ΙΑΚΩΒ
(Ιακώβ) [Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα· Αυτός που Υποσκελίζει].
1. Γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, ο νεότερος δίδυμος αδελφός του Ησαύ. Οι γονείς του Ιακώβ ήταν παντρεμένοι επί 20 χρόνια προτού γεννηθούν αυτοί οι δίδυμοι, τα μόνα παιδιά που απέκτησαν, το 1858 Π.Κ.Χ. Ο Ισαάκ ήταν τότε 60 χρονών. Όπως, λοιπόν, συνέβη και με τον Αβραάμ, οι προσευχές του Ισαάκ για απογόνους απαντήθηκαν μόνο αφού δοκιμάστηκε πρώτα στο πλήρες η υπομονή του και η πίστη του στις υποσχέσεις του Θεού.—Γε 25:20, 21, 26· Ρω 9:7-10.
Κατά την εγκυμοσύνη της, η Ρεβέκκα υπέφερε από την πάλη των διδύμων μέσα στη μήτρα της—αυτοί οι δίδυμοι, όπως εξήγησε ο Ιεχωβά, αποτελούσαν τις απαρχές δύο αντίπαλων εθνών. Επιπλέον, ο Ιεχωβά διακήρυξε ότι, αντίθετα προς το έθιμο, ο μεγαλύτερος θα υπηρετούσε τον νεότερο. Πράγματι, ο Ιακώβ, ο οποίος γεννήθηκε δεύτερος, κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ κατά τη γέννησή τους—εξού και το όνομα Ιακώβ, που σημαίνει «Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα». (Γε 25:22-26) Με αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά κατέδειξε ότι είναι ικανός να διακρίνει τη γενετική κλίση των αγέννητων ατόμων και να ασκεί την πρόγνωσή του καθώς και το δικαίωμα που έχει να ξεχωρίζει εκ των προτέρων όποιον εκλέγει για τους σκοπούς του, χωρίς να σημαίνει όμως αυτό ότι προκαθορίζει την οριστική κατάληξη των ατόμων.—Ρω 9:10-12· Ωσ 12:3.
Αντίθετα από τον αγαπημένο γιο του πατέρα του, τον Ησαύ, ο οποίος ήταν ένας άγριος, ανήσυχος, περιπλανώμενος κυνηγός, ο Ιακώβ περιγράφεται ως «άμεμπτος [εβρ., ταμ] άνθρωπος, που κατοικούσε σε σκηνές», που ζούσε μια ήσυχη ποιμενική ζωή και ήταν αξιόπιστος όσον αφορά τη φροντίδα των οικιακών υποθέσεων, άτομο για το οποίο η μητέρα του έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη. (Γε 25:27, 28) Η εβραϊκή λέξη ταμ χρησιμοποιείται αλλού για να περιγράψει εκείνους που είναι επιδοκιμασμένοι από τον Θεό. Παραδείγματος χάρη, «οι αιμοδιψείς άνθρωποι μισούν όποιον είναι άμεμπτος», αλλά ο Ιεχωβά διαβεβαιώνει ότι “το μέλλον [του άμεμπτου] ανθρώπου θα είναι ειρηνικό”. (Παρ 29:10· Ψλ 37:37) Ο Ιώβ, ένας άνθρωπος ακεραιότητας, «ήταν άμεμπτος [εβρ., ταμ] και ευθύς».—Ιωβ 1:1, 8· 2:3.
Έλαβε τα Πρωτοτόκια και την Ευλογία. Όταν πέθανε ο Αβραάμ, το 1843 Π.Κ.Χ., ο εγγονός του ο Ιακώβ ήταν 15 χρονών. Αυτό σημαίνει ότι το αγόρι είχε άφθονες ευκαιρίες να μάθει για την ένορκη διαθήκη του Θεού απευθείας από τον παππού του, όχι μόνο από τον πατέρα του. (Γε 22:15-18) Ο Ιακώβ καταλάβαινε ότι η συμμετοχή στην εκπλήρωση αυτών των θεϊκών υποσχέσεων ήταν μεγάλο προνόμιο. Τελικά, παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αγοράσει νόμιμα από τον αδελφό του τα πρωτοτόκια και όλα τα συνακόλουθά τους. (Δευ 21:15-17) Αυτή η ευκαιρία προέκυψε κάποια ημέρα όταν ο Ησαύ ήρθε από τον αγρό αποκαμωμένος και μύρισε το νόστιμο φαγητό που είχε μαγειρέψει ο αδελφός του. «Γρήγορα, σε παρακαλώ», φώναξε ο Ησαύ, «δώσε μου μια μπουκιά από το κόκκινο—αυτό εκεί το κόκκινο, γιατί είμαι κουρασμένος!» Η απάντηση του Ιακώβ ήταν: «Πούλησέ μου, πρώτα, τα δικαιώματα που έχεις ως πρωτότοκος!» «Ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκια», και έτσι η πώληση έγινε γρήγορα και επισφραγίστηκε με επίσημο όρκο. (Γε 25:29-34· Εβρ 12:16) Υπήρχαν, λοιπόν, λόγοι που ο Ιεχωβά είπε: «Εγώ αγάπησα τον Ιακώβ, τον δε Ησαύ τον μίσησα».—Ρω 9:13· Μαλ 1:2, 3.
