ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ
Καταγραφή ανθρώπινων γενεαλογικών δέντρων τα οποία περιλαμβάνουν προγόνους ή συγγενείς. Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο μεγάλος Γενεαλόγος που τηρεί αρχείο για τη δημιουργία, τις απαρχές, τις γεννήσεις και την καταγωγή. Είναι “ο Πατέρας, στον οποίο κάθε οικογένεια στον ουρανό και στη γη οφείλει το όνομά της”. (Εφ 3:14, 15) Ο Λόγος Του, η Αγία Γραφή, περιέχει ακριβές αρχείο γενεαλογιών που παίζουν σπουδαίο ρόλο στο σκοπό του.
Ο άνθρωπος έχει την εγγενή επιθυμία να γνωρίζει την καταγωγή του και να διατηρεί το όνομα της οικογένειάς του ζωντανό. Πολλά αρχαία έθνη τηρούσαν εκτενή γενεαλογικά αρχεία, ιδιαίτερα για τις γραμμές των ιερέων και των βασιλιάδων τους. Οι Αιγύπτιοι κρατούσαν τέτοια αρχεία, όπως επίσης και οι Άραβες. Έχουν ανακαλυφτεί πινακίδες σφηνοειδούς γραφής με τις γενεαλογίες των βασιλιάδων της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι οι γενεαλογικοί κατάλογοι των αρχαίων Ελλήνων, των Κελτών, των Σαξόνων και των Ρωμαίων.
Το εβραϊκό ρήμα που περιγράφει την καταχώριση της νόμιμης καταγωγής είναι το γιαχάς και αποδίδεται “καταγράφομαι γενεαλογικά” (1Χρ 5:17), ενώ το συγγενικό ουσιαστικό είναι το γιάχας και μεταφράζεται “γενεαλογική καταγραφή”. (Νε 7:5) Ο όρος γενεαλογία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου εμφανίζεται στα εδάφια 1 Τιμόθεο 1:4 και Τίτο 3:9 και αναφέρεται σε προσωπικά γενεαλογικά δέντρα.
Ο απόστολος Ματθαίος ξεκινάει την αφήγηση του Ευαγγελίου του με την εισαγωγή: «Το βιβλίο της ιστορίας [γενέσεως] του Ιησού Χριστού, γιου του Δαβίδ, γιου του Αβραάμ». (Ματ 1:1) Η λέξη γένεσις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει κατά κυριολεξία «γένος· καταγωγή». Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί αυτή την ελληνική λέξη ως απόδοση της εβραϊκής λέξης τωλεδώθ, η οποία έχει την ίδια βασική έννοια και σημαίνει προφανώς «ιστορία» στις πολλές περιπτώσεις όπου εμφανίζεται στο βιβλίο της Γένεσης.—Παράβαλε Γε 2:4, υποσ.
Φυσικά, ο Ματθαίος δεν παραθέτει απλώς μια γενεαλογία του Χριστού. Στη συνέχεια αφηγείται την ιστορία της ανθρώπινης γέννησης του Ιησού, της διακονίας, του θανάτου και της ανάστασής του. Αυτή η τακτική δεν ήταν ασυνήθιστη εκείνη την εποχή, δεδομένου ότι τα πιο παλιά ελληνικά ιστορικά συγγράμματα είχαν γενεαλογικό χαρακτήρα. Σε εκείνους τους αρχαίους καιρούς, μια τέτοια ιστορία, που περιείχε γενεαλογία, περιστρεφόταν γύρω από τα πρόσωπα που περιλαμβάνονταν σε αυτή τη γενεαλογία ή παρουσιάζονταν από αυτήν. Έτσι λοιπόν, η γενεαλογία ήταν σημαντικό μέρος της ιστορίας, αποτελώντας σε πολλές περιπτώσεις την εισαγωγή της.—Βλέπε 1Χρ 1–9.
Κατά την κρίση που εξαγγέλθηκε στην Εδέμ, ο Θεός έδωσε την υπόσχεση για το Σπέρμα της “γυναίκας” που θα συνέτριβε το κεφάλι του Φιδιού. (Γε 3:15) Αυτό μπορεί να δημιούργησε την ιδέα περί ανθρώπινης γενεαλογικής γραμμής του Σπέρματος, μολονότι δεν είχε διευκρινιστεί συγκεκριμένα ότι η γραμμή του Σπέρματος θα ακολουθούσε επίγεια πορεία μέχρις ότου ειπώθηκε στον Αβραάμ ότι το Σπέρμα του θα αποτελούσε το μέσο για την ευλογία όλων των εθνών. (Γε 22:17, 18) Αυτό προσέδωσε στην οικογενειακή γενεαλογία της γραμμής του Αβραάμ εξαιρετική σπουδαιότητα. Η Αγία Γραφή είναι το μοναδικό υπόμνημα που περιέχει τις ρίζες, όχι μόνο του Αβραάμ, αλλά επίσης και όλων των εθνών τα οποία κατάγονται από τους γιους του Νώε, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ.—Γε 10:32.
Όπως σχολιάζει ο Ε. Τζ. Χάμλιν στο Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Dictionary of the Bible), ο πίνακας των εθνών στη Γένεση είναι «μοναδικός στην αρχαία λογοτεχνία. . . . Παρόμοια έμφαση στην ιστορία δεν μπορεί να βρεθεί σε κανένα άλλο ιερό κείμενο του κόσμου».—Επιμέλεια Τζ. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 3, σ. 515.
Σκοπός των Γενεαλογικών Αρχείων. Πέρα από τη φυσική τάση που έχει ο άνθρωπος να κρατάει αρχεία των γεννήσεων και των συγγενειών, οι γενεαλογίες ήταν σημαντικές για τη χρονολόγηση, ιδίως στην παλαιότερη περίοδο της ιστορίας του ανθρώπου. Ακόμη περισσότερο, όμως, λόγω των υποσχέσεων, των προφητειών και της πολιτείας του Θεού, έγινε απαραίτητη η ύπαρξη αρχείων για ορισμένες γενεαλογικές γραμμές.
Μετά τον Κατακλυσμό, η ευλογία που απήγγειλε ο Νώε έδειξε ότι οι απόγονοι του Σημ θα απολάμβαναν τη θεϊκή εύνοια. (Γε 9:26, 27) Μεταγενέστερα, ο Θεός αποκάλυψε στον Αβραάμ ότι αυτό που θα αποκαλούνταν «σπέρμα» του θα ήταν μέσω του Ισαάκ. (Γε 17:19· Ρω 9:7) Επομένως, έγινε φανερό ότι ο προσδιορισμός αυτού του Σπέρματος θα απαιτούσε πολύ ακριβές γενεαλογικό αρχείο. Έτσι λοιπόν, με το πέρασμα του χρόνου, θα καταχωριζόταν με μεγάλη σχολαστικότητα η γραμμή του Ιούδα—η φυλή που έλαβε την υπόσχεση ότι θα είχε την ηγεσία (Γε 49:10)—και ειδικά η οικογένεια του Δαβίδ, η βασιλική γραμμή. (2Σα 7:12-16) Αυτό το αρχείο θα περιείχε τη γενεαλογία του Μεσσία, του Σπέρματος, τη γραμμή που είχε εξαιρετική σπουδαιότητα.—Ιωα 7:42.
Μια άλλη γενεαλογία, η δεύτερη ως προς την επιμελή τήρηση αρχείων, ήταν η γενεαλογία της φυλής του Λευί, με ιδιαίτερη έμφαση στην ιερατική οικογένεια του Ααρών.—Εξ 28:1-3· Αρ 3:5-10.
