτσι λοιπόν, έχουμε αυτές τις ατέρμονες διαφωνίες μεταξύ εξίσου ευυπόληπτων ειδημόνων».—Πώς Εξελίχθηκε η Εβραϊκή Γλώσσα (How the Hebrew Language Grew), 1960, σ. 19, 20.
Η Αγία Γραφή είναι η μόνη ιστορική πηγή η οποία παρέχει αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την προέλευση της γλώσσας που γνωρίζουμε ως εβραϊκή. Τη γλώσσα αυτή τη μιλούσαν, βεβαίως, οι Ισραηλίτες απόγονοι του “Άβραμ του Εβραίου” (Γε 14:13), ο οποίος, με τη σειρά του, καταγόταν από τον Σημ, γιο του Νώε. (Γε 11:10-26) Δεδομένης της προφητικής ευλογίας του Θεού προς τον Σημ (Γε 9:26), είναι λογικό να πιστεύουμε ότι η γλώσσα του δεν επηρεάστηκε όταν ο Θεός σύγχυσε τη γλώσσα του αποδοκιμασμένου λαού στη Βαβέλ. (Γε 11:5-9) Η γλώσσα του Σημ πρέπει να παρέμεινε όπως ήταν προηγουμένως, η “μία γλώσσα” που υπήρχε από τον Αδάμ και έπειτα. (Γε 11:1) Αυτό θα σήμαινε ότι η γλώσσα που ονομάστηκε τελικά εβραϊκή ήταν η μία αρχική γλώσσα της ανθρωπότητας. Όπως αναφέρθηκε, η ιστορία δεν έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό.
Το Ζήτημα της Σταθερότητας της Γλώσσας. Υπάρχουν άφθονα ιστορικά παραδείγματα γλωσσών που άλλαξαν ύστερα από μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η αγγλική της εποχής του Αλφρέδου του Μεγάλου (ο οποίος έζησε τον ένατο αιώνα Κ.Χ.) θα ήταν σαν ξένη γλώσσα για τους περισσότερους αγγλόφωνους σήμερα. Φαίνεται, λοιπόν, πιθανό ότι και η γλώσσα του Αδάμ θα είχε αλλάξει πολύ μέχρι την εποχή του Μωυσή, όταν εκείνος άρχισε να γράφει τις Εβραϊκές Γραφές. Ωστόσο, το μεγάλο μήκος ζωής των ανθρώπων εκείνα τα 2.500 χρόνια αποτέλεσε οπωσδήποτε ανασταλτικό παράγοντα για τέτοιου είδους αλλαγή. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στον Αδάμ και στους επιζώντες από τον Κατακλυσμό χρειάστηκε ένας και μόνο ανθρώπινος κρίκος, ο Μαθουσάλα. Επιπρόσθετα, ο Σημ, ο οποίος φαίνεται ότι πριν από τον Κατακλυσμό υπήρξε επί μακρόν σύγχρονος του Μαθουσάλα, εξακολούθησε να ζει αρκετό καιρό αφότου γεννήθηκε ο Ισαάκ. Και από το θάνατο του Ισαάκ (1738 Π.Κ.Χ.) μέχρι τη γέννηση του Μωυσή (1593 Π.Κ.Χ.) πέρασαν λιγότερα από 150 χρόνια. Το γεγονός ότι άτομα που απείχαν αρκετές γενιές μεταξύ τους ζούσαν παράλληλα συντελούσε στη διατήρηση της ομοιομορφίας του προφορικού λόγου. Φυσικά, δεν γνωρίζουμε σε κάθε περίπτωση αν αυτοί οι ανθρώπινοι κρίκοι, παραδείγματος χάρη ο Σημ και ο Αβραάμ, ζούσαν κοντά ο ένας στον άλλον. Η τακτική επικοινωνία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη σταθερότητα της γλώσσας.
Το ότι δεν συνέχισαν όλοι οι απόγονοι του Σημ να μιλούν τη “μία γλώσσα” της προκατακλυσμιαίας εποχής στην αυθεντική της μορφή καταδεικνύεται από τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των σημιτικών γλωσσών, όπως η εβραϊκή, η αραμαϊκή, η ακκαδική και οι διάφορες διάλεκτοι της αραβικής. Το 18ο αιώνα Π.Κ.Χ. (γύρω στο έτος 1761 Π.Κ.Χ.), ο εγγονός του Αβραάμ χρησιμοποίησε διαφορετική λέξη από τον εγγονό του αδελφού του Αβραάμ για να ονομάσει το σωρό με τις πέτρες που είχαν στήσει ως ενθύμημα ή μάρτυρα ανάμεσά τους. Ο Ιακώβ, ο πατέρας των Ισραηλιτών, τον ονόμασε «Γαλεέδ», ενώ ο Λάβαν, που κατοικούσε στη Συρία, ή αλλιώς Αράμ (μολονότι ο ίδιος δεν ήταν απόγονος του Αράμ), χρησιμοποίησε την αραμαϊκή λέξη «Ιεγάρ-σαχαδουθά». (Γε 31:47) Η ανομοιότητα αυτών των δύο λέξεων, όμως, δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκην ότι η αραμαϊκή και η εβραϊκή διέφεραν πολύ εκείνη την εποχή, διότι ο Ιακώβ δεν φαίνεται να είχε αντιμετωπίσει ιδιαίτερο πρόβλημα επικοινωνίας εκεί στη Συρία. Βέβαια, καθώς ανέκυπταν καινούριες περιστάσεις και καταστάσεις, και καθώς κατασκευάζονταν καινούρια τεχνουργήματα, θα επινοούνταν ορισμένες λέξεις για να περιγράψουν αυτές τις καινοτομίες. Αυτές οι λέξεις ίσως διέφεραν από τόπο σε τόπο ανάμεσα σε γεωγραφικά απομακρυσμένες ομάδες της ίδιας γλωσσικής οικογένειας, αν και η ουσιαστική δομή της γλώσσας τους παρέμενε ως επί το πλείστον η ίδια.
Μεταξύ των ίδιων των Ισραηλιτών προέκυψαν κάποιες μικρές παραλλαγές στην προφορά, όπως καταδεικνύεται από το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο πρόφεραν οι Εφραϊμίτες τη λέξη «Σχίββωλεθ» την περίοδο των Κριτών (1473 ως 1117 Π.Κ.Χ.). (Κρ 12:4-6) Αυτό, όμως, δεν αποτελεί βάση για να ισχυρίζεται κανείς (όπως κάνουν μερικοί) ότι οι Ισραηλίτες μιλούσαν τότε ξεχωριστές διαλέκτους.
Τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., η εβραϊκή και η αραμαϊκή είχαν διαφοροποιηθεί τόσο ώστε να μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν ξεχωριστές γλώσσες. Αυτό φαίνεται από την περίπτωση στην οποία οι εκπρόσωποι του Βασιλιά Εζεκία είπαν σε έναν από τους απεσταλμένους του Ασσύριου Βασιλιά Σενναχειρείμ: «Μίλησε, παρακαλούμε, στους υπηρέτες σου στη συριακή [αραμαϊκή] γλώσσα, γιατί εμείς καταλαβαίνουμε· και μη μας μιλάς στη γλώσσα των Ιουδαίων, ενώ ακούει ο λαός που είναι πάνω στο τείχος». (2Βα 18:17, 18, 26) Μολονότι η αραμαϊκή ήταν τότε η διεθνής γλώσσα των συναλλαγών και της διπλωματίας στη Μέση Ανατολή, οι περισσότεροι κάτοικοι του Ιούδα δεν την καταλάβαιναν. Τα παλαιότερα γνωστά μη Βιβλικά γραπτά κείμενα στην αραμαϊκή χρονολογούνται περίπου από την ίδια περίοδο και επιβεβαιώνουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο γλώσσες.
Αποτέλεσαν τόσο η εβραϊκή όσο και η αραμαϊκή διακλαδώσεις της αρχικής «μιας γλώσσας» ή διατήρησε μία από τις δύο την αυθεντικότητα εκείνης της πρώτης γλώσσας; Μολονότι η Γραφή δεν το ξεκαθαρίζει αυτό, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η γλώσσα στην οποία άρχισε να γράφει ο Μωυσής το θεόπνευστο Ιερό Χρονικό ήταν ίδια με τη γλώσσα του πρώτου ανθρώπου.
