ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος για δύο ειδών ερμηνευτές: το μεταφραστή, δηλαδή αυτόν που μεταφέρει είτε προφορικώς είτε γραπτώς το νόημα λέξεων ειπωμένων ή γραμμένων σε κάποια γλώσσα σε άτομα που διαβάζουν ή μιλούν μια άλλη γλώσσα, και τον ερμηνευτή, ο οποίος εξηγεί Βιβλικές προφητείες μεταδίδοντας στους άλλους το νόημα, τη σημασία και την κατανόηση προφητικών ονείρων, οραμάτων και αγγελμάτων θεϊκής προέλευσης.
Μετάφραση. Η σύγχυση της γλώσσας του ανθρώπου κατά την οικοδόμηση του Πύργου της Βαβέλ είχε ως αποτέλεσμα να γίνει ξαφνικά η ανθρώπινη οικογένεια ένα πολυγλωσσικό γένος. Αυτό το γεγονός ήταν με τη σειρά του το έναυσμα για να εμφανιστεί μια νέα ειδικότητα, η ειδικότητα του διερμηνέα ή μεταφραστή. (Γε 11:1-9) Περίπου πέντε αιώνες αργότερα, ο Ιωσήφ, θέλοντας να κρύψει την ταυτότητά του από τους Εβραίους αδελφούς του, χρησιμοποίησε διερμηνέα ο οποίος τους μετέφραζε τα όσα έλεγε εκείνος στην αιγυπτιακή γλώσσα. (Γε 42:23) Ένας τύπος της εβραϊκής λέξης λιτς (χλευάζω, περιγελώ) αποδίδεται «διερμηνέας» σε αυτή την περικοπή. Η ίδια αυτή λέξη αποδίδεται μερικές φορές “εκπρόσωπος” όταν αναφέρεται σε κάποιον απεσταλμένο ο οποίος γνωρίζει μια ξένη γλώσσα, όπως οι “εκπρόσωποι των αρχόντων της Βαβυλώνας” που στάλθηκαν να συζητήσουν με τον Βασιλιά Εζεκία του Ιούδα.—2Χρ 32:31.
Το χάρισμα της ομιλίας ξένων γλωσσών ήταν μια από τις φανερώσεις του αγίου πνεύματος του Θεού το οποίο εκχύθηκε πάνω στους πιστούς μαθητές του Χριστού την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για επανάληψη αυτού που συνέβη στις Πεδιάδες της Σεναάρ 22 αιώνες νωρίτερα, διότι η αρχική γλώσσα των μαθητών δεν αντικαταστάθηκε από κάποια άλλη, αλλά αυτοί διατήρησαν τη μητρική τους γλώσσα και συγχρόνως απέκτησαν την ικανότητα να μιλούν για τα μεγαλεία του Θεού σε ξενόγλωσσους. (Πρ 2:1-11) Παράλληλα με την ικανότητα να μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, χορηγήθηκαν και άλλα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος στα μέλη της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, μεταξύ των οποίων το χάρισμα να μεταφράζουν από τη μια γλώσσα στην άλλη. Οι Χριστιανοί έλαβαν επίσης οδηγίες για τη σωστή χρήση αυτού του χαρίσματος.—1Κο 12:4-10, 27-30· 14:5, 13-28.
Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα μετάφρασης από μια γλώσσα σε άλλη είναι η απόδοση της Αγίας Γραφής σε πάμπολλες γλώσσες, ένα μνημειώδες έργο για την πραγματοποίηση του οποίου χρειάστηκαν εκατονταετίες. Σήμερα αυτό το Βιβλίο, ολόκληρο ή εν μέρει, εμφανίζεται σε περισσότερες από 2.000 γλώσσες. Εντούτοις, καμιά από αυτές τις μεταφράσεις δεν υπήρξε θεόπνευστη—ούτε και οι μεταφραστές τους. Από ιστορικής πλευράς, αυτό το μεταφραστικό έργο ανάγεται στον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., όταν ξεκίνησε η εργασία για τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα στην οποία οι θεόπνευστες Άγιες Γραφές που ήταν γραμμένες στην εβραϊκή και στην αραμαϊκή—τα 39 βιβλία όπως υπολογίζονται σήμερα—αποδόθηκαν στην Κοινή Ελληνική, τη διεθνή γλώσσα εκείνης της εποχής.