Επιπρόσθετα, υπό το Νόμο, τα γενεαλογικά αρχεία ήταν ζωτικά προκειμένου να καθοριστούν οι φυλετικοί συσχετισμοί για τη διαμοίραση της γης και να εξακριβωθεί η οικογενειακή συγγένεια του καθενός όταν επρόκειτο για μεμονωμένη κληρονομιά γης. Εξυπηρετούσαν τον απαραίτητο σκοπό του προσδιορισμού του στενότερου συγγενή ως του γκο’έλ, δηλαδή εκείνου που πληρούσε τις προϋποθέσεις για να συνάψει ανδραδελφικό γάμο (Δευ 25:5, 6), να εξαγοράσει το συγγενή του (Λευ 25:47-49) και να ενεργήσει ως εκδικητής του αίματος εναντίον του ανθρωποκτόνου (Αρ 35:19). Επίσης, η διαθήκη του Νόμου απαγόρευε το γάμο ανάμεσα σε άτομα που είχαν συγκεκριμένους βαθμούς συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, πράγμα που καθιστούσε απαραίτητη τη γνώση των γενεαλογικών συγγενειών.—Λευ 18:6-18.
Η αυστηρότητα με την οποία οι Ισραηλίτες προσκολλούνταν σε αυτές τις γενεαλογίες φαίνεται από την κατάσταση που προέκυψε μετά την επιστροφή από τη Βαβυλώνα, όταν ορισμένοι, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν ιερατική καταγωγή, δεν μπόρεσαν να βρουν πού ήταν εγγεγραμμένοι. Ο Ζοροβάβελ παρήγγειλε να μην τρώνε αυτοί από τα αγιότατα πράγματα που δίνονταν για το ιερατείο μέχρι να μπορέσουν να αποδείξουν τη γενεαλογία τους δημόσια. (Νε 7:63-65) Η απογραφή του λαού συμπεριέλαβε τους Νεθινίμ, διότι αυτοί, αν και μη Ισραηλίτες, αποτελούσαν επίσημα μια ομάδα αφιερωμένη στην υπηρεσία του ναού.—Νε 7:46-56.
Όσον αφορά τη χρονολόγηση, στις περισσότερες περιπτώσεις οι γενεαλογικοί κατάλογοι δεν αποσκοπούν με κανέναν τρόπο στην παροχή ολοκληρωμένων στοιχείων. Εντούτοις, πολλές φορές είναι υποβοηθητικοί επειδή επιβεβαιώνουν ορισμένα χρονολογικά σημεία ή συμπληρώνουν σπουδαίες λεπτομέρειες. Ούτε μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι οι γενεαλογικοί κατάλογοι αποτελούν συνήθως δείκτες της αύξησης του πληθυσμού, διότι σε πολλές περιπτώσεις ορισμένοι ενδιάμεσοι κρίκοι παραλείπονται όταν δεν είναι απαραίτητοι για τη συγκεκριμένη γενεαλογία. Και εφόσον οι γενεαλογίες δεν περιέχουν συνήθως ονόματα γυναικών, τα ονόματα των συζύγων και των παλλακίδων που μπορεί να είχε ένας άντρας δεν αναφέρονται. Παρόμοια, μπορεί να μην κατονομάζονται και όλοι οι γιοι του από αυτές τις συζύγους, ενώ μερικές φορές μπορεί να παραλείπονται ακόμη και μερικοί από τους γιους της κύριας συζύγου.
Από τον Αδάμ ως τον Κατακλυσμό. Η Αγία Γραφή παρέχει στοιχεία για την ύπαρξη καταλόγων με οικογενειακές συγγένειες από την αρχή της ανθρωπότητας. Όταν γεννήθηκε ο Σηθ, ο γιος του Αδάμ, η Εύα είπε: «Ο Θεός όρισε για εμένα άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, επειδή εκείνον τον σκότωσε ο Κάιν». (Γε 4:25) Εκπρόσωποι της γραμμής που ξεκίνησε με τον Σηθ επέζησαν από τον Κατακλυσμό.—Γε 5:3-29, 32· 8:18· 1Πε 3:19, 20.
Από τον Κατακλυσμό ως τον Αβραάμ. Από τη γραμμή του Σημ, γιου του Νώε, ο οποίος έλαβε την ευλογία του Νώε, προήλθε ο Άβραμ (Αβραάμ), ο «φίλος του Ιεχωβά». (Ιακ 2:23) Αυτή η γενεαλογία, μαζί με την προκατακλυσμιαία γενεαλογία που αναφέρθηκε προηγουμένως, αποτελεί το μόνο μέσο για τη χρονολόγηση της ιστορίας του ανθρώπου μέχρι τον Αβραάμ. Στον προκατακλυσμιαίο κατάλογο το αρχείο ακολουθεί τη γραμμή του Σηθ, ενώ στο μετακατακλυσμιαίο κατάλογο, τη γραμμή του Σημ. Αναφέρει με συνέπεια το διάστημα από τη γέννηση ενός άντρα ως τη γέννηση του γιου του. (Γε 11:10-24, 32· 12:4) Δεν υπάρχουν άλλοι εκτενείς γενεαλογικοί κατάλογοι που να καλύπτουν αυτή την ιστορική περίοδο—ένδειξη για το ότι αυτοί οι κατάλογοι εξυπηρετούν το διπλό σκοπό της γενεαλογίας και της χρονολόγησης. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις η τοποθέτηση συγκεκριμένων γεγονότων στο ρεύμα του χρόνου επιτυγχάνεται με τη χρήση γενεαλογικών πληροφοριών.—Βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Από το 2370 Π.Κ.Χ. ως τη διαθήκη με τον Αβραάμ).
Από τον Αβραάμ ως τον Χριστό. Με παρέμβαση του ίδιου του Θεού, ο Αβραάμ και η Σάρρα απέκτησαν έναν γιο, τον Ισαάκ, μέσω του οποίου επρόκειτο να έρθει το «σπέρμα» της υπόσχεσης. (Γε 21:1-7· Εβρ 11:11, 12) Από το γιο του Ισαάκ, τον Ιακώβ (Ισραήλ), προήλθαν οι αρχικές 12 φυλές. (Γε 35:22-26· Αρ 1:20-50) Η φυλή του Ιούδα επρόκειτο να είναι η βασιλική φυλή, κάτι που περιορίστηκε μεταγενέστερα στην οικογένεια του Δαβίδ. Οι απόγονοι του Λευί έγιναν η ιερατική φυλή, ενώ το ίδιο το ιερατείο προερχόταν αποκλειστικά από τη γραμμή του Ααρών. Για να είναι αδιαφιλονίκητο το νόμιμο δικαίωμα του Ιησού Χριστού του Βασιλιά στο θρόνο, έπρεπε να μπορεί να αποδειχτεί ότι ο ίδιος προερχόταν από την οικογένεια του Δαβίδ και τη γραμμή του Ιούδα. Αλλά επειδή η ιεροσύνη του ήταν, μέσω όρκου του Θεού, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ιερέας ο Μελχισεδέκ, δεν απαιτούνταν Λευιτική καταγωγή.—Ψλ 110:1, 4· Εβρ 7:11-14.
Άλλοι Σημαντικοί Γενεαλογικοί Κατάλογοι. Εκτός από τη γενεαλογική γραμμή από τον Αδάμ ως τον Ιησού Χριστό και τις εκτενείς γενεαλογίες των 12 γιων του Ιακώβ, υπάρχουν γενεαλογικά αρχεία για τις ρίζες των λαών που συγγένευαν με τον Ισραήλ. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι αδελφοί του Αβραάμ (Γε 11:27-29· 22:20-24), οι γιοι του Ισμαήλ (Γε 25:13-18), ο Μωάβ και ο Αμμών, που ήταν γιοι του ανιψιού του Αβραάμ, του Λωτ (Γε 19:33-38), οι γιοι του Αβραάμ από τη Χετούρα, από την οποία προήλθε ο Μαδιάμ και άλλες φυλές (Γε 25:1-4), καθώς και οι απόγονοι του Ησαύ (Εδώμ) (Γε 36:1-19, 40-43).
