ΑΒΡΑΑΜ
(Αβραάμ) [Πατέρας Πλήθους].
Το όνομα το οποίο δόθηκε από τον Ιεχωβά στον Άβραμ (που σημαίνει «Ο Πατέρας Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)») όταν αυτός ήταν 99 χρονών και ο Θεός επιβεβαίωσε την υπόσχεσή Του ότι το σπέρμα του Αβραάμ θα γινόταν πολυάριθμο.—Γε 17:5.
Οικογενειακή Καταγωγή και Αρχική Περίοδος της Ζωής Του. Ο Αβραάμ ανήκε στη δέκατη γενιά μετά τον Νώε, μέσω του Σημ, και γεννήθηκε 352 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό, το 2018 Π.Κ.Χ. Αν και στο εδάφιο Γένεση 11:26 αναφέρεται πρώτος από τους τρεις γιους του Θάρα, ο Αβραάμ δεν ήταν ο πρωτότοκος. Οι Γραφές δείχνουν ότι ο Θάρα ήταν 70 χρονών όταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιος και ότι ο Αβραάμ γεννήθηκε 60 χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας του ο Θάρα ήταν 130 χρονών. (Γε 11:32· 12:4) Προφανώς, ο Αβραάμ αναφέρεται πρώτος από τους γιους του πατέρα του λόγω της εξαίρετης πιστότητάς του και της εξέχουσας θέσης που κατέχει στις Γραφές, τακτική που εφαρμόζεται και στην περίπτωση αρκετών άλλων σπουδαίων αντρών πίστης, όπως ήταν ο Σημ και ο Ισαάκ.—Γε 5:32· 11:10· 1Χρ 1:28.
Ο Αβραάμ καταγόταν από τη χαλδαϊκή πόλη Ουρ, ένα ακμάζον αστικό κέντρο που βρισκόταν στη γη Σεναάρ, κοντά στη σημερινή συμβολή των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη. Η Ουρ ήταν χτισμένη περίπου 240 χλμ. ΝΑ της Βαβέλ, δηλαδή της Βαβυλώνας, η οποία παλαιότερα ήταν η βασιλεύουσα του Νεβρώδ, ξακουστή για τον ημιτελή Πύργο της Βαβέλ.
Στην εποχή του Αβραάμ, η πόλη της Ουρ ήταν βουτηγμένη στη βαβυλωνιακή ειδωλολατρία καθώς και στη λατρεία του θεού της σελήνης, του Σιν, ο οποίος ήταν πολιούχος της. (Ιη 24:2, 14, 15) Παρ’ όλα αυτά, ο Αβραάμ αποδείχτηκε άνθρωπος που είχε πίστη στον Ιεχωβά Θεό, όπως και οι προπάτορές του Σημ και Νώε, και λόγω αυτού έγινε γνωστός ως «ο πατέρας όλων εκείνων που έχουν πίστη ενώ είναι απερίτμητοι». (Ρω 4:11) Εφόσον η αληθινή πίστη βασίζεται σε ακριβή γνώση, η κατανόηση την οποία είχε ο Αβραάμ μπορεί να ήταν αποτέλεσμα προσωπικής συναναστροφής με τον Σημ (έζησαν παράλληλα επί 150 χρόνια). Ο Αβραάμ γνώριζε και χρησιμοποιούσε το όνομα του Ιεχωβά, όπως φαίνεται από τις εκφράσεις του: “Ιεχωβά ο Ύψιστος Θεός, Αυτός που έκανε τον ουρανό και τη γη”, “Ιεχωβά, ο Θεός των ουρανών και ο Θεός της γης”.—Γε 14:22· 24:3.
