ΓΛΩΣΣΑ, 2
Κάθε μέσο, φωνητικό ή άλλο, με το οποίο εκφράζονται ή μεταδίδονται αισθήματα ή σκέψεις. Γενικά, όμως, η λέξη «γλώσσα» αναφέρεται σε ένα σύνολο λέξεων και στις μεθόδους των συνδυασμών τους, όπως αυτά γίνονται κατανοητά από μια ομάδα ανθρώπων. Στην εβραϊκή και στην ελληνική, η ίδια αυτή λέξη προσδιορίζει επίσης το ομώνυμο όργανο του στόματος. (Ιερ 9:3· Πρ 2:26) Ενίοτε αναφέρεται στο λαό που μιλάει μια συγκεκριμένη γλώσσα. (Ησ 66:18· Απ 5:9· 7:9· 13:7) Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «χείλος» χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο.—Γε 11:1, υποσ.
Βέβαια, η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας συνδέεται στενότατα με τη διάνοια, η οποία χρησιμοποιεί τα όργανα της ομιλίας—το λάρυγγα, τη γλώσσα, τα χείλη και τα δόντια—ως εργαλεία της. (Βλέπε ΓΛΩΣΣΑ, 1.) Γι’ αυτό, η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica] έκδοση 1959) δηλώνει: «Η σκέψη και οι λέξεις συμβαδίζουν. Για να είναι διαυγής η σκέψη, πρέπει να βασίζεται σε ονόματα [δηλαδή ουσιαστικά] και στους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτά συνδέονται μεταξύ τους. . . . Μολονότι κάποιες μικρές επιφυλάξεις είναι δικαιολογημένες, υπάρχει τεράστια σωρεία αποδείξεων . . . που εδραιώνει την προαναφερόμενη θέση—χωρίς λέξεις δεν υπάρχει σκέψη». (Τόμ. 5, σ. 740) Οι λέξεις είναι τα κύρια μέσα με τα οποία ο άνθρωπος δέχεται, αποθηκεύει, διαχειρίζεται και μεταδίδει πληροφορίες.
Προέλευση της Ομιλίας. Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, δημιουργήθηκε έχοντας ένα λεξιλόγιο, καθώς και την ικανότητα να επινοεί καινούριες λέξεις, διευρύνοντας το λεξιλόγιό του. Χωρίς θεόδοτο λεξιλόγιο, ο νεόπλαστος άνθρωπος δεν θα ήταν σε καλύτερη θέση να κατανοήσει οποιεσδήποτε προφορικές οδηγίες από τον Δημιουργό του από όσο τα χωρίς λογική ζώα. (Γε 1:27-30· 2:16-20· παράβαλε 2Πε 2:12· Ιου 10.) Άρα, ενώ από όλα τα επίγεια πλάσματα μόνο ο νοήμων άνθρωπος έχει την ικανότητα της πραγματικής ομιλίας, η γλώσσα δεν προήλθε από τον άνθρωπο, αλλά από τον Πάνσοφο Δημιουργό του, τον Ιεχωβά Θεό.—Παράβαλε Εξ 4:11, 12.
Σχετικά με την προέλευση της γλώσσας, ο γνωστός λεξικογράφος Λούντβιχ Κέλερ έγραψε: «Έχουν γίνει, ιδιαίτερα στο παρελθόν, πολλές εικασίες σχετικά με το πώς “ήρθε σε ύπαρξη” η ανθρώπινη ομιλία. Διάφοροι συγγραφείς προσπάθησαν να εξερευνήσουν τη “γλώσσα των ζώων”. Διότι και τα ζώα μπορούν να εκφράζουν ακουστικά με ήχους και ομάδες ήχων ό,τι αισθάνονται, όπως ευχαρίστηση, φόβο, ταραχή, απειλή, θυμό, σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση από την εκπλήρωσή της, ίσως δε και πολλά άλλα. Όσο πολυποίκιλες και αν είναι αυτές οι [ζωικές] εκφράσεις, . . . δεν διαθέτουν έννοιες και σκέψη, το βασικό πεδίο της ανθρώπινης γλώσσας». Αφού δείχνει πώς μπορεί να διερευνηθεί η ανθρώπινη ομιλία από την άποψη της φυσιολογίας, προσθέτει: «Αλλά το τι πραγματικά συμβαίνει κατά την ομιλία, το πώς η σπίθα της αντίληψης διεγείρει το πνεύμα ενός παιδιού, ή των ανθρώπων γενικά, ώστε να παραχθεί ο έναρθρος λόγος, μας διαφεύγει. Η ανθρώπινη ομιλία είναι ένα μυστικό. Είναι ένα θεϊκό δώρο, ένα θαύμα».—Περιοδικό Σημιτικών Μελετών (Journal of Semitic Studies), Μάντσεστερ, 1956, σ. 11.
