ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ
Η Αίγυπτος και οι κάτοικοί της αναφέρονται περισσότερες από 700 φορές στην Αγία Γραφή. Στο πρωτότυπο κείμενο των Εβραϊκών Γραφών, η Αίγυπτος προσδιορίζεται συνήθως με την ονομασία Μισραΐμ (Μιτσράγιμ) (παράβαλε Γε 50:11), η οποία προφανώς υποδήλωνε την εξέχουσα θέση ή την επικράτηση των απογόνων αυτού του γιου του Χαμ σε εκείνη την περιοχή. (Γε 10:6) Ακόμη και σήμερα, οι Άραβες ονομάζουν την Αίγυπτο Μισρ. Σε ορισμένους ψαλμούς αποκαλείται «γη του Χαμ».—Ψλ 105:23, 27· 106:21, 22.
Τα Όρια και η Γεωγραφία Της. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 531) Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή, η Αίγυπτος οφείλει την ύπαρξή της στον Νείλο Ποταμό, του οποίου η εύφορη κοιλάδα σχηματίζει μια στενόμακρη πράσινη λωρίδα μέσα στις αφιλόξενες ερήμους της βορειοανατολικής Αφρικής. Η «Κάτω Αίγυπτος» αποτελούνταν από την πλατιά περιοχή του Δέλτα όπου ο Νείλος διακλαδίζεται προτού εκβάλει στη Μεσόγειο Θάλασσα. Κάποτε είχε τουλάχιστον πέντε ξεχωριστές διακλαδώσεις, αλλά σήμερα έχει μόνο δύο. Από το σημείο όπου τα νερά του Νείλου ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις (κοντά στο σημερινό Κάιρο) μέχρι την ακτή της θάλασσας μεσολαβεί απόσταση περίπου 160 χλμ. Η τοποθεσία της αρχαίας Ηλιούπολης (της Βιβλικής Ων) βρίσκεται σε μικρή απόσταση Β του Καΐρου, ενώ λίγα χιλιόμετρα Ν του Καΐρου βρίσκεται η Μέμφις (στην Αγία Γραφή αποκαλείται συνήθως Νοφ). (Γε 46:20· Ιερ 46:19· Ωσ 9:6) Νότια της Μέμφιδος άρχιζε η περιοχή της «Άνω Αιγύπτου», η οποία εκτεινόταν κατά μήκος της κοιλάδας μέχρι τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου στο Ασουάν (την αρχαία Συήνη), καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 960 χλμ. Πολλοί λόγιοι, όμως, θεωρούν ότι είναι λογικότερο να ονομάζουν το βόρειο μέρος αυτού του τμήματος «Μέση Αίγυπτο». Σε ολόκληρη αυτή την περιοχή (της Μέσης και της Άνω Αιγύπτου), το πλάτος της επίπεδης Κοιλάδας του Νείλου σπάνια υπερβαίνει τα 20 χλμ. Η κοιλάδα περιστοιχίζεται από ασβεστολιθικά και ψαμμιτικά απόκρημνα υψώματα τα οποία αποτελούν την άκρη της καθαυτό ερήμου.
Πέρα από τον πρώτο καταρράκτη βρισκόταν η αρχαία Αιθιοπία, γι’ αυτό και λέγεται για την Αίγυπτο ότι εκτεινόταν «από τη Μιγδώλ [προφανώς μια τοποθεσία στη βορειοανατολική Αίγυπτο] ως τη Συήνη και ως τα όρια της Αιθιοπίας». (Ιεζ 29:10) Μολονότι ο εβραϊκός όρος Μιτσράγιμ χρησιμοποιείται κανονικά για να υποδηλώσει ολόκληρη τη γη της Αιγύπτου, πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύει την Κάτω Αίγυπτο—ίσως και τη Μέση Αίγυπτο—ενώ η Άνω Αίγυπτος προσδιορίζεται από το όνομα Παθρώς. Η αναφορά του εδαφίου Ησαΐας 11:11 στην “Αίγυπτο [Μισραΐμ], στην Παθρώς και στον Χους” παραλληλίζεται με μια παρόμοια γεωγραφική διάταξη που εμφανίζεται σε επιγραφή του Ασσύριου Βασιλιά Εσάρ-αδδών, η οποία μνημονεύει ως μέρος της αυτοκρατορίας του τις περιοχές “Μουσούρ, Πατουρισί και Κουσού”.—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 290.
Συνορεύοντας προς Β με τη Μεσόγειο Θάλασσα και προς Ν με τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου και τη Νουβία-Αιθιοπία, η Αίγυπτος περικλειόταν από τη Λιβυκή Έρημο (τμήμα της Σαχάρας) στα Δ και την Έρημο της Ερυθράς Θάλασσας στα Α. Επομένως, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελείως απομονωμένη από εξωτερικές επιρροές και προστατευμένη από επιδρομές. Ωστόσο, η Χερσόνησος του Σινά στα ΒΑ αποτελούσε τη γέφυρα με την ήπειρο της Ασίας (1Σα 15:7· 27:8), και από αυτή τη γέφυρα γης κατέφθαναν εμπορικά καραβάνια (Γε 37:25), μετανάστες και, αργότερα, στρατεύματα εισβολέων. Η «κοιλάδα του χειμάρρου της Αιγύπτου», την οποία συνήθως ταυτίζουν με το Ουάντι ελ-Αρίς στη Χερσόνησο του Σινά, αποτελούσε προφανώς το βορειοανατολικό άκρο της εδραιωμένης επικράτειας της Αιγύπτου. (2Βα 24:7) Πέρα από εκεί εκτεινόταν η Χαναάν. (Ιη 15:4) Στην έρημο Δ του Νείλου, υπήρχαν τουλάχιστον πέντε οάσεις που απάρτιζαν τμήμα του αιγυπτιακού βασιλείου. Η μεγάλη όαση του Φαγιούμ, περίπου 72 χλμ. ΝΔ της αρχαίας Μέμφιδος, λάβαινε νερό από τον Νείλο μέσω ενός καναλιού.
Οικονομία εξαρτώμενη από τον Νείλο. Μολονότι σήμερα οι έρημοι δίπλα από την Κοιλάδα του Νείλου έχουν ελάχιστη ή και καθόλου βλάστηση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βόσκουν εκεί ζώα, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην αρχαιότητα ζούσαν στις ρεματιές πολλά θηράματα τα οποία κυνηγούσαν οι Αιγύπτιοι. Παρ’ όλα αυτά, οι βροχές ήταν προφανώς σποραδικές και σήμερα είναι αμελητέες (το ύψος των βροχοπτώσεων στο Κάιρο ίσως φτάνει τα 5 εκ. ετησίως). Επομένως, η ζωή στην Αίγυπτο εξαρτόταν από τα νερά του Νείλου.
Οι πηγές του Νείλου βρίσκονται στα βουνά της Αιθιοπίας και των γειτονικών χωρών. Εδώ, οι εποχιακές βροχοπτώσεις ήταν τόσο πολλές ώστε προκαλούσαν ανύψωση της στάθμης του ποταμού, κάνοντάς τον να πλημμυρίζει τις όχθες του στην Αίγυπτο κάθε χρόνο, από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο. (Παράβαλε Αμ 8:8· 9:5.) Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο διοχετευόταν νερό στα αρδευτικά κανάλια και στις αρδευτικές λεκάνες, αλλά επίσης κατακαθόταν πολύτιμη λάσπη που εμπλούτιζε το έδαφος. Τόσο εύφορη ήταν η Κοιλάδα του Νείλου, όπως και το Δέλτα, ώστε όταν ο Λωτ είδε την περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων—μια περιοχή με άφθονα νερά—την παρομοίασε με «τον κήπο του Ιεχωβά, [με] τη γη της Αιγύπτου». (Γε 13:10) Ωστόσο, το μέγεθος της πλημμύρας παρουσίαζε διακυμάνσεις. Όταν η πλημμύρα ήταν μικρή, η παραγωγή δεν επαρκούσε και το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει πείνα. (Γε 41:29-31) Η παντελής έλλειψη πλημμυρών στον Νείλο θα συνιστούσε τεράστια καταστροφή και θα μετέτρεπε τη χώρα σε άγονη έρημο.—Ησ 19:5-7· Ιεζ 29:10-12.