Αυτά τα έθνη είναι σημαντικά λόγω της συγγένειάς τους με τον εκλεκτό λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Τόσο ο Ισαάκ όσο και ο Ιακώβ πήραν συζύγους από την οικογένεια του αδελφού του Αβραάμ. (Γε 22:20-23· 24:4, 67· 28:1-4· 29:21-28) Ο Θεός καθόρισε για τα έθνη του Μωάβ, του Αμμών και του Εδώμ περιοχές που συνόρευαν με τον Ισραήλ, στον οποίο ειπώθηκε να μην καταπατήσει την εδαφική κληρονομιά αυτών των λαών ούτε να τους ενοχλήσει.—Δευ 2:4, 5, 9, 19.
Επίσημα Αρχεία. Φαίνεται ότι στον Ισραήλ, εκτός από τα αρχεία που κρατούσαν οι ίδιες οι οικογένειες, τηρούνταν και εθνικά γενεαλογικά αρχεία. Στο 46ο κεφάλαιο της Γένεσης, βρίσκουμε τον κατάλογο εκείνων που γεννήθηκαν στο σπιτικό του Ιακώβ ως τον καιρό που αυτός μπήκε στην Αίγυπτο και, στη συνέχεια, προφανώς μέχρι τον καιρό του θανάτου του. Μια γενεαλογία, κυρίως των απογόνων του Λευί, η οποία όπως φαίνεται είναι αντίγραφο κάποιου παλιότερου αρχείου, εμφανίζεται στα εδάφια Έξοδος 6:14-25. Η πρώτη απογραφή του έθνους έγινε στην έρημο του Σινά το 1512 Π.Κ.Χ., το δεύτερο έτος της εξόδου τους από την Αίγυπτο, οπότε πιστοποιήθηκε η καταγωγή τους «σε ό,τι αφορά τις οικογένειες του οίκου των πατέρων τους». (Αρ 1:1, 18· βλέπε επίσης Αρ 3.) Η μόνη άλλη θεϊκά εξουσιοδοτημένη εθνική απογραφή του Ισραήλ που είχε καταγραφεί πριν από την εξορία είναι αυτή που έγινε έπειτα από 39 χρόνια περίπου, στις Πεδιάδες του Μωάβ.—Αρ 26.
Εκτός από τις γενεαλογίες που έχουν καταγραφεί στα συγγράμματα του Μωυσή, παρέχονται παρόμοιοι κατάλογοι και από άλλους επίσημους χρονικογράφους, όπως ο Σαμουήλ—ο συγγραφέας των βιβλίων Κριτές, Ρουθ και μέρους του Πρώτου Σαμουήλ—ο Έσδρας, που έγραψε το Πρώτο και το Δεύτερο Χρονικών καθώς και το βιβλίο του Έσδρα, και ο Νεεμίας, ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου. Μέσα σε αυτά τα συγγράμματα βρίσκουμε επίσης στοιχεία ότι υπήρχαν και άλλοι γενεαλόγοι: ο Ιδδώ (2Χρ 12:15) και ο Ζοροβάβελ, ο οποίος προφανώς παρήγγειλε να καταγραφούν γενεαλογικά οι επαναπατρισμένοι Ισραηλίτες. (Εσδ 2) Ενόσω βασίλευε ο δίκαιος Βασιλιάς Ιωθάμ, καταρτίστηκε ένας γενεαλογικός κατάλογος των φυλών του Ισραήλ που ζούσαν στη γη Γαλαάδ.—1Χρ 5:1-17.
Αυτές οι γενεαλογίες διατηρήθηκαν προσεκτικά μέχρι την αρχή της Κοινής Χρονολογίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κάθε οικογένεια στον Ισραήλ ήταν σε θέση να επιστρέψει στην πόλη του οίκου του πατέρα της για να απογραφεί σύμφωνα με το διάταγμα του Καίσαρα Αυγούστου λίγο πριν από τη γέννηση του Ιησού. (Λου 2:1-5) Επίσης, ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή, ο Ζαχαρίας, αναφέρεται ότι ήταν από την ιερατική υποδιαίρεση του Αβιά, ενώ η μητέρα του Ιωάννη, η Ελισάβετ, από τις κόρες του Ααρών. (Λου 1:5) Για την Άννα την προφήτισσα λέγεται ότι ήταν «από τη φυλή του Ασήρ». (Λου 2:36) Και φυσικά, οι εκτενείς κατάλογοι των προπατόρων του Ιησού στο 1ο κεφάλαιο του Ματθαίου και στο 3ο κεφάλαιο του Λουκά καθιστούν σαφές ότι τέτοια έγγραφα κρατούνταν σε δημόσια αρχειοφυλάκια και ήταν διαθέσιμα προς εξέταση.
Ο ιστορικός Ιώσηπος επιβεβαιώνει την ύπαρξη Ιουδαϊκών επίσημων γενεαλογικών αρχείων όταν λέει: «Η οικογένειά μου δεν είναι ταπεινής καταγωγής αλλά απόγονος ιερέων. . . . Λοιπόν, όχι μόνο ήταν ιερείς οι πρόγονοί μου, αλλά ανήκαν στην πρώτη από τις είκοσι τέσσερις εφημερίες, διάκριση ξεχωριστή, και στην πιο εξέχουσα από τις φυλετικές ομάδες που τη συνιστούσαν». Στη συνέχεια, αφού επισημαίνει ότι η μητέρα του καταγόταν από τους Ασαμωναίους, καταλήγει: «Το γενεαλογικό μας δέντρο, λοιπόν, το παραθέτω όπως το βρήκα καταγραμμένο στα δημόσια αρχεία και έτσι μπορώ να αντιμετωπίσω όποιον σκόπευε να μας διαβάλλει».—Βίος, 1, 2, 6 (1).
Οι επίσημες γενεαλογίες των Ιουδαίων καταστράφηκαν, όχι από τον Βασιλιά Ηρώδη τον Μέγα, όπως ισχυρίστηκε ο Αφρικανός στις αρχές του τρίτου αιώνα, αλλά προφανώς από τους Ρωμαίους κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. (Κατ’ Απίωνος, Φ. Ιώσηπου, Α΄, 30-38 [7]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 426-428 [xvii, 6]· ΣΤ΄, 354 [vi, 3]) Έκτοτε οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να εξακριβώσουν την καταγωγή τους ακόμη και σε σχέση με τις δύο σπουδαιότερες γραμμές, του Δαβίδ και του Λευί.
Προσδιορισμός Συγγένειας. Για τον καθορισμό της συγγένειας είναι πολλές φορές απαραίτητα τα συμφραζόμενα ή μια παραβολή παράλληλων καταλόγων ή περικοπών από διαφορετικά τμήματα της Αγίας Γραφής. Παραδείγματος χάρη, η λέξη «γιος» μπορεί να σημαίνει στην πραγματικότητα εγγονός ή απλώς απόγονος. (Ματ 1:1) Επίσης, ένας κατάλογος ονομάτων μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί αρχείο αδελφών, γιων του ίδιου άντρα. Έπειτα από προσεκτικότερη εξέταση και κατόπιν παραβολής με άλλες περικοπές, όμως, μπορεί να αποδειχτεί ότι πρόκειται για αρχείο γενεαλογικής γραμμής, στην οποία κατονομάζονται μερικοί γιοι αλλά και μερικοί εγγονοί ή μεταγενέστεροι απόγονοι. Το εδάφιο Γένεση 46:21 αναφέρει προφανώς τόσο γιους όσο και εγγονούς του Βενιαμίν ως «γιους», όπως φαίνεται κατόπιν παραβολής με τα εδάφια Αριθμοί 26:38-40.
Η παραπάνω κατάσταση εμφανίζεται ακόμη και στις γενεαλογίες μερικών σημαντικών οικογενειών. Παραδείγματος χάρη, τα εδάφια 1 Χρονικών 6:22-24 παραθέτουν δέκα “γιους του Καάθ”. Αλλά στο 18ο εδάφιο, καθώς και στο εδάφιο Έξοδος 6:18, βρίσκουμε να αποδίδονται στον Καάθ μόνο τέσσερις γιοι. Μια εξέταση δε των συμφραζομένων δείχνει ότι ο κατάλογος των “γιων του Καάθ” στα εδάφια 1 Χρονικών 6:22-24 αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος μιας γενεαλογίας οικογενειών της γραμμής του Καάθ, σε εκπροσώπους των οποίων ανέθεσε ο Δαβίδ συγκεκριμένα καθήκοντα στο ναό.