Η γλώσσα χρησιμοποιούνταν αμέτρητους αιώνες πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου στην παγκόσμια σκηνή. Ο Ιεχωβά Θεός επικοινωνούσε με τον ουράνιο πρωτότοκο Γιο του τον οποίο προφανώς και χρησιμοποιούσε στην επικοινωνία του με τους άλλους πνευματικούς του γιους. Γι’ αυτό, εκείνος ο πρωτότοκος Γιος ονομαζόταν «ο Λόγος». (Ιωα 1:1· Κολ 1:15, 16· Απ 3:14) Ο απόστολος Παύλος αναφέρθηκε υπό θεϊκή έμπνευση στις «γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων». (1Κο 13:1) Ο Ιεχωβά Θεός μιλάει στα αγγελικά του πλάσματα στη “γλώσσα” τους και αυτά “εκτελούν το λόγο του”. (Ψλ 103:20) Εφόσον Εκείνος και οι πνευματικοί του γιοι δεν εξαρτώνται από κάποια ατμόσφαιρα (η οποία καθιστά δυνατή την ύπαρξη των ηχητικών κυμάτων και των δονήσεων που απαιτούνται για την ανθρώπινη ομιλία), είναι προφανές ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν ή να μάθουν τη γλώσσα των αγγέλων. Γι’ αυτό, ως αγγελιοφόροι του Θεού, οι άγγελοι χρησιμοποίησαν ανθρώπινη γλώσσα για να μιλήσουν με ανθρώπους, τα δε αγγελικά μηνύματα είναι καταγραμμένα στην εβραϊκή (Γε 22:15-18), στην αραμαϊκή (Δα 7:23-27) και στην ελληνική (Απ 11:15), εφόσον τα εν λόγω εδάφια έχουν γραφτεί σε αυτές τις γλώσσες αντίστοιχα.
Σε τι οφείλεται η ποικιλία των γλωσσών;
Σύμφωνα με την Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO), σήμερα μιλιούνται περίπου 6.000 γλώσσες σε όλη τη γη. Μερικές τις μιλούν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ άλλες λιγότεροι από χίλιους. Μολονότι οι ιδέες που εκφράζονται και μεταδίδονται μπορεί να είναι βασικά οι ίδιες, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τις εκφράσει κανείς. Μόνο η Βιβλική ιστορία εξηγεί πώς προέκυψε αυτή η παράξενη ποικιλία στην ανθρώπινη επικοινωνία.
Μέχρι κάποια στιγμή μετά τον παγγήινο Κατακλυσμό, όλη η ανθρωπότητα «συνέχιζε να είναι μιας γλώσσας [κατά κυριολεξία, «ενός χείλους»] και ενός λεξιλογίου». (Γε 11:1) Η Αγία Γραφή αφήνει να εννοηθεί ότι εκείνη η αρχική “μία γλώσσα” ήταν η γλώσσα που ονομάστηκε μετέπειτα εβραϊκή. (Βλέπε ΕΒΡΑΪΚΗ.) Όπως θα καταδειχτεί, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι άλλες γλώσσες προήλθαν από την εβραϊκή και είναι συγγενικές με αυτήν, αλλά ότι η εβραϊκή προηγήθηκε όλων των άλλων γλωσσών.