Προϊόντα. Τα κύρια προϊόντα της Αιγύπτου, χώρας με πλούσια αγροτική παραγωγή, ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το αγριοσίταρο και το λινάρι (από το οποίο φτιαχνόταν εκλεκτό λινό ύφασμα που εξαγόταν σε πολλές χώρες). (Εξ 9:31, 32· Παρ 7:16) Υπήρχαν αμπέλια, καθώς επίσης χουρμαδιές, συκιές και ροδιές. Οι λαχανόκηποι παρήγαν μεγάλη ποικιλία προϊόντων, όπως αγγούρια, καρπούζια, πράσα, κρεμμύδια και σκόρδα. (Γε 40:9-11· Αρ 11:5· 20:5) Η αναφορά στο “πότισμα της γης με το πόδι” (Δευ 11:10) θεωρείται από ορισμένους μελετητές ότι υποδηλώνει τη χρήση ποδοκίνητου υδροτροχού. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι άνοιγαν και έκλειναν με τα πόδια τα κανάλια μέσα από τα οποία έρρεαν τα αρδευτικά νερά.
Όταν οι γειτονικές χώρες πλήττονταν από πείνα, οι άνθρωποι κατέβαιναν συχνά στην εύφορη Αίγυπτο, όπως έκανε και ο Αβραάμ στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. (Γε 12:10) Με την πάροδο του χρόνου, η Αίγυπτος αποτέλεσε το σιτοβολώνα μεγάλου μέρους της περιοχής της Μεσογείου. Το πλοίο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο οποίο επιβιβάστηκε ο απόστολος Παύλος από τα Μύρα τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., ήταν σιταγωγό που έπλεε προς την Ιταλία.—Πρ 27:5, 6, 38.
Ένα άλλο σπουδαίο προϊόν που εξήγε η Αίγυπτος ήταν ο πάπυρος, το ποώδες φυτό που ευδοκιμούσε στα πολυάριθμα έλη του Δέλτα (Εξ 2:3· παράβαλε Ιωβ 8:11) και χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή γραφικής ύλης. Επειδή, όμως, στην Αίγυπτο δεν υπήρχαν δάση, αναγκάζονταν να εισάγουν ξυλεία από τη Φοινίκη, ειδικά ξύλο κέδρου από λιμάνια όπως η Τύρος, όπου τα πολύχρωμα λινά υφάσματα της Αιγύπτου ήταν περιζήτητα. (Ιεζ 27:7) Οι ναοί και τα μνημεία της Αιγύπτου χτίζονταν από γρανίτη και μερικές μαλακότερες πέτρες, όπως ο ασβεστόλιθος, υλικά από τα οποία υπήρχαν άφθονα αποθέματα στους λόφους κατά μήκος της Κοιλάδας του Νείλου. Τα συνηθισμένα σπίτια, αλλά ακόμη και ανάκτορα, κατασκευάζονταν από πλίθους (οι οποίοι αποτελούσαν κοινό οικοδομικό υλικό). Τα αιγυπτιακά ορυχεία στους λόφους που υπήρχαν κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας (καθώς και απέναντι, στη Χερσόνησο του Σινά) έβγαζαν χρυσάφι και χαλκό. Από αυτόν το χαλκό κατασκευάζονταν μπρούντζινα αντικείμενα τα οποία επίσης εξάγονταν.—Γε 13:1, 2· Ψλ 68:31.
Η κτηνοτροφία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αιγυπτιακή οικονομία. Ο Αβραάμ απέκτησε πρόβατα και βόδια ενόσω βρισκόταν εκεί, καθώς και υποζύγια, όπως γαϊδούρια και καμήλες. (Γε 12:16· Εξ 9:3) Όταν ασκούσε τη διαχείριση στην Αίγυπτο ο Ιωσήφ (1737-1657 Π.Κ.Χ.), αναφέρεται ότι υπήρχαν άλογα, τα οποία πιστεύεται γενικά ότι προήλθαν από την Ασία. (Γε 47:17· 50:9) Μπορεί οι Αιγύπτιοι να τα απέκτησαν αρχικά μέσω εμπορίου ή να τα αιχμαλώτισαν στη διάρκεια επιδρομών τους σε χώρες οι οποίες βρίσκονταν ΒΑ. Τον καιρό του Σολομώντα τα άλογα της Αιγύπτου ήταν τόσο πολλά και θεωρούνταν τόσο καλά ώστε αποτελούσαν σπουδαίο εμπόρευμα (μαζί με τα αιγυπτιακά άρματα) στην παγκόσμια αγορά.—1Βα 10:28, 29.
Υπήρχαν άφθονα αρπακτικά και νεκροφάγα πουλιά, όπως γύπες, ικτίνοι, αετοί και γεράκια, καθώς και πολλά υδρόβια πουλιά, μεταξύ των οποίων η ίβις και ο γερανός. Ο Νείλος έβριθε από ψάρια (Ησ 19:8), οι δε ιπποπόταμοι και οι κροκόδειλοι ήταν σύνηθες θέαμα. (Παράβαλε με τη συμβολική γλώσσα των εδ. Ιεζ 29:2-5.) Στις ερήμους ενδημούσαν τσακάλια, λύκοι, ύαινες και λιοντάρια, καθώς και διάφορα είδη φιδιών και άλλων ερπετών.
Ο Λαός. Ο λαός της Αιγύπτου ήταν χαμιτικός και, από ό,τι φαίνεται, καταγόταν κυρίως από τον Μισραΐμ, γιο του Χαμ. (Γε 10:6) Μετά το διασκορπισμό που έλαβε χώρα στη Βαβέλ (Γε 11:8, 9), πολλοί από τους απογόνους του Μισραΐμ, όπως οι Λουδίμ, οι Αναμίμ, οι Λεαβίμ, οι Ναφθουχίμ και οι Παθρουσίμ, μπορεί να μετανάστευσαν στη βόρεια Αφρική. (Γε 10:6, 13, 14) Όπως επισημάνθηκε ήδη, το όνομα Παθρώς (ενικός αριθμός του ονόματος Παθρουσίμ) συσχετίζεται με την Άνω Αίγυπτο, ενώ υπάρχουν κάποια στοιχεία που τοποθετούν τους Ναφθουχίμ στην περιοχή του Δέλτα της Αιγύπτου.
Υπέρ της άποψης ότι υπήρχε ένας αρκετά πολυσύνθετος πληθυσμός, που απαρτιζόταν από διαφορετικές φυλές οικογενειακών ομάδων, συνηγορεί το γεγονός ότι από αρχαιοτάτων χρόνων η χώρα ήταν διαιρεμένη σε πολυάριθμα τμήματα (αργότερα ονομάστηκαν νομοί) και ότι αυτή η διαίρεση εξακολουθούσε να υφίσταται και αποτελούσε μέρος της κυβερνητικής δομής και μετά την ενοποίηση της χώρας υπό έναν κυρίαρχο ηγεμόνα, μάλιστα δε και μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Γενικά αναγνωρίζονταν 42 νομοί, 20 στην Κάτω Αίγυπτο και 22 στην Άνω Αίγυπτο. Σε όλη την ιστορία της χώρας, η συνεχής διάκριση μεταξύ της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, μολονότι ίσως οφείλεται σε γεωγραφικές διαφορές, μπορεί να εμπεριέχει και έναν αρχικό φυλετικό διαχωρισμό. Όποτε εξασθενούσε η κεντρική εξουσία, η χώρα έτεινε να διαιρείται σε αυτά τα δύο κύρια τμήματα ή ακόμη και να προσεγγίζει τον κατακερματισμό σε πολυάριθμα μικρά βασίλεια που είχαν ως επικράτεια τους διάφορους νομούς.
Με βάση αρχαίες ζωγραφικές παραστάσεις, καθώς και από τις μούμιες, υποστηρίζεται ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν γενικά μικρόσωμοι, λεπτοί και μελαμψοί, μολονότι όχι νεγροειδείς. Ωστόσο, οι αρχαίες ζωγραφικές παραστάσεις και τα γλυπτά φανερώνουν αξιοσημείωτη ποικιλία.