Ήταν σωστό να υποδυθεί ο Ιακώβ τον Ησαύ;
Όταν ο Ισαάκ γέρασε και πίστεψε ότι θα πέθαινε σύντομα, έστειλε τον Ησαύ να κυνηγήσει κάποιο θήραμα, λέγοντας: «Ας φάω, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου προτού πεθάνω». Ωστόσο, η Ρεβέκκα άκουσε τη συζήτηση και έστειλε γρήγορα τον Ιακώβ να φέρει δύο κατσικάκια ώστε να ετοιμάσει αυτή ένα νόστιμο γεύμα για τον Ισαάκ. Επίσης είπε στον Ιακώβ: «Θα το φέρεις στον πατέρα σου και θα το φάει, για να σε ευλογήσει πριν από το θάνατό του». Έβαλε μάλιστα τα δέρματα από τα κατσικάκια πάνω στα χέρια και στο λαιμό του Ιακώβ ώστε να νομίσει ο Ισαάκ, όταν θα ψηλαφούσε τον Ιακώβ, ότι αυτός ήταν ο Ησαύ. Όταν ο Ιακώβ πήγε το φαγητό στον πατέρα του, ο Ισαάκ τον ρώτησε: «Ποιος είσαι, γιε μου;» Και ο Ιακώβ απάντησε: «Είμαι ο Ησαύ ο πρωτότοκός σου». Ο Ιακώβ ήξερε καλά ότι από νομική άποψη είχε το δικαίωμα να παίξει το ρόλο του Ησαύ, του πρωτοτόκου του Ισαάκ. Ο Ισαάκ ψηλάφησε τον Ιακώβ για να διαπιστώσει αν ήταν πράγματι ο Ησαύ ή όχι, και είπε: «Η φωνή είναι η φωνή του Ιακώβ, αλλά τα χέρια είναι τα χέρια του Ησαύ». Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση είχε αίσιο τέλος, και όπως λέει η αφήγηση: «Τον ευλόγησε». (Γε 27:1-29) Ήταν σωστό αυτό που έκαναν η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ;
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Ιακώβ δικαιούνταν την ευλογία. Πριν από τη γέννηση των διδύμων, ο Ιεχωβά είχε πει στη Ρεβέκκα: «Ο μεγαλύτερος θα υπηρετεί τον νεότερο». (Γε 25:23) Αργότερα, σε αρμονία με την τάση που είχε ήδη διαβλέψει ο Ιεχωβά και η οποία τον είχε κάνει να αγαπήσει τον Ιακώβ περισσότερο από τον Ησαύ, ο Ησαύ πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον Ιακώβ για μια κούπα φαγητό και μόνο.—Γε 25:29-34.
Η Γραφική αφήγηση δεν αναφέρει σε ποιο βαθμό ήταν ενήμερος ο Ισαάκ για αυτά τα στοιχεία που υποδείκνυαν το ποιος έπρεπε να λάβει την ευλογία. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς γιατί η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ χειρίστηκαν το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι και οι δύο ήξεραν πως η ευλογία ανήκε στον Ιακώβ. Ο Ιακώβ δεν υποκρίθηκε κακόβουλα ώστε να πάρει κάτι που δεν του ανήκε δικαιωματικά. Η Αγία Γραφή δεν καταδικάζει αυτό που έκαναν η Ρεβέκκα και ο Ιακώβ. Το αποτέλεσμα ήταν να λάβει ο Ιακώβ τη δικαιωματική ευλογία. Ο ίδιος ο Ισαάκ διέκρινε προφανώς ότι είχε επιτελεστεί το θέλημα του Ιεχωβά. Λίγο αργότερα, όταν έστειλε τον Ιακώβ στη Χαρράν για να βρει σύζυγο, ο Ισαάκ ευλόγησε περαιτέρω τον Ιακώβ και δήλωσε συγκεκριμένα: «Ο Θεός ο Παντοδύναμος . . . θα δώσει σε εσένα την ευλογία του Αβραάμ». (Γε 28:3, 4· παράβαλε Εβρ 11:20.) Κατάλληλα, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης ήταν σύμφωνο με το σκοπό του Ιεχωβά. Η Αγία Γραφή δηλώνει ξεκάθαρα το δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτή την αφήγηση, προειδοποιώντας μας να προσέχουμε ώστε «να μην υπάρχει πόρνος ούτε κάποιος που δεν εκτιμάει τα ιερά πράγματα, όπως ο Ησαύ, ο οποίος σε αντάλλαγμα για ένα γεύμα έδωσε τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος».—Εβρ 12:16.
Η Μετακίνηση του Ιακώβ στην Παδάν-αράμ. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 529) Ο Ιακώβ ήταν 77 χρονών όταν έφυγε από τη Βηρ-σαβεέ για να πάει στη γη των προπατόρων του, μια γη στην οποία έζησε τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του. (Γε 28:10· 31:38) Αφού διένυσε περίπου 100 χλμ. οδεύοντας ΒΒΑ, διανυκτέρευσε στη Λουζ (Βαιθήλ), στους λόφους του Ιούδα, και χρησιμοποίησε μια πέτρα για προσκεφάλι του. Εκεί, καθώς ονειρευόταν, είδε μια σκάλα, δηλαδή μια σειρά από σκαλοπάτια, η οποία έφτανε στους ουρανούς και πάνω στην οποία ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι. Στο όνειρό του, είδε στην κορυφή της σκάλας τον Ιεχωβά, ο οποίος επιβεβαίωσε τότε προς τον Ιακώβ τη θεϊκή διαθήκη που είχε γίνει με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ.—Γε 28:11-13· 1Χρ 16:16, 17.