Αντίστροφα, η λέξη «πατέρας» μπορεί να σημαίνει «παππούς» ή ακόμη και προκάτοχος στο βασιλικό θρόνο. (Δα 5:11, 18) Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στα εδάφια Δευτερονόμιο 26:5· 1 Βασιλέων 15:11, 24 και 2 Βασιλέων 15:38, η εβραϊκή λέξη ’αβ (πατέρας) χρησιμοποιείται και με την έννοια «πρόγονος» ή «προπάτορας». Παρόμοια, οι εβραϊκές λέξεις ’εμ (μητέρα) και μπαθ (κόρη) χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις με τις έννοιες «γιαγιά» και «εγγονή» αντίστοιχα.—1Βα 15:10, 13.
Πόλεις και ονόματα στον πληθυντικό. Σε μερικούς καταλόγους ένας άντρας μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «ο πατέρας» κάποιας πόλης, όπως στα εδάφια 1 Χρονικών 2:50-54, όπου, για παράδειγμα, ο Σαλμά ονομάζεται «πατέρας της Βηθλεέμ» και ο Σωβάλ «πατέρας της Κιριάθ-ιαρίμ». Προφανώς οι πόλεις Βηθλεέμ και Κιριάθ-ιαρίμ είτε ιδρύθηκαν από αυτούς τους άντρες είτε κατοικήθηκαν από τους απογόνους τους. Ο ίδιος κατάλογος αναφέρει περαιτέρω: «Οι γιοι του Σαλμά ήταν η Βηθλεέμ και οι Νετωφαθίτες, η Ατρώθ-βαιθ-ιωάβ και οι μισοί Μαναχαθίτες, και οι Ζορίτες». (1Χρ 2:54) Εδώ, οι Νετωφαθίτες, οι Μαναχαθίτες και οι Ζορίτες ήταν προφανώς οικογένειες.
Στα εδάφια Γένεση 10:13, 14, τα ονόματα των απογόνων του Μισραΐμ φαίνεται ότι είναι στον πληθυντικό αριθμό. Έχει προβληθεί η άποψη ότι αντιπροσωπεύουν τα ονόματα οικογενειών ή φυλών και όχι μεμονωμένων ατόμων. Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε ότι άλλα ονόματα στο δυϊκό αριθμό, όπως Εφραΐμ, Απφαΐμ, Διβλαΐμ, καθώς και το όνομα του προαναφερόμενου Μισραΐμ, γιου του Χαμ, αναφέρονται το καθένα σε ένα άτομο.—Γε 41:52· 1Χρ 2:30, 31· Ωσ 1:3.
Συντομευμένοι κατάλογοι. Πολλές φορές οι Βιβλικοί συγγραφείς συντόμευαν κατά πολύ έναν γενεαλογικό κατάλογο, κατονομάζοντας προφανώς μόνο τις κεφαλές οικογενειών των σπουδαιότερων οίκων, σημαντικές προσωπικότητες ή άτομα που έπαιζαν τον κυριότερο ρόλο στην εν λόγω ιστορία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προφανώς ο χρονικογράφος ήθελε να καταδείξει απλώς την καταγωγή από έναν συγκεκριμένο μακρινό πρόγονο, και γι’ αυτό παρέλειπε πολλά ενδιάμεσα ονόματα.
Παράδειγμα τέτοιας συντόμευσης βρίσκουμε στη γενεαλογία του ίδιου του Έσδρα. (Εσδ 7:1-5) Αυτός παραθέτει την καταγωγή του από τον Ααρών τον αρχιερέα, αλλά στον παράλληλο κατάλογο των εδαφίων 1 Χρονικών 6:3-14 εμφανίζονται αρκετά ονόματα στα εδάφια 7 ως 10 που παραλείπονται στο εδάφιο Έσδρας 7:3. Πιθανώς ο Έσδρας το έκανε αυτό για να αποφύγει τις άσκοπες επαναλήψεις και για να μικρύνει το μακρύ ονομαστικό κατάλογο. Παρ’ όλα αυτά, ο κατάλογος ήταν απόλυτα επαρκής για να αποδείξει την ιερατική καταγωγή του. Ο Έσδρας λέει ότι είναι «γιος» του Σεραΐα, εννοώντας ότι ήταν απόγονός του, και αυτό διότι πρέπει να ήταν δισέγγονος ή ίσως τρισέγγονος του Σεραΐα. Ο Σεραΐας ήταν αρχιερέας και θανατώθηκε από τον Ναβουχοδονόσορα την εποχή που έλαβε χώρα η εξορία στη Βαβυλώνα (607 Π.Κ.Χ.), ενώ ο γιος του ο Ιωσεδέκ οδηγήθηκε στην εξορία. (2Βα 25:18-21· 1Χρ 6:14, 15) Ο Ιησούς ο αρχιερέας, ο οποίος επέστρεψε έπειτα από 70 χρόνια με τον Ζοροβάβελ, ήταν εγγονός του Σεραΐα. (Εσδ 5:2· Αγγ 1:1) Ο Έσδρας πήγε στην Ιερουσαλήμ 69 χρόνια αργότερα, πράγμα που καθιστά αδύνατον το να ήταν ο Έσδρας κατά γράμμα γιος του Σεραΐα και αδελφός του Ιωσεδέκ.
Κάτι άλλο που μαθαίνουμε παραβάλλοντας τις γενεαλογίες εδώ είναι ότι ο Έσδρας, αν και καταγόταν από τον Ααρών μέσω του Σεραΐα, προφανώς δεν ήταν από εκείνη τη γραμμή του Σεραΐα στην οποία μεταβιβαζόταν κληρονομικά το αξίωμα του αρχιερέα, δηλαδή από τον Ιωσεδέκ. Η αρχιερατική γραμμή από τον Σεραΐα διερχόταν μέσω του Ιησού, του Ιεχωακείμ και του Ελιασίβ—ο τελευταίος υπηρετούσε ως αρχιερέας όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας. Ο Έσδρας, λοιπόν, πέτυχε το στόχο του με τη συντομευμένη γενεαλογία του, παρέχοντας όσα ακριβώς ονόματα ήταν απαραίτητα για να αποδείξει τη θέση του στη γενεαλογική γραμμή του Ααρών.—Νε 3:1· 12:10.
Μερικοί Λόγοι για τις Διαφοροποιήσεις στους Καταλόγους. Συχνά ένας γιος που πέθαινε άτεκνος δεν κατονομαζόταν. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένας άντρας μπορεί να είχε κόρη αλλά όχι γιο, και η κληρονομιά μπορεί να μεταβιβαζόταν μέσω της κόρης η οποία, όταν παντρευόταν, υπαγόταν στην κεφαλή μιας άλλης οικογένειας της ίδιας φυλής. (Αρ 36:7, 8) Μερικές φορές μια λιγότερο εξέχουσα οικογένεια μπορεί να συγχωνεύεται στη γενεαλογία κάτω από την κεφαλή μιας άλλης οικογένειας, και έτσι δεν αναφέρεται στον κατάλογο η μικρότερη οικογένεια. Επομένως, η ατεκνία, η μεταβίβαση της κληρονομιάς μέσω γυναικών, ίσως η υιοθεσία ή η αδυναμία ίδρυσης ξεχωριστού πατρογονικού οίκου είχε ως αποτέλεσμα να παραλείπονται μερικά ονόματα από κάποιους γενεαλογικούς καταλόγους, ενώ με τη δημιουργία καινούριων οίκων ίσως προστίθεντο νέα ονόματα σε αυτούς. Επομένως, είναι φανερό ότι τα ονόματα σε μια μεταγενέστερη γενεαλογία θα μπορούσαν να διαφέρουν σε πολλά σημεία από εκείνα που περιέχονταν σε έναν παλιότερο κατάλογο.