Γλώσσα. Οι σύγχρονοι μελετητές τείνουν να χαρακτηρίζουν την αιγυπτιακή γλώσσα με τον όρο «σημιτοχαμιτική» ή με άλλους παρόμοιους. Μολονότι η γλώσσα ήταν κατά βάση χαμιτική, υπάρχει η άποψη ότι η γραμματική της παρουσίαζε πολλές αναλογίες με τη γραμματική των σημιτικών γλωσσών, καθώς και ότι υπήρχαν κάποιες ομοιότητες στο λεξιλόγιο. Παρά τις φαινομενικές αυτές συνδέσεις, θεωρείται ότι «η αιγυπτιακή διαφέρει από όλες τις σημιτικές γλώσσες πολύ περισσότερο από όσο διαφέρει καθεμιά από αυτές με οποιαδήποτε άλλη, και τουλάχιστον μέχρι να προσδιοριστεί ακριβέστερα η σχέση της με τις αφρικανικές γλώσσες, η αιγυπτιακή πρέπει να καταταχθεί οπωσδήποτε εκτός της σημιτικής ομάδας». (Αιγυπτιακή Γραμματική [Egyptian Grammar], του Α. Γκάρντινερ, Λονδίνο, 1957, σ. 3) Όταν ο Ιωσήφ απέκρυψε την ταυτότητά του από τους αδελφούς του, τους μίλησε μέσω Αιγύπτιου διερμηνέα.—Γε 42:23.
Ούτως ή άλλως, κάποιοι παράγοντες καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων για τις παλαιότατες μορφές της γλώσσας που χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο. Ένας από αυτούς είναι το αιγυπτιακό σύστημα γραφής. Οι αρχαίες επιγραφές χρησιμοποιούν πικτογραφικά σύμβολα (αναπαραστάσεις ζώων, πουλιών, φυτών ή άλλων αντικειμένων) καθώς και κάποια γεωμετρικά σχήματα—ένα σύστημα γραφής την οποία οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν ιερογλυφική. Μολονότι ορισμένα σύμβολα κατέληξαν να αντιπροσωπεύουν συλλαβές, αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο για να συμπληρώσουν τα ιερογλυφικά και δεν τα αντικαθιστούσαν ποτέ. Επιπλέον, οι ακριβείς φθόγγοι που παριστάνονταν με αυτές τις συλλαβές δεν είναι γνωστοί σήμερα. Κάποια βοήθεια προσφέρουν ορισμένα συγγράμματα σε σφηνοειδή γραφή που κάνουν αναφορές στην Αίγυπτο από τα μέσα κιόλας της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. Μεταγραφές διαφόρων αιγυπτιακών ονομάτων και άλλων λέξεων στην ελληνική από τον έκτο περίπου αιώνα Κ.Χ., καθώς και διάφορες μεταγραφές στην αραμαϊκή οι οποίες αρχίζουν να εμφανίζονται έναν περίπου αιώνα αργότερα, δίνουν παρομοίως κάποια ιδέα για την προφορά των μεταγραμμένων αιγυπτιακών λέξεων. Ωστόσο, η αναπαραγωγή του φωνολογικού συστήματος, δηλαδή του τρόπου προφοράς των φθόγγων, της αρχαίας αιγυπτιακής εξακολουθεί να βασίζεται πρωτίστως στην κοπτική, τη μορφή της αιγυπτιακής που χρησιμοποιείται από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. και εφεξής. Επομένως, η αρχική δομή του αρχαίου λεξιλογίου στην παλαιότατη μορφή του, ιδιαίτερα στη μορφή που είχε πριν από την παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο, μπορεί να αναπλαστεί μόνο κατά προσέγγιση. Παραδείγματος χάρη, βλέπε ΝΩ, ΝΩ-ΑΜΜΩΝ.
Εκτός αυτού, οι γνώσεις μας γύρω από άλλες αρχαίες χαμιτικές γλώσσες της Αφρικής είναι πολύ περιορισμένες σήμερα, πράγμα που καθιστά δύσκολη τη συσχέτιση της αιγυπτιακής με αυτές. Δεν έχουν βρεθεί επιγραφές σε αφρικανικές γλώσσες εκτός της αιγυπτιακής οι οποίες να ανάγονται σε εποχές πριν από την Κοινή Χρονολογία. Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν τη Βιβλική αφήγηση για τη σύγχυση των γλωσσών και, όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, ως απόγονοι του Χαμ μέσω του Μισραΐμ, μιλούσαν μια γλώσσα διαφορετική και ξεχωριστή από τις σημιτικές γλώσσες.
Τα ιερογλυφικά χρησιμοποιούνταν ειδικά για επιγραφές μνημείων και τοιχογραφίες, όπου τα σύμβολα χαράζονταν με μεγάλη λεπτομέρεια. Μολονότι εξακολούθησαν να βρίσκονται σε χρήση μέχρι την αρχή της Κοινής Χρονολογίας, ιδιαίτερα στα θρησκευτικά κείμενα, οι γραφείς που έγραφαν με μελάνι πάνω σε δέρμα και πάπυρο ανέπτυξαν από νωρίς μια ευκολότερη γραφή σε απλουστευμένη, ρέουσα μορφή. Τη γραφή αυτή—που ονομάστηκε ιερατική—διαδέχθηκε μια ακόμη πιο ρέουσα μορφή, η δημοτική, ιδιαίτερα από τη λεγόμενη «Εικοστή Έκτη Δυναστεία» (έβδομος και έκτος αιώνας Π.Κ.Χ.) και έπειτα. Η αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών κειμένων έγινε δυνατή μόνο μετά την ανακάλυψη της Στήλης της Ροζέτης το 1799. Αυτή η επιγραφή, που εκτίθεται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, περιέχει ένα διάταγμα για την απονομή τιμών προς τον Πτολεμαίο Ε΄ (τον Επιφανή) και χρονολογείται από το 196 Π.Κ.Χ. Είναι γραμμένη στην ιερογλυφική και στη δημοτική αιγυπτιακή, καθώς επίσης στην ελληνική, το δε ελληνικό κείμενο αποτέλεσε το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της αιγυπτιακής.
Θρησκεία. Η Αίγυπτος ήταν άκρως θρησκευόμενη χώρα στην οποία κυριαρχούσε ο πολυθεϊσμός. Κάθε πόλη, μεγάλη ή μικρή, είχε τη δική της τοπική θεότητα η οποία έφερε τον τίτλο «Κύριος της Πόλης». Ένας κατάλογος που βρέθηκε στον τάφο του Τουθμώσεως Γ΄ αναφέρει τα ονόματα περίπου 740 θεών. (Εξ 12:12) Συχνά ο θεός παριστανόταν παντρεμένος με κάποια θεά που του είχε γεννήσει έναν γιο, «με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια τριάδα θεών, στην οποία μάλιστα ο πατέρας δεν ήταν πάντοτε επικεφαλής. Ενίοτε αρκούνταν στο ρόλο του πριγκιπικού συζύγου, ενώ κύρια τοπική θεότητα παρέμενε η θεά». (Νέα Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς της Μυθολογίας [New Larousse Encyclopedia of Mythology], 1968, σ. 10) Καθένας από τους κυριότερους θεούς κατοικούσε σε ναό στον οποίο δεν είχε πρόσβαση ο λαός. Ο θεός λατρευόταν από τους ιερείς οι οποίοι κάθε πρωί τον ξυπνούσαν με έναν ύμνο, τον έλουζαν, τον έντυναν, τον «τάιζαν» και του πρόσφεραν και άλλες υπηρεσίες. (Αντιπαράβαλε Ψλ 121:3, 4· Ησ 40:28.) Σε όλες αυτές τις ενέργειες οι ιερείς προφανώς εκλαμβάνονταν ως εκπρόσωποι του Φαραώ, ο οποίος με τη σειρά του, σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ήταν και ο ίδιος ζωντανός θεός, ο γιος του θεού Ρα. Αυτή η κατάσταση οπωσδήποτε εξαίρει το θάρρος που εκδήλωσαν ο Μωυσής και ο Ααρών, όταν εμφανίστηκαν ενώπιον του Φαραώ για να του γνωστοποιήσουν το διάταγμα του αληθινού Θεού, και προσδίδει νόημα στην αλαζονική απάντηση του Φαραώ: «Ποιος είναι ο Ιεχωβά ώστε να υπακούσω στη φωνή του;»—Εξ 5:2.
Παρά το άφθονο υλικό που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Αίγυπτο με τη μορφή ναών, αγαλμάτων, θρησκευτικών ζωγραφικών παραστάσεων και κειμένων, σχετικά λίγα πράγματα είναι γνωστά για τις πραγματικές θρησκευτικές δοξασίες των Αιγυπτίων. Τα θρησκευτικά κείμενα παρουσιάζουν μια πολύ ασύνδετη και αποσπασματική εικόνα, παραλείποντας σε γενικές γραμμές τόσα στοιχεία όσα αναφέρουν, ή και περισσότερα. Μεγάλο μέρος της γνώσης μας γύρω από τις θεότητες και τις συνήθειες των Αιγυπτίων αυτές καθαυτές βασίζεται στα πορίσματα των μελετητών ή σε πληροφορίες που μας δίνουν συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος.