Η αφήγηση της Γένεσης περιγράφει πώς ένα τμήμα της μετακατακλυσμιαίας ανθρώπινης οικογένειας ενώθηκε στην επιτέλεση ενός έργου που αντέβαινε στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό είχε γίνει γνωστό στον Νώε και στους γιους του. (Γε 9:1) Αντί να εξαπλωθούν και να “γεμίσουν τη γη”, αυτοί αποφάσισαν να κάνουν την ανθρώπινη κοινωνία συγκεντρωτική, κατοικώντας όλοι μαζί σε μια τοποθεσία στην περιοχή που ονομάστηκε Πεδιάδες της Σεναάρ στη Μεσοποταμία. Προφανώς αυτή η τοποθεσία επρόκειτο να αποτελέσει επίσης θρησκευτικό κέντρο που θα διέθετε έναν θρησκευτικό πύργο.—Γε 11:2-4.
Ο Παντοδύναμος Θεός διέκοψε το αλαζονικό τους έργο διασπώντας την ενότητα της δράσης τους, πράγμα το οποίο πέτυχε συγχέοντας την κοινή τους γλώσσα. Αυτό κατέστησε αδύνατη κάθε συντονισμένη προσπάθεια στο έργο τους και κατέληξε στο διασκορπισμό τους ανά την υδρόγειο. Επίσης, η σύγχυση της γλώσσας τους θα εμπόδιζε ή θα επιβράδυνε τη μελλοντική πορεία προς μια εσφαλμένη κατεύθυνση—μια κατεύθυνση περιφρόνησης του Θεού—καθώς οι άνθρωποι θα είχαν μικρότερα περιθώρια να ενώσουν τις διανοητικές και σωματικές τους δυνάμεις σε φιλόδοξα σχέδια και επίσης θα δυσκολεύονταν να επωφεληθούν από τη συσσωρευμένη γνώση των διαφορετικών γλωσσικών ομάδων που σχηματίστηκαν—γνώση προερχόμενη, όχι από τον Θεό, αλλά από την ανθρώπινη εμπειρία και έρευνα. (Παράβαλε Εκ 7:29· Δευ 32:5.) Έτσι λοιπόν, ενώ η σύγχυση της ανθρώπινης ομιλίας εισήγαγε έναν σημαντικό παράγοντα διαίρεσης στην ανθρώπινη κοινωνία, στην πραγματικότητα την ωφέλησε επειδή καθυστέρησε την επίτευξη επικίνδυνων και επιβλαβών στόχων. (Γε 11:5-9· παράβαλε Ησ 8:9, 10.) Αρκεί κάποιος να σκεφτεί ορισμένες εξελίξεις στην εποχή μας, οι οποίες προέκυψαν από τη συσσωρευμένη κοσμική γνώση και την κακή χρήση της από τον άνθρωπο, για να αντιληφθεί τι προείδε προ πολλού ο Θεός ότι θα συνέβαινε αν επέτρεπε στο εγχείρημα της Βαβέλ να συνεχιστεί ανεμπόδιστα.
Η συγκριτική γλωσσολογία κατατάσσει γενικά τις γλώσσες σε ξεχωριστές «οικογένειες». Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η «μητρική» γλώσσα κάθε μεγάλης οικογένειας δεν έχει προσδιοριστεί. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιας μοναδικής «μητρικής» γλώσσας από την οποία προήλθαν όλες οι χιλιάδες γλώσσες που μιλιούνται σήμερα. Το Βιβλικό υπόμνημα δεν λέει ότι όλες οι γλώσσες κατάγονται από την εβραϊκή ή ότι αποτελούν παρακλάδια της. Στον πίνακα που ονομάζεται συνήθως Πίνακας των Εθνών (Γε 10), αναφέρονται οι απόγονοι των γιων του Νώε (του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ) και σε κάθε περίπτωση ομαδοποιούνται «σύμφωνα με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στις χώρες τους, κατά τα έθνη τους». (Γε 10:5, 20, 31, 32) Φαίνεται, λοιπόν, πως, όταν ο Ιεχωβά Θεός σύγχυσε θαυματουργικά την ανθρώπινη γλώσσα, δεν παρήγαγε διαλέκτους της εβραϊκής, αλλά αρκετές εντελώς καινούριες γλώσσες, καθεμιά από τις οποίες ήταν ικανή να εκφράζει όλο το φάσμα των ανθρώπινων αισθημάτων και σκέψεων.