Αρκετές κεφαλές οικογενειών μπορεί να εμφανίζονται σε έναν κατάλογο που μοιάζει να είναι κατάλογος αδελφών, αλλά ο οποίος μπορεί στην πραγματικότητα να περιλαμβάνει και ανιψιούς, όπως στην περίπτωση που ο Ιακώβ «υιοθέτησε» τους γιους του Ιωσήφ, λέγοντας: «Ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θα γίνουν δικοί μου σαν τον Ρουβήν και τον Συμεών». (Γε 48:5) Γι’ αυτό, μεταγενέστερα, ο Εφραΐμ και ο Μανασσής υπολογίζονται μαζί με τους θείους τους ως κεφαλές φυλών.—Αρ 2:18-21· Ιη 17:17.
Το 10ο κεφάλαιο του Νεεμία παρουσιάζει αρκετά ονόματα ατόμων που επικύρωσαν με σφραγίδα «μια αξιόπιστη συμφωνία» για την εκτέλεση των εντολών του Θεού. (Νε 9:38) Σε αυτούς τους καταλόγους, τα αναφερόμενα ονόματα δεν ανήκουν κατ’ ανάγκην στα άτομα που σύναψαν τις συμφωνίες, αλλά ίσως αντιστοιχούν στους περιλαμβανόμενους οίκους, οπότε τα άτομα που κατονομάζονται ίσως είναι οι κεφαλές των πατρογονικών οίκων. (Παράβαλε Εσδ 10:16.) Αυτό μπορεί να διαφαίνεται από το γεγονός ότι πολλά από τα παρατιθέμενα ονόματα είναι ίδια με τα ονόματα εκείνων που έχει καταγραφεί ότι επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ από τη Βαβυλώνα περίπου 80 χρόνια πρωτύτερα. Έτσι λοιπόν, μολονότι οι παρόντες μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είχαν το ίδιο όνομα με την κεφαλή του πατρογονικού οίκου, ίσως ήταν απλώς εκπρόσωποι των οίκων που αναφέρονται με αυτά τα ονόματα.
Επανάληψη ονομάτων. Πολύ συχνά σε έναν γενεαλογικό κατάλογο επανεμφανίζεται το ίδιο όνομα. Η χρήση του ίδιου ονόματος για έναν μεταγενέστερο απόγονο ήταν αναμφίβολα μια μέθοδος που διευκόλυνε εκείνο το άτομο να προσδιορίζει τη γενεαλογική του γραμμή, μολονότι, φυσικά, ενίοτε υπήρχαν άτομα με το ίδιο όνομα σε διαφορετικές οικογενειακές γραμμές. Μερικά από τα πολλά ονόματα που επανεμφανίζονται στην ίδια πατρογονική γραμμή είναι: Σαδώκ (1Χρ 6:8, 12), Αζαρίας (1Χρ 6:9, 13, 14) και Ελκανά.—1Χρ 6:34-36.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα ονόματα που εμφανίζονται σε παράλληλους καταλόγους διαφέρουν. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή ορισμένα άτομα δεν είχαν μόνο ένα όνομα, όπως για παράδειγμα ο Ιακώβ, που ονομαζόταν και «Ισραήλ». (Γε 32:28) Επίσης, ένα όνομα μπορεί να εμφανίζεται ελαφρά παραλλαγμένο, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να προσλαμβάνει ακόμη και διαφορετική σημασία. Μερικά παραδείγματα είναι: Άβραμ (που σημαίνει «Ο Πατέρας Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)») και Αβραάμ (που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους»), Σαραΐ (πιθανώς, «Φιλόνικη») και Σάρρα («Αρχόντισσα»). Ο πρόγονος του προφήτη Σαμουήλ, ο Ελιού, εμφανίζεται επίσης με τα ονόματα Ελιάβ και Ελιήλ.—1Σα 1:1· 1Χρ 6:27, 34.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιούνται ενίοτε επονομασίες, όπως συμβαίνει με τον Σίμωνα Πέτρο, που αποκαλούνταν Κηφάς, από το αραμαϊκό αντίστοιχο του ελληνικού ονόματος «Πέτρος» (Λου 6:14· Ιωα 1:42), ενώ ανάλογη είναι και η περίπτωση του Ιωάννη Μάρκου. (Πρ 12:12) Ένα άτομο μπορεί να έπαιρνε ένα όνομα λόγω κάποιου χαρακτηριστικού γνωρίσματος. Η επωνυμία «Καναναίος» του Σίμωνα (ο οποίος αποκαλούνταν και «ο ζηλωτής») ξεχωρίζει αυτόν τον απόστολο από τον Σίμωνα Πέτρο. (Ματ 10:4· Λου 6:15) Σε ορισμένες περιπτώσεις η διαφοροποίηση γίνεται με εκφράσεις όπως «Ιάκωβος, ο γιος του Αλφαίου», έτσι ώστε αυτός ο Ιάκωβος να ξεχωρίζει από τον Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου και αδελφό του αποστόλου Ιωάννη. (Ματ 10:2, 3) Μπορεί να πρόσθεταν την πόλη, την περιοχή ή τη χώρα από την οποία προερχόταν κάποιος, όπως «ο Ιωσήφ . . . από την Αριμαθαία» και «ο Ιούδας ο Γαλιλαίος». (Μαρ 15:43· Πρ 5:37) Η ονομασία Ιούδας ο Ισκαριώτης πιστεύεται ότι σημαίνει πιθανώς Ιούδας ο «Άντρας από την Κεριώθ». (Ματ 10:4) Οι ίδιες μέθοδοι χρησιμοποιούνταν και στις Εβραϊκές Γραφές. (Γε 25:20· 1Σα 17:4, 58) Για να διευκρινιστεί η ταυτότητα κάποιου ατόμου μπορεί να αναφερόταν το όνομα του αδελφού του. (Ιωα 1:40) Τις γυναίκες που είχαν το ίδιο όνομα τις ξεχώριζαν και αυτές κατονομάζοντας τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδελφό, την αδελφή, το σύζυγο ή το γιο τους.—Γε 11:29· 28:9· 36:39· Ιωα 19:25· Πρ 1:14· 12:12.
Τόσο στις Εβραϊκές Γραφές όσο και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, μπορεί να χρησιμοποιείται το όνομα της οικογένειας ή ο τίτλος κάποιου ατόμου, ο δε προσδιορισμός της ταυτότητάς του να γίνεται με το προσωπικό του όνομα ή με το χρόνο και τα ιστορικά γεγονότα με τα οποία αυτό το άτομο σχετιζόταν. Λόγου χάρη, η λέξη «Αβιμέλεχ» ήταν προφανώς είτε προσωπικό όνομα είτε τίτλος τριών Φιλισταίων βασιλιάδων, όπως ήταν η λέξη «Φαραώ» για τους Αιγυπτίους. (Γε 20:2· 26:26· 40:2· Εξ 1:22· 3:10) Επομένως, ο συγκεκριμένος Αβιμέλεχ ή Φαραώ προσδιοριζόταν από το χρόνο και τις περιστάσεις. Η λέξη «Ηρώδης» ήταν όνομα οικογένειας, ενώ η λέξη «Καίσαρας» ήταν όνομα οικογένειας που έγινε τίτλος. Αναφερόμενος σε έναν από τους Ηρωδίδες, ο ομιλών (αν υπήρχε κίνδυνος ασάφειας) μπορούσε να προσδιορίσει ποιον εννοούσε χρησιμοποιώντας μόνο το προσωπικό του όνομα, λόγου χάρη Αγρίππας, ή συνδυάζοντας το προσωπικό όνομα ή τον επιπρόσθετο τίτλο με τη λέξη «Ηρώδης», λόγου χάρη Ηρώδης Αντίπας, Ηρώδης Αγρίππας—και ανάλογα τους Καίσαρες, λόγου χάρη Καίσαρας Αύγουστος, Τιβέριος Καίσαρας.—Λου 2:1· 3:1· Πρ 25:13.