Ωστόσο, η έλλειψη ενιαίων δοξασιών είναι φανερή, εφόσον οι τοπικές διαφορές εξακολούθησαν να υπάρχουν σε όλη την αιγυπτιακή ιστορία και δημιούργησαν έναν λαβύρινθο θρύλων και μύθων, οι οποίοι είναι συχνά αντιφατικοί. Παραδείγματος χάρη, ο θεός Ρα ήταν γνωστός με 75 διαφορετικά ονόματα και μορφές. Από τις εκατοντάδες θεότητες, φαίνεται ότι ήταν σχετικά λίγες εκείνες που λατρεύονταν πράγματι σε εθνικό επίπεδο. Η πιο δημοφιλής από αυτές ήταν η τριάδα την οποία αποτελούσαν ο Όσιρις, η Ίσις (η σύζυγός του) και ο Ώρος (ο γιος του). Επίσης, υπήρχαν οι «κοσμικοί» θεοί, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ρα, ο θεός του ήλιου, και στους οποίους περιλαμβάνονταν θεοί για τη σελήνη, τον ουρανό, τον αέρα, τη γη, τον ποταμό Νείλο, και ούτω καθεξής. Στις Θήβες (τη Βιβλική Νω) την υψηλότερη θέση κατείχε ο θεός Άμμων στον οποίο αποδόθηκε αργότερα ο τίτλος «βασιλιάς των θεών» υπό την ονομασία Άμμων-Ρα. (Ιερ 46:25) Στις γιορτές (Ιερ 46:17) περιέφεραν τους θεούς στους δρόμους των πόλεων. Όταν, λόγου χάρη, οι ιερείς του Ρα περιέφεραν το είδωλό του σε θρησκευτική πομπή, ο λαός φρόντιζε να είναι παρών, αναμένοντας να ανταμειφθεί για αυτό. Θεωρώντας ότι με την παρουσία τους και μόνο εκπλήρωναν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι ο Ρα, με τη σειρά του, ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει να τους παρέχει ευημερία. Απέβλεπαν σε αυτόν μόνο για υλικές ευλογίες και ευημερία, αλλά δεν ζητούσαν ποτέ κάτι πνευματικό. Υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στους κύριους θεούς της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας, τα δε στοιχεία υποδεικνύουν τη Βαβυλώνα ως την πηγή και την Αίγυπτο ως τον αποδέκτη ή συνεχιστή.—Βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ.
Αυτή η πολυθεϊστική λατρεία δεν ωφελούσε ούτε εξύψωνε το επίπεδο των Αιγυπτίων. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica] 1959, Τόμ. 8, σ. 53) παρατηρεί τα εξής: «Η φαντασία των ανθρώπων της κλασικής και της σύγχρονης εποχής τούς αποδίδει θαυμαστά μυστήρια τα οποία εμπεριείχαν με κρυφό τρόπο βαθιές αλήθειες. Πράγματι, [οι Αιγύπτιοι] είχαν μυστήρια, όπως και οι Ασάντι και οι Ίμπο [αφρικανικές φυλές]. Είναι λάθος, όμως, να νομίζουμε ότι αυτά τα μυστήρια έκρυβαν διάφορες αλήθειες και περιέκλειαν μια απόκρυφη “πίστη”». Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα βασικά συστατικά της αιγυπτιακής λατρείας ήταν η μαγεία και οι πρωτόγονες δεισιδαιμονίες. (Γε 41:8) Χρησιμοποιούσαν θρησκευτική μαγεία για την πρόληψη των ασθενειών. Ο πνευματισμός ήταν κυρίαρχο στοιχείο, καθώς υπήρχαν πολλοί «γοητευτές», “πνευματιστικοί μεσάζοντες” και «επαγγελματίες προγνώστες γεγονότων». (Ησ 19:3) Φορούσαν περίαπτα και φυλαχτά για «καλή τύχη», και έγραφαν μαγικές ρήσεις πάνω σε κομμάτια παπύρου τα οποία κρεμούσαν στο λαιμό τους. (Παράβαλε Δευ 18:10, 11.) Όταν ο Μωυσής και ο Ααρών εκτέλεσαν θαυματουργικές πράξεις με θεϊκή δύναμη, οι μάγοι ιερείς και οι μαγγανευτές της αυλής του Φαραώ έκαναν επίδειξη των ικανοτήτων τους αντιγράφοντας αυτές τις πράξεις με τις μαγικές τέχνες τους ώσπου αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την αποτυχία τους.—Εξ 7:11, 22· 8:7, 18, 19.
Ζωολατρία. Αυτή η δεισιδαιμονική λατρεία οδήγησε τους Αιγυπτίους σε μια τελείως εξαχρειωτική ειδωλολατρία που περιλάμβανε τη λατρεία ζώων. (Παράβαλε Ρω 1:22, 23.) Πολλοί από τους εξοχότερους θεούς παριστάνονταν συχνά με ανθρώπινο σώμα και με κεφάλι ζώου ή πουλιού. Έτσι λοιπόν, ο θεός Ώρος απεικονιζόταν με κεφάλι γερακιού, ενώ ο Θωθ με κεφάλι ίβιδος ή, κάποιες φορές, πιθήκου. Σε ορισμένες περιπτώσεις πίστευαν ότι ο θεός ήταν πραγματικά ενσαρκωμένος στο σώμα του ζώου, όπως στην περίπτωση των ταύρων Άπιδων. Ο ζωντανός ταύρος Άπις, ο οποίος θεωρούνταν ότι ήταν ο ενσαρκωμένος θεός Όσιρις, ήταν εγκατεστημένος σε ναό και, όταν πέθαινε, του γινόταν λαμπρή κηδεία και ταφή. Η δοξασία ότι κάποια ζώα, όπως οι γάτες, οι μπαμπουίνοι, οι κροκόδειλοι, τα τσακάλια και διάφορα πουλιά, ήταν ιερά επειδή σχετίζονταν με ορισμένους θεούς έκανε τους Αιγυπτίους να ταριχεύουν στην κυριολεξία εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια πλάσματα και να τα θάβουν σε ειδικά νεκροταφεία.
Γιατί επέμενε ο Μωυσής ότι οι θυσίες του Ισραήλ θα ήταν “απεχθείς για τους Αιγυπτίους”;
Το γεγονός ότι τόσο πολλά διαφορετικά ζώα θεωρούνταν αντικείμενα ευλάβειας σε όλη την Αίγυπτο είναι ασφαλώς αυτό που προσέδωσε ισχύ και πειστικότητα στο επίμονο αίτημα που υπέβαλε ο Μωυσής να επιτραπεί στον Ισραήλ να πάει στην έρημο για να προσφέρει τις θυσίες του, λέγοντας στον Φαραώ: «Ας υποθέσουμε ότι θυσιάζαμε κάτι απεχθές για τους Αιγυπτίους, μπροστά στα μάτια τους· δεν θα μας λιθοβολούσαν;» (Εξ 8:26, 27) Φαίνεται ότι οι περισσότερες από τις θυσίες που πρόσφερε αργότερα ο Ισραήλ θα ήταν εξαιρετικά προσβλητικές για τους Αιγυπτίους. (Στην Αίγυπτο, ο θεός του ήλιου, ο Ρα, παριστανόταν μερικές φορές ως μοσχάρι που γεννήθηκε από την ουράνια αγελάδα.) Από την άλλη μεριά, όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ, επιφέροντας στην Αίγυπτο τις Δέκα Πληγές, ο Ιεχωβά εκτέλεσε κρίσεις «εναντίον όλων των θεών της Αιγύπτου», αφενός κάνοντάς τους να υποστούν μεγάλη ταπείνωση και αφετέρου καθιστώντας το δικό του όνομα γνωστό σε όλη τη χώρα.—Εξ 12:12.