Οι Βιβλικοί συγγραφείς των 27 βιβλίων τα οποία απαρτίζουν τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και τα οποία ολοκλήρωσαν το Βιβλικό κανόνα παρέθεταν συχνά από τις Εβραϊκές Γραφές. Προφανώς μερικές φορές χρησιμοποιούσαν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα αντί να μεταφράζουν οι ίδιοι από το εβραϊκό κείμενο των Γραφών. (Παράβαλε Ψλ 40:6, υποσ. με Εβρ 10:5.) Παρ’ όλα αυτά, έκαναν και δικές τους αρκετά ελεύθερες μεταφράσεις, όπως φαίνεται από την παραβολή του εδαφίου Ωσηέ 2:23 με το εδάφιο Ρωμαίους 9:25. Παράδειγμα παράφρασης αντί κατά λέξη μετάφρασης βρίσκουμε παραβάλλοντας τα εδάφια Δευτερονόμιο 30:11-14 με τα εδάφια Ρωμαίους 10:6-8.
Αυτοί οι Βιβλικοί συγγραφείς πολλές φορές μετέφρασαν ονόματα ατόμων, τίτλους, τοπωνύμια και εκφράσεις προς όφελος των αναγνωστών τους. Εξήγησαν τη σημασία ονομάτων όπως Κηφάς, Βαρνάβας, Ταβιθά, Βαρ-Ιησούς και Μελχισεδέκ (Ιωα 1:42· Πρ 4:36· 9:36· 13:6, 8· Εβρ 7:1, 2), καθώς επίσης τη σημασία των τίτλων Εμμανουήλ, Ραββί και Μεσσίας (Ματ 1:23· Ιωα 1:38, 41) και τη σημασία τοπωνυμίων όπως Γολγοθάς, Σιλωάμ και Σαλήμ (Μαρ 15:22· Ιωα 9:7· Εβρ 7:2). Τέλος, μετέφρασαν τους όρους «Ταλιθά κούμι» και «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;»—Μαρ 5:41· 15:34.
Ο Ματθαίος έγραψε αρχικά το Ευαγγέλιό του στην εβραϊκή, όπως μαρτυρούν από την αρχαιότητα ο Ιερώνυμος, ο Ευσέβιος ο Παμφίλου, ο Ωριγένης, ο Ειρηναίος και ο Παπίας. Δεν είναι γνωστό ποιος μετέφρασε αργότερα αυτό το Ευαγγέλιο στην ελληνική. Αν το έκανε ο ίδιος ο Ματθαίος, όπως πιστεύουν μερικοί, τότε αυτή είναι η μόνη γνωστή θεόπνευστη μετάφραση τμήματος της Γραφής.
Το ρήμα ἑρμηνεύω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδεται «μεταφράζω». (Ιωα 1:42· 9:7· Εβρ 7:2) Το ρήμα αυτό μοιάζει με το όνομα του Ερμή ο οποίος θεωρούνταν από τους αρχαίους μυθολόγους, όχι μόνο ο αγγελιοφόρος, ο απεσταλμένος και ο ερμηνευτής των θεών, αλλά και ο προστάτης των συγγραφέων, των ομιλητών και των μεταφραστών. Οι ειδωλολάτρες στα Λύστρα αποκαλούσαν τον Παύλο «Ερμή, επειδή αυτός έπαιρνε την πρωτοβουλία στο λόγο». (Πρ 14:12) Από την πρόθεση μετά, η οποία υποδηλώνει «αλλαγή», και το ρήμα ἑρμηνεύω προέρχεται το ρήμα μεθερμηνεύομαι (μέσης φωνής), το οποίο εμφανίζεται και αυτό αρκετές φορές στην Αγία Γραφή. Το συγκεκριμένο ρήμα σημαίνει «αλλάζω ή μεταφράζομαι από μια γλώσσα σε μια άλλη», όπως στην έκφραση «όταν μεταφράζεται» (μεθερμηνευόμενον, Κείμενο).—Ματ 1:23.