Αν υπήρξε ιστοριογραφία πριν από τον Κατακλυσμό, αυτό πρέπει να συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της αυθεντικότητας της αρχικής γλώσσας. Ακόμη και αν η ιστορία μεταδιδόταν μέσω προφορικής παράδοσης, κάτι τέτοιο πρέπει και πάλι να συντέλεσε στη σταθερότητα της αρχικής γλώσσας. Η ύψιστη επιμέλεια που επέδειξαν μεταγενέστερα οι Ιουδαίοι στη διατήρηση της γνήσιας μορφής του Ιερού Χρονικού είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος που πρέπει σίγουρα να εκδηλώθηκε κατά τους πατριαρχικούς χρόνους για την ακριβή μετάδοση του αρχαιότερου χρονικού που εξιστορούσε την πολιτεία του Θεού με τους ανθρώπους.
Έχουμε έναν ακόμη λόγο να πιστεύουμε ότι η Βιβλική εβραϊκή εκπροσωπεί επακριβώς τη “μία γλώσσα” της εποχής πριν από τη Βαβέλ, και αυτός ο λόγος είναι η αξιοσημείωτη σταθερότητα της εβραϊκής γλώσσας στη χιλιετή περίοδο κατά την οποία γράφτηκαν οι Εβραϊκές Γραφές. Όπως αναφέρει Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia): «Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία σχετικά με την εβραϊκή της Π[αλαιάς] Δ[ιαθήκης] είναι πως, μολονότι τα κείμενά της καλύπτουν περίοδο χιλίων και πλέον ετών, η γλώσσα (γραμματική και λεξιλόγιο) των παλαιότερων τμημάτων διαφέρει πολύ λίγο από τη γλώσσα των τελευταίων».—Επιμέλεια Τζ. Γ. Μπρόμιλι, 1982, Τόμ. 2, σ. 659.
Ελλιπής Γνώση της Γλώσσας. Στην πραγματικότητα, η γνώση της αρχαίας εβραϊκής είναι κάθε άλλο παρά πλήρης. Ο καθηγητής Μπάρτον Λ. Γκόνταρντ λέει: «Σε μεγάλο βαθμό, η εβραϊκή της Π[αλαιάς] Δ[ιαθήκης] είναι αναγκαστικά αυτεξήγητη». (Το Εικονογραφημένο Βιβλικό Λεξικό Ζόντερβαν [The Zondervan Pictorial Bible Dictionary], επιμέλεια Μ. Τένι, 1963, σ. 345) Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν βρεθεί ελάχιστα άλλα εβραϊκά κείμενα της ίδιας περιόδου τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κατανόηση της χρήσης των λέξεων. Μεταξύ αυτών που έχουν κάποια σπουδαιότητα είναι το ημερολόγιο της Γεζέρ (απλός κατάλογος γεωργικών εργασιών που πιστεύεται ότι χρονολογείται από το δέκατο αιώνα Π.Κ.Χ.· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 960), μερικά όστρακα (εγχάρακτα θραύσματα αγγείων) από τη Σαμάρεια (κυρίως παραγγελίες και αποδείξεις παραλαβής για κρασί, λάδι και κριθάρι, οι οποίες τοποθετούνται γενικά στις αρχές του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ.), η επιγραφή του Σιλωάμ (βρέθηκε σε σήραγγα νερού στην Ιερουσαλήμ και πιστεύεται ότι χρονολογείται από τη βασιλεία του Εζεκία [745-717 Π.Κ.Χ.]) και τα όστρακα της Λαχείς (πιθανότατα από τα τέλη του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ.).
Εκτός από αυτά, υπάρχει μια φοινικική επιγραφή στη σαρκοφάγο του Βασιλιά Αχιράμ στη Βύβλο (Γεβάλ), σε γλώσσα πολύ παρόμοια με την εβραϊκή, η οποία πιστεύεται ότι ανάγεται στις αρχές της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ., καθώς επίσης η Μωαβιτική Λίθος, προφανώς από τις αρχές του ένατου αιώνα Π.Κ.Χ. Η γλώσσα της Μωαβιτικής Λίθου μοιάζει εξαιρετικά με την εβραϊκή, όπως θα ήταν αναμενόμενο εφόσον οι Μωαβίτες κατάγονταν από τον Λωτ, τον ανιψιό του Αβραάμ.—Γε 19:30-37.
Εντούτοις, το σύνολο των πληροφοριών σε όλες αυτές τις επιγραφές δεν αποτελεί παρά ψήγμα των πληροφοριών που βρίσκουμε στις Εβραϊκές Γραφές.
Οι ίδιες οι Εβραϊκές Γραφές, αν και καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων και χρησιμοποιούν εκτενές λεξιλόγιο, δεν περιέχουν ούτε κατά διάνοια όλες τις λέξεις ή εκφράσεις της αρχαίας εβραϊκής. Για παράδειγμα, η επιγραφή του Σιλωάμ και τα όστρακα της Λαχείς περιέχουν ορισμένες λεκτικές και γραμματικές δομές που δεν εμφανίζονται στις Εβραϊκές Γραφές, αλλά είναι σαφώς εβραϊκής προέλευσης. Χωρίς αμφιβολία, το αρχαίο λεξιλόγιο των εβραιόφωνων περιλάμβανε πολύ περισσότερες «ρίζες» από όσες γνωρίζουμε σήμερα, καθώς και χιλιάδες παράγωγά τους.
Αν εξαιρέσουμε τα τμήματα της Αγίας Γραφής για τα οποία είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι είναι γραμμένα στην αραμαϊκή, οι αρχικές «ρίζες» αρκετών λέξεων και εκφράσεων των Εβραϊκών Γραφών είναι άγνωστες. Οι λεξικογράφοι χαρακτηρίζουν πολλές από αυτές τις λέξεις και εκφράσεις ως «δάνεια», ισχυριζόμενοι ότι η εβραϊκή τις δανείστηκε από άλλες σημιτικές γλώσσες, όπως είναι η αραμαϊκή, η ακκαδική ή η αραβική. Αλλά αυτό είναι εικασία. Ο Έντουαρντ Χόροβιτς δηλώνει: «Ενίοτε, όμως, ο δανεισμός ανάγεται σε τόσο αρχαία εποχή ώστε οι λόγιοι δεν γνωρίζουν ποια γλώσσα δανείστηκε τη λέξη και ποια ήταν ο αρχικός της κάτοχος». (Πώς Εξελίχθηκε η Εβραϊκή Γλώσσα, σ. 3, 5) Φαίνεται πολύ πιο πιθανό ότι τέτοιες αμφιλεγόμενες λέξεις είναι γνήσια εβραϊκές, πράγμα που αποδεικνύει περαιτέρω ότι η σημερινή γνώση για το εύρος της αρχαίας γλώσσας είναι ελλιπής.
Ένα από τα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η αρχαία εβραϊκή διέθετε πλούσιο λεξιλόγιο είναι τα συγγράμματα από τις αρχές της Κοινής Χρονολογίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται μη Βιβλικά θρησκευτικά συγγράμματα που απαρτίζουν μέρος των Ρόλων της Νεκράς Θαλάσσης, καθώς και το Μισνά—ένα σύνολο ραβινικών συγγραμμάτων στην εβραϊκή σχετικά με την Ιουδαϊκή παράδοση. Γράφοντας στη Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (1978, Τόμ. 8, σ. 383), ο καθηγητής Μάγιερ Γουόξμαν λέει: «Η Βιβλική εβραϊκή . . . δεν εξαντλεί ολόκληρον το απόθεμα λέξεων, ως αποδεικνύεται εκ [του] Μισνά, [το οποίο] χρησιμοποιεί εκατοντάδας λέξεων μη ευρισκομένων εις την Βίβλον». Φυσικά, μερικές από αυτές μπορεί να ήταν μεταγενέστερες προσθήκες ή νεολογισμοί, αλλά πολλές αποτελούσαν ασφαλώς μέρος του εβραϊκού λεξιλογίου κατά την περίοδο της συγγραφής των Εβραϊκών Γραφών.
Πότε Άρχισε να Φθίνει η Εβραϊκή; Υπάρχει γενικά η αντίληψη ότι οι Ιουδαίοι άρχισαν να αντικαθιστούν τη γλώσσα τους με την αραμαϊκή κατά την εξορία τους στη Βαβυλώνα. Ωστόσο, τα στοιχεία που υποδεικνύουν κάτι τέτοιο δεν είναι ισχυρά. Σύγχρονα παραδείγματα δείχνουν ότι κατακτημένοι πληθυσμοί ή μετανάστες μπορούν να διατηρήσουν, και όντως συχνά διατηρούν, τη μητρική τους γλώσσα για περιόδους πολύ μεγαλύτερες των 70 ετών. Εφόσον μάλιστα οι Ιουδαίοι είχαν τη θεϊκή υπόσχεση για επιστροφή στην πατρίδα τους, θα αναμέναμε ότι δεν θα έτειναν να εγκαταλείψουν την εβραϊκή υιοθετώντας είτε την ακκαδική (ασσυροβαβυλωνιακή) είτε την αραμαϊκή, την τότε διεθνή γλώσσα των συναλλαγών. Είναι αλήθεια ότι στα βιβλία της αιχμαλωσιακής και της μεταιχμαλωσιακής περιόδου—όπως το βιβλίο του Δανιήλ, του Έσδρα και της Εσθήρ—υπάρχουν αποσπάσματα και λέξεις στην αραμαϊκή. Αυτό, όμως, δεν είναι παράξενο, δεδομένου ότι τα εν λόγω βιβλία εξιστορούν γεγονότα που συνέβησαν σε χώρες όπου μιλιόταν η αραμαϊκή, παραθέτουν επίσημη αλληλογραφία και επίσης πραγματεύονται την ιστορία ενός λαού υποταγμένου σε ξένες δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν την αραμαϊκή ως γλώσσα της διπλωματίας.