Το έθνος του Ισραήλ δεν απέφυγε εντελώς τη μίανση από αυτή την ψεύτικη λατρεία στους δύο αιώνες της παραμονής του στην Αίγυπτο (Ιη 24:14), και αναμφίβολα σε αυτό το γεγονός οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, οι εσφαλμένες διαθέσεις που εκδηλώθηκαν από νωρίς κατά την πορεία της Εξόδου. Μολονότι ο Ιεχωβά έδωσε στους Ισραηλίτες την εντολή να πετάξουν «τα κοπρώδη είδωλα της Αιγύπτου», εκείνοι δεν το έκαναν. (Ιεζ 20:7, 8· 23:3, 4, 8) Η κατασκευή ενός χρυσού μοσχαριού για λατρεία στην έρημο πιθανόν να απηχεί την αιγυπτιακή ζωολατρία που είχε μολύνει κάποιους Ισραηλίτες. (Εξ 32:1-8· Πρ 7:39-41) Ακριβώς προτού μπει ο Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη, ο Ιεχωβά προειδοποίησε και πάλι ρητά ότι δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνουν οποιεσδήποτε μορφές ζώων ή οποιαδήποτε αστρικά σώματα στη λατρεία τους προς Αυτόν. (Δευ 4:15-20) Εντούτοις, η ζωολατρία επανεμφανίστηκε έπειτα από αιώνες όταν ο Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Αίγυπτο, έφτιαξε δύο χρυσά μοσχάρια για λατρεία αφού ανέβηκε στο θρόνο του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ. (1Βα 12:2, 28, 29) Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θεόπνευστες Γραφές που κατέγραψε ο Μωυσής είναι τελείως απαλλαγμένες από κάθε φθοροποιά επιρροή αυτής της αιγυπτιακής ειδωλολατρίας και δεισιδαιμονίας.
Έλλειψη πνευματικών και ηθικών ιδιοτήτων. Ορισμένοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε αντίληψη περί αμαρτίας φανερώνεται σε ορισμένα αιγυπτιακά θρησκευτικά κείμενα είναι το αποτέλεσμα μεταγενέστερης σημιτικής επιρροής. Και πάλι, όμως, η εξομολόγηση των αμαρτιών γινόταν πάντοτε με αρνητική έννοια, όπως επισημαίνει η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (1959, Τόμ. 8, σ. 56): «Όταν [ο Αιγύπτιος] ομολογούσε, δεν έλεγε “Είμαι ένοχος”, αλλά έλεγε “Δεν είμαι ένοχος”. Η ομολογία του ήταν αρνητική και το βάρος της απόδειξης [onus probandi] έπεφτε στους δικαστές του οι οποίοι, σύμφωνα με τους παπύρους που έθαβαν μαζί με τους νεκρούς, εξέφεραν πάντοτε ευνοϊκή κρίση για αυτόν—ή τουλάχιστον υπήρχε η ελπίδα και η προσδοκία ότι έτσι θα έκαναν». (Αντιπαράβαλε Ψλ 51:1-5.) Η θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου φαίνεται ότι συνίστατο κυρίως σε τελετουργίες και μαγικές ρήσεις που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση των επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσω της πρόνοιας ενός ή περισσοτέρων από τους πολυάριθμους θεούς τους.
Μολονότι προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τις βασιλείες των Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και Αμενχοτέπ Δ΄ (Ακενατόν) υπήρχε κάποια μορφή μονοθεϊσμού, τότε που η λατρεία του θεού του ήλιου, του Ατόν, επικράτησε σχεδόν αποκλειστικά, αυτός δεν ήταν αληθινός μονοθεϊσμός. Ο ίδιος ο Φαραώ συνέχισε να λατρεύεται ως θεός. Ακόμη δε και σε αυτή την περίοδο δεν υπήρχε ηθική διάσταση στα αιγυπτιακά θρησκευτικά κείμενα, δεδομένου ότι οι ύμνοι προς το θεό του ήλιου, τον Ατόν, απλώς τον αινούσαν για τη ζωογόνα θερμότητά του αλλά εξακολουθούσαν να στερούνται εκφράσεων αίνου ή εκτίμησης για τυχόν πνευματικές ή ηθικές ιδιότητες. Επομένως, κάθε υπόνοια ότι ο μονοθεϊσμός των συγγραμμάτων του Μωυσή είναι αποτέλεσμα αιγυπτιακής επιρροής είναι τελείως αβάσιμη.
Δοξασίες για τους νεκρούς. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην αιγυπτιακή θρησκεία διαδραμάτιζε η φροντίδα για τους νεκρούς και το υπερβολικό ενδιαφέρον για την εξασφάλιση ευημερίας και ευτυχίας έπειτα από τη «μεταλλαγή» του θανάτου. Η πίστη στη μετενσάρκωση ή στη μετεμψύχωση ήταν ένα δόγμα που διαπότιζε τα πάντα. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά πίστευαν επίσης ότι πρέπει να διατηρείται και το ανθρώπινο σώμα ώστε να μπορεί η ψυχή να επιστρέφει μερικές φορές και να το χρησιμοποιεί. Λόγω αυτής της δοξασίας, οι Αιγύπτιοι ταρίχευαν τους νεκρούς τους. Ο τάφος στον οποίο τοποθετούσαν τη μούμια θεωρούνταν η «κατοικία» του νεκρού. Οι πυραμίδες ήταν κολοσσιαία οικήματα για τους νεκρούς βασιλιάδες. Στους τάφους απέθεταν επίσης αντικείμενα για τη συντήρηση και την απόλαυση της ζωής, μεταξύ των οποίων κοσμήματα, ρούχα, έπιπλα και τρόφιμα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από τον νεκρό, μαζί με γραπτές μαγικές ρήσεις και φυλαχτά (όπως το «Βιβλίο των Νεκρών») για την προστασία του εκλιπόντος από τα πονηρά πνεύματα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 533) Εντούτοις, αυτές οι μαγικές ρήσεις δεν τους προστάτεψαν ούτε καν από τους ανθρώπους—τους τυμβωρύχους οι οποίοι τελικά σύλησαν ουσιαστικά κάθε μεγάλο ταφικό μνημείο.
Αν και είναι αλήθεια ότι ταριχεύτηκαν και τα σώματα του Ιακώβ και του Ιωσήφ, ασφαλώς στην περίπτωση του Ιακώβ αυτό έγινε κυρίως για να διατηρηθεί το σώμα του μέχρι να μπορέσουν να το μεταφέρουν σε έναν τάφο στην Υποσχεμένη Γη ως έκφραση της πίστης τους. Ειδικά στην περίπτωση του Ιωσήφ, η ταρίχευση μπορεί να έγινε από τους Αιγυπτίους ως έκφραση σεβασμού και τιμής.—Γε 47:29-31· 50:2-14, 24-26.
Η Ζωή και ο Πολιτισμός των Αιγυπτίων. Οι μελετητές παρουσίαζαν πολύ καιρό την Αίγυπτο ως τον “αρχαιότερο πολιτισμό” και ως την πηγή από όπου προήλθαν πολλές από τις πρώτες εφευρέσεις του ανθρώπου και από όπου ξεκίνησε η πρόοδος της ανθρωπότητας. Πιο πρόσφατα, όμως, τα στοιχεία που έχουν συσσωρευτεί υποδεικνύουν τη Μεσοποταμία ως το λεγόμενο λίκνο του πολιτισμού. Ορισμένες αιγυπτιακές αρχιτεκτονικές μέθοδοι, η χρήση του τροχού, ίσως οι βασικές αρχές της πικτογραφίας τους και ειδικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αιγυπτιακής θρησκείας πιστεύεται ότι προήλθαν από τη Μεσοποταμία. Φυσικά, αυτό συμφωνεί με το Βιβλικό υπόμνημα για το διασκορπισμό των λαών μετά τον Κατακλυσμό.
Τα πιο γνωστά επιτεύγματα της αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής είναι οι πυραμίδες που κατασκευάστηκαν στην Γκίζα από τους Φαραώ Χουφού (Χέοπα), Χάφρε και Μενκουρέ της λεγόμενης «Τέταρτης Δυναστείας». Η μεγαλύτερη, η πυραμίδα του Χουφού, καλύπτει με τη βάση της μια επιφάνεια περίπου 53 στρ. και έχει ύψος γύρω στα 137 μ. (όσο ένα σύγχρονο κτίριο 40 ορόφων). Υπολογίζεται ότι για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 2.300.000 ογκόλιθοι, μέσου βάρους 2,3 τόνων ο καθένας. Οι ογκόλιθοι λαξεύτηκαν με τόση ακρίβεια ώστε οι πλευρές τους εφάρμοζαν με απόκλιση λίγων χιλιοστόμετρων. Χτίστηκαν επίσης τεράστιοι ναοί. Ένας από αυτούς στο Καρνάκ των Θηβών (της Βιβλικής Νω· Ιερ 46:25· Ιεζ 30:14-16) υπήρξε το μεγαλύτερο υπόστυλο οικοδόμημα που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος.