Ερμηνεία των Προφητειών. Η λέξη διερμηνεύω είναι επιτατικός τύπος του ρήματος ἑρμηνεύω. Συνήθως χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μετάφραση γλωσσών (Πρ 9:36· 1Κο 12:30), αλλά σημαίνει επίσης «εξηγώ πλήρως· ερμηνεύω πλήρως». Γι’ αυτό, ο Λουκάς χρησιμοποίησε τη λέξη διερμηνεύω αφηγούμενος πώς ο Ιησούς, καθώς ταξίδευε προς το χωριό Εμμαούς μαζί με δύο μαθητές του, άρχισε από τα γραφόμενα του Μωυσή και των προφητών και «τους ερμήνευσε αυτά που είχαν σχέση με τον ίδιο σε όλες τις Γραφές». Οι δύο μαθητές μίλησαν αργότερα σε άλλους για την εμπειρία τους, περιγράφοντας το πώς ο Ιησούς τούς «άνοιγε πλήρως τις Γραφές».—Λου 24:13-15, 25-32.
Η λέξη δυσερμήνευτος έχει αντίθετη σημασία. Χρησιμοποιήθηκε από τον Παύλο και εμφανίζεται μόνο στο εδάφιο Εβραίους 5:11, υποδηλώνοντας κάτι που εξηγείται δύσκολα.
Μια άλλη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που αποδίδεται «ερμηνεία» είναι η λέξη ἐπίλυσις, από το ρήμα λύω, δηλαδή λύνω, και κατ’ επέκταση εξηγώ. Οι αληθινές προφητείες δεν πηγάζουν από τις απόψεις ή τις ερμηνείες που διατυπώνουν κάποιοι άνθρωποι, αλλά προέρχονται από τον Θεό. Γι’ αυτό, ο Πέτρος γράφει: «Καμιά προφητεία της Γραφής δεν προέρχεται από προσωπική ερμηνεία [ἐπιλύσεως] . . . αλλά άνθρωποι μίλησαν από τον Θεό καθώς κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα». (2Πε 1:20, 21) Συνεπώς, οι Βιβλικές προφητείες δεν υπήρξαν ποτέ απόρροια των ευφυών συλλογισμών και των προβλέψεων που έκαναν κάποιοι με βάση το πώς ανέλυαν οι ίδιοι προσωπικά τα γεγονότα ή τις τάσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Η σημασία μερικών προφητειών ήταν προφανής, άρα δεν χρειαζόταν να ερμηνευτούν, όπως για παράδειγμα όταν ο προφήτης χρησιμοποιήθηκε για να προείπει ότι οι κάτοικοι του Ιούδα “θα πήγαιναν αιχμάλωτοι στο βασιλιά της Βαβυλώνας για εβδομήντα χρόνια” ή ότι η Βαβυλώνα θα γινόταν “ερημότοπος”. Βέβαια, ο χρόνος εκπλήρωσης της προφητείας δεν ήταν πάντα γνωστός, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, και αυτός επίσης δηλωνόταν σαφώς. Ωστόσο, πολλές προφητείες ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προφητειών κατανοούνταν μόνο εν μέρει όταν αυτές εξαγγέλλονταν, ενώ για να γίνει σαφής η πλήρης κατανόηση ή ερμηνεία έπρεπε να έρθει ο ορισμένος καιρός του Θεού. Αυτό ίσχυε για μερικές από τις προφητείες του Δανιήλ και τις προφητείες που αφορούσαν τον Μεσσία και το ιερό μυστικό γύρω από αυτόν.—Δα 12:4, 8-10· 1Πε 1:10-12.
Όλοι οι μάγοι ιερείς και οι σοφοί της Αιγύπτου αποδείχτηκαν ανίκανοι να ερμηνεύσουν τα θεόσταλτα όνειρα του Φαραώ. «Δεν βρέθηκε κανείς να τα ερμηνεύσει στον Φαραώ». (Γε 41:1-8) Τότε λέχθηκε στον Φαραώ ότι ο Ιωσήφ είχε ερμηνεύσει επιτυχώς τα όνειρα του αρχιοινοχόου και του αρχιαρτοποιού του. (Γε 40:5-22· 41:9-13) Εντούτοις, σε εκείνη την περίπτωση, ο Ιωσήφ δεν είχε αποδώσει την τιμή στον εαυτό του, αλλά είχε στρέψει την προσοχή αυτών των ατόμων στον Ιεχωβά ως τον Ερμηνευτή ονείρων, λέγοντας: «Δεν ανήκουν οι ερμηνείες στον Θεό;» (Γε 40:8) Έτσι λοιπόν, όταν κλήθηκε ενώπιον του Φαραώ για να του ερμηνεύσει τα όνειρα, ο Ιωσήφ δήλωσε: «Ας μη γίνεται λόγος για εμένα! Ο Θεός θα αναγγείλει ευημερία στον Φαραώ». (Γε 41:14-16) Ακόμη και ο Φαραώ αναγνώρισε, αφού άκουσε την ερμηνεία, ότι στον Ιωσήφ ήταν «το πνεύμα του Θεού», διότι, όπως είπε, «ο Θεός σε έκανε [Ιωσήφ] να τα γνωρίζεις όλα αυτά».—Γε 41:38, 39.