Ενόσω ο Αβραάμ ζούσε ακόμη στην Ουρ, «πριν κατοικήσει στη Χαρράν», ο Ιεχωβά τον διέταξε να φύγει για να πάει σε μια ξένη χώρα, αφήνοντας πίσω του φίλους και συγγενείς. (Πρ 7:2-4· Γε 15:7· Νε 9:7) Σε εκείνη τη χώρα την οποία θα έδειχνε στον Αβραάμ, ο Θεός είπε ότι θα τον καθιστούσε μεγάλο έθνος. Τότε ο Αβραάμ ήταν παντρεμένος με την ετεροθαλή αδελφή του Σάρρα, αλλά ήταν άτεκνοι και ήταν και οι δύο ηλικιωμένοι. Επομένως, χρειαζόταν μεγάλη πίστη για να υπακούσει—και όμως υπάκουσε.
Ο Θάρα, ο οποίος ήταν τότε περίπου 200 χρονών και παρέμενε η πατριαρχική κεφαλή της οικογένειας, συμφώνησε να συνοδεύσει τον Αβραάμ και τη Σάρρα σε αυτό το μακρύ ταξίδι, και γι’ αυτόν το λόγο η μετακίνηση προς τη Χαναάν αποδίδεται στον Θάρα εφόσον αυτός ήταν ο πατέρας. (Γε 11:31) Όπως φαίνεται, ο ορφανός ανιψιός του Αβραάμ, ο Λωτ, είχε υιοθετηθεί από τον άτεκνο θείο του και τη θεία του, και έτσι τους συνόδευσε. Το καραβάνι κινήθηκε βορειοδυτικά, καλύπτοντας περίπου 960 χλμ., ωσότου έφτασε στη Χαρράν, η οποία ήταν ένα σημαντικό σταυροδρόμι στις εμπορικές οδούς Ανατολής-Δύσης. Η Χαρράν βρίσκεται στο σημείο όπου ενώνονται δύο ουάντι (κοίτες χειμάρρων) και σχηματίζουν ένα ποτάμι που το χειμώνα χύνεται στον ποταμό Μπαλίκ, περίπου 110 χλμ. πιο πάνω από το σημείο όπου ο Μπαλίκ εκβάλλει στον ποταμό Ευφράτη. Ο Αβραάμ έμεινε εκεί μέχρι το θάνατο του πατέρα του τού Θάρα.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 330.
Παραμονή στη Χαναάν. Ο Αβραάμ, ο οποίος ήταν πλέον 75 χρονών, πήρε το σπιτικό του από τη Χαρράν και άρχισε το ταξίδι προς τη γη Χαναάν, όπου έζησε τα υπόλοιπα εκατό χρόνια της ζωής του σε σκηνές σαν πάροικος και μετανάστης. (Γε 12:4) Ο Αβραάμ έφυγε από τη Χαρράν το 1943 Π.Κ.Χ. μετά το θάνατο του πατέρα του τού Θάρα και διέσχισε τον ποταμό Ευφράτη, προφανώς τη 14η ημέρα του μήνα που αργότερα έγινε γνωστός ως Νισάν. (Γε 11:32· Εξ 12:40-43, Ο΄) Τότε ήταν που τέθηκε σε ισχύ η διαθήκη μεταξύ του Ιεχωβά και του Αβραάμ και άρχισε η περίοδος προσωρινής κατοίκησης η οποία διήρκεσε 430 χρόνια, μέχρι τη σύναψη της διαθήκης του Νόμου με τον Ισραήλ.—Εξ 12:40-42· Γα 3:17.