Οι Αιγύπτιοι εφάρμοζαν την περιτομή από την αρχαιότητα, και η Αγία Γραφή τούς κατατάσσει μαζί με άλλους περιτμημένους λαούς.—Ιερ 9:25, 26.
Το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ότι συνίστατο πρωτίστως σε σχολές γραφέων, τις οποίες διηύθυναν οι ιερείς. Εκτός του ότι ήταν ειδήμονες στην αιγυπτιακή γραφή, οι βασιλικοί γραφείς γνώριζαν καλά και την αραμαϊκή σφηνοειδή γραφή. Ήδη από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. οι υποτελείς ηγεμόνες της Συρίας και της Παλαιστίνης επικοινωνούσαν τακτικά με την αιγυπτιακή πρωτεύουσα στην αραμαϊκή. Οι Αιγύπτιοι είχαν αναπτύξει τα μαθηματικά σε τέτοιον βαθμό ώστε να μπορούν να πραγματοποιούν τα εκπληκτικά οικοδομικά επιτεύγματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, και είναι φανερό ότι διέθεταν κάποιες γνώσεις γεωμετρίας και αλγεβρικών αρχών. Ας σημειωθεί ότι «ο Μωυσής διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων». (Πρ 7:22) Μολονότι στην Αίγυπτο επικρατούσε πολλή ψευδής σοφία, ήταν διαθέσιμες και κάποιες γνώσεις πρακτικής αξίας.
Η εξουσία και ο νόμος ήταν συγκεντρωμένα στο πρόσωπο του βασιλιά, δηλαδή του Φαραώ, ο οποίος θεωρούνταν θεός με ανθρώπινη μορφή. Αυτός κυβερνούσε τη χώρα μέσω υφισταμένων, ή αλλιώς κρατικών λειτουργών, και μέσω φεουδαρχών, η δύναμη των οποίων σε περιόδους εξασθένησης της βασιλείας ανταγωνιζόταν τη δύναμη του βασιλιά. Ίσως μάλιστα αυτοί οι άρχοντες να θεωρούνταν ουσιαστικά βασιλιάδες από όσους ζούσαν στις επικράτειές τους, πράγμα που θα δικαιολογούσε την αναφορά της Αγίας Γραφής στους «βασιλιάδες [πληθυντικός] της Αιγύπτου» όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες εποχές. (2Βα 7:6· Ιερ 46:25) Αφότου η Αίγυπτος κατέκτησε τη Νουβία-Αιθιοπία στο Ν, εκείνη την περιοχή κυβερνούσε ένας αντιβασιλιάς που έφερε τον τίτλο «βασιλικός γιος του Χους», ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την παρουσία Αιγύπτιου αντιβασιλιά και στη Φοινίκη.
Δεν είναι γνωστή η ύπαρξη κάποιου ουσιαστικού κώδικα νόμων στην Αίγυπτο. Νόμοι υπήρχαν, αλλά από ό,τι φαίνεται επρόκειτο απλώς για βασιλικά διατάγματα, όπως τα διατάγματα του Φαραώ σχετικά με την καταναγκαστική εργασία των Ισραηλιτών για την κατασκευή πλίθων και τη θανάτωση με πνιγμό στο νερό όλων των νεογέννητων αρσενικών βρεφών των Ισραηλιτών. (Εξ 1:8-22· 5:6-18· παράβαλε Γε 41:44.) Επιβάλλονταν φόροι σε όλα τα προϊόντα των κτηματιών, και αυτό φαίνεται ότι άρχισε να εφαρμόζεται στις ημέρες του Ιωσήφ, όταν όλη η γη, εκτός από τη γη των ιερέων, έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ. (Γε 47:20-26) Οι φόροι περιλάμβαναν, όχι μόνο ένα μέρος της παραγωγής ή των κοπαδιών, αλλά και υποχρεωτική εργασία σε κυβερνητικά προγράμματα και στρατιωτική υπηρεσία. Στις τιμωρίες για τα εγκλήματα συγκαταλέγονταν ο ακρωτηριασμός της μύτης, η εξορία για καταναγκαστική εργασία στα ορυχεία, ο ραβδισμός, η φυλάκιση και ο θάνατος, συχνά με αποκεφαλισμό.—Γε 39:20· 40:1-3, 16-22.
Τα γαμήλια έθιμα επέτρεπαν την πολυγαμία καθώς και τους γάμους μεταξύ αδελφού και αδελφής. Αυτή η τακτική ακολουθούνταν σε ορισμένα μέρη της Αιγύπτου μέχρι και το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Είναι γνωστό ότι ορισμένοι Φαραώ παντρεύτηκαν κάποια αδελφή τους, προφανώς επειδή καμιά άλλη γυναίκα δεν θεωρούνταν αρκετά ιερή ώστε να συζευχθεί με έναν τέτοιον «ζωντανό θεό». Ο Νόμος που δόθηκε στον Ισραήλ αφού έφυγαν από την Αίγυπτο απαγόρευε τους αιμομεικτικούς γάμους, λέγοντας: «Όπως ενεργεί η γη της Αιγύπτου . . . δεν πρέπει να ενεργείτε· [ούτε] όπως ενεργεί η γη Χαναάν».—Λευ 18:3, 6-16.
Οι γνώσεις των αρχαίων Αιγυπτίων γύρω από την ιατρική παρουσιάζονται πολλές φορές ως αρκετά επιστημονικές και εξελιγμένες. Παρ’ όλο που φαίνεται ότι διέθεταν κάποιες γνώσεις ανατομίας και ότι ανέπτυξαν και κατέγραψαν ορισμένες απλές χειρουργικές μεθόδους, είναι φανερό ότι αγνοούσαν και πολλά πράγματα. Έτσι λοιπόν, ενώ το κείμενο ενός αιγυπτιακού παπύρου λέει ότι η καρδιά συνδέεται μέσω αγγείων με κάθε μέρος του σώματος, το ίδιο κείμενο υποστηρίζει ότι τα αγγεία μεταφέρουν, όχι αίμα, αλλά αέρα, νερό, σπέρμα και βλέννα. Όχι μόνο υπήρχαν ουσιαστικές παρανοήσεις γύρω από τις ζωτικές λειτουργίες του σώματος, αλλά επίσης τα ιατρικά κείμενα βρίθουν από μαγείες και δεισιδαιμονίες—οι μαγικές ρήσεις και τα ξόρκια συνιστούν μεγάλο μέρος του περιεχομένου τους. Οι ιατρικές συνταγές περιλάμβαναν μεν ωφέλιμα βότανα και φυτά, αλλά επίσης προέβλεπαν συστατικά όπως αίμα ποντικών, ούρα ή περιττώματα μυγών τα οποία, μαζί με τις μαγικές ρήσεις, «πίστευαν ότι θα ανάγκαζαν το δαίμονα που κατείχε το σώμα του ανθρώπου να το εγκαταλείψει από αηδία». (Ιστορία της Ανθρωπότητας [History of Mankind], των Τζ. Χόουκς και Σερ Λέναρντ Γούλεϊ, 1963, Τόμ. 1, σ. 695) Αυτή η άγνοια μπορεί να συντέλεσε στην ύπαρξη ορισμένων από τις “φοβερές ασθένειες της Αιγύπτου”, μεταξύ των οποίων πιθανόν να ήταν η ελεφαντίαση, η δυσεντερία, η ευλογιά, η βουβωνική πανώλη, η οφθαλμία και άλλες παθήσεις, από τις οποίες ο Ισραήλ μπορούσε να προστατευτεί αν υπάκουε πιστά. (Δευ 7:15· παράβαλε Δευ 28:27, 58-60· Αμ 4:10.) Τα μέτρα υγιεινής που επιβλήθηκαν στους Ισραηλίτες μετά την Έξοδο έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με πολλές μεθόδους οι οποίες περιγράφονται στα αιγυπτιακά κείμενα.—Λευ 11:32-40· βλέπε ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.
Οι τέχνες των Αιγυπτίων κάλυπταν το συνηθισμένο φάσμα των τεχνών: αγγειοπλαστική, υφαντουργία, μεταλλουργία, κοσμηματοποιία, κατασκευή θρησκευτικών φυλαχτών και πολλές άλλες. (Ησ 19:1, 9, 10) Ήδη από τα μέσα περίπου της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., η Αίγυπτος ήταν κέντρο υαλουργίας.—Παράβαλε Ιωβ 28:17.