Ονόματα Γυναικών. Οι γυναίκες κατονομάζονταν μερικές φορές στα γενεαλογικά αρχεία όταν συνέτρεχε κάποιος ιστορικός λόγος. Στα εδάφια Γένεση 11:29, 30, αναφέρεται η Σαραΐ (Σάρρα), προφανώς επειδή το υποσχεμένο Σπέρμα επρόκειτο να έρθει μέσω εκείνης, όχι μέσω κάποιας άλλης συζύγου του Αβραάμ. Η Μελχά ίσως κατονομάζεται στην ίδια περικοπή επειδή ήταν η γιαγιά της Ρεβέκκας, της συζύγου του Ισαάκ, και έτσι αποδεικνύεται ότι η Ρεβέκκα καταγόταν από τους συγγενείς του Αβραάμ, εφόσον ο Ισαάκ δεν έπρεπε να πάρει σύζυγο από τα άλλα έθνη. (Γε 22:20-23· 24:2-4) Στο εδάφιο Γένεση 25:1 αναφέρεται το όνομα της Χετούρας, μεταγενέστερης συζύγου του Αβραάμ. Αυτό δείχνει ότι ο Αβραάμ ξαναπαντρεύτηκε μετά το θάνατο της Σάρρας και ότι οι αναπαραγωγικές του δυνάμεις παρέμεναν ζωντανές 40 και πλέον χρόνια μετά τη θαυματουργική αναζωογόνησή τους από τον Ιεχωβά. (Ρω 4:19· Γε 24:67· 25:20) Επίσης, αποκαλύπτει τη σχέση του Μαδιάμ και άλλων αραβικών φυλών με τον Ισραήλ.
Η Λεία, η Ραχήλ και οι παλλακίδες του Ιακώβ, μαζί με τους γιους που γέννησαν, αναφέρονται ονομαστικά. (Γε 35:21-26) Έτσι βοηθούμαστε να καταλάβουμε τη μεταγενέστερη πολιτεία του Θεού με αυτούς τους γιους. Για παρόμοιους λόγους βρίσκουμε τα ονόματα και άλλων γυναικών στα γενεαλογικά αρχεία. Όταν η κληρονομιά μεταβιβαζόταν μέσω αυτών, τα ονόματά τους μπορεί να αναφέρονταν. (Αρ 26:33) Φυσικά, η Θάμαρ, η Ραάβ και η Ρουθ έχουν εξέχουσα θέση. Για την καθεμιά υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο στον τρόπο με τον οποίο περιλήφθηκε στη γραμμή των προγόνων του Μεσσία, του Ιησού Χριστού. (Γε 38· Ρθ 1:3-5· 4:13-15· Ματ 1:1-5) Άλλες περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται γυναίκες στους γενεαλογικούς καταλόγους υπάρχουν στα εδάφια 1 Χρονικών 2:35, 48, 49· 3:1-3, 5.
Γενεαλογία και Γενιές. Σε κάποιες γενεαλογίες βρίσκουμε καταγραμμένα τα ονόματα ενός άντρα και των απογόνων του μέχρι τους τρισέγγονούς του. Αυτοί θα μπορούσαν να υπολογιστούν, από μια άποψη, ως τέσσερις ή πέντε γενιές. Ωστόσο, ο άντρας που κατονομάζεται πρώτος μπορεί να πρόλαβε να δει όλες αυτές τις γενιές απογόνων. Έτσι λοιπόν, από τη δική του άποψη, μια «γενιά» μπορούσε να σημαίνει το χρόνο από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του ή μέχρι τον πιο μακρινό απόγονο που πρόλαβε να δει. Αν εννοείται αυτού του είδους η «γενιά», τότε φυσικά αυτή περιλαμβάνει πολύ μεγαλύτερη περίοδο χρόνου από ό,τι η γενιά κατά την άποψη που αναφέρθηκε παραπάνω.
Για παράδειγμα: ο Αδάμ έζησε 930 χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Σε αυτό το διάστημα είδε τουλάχιστον οχτώ γενιές απογόνων του. Ωστόσο, ο ίδιος έζησε για κάποιο διάστημα παράλληλα με τον Λάμεχ, τον πατέρα του Νώε. Άρα, από αυτή την άποψη, ο Κατακλυσμός συνέβη στην τρίτη γενιά της ανθρώπινης ιστορίας.—Γε 5:3-32.
Στην Αγία Γραφή βρίσκουμε ορισμένες περιπτώσεις αυτής της μεθόδου υπολογισμού. Ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι το σπέρμα του θα γίνονταν πάροικοι σε γη που δεν θα ήταν δική τους και ότι θα επέστρεφαν στη Χαναάν «στην τέταρτη γενιά». (Γε 15:13, 16) Η απογραφή στο βιβλίο των Αριθμών, κεφάλαια 1-3, υποδηλώνει ότι πρέπει να υπήρξαν πολλές γενιές πατέρα-γιου κατά την παραμονή των 215 χρόνων στην Αίγυπτο, εφόσον ο συνολικός αριθμός των αντρών από 20 χρονών και πάνω λίγο μετά την Έξοδο ήταν 603.550 (εκτός από αυτούς της φυλής του Λευί). Αλλά οι “τέσσερις γενιές” του εδαφίου Γένεση 15:16, μετρώντας από τον καιρό της εισόδου στην Αίγυπτο μέχρι την Έξοδο, θα μπορούσαν να υπολογιστούν ως εξής: (1) Λευί, (2) Καάθ, (3) Αμράμ, (4) Μωυσής. (Εξ 6:16, 18, 20) Κατά μέσο όρο το μήκος της ζωής αυτών των ατόμων ξεπέρασε κατά πολύ τα εκατό χρόνια. Επομένως, καθεμιά από αυτές τις τέσσερις «γενιές» είδε πολλούς απογόνους, ίσως μέχρι τρισέγγονα ή και πιο πέρα, αν θεωρήσουμε ότι μεσολαβούσαν 20 ή μερικές φορές και 30 χρόνια από τον πατέρα ως τη γέννηση του πρώτου του γιου. Έτσι εξηγείται πώς μέσα σε “τέσσερις γενιές” δημιουργήθηκε τόσο μεγάλος πληθυσμός μέχρι τον καιρό της Εξόδου.—Βλέπε ΕΞΟΔΟΣ.
Ένα άλλο πρόβλημα για τους Βιβλικούς λογίους σχετίζεται με την ίδια απογραφή. Στα εδάφια Αριθμοί 3:27, 28, αναφέρεται ότι από τον Καάθ προήλθαν τέσσερις οικογένειες οι οποίες, τον καιρό της Εξόδου, αριθμούσαν συνολικά 8.600 άρρενες (8.300, σύμφωνα με ορισμένα χειρόγραφα της Ο΄) από ενός μηνός και πάνω—αριθμός πράγματι υψηλός. Δίνεται, λοιπόν, η εντύπωση ότι ο Μωυσής είχε τότε χιλιάδες αδελφούς, εξαδέλφους και ανιψιούς. Ορισμένοι έχουν συμπεράνει από αυτό ότι ο Μωυσής δεν ήταν γιος του Αμράμ γιου του Καάθ, αλλά γιος ενός άλλου Αμράμ, και ότι ανάμεσα σε αυτούς τους δύο είχαν μεσολαβήσει αρκετές γενιές, έτσι ώστε υπήρξε ο χρόνος που χρειαζόταν για να δημιουργηθεί τόσο μεγάλος αντρικός πληθυσμός σε τέσσερις μόνο οικογένειες Κααθιτών μέχρι τον καιρό της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο.