Σε αυτή τη διαθήκη, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Ιακώβ ότι θα τον πρόσεχε και θα τον φύλαγε και δεν θα τον εγκατέλειπε, μέχρι να γίνει δική του η γη πάνω στην οποία ήταν ξαπλωμένος και μέχρι να γίνει το σπέρμα του πολυάριθμο σαν τους κόκκους του χώματος της γης. Επιπλέον, «μέσω εσένα, καθώς και μέσω του σπέρματός σου, όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους». (Γε 28:13-15) Όταν ο Ιακώβ συνειδητοποίησε πλήρως τη σημασία αυτού που συνέβη εκείνη τη νύχτα, αναφώνησε: «Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος! Αυτός δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού». Γι’ αυτό, μετονόμασε τη Λουζ σε Βαιθήλ, που σημαίνει «Οίκος του Θεού», και έστησε μια στήλη την οποία έχρισε ως μάρτυρα αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη για την υπόσχεση που του έδωσε ο Θεός ότι θα τον στηρίξει, ο Ιακώβ ευχήθηκε επίσης ότι θα έδινε εξάπαντος στον Ιεχωβά το ένα δέκατο από όλα όσα θα λάβαινε.—Γε 28:16-22.
Συνεχίζοντας το ταξίδι του, ο Ιακώβ συνάντησε τελικά την εξαδέλφη του τη Ραχήλ κοντά στη Χαρράν, και ο πατέρας της ο Λάβαν, ο αδελφός της μητέρας του Ιακώβ, τον κάλεσε να μείνει μαζί τους. Ο Ιακώβ αγάπησε τη Ραχήλ και έκανε συμφωνία με τον πατέρα της να εργαστεί για αυτόν εφτά χρόνια αν του την έδινε για σύζυγο. Τα χρόνια που πέρασαν του φάνηκαν «σαν λίγες ημέρες»—τόσο βαθιά ήταν η αγάπη του για τη Ραχήλ. Ωστόσο, στην τελετή του γάμου ο Λάβαν αντικατέστησε δόλια τη Ραχήλ με τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Λεία, με την εξής αιτιολογία: «Δεν συνηθίζεται . . . να δίνουμε τη νεότερη γυναίκα πριν από την πρωτότοκη». Αφού ο Ιακώβ γιόρτασε αυτόν το γάμο επί μία εβδομάδα, ο Λάβαν τού έδωσε για σύζυγο και τη Ραχήλ με τη συμφωνία να εργαστεί ο Ιακώβ άλλα εφτά χρόνια ως αντάλλαγμα για αυτήν. Ο Λάβαν έδωσε επίσης στη Λεία και στη Ραχήλ δύο υπηρέτριες, τη Ζελφά και τη Βαλλά αντίστοιχα.—Γε 29:1-29· Ωσ 12:12.
Από αυτή τη γαμήλια διευθέτηση, ο Ιεχωβά άρχισε να οικοδομεί ένα μεγάλο έθνος. Η Λεία γέννησε στον Ιακώβ διαδοχικά τέσσερις γιους: τον Ρουβήν, τον Συμεών, τον Λευί και τον Ιούδα. Τότε η Ραχήλ, βλέποντας ότι εξακολουθούσε να είναι στείρα, έδωσε στον Ιακώβ τη δούλη της τη Βαλλά και, μέσω αυτής, απέκτησε δύο γιους, τον Δαν και τον Νεφθαλί. Σε αυτό το διάστημα η Λεία ήταν στείρα. Έτσι λοιπόν, έδωσε και αυτή στον Ιακώβ τη δούλη της τη Ζελφά και απέκτησε δύο γιους από αυτή την ένωση, συγκεκριμένα, τον Γαδ και τον Ασήρ. Κατόπιν η Λεία άρχισε και πάλι να γεννάει παιδιά—πρώτα τον Ισσάχαρ, μετά τον Ζαβουλών και τέλος μια κόρη που ονομάστηκε Δείνα. Τελικά έμεινε και η Ραχήλ έγκυος και γέννησε τον Ιωσήφ. Κατά συνέπεια, μέσα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο εφτά ετών, ο Ιακώβ ευλογήθηκε με πολλά παιδιά.—Γε 29:30–30:24.
Ο Ιακώβ Γίνεται Πλούσιος Προτού Φύγει από τη Χαρράν. Όταν συμπληρώθηκαν τα 14 χρόνια που είχε συμφωνήσει να εργαστεί για την απόκτηση των συζύγων του, ο Ιακώβ ανυπομονούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αλλά ο Λάβαν, βλέποντας πόσο τον είχε ευλογήσει ο Ιεχωβά χάρη στον Ιακώβ, επέμενε να συνεχίσει να επιβλέπει ο Ιακώβ τα ποίμνιά του, λέγοντάς του μάλιστα να καθορίσει ο ίδιος το μισθό του. Σε εκείνο το μέρος του κόσμου, τα γιδοπρόβατα είναι γενικά μονόχρωμα—τα πρόβατα είναι λευκά ενώ τα κατσίκια μαύρα. Ο Ιακώβ, λοιπόν, ζήτησε να του δίνονται μόνο τα γιδοπρόβατα που είχαν ασυνήθιστα χρώματα ή σημάδια—όλα τα πρόβατα που είχαν χρώμα σκούρο καφετί και όλα τα κατσίκια που είχαν κάποια λευκά σημάδια. «Θαυμάσια!» ήταν η απάντηση του Λάβαν. Και για να κρατήσει το μισθό όσο χαμηλότερο γινόταν, ο Λάβαν, ύστερα από υπόδειξη του Ιακώβ, ξεχώρισε από τα ποίμνια όλα τα κατσίκια που είχαν ραβδώσεις, ήταν πιτσιλωτά και είχαν χρωματιστές κηλίδες, καθώς και τα νεαρά κριάρια που είχαν χρώμα σκούρο καφετί, και τα έδωσε στους γιους του για να τα φροντίζουν, θέτοντας μάλιστα ανάμεσα στα δύο ποίμνια μια απόσταση τριών ημερών για να εμποδίσει οποιαδήποτε διασταύρωση μεταξύ τους. Στον Ιακώβ θα ανήκαν μόνο όσα ζώα γεννιούνταν στο εξής με ασυνήθιστα χρώματα.—Γε 30:25-36.