Οι μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας επικεντρώνονταν στον Νείλο Ποταμό. Οι επικρατούντες άνεμοι από το Β βοηθούσαν τα σκάφη να πλέουν αντίθετα στο ρου του ποταμού, ενώ όσα πλοιάρια ξεκινούσαν από το Ν έπλεαν σύμφωνα με το ρου παρασυρόμενα από το ρεύμα. Εκτός από αυτή την κύρια «συγκοινωνιακή αρτηρία», υπήρχαν κανάλια και μερικοί δρόμοι, όπως για παράδειγμα αυτός που οδηγούσε στη Χαναάν.
Με καραβάνια και με πλοία που διέσχιζαν την Ερυθρά Θάλασσα γινόταν διεθνές εμπόριο με άλλες αφρικανικές χώρες, ενώ μεγάλες αιγυπτιακές γαλέρες μετέφεραν εμπορεύματα και επιβάτες σε πολλά λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου.
Η ενδυμασία των Αιγυπτίων ήταν απλή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της παλιότερης ιστορικής περιόδου, οι άντρες φορούσαν απλώς ένα είδος ποδιάς που μαζευόταν εμπρός σχηματίζοντας πτυχώσεις. Αργότερα μόνο οι κατώτερες τάξεις άφηναν το πάνω μέρος του σώματος γυμνό. Οι γυναίκες φορούσαν ένα μακρύ εφαρμοστό φόρεμα με τιράντες, φτιαγμένο συχνά από εκλεκτό λινό. Συνήθιζαν να κυκλοφορούν ξυπόλητοι, κάτι που μπορεί να συντέλεσε στη διάδοση ορισμένων ασθενειών.
Στις αιγυπτιακές ζωγραφικές παραστάσεις οι άντρες απεικονίζονται με κοντά μαλλιά ή ξυρισμένο κεφάλι και χωρίς γένια. (Γε 41:14) Η χρήση καλλυντικών ήταν διαδεδομένη μεταξύ των γυναικών.
Τα αιγυπτιακά σπίτια ποίκιλλαν από τις απλές καλύβες των φτωχών μέχρι τις ευρύχωρες επαύλεις των πλουσίων, οι οποίες περιβάλλονταν από κήπους, περιβόλια και λιμνούλες. Εφόσον ο Πετεφρής ήταν αξιωματούχος του Φαραώ, πιθανόν το σπίτι του να ήταν μια ωραία έπαυλη. (Γε 39:1, 4-6) Υπήρχαν διαφόρων ειδών έπιπλα, από απλά σκαμνιά μέχρι περίτεχνες καρέκλες και ντιβάνια. Τα σπίτια που ήταν κάπως μεγάλα χτίζονταν συνήθως γύρω από ανοιχτές αυλές. (Παράβαλε Εξ 8:3, 13.) Το ζύμωμα και το μαγείρεμα γίνονταν συχνά στην αυλή. Η τροφή των περισσότερων Αιγυπτίων πιθανότατα ήταν το κριθαρένιο ψωμί, τα λαχανικά, το ψάρι (άφθονο και φτηνό· Αρ 11:5) και η μπίρα, το κοινό ποτό. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα εμπλούτιζαν τη διατροφή τους με διάφορα είδη κρέατος.—Εξ 16:3.
Οι άντρες που υπηρετούσαν στον αιγυπτιακό στρατό χρησιμοποιούσαν τα συνηθισμένα όπλα της εποχής: τόξο και βέλος, δόρυ ή κοντάρι, ρόπαλο, τσεκούρι και ξιφίδιο. Τα ιππήλατα άρματα έπαιζαν μεγάλο ρόλο στους πολέμους τους. Μολονότι οι πανοπλίες φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ελάχιστα τα παλιότερα χρόνια, αργότερα τέθηκαν σε χρήση, όπως και οι περικεφαλαίες, οι οποίες συχνά είχαν και φτερά. Άρα, η προφητεία του Ιερεμία (46:2-4) δίνει μια ακριβή περιγραφή του αιγυπτιακού στρατού τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ. Μεγάλο μέρος του στρατεύματος φαίνεται ότι αποτελούνταν από άντρες που στρατολογούνταν ανάμεσα από το λαό. Σε μεταγενέστερες εποχές χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση μισθοφόροι από άλλα έθνη.—Ιερ 46:7-9.
Ιστορία. Η αιγυπτιακή ιστορία, όπως προκύπτει από μη Βιβλικές πηγές, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπιβεβαίωτη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις παλιότερες περιόδους.—Βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Αιγυπτιακή Χρονολόγηση).
Η επίσκεψη του Αβραάμ. Κάποιο διάστημα μετά τον Κατακλυσμό (2370-2369 Π.Κ.Χ.) και το μεταγενέστερο χωρισμό των λαών στη Βαβέλ, η Αίγυπτος κατοικήθηκε από Χαμίτες. Την εποχή που η πείνα ανάγκασε τον Αβραάμ (Άβραμ) να φύγει από τη Χαναάν και να κατεβεί στην Αίγυπτο (κάποιο διάστημα μεταξύ του 1943 Π.Κ.Χ. και του 1932 Π.Κ.Χ.), υπήρχε ένα βασίλειο που το κυβερνούσε κάποιος Φαραώ (το όνομά του δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή).—Γε 12:4, 14, 15· 16:16.
Φαίνεται ότι η Αίγυπτος ήταν ανοιχτή στους ξένους, και δεν υπάρχουν ενδείξεις εχθρικής αντιμετώπισης του νομάδα Αβραάμ, ενός σκηνίτη. Ωστόσο, ο φόβος του Αβραάμ μήπως δολοφονηθεί εξαιτίας της όμορφης συζύγου του προφανώς ήταν βάσιμος και ενδεικτικός του χαμηλού ηθικού επιπέδου της Αιγύπτου. (Γε 12:11-13) Οι πληγές που επήλθαν στον Φαραώ επειδή πήρε τη Σάρρα στην κατοικία του αποδείχτηκαν αποτελεσματικές, και έτσι ο Αβραάμ διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Όταν έφυγε, πήρε μαζί του, όχι μόνο τη σύζυγό του, αλλά και επιπλέον αγαθά. (Γε 12:15-20· 13:1, 2) Η Άγαρ, η υπηρέτρια της Σάρρας, μπορεί να αποκτήθηκε κατά την παραμονή του Αβραάμ στην Αίγυπτο. (Γε 16:1) Η Άγαρ γέννησε τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ (το 1932 Π.Κ.Χ.), ο οποίος όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε μια γυναίκα από την πατρίδα της μητέρας του, την Αίγυπτο. (Γε 16:3, 4, 15, 16· 21:21) Άρα, ως φυλή, αρχικά οι Ισμαηλίτες ήταν κατά βάση Αιγύπτιοι, και η ακτίνα των καταυλισμών τους έφτανε μερικές φορές σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της Αιγύπτου.—Γε 25:13-18.
Μια δεύτερη πείνα έκανε και πάλι την Αίγυπτο τόπο καταφυγίου, αλλά τώρα (κάποια στιγμή μετά το 1843 Π.Κ.Χ., το έτος που πέθανε ο Αβραάμ) ο Ιεχωβά έδωσε στον Ισαάκ την εντολή να απορρίψει κάθε ιδέα μετακίνησης σε εκείνη τη χώρα.—Γε 26:1, 2.
Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο. Κατόπιν, σχεδόν δύο αιώνες μετά την παραμονή του Αβραάμ στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ, ο νεαρός γιος του Ιακώβ, πουλήθηκε σε ένα καραβάνι Μαδιανιτών-Ισμαηλιτών και μεταπουλήθηκε στην Αίγυπτο, σε έναν αυλικό του Φαραώ (1750 Π.Κ.Χ.). (Γε 37:25-28, 36) Όπως εξήγησε μεταγενέστερα ο Ιωσήφ στους αδελφούς του, ο Θεός το επέτρεψε αυτό ώστε να ετοιμαστεί η οδός για τη διατήρηση της οικογένειας του Ιακώβ κατά την περίοδο μιας σφοδρής πείνας. (Γε 45:5-8) Η αφήγηση των σημαντικότερων γεγονότων της ζωής του Ιωσήφ παρουσιάζει μια αναμφισβήτητα ακριβή εικόνα της Αιγύπτου. (Βλέπε ΙΩΣΗΦ Αρ. 1.) Οι τίτλοι των αξιωματούχων, τα έθιμα, η ενδυμασία, η χρήση μαγείας και πολλές άλλες καταγραμμένες λεπτομέρειες μπορούν να επιβεβαιωθούν από στοιχεία που προέρχονται από αιγυπτιακά μνημεία, απεικονίσεις και συγγράμματα. Για παράδειγμα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε όταν ανατέθηκαν στον Ιωσήφ τα καθήκοντα του αντιβασιλιά της Αιγύπτου (Γε 41:42) συμφωνεί με το εθιμοτυπικό που παρουσιάζεται σε αιγυπτιακές επιγραφές και τοιχογραφίες.—Γε κεφ. 45-47.