Ωστόσο, το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, δεν κατονομάζονταν πάντοτε όλοι οι γιοι ενός άντρα, όπως καταδείχτηκε πρωτύτερα. Επομένως, οι τέσσερις κατονομαζόμενοι γιοι του Καάθ μπορεί να είχαν περισσότερους γιους από όσους αναφέρονται συγκεκριμένα. Δεύτερον, μολονότι ο Λευί, ο Καάθ, ο Αμράμ και ο Μωυσής εκπροσωπούν τέσσερις γενιές από την άποψη της διάρκειας ζωής αυτών των τεσσάρων αντρών, ο καθένας μπορεί να είδε αρκετές γενιές στη διάρκεια της ζωής του. Άρα, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι μεσολάβησαν κάθε φορά 60 χρόνια ανάμεσα στη γέννηση του Λευί και του Καάθ, του Καάθ και του Αμράμ, και του Αμράμ και του Μωυσή, θα μπορούσαν να έχουν γεννηθεί πολλές γενιές μέσα σε κάθε περίοδο 60 ετών. Ο Μωυσής θα μπορούσε να είχε δει δισέγγονους των ανιψιών του, ίσως δε ακόμη και τα παιδιά εκείνων, μέχρι τον καιρό της Εξόδου. Συνεπώς, ο συνολικός αριθμός των 8.600 (ή πιθανώς των 8.300) δεν καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη ενός άλλου Αμράμ ανάμεσα στον Αμράμ το γιο του Καάθ και στον Μωυσή.
Εγείρεται ένα ερώτημα σε σχέση με τη γραμμή του υποσχεμένου Σπέρματος, του Μεσσία, στη γενεαλογία που αρχίζει από τον Ναασών, ο οποίος ήταν αρχηγός της φυλής του Ιούδα μετά την Έξοδο. Στα εδάφια Ρουθ 4:20-22, ο Ιεσσαί είναι ο πέμπτος κρίκος από τον Ναασών μέχρι τον Δαβίδ. Το χρονικό διάστημα από την Έξοδο μέχρι τον Δαβίδ είναι περίπου 400 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο ο καθένας από αυτούς τους προπάτορες του Δαβίδ πιθανόν να ήταν 100 χρονών (όπως ο Αβραάμ) όταν γεννήθηκε ο γιος του. Κάτι τέτοιο δεν είναι αδύνατον και ίσως τα πράγματα να έγιναν έτσι. Αυτοί οι γιοι που αναφέρονται στο βιβλίο της Ρουθ δεν ήταν απαραίτητα πρωτότοκοι γιοι, όπως και ο Δαβίδ δεν ήταν ο πρωτότοκος, αλλά ο νεότερος από τους πολλούς γιους του Ιεσσαί. Επίσης, ο Ιεχωβά μπορεί να έκανε τη γραμμή του Σπέρματος να ακολουθήσει αυτή τη σχεδόν θαυματουργική πορεία ώστε εκ των υστέρων να είναι φανερό ότι Εκείνος κατηύθυνε εξαρχής τα ζητήματα που αφορούσαν το υποσχεμένο Σπέρμα, όπως είχε κάνει σαφώς στις περιπτώσεις του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Φυσικά, και πάλι μπορεί να υπήρξαν σκόπιμες παραλείψεις ονομάτων σε αυτό το τμήμα των 400 ετών της Μεσσιανικής γενεαλογίας, το οποίο είναι επίσης καταγραμμένο στα εδάφια 1 Χρονικών 2:11-15· Ματθαίος 1:4-6 και Λουκάς 3:31, 32. Το γεγονός, όμως, ότι όλοι οι κατάλογοι συμφωνούν σε αυτό το τμήμα της γενεαλογίας ίσως σημαίνει ότι δεν παραλείφθηκαν ονόματα. Εντούτοις, ακόμη και αν οι χρονικογράφοι που συνέταξαν αυτούς τους καταλόγους παρέλειψαν όντως κάποια ονόματα τα οποία δεν θεώρησαν σημαντικά ή απαραίτητα για το σκοπό τους, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, διότι η υπόθεση ότι μεσολάβησαν αρκετές επιπρόσθετες γενιές δεν αντικρούει άλλες δηλώσεις της Γραφής ή τη Βιβλική χρονολόγηση.
Οι Βιβλικές Γενεαλογίες Είναι Αξιόπιστες. Ο προσεκτικός, ειλικρινής μελετητής των Βιβλικών γενεαλογιών δεν μπορεί να κατηγορήσει τους Βιβλικούς χρονικογράφους ότι υπήρξαν αμελείς, ανακριβείς ή υπερβολικοί προσπαθώντας να προσδώσουν δόξα στο έθνος τους, σε μια φυλή ή σε ένα άτομο. Πρέπει να θυμόμαστε ότι όσοι συμπεριέλαβαν γενεαλογίες στα συγγράμματά τους (για παράδειγμα, ο Έσδρας και ο Νεεμίας) ανέτρεχαν στα εθνικά αρχεία και αντλούσαν το υλικό τους από τις επίσημες πηγές που τους ήταν διαθέσιμες. (Βλέπε ΧΡΟΝΙΚΩΝ [ΒΙΒΛΙΑ].) Εκεί έβρισκαν τις πληροφορίες που χρειάζονταν. Χρησιμοποιούσαν αυτούς τους καταλόγους για να αποδεικνύουν ικανοποιητικά σε όλους ό,τι χρειαζόταν να αποδειχτεί τότε. Προφανώς, οι γενεαλογικοί τους κατάλογοι ήταν πλήρως αποδεκτοί από τους συγχρόνους τους, ανθρώπους οι οποίοι είχαν πρόσβαση στα στοιχεία και στα αρχεία. Επομένως, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση την οποία είχαν να αντιμετωπίσουν. Ο Έσδρας και ο Νεεμίας χειρίζονταν αυτά τα ζητήματα σε περιόδους αναδιοργάνωσης, και οι γενεαλογίες που συνέταξαν ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία πραγμάτων ζωτικών για την ύπαρξη του έθνους.
Αυτοί οι γενεαλογικοί κατάλογοι ήταν αναπόφευκτο να διαφέρουν κατά περιόδους, καθώς προστίθεντο καινούρια ονόματα και παραλείπονταν άλλα, ενώ συχνά, στους καταλόγους που ασχολούνταν με το πιο μακρινό παρελθόν, κατονομάζονταν μόνο οι κεφαλές των σπουδαιότερων οικογενειών. Μερικές φορές, λιγότερο σπουδαία ονόματα μπορεί να εμφανίζονταν σε ορισμένους καταλόγους επειδή ήταν επίκαιρα. Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να περιείχαν μόνο αποσπασματικούς καταλόγους. Μερικά τμήματα μπορεί να έλειπαν ή ο ίδιος ο χρονικογράφος μπορεί να παρέλειψε κάποια αποσπάσματα επειδή δεν ήταν απαραίτητα για το σκοπό του. Και δεν είναι απαραίτητα ούτε για το δικό μας σκοπό σήμερα.
Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να παρεισέφρησαν στο κείμενο λάθη αντιγραφέων, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο γραφής των ονομάτων. Αλλά αυτά δεν δημιουργούν ουσιαστικά προβλήματα στις γενεαλογικές γραμμές που είναι απαραίτητες για να κατανοήσουμε την Αγία Γραφή ούτε επηρεάζουν το θεμέλιο της Χριστιανοσύνης.