Προφανώς ο Αβραάμ, με τα ποίμνια και τα κοπάδια των βοδιών του, ταξίδεψε προς το Ν, περνώντας από τη Δαμασκό και προχωρώντας μέχρι τη Συχέμ (η οποία βρισκόταν 48 χλμ. Β της Ιερουσαλήμ), κοντά στα μεγάλα δέντρα του Μορέχ. (Γε 12:6) Εκεί ο Ιεχωβά εμφανίστηκε ξανά στον Αβραάμ επιβεβαιώνοντας την υπόσχεση της διαθήκης Του και παρέχοντας περαιτέρω πληροφορίες για αυτήν μέσω της ακόλουθης δήλωσης: «Στο σπέρμα σου πρόκειται να δώσω αυτή τη γη». (Γε 12:7) Ο Αβραάμ δεν έχτισε θυσιαστήριο στον Ιεχωβά μόνο εκεί, αλλά καθώς μετακινούνταν Ν σε εκείνον τον τόπο, έχτιζε και άλλα θυσιαστήρια καθ’ οδόν και επικαλούνταν το όνομα του Ιεχωβά. (Γε 12:8, 9) Τελικά μια μεγάλη πείνα ανάγκασε τον Αβραάμ να πάει προσωρινά στην Αίγυπτο, και για να προστατέψει τη ζωή του παρουσίασε τη Σάρρα ως αδελφή του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να πάρει ο Φαραώ την όμορφη Σάρρα στο σπιτικό του για να γίνει σύζυγός του, αλλά προτού την ατιμάσει, ο Ιεχωβά τον υποχρέωσε να τη δώσει πίσω. Έπειτα ο Αβραάμ επέστρεψε στη Χαναάν, στον τόπο κατασκήνωσης που υπήρχε μεταξύ της Βαιθήλ και της Γαι, και “επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά” ξανά.—Γε 12:10–13:4.
Στο μεταξύ, ο Αβραάμ και ο Λωτ χρειάστηκε να χωρίσουν, επειδή τα ποίμνια και τα κοπάδια των βοδιών τους αυξάνονταν. Ο Λωτ διάλεξε τη λεκάνη του κάτω Ιορδάνη, μια περιοχή με άφθονα νερά «σαν τον κήπο του Ιεχωβά», και αργότερα εγκατέστησε τον καταυλισμό του κοντά στα Σόδομα. (Γε 13:5-13) Ο δε Αβραάμ, αφού του ειπώθηκε να ταξιδέψει κατά μήκος και κατά πλάτος εκείνης της γης, κατοίκησε τελικά ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Μαμβρή στη Χεβρών, 30 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ.—Γε 13:14-18.
Όταν τέσσερις συνασπισμένοι βασιλιάδες, με επικεφαλής τον Ελαμίτη βασιλιά Χοδολλογομόρ, κατόρθωσαν να καταστείλουν την εξέγερση πέντε Χαναναίων βασιλιάδων, τα Σόδομα και τα Γόμορρα λεηλατήθηκαν και ο Λωτ πάρθηκε αιχμάλωτος μαζί με όλα τα υπάρχοντά του. Μόλις το έμαθε αυτό ο Αβραάμ, συγκέντρωσε γρήγορα 318 εκπαιδευμένους υπηρέτες που είχε στο σπιτικό του. Μαζί με τον Ανέρ, τον Εσχώλ και τον Μαμβρή, με τους οποίους είχε συνθήκη, άρχισε μια ταχύτατη καταδίωξη καλύπτοντας απόσταση ίσως και 300 χλμ. προς το Β μέχρι πέρα από τη Δαμασκό, και με τη βοήθεια του Ιεχωβά νίκησε μια πολύ ανώτερη δύναμη. Έτσι διασώθηκε ο Λωτ και ανακτήθηκαν τα κλεμμένα υπάρχοντα. (Γε 14:1-16, 23, 24) Καθώς ο Αβραάμ επέστρεφε από αυτή τη μεγάλη νίκη, ένας «ιερέας του Υψίστου Θεού», ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν και ο βασιλιάς της Σαλήμ, βγήκε και τον ευλόγησε, και ο Αβραάμ, με τη σειρά του, «του έδωσε ένα δέκατο από το καθετί».—Γε 14:17-20.
Εμφάνιση του Υποσχεμένου Σπέρματος. Εφόσον η Σάρρα παρέμενε στείρα, φαινόταν ότι ο Ελιέζερ, ο πιστός οικονόμος από τη Δαμασκό, θα λάβαινε την κληρονομιά του Αβραάμ. Ωστόσο, ο Ιεχωβά διαβεβαίωσε ξανά τον Αβραάμ ότι το δικό του σπέρμα θα γινόταν αναρίθμητο, όπως τα άστρα του ουρανού, και έτσι ο Αβραάμ «έθεσε πίστη στον Ιεχωβά· και εκείνος του το υπολόγισε ως δικαιοσύνη», παρότι αυτό συνέβη χρόνια προτού περιτμηθεί ο Αβραάμ. (Γε 15:1-6· Ρω 4:9, 10) Τότε ο Ιεχωβά σύναψε, με βάση θυσίες ζώων, μια επίσημη διαθήκη με τον Αβραάμ, και ταυτόχρονα αποκάλυψε ότι επί 400 χρόνια το σπέρμα του Αβραάμ θα υφίστατο ταλαιπωρίες, ακόμη και υποδούλωση.—Γε 15:7-21· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.