Επομένως, όταν ο Θεός σύγχυσε τη γλώσσα των οικοδόμων στη Βαβέλ, αυτοί στερήθηκαν, όχι μόνο το κοινό τους “λεξιλόγιο” (Γε 11:1), αλλά και την κοινή τους γραμματική, δηλαδή τον κοινό τρόπο με τον οποίο εξέφραζαν τους συσχετισμούς ανάμεσα στις λέξεις. Ο καθηγητής Σ. Ρ. Ντράιβερ δήλωσε: «Οι γλώσσες, ωστόσο, διαφέρουν, όχι μόνο ως προς τη γραμματική και τις ρίζες, αλλά επίσης . . . ως προς τον τρόπο με τον οποίο δομούνται οι ιδέες για να σχηματίσουν προτάσεις. Οι διαφορετικές φυλές δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς, οι μορφές που παίρνει η πρόταση σε διαφορετικές γλώσσες δεν είναι οι ίδιες». (Λεξικό της Αγίας Γραφής [A Dictionary of the Bible], επιμέλεια Τζ. Χάστινγκς, 1905, Τόμ. 4, σ. 791) Επομένως, οι διαφορετικές γλώσσες απαιτούν εντελώς διαφορετικά πρότυπα σκέψης, γι’ αυτό και ο αρχάριος δυσκολεύεται να “σκεφτεί στη γλώσσα”. (Παράβαλε 1Κο 14:10, 11.) Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο η κατά γράμμα απόδοση μιας προφορικής ή γραπτής δήλωσης μιας άγνωστης γλώσσας μπορεί να φαίνεται παράλογη, με αποτέλεσμα να λέγεται συχνά: «Μα δεν βγαίνει νόημα!» Φαίνεται, λοιπόν, πως όταν ο Ιεχωβά Θεός σύγχυσε την ομιλία των ανθρώπων στη Βαβέλ, πρώτα εξαφάνισε κάθε μνήμη της προηγούμενης κοινής γλώσσας τους και κατόπιν εισήγαγε στις διάνοιές τους, όχι μόνο καινούρια λεξιλόγια, αλλά επίσης αλλαγμένα πρότυπα σκέψης, με αποτέλεσμα να προκύψουν καινούριες γραμματικές.—Παράβαλε Ησ 33:19· Ιεζ 3:4-6.
Για παράδειγμα, κάποιες γλώσσες είναι μονοσυλλαβικές, όπως η κινεζική. Αντίθετα, το λεξιλόγιο αρκετών άλλων γλωσσών σχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό με συγκόλληση, δηλαδή με συνένωση λέξεων κατά παράταξη. Στο συντακτικό μερικών γλωσσών, η σειρά των λέξεων στην πρόταση είναι πολύ σημαντική, ενώ σε άλλες έχει μικρή σημασία. Επίσης, μερικές γλώσσες έχουν πολλές συζυγίες (ρηματικούς τύπους), ενώ άλλες, όπως η κινεζική, δεν έχουν καμιά. Θα μπορούσαν να αναφερθούν αμέτρητες διαφορές, η καθεμιά από τις οποίες απαιτεί τροποποίηση των νοητικών προτύπων, κάτι για το οποίο πρέπει να καταβληθεί πολλές φορές μεγάλη προσπάθεια.