Ο Ιακώβ, λοιπόν, άρχισε τώρα να βόσκει αποκλειστικά τα πρόβατα που είχαν φυσιολογικό χρώμα και τα κατσίκια που δεν είχαν σημάδια. Εντούτοις, εργάστηκε σκληρά και έκανε κάτι που πίστευε ότι θα μεγάλωνε τον αριθμό των ζώων τα οποία θα είχαν διαφορετικό χρώμα. Πήρε χλωρές βέργες από αγριοκυδωνιά, αμυγδαλιά και πλάτανο και τις ξεφλούδισε με τέτοιον τρόπο ώστε να τους δώσει ραβδωτή και πιτσιλωτή όψη. Στη συνέχεια τις έβαλε μέσα στις ποτίστρες των ζώων, στα αυλάκια, πιστεύοντας προφανώς ότι, αν τα ζώα έβλεπαν τις ραβδώσεις όταν ήταν έτοιμα για ζευγάρωμα, θα υπήρχε μια προγεννητική επίδραση που θα παρήγε γόνους με κηλίδες ή ασυνήθιστο χρώμα. Ο Ιακώβ φρόντιζε επίσης να βάζει τις βέργες στις ποτίστρες μόνο όταν ήταν έτοιμα για ζευγάρωμα τα δυνατότερα και πιο εύρωστα ζώα.—Γε 30:37-42.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα; Τα ζώα που γεννιούνταν με ασυνήθιστα σημάδια ή χρώματα—και επομένως θα αποτελούσαν το μισθό του Ιακώβ—ήταν περισσότερα από τα συνηθισμένα, μονόχρωμα ζώα, τα οποία επρόκειτο να ανήκουν στον Λάβαν. Εφόσον επιτεύχθηκαν τα επιθυμητά αποτελέσματα, ο Ιακώβ ίσως νόμισε ότι αυτό οφειλόταν στο τέχνασμά του με τις ραβδωτές βέργες. Χωρίς αμφιβολία, σε αυτή την περίπτωση είχε και αυτός την εσφαλμένη αντίληψη που διακρατούσαν πολλοί άνθρωποι, δηλαδή ότι τέτοια πράγματα μπορούν να ασκήσουν επίδραση στους γόνους. Ωστόσο, σε ένα όνειρο ο Δημιουργός του τον δίδαξε κάτι διαφορετικό.
Στο όνειρό του ο Ιακώβ έμαθε ότι η επιτυχία του οφειλόταν σε ορισμένες αρχές της γενετικής, και όχι στις βέργες. Μολονότι ο Ιακώβ έβοσκε αποκλειστικά μονόχρωμα ζώα, εντούτοις το όραμα αποκάλυψε ότι οι τράγοι είχαν ραβδώσεις, ήταν πιτσιλωτοί και είχαν στίγματα. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Προφανώς επρόκειτο για υβρίδια, έστω και αν είχαν ομοιόμορφο χρώμα—ζώα τα οποία ήταν αποτέλεσμα της διασταύρωσης που λάβαινε χώρα στο ποίμνιο του Λάβαν προτού αρχίσει να λαβαίνει το μισθό του ο Ιακώβ. Έτσι λοιπόν, ορισμένα από αυτά έφεραν στα αναπαραγωγικά τους κύτταρα τους κληρονομικούς παράγοντες για τη γέννηση διάστικτων και πιτσιλωτών ζώων σε μελλοντικές γενιές, σύμφωνα με τους νόμους της κληρονομικότητας τους οποίους ανακάλυψε το 19ο αιώνα ο Γκρέγκορ Μέντελ.—Γε 31:10-12.
Στα έξι χρόνια που ο Ιακώβ εργάστηκε υπό αυτή τη διευθέτηση, ο Ιεχωβά τον ευλόγησε σε μεγάλο βαθμό και τον έκανε να ευημερήσει, αυξάνοντας όχι μόνο τα ποίμνιά του αλλά και τον αριθμό των υπηρετών, των καμήλων και των γαϊδουριών του, και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Λάβαν άλλαζε συνέχεια το συμφωνημένο μισθό. Τελικά, «ο αληθινός Θεός της Βαιθήλ» έδωσε στον Ιακώβ την οδηγία να επιστρέψει στην Υποσχεμένη Γη.—Γε 30:43· 31:1-13, 41.