Το εδάφιο Νεεμίας 8:8 αναφέρει ότι, κατά την ανάγνωση του Νόμου, «του προσέδιδαν νόημα και έκαναν αυτά που διάβαζαν κατανοητά». Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι τότε οι επαναπατρισμένοι εξόριστοι δεν καταλάβαιναν απόλυτα την εβραϊκή, γι’ αυτό και γινόταν κάποια παράφραση στην αραμαϊκή. Ακόμη και αν ισχύει αυτό, η περικοπή δίνει κυρίως έμφαση στην ανάλυση του νοήματος και στην εφαρμογή των όσων διδάσκονταν σχετικά με το Νόμο.—Παράβαλε Ματ 13:14, 51, 52· Λου 24:27· Πρ 8:30, 31.
Στην πραγματικότητα, η Αγία Γραφή δεν αναφέρει πουθενά ότι ο λαός σταμάτησε να χρησιμοποιεί την εβραϊκή στην καθημερινή του ζωή. Όντως ο Νεεμίας βρήκε κάποιους Ιουδαίους με Αζώτιες, Αμμωνίτισσες και Μωαβίτισσες συζύγους, των οποίων τα παιδιά δεν ήξεραν “να μιλούν ιουδαϊκά”. Αλλά η επισήμανση αυτού του γεγονότος, σε συνδυασμό με την αγανάκτηση του Νεεμία για τους Ιουδαίους που είχαν συνάψει γάμους με μη Ισραηλίτισσες, δείχνει ότι μια τέτοια παραμέληση της εβραϊκής αποδοκιμαζόταν έντονα. (Νε 13:23-27) Αυτό θα ήταν αναμενόμενο, δεδομένης της μεγάλης βαρύτητας που προσέδιδαν στην ανάγνωση του Λόγου του Θεού, ο οποίος μέχρι τότε ήταν κυρίως στην εβραϊκή.
Η Γραφή δεν ασχολείται καθόλου με την περίοδο από την ολοκλήρωση του Εβραϊκού κανόνα (πιθανώς στην εποχή του Έσδρα και του Μαλαχία τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ.) μέχρι τις αρχές της Κοινής Χρονολογίας. Οι μη Βιβλικές πηγές είναι επίσης λιγοστές. Ακόμη και αυτές, όμως, δεν υποστηρίζουν ότι ο Ιουδαϊκός λαός αντικατέστησε την εβραϊκή με την αραμαϊκή. Τα στοιχεία δείχνουν ότι πολλά από τα Απόκρυφα, όπως τα βιβλία Ιουδίθ, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ και Α΄ Μακκαβαίων, γράφτηκαν στην εβραϊκή, αυτά δε τα έργα θεωρείται γενικά ότι ανάγονται στους τρεις τελευταίους αιώνες πριν από την Κοινή Χρονολογία. Όπως προαναφέρθηκε, μερικά από τα μη Βιβλικά συγγράμματα μεταξύ των Ρόλων της Νεκράς Θαλάσσης ήταν επίσης στην εβραϊκή, η οποία και χρησιμοποιήθηκε στη σύνταξη του Ιουδαϊκού Μισνά μετά την έναρξη της Κοινής Χρονολογίας.
Λόγω αυτών και άλλων συναφών στοιχείων, ο Δρ Γουίλιαμ Τσόμσκι δηλώνει ότι η θεωρία μερικών λογίων, Ιουδαίων και μη, σύμφωνα με την οποία η αραμαϊκή είχε υποκαταστήσει πλήρως την εβραϊκή είναι εντελώς αβάσιμη και έχει καταρριφθεί εκ των πραγμάτων. Αν μη τι άλλο, είναι πιο πιθανό να έγιναν οι Ιουδαίοι δίγλωσσοι, αλλά η εβραϊκή εξακολούθησε να επικρατεί ως η προτιμώμενη γλώσσα. Ο Δρ Τσόμσκι λέει σχετικά με τη μισναϊκή εβραϊκή: «Αυτή η γλώσσα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής καθομιλουμένης που χρησιμοποιείται από αγρότες, εμπόρους και τεχνίτες. . . . Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται λογικό να συμπεράνουμε ότι γενικά οι Ιουδαίοι, την περίοδο της Δεύτερης Κοινοπολιτείας, και ειδικά προς το τέλος της, μιλούσαν και τις δύο γλώσσες [την εβραϊκή και την αραμαϊκή]. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν τη μία και άλλοτε την άλλη».—Εβραϊκή: Η Αιώνια Γλώσσα (Hebrew: The Eternal Language), 1969, σ. 207, 210.
Ωστόσο, το ισχυρότερο στοιχείο υπέρ της άποψης ότι η εβραϊκή συνέχιζε να είναι ζωντανή γλώσσα τον πρώτο αιώνα της Κοινής Χρονολογίας έγκειται στις αναφορές που υπάρχουν για αυτήν στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. (Ιωα 5:2· 19:13, 17, 20· 20:16· Απ 9:11· 16:16) Μολονότι πολλοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι σε αυτές τις αναφορές θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η λέξη «αραμαϊκή» αντί της λέξης «εβραϊκή», έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι με αυτόν τον όρο εννοείται πραγματικά η εβραϊκή γλώσσα, όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΑΡΑΜΑΪΚΗ. Όταν ο γιατρός Λουκάς λέει ότι ο Παύλος μίλησε προς το λαό της Ιερουσαλήμ στην «εβραϊκή γλώσσα», φαίνεται απίθανο να εννοεί ότι μίλησε στην αραμαϊκή, ή αλλιώς συριακή, γλώσσα. (Πρ 21:40· 22:2· παράβαλε 26:14.) Εφόσον προγενέστερα οι Εβραϊκές Γραφές έκαναν διάκριση ανάμεσα στην αραμαϊκή (συριακή) και στη «γλώσσα των Ιουδαίων» (2Βα 18:26) και εφόσον ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα, πραγματευόμενος αυτή τη Βιβλική περικοπή χρησιμοποιεί τους όρους «συριστί» και «εβραϊστί», θεωρώντας ότι επρόκειτο για διαφορετικές γλώσσες (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Ι΄, 8 [i, 2]), δεν φαίνεται να υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσουν οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών τη λέξη «εβραϊκή» αν εννοούσαν την αραμαϊκή, ή αλλιώς συριακή.
Το ότι η αραμαϊκή χρησιμοποιούνταν τότε ευρέως σε όλη την Παλαιστίνη δεν αμφισβητείται. Η χρήση του αραμαϊκού προθήματος «Μπαρ» (γιος· στην ελληνική αποδίδεται «Βαρ») αντί του εβραϊκού «Μπεν» σε αρκετά ονόματα (όπως Βαρθολομαίος και Σίμων Βαρ-ιωνάς) αποτελεί απόδειξη ότι υπήρχε εξοικείωση με την αραμαϊκή. Φυσικά, ορισμένοι Ιουδαίοι είχαν επίσης ελληνικά ονόματα, όπως ο Ανδρέας και ο Φίλιππος, πράγμα που από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι η καθομιλουμένη τους ήταν η ελληνική, όπως το λατινικό όνομα του Μάρκου δεν αποδεικνύει ότι η οικογένειά του είχε ως καθομιλουμένη αυτή τη γλώσσα. Προφανώς, στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα της Κοινής Χρονολογίας μιλιούνταν τέσσερις γλώσσες: οι τρεις που, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, εμφανίζονταν στην επιγραφή πάνω από το κεφάλι του Ιησού όταν κρεμάστηκε στο ξύλο (η εβραϊκή, η λατινική και η ελληνική [Ιωα 19:19, 20]) και μια τέταρτη, η αραμαϊκή. Από αυτές, η λατινική ήταν σαφώς η λιγότερο διαδεδομένη.