Κατά τα φαινόμενα, οι αρχικές γλώσσες που προέκυψαν από τη θεϊκή επέμβαση στη Βαβέλ παρήγαγαν εν καιρώ συγγενικές διαλέκτους, και οι διάλεκτοι εξελίχθηκαν πολλές φορές σε ξεχωριστές γλώσσες, σε τέτοιο σημείο ώστε είναι σχεδόν αδύνατον ενίοτε να διακρίνει κανείς τη συγγένειά τους με τις «αδελφές» διαλέκτους ή με τη «μητρική» γλώσσα. Ακόμη και οι απόγονοι του Σημ, οι οποίοι προφανώς δεν αποτελούσαν μέρος του πλήθους στη Βαβέλ, κατέληξαν να μιλούν, όχι μόνο την εβραϊκή, αλλά και την αραμαϊκή, την ακκαδική και την αραβική. Από ιστορική άποψη, διάφοροι παράγοντες έχουν συμβάλει στη μεταβολή των γλωσσών: ο διαχωρισμός λόγω απόστασης ή γεωγραφικών φραγμών, οι πόλεμοι και οι κατακτήσεις, η διακοπή της επικοινωνίας και η μετανάστευση αλλόγλωσσων ομάδων. Εξαιτίας τέτοιων παραγόντων, κάποιες μείζονες αρχαίες γλώσσες έχουν κατακερματιστεί, ορισμένες γλώσσες έχουν συγχωνευτεί εν μέρει με άλλες, ενώ μερικές έχουν εξαφανιστεί εντελώς και έχουν αντικατασταθεί από τις γλώσσες των εισβολέων.
Η γλωσσολογική έρευνα φέρνει στο φως στοιχεία που εναρμονίζονται με τις παραπάνω πληροφορίες. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) λέει: «Τα αρχαιότερα μνημεία γραπτής γλώσσας, τα μόνα γλωσσικά “απολιθώματα” που μπορεί να ελπίζει ο άνθρωπος ότι θα βρει, δεν ανάγονται πέρα από τα 4.000 με 5.000 περίπου χρόνια πριν». (1985, Τόμ. 22, σ. 567) Ένα άρθρο στο περιοδικό Σάιενς Ιλουστρέιτιντ (Science Illustrated) του Ιουλίου του 1948 (σ. 63) δηλώνει: «Οι παλιότερες μορφές των γλωσσών που είναι γνωστές σήμερα ήταν πολύ πιο δύσκολες από τις σημερινές απογόνους τους . . . Από ό,τι φαίνεται, στην αρχή ο άνθρωπος δεν διέθετε απλό λόγο, τον οποίο έκανε σταδιακά πιο πολύπλοκο, αλλά τουναντίον κάποια στιγμή στο μακρινό παρελθόν απέκτησε τρομερά περίπλοκο λόγο, τον οποίο απλοποίησε βαθμιαία μέχρι τις σημερινές μορφές του». Ο γλωσσολόγος Δρ Μέισον επισημαίνει επίσης πως «η αντίληψη ότι οι “άγριοι” μιλούν με γρυλίσματα και είναι ανίκανοι να εκφράσουν πολλές “πολιτισμένες” ιδέες είναι τελείως εσφαλμένη» και πως «πολλές από τις γλώσσες των αναλφάβητων λαών είναι πολύ πιο περίπλοκες από τις σημερινές ευρωπαϊκές γλώσσες». (Επιστημονικά Νέα [Science News Letter], 3 Σεπτεμβρίου 1955, σ. 148) Επομένως, τα στοιχεία αντικρούουν οποιαδήποτε εξελικτική προέλευση της ομιλίας ή των αρχαίων γλωσσών.
Αναφορικά με το κεντρικό σημείο από το οποίο άρχισε η εξάπλωση των αρχαίων γλωσσών, ο Σερ Χένρι Ρόλινσον, μελετητής των ανατολικών γλωσσών, παρατήρησε: «Ακόμη και αν είχαμε ως μοναδικό οδηγό τις διασταυρώσεις των γλωσσικών οδών και δεν λαβαίναμε καθόλου υπόψη μας το Γραφικό υπόμνημα, θα καταλήγαμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι το σημείο από το οποίο προήλθαν οι διάφορες διακλαδώσεις είναι οι πεδιάδες της Σεναάρ».—Το Περιοδικό της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρίας της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας (The Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland), Λονδίνο, 1855, Τόμ. 15, σ. 232.