Παρόμοια, ο Δανιήλ χρησιμοποιήθηκε από τον Θεό για να κάνει γνωστή την ερμηνεία των ονείρων του Ναβουχοδονόσορα. Αφού πρώτα προσευχήθηκε στον Θεό προκειμένου να κατανοήσει το μυστικό και αφού πήρε την απάντηση σε νυχτερινό όραμα, ο Δανιήλ οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά τόσο για να του υπενθυμίσει το ξεχασμένο όνειρο όσο και για να το ερμηνεύσει. (Δα 2:14-26) Ξεκινώντας, ο Δανιήλ υπενθύμισε στο βασιλιά ότι όλοι οι σοφοί, οι επικαλούμενοι πνεύματα, οι μάγοι ιερείς και οι αστρολόγοι του δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν το όνειρο. «Ωστόσο», συνέχισε ο Δανιήλ, «υπάρχει Θεός στους ουρανούς ο οποίος αποκαλύπτει μυστικά, . . . όσο για εμένα, αυτό το μυστικό δεν μου έχει αποκαλυφτεί διαμέσου σοφίας που υπάρχει σε εμένα περισσότερο από ό,τι σε όλους τους άλλους ζωντανούς, αλλά για να γίνει γνωστή η ερμηνεία στο βασιλιά».—Δα 2:27-30.
Σε μια δεύτερη περίπτωση, όταν όλοι οι μάγοι ιερείς, οι επικαλούμενοι πνεύματα, οι Χαλδαίοι και οι αστρολόγοι δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν το όνειρο του βασιλιά σχετικά με το μεγάλο δέντρο που κόπηκε, κλήθηκε ξανά ο Δανιήλ, ο οποίος τόνισε και πάλι τη θεϊκή προέλευση της προφητείας. Αναγνωρίζοντας πραγματικά αυτό το γεγονός, ο βασιλιάς του είπε: «Εγώ γνωρίζω καλά ότι το πνεύμα των αγίων θεών είναι σε εσένα» και «εσύ είσαι ικανός, γιατί το πνεύμα των αγίων θεών είναι σε εσένα».—Δα 4:4-18, 24.
Έπειτα από χρόνια, την ίδια νύχτα κατά την οποία η Βαβυλώνα έπεσε στους Μηδοπέρσες, ο ηλικιωμένος αυτός υπηρέτης του Ιεχωβά, ο Δανιήλ, κλήθηκε άλλη μια φορά για να ερμηνεύσει ένα θεϊκό άγγελμα προς έναν βασιλιά. Αυτή τη φορά ένα μυστηριώδες χέρι είχε γράψει Μενέ, Μενέ, Θεκέλ, Φαρσίν στον τοίχο του ανακτόρου κατά τη διάρκεια του συμποσίου του Βαλτάσαρ. Όλοι οι σοφοί της Βαβυλώνας αποδείχτηκαν ανίκανοι να ερμηνεύσουν αυτό το κρυπτογράφημα. Τότε η βασιλομήτωρ θυμήθηκε ότι ο Δανιήλ ήταν ακόμη εκεί, αυτός «στον οποίο είναι το πνεύμα των αγίων θεών», και στον οποίο επίσης βρέθηκε «φώτιση και ενόραση και σοφία σαν τη σοφία των θεών». Καθώς ερμήνευσε τη γραφή, η οποία αυτή καθαυτή ήταν στην ουσία προφητεία, ο Δανιήλ μεγάλυνε και πάλι τον Ιεχωβά ως τον Θεό των αληθινών προφητειών.—Δα 5:1, 5-28.