Επιστροφή στην Υποσχεμένη Γη. Ο Ιακώβ, φοβούμενος ότι ο Λάβαν θα επιχειρούσε και πάλι να τον εμποδίσει να φύγει από τη δούλεψή του, πήρε κρυφά τις συζύγους και τα παιδιά του, καθώς και όλα όσα του ανήκαν, πέρασε τον ποταμό Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τη Χαναάν. Ενόσω σχεδίαζε αυτή την κίνηση, ο Ιακώβ ίσως έβοσκε τα ποίμνιά του κοντά στον Ευφράτη, όπως υποδεικνύουν τα εδάφια Γένεση 31:4, 21. Εκείνο το διάστημα ο Λάβαν έλειπε επειδή κούρευε τα ποίμνιά του και δεν πληροφορήθηκε την αναχώρηση του Ιακώβ παρά τρεις ημέρες αφότου εκείνος είχε φύγει. Μπορεί να πέρασε και άλλος χρόνος μέχρι να ολοκληρώσει την κουρά και να προετοιμαστεί για να καταδιώξει τον Ιακώβ με τις δυνάμεις του. Συνολικά, αυτό πρέπει να έδωσε στον Ιακώβ επαρκή χρόνο για να κατεβεί με τα αργοκίνητα ποίμνιά του μέχρι την ορεινή περιοχή της Γαλαάδ, προτού τον προφτάσει ο Λάβαν. Η απόσταση από τη Χαρράν δεν ήταν μικρότερη από 560 χλμ., αλλά ο Λάβαν και οι συγγενείς του θα μπορούσαν να την καλύψουν εύκολα μέσα σε εφτά ημέρες καλπάζοντας με καμήλες.—Γε 31:14-23.
Όταν ο Λάβαν, καταδιώκοντάς τους, βρήκε τον καταυλισμό τους λίγα χιλιόμετρα Β του Ιαβόκ, απαίτησε από τον Ιακώβ να εξηγήσει γιατί είχε φύγει χωρίς να τον αφήσει να φιλήσει και να αποχαιρετήσει τα παιδιά του και τα εγγόνια του, και γιατί είχε κλέψει τους θεούς του. (Γε 31:24-30) Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση ήταν μάλλον προφανής—φοβόταν ότι ο Λάβαν δεν θα τον άφηνε να φύγει. Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, ο Ιακώβ δεν ήξερε τίποτα για κάποια κλοπή, και η έρευνα που έγινε δεν αποκάλυψε ότι η Ραχήλ είχε όντως κλέψει τα οικογενειακά θεραφίμ και τα είχε κρύψει στο καλάθι του σαμαριού της καμήλας της.—Γε 31:31-35.
Μία εξήγηση για τις ενέργειες της Ραχήλ και την ανησυχία του Λάβαν είναι η εξής: «Η κατοχή των εφέστιων θεών προσδιόριζε ένα άτομο ως το νόμιμο κληρονόμο, πράγμα που εξηγεί την αγωνία του Λάβαν, όπως φαίνεται από το εδάφιο Γέν. 31:26 και κάτω, καθώς ζητούσε να πάρει πίσω τους εφέστιους θεούς του από τον Ιακώβ».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 220, υποσ. 51.
Όταν η φιλονικία τους διευθετήθηκε ειρηνικά, ο Ιακώβ έστησε μια πέτρινη στήλη και κατόπιν έφτιαξε έναν σωρό από πέτρες, ο οποίος έμεινε εκεί πολλά χρόνια ως μάρτυρας της διαθήκης ειρήνης που είχαν συνάψει οι δύο άντρες με ένα τελετουργικό γεύμα. Τα ονόματα που δόθηκαν σε αυτόν τον πέτρινο σωρό ήταν Γαλεέδ (που σημαίνει «Σωρός Μαρτυρίας») και Η Σκοπιά.—Γε 31:36-55.
Ο Ιακώβ ανυπομονούσε τώρα να κάνει ειρήνη και με τον αδελφό του τον Ησαύ, τον οποίο δεν είχε δει επί 20 και πλέον χρόνια. Για να κατευνάσει οποιοδήποτε μίσος που μπορεί να υπέβοσκε ακόμη στον αδελφό του, ο Ιακώβ έστειλε με μια προπομπή πλούσια δώρα για τον Ησαύ—εκατοντάδες γιδοπρόβατα, καθώς και πολλές καμήλες, γαϊδούρια και βοοειδή. (Γε 32:3-21) Ο Ιακώβ είχε φύγει από τη Χαναάν μη έχοντας ουσιαστικά τίποτα, αλλά τώρα, χάρη στην ευλογία του Ιεχωβά, επέστρεφε πλούσιος.
Γιατί ο άγγελος με τον οποίο πάλεψε ο Ιακώβ τον έκανε να κουτσαίνει;
Τη νύχτα που ο Ιακώβ και το σπιτικό του διάβηκαν τον Ιαβόκ πηγαίνοντας Ν για να συναντήσουν τον Ησαύ, ο Ιακώβ είχε την εξαιρετικά ασυνήθιστη εμπειρία να παλέψει με έναν άγγελο, και λόγω της εμμονής που εκδήλωσε μετονομάστηκε σε Ισραήλ, που σημαίνει «Εκείνος που Αναμετριέται (Εμμένει στην Αναμέτρησή Του) με τον Θεό· ή, Ο Θεός Αναμετριέται». (Γε 32:22-28) Έκτοτε και τα δύο ονόματα συχνά εμφανίζονται μαζί σε εβραϊκούς ποιητικούς παραλληλισμούς. (Ψλ 14:7· 22:23· 78:5, 21, 71· 105:10, 23) Στη διάρκεια αυτής της πάλης ο άγγελος άγγιξε την κοιλότητα της άρθρωσης του μηρού του Ιακώβ με αποτέλεσμα να κουτσαίνει ο Ιακώβ στην υπόλοιπη ζωή του, κάτι που συνέβη ίσως για να τον διδάξει ταπεινοφροσύνη, καθώς θα του υπενθύμιζε διαρκώς να μην εξυψώνεται υπερβολικά για τη θεόδοτη ευημερία του ή για το ότι είχε παλέψει με έναν άγγελο. Σε ανάμνηση αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων, ο Ιακώβ ονόμασε εκείνον τον τόπο Φανουήλ.—Γε 32:25, 30-32.