Ο καιρός περνούσε. Ήδη βρίσκονταν περίπου δέκα χρόνια στη Χαναάν και ωστόσο η Σάρρα παρέμενε στείρα. Γι’ αυτό, εκείνη πρότεινε να την υποκαταστήσει η Αιγύπτια υπηρέτριά της η Άγαρ, ώστε να αποκτήσει παιδί μέσω αυτής. Ο Αβραάμ συναίνεσε σε αυτό. Έτσι λοιπόν, το 1932 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ ήταν 86 χρονών, γεννήθηκε ο Ισμαήλ. (Γε 16:3, 15, 16) Πέρασε και άλλος καιρός. Το 1919 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ ήταν 99 χρονών, ο Ιεχωβά διέταξε να περιτμηθούν όλα τα άρρενα μέλη του σπιτικού του Αβραάμ, ως σημείο ή σφραγίδα που θα πιστοποιούσε την ειδική σχέση διαθήκης η οποία υπήρχε μεταξύ του ίδιου και του Αβραάμ. Συγχρόνως, ο Ιεχωβά άλλαξε το όνομά του από Άβραμ σε Αβραάμ, «επειδή πατέρα πλήθους εθνών θα σε κάνω». (Γε 17:5, 9-27· Ρω 4:11) Λίγο αργότερα, τρεις υλοποιημένοι άγγελοι, τους οποίους φιλοξένησε ο Αβραάμ στο όνομα του Ιεχωβά, υποσχέθηκαν ότι η Σάρρα θα συλλάμβανε και θα γεννούσε έναν γιο, και μάλιστα μέσα στο επόμενο έτος!—Γε 18:1-15.
Τι μνημειώδες έτος αποδείχτηκε αυτό! Τα Σόδομα και τα Γόμορρα καταστράφηκαν. Ο ανιψιός του Αβραάμ και οι δύο κόρες του μόλις που γλίτωσαν. Ο Αβραάμ μαζί με τη Σάρρα μετακινήθηκε στα Γέραρα, όπου όμως ο βασιλιάς αυτής της φιλισταϊκής πόλης πήρε τη Σάρρα για το χαρέμι του. Ο Ιεχωβά επενέβη, η Σάρρα απελευθερώθηκε, και στον προσδιορισμένο καιρό, το 1918 Π.Κ.Χ., όταν ο Αβραάμ ήταν 100 χρονών και η Σάρρα 90, γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο από μακρού υποσχεμένος κληρονόμος. (Γε 18:16–21:7) Πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο 19χρονος ετεροθαλής αδελφός του Ισαάκ, ο Ισμαήλ, τον περιγελούσε, ο Αβραάμ αναγκάστηκε να αποπέμψει τον Ισμαήλ και τη μητέρα του την Άγαρ. Τότε, το 1913 Π.Κ.Χ., άρχισαν για το σπέρμα του Αβραάμ τα 400 χρόνια ταλαιπωρίας.—Γε 21:8-21· 15:13· Γα 4:29.