Ανάμεσα στις μεγάλες γλωσσικές «οικογένειες» που απαριθμούν οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι είναι: η ινδοευρωπαϊκή, η σινοθιβετιανή, η αφροασιατική, η ιαπωνική και η κορεατική, η δραβιδική, η μαλαιοπολυνησιακή και η νεγροαφρικανική. Πολλές γλώσσες δεν μπορούν να υπαχθούν μέχρι στιγμής σε κάποια ομάδα. Μέσα σε καθεμιά από τις μεγάλες οικογένειες υπάρχουν πολλές υποδιαιρέσεις, δηλαδή μικρότερες οικογένειες. Έτσι λοιπόν, η ινδοευρωπαϊκή οικογένεια περιλαμβάνει τις γερμανικές γλώσσες, τις ρωμανικές (λατινογενείς), τις βαλτοσλαβικές, τις ινδοϊρανικές, την ελληνική, τις κελτικές, την αλβανική και την αρμενική. Οι περισσότερες από αυτές τις μικρότερες οικογένειες έχουν με τη σειρά τους αρκετά μέλη. Για παράδειγμα, στις ρωμανικές γλώσσες ανήκει η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η ιταλική και η ρουμανική.
Από τον Αβραάμ και Έπειτα. Ο Αβραάμ ο Εβραίος προφανώς δεν δυσκολευόταν καθόλου να συνομιλεί με τους χαμιτικούς λαούς της Χαναάν. (Γε 14:21-24· 20:1-16· 21:22-34) Δεν αναφέρεται ότι χρησιμοποίησε διερμηνείς τότε, ούτε και όταν πήγε στην Αίγυπτο. (Γε 12:14-19) Ο Αβραάμ κατά πάσα πιθανότητα γνώριζε την ακκαδική (ασσυροβαβυλωνιακή) επειδή είχε ζήσει στην Ουρ των Χαλδαίων. (Γε 11:31) Για κάποιο διάστημα, η ακκαδική ήταν διεθνής γλώσσα. Ίσως οι κάτοικοι της Χαναάν, που ζούσαν σχετικά κοντά με τους σημιτικούς λαούς της Συρίας και της Αραβίας, να ήταν σε κάποιον βαθμό δίγλωσσοι. Επιπλέον, το αλφάβητο φανερώνει σαφώς ότι είναι σημιτικής προέλευσης, και αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει υποκινήσει σε μεγάλο βαθμό κάποιους αλλόγλωσσους, ιδιαίτερα άρχοντες και αξιωματούχους, να χρησιμοποιούν σημιτικές γλώσσες.—Βλέπε ΓΡΑΦΗ, 1· ΧΑΝΑΑΝ, ΧΑΝΑΝΑΙΟΙ Αρ. 2 (Γλώσσα).
Παρόμοια, ο Ιακώβ προφανώς συνεννοούνταν εύκολα με τους Αραμαίους συγγενείς του (Γε 29:1-14), μολονότι η ορολογία που χρησιμοποιούσαν εκείνοι διέφερε μερικές φορές.—Γε 31:46, 47.
Ο Ιωσήφ, ο οποίος πιθανότατα έμαθε την αιγυπτιακή ενόσω ήταν δούλος του Πετεφρή, χρησιμοποίησε διερμηνέα όταν πρωτομίλησε με τους Εβραίους αδελφούς του κατά την άφιξή τους στην Αίγυπτο. (Γε 39:1· 42:6, 23) Ο Μωυσής, ο οποίος ανατράφηκε στις αυλές του Φαραώ, αναμφίβολα γνώριζε αρκετές γλώσσες, όπως την εβραϊκή, την αιγυπτιακή, πιθανώς την ακκαδική, ίσως δε και άλλες.—Εξ 2:10· παράβαλε με εδάφια 15-22.