Μια προσεκτική εξέταση της Αγίας Γραφής καταρρίπτει τη λανθασμένη ιδέα που προωθείται μερικές φορές ότι οι αρχαίες γενεαλογίες στη Γένεση, κεφάλαια 5 και 11, καθώς και σε άλλα βιβλία της Γραφής περιέχουν φανταστικά ονόματα προκειμένου να εξυπηρετηθεί κάποιο δόλιο σχέδιο του χρονικογράφου. Αυτοί οι χρονικογράφοι ήταν αφιερωμένοι υπηρέτες του Ιεχωβά, όχι εθνικιστές. Ενδιαφέρονταν για το όνομα του Ιεχωβά και την πολιτεία του με το λαό του. Επιπλέον, πολλά από αυτά τα άτομα τα ανέφεραν ως πραγματικά πρόσωπα και άλλοι Βιβλικοί συγγραφείς, όπως άλλωστε και ο Ιησούς Χριστός. (Ησ 54:9· Ιεζ 14:14, 20· Ματ 24:38· Ιωα 8:56· Ρω 5:14· 1Κο 15:22, 45· 1Τι 2:13, 14· Εβρ 11:4, 5, 7, 31· Ιακ 2:25· Ιου 14) Το να αντικρούσει κανείς όλες αυτές τις μαρτυρίες θα ισοδυναμούσε με το να κατηγορήσει τον Θεό της αλήθειας ότι ψεύδεται ή ότι χρειάζεται κάποιο τέχνασμα ή εφεύρημα για να προωθήσει την πίστη στο Λόγο του. Θα ισοδυναμούσε επίσης με άρνηση της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής.
Όπως δηλώνει ο απόστολος Παύλος: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για τακτοποίηση ζητημάτων, για διαπαιδαγώγηση στη δικαιοσύνη, ώστε ο άνθρωπος του Θεού να είναι πλήρως ικανός, απόλυτα εξοπλισμένος για κάθε καλό έργο». (2Τι 3:16, 17) Επομένως, μπορούμε να εμπιστευόμαστε πλήρως τις γενεαλογίες της Αγίας Γραφής. Αυτές παρείχαν ζωτικά στατιστικά στοιχεία, όχι μόνο για την εποχή στην οποία γράφτηκαν, αλλά και για εμάς σήμερα. Χάρη σε αυτές είμαστε εντελώς βέβαιοι από γενεαλογική άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι το υποσχεμένο, το από πολλού αναμενόμενο Σπέρμα του Αβραάμ. Βοηθούμαστε πολύ να καθορίσουμε τη χρονολόγηση μέχρι τον Αδάμ, κάτι που δεν βρίσκουμε σε καμιά άλλη πηγή. Μαθαίνουμε ότι ο Θεός «έκανε από έναν άνθρωπο κάθε έθνος ανθρώπων για να κατοικούν σε ολόκληρη την επιφάνεια της γης». (Πρ 17:26) Βλέπουμε ότι αληθινά, «όταν ο Ύψιστος έδωσε στα έθνη κληρονομιά, όταν χώρισε τους γιους του Αδάμ τον έναν από τον άλλον, στερέωσε το όριο των λαών με τον αριθμό των γιων του Ισραήλ υπόψη» (Δευ 32:8), και καταλαβαίνουμε πώς συγγενεύουν τα έθνη.
Γνωρίζοντας την προέλευση της ανθρωπότητας, ότι ο Αδάμ ήταν αρχικά “γιος του Θεού” και ότι όλοι προήλθαμε από τον Αδάμ (Λου 3:38), μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλά τη δήλωση: «Όπως μέσω ενός ανθρώπου μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι ο θάνατος απλώθηκε σε όλους τους ανθρώπους, επειδή όλοι είχαν αμαρτήσει». (Ρω 5:12) Επίσης, αυτή η γνώση κάνει κατανοητό το πώς θα μπορούσε ο Ιησούς Χριστός να είναι «ο τελευταίος Αδάμ» και ο «Αιώνιος Πατέρας» και για ποιο λόγο αληθεύει ότι, «όπως σε σχέση με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι και σε σχέση με τον Χριστό όλοι θα ζωοποιηθούν». (Ησ 9:6· 1Κο 15:22, 45) Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα το σκοπό που έχει ο Θεός να ξανακάνει τους υπάκουους ανθρώπους “παιδιά του Θεού”. (Ρω 8:20, 21) Παρατηρούμε ότι η στοργική καλοσύνη του Ιεχωβά εκδηλώνεται προς εκείνους που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του «μέχρι χίλιες γενιές». (Δευ 7:9) Παρατηρούμε πόσο συνεπής είναι ως ο Θεός ο οποίος τηρεί διαθήκες και πώς διατήρησε προσεκτικά ένα ιστορικό αρχείο πάνω στο οποίο εμείς μπορούμε να οικοδομήσουμε με ασφάλεια την πίστη μας. Οι γενεαλογίες, όπως και άλλα χαρακτηριστικά της Αγίας Γραφής, αποδεικνύουν ότι ο Θεός είναι ο μεγάλος Υπομνηματογράφος και Διατηρητής της ιστορίας.—Βλέπε ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Η Συμβουλή του Παύλου Σχετικά με τις Γενεαλογίες. Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας περίπου το 61-64 Κ.Χ., είπε στον Τιμόθεο να μη δίνει προσοχή σε «ψεύτικες ιστορίες και σε γενεαλογίες, οι οποίες δεν καταλήγουν πουθενά, αλλά οδηγούν σε ερωτήματα για έρευνα μάλλον παρά σε διανομή οποιουδήποτε πράγματος από τον Θεό σε σχέση με την πίστη». (1Τι 1:4) Η σημασία αυτής της προειδοποίησης γίνεται περισσότερο αντιληπτή όταν μαθαίνουμε σε τι άκρα έφτασαν μεταγενέστερα οι Ιουδαίοι ερευνώντας τις γενεαλογίες και πόσο εξονυχιστικά ανέλυαν κάθε πιθανή αντίφαση. Το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Πεζαχίμ 62β) αναφέρει ότι «μεταξύ “Αζήλ” και “Αζήλ” [1 Χρονικών 8:38–9:44, ένα τμήμα της Αγίας Γραφής που περιέχει γενεαλογίες] υπήρχαν τετρακόσια φορτία καμήλων με επεξηγηματικές ερμηνείες!»—Εβραιοαγγλική Έκδοση του Βαβυλωνιακού Ταλμούδ (Hebrew-English Edition of the Babylonian Talmud), μετάφραση (στην αγγλική) Χ. Φρίντμαν, Λονδίνο, 1967.
Η μελέτη και οι συζητήσεις γύρω από τέτοια θέματα ήταν άσκοπες, και μάλιστα ακόμη περισσότερο την εποχή που έγραψε ο Παύλος στον Τιμόθεο. Δεν ήταν πια ζωτική η διαφύλαξη γενεαλογικών αρχείων για την πιστοποίηση της καταγωγής ενός ατόμου, εφόσον ο Θεός δεν αναγνώριζε πλέον καμιά διάκριση ανάμεσα σε Ιουδαίο και σε Εθνικό στη Χριστιανική εκκλησία. (Γα 3:28) Τα γενεαλογικά αρχεία είχαν ήδη τεκμηριώσει την καταγωγή του Χριστού μέσω της γραμμής του Δαβίδ. Επίσης, προτού περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Παύλος έγραψε αυτή τη νουθεσία, η Ιερουσαλήμ επρόκειτο να καταστραφεί, και μαζί με αυτήν και τα Ιουδαϊκά αρχεία. Ο Θεός δεν τα διαφύλαξε. Γι’ αυτό, ο Παύλος ανησυχούσε μήπως ο Τιμόθεος και οι εκκλησίες παρεκκλίνουν από το στόχο τους σπαταλώντας χρόνο σε έρευνες και σε διενέξεις γύρω από ζητήματα προσωπικών γενεαλογικών δέντρων, κάτι που δεν συνεισέφερε τίποτα στη Χριστιανική πίστη. Οι γενεαλογίες που περιέχει η Αγία Γραφή αρκούν για να αποδειχτεί η Μεσσιανική ιδιότητα του Χριστού—το γενεαλογικό ζήτημα που έχει την πρώτιστη σπουδαιότητα για τους Χριστιανούς. Οι άλλες Βιβλικές γενεαλογίες επιβεβαιώνουν την αυθεντικότητα του Γραφικού υπομνήματος, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι πρόκειται για γνήσια ιστορική αφήγηση.