Η μεγαλύτερη δοκιμή της πίστης του Αβραάμ ήρθε περίπου 20 χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Ισαάκ ήταν τότε 25 χρονών. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, του Φ. Ιώσηπου, Α΄, 227 [xiii, 2]) Υπακούοντας στις οδηγίες του Ιεχωβά, ο Αβραάμ πήρε τον Ισαάκ και ταξίδεψε προς το Β, από τη Βηρ-σαβεέ που βρισκόταν στη Νεγκέμπ ως το Όρος Μοριά, το οποίο βρισκόταν ακριβώς Β της Σαλήμ. Εκεί έχτισε θυσιαστήριο και ετοιμάστηκε να προσφέρει τον Ισαάκ, το υποσχεμένο σπέρμα, ως ολοκαύτωμα. Πράγματι, ο Αβραάμ «ουσιαστικά πρόσφερε τον Ισαάκ», επειδή «θεώρησε ότι ο Θεός μπορούσε να τον εγείρει ακόμη και από τους νεκρούς». Ο Ιεχωβά επενέβη μόλις την τελευταία στιγμή και προμήθευσε ένα κριάρι αντί του Ισαάκ πάνω στο θυσιαστήριο. Αυτή, λοιπόν, η ανεπιφύλακτη πίστη που συνοδευόταν από απόλυτη υπακοή υποκίνησε τον Ιεχωβά να εδραιώσει περαιτέρω τη διαθήκη του με τον Αβραάμ μέσω ενός όρκου, μιας ειδικής νομικής εγγύησης.—Γε 22:1-18· Εβρ 6:13-18· 11:17-19.
Όταν πέθανε η Σάρρα στη Χεβρών το 1881 Π.Κ.Χ. σε ηλικία 127 ετών, ο Αβραάμ χρειάστηκε να αγοράσει έναν τόπο ταφής, γιατί στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένας πάροικος ο οποίος δεν κατείχε καθόλου γη στη Χαναάν. Αγόρασε, λοιπόν, από τους γιους του Χετ έναν αγρό και τη σπηλιά που υπήρχε σε αυτόν, στη Μαχπελάχ, κοντά στη Μαμβρή. (Γε 23:1-20· βλέπε ΑΓΟΡΑ.) Τρία χρόνια αργότερα, όταν ο Ισαάκ έγινε 40 ετών, ο Αβραάμ έστειλε το γεροντότερο υπηρέτη του, πιθανώς τον Ελιέζερ, πίσω στη Μεσοποταμία για να βρει για το γιο του μια κατάλληλη σύζυγο, η οποία θα ήταν και αληθινή λάτρις του Ιεχωβά. Η Ρεβέκκα, κόρη του ανιψιού του Αβραάμ, ήταν η επιλογή του Ιεχωβά.—Γε 24:1-67.
«Ο δε Αβραάμ πήρε και πάλι μια σύζυγο», τη Χετούρα, και στη συνέχεια απέκτησε έξι ακόμη γιους, έτσι ώστε από τον Αβραάμ προήλθαν, όχι μόνο οι Ισραηλίτες, οι Ισμαηλίτες και οι Εδωμίτες, αλλά και οι Μαδανίτες, οι Μαδιανίτες και άλλοι. (Γε 25:1, 2· 1Χρ 1:28, 32, 34) Με αυτόν τον τρόπο εκπληρώθηκε στον Αβραάμ η προφητική εξαγγελία του Ιεχωβά: «Πατέρα πλήθους εθνών θα σε κάνω». (Γε 17:5) Τελικά, ο Αβραάμ πέθανε το 1843 Π.Κ.Χ., σε καλά γηρατειά—175 ετών—και θάφτηκε από τους γιους του, τον Ισαάκ και τον Ισμαήλ, στη σπηλιά Μαχπελάχ. (Γε 25:7-10) Πριν από το θάνατό του, ο Αβραάμ έδωσε δώρα στους γιους τους οποίους είχε αποκτήσει με τις δευτερεύουσες συζύγους του και τους έστειλε μακριά, ώστε να είναι ο Ισαάκ ο μοναδικός κληρονόμος “όλων όσων είχε”.—Γε 25:5, 6.