Μετέπειτα η αραμαϊκή αντικατέστησε την ακκαδική ως διεθνής γλώσσα, χρησιμοποιούνταν δε ακόμη και για την αλληλογραφία με την Αίγυπτο. Ωστόσο, όταν ο Ασσύριος Βασιλιάς Σενναχειρείμ επιτέθηκε στον Ιούδα (732 Π.Κ.Χ.), η αραμαϊκή (αρχαία συριακή) δεν ήταν πλέον κατανοητή από την πλειονότητα των Ιουδαίων, αν και οι αξιωματούχοι του Ιούδα την καταλάβαιναν. (2Βα 18:26, 27) Παρόμοια, επίσης, η χαλδαϊκή των Σημιτών Βαβυλωνίων, οι οποίοι τελικά κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., ακουγόταν στους Ιουδαίους σαν γλώσσα ανθρώπων «που τραυλίζουν με τα χείλη τους». (Ησ 28:11· Δα 1:4· παράβαλε Δευ 28:49.) Μολονότι η Βαβυλώνα, η Περσία και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις δημιούργησαν τεράστιες αυτοκρατορίες και έφεραν υπό τον έλεγχό τους λαούς που μιλούσαν πολλές γλώσσες, δεν εξάλειψαν το διαιρετικό φραγμό των γλωσσικών διαφορών.—Δα 3:4, 7· Εσθ 1:22.
Ο Νεεμίας ανησύχησε πολύ όταν έμαθε ότι οι γιοι από τους μεικτούς γάμους που είχαν συνάψει οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι δεν γνώριζαν «ιουδαϊκά» (την εβραϊκή). (Νε 13:23-25) Η ανησυχία του αφορούσε την αγνή λατρεία, επειδή ήξερε πόσο σημαντικό ήταν να γίνονται κατανοητές οι Άγιες Γραφές (μέχρι τότε διαθέσιμες μόνο στην εβραϊκή) όταν διαβάζονταν και αναλύονταν. (Παράβαλε Νε 13:26, 27· 8:1-3, 8, 9.) Η γλωσσική ομοιογένεια θα συνέτεινε επίσης από μόνη της στην ενότητα του λαού. Οι Εβραϊκές Γραφές αναμφίβολα συνέβαλαν πολύ στη σταθερότητα της εβραϊκής γλώσσας. Κατά τη χιλιετή περίοδο της συγγραφής τους, δεν σημειώνεται ουσιαστικά καμιά γλωσσική μεταβολή.
Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, η Παλαιστίνη είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό πολυγλωσσική περιοχή. Υπάρχουν βάσιμα στοιχεία για το ότι οι Ιουδαίοι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την εβραϊκή, αλλά εκτός από αυτήν μιλιούνταν η αραμαϊκή και η Κοινή Ελληνική. Η λατινική επίσης εμφανιζόταν σε επίσημες επιγραφές των Ρωμαίων αρχόντων της χώρας (Ιωα 19:20) και αναμφίβολα μιλιόταν από τους Ρωμαίους στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι εκεί. Σχετικά με τη γλώσσα που μιλούσε συνήθως ο Ιησούς, βλέπε ΑΡΑΜΑΪΚΗ· επίσης ΕΒΡΑΪΚΗ.
Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., το άγιο πνεύμα εκχύθηκε στους Χριστιανούς μαθητές στην Ιερουσαλήμ, και αυτοί άρχισαν ξαφνικά να μιλούν πολλές γλώσσες τις οποίες δεν είχαν μελετήσει ούτε μάθει ποτέ. Ο Ιεχωβά Θεός είχε επιδείξει στη Βαβέλ τη θαυματουργική ικανότητα που διαθέτει να εμφυτεύει διαφορετικά λεξιλόγια και διαφορετικές γραμματικές στις διάνοιες των ανθρώπων. Την Πεντηκοστή έκανε και πάλι το ίδιο, αλλά με μια μεγάλη διαφορά, δεδομένου ότι οι Χριστιανοί που απέκτησαν ξαφνικά ως χάρισμα την ικανότητα να μιλούν νέες γλώσσες δεν ξέχασαν την αρχική τους γλώσσα, την εβραϊκή. Επίσης, το πνεύμα του Θεού