ΠΕΤΕΦΡΗΣ
(Πετεφρής) [αιγυπτιακής προέλευσης· άλλος τύπος του Ποτιφερά].
Αιγύπτιος αυλικός και αρχηγός της σωματοφυλακής του Φαραώ. Υπήρξε κύριος του Ιωσήφ για κάποιο διάστημα και, όπως φαίνεται, ήταν πλούσιος άνθρωπος. (Γε 37:36· 39:4) Ο Πετεφρής αγόρασε τον Ιωσήφ από τους περιοδεύοντες Μαδιανίτες εμπόρους και, παρατηρώντας πόσο καλός υπηρέτης ήταν, τελικά τον διόρισε επιστάτη όλου του σπιτικού και του αγρού του, τα οποία ο Ιεχωβά ευλόγησε χάρη στον Ιωσήφ.—Γε 37:36· 39:1-6.
Η σύζυγος του Πετεφρή δεν ήταν τόσο πιστή σε αυτόν όσο ο υπηρέτης του ο Ιωσήφ. Αυτή επανειλημμένα επιδίωξε να δελεάσει τον Ιωσήφ και, κάποια ημέρα που δεν βρίσκονταν άλλοι γύρω, «τον άρπαξε από το ένδυμά του», όμως ο Ιωσήφ αρνήθηκε και πάλι και βγήκε έξω τρέχοντας. Όταν γύρισε σπίτι ο Πετεφρής, άκουσε μόνο τον καταιγισμό των ψεύτικων κατηγοριών που εξαπέλυε η απογοητευμένη σύζυγός του. Θυμωμένος, ο Πετεφρής έριξε τον Ιωσήφ στη φυλακή.—Γε 39:7-20.
Αυτή η φυλακή φαίνεται ότι συνδεόταν με το σπίτι του Πετεφρή ή, τουλάχιστον, ότι βρισκόταν στη δική του δικαιοδοσία ως «αρχηγού της σωματοφυλακής». Γι’ αυτό, το υπόμνημα αναφέρει ότι ο αρχιοινοχόος και ο αρχιαρτοποιός του Φαραώ ρίχτηκαν στο ίδιο δεσμωτήριο, «στο δεσμωτήριο του σπιτιού του αρχηγού της σωματοφυλακής», «στο δεσμωτήριο του σπιτιού του κυρίου του [Ιωσήφ]». (Γε 39:1· 40:1-7) Ωστόσο, φαίνεται απίθανο να ήταν ο Πετεφρής το ίδιο πρόσωπο με “τον ανώτατο αξιωματικό της φυλακής” ο οποίος «παρέδωσε στα χέρια του Ιωσήφ όλους τους φυλακισμένους που βρίσκονταν στη φυλακή». (Γε 39:21-23) Αυτός ο αξιωματικός ήταν προφανώς υφιστάμενος του Πετεφρή.
Ο τίτλος «αυλικός» που προσδίδεται στον Πετεφρή αποδίδει την εβραϊκή λέξη σαρίς, «ευνούχος», η οποία στην ευρύτερη έννοιά της σήμαινε έναν θαλαμηπόλο, αυλικό ή έμπιστο αξιωματούχο του θρόνου. Ο “αυλικός [σαρίς] που είχε εξουσία πάνω στους άντρες τους πολεμιστές” όταν έπεσε η Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. ήταν αναμφίβολα ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, όχι ένα ευνουχισμένο άτομο με ελλιπή ανδρισμό. (2Βα 25:19) Έτσι και ο Πετεφρής ήταν στρατιωτικός, αρχηγός της σωματοφυλακής, καθώς και έγγαμος άντρας—στοιχεία που δείχνουν ότι δεν ήταν ευνούχος με την πιο συνηθισμένη έννοια.