Πατριαρχική Κεφαλή και Προφήτης. Ο Αβραάμ ήταν πολύ πλούσιος άνθρωπος με μεγάλα ποίμνια και κοπάδια βοδιών, πολύ ασήμι και χρυσάφι και πολυπληθές σπιτικό το οποίο αριθμούσε πολλές εκατοντάδες υπηρέτες. (Γε 12:5, 16· 13:2, 6, 7· 17:23, 27· 20:14· 24:35) Γι’ αυτόν το λόγο, οι βασιλιάδες της Χαναάν τον έβλεπαν ως έναν ισχυρό “αρχηγό” και κάποιον με τον οποίο έπρεπε να συνάπτουν διαθήκες ειρήνης. (Γε 23:6· 14:13· 21:22, 23) Ωστόσο, ο Αβραάμ ποτέ δεν επέτρεψε στον υλισμό να θολώσει την εικόνα που είχε για τον Ιεχωβά και τις υποσχέσεις Του ή να τον κάνει να γίνει υπερήφανος, υψηλόφρων ή ιδιοτελής.—Γε 13:9· 14:21-23.
Στις Εβραϊκές Γραφές ο Αβραάμ είναι ο πρώτος που αναφέρεται ως «προφήτης», παρότι και άλλοι, όπως ο Ενώχ, προφήτευσαν πριν από αυτόν. (Γε 20:7· Ιου 14) Ο πρώτος που προσδιορίζεται στις Γραφές ως “Εβραίος” είναι ο Αβραάμ. (Γε 14:13) Ο Αβραάμ, σαν τον Άβελ, τον Ενώχ και τον Νώε, ήταν άντρας πίστης. (Εβρ 11:4-9) Αλλά η έκφραση “θέτω πίστη στον Ιεχωβά” χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην περίπτωση του Αβραάμ.—Γε 15:6.
Πραγματικά, αυτός ο άντρας ασυνήθιστης πίστης περπάτησε με τον Θεό, έλαβε αγγέλματα από αυτόν μέσω οραμάτων και ονείρων και φιλοξένησε τους ουράνιους αγγελιοφόρους Του. (Γε 12:1-3, 7· 15:1-8, 12-21· 18:1-15· 22:11, 12, 15-18) Ήταν καλά εξοικειωμένος με το όνομα του Θεού, παρ’ όλο που τότε ο Ιεχωβά δεν είχε αποκαλύψει την πλήρη σημασία του ονόματός Του. (Εξ 6:2, 3) Επανειλημμένα ο Αβραάμ έχτισε θυσιαστήρια και πρόσφερε θυσίες στο όνομα του Θεού του τού Ιεχωβά και προς αίνο και δόξα Εκείνου.—Γε 12:8· 13:4, 18· 21:33· 24:40· 48:15.
Ως πατριαρχική κεφαλή, ο Αβραάμ δεν επέτρεπε να υπάρχει στο σπιτικό του ούτε ειδωλολατρία ούτε ασέβεια, αλλά συνεχώς δίδασκε όλους τους γιους του και τους υπηρέτες του να «τηρούν την οδό του Ιεχωβά για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση». (Γε 18:19) Όλα τα άρρενα μέλη του σπιτικού του Αβραάμ δεσμεύτηκαν μέσω ενός νόμου του Ιεχωβά να υποβληθούν σε περιτομή. Η Αιγύπτια δούλη Άγαρ επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά μέσω προσευχής. Και ο γεροντότερος υπηρέτης του Αβραάμ κατέδειξε με μια πολύ συγκινητική προσευχή στον Ιεχωβά τη δική του πίστη στον Θεό του Αβραάμ. Ο Ισαάκ επίσης, σε νεαρή ηλικία, απέδειξε την πίστη του και την υπακοή του στον Ιεχωβά επιτρέποντας στον πατέρα του να τον δέσει χειροπόδαρα και να τον τοποθετήσει πάνω στο θυσιαστήριο για θυσία.—Γε 17:10-14, 23-27· 16:13· 24:2-56.