Αφού ολοκληρώθηκε η φιλική συνάντηση του Ιακώβ με τον Ησαύ, οι δίδυμοι αδελφοί, οι οποίοι ήταν τώρα περίπου 97 χρονών, ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο του και πιθανώς δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο όταν έθαψαν μαζί τον πατέρα τους τον Ισαάκ, έπειτα από 23 περίπου χρόνια. Ο Ησαύ κατευθύνθηκε Ν προς το Σηείρ, παίρνοντας μαζί του τα δώρα του, ενώ ο Ιακώβ στράφηκε Β και διάβηκε πάλι τον Ιαβόκ.—Γε 33:1-17· 35:29.
Τα Επόμενα 33 Χρόνια που Έζησε ως Πάροικος. Αφού αποχωρίστηκε από τον Ησαύ, ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Σοκχώθ. Αυτή ήταν η πρώτη τοποθεσία στην οποία έμεινε ο Ιακώβ για κάποιο χρονικό διάστημα αφότου επέστρεψε από την Παδάν-αράμ. Δεν αναφέρεται πόσο καιρό παρέμεινε εδώ, αλλά ίσως ήταν μερικά χρόνια, εφόσον έχτισε ένα μόνιμο οικοδόμημα για κατοικία του, καθώς και στέγαστρα, δηλαδή κάποιου είδους στάβλους, για τα ζώα του.—Γε 33:17.
Η επόμενη μετακίνηση του Ιακώβ ήταν προς τα δυτικά. Διασχίζοντας τον Ιορδάνη, έφτασε κοντά στη Συχέμ, όπου αγόρασε γη από τους γιους του Εμμώρ δίνοντας «εκατό κομμάτια χρήματος [εβρ., κεσιτάχ]». (Γε 33:18-20· Ιη 24:32) Η αξία εκείνης της αρχαίας μονάδας χρήματος, του κεσιτάχ, δεν είναι γνωστή σήμερα, αλλά, συνολικά, εκατό τέτοια κομμάτια ίσως να ισοδυναμούσαν με μια υπολογίσιμη ποσότητα ζυγισμένου ασημιού, δεδομένου ότι εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχαν νομίσματα.
Στη Συχέμ ήταν που η κόρη του Ιακώβ, η Δείνα, άρχισε να συναναστρέφεται τις Χαναναίες, πράγμα που οδήγησε στο βιασμό της από τον Συχέμ, το γιο του αρχηγού Εμμώρ. Ως επακόλουθο αυτού του περιστατικού, τα πράγματα γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχο του Ιακώβ—οι γιοι του σκότωσαν κάθε άρρενα κάτοικο της Συχέμ, αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά, οικειοποιήθηκαν όλη την περιουσία και όλο τον πλούτο της κοινότητας και έκαναν τον πατέρα τους τον Ιακώβ δυσωδία στους κατοίκους του τόπου.—Γε 34:1-31.
Κατόπιν ο Ιακώβ έλαβε από τον Θεό την εντολή να φύγει από τη Συχέμ και να κατεβεί στη Βαιθήλ, όπως και έκανε. Ωστόσο, προτού ξεκινήσει, έβαλε τα μέλη του σπιτικού του να καθαριστούν, να αλλάξουν τα ενδύματά τους και να αφαιρέσουν όλους τους ψεύτικους θεούς τους (στους οποίους ίσως περιλαμβάνονταν και τα θεραφίμ του Λάβαν) καθώς και τα σκουλαρίκια που μπορεί να φορούσαν ως φυλαχτά. Αυτά ο Ιακώβ τα έκρυψε θάβοντάς τα κοντά στη Συχέμ.—Γε 35:1-4.
Η Βαιθήλ, ο «Οίκος του Θεού», είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Ιακώβ, διότι εδώ, ίσως περίπου 30 χρόνια νωρίτερα, ο Ιεχωβά τού είχε μεταβιβάσει την Αβραμιαία διαθήκη. Τώρα, αφού ο Ιακώβ έχτισε ένα θυσιαστήριο σε αυτόν τον μεγάλο Θεό των προπατόρων του, ο Ιεχωβά επανέλαβε τη διαθήκη και επίσης επιβεβαίωσε τη μετονομασία του Ιακώβ σε Ισραήλ. Στη συνέχεια ο Ιακώβ έστησε μια στήλη πάνω στην οποία έκανε σπονδή και έχυσε λάδι σε ανάμνηση αυτών των βαρυσήμαντων γεγονότων. Επιπλέον, ενόσω παρεπιδημούσαν εδώ στη Βαιθήλ, πέθανε και θάφτηκε η παραμάνα της μητέρας του, η Δεββώρα.—Γε 35:5-15.
Και πάλι δεν γνωρίζουμε πόσο καιρό έμεινε ο Ιακώβ στη Βαιθήλ. Φεύγοντας από εκεί και κατευθυνόμενοι Ν, και ενώ απείχαν ακόμη αρκετά από τη Βηθλεέμ (Εφράθ), έπιασαν τη Ραχήλ οι πόνοι της γέννας και καθώς αγωνιζόταν να γεννήσει το δεύτερο γιο της, τον Βενιαμίν, πέθανε. Ο Ιακώβ έθαψε εκεί την αγαπημένη του Ραχήλ και έστησε μια στήλη για να φαίνεται πού ήταν ο τάφος της.—Γε 35:16-20.