Το ότι οι Αιγύπτιοι απεχθάνονταν να τρώνε μαζί με Εβραίους, όπως στο γεύμα που παρέθεσε ο Ιωσήφ για τους αδελφούς του, μπορεί να οφειλόταν σε θρησκευτική ή φυλετική υπερηφάνεια και προκατάληψη ή μπορεί να ήταν σχετικό με την απέχθειά τους προς τους ποιμένες. (Γε 43:31, 32· 46:31-34) Με τη σειρά της, αυτή η τελευταία στάση μπορεί να οφειλόταν απλώς σε ένα σύστημα καστών που διατηρούσαν οι Αιγύπτιοι, στο οποίο οι ποιμένες φαίνεται ότι βρίσκονταν σχεδόν στη χαμηλότερη θέση. Ή, εφόσον οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης ήταν περιορισμένες, μπορεί να αντιπαθούσαν πολύ όσους αναζητούσαν βοσκότοπους για ποίμνια.
«Η Περίοδος των Υξώς». Πολλοί σχολιαστές τοποθετούν την είσοδο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, καθώς και την είσοδο του πατέρα του και της οικογένειάς του, στο διάστημα που είναι κοινώς γνωστό ως η Περίοδος των Υξώς. Εντούτοις, ο Μέριλ Άνγκερ επισημαίνει τα εξής (Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη [Archaeology and the Old Testament], 1964, σ. 134): «Δυστυχώς, πρόκειται για μια πολύ σκοτεινή περίοδο της Αιγύπτου, και οι γνώσεις μας για την κατάκτηση από τους Υξώς είναι πολύ ελλιπείς».
Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν στους Υξώς διακυβέρνηση 200 χρόνων η οποία διήρκεσε από τη «Δέκατη Τρίτη ως τη Δέκατη Έβδομη Δυναστεία», ενώ άλλοι περιορίζουν την παρουσία τους στη «Δέκατη Πέμπτη και Δέκατη Έκτη Δυναστεία», χρονικό διάστημα ενάμιση ή μόνο ενός αιώνα. Μερικοί διατείνονται ότι το όνομα Υξώς σημαίνει «Ποιμένες Βασιλιάδες», ενώ άλλοι, «Ηγεμόνες Ξένων Χωρών». Αναφορικά με τη φυλή ή την εθνικότητά τους υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία εικασιών, καθώς έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι ήταν Ινδοευρωπαίοι από τον Καύκασο ή ακόμη και από την κεντρική Ασία, Χετταίοι, Συροπαλαιστίνιοι ηγεμόνες (Χαναναίοι ή Αμορραίοι) ή αραβικές φυλές.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι προβάλλουν την άποψη ότι η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Υξώς συντελέστηκε από ορδές βορείων που σάρωσαν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο με τα ταχύτατα άρματά τους, ενώ άλλοι την παρουσιάζουν ως ύπουλη κατάκτηση εκ των έσω, δηλαδή ως βαθμιαία διείσδυση μεταναστών νομάδων ή ημινομάδων οι οποίοι είτε απέκτησαν αργά και τμηματικά τον έλεγχο της χώρας είτε κατέλαβαν την εξουσία με αιφνιδιαστικό πραξικόπημα. Στο βιβλίο Ο Κόσμος του Παρελθόντος ([The World of the Past] Μέρος 5ο, 1963, σ. 444) η αρχαιολόγος Τζακέτα Χόουκς δηλώνει: «Δεν υποστηρίζεται πλέον ότι οι ηγεμόνες Υξώς . . . αντιπροσωπεύουν την εισβολή μιας νικηφόρας ορδής Ασιατών. Το όνομα φαίνεται ότι σημαίνει Ηγεμόνες των Άνω Χωρών, και επρόκειτο για περιπλανώμενες ομάδες Σημιτών οι οποίοι είχαν έρθει προ πολλού στην Αίγυπτο για εμπόριο και άλλους ειρηνικούς σκοπούς». Μολονότι προς το παρόν αυτή μπορεί να είναι η επικρατέστερη άποψη, παραμένει ανεξήγητο το πώς τέτοιες «περιπλανώμενες ομάδες» μπόρεσαν να καταλάβουν τη γη της Αιγύπτου, εφόσον μάλιστα η «Δωδέκατη Δυναστεία», που προηγήθηκε αυτής της περιόδου, θεωρείται ότι οδήγησε τη χώρα σε απόγειο δύναμης.
Η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (1978, Τόμ. 21, σ. 120) λέει: «Η μόνη . . . υφισταμένη λεπτομερής περί αυτών [των Υξώς] περιγραφή περιέχεται εις μη αξιόπιστον παράγραφον απολεσθέντος έργου του Μανέθωνος, αναφερομένην υπό του Φλαβίου Ιωσήπου . . . εις την απάντησιν αυτού προς τον Απίωνα». Οι δηλώσεις τις οποίες ο Ιώσηπος αποδίδει στον Μανέθωνα είναι η πηγή του ονόματος Υξώς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ιώσηπος, ισχυριζόμενος ότι παραθέτει από εκείνον επί λέξει, παρουσιάζει την αφήγηση του Μανέθωνος να συνδέει άμεσα τους Υξώς με τους Ισραηλίτες. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι ο Ιώσηπος αποδέχεται αυτή τη σύνδεση, αλλά αντιτίθεται σφοδρά σε πολλές από τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Φαίνεται να προτιμάει την ερμηνεία του ονόματος Υξώς ως «αιχμάλωτοι ποιμένες» αντί για «βασιλιάδες-ποιμένες». Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Μανέθων υποστηρίζει ότι οι Υξώς κυρίευσαν την Αίγυπτο αμαχητί, καταστρέφοντας πόλεις και «τα ιερά των θεών» και προκαλώντας σφαγές και όλεθρο. Φέρονται να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Δέλτα. Τελικά λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι εξεγέρθηκαν, διεξήγαγαν έναν μακρόχρονο και φοβερό πόλεμο με 480.000 άντρες, πολιόρκησαν την κύρια πόλη των Υξώς, την Αβάριδα, και, παραδόξως, στη συνέχεια σύναψαν συνθήκη μαζί τους επιτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τη χώρα αλώβητοι μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους, οπότε αυτοί πήγαν στην Ιουδαία και έχτισαν την Ιερουσαλήμ.—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 73-105 (14-16)· 223-232 (25, 26).
Στα κείμενα της εποχής των Υξώς, μπροστά από τα ονόματα αυτών των ηγεμόνων υπήρχαν τίτλοι όπως «Αγαθός Θεός», «Γιος του Ρε» ή Χικ-χοσουέτ, «Ηγεμόνας Ξένων Χωρών». Ο όρος «Υξώς» παράγεται προφανώς από αυτόν τον τελευταίο τίτλο. Τα αιγυπτιακά έγγραφα της εποχής αμέσως μετά τη διακυβέρνησή τους τούς χαρακτηρίζουν Ασιάτες. Σχετικά με αυτή την περίοδο της αιγυπτιακής ιστορίας, ο Κ. Έ. Ντε Βρις παρατήρησε: «Στην προσπάθειά τους να συσχετίσουν τις ιστορικές πηγές με τις βιβλικές πληροφορίες, ορισμένοι μελετητές επιχείρησαν να ταυτίσουν την εκδίωξη των Υξώς από την Αίγυπτο με την Έξοδο των Ισραηλιτών, αλλά η χρονολόγηση αποκλείει αυτή την ταύτιση, και άλλοι παράγοντες επίσης καθιστούν αυτή την υπόθεση αβάσιμη. . . . Η καταγωγή των Υξώς είναι ανεξακρίβωτη. Ήρθαν από κάποιο μέρος της Ασίας και είχαν κυρίως σημιτικά ονόματα».—