Ο Ιησούς μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποίησε την αραμαϊκή σε κάποιες περιπτώσεις, όπως όταν μίλησε στη Συροφοίνισσα. (Μαρ 7:24-30) Ορισμένες εκφράσεις που αποδίδονται σε αυτόν θεωρούνται γενικά αραμαϊκής προέλευσης. Ακόμη και εδώ, όμως, χρειάζεται προσοχή, διότι ο χαρακτηρισμός αυτών των εκφράσεων ως αραμαϊκών δεν είναι αναμφισβήτητος. Λόγου χάρη, οι λέξεις που είπε ο Ιησούς ενώ ήταν κρεμασμένος στο ξύλο: «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» (Ματ 27:46· Μαρ 15:34) θεωρείται συνήθως ότι ήταν αραμαϊκές, ίσως κάποιας διαλέκτου της Γαλιλαίας. Ωστόσο, Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Dictionary of the Bible) λέει: «Οι γνώμες διίστανται ως προς την αρχική γλώσσα στην οποία ειπώθηκαν αυτά τα λόγια και ως προς το αν θα ήταν πιο φυσικό για τον Ιησού να χρησιμοποιήσει την εβραϊκή ή την αραμαϊκή. . . . Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα μ.Χ. μπορεί να χρησιμοποιούνταν μια μορφή της εβραϊκής που είχε κάποιες επιρροές από την αραμαϊκή». (Επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 2, σ. 86) Στην ουσία, η μεταγραφή αυτών των λέξεων στην ελληνική, όπως την κατέγραψαν ο Ματθαίος και ο Μάρκος, δεν επιτρέπει τον επακριβή προσδιορισμό της αρχικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε.
Περαιτέρω απόδειξη για το ότι η εβραϊκή συνέχιζε να χρησιμοποιείται στους αποστολικούς χρόνους αποτελεί η μαρτυρία ότι το Ευαγγέλιο του Ματθαίου γράφτηκε αρχικά από τον ίδιο στην εβραϊκή.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η εβραϊκή άρχισε να φθίνει κυρίως κατόπιν, αλλά και εξαιτίας, της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και του ναού της, καθώς και του διασκορπισμού των υπόλοιπων κατοίκων της το έτος 70 Κ.Χ. Εντούτοις, συνέχισε να χρησιμοποιείται στις συναγωγές, οπουδήποτε διασπάρθηκαν οι Ιουδαίοι. Ιδιαίτερα από τον έκτο περίπου αιώνα Κ.Χ. και έπειτα, οι Ιουδαίοι λόγιοι που έγιναν γνωστοί ως Μασορίτες κατέβαλαν σθεναρές προσπάθειες να διαφυλάξουν τη γνησιότητα του εβραϊκού κειμένου των Γραφών. Ιδιαίτερα δε από το 16ο αιώνα και έπειτα, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για την αρχαία εβραϊκή, ενώ τον επόμενο αιώνα άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο εντατικής μελέτης άλλες σημιτικές γλώσσες. Αυτό συνέβαλε στην εκλέπτυνση της κατανόησης της αρχαίας γλώσσας και είχε ως αποτέλεσμα καλύτερες μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών.
Αλφάβητο και Γραφή της Εβραϊκής. Το εβραϊκό αλφάβητο αποτελούνταν από 22 σύμφωνα, από τα οποία αρκετά συμβολίζουν προφανώς δύο φθόγγους, με αποτέλεσμα ένα σύνολο 28 περίπου φθόγγων. Τους ήχους των φωνηέντων τούς πρόσθετε ο αναγνώστης, καθοδηγούμενος από τα συμφραζόμενα, όπως ένας ελληνόφωνος συμπληρώνει τα φωνήεντα διαφόρων συντμήσεων, παραδείγματος χάρη «χλμ.» (χιλιόμετρα), «μτφ.» (μεταφορικά) και «δρχ.» (δραχμή). Πιστεύεται ότι η παραδοσιακή προφορά των Εβραϊκών Γραφών διατηρούνταν ζωντανή και μεταβιβαζόταν από εκείνους που ειδικεύονταν στην ανάγνωση του Νόμου, των Προφητών και των Ψαλμών για τη διδασκαλία του λαού. Κατόπιν, στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., οι Μασορίτες επινόησαν ένα σύστημα αποτελούμενο από τελείες και παύλες που ονομάστηκαν φωνηεντικά σημεία και προστέθηκαν στο συμφωνικό κείμενο. Επιπλέον, παρεμβλήθηκαν ορισμένα φωνόσημα για να δηλώνεται ο τόνος, η παύση, η σύνδεση μεταξύ λέξεων και προτάσεων, καθώς και η μουσική σημειογραφία.
Στις παλαιότερες εβραϊκές επιγραφές που μας είναι γνωστές χρησιμοποιείται μια αρχαία γραφή η οποία διαφέρει πολύ στην όψη από τα τετράγωνα εβραϊκά γράμματα μεταγενέστερων κειμένων, όπως αυτά που ανάγονται στους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας. Η τετράγωνη γραφή ονομάζεται συχνά «αραμαϊκή» ή «ασσυριακή». Πιστεύεται ότι η μετάβαση από τους αρχαίους εβραϊκούς χαρακτήρες στους τετράγωνους συντελέστηκε στη διάρκεια της βαβυλωνιακής εξορίας. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Ερνστ Βούρτβαϊν: «Για μεγάλο διάστημα η παλαιοεβραϊκή γραφή παρέμεινε σε χρήση παράλληλα με την τετράγωνη γραφή. Τα νομίσματα από την περίοδο της εξέγερσης του Μπαρ Κοχμπά (132-135 μ.Χ.) φέρουν παλαιοεβραϊκά γράμματα. Μεταξύ των κειμένων που ανακαλύφτηκαν στις σπηλιές της Νεκράς Θαλάσσης, κάποια είναι γραμμένα στην παλαιοεβραϊκή γραφή».—Το Κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης (Der Text des Alten Testaments), 5η έκδοση, 1988, σ. 5, 6.
Ο Ωριγένης, Χριστιανός συγγραφέας του δεύτερου και τρίτου αιώνα Κ.Χ., δήλωσε ότι, στα σωστότερα αντίγραφα των ελληνικών μεταφράσεων των Εβραϊκών Γραφών, το Τετραγράμματο, δηλαδή το ιερό όνομα του Ιεχωβά, ήταν γραμμένο με αρχαία εβραϊκά γράμματα. Επιβεβαίωση αυτής της δήλωσης αποτέλεσε η ανακάλυψη σπαραγμάτων από δερμάτινους ρόλους του πρώτου αιώνα Κ.Χ., οι οποίοι περιέχουν τους «μικρούς» προφήτες στην ελληνική. Σε αυτούς τους ρόλους το Τετραγράμματο εμφανίζεται με αρχαίους εβραϊκούς χαρακτήρες. (Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ, Αρ. 2-4.) Σπαράγματα της μετάφρασης του Ακύλα στην ελληνική, από τα τέλη του πέμπτου ή τις αρχές του έκτου αιώνα Κ.Χ., περιέχουν επίσης το θεϊκό όνομα γραμμένο με αρχαίους εβραϊκούς χαρακτήρες.—ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ, Αρ. 7, 8.
Ο Δρ Χόροβιτς λέει: «Το παλαιό εβραϊκό αλφάβητο ήταν αυτό που δανείστηκαν οι Έλληνες και μεταβίβασαν στη λατινική, και με αυτό το παλαιό εβραϊκό αλφάβητο μοιάζει περισσότερο το αλφάβητο της ελληνικής».—Πώς Εξελίχθηκε η Εβραϊκή Γλώσσα, σ. 18.
Ιδιότητες και Χαρακτηριστικά. Η εβραϊκή γλώσσα είναι πολύ εκφραστική και προσφέρεται για παραστατικές περιγραφές γεγονότων. Οι σύντομες προτάσεις της και οι απλοί της σύνδεσμοι της προσδίδουν πλαστικότητα και ομαλή ροή νοήματος. Η εβραϊκή ποίηση, η οποία προσθέτει σε αυτές τις ιδιότητες τον παραλληλισμό και το ρυθμό, είναι ιδιαίτερα εκφραστική και λυρική.
Η εβραϊκή είναι πλούσια σε μεταφορές. Αντί της λέξης «ακρογιαλιά», στο εδάφιο Γένεση 22:17, το εβραϊκό κείμενο λέει κατά κυριολεξία «χείλος της θάλασσας». Άλλες μεταφορικές εκφράσεις είναι το «πρόσωπο της γης», το «κεφάλι» ενός βουνού, το «στόμα μιας σπηλιάς» και διάφορες παρόμοιες. Το ότι η εν λόγω χρήση ανθρώπινων όρων δεν υποδηλώνει με κανέναν τρόπο οποιαδήποτε ανιμιστική δοξασία καταδεικνύεται από μια ανάγνωση των ίδιων των Γραφών, καθώς σε αυτές εκφράζεται απόλυτη αποστροφή για όσους λατρεύουν δέντρα και άλλα αντικείμενα.—Παράβαλε Ησ 44:14-17· Ιερ 10:3-8· Αββ 2:19.