Αυτός ο άντρας, ο Ισραήλ, έχοντας ευλογηθεί πλήρως με 12 γιους, από τους οποίους θα προέρχονταν οι 12 φυλές του Ισραήλ, συνέχισε να ταξιδεύει νοτιότερα. Ο επόμενος καταυλισμός του αναφέρεται ότι βρισκόταν «σε κάποια απόσταση από τον πύργο Εδέρ», πράγμα που τον τοποθετεί κάπου ανάμεσα στη Βηθλεέμ και στη Χεβρών. Ενόσω έμεναν εκεί, ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ρουβήν, είχε σεξουαλικές σχέσεις με την παλλακίδα του πατέρα του τη Βαλλά, τη μητέρα του Δαν και του Νεφθαλί. Ο Ρουβήν μπορεί να νόμιζε ότι ο πατέρας του ο Ιακώβ ήταν τόσο ηλικιωμένος που δεν μπορούσε να αντιδράσει, αλλά ο Ιεχωβά αποδοκίμασε αυτή του την ενέργεια, και για την αιμομεικτική πράξη του ο Ρουβήν έχασε τα δικαιώματα του πρωτοτόκου.—Γε 35:21-26· 49:3, 4· Δευ 27:20· 1Χρ 5:1.
Ίσως προτού πουληθεί ο γιος του ο Ιωσήφ ως δούλος στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ μετέφερε την κατοικία του νοτιότερα, στη Χεβρών, όπου ζούσε ακόμη ο ηλικιωμένος πατέρας του ο Ισαάκ, αλλά δεν είναι βέβαιο πότε έλαβε χώρα αυτή η μετακίνηση.—Γε 35:27.
Κάποια ημέρα ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ (ο οποίος ήταν τώρα 17 χρονών) να δει πώς περνούσαν οι αδελφοί του ενώ έβοσκαν τα ποίμνια του πατέρα τους. Όταν ο Ιωσήφ τούς εντόπισε τελικά στη Δωθάν, περίπου 100 χλμ. Β της Χεβρών, εκείνοι τον άρπαξαν και τον πούλησαν σε ένα καραβάνι εμπόρων που πήγαινε στην Αίγυπτο. Αυτό συνέβη το 1750 Π.Κ.Χ. Κατόπιν έκαναν τον πατέρα τους να πιστέψει ότι ο Ιωσήφ είχε σκοτωθεί από κάποιο θηρίο. Πολλές ημέρες θρηνούσε ο Ιακώβ για την απώλεια, αρνούμενος να παρηγορηθεί και λέγοντας: «Πενθώντας θα κατεβώ στο γιο μου μέσα στον Σιεόλ!» (Γε 37:2, 3, 12-36) Ο θάνατος του πατέρα του, του Ισαάκ, το 1738 Π.Κ.Χ. επέτεινε ακόμη περισσότερο τη θλίψη του.—Γε 35:28, 29.
Η Μετακίνηση στην Αίγυπτο. Δέκα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Ισαάκ, μια εκτεταμένη πείνα ανάγκασε τον Ιακώβ να στείλει δέκα από τους γιους του στην Αίγυπτο για να πάρουν δημητριακά. Ο Βενιαμίν έμεινε πίσω. Ο διαχειριστής του Φαραώ που ήταν υπεύθυνος για τα τρόφιμα, ο Ιωσήφ, αναγνώρισε τους αδελφούς του και απαίτησε να φέρουν μαζί τους στην Αίγυπτο το νεότερο αδελφό τους, τον Βενιαμίν. (Γε 41:57· 42:1-20) Ωστόσο, όταν ο Ιακώβ πληροφορήθηκε αυτή την απαίτηση, αρνήθηκε στην αρχή να τον αφήσει να φύγει, φοβούμενος μήπως συμβεί κάποιο κακό σε αυτόν τον αγαπημένο γιο των γηρατειών του· εκείνη την εποχή ο Βενιαμίν ήταν τουλάχιστον 22 χρονών. (Γε 42:29-38) Μόνο αφού κατανάλωσαν όλη την τροφή που είχαν πάρει από την Αίγυπτο δέχτηκε τελικά ο Ιακώβ να αφήσει τον Βενιαμίν να φύγει.—Γε 43:1-14· Πρ 7:12.
Μετά τη συμφιλίωση του Ιωσήφ με τους αδελφούς του, ο Ιακώβ και ολόκληρο το σπιτικό του, μαζί με όλα τα κοπάδια και τα υπάρχοντά τους, προσκλήθηκαν να κατεβούν στην εύφορη γη Γεσέν, στο Δέλτα της Αιγύπτου, επειδή η μεγάλη πείνα επρόκειτο να διαρκέσει άλλα πέντε χρόνια. Μάλιστα ο Φαραώ τούς βοήθησε προμηθεύοντάς τους άμαξες και τροφή. (Γε 45:9-24) Καθ’ οδόν προς το νότο, ο Ιεχωβά διαβεβαίωσε τον Ιακώβ ότι αυτή η μετακίνηση είχε την ευλογία και την επιδοκιμασία του. (Γε 46:1-4) Όλες οι ψυχές που υπολογίστηκαν ως μέλη του σπιτικού του Ιακώβ—μεταξύ των οποίων ο Μανασσής, ο Εφραΐμ και άλλοι που μπορεί να γεννήθηκαν στην Αίγυπτο προτού πεθάνει ο Ιακώβ—ήταν 70 σε αριθμό. (Γε 46:5-27· Εξ 1:5· Δευ 10:22) Σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβανόταν η Λεία, η οποία είχε πεθάνει στην Υποσχεμένη Γη (Γε 49:31), ούτε οι κόρες του που δεν κατονομάζονται ή οι σύζυγοι των γιων του.—Γε 46:26· παράβαλε Γε 37:35.