Ιστορικότητα. Ο Ιησούς και οι μαθητές του ανέφεραν τον Αβραάμ περισσότερες από 70 φορές στις συζητήσεις τους και στα συγγράμματά τους. Στην παραβολή του για τον πλούσιο και τον Λάζαρο, ο Ιησούς αναφέρθηκε στον Αβραάμ με συμβολική έννοια. (Λου 16:19-31) Όταν οι ενάντιοί του καυχήθηκαν ότι ήταν απόγονοι του Αβραάμ, ο Ιησούς κατέδειξε αμέσως την υποκρισία τους λέγοντας: «Αν είστε παιδιά του Αβραάμ, να κάνετε τα έργα του Αβραάμ». (Ιωα 8:31-58· Ματ 3:9, 10) Όπως είπε ο απόστολος Παύλος, αυτό που μετράει δεν είναι η κατά σάρκα καταγωγή, αλλά απεναντίας η πίστη σαν αυτή του Αβραάμ, η οποία δίνει σε κάποιον τη δυνατότητα να ανακηρυχτεί δίκαιος. (Ρω 9:6-8· 4:1-12) Ο Παύλος ταύτισε επίσης το αληθινό σπέρμα του Αβραάμ με τον Χριστό και με όσους ανήκουν στον Χριστό ως «κληρονόμοι αναφορικά με μια υπόσχεση». (Γα 3:16, 29) Επιπλέον κάνει λόγο για την καλοσύνη του Αβραάμ και τη φιλοξενία που έδειχνε σε αγνώστους, και στο μακρύ κατάλογο των επιφανών μαρτύρων του Ιεχωβά, τον οποίο αναφέρει ο Παύλος στο 11ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής, δεν παραβλέπει τον Αβραάμ. Επιπρόσθετα, ο Παύλος επισημαίνει ότι οι δύο γυναίκες του Αβραάμ, η Σάρρα και η Άγαρ, αποτελούσαν χαρακτήρες ενός συμβολικού δράματος το οποίο περιλάμβανε τις δύο διαθήκες του Ιεχωβά. (Γα 4:22-31· Εβρ 11:8) Ο Βιβλικός συγγραφέας Ιάκωβος προσθέτει ότι η πίστη του Αβραάμ συνοδευόταν από δίκαια έργα και ότι, γι’ αυτόν το λόγο, έγινε γνωστός ως «φίλος του Ιεχωβά».—Ιακ 2:21-23.
Αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν επίσης επιβεβαιώσει διάφορα πράγματα που μνημονεύονται στη Βιβλική ιστορία του Αβραάμ: Τις γεωγραφικές θέσεις πολλών περιοχών καθώς και έθιμα εκείνης της εποχής, όπως η αγορά του αγρού από τους Χετταίους, η επιλογή του Ελιέζερ ως κληρονόμου και η μεταχείριση της Άγαρ.
[Διάγραμμα στη σελίδα 40]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
ΘΑΡΑ
ΝΑΧΩΡ
Ρευμά
4 γιοι
ΑΡΡΑΝ
Μελχά
ΒΑΘΟΥΗΛ
ΛΑΒΑΝ
7 ακόμη γιοι
Ιεσχά
ΛΩΤ
1η Κόρη
ΜΩΑΒ
ΜΩΑΒΙΤΕΣ
2η Κόρη
ΒΕΝ-ΑΜΜΙ
ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ
ΑΒΡΑΑΜ
Χετούρα
6 γιοι
Άγαρ
ΙΣΜΑΗΛ
ΙΣΜΑΗΛΙΤΕΣ
Σάρρα
ΙΣΑΑΚ
Ρεβέκκα
ΗΣΑΥ
ΕΔΩΜΙΤΕΣ
ΙΑΚΩΒ Η αρίθμηση των γιων του Ιακώβ ακολουθεί τη σειρά γέννησης
Λεία
ΡΟΥΒΗΝ (1)
ΣΥΜΕΩΝ (2)
ΛΕΥΙ (3)
ΙΟΥΔΑΣ (4)
Η γραμμή στην οποία γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός
ΙΣΣΑΧΑΡ (9)
ΖΑΒΟΥΛΩΝ (10)
Δείνα
Ραχήλ
ΙΩΣΗΦ (11)
ΒΕΝΙΑΜΙΝ (12)
Βαλλά
ΔΑΝ (5)
ΝΕΦΘΑΛΙ (6)
Ζελφά
ΓΑΔ (7)
ΑΣΗΡ (8)
υποδηλώνει σύζυγο ή παλλακίδα
υποδηλώνει απόγονο ή απογόνους