επέδρασε εδώ για έναν πολύ διαφορετικό σκοπό, όχι για να προκαλέσει σύγχυση και να διασκορπίσει, αλλά για να διαφωτίσει και να συγκεντρώσει άτομα με ειλικρινή καρδιά σε Χριστιανική ενότητα. (Πρ 2:1-21, 37-42) Έκτοτε ο λαός της διαθήκης του Θεού ήταν πολυγλωσσικός, αλλά ο φραγμός που έθεταν οι γλωσσικές διαφορές υπερνικούνταν επειδή οι διάνοιές τους ήταν γεμάτες με την κοινή ή αμοιβαία γλώσσα της αλήθειας. Ενωμένοι μιλούσαν προς αίνο του Ιεχωβά και των δίκαιων σκοπών του μέσω του Χριστού Ιησού. Έτσι λοιπόν, η υπόσχεση στο εδάφιο Σοφονίας 3:9 είχε μια εκπλήρωση, καθώς ο Ιεχωβά Θεός “άλλαξε τη γλώσσα των λαών και την έκανε καθαρή, για να επικαλούνται όλοι το όνομα του Ιεχωβά, για να τον υπηρετούν ώμο προς ώμο”. (Παράβαλε Ησ 66:18· Ζαχ 8:23· Απ 7:4, 9, 10.) Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να είναι “όλοι ομόφωνοι σε αυτά που λένε” και “να είναι κατάλληλα ενωμένοι με τον ίδιο νου και με τον ίδιο τρόπο σκέψης”.—1Κο 1:10.
Η γλώσσα που μιλιόταν από τη Χριστιανική εκκλησία ήταν «καθαρή» επειδή, εκτός των άλλων, ήταν απαλλαγμένη από λέξεις που εξέφραζαν μοχθηρή πικρία, θυμό, οργή, κραυγή και παρόμοια υβριστικά λόγια, καθώς και επειδή ήταν απαλλαγμένη από δόλο, αισχρότητα και διαφθορά. (Εφ 4:29, 31· 1Πε 3:10) Οι Χριστιανοί έπρεπε να χρησιμοποιούν τη γλώσσα με τον πιο εξυψωμένο τρόπο, αινώντας τον Δημιουργό τους και εποικοδομώντας τον πλησίον τους με ωφέλιμα, αληθινά λόγια, ειδικά με τα καλά νέα για τη Βασιλεία του Θεού. (Ματ 24:14· Τιτ 2:7, 8· Εβρ 13:15· παράβαλε Ψλ 51:15· 109:30.) Καθώς θα πλησίαζε ο καιρός να εκτελέσει ο Ιεχωβά Θεός τη δικαστική του απόφαση εναντίον όλων των εθνών του κόσμου, θα έδινε σε πολύ περισσότερους την ικανότητα να μιλούν αυτή την καθαρή γλώσσα.
Η Αγία Γραφή άρχισε να γράφεται στην εβραϊκή, και κάποια τμήματά της καταγράφηκαν αργότερα στην αραμαϊκή. Κατόπιν, τον πρώτο αιώνα της Κοινής Χρονολογίας, το υπόλοιπο τμήμα των Γραφών γράφτηκε στην Κοινή Ελληνική (μολονότι ο Ματθαίος έγραψε αρχικά το Ευαγγέλιό του στην εβραϊκή). Τότε είχαν ήδη μεταφραστεί και οι Εβραϊκές Γραφές στην ελληνική. Η αποκαλούμενη Μετάφραση των Εβδομήκοντα δεν ήταν θεόπνευστη αλλά εντούτοις χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής σε πολυάριθμες παραθέσεις. (Βλέπε ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ.) Παρόμοια και οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, και τελικά ολόκληρες οι Γραφές, μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες. Από τις πρώτες ήταν η λατινική, η συριακή, η αιθιοπική, η αραβική και η περσική. Σήμερα, η Αγία Γραφή, ολόκληρη ή εν μέρει, είναι διαθέσιμη σε πάνω από 2.000 γλώσσες. Αυτό έχει διευκολύνει τη διακήρυξη των καλών νέων και έχει επομένως συμβάλει στην υπερπήδηση του φραγμού των γλωσσικών διαιρέσεων έτσι ώστε άνθρωποι από πολλές χώρες να είναι ενωμένοι στην αγνή λατρεία του Δημιουργού τους.