Λίγο μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο το 1728 Π.Κ.Χ., ο Ιακώβ φέρθηκε στην αυλή του Φαραώ και εκεί χαιρέτησε το βασιλιά με μια ευλογία. Ο Ιακώβ προσδιόρισε τον εαυτό του ως πάροικο (σαν τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, εφόσον, όπως εκείνοι, έτσι και αυτός δεν είχε κληρονομήσει τη γη που είχε υποσχεθεί ο Θεός). Όταν ρωτήθηκε για την ηλικία του, ο Ιακώβ απάντησε ότι ήταν 130 χρονών αλλά ότι οι δικές του ημέρες υπήρξαν «λίγες και οδυνηρές», συγκρινόμενες με των προπατόρων του.—Γε 47:7-10.
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ιακώβ ευλόγησε τους εγγονούς του, τους γιους του Ιωσήφ, και υπό θεϊκή κατεύθυνση έβαλε τον νεότερο Εφραΐμ πριν από τον μεγαλύτερο Μανασσή. Κατόπιν, απευθυνόμενος στον Ιωσήφ, ο οποίος θα έπαιρνε τη διπλή μερίδα κληρονομιάς του πρωτοτόκου, ο Ιακώβ δήλωσε: «Εγώ σου δίνω ένα ύψωμα γης παραπάνω από ό,τι στους αδελφούς σου, το οποίο πήρα από το χέρι των Αμορραίων με το σπαθί μου και με το τόξο μου». (Γε 48:1-22· 1Χρ 5:1) Δεδομένου ότι ο Ιακώβ είχε αγοράσει ειρηνικά το χωράφι κοντά στη Συχέμ από τους γιους του Εμμώρ (Γε 33:19, 20), φαίνεται ότι αυτή η υπόσχεση που έδωσε στον Ιωσήφ αποτελούσε έκφραση της πίστης του, μέσω της οποίας μίλησε προφητικά για τη μελλοντική κατάκτηση της Χαναάν από τους απογόνους του σαν να είχε ήδη επιτελεστεί με το δικό του σπαθί και το δικό του τόξο. (Βλέπε ΑΜΟΡΡΑΙΟΣ.) Η διπλή μερίδα του Ιωσήφ σε εκείνη την κατακτημένη γη αποτελούνταν από τα δύο μερίδια που παραχωρήθηκαν στις φυλές του Εφραΐμ και του Μανασσή.
Προτού πεθάνει, ο Ιακώβ συγκέντρωσε τη δύναμη που χρειαζόταν για να ευλογήσει τους 12 γιους του, τον καθένα ξεχωριστά. (Γε 49:1-28) Εκδήλωσε πίστη στην επεξεργασία των σκοπών του Ιεχωβά. (Εβρ 11:21) Λόγω της πίστης του και λόγω του ότι ο Ιεχωβά επιβεβαίωσε συγκεκριμένα προς αυτόν την Αβραμιαία διαθήκη περί ευλογιών, οι Γραφές αναφέρονται συχνά στον Ιεχωβά ως τον Θεό, όχι μόνο του Αβραάμ και του Ισαάκ, αλλά και του Ιακώβ.—Εξ 3:6· 1Χρ 29:18· Ματ 22:32.
Τελικά, το 1711 Π.Κ.Χ., έπειτα από 17 χρόνια κατοίκησης στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ πέθανε σε ηλικία 147 ετών. (Γε 47:27, 28) Έτσι λοιπόν, τελείωσε η ιστορική περίοδος που καλύπτει τα γεγονότα από τη γέννηση του Ιακώβ ως το θάνατό του—μια ιστορία που καταλαμβάνει τις μισές και πλέον σελίδες του βιβλίου της Γένεσης. (Κεφ. 25-50) Σύμφωνα με την επιθυμία του Ιακώβ να θαφτεί στη Χαναάν, ο Ιωσήφ έβαλε πρώτα τους Αιγύπτιους γιατρούς να ταριχεύσουν το σώμα του πατέρα του προετοιμάζοντάς το για το ταξίδι. Κατόπιν ξεκίνησε από την Αίγυπτο μια μεγάλη νεκρική πομπή, όπως άρμοζε στην εξέχουσα θέση που κατείχε ο γιος του ο Ιωσήφ. Όταν έφτασαν στην περιοχή του Ιορδάνη, έκαναν τελετές πένθους επί εφτά ημέρες, και έπειτα οι γιοι του Ιακώβ έθαψαν τον πατέρα τους στη σπηλιά Μαχπελάχ, όπου είχαν τοποθετηθεί ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.—Γε 49:29-33· 50:1-14.
2. Οι προφήτες χρησιμοποιούσαν συχνά το όνομα Ιακώβ με μεταφορική έννοια, αναφερόμενοι στο έθνος που καταγόταν από τον πατριάρχη. (Ησ 9:8· 27:9· Ιερ 10:25· Ιεζ 39:25· Αμ 6:8· Μιχ 1:5· Ρω 11:26) Σε μια περίπτωση, ο Ιησούς χρησιμοποίησε το όνομα «Ιακώβ» μεταφορικά, μιλώντας για αυτούς που θα ήταν «στη βασιλεία των ουρανών».—Ματ 8:11.
3. Ο πατέρας του Ιωσήφ, του συζύγου της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού.—Ματ 1:15, 16.