Το εβραϊκό λεξιλόγιο αποτελείται από λέξεις που εκφράζουν συγκεκριμένες έννοιες, που περιλαμβάνουν την όραση, την ακοή, την αφή, τη γεύση και την όσφρηση. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι λέξεις δημιουργούν νοητικές εικόνες στον ακροατή ή στον αναγνώστη. Λόγω αυτής της ιδιότητάς της, ορισμένοι λόγιοι λένε ότι η εβραϊκή στερείται αφηρημένων εννοιών. Σαφώς, όμως, και υπάρχουν ορισμένα αφηρημένα ουσιαστικά στη Βιβλική εβραϊκή. Παραδείγματος χάρη, το ουσιαστικό μαχασαβάχ (παράγωγο της ρίζας χασάβ, που σημαίνει «σκέφτομαι») μεταφράζεται με διάφορες αφηρημένες έννοιες, όπως «σκέψη, επινόημα, εφεύρεση, σχέδιο». Από το ρήμα μπατάχ (που σημαίνει «εμπιστεύομαι») προέρχεται το ουσιαστικό μπέταχ (ασφάλεια). Παρ’ όλα αυτά, οι αφηρημένες έννοιες μεταδίδονται κατά κανόνα από συγκεκριμένα ουσιαστικά. Εξετάστε τη ρίζα καβέδ, ένα ρήμα που βασικά σημαίνει «είμαι βαρύς» (όπως στο εδ. Κρ 20:34). Στο εδάφιο Ιεζεκιήλ 27:25, το ίδιο αυτό ρήμα μεταφράζεται “γίνομαι ένδοξος”, δηλαδή, κατά κυριολεξία, “γίνομαι βαρύς”. Αντίστοιχα, από αυτή τη ρίζα παράγεται το ουσιαστικό καβέδ, που αναφέρεται στο συκώτι—ένα από τα βαρύτερα εσωτερικά όργανα—καθώς και το ουσιαστικό καβώδ, που σημαίνει «δόξα». (Λευ 3:4· Ησ 66:12) Η εξαγωγή της αφηρημένης έννοιας από τη συγκεκριμένη καταδεικνύεται περαιτέρω από το ουσιαστικό γιαδ, που σημαίνει «χέρι», αλλά και «φροντίδα», “μέσο” ή «καθοδήγηση» (Εξ 2:19· Γε 42:37· Εξ 35:29· 38:21), καθώς επίσης από το ουσιαστικό ’αφ, που σημαίνει τόσο «ρουθούνι» όσο και «θυμός» (Γε 24:47· 27:45), και από το ουσιαστικό ζερώα‛, «βραχίονας», το οποίο μεταδίδει επίσης την αφηρημένη έννοια της “ισχύος” (Ιωβ 22:8, 9).
Στην πραγματικότητα, αυτή ακριβώς η ιδιότητα της χρήσης συγκεκριμένων λέξεων είναι που κάνει τις Εβραϊκές Γραφές να προσφέρονται τόσο πολύ για μετάφραση, διότι το νόημα των λέξεων είναι σε γενικές γραμμές οικουμενικό, εφόσον σημαίνουν το ίδιο ουσιαστικά σε κάθε γλώσσα. Εντούτοις, αποτελεί πρόκληση για το μεταφραστή το να αναπαραγάγει σε άλλη γλώσσα την ιδιάζουσα γοητεία, απλότητα, τρόπο έκφρασης και δυναμισμό της εβραϊκής, κυρίως όταν πρόκειται για τους ρηματικούς της τύπους.
Η εβραϊκή διακρίνεται για τη βραχυλογία της, εφόσον η δομή της επιτρέπει τέτοια λιτότητα έκφρασης. Η αραμαϊκή, η πλέον συγγενική προς την εβραϊκή από τις σημιτικές γλώσσες, είναι συγκριτικά πιο άκομψη, περιφραστική και πλατειαστική. Στη μετάφραση, χρειάζεται συχνά να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές λέξεις προκειμένου να αναδειχτεί η παραστατικότητα, η γλαφυρότητα και η δραματικότητα του εβραϊκού ρήματος. Μολονότι έτσι χάνεται κάτι από τη βραχυλογία, ωστόσο αποδίδεται πληρέστερα η ομορφιά και η ακρίβεια του εβραϊκού κειμένου.
Εβραϊκή Ποίηση. Αυτές ακριβώς οι ιδιότητες, και συνάμα ο έντονος ρεαλισμός, είναι που καθιστούν επίσης την εβραϊκή ιδεώδη για ποίηση. Οι εβραϊκοί στίχοι είναι σύντομοι—πολλοί δεν έχουν περισσότερες από δύο ή τρεις λέξεις—με αποτέλεσμα να δημιουργούν ζωηρή εντύπωση. Ο καθηγητής Τζέιμς Μιούλενμπεργκ, μέλος της μεταφραστικής επιτροπής που εργάστηκε για την Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση, παρατήρησε εύστοχα: «Ο λόγος [στην εβραϊκή ποίηση] είναι πυκνός, και όλη η έμφαση δίνεται στις σημαντικές λέξεις. Το εβραϊκό κείμενο του 23ου Ψαλμού αποτελείται όλο και όλο από πενήντα πέντε λέξεις, ενώ οι σύγχρονες μεταφράσεις που έχουμε στη Δύση χρησιμοποιούν τις διπλάσιες. Ακόμη και στη μετάφραση, όμως, δεν χάνεται η οικονομία του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου. . . . Ο εβραϊκός ποιητικός λόγος διαθέτει ζωντανή γλώσσα. . . . Ο Εβραίος ποιητής μάς βοηθάει να δούμε, να ακούσουμε, να νιώσουμε. Οι αισθητικές εντυπώσεις είναι έντονες και ζωντανές . . . Ο ποιητής σκέφτεται με εικόνες, και οι εικόνες αυτές προέρχονται από τη σφαίρα της καθημερινής ζωής που είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους».—Εισαγωγή στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης (An Introduction to the Revised Standard Version of the Old Testament), 1952, σ. 63, 64.
Για να δειχτεί με παράδειγμα η λιτότητα έκφρασης που διακρίνει τον εβραϊκό ποιητικό λόγο, παρατηρήστε το πρώτο εδάφιο του 23ου Ψαλμού, όπως εμφανίζεται στη Μετάφραση Νέου Κόσμου. Οι ελληνικές λέξεις που είναι απαραίτητες για τη μετάφραση κάθε εβραϊκής λέξης χωρίζονται με κάθετο (/):
Ο Ιεχωβά/ [είναι] ο Ποιμένας μου./
Δεν θα μου λείψει/ τίποτα./
Όπως φαίνεται, στο αντίστοιχο ελληνικό απόσπασμα χρειάστηκαν έντεκα λέξεις για να μεταφραστούν τέσσερις εβραϊκές. Η λέξη «είναι» παρεμβλήθηκε για να έχει νόημα η ελληνική πρόταση. Στην εβραϊκή, εννοείται.
Κύρια είδη παραλληλισμού. Το σπουδαιότερο τυπικό στοιχείο της εβραϊκής ποίησης είναι ο παραλληλισμός, δηλαδή ο ρυθμός που επιτυγχάνεται, όχι με την ομοιοκαταληξία (όπως στην ελληνική), αλλά με τη λογική σκέψη. Αυτού του είδους ο ρυθμός έχει ονομαστεί «ρυθμός των ιδεών». Εξετάστε τους δύο στίχους του εδαφίου Ψαλμός 24:1:
Στον Ιεχωβά ανήκει η γη και όσα τη γεμίζουν,
Τα παραγωγικά εδάφη και όσοι κατοικούν σε αυτά.
Οι στίχοι που παρατίθενται εδώ λέγεται ότι βρίσκονται σε συνωνυμικό παραλληλισμό, δηλαδή ο δεύτερος στίχος επαναλαμβάνει μέρος του προηγούμενου, αλλά με διαφορετικές λέξεις. Η φράση «Στον Ιεχωβά ανήκει» είναι απαραίτητη και για τους δύο στίχους. Ωστόσο, οι όροι «η γη» και «τα παραγωγικά εδάφη» είναι ποιητικά συνώνυμα, όπως είναι και οι όροι «όσα τη γεμίζουν» και «όσοι κατοικούν σε αυτά».
Οι περισσότεροι σύγχρονοι λόγιοι δέχονται ότι υπάρχουν και άλλα δύο κύρια είδη παραλληλισμού:
Στον αντιθετικό παραλληλισμό, όπως υποδηλώνει η ονομασία του, ο κάθε στίχος εκφράζει αντίθετες σκέψεις. Το εδάφιο Ψαλμός 37:9 το δείχνει αυτό παραστατικά:
Διότι όσοι πράττουν το κακό θα εκκοπούν,
Αλλά όσοι ελπίζουν στον Ιεχωβά, αυτοί θα γίνουν κάτοχοι της γης.
Υπάρχει επίσης ο συνθετικός (ή αλλιώς τυπικός, δομικός) παραλληλισμός στον οποίο το δεύτερο μέρος δεν απηχεί απλώς τη σκέψη του πρώτου ούτε δημιουργεί απλώς αντίθεση. Τουναντίον, διευρύνει την έννοια και προσθέτει μια καινούρια σκέψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα εδάφια Ψαλμός 19:7-9:
Ο νόμος του Ιεχωβά είναι τέλειος·
επιστρέφει την ψυχή.
Η υπενθύμιση του Ιεχωβά είναι αξιόπιστη·
κάνει τον άπειρο σοφό.
Οι προσταγές του Ιεχωβά είναι ευθείες·
χαροποιούν την καρδιά.
Η εντολή του Ιεχωβά είναι καθαρή·
κάνει τα μάτια να λάμπουν.
Ο φόβος του Ιεχωβά είναι αγνός·
μένει για πάντα.
Οι δικαστικές αποφάσεις του Ιεχωβά είναι αληθινές·
έχουν αποδειχτεί απόλυτα δίκαιες.
Προσέξτε ότι το δεύτερο μέρος κάθε πρότασης ολοκληρώνει τη σκέψη. Επομένως, όλο το εδάφιο αποτελεί σύνθεση, προκύπτοντας από το συνδυασμό δύο στοιχείων. Μόνο με τα δεύτερα ημιστίχια, όπως «επιστρέφει την ψυχή» και «κάνει τον άπειρο σοφό», μαθαίνει ο αναγνώστης πώς “είναι τέλειος ο νόμος” και πώς “είναι αξιόπιστη η υπενθύμιση του Ιεχωβά”. Σε μια τέτοια ακολουθία συνθετικών παραλλήλων, η διαίρεση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος παίζει το ρόλο ρυθμικής παύσης. Συνεπώς, εκτός του ότι ξετυλίγεται προοδευτικά η σκέψη, διατηρείται επίσης μια ορισμένη δομή του εδαφίου, ένας παραλληλισμός του τύπου του. Γι’ αυτόν το λόγο, το συγκεκριμένο είδος ονομάζεται μερικές φορές τυπικός ή δομικός παραλληλισμός.
Διάφορα άλλα είδη παραλληλισμού. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι υπάρχουν και άλλα είδη παραλληλισμού, αν και αυτά θεωρούνται μόνο παραλλαγές ή συνδυασμοί του συνωνυμικού, του αντιθετικού και του συνθετικού είδους. Τρία από αυτά τα προτεινόμενα είδη είναι: ο εμβληματικός, ο κλιμακωτός και ο στροφικά σύμμετρος παραλληλισμός.
Στον εμβληματικό (ή παραβολικό) παραλληλισμό χρησιμοποιούνται παρομοιώσεις ή μεταφορές. Δείτε το εδάφιο Ψαλμός 103:12:
Όσο μακριά είναι η ανατολή από τη δύση,
Τόσο μακριά από εμάς έβαλε τις παραβάσεις μας.
Στον κλιμακωτό παραλληλισμό μπορεί να χρησιμοποιούνται δύο, τρεις ή ακόμη περισσότεροι στίχοι για να επαναλάβουν και να αναπτύξουν την ιδέα του πρώτου. Χαρακτηριστικά είναι τα εδάφια Ψαλμός 29:1, 2:
Αποδώστε στον Ιεχωβά, εσείς οι γιοι των ισχυρών,
Αποδώστε στον Ιεχωβά δόξα και ισχύ.
Αποδώστε στον Ιεχωβά τη δόξα του ονόματός του.
Ο στροφικά σύμμετρος παραλληλισμός είναι πιο περίτεχνος και μπορεί να περιλαμβάνει αρκετά εδάφια. Παρατηρήστε αυτό το παράδειγμα από τα εδάφια Ψαλμός 135:15-18:
(1) Τα είδωλα των εθνών είναι ασήμι και χρυσάφι,
(2) Έργο χεριών χωματένιου ανθρώπου.
(3) Στόμα έχουν, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν·
(4) Μάτια έχουν, αλλά δεν μπορούν να δουν·
(5) Αφτιά έχουν, αλλά δεν μπορούν να δώσουν ακρόαση.
(6) Επίσης, δεν υπάρχει πνεύμα στο στόμα τους.
(7) Όμοιοι με αυτά θα γίνουν εκείνοι που τα φτιάχνουν,
(8) Όποιοι εμπιστεύονται σε αυτά.
Αυτός ο παραλληλισμός εξηγείται από τον Γ. Τρέιλ στο έργο του Λογοτεχνικά Χαρακτηριστικά και Επιτεύγματα της Αγίας Γραφής ([Literary Characteristics and Achievements of the Bible] 1864, σ. 170): «Εδώ ο πρώτος στίχος παρουσιάζει στροφική συμμετρία με τον όγδοο—στον έναν έχουμε τα είδωλα των παγανιστών, στον άλλον όσους εμπιστεύονται σε είδωλα. Ο δεύτερος στίχος με τον έβδομο—στον έναν έχουμε την κατασκευή, στον άλλον τους κατασκευαστές. Ο τρίτος στίχος με τον έκτο—στον έναν γίνεται λόγος για άφωνα στόματα, στον άλλον για άπνοα. Ο τέταρτος στίχος με τον πέμπτο, όπου ο στροφικά σύμμετρος παραλληλισμός μπορεί να λεχθεί ότι ενώνει τα δύο μισά του σε έναν συνθετικό παραλληλισμό—μάτια χωρίς όραση, αφτιά χωρίς ακοή».
Παρόμοιο, αλλά πιο απλό, είδος είναι η αντιμετάθεση των λέξεων σε συνεχόμενους στίχους, όπως στο εδάφιο Ησαΐας 11:13β (ΛΧ):
Ο Εφραΐμ δεν θα ζηλεύη τον Ιούδαν,
και ο Ιούδας δεν θα ενοχλή τον Εφραΐμ.
Γραμματική
Α΄. Ρήματα. Τα ρήματα είναι το σπουδαιότερο μέρος του λόγου στην εβραϊκή γλώσσα. Ο απλούστερος ρηματικός τύπος είναι το τρίτο ενικό πρόσωπο, αρσενικού γένους, της τετελεσμένης κατάστασης. Αυτός είναι ο τύπος που εμφανίζεται στα λεξικά. Τα τρία σύμφωνα αυτού του τύπου σχηματίζουν συνήθως τη ρίζα. Η ρίζα είναι κατά κανόνα τριγράμματη, δηλαδή αποτελείται από τρία σύμφωνα, όπως συμβαίνει γενικά στις σημιτικές γλώσσες. Σε αυτές τις τριγράμματες ρίζες μπορούν να αναχθούν όλες σχεδόν οι άλλες λέξεις της γλώσσας.
Η ρίζα είναι το απλούστερο θέμα του ρήματος. Αναφέρεται συχνά ως «γνήσιο θέμα». Από αυτό το γνήσιο θέμα σχηματίζονται άλλα έξι θέματα με την προσθήκη προθημάτων, το διπλασιασμό ορισμένων γραμμάτων και τη μεταβολή των φωνηέντων. Τα εφτά ρηματικά θέματα αντιπροσωπεύουν την έννοια της ρηματικής ρίζας σε τρεις χροιές: βασική, έντονη και έμμεση.
Για να φανούν οι διαφοροποιήσεις ανάλογα με το πρόσωπο, τον αριθμό και το γένος, προσκολλώνται στα ρηματικά θέματα ορισμένα προθήματα και επιθήματα.
Κατάσταση. Η θεώρηση των ρημάτων στην ελληνική γίνεται κυρίως από την άποψη του χρόνου: παρελθόν, παρόν, μέλλον. Ωστόσο, στην εβραϊκή αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η κατάσταση της ενέργειας και όχι ο χρόνος. Η ενέργεια θεωρείται είτε ολοκληρωμένη είτε ανολοκλήρωτη.
Αν το ρήμα παρουσιάζει την ενέργεια ολοκληρωμένη, βρίσκεται στην τετελεσμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, το εδάφιο Γένεση 1:1 λέει: «Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη». Η ενέργεια ολοκληρώθηκε—ο Θεός «δημιούργησε», με άλλα λόγια τελείωσε τη δημιουργία των ουρανών και της γης.
Αν η ενέργεια θεωρείται ανολοκλήρωτη, το ρήμα βρίσκεται στη μη τετελεσμένη κατάσταση. Αυτό μπορεί να φανεί από το εδάφιο Έξοδος 15:1: «Ο Μωυσής και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να ψάλλουν». Εδώ βλέπουμε πως, μολονότι η ενέργεια είχε ξεκινήσει («άρχισαν» να ψάλλουν), δεν είχε τερματιστεί, επομένως ήταν «μη τετελεσμένη», ατελείωτη.
Φυσικά, δεδομένου ότι λόγω του ίδιου του χαρακτήρα της η τετελεσμένη κατάσταση στην εβραϊκή παρουσιάζει την ενέργεια ως ολοκληρωμένη, βασικά ανήκει στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, η λέξη καθάβ (ενεργητικό ρήμα τετελεσμένης κατάστασης) σημαίνει, βασικά, «(αυτός) έγραψε» και συνήθως έτσι μεταφράζεται. (2Βα 17:37· 2Χρ 30:1· 32:17· Εσθ 8:5) Η έννοια της ολοκληρωμένης ενέργειας στο παρελθόν μπορεί να φανεί επίσης στην απόδοση «είχε γράψει» (Εσθ 9:23· Ιωβ 31:35· Ιερ 36:27). Ωστόσο, το ρήμα καθάβ θα μπορούσε να αποδοθεί επίσης «έχει γράψει»—στον παροντικό χρόνο που ονομάζεται παρακείμενος στην ελληνική. Η απόδοση «θα γράψει» χρησιμοποιείται επίσης ως μετάφραση αυτού του ρήματος τετελεσμένης κατάστασης και δείχνει ότι είναι βέβαιο πως η ενέργεια θα εκτελεστεί. (Αρ 5:23· Δευ 17:18) Και οι δύο αυτές τελευταίες αποδόσεις υποδηλώνουν ορθά την ενέργεια ως ολοκληρωμένη, αλλά όχι στο παρελθόν. Επομένως, το ενεργητικό ρήμα από μόνο του δεν μεταδίδει κατ’ ανάγκην κάποια χρονική αίσθηση. Η τετελεσμένη κατάσταση μπορεί να παρουσιάζει την ενέργεια ως ολοκληρωμένη σε οποιαδήποτε περίοδο χρόνου: στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον. Αντίθετα, η μη τετελεσμένη κατάσταση, μολονότι μπορεί επίσης να δείχνει την ενέργεια σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, τη θεωρεί πάντοτε ανολοκλήρωτη.
Συνεπώς, μολονότι οι αρχαίοι Εβραίοι μπορούσαν ασφαλώς να συλλάβουν την έννοια του χρόνου, αυτός κατείχε δευτερεύουσα θέση στη γλώσσα τους. Το σύγγραμμα Τα Βασικά Στοιχεία της Βιβλικής Εβραϊκής (The Essentials of Biblical Hebrew), του Κ. Γέιτς, δηλώνει: «Οι περισσότερες σύγχρονες γλώσσες αντιλαμβάνονται το χρόνο διαφορετικά από ό,τι η σημιτική διάνοια. Το εβραϊκό νοητικό πρότυπο δεν θεωρεί ζωτικής σημασίας τον προσδιορισμό του χρόνου μιας ενέργειας. Αυτό είναι απαραίτητο για όποιον σκέφτεται σε κάποια ινδογερμανική [ινδοευρωπαϊκή] γλώσσα απλώς και μόνο για να εντάξει την ενέργεια στο υπερτιμημένο χρονικό του πλαίσιο. Στον Σημίτη αρκούσε γενικά να καταλάβει την κατάσταση της ενέργειας—αν ήταν ολοκληρωμένη ή ανολοκλήρωτη—και αν όχι, υπήρχε κάποια λέξη χρονικής ή ιστορικής σημασίας που δήλωνε το χρόνο». (Αναθεώρηση Τζ. Όουενς, 1954, σ. 129) Αν, όπως αφήνει να εννοηθεί η Αγία Γραφή, η εβραϊκή ήταν η αρχική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στην Εδέμ, αυτή η έλλειψη έμφασης στο χρόνο του ρήματος ίσως αντανακλά τη νοοτροπία του ανθρώπου ενόσω ήταν τέλειος, τότε που ο Αδάμ είχε μπροστά του την προοπτική της αιωνιότητας και η ζωή δεν είχε περιοριστεί σε 70 ή 80 μόνο χρόνια. Ο Ιεχωβά προμήθευσε την εβραϊκή ως απόλυτα ικανοποιητικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων, καθώς επίσης μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων.
Για τη μετάφραση στην ελληνική, η χρονική πλευρά του ρήματος καθορίζεται από τα συμφραζόμενα. Αυτά δείχνουν αν η ενέργεια που περιγράφεται θεωρείται ότι έχει συμβεί πρωτύτερα, ότι συντελείται τώρα ή ότι θα συμβεί στο μέλλον.
Β΄. Ουσιαστικά. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, όλες σχεδόν οι λέξεις, μεταξύ των οποίων και τα ουσιαστικά, μπορούν να αναχθούν σε κάποια ρηματική ρίζα. Η ρίζα είναι εμφανής τόσο στον τρόπο γραφής του ουσιαστικού όσο και στη σημασία του.
Υπάρχουν δύο γένη: αρσενικό και θηλυκό. Το θηλυκό γένος ξεχωρίζει γενικά από την κατάληξη αχ (ωθ, πληθυντικός) που προσκολλάται στο ουσιαστικό, όπως στις λέξεις ’ισσάχ (γυναίκα) και σουσώθ (φοράδες [πληθυντικός θηλυκού]).
Οι τρεις αριθμοί της εβραϊκής είναι ο ενικός, ο πληθυντικός και ο δυϊκός. Ο δυϊκός (που αναγνωρίζεται από το επίθημα άγιμ) χρησιμοποιείται συνήθως για αντικείμενα που εμφανίζονται κατά ζεύγη, όπως τα χέρια (γιαδάγιμ) και τα αφτιά (’οζνάγιμ).
Οι προσωπικές αντωνυμίες μπορούν επίσης να προσκολληθούν άρρηκτα στα ουσιαστικά. Παραδείγματος χάρη, σους σημαίνει «άλογο», αλλά σουσί, «άλογό μου», ενώ σουσέιχα, «άλογά σου».
Γ΄. Επίθετα. Και τα επίθετα παράγονται από τις ρηματικές ρίζες. Παραδείγματος χάρη, το ρήμα γκαδάλ (μεγαλώνω) είναι η ρίζα του επιθέτου γκαδώλ (μεγάλος). (Το οριστικό άρθρο στην εβραϊκή είναι χα [ο, η, το]. Δεν υπάρχει αόριστο άρθρο [ένας, μία, ένα].)
Το επίθετο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με έναν από τους δύο ακόλουθους τρόπους:
(1) Ως κατηγορούμενο. Σε αυτή την περίπτωση τίθεται συνήθως πριν από το ουσιαστικό του και συμφωνεί μαζί του κατά γένος και αριθμό. Η φράση τωβ χακκώλ (κατά κυριολεξία, «καλή η φωνή») μεταφράζεται «η φωνή είναι καλή», ενώ το ρήμα «είναι» παρεμβάλλεται.
(2) Ως επιθετικός προσδιορισμός. Τότε τίθεται έπειτα από το ουσιαστικό και συμφωνεί μαζί του, όχι μόνο κατά γένος και αριθμό, αλλά και όσον αφορά την οριστικότητα. Επομένως, χακκώλ χαττώβ (κατά κυριολεξία, «η φωνή η καλή») σημαίνει «η καλή φωνή».
Μεταγραφή. Μεταγραφή ονομάζεται η αντικατάσταση χαρακτήρων του εβραϊκού αλφαβήτου με ελληνικά γράμματα. Η εβραϊκή γράφεται από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά για τους ελληνόφωνους αναγνώστες μεταγράφεται έτσι ώστε να διαβάζεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ο συνοδευτικός πίνακας και η ακόλουθη εξήγηση παρουσιάζουν μερικούς από τους γενικούς κανόνες που ακολουθήθηκαν σε αυτό το έργο.
Όσον αφορά τα σύμφωνα. Όπως φαίνεται, πέντε γράμματα έχουν τελικό τύπο, δηλαδή το σχήμα τους διαφοροποιείται όταν εμφανίζονται στο τέλος των λέξεων. Ορισμένα σύμφωνα (ת ,פ ,כ ,ד ,ג ,ב) έχουν μαλακή και σκληρή προφορά, αυτή δε η τελευταία σημειώνεται με μια τελεία στο μέσο του γράμματος (תּ ,פּ ,כּ ,דּ ,גּ ,בּ). Ωστόσο, η τελεία σε ένα από αυτά τα σύμφωνα δηλώνει επίσης ότι αυτό πρέπει να διπλασιαστεί αν προηγείται αμέσως φωνήεν. Έτσι λοιπόν, η λέξη יםכִּתִּ μεταγράφεται ως Κιττίμ. Τα περισσότερα άλλα γράμματα (μολονότι έχουν μόνο μία προφορά) επίσης διπλασιάζονται με μια τελεία στο μέσο τους (για παράδειγμα, το זּ μεταγράφεται ως ζζ). Εξαίρεση αποτελεί το χε’ (ה), το οποίο έχει ενίοτε τελεία στο μέσο του (הּ) όταν εμφανίζεται στο τέλος μιας λέξης, αλλά δεν διπλασιάζεται ποτέ.
Τα σύμφωνα βαβ και γιωδ μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο σχηματισμό φωνηέντων. Όταν το βαβ (ו) εμφανίζεται με το φωνήεν χώλεμ (·) από πάνω του, σχηματίζει το επονομαζόμενο μακρό χώλεμ (וֹ), το οποίο μεταγράφεται σε αυτό το έργο ως ω. Ο συνδυασμός וּ προφέρεται ου, και στην αρχή μιας λέξης αποτελεί πάντα ξεχωριστή συλλαβή. Ωστόσο, αν υπάρχει επιπλέον φωνηεντικό σημείο κάτω από το γράμμα (וַּ), η τελεία δηλώνει ότι το βαβ πρέπει να διπλασιαστεί. Επομένως, η λέξη יבַּוַּ μεταγράφεται ως μπαββαΐ, ενώ η λέξη בּוּז μεταγράφεται ως μπουζ.
Όταν το καφ είναι τελικό, το σεβά’ ( ְ) ή το κάμετς ( ָ) γράφεται εντός του γράμματος και όχι κάτω από αυτό: ךָ ,ךְ.
Όσον αφορά τα φωνήεντα. Όλα τα φωνήεντα σε αυτόν τον πίνακα εμφανίζονται κάτω από τη γραμμή εκτός από το χώλεμ (·), το οποίο τίθεται από πάνω, και το σούρεκ ( ֹ), το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εμφανίζεται στο μέσο του βαβ (וּ =ου).
Όσον αφορά τα ημίφωνα. Τα ελληνικά αντίστοιχα που δίνονται εδώ είναι μόνο κατά προσέγγιση. Η προφορά αυτών των ημιφώνων στην εβραϊκή είναι, σε κάθε περίπτωση, ένας πάρα πολύ απαλός ήχος.
Υπό ορισμένες συνθήκες, το σεβά’ είναι έμφθογγο και μεταγράφεται ως ε. Γενικά, όμως, όταν το σεβά’ ακολουθεί ύστερα από βραχύ φωνήεν ή όποτε τίθεται κάτω από σύμφωνο με το οποίο τελειώνει μια συλλαβή, είναι άφθογγο και θεωρείται διαχωριστικό των συλλαβών. Επομένως, η λέξη ליִקְטֹ μεταγράφεται ως γικτόλ.
Συλλαβές. Στην εβραϊκή κάθε συλλαβή ξεκινάει με σύμφωνο και περιλαμβάνει (1) ένα κανονικό φωνήεν ή (2) ένα ημίφωνο και ένα κανονικό φωνήεν. Παραδείγματος χάρη, η λέξη לקָטַ αποτελείται από δύο συλλαβές—η μία είναι קָ (κα) και η άλλη לטַ (ταλ). Και οι δύο περιέχουν ένα κανονικό φωνήεν και αρχίζουν με σύμφωνο. Από την άλλη πλευρά, η λέξη יתבְּרִ (μπερίθ) έχει μόνο μία συλλαβή εφόσον περιέχει μόνο ένα κανονικό φωνήεν (.=ι)· το σεβά’, ε ( ְ), είναι ημίφωνο.
Υπάρχουν δύο προφανείς εξαιρέσεις στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι συλλαβές αρχίζουν μόνο με σύμφωνα: (1) Όταν μια λέξη ξεκινάει με וּ (ου). Τότε ο φθόγγος ου αποτελεί ξεχωριστή συλλαβή. Παραδείγματος χάρη, η λέξη ןבֵוּ μεταγράφεται ως ουβέν (δηλαδή ου·βέν) και η λέξη ישְׁמִוּ ως ουσεμί (δηλαδή ου·σεμί). (2) Με «υπείσακτο πάθαχ». Πρόκειται για το φωνήεν πάθαχ ( ַ) τοποθετημένο κάτω από τα σύμφωνα ע ,ח ,הּ, όταν αυτά εμφανίζονται στο τέλος μιας λέξης. Σε αυτή την περίπτωση το πάθαχ προφέρεται πριν από το σύμφωνο. Παραδείγματος χάρη, η λέξη חַרוּ μεταγράφεται ως ρούαχ, και όχι ως ρουχά.
Ενίοτε εμφανίζεται ανάμεσα στις λέξεις μια μικρή οριζόντια γραμμή που ονομάζεται μακκέφ (־) και μοιάζει με το ελληνικό ενωτικό. Αυτή συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις έτσι ώστε να θεωρούνται μία, ενώ μόνο η τελευταία λέξη διατηρεί τον τόνο της. Παραδείγματος χάρη, η λέξη ראֲשֶׁל־כָּ μεταγράφεται ως κολ-’ασέρ.
Τόνοι. Όλες οι εβραϊκές λέξεις τονίζονται στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα. Οι περισσότερες τονίζονται στη λήγουσα.
Στις μεταγραφές αυτού του έργου ο τόνος δείχνει ποια συλλαβή τονίζεται.
[Πίνακας στη σελίδα 836]
Βασική
Έντονη
Έμμεση
(1) Ενεργητική (καλ)
(3) Ενεργητική (πιαίλ)
(6) Ενεργητική (ιφείλ)
(2) Παθητική (νιφάλ)
(4) Παθητική (πουάλ)
(7) Παθητική (οφάλ)
—
(5) Αυτοπαθής (ιθπααίλ)
—
[Πίνακας στη σελίδα 836]
—
Βασική
Έντονη
Έμμεση
Ενεργητική
קָטַל
κατάλ
αυτός σκότωσε
קִטֵּל
κιττέλ
αυτός σκότωσε (βάναυσα)
הִקְטִיל
χικτίλ
αυτός υποκίνησε να σκοτώσουν
Παθητική
נִקְטַל
νικτάλ
αυτός σκοτώθηκε
קֻטַּל
κουττάλ
αυτός σκοτώθηκε (βάναυσα)
הָקְטַל
χοκτάλ
αυτός υποκινήθηκε να σκοτώσει
Αυτοπαθής
—
הִתְקַטֵּל
χιθκαττέλ
αυτός σκότωσε τον εαυτό του
—
[Πίνακας στη σελίδα 838]
Χαρακτήρας
Σύμφωνα
Αντίστοιχο
א
’Άλεφ
’
בּ
Μπαιθ
μπ
ב
—
β
גּ
Γκίμελ
γκ
ג
—
γ
דּ
Ντάλεθ
ντ
ד
—
δ
ה
Χε’
χ
ו
Βαβ
β
ז
Ζάγιν
ζ
ח
Χαιθ
χ
ט
Ταιθ
τ
י
Γιωδ
γι
כּ
Καφ
κ
כ Τελικό: ך
—
χ
ל
Λάμεδ
λ
מ Τελικό: ם
Μεμ
μ
נ Τελικό: ן
Νουν
ν
ס
Σάμεχ
σ
ע
‛Άγιν
‛
פּ
Πε’
π
פ Τελικό: ף
—
φ
צ Τελικό: ץ
Τσαδαί
τσ
ק
Κωφ
κ
ר
Ραις
ρ
שׂ
Σιν
σ
שׁ
Σιν
σ (δασύ)
תּ
Ταβ
τ
ת
—
θ
Κανονικά Φωνήεντα
ָ (μακρό)
Κάμετς
α
ַ
Πάθαχ
α
ֵ (μακρό)
Τσέραι
ε
ֶ
Σέγωλ
ε
ִ
Χίρεκ
ι
ֹ (μακρό)
Χώλεμ
ο
ָ
Κάμετς Χατούφ
ο
ֻ
Κιμπούτς
ου
ִ
Σούρεκ
ου
Ημίφωνα
ְ
Σεβά’
ε (βραχύτατο ή άφθογγο)
ֲ
Χατέφ Πάθαχ
α
ֱ
Χατέφ Σέγωλ
ε
ֳ
Χατέφ Κάμετς
ο
Ειδικοί Συνδυασμοί
י ָ = αϊ
י ַ = αϊ
י ֵ = αι
י ֶ = εϊ
י ִ = ι
וֹ= ω
וּ= ου
יו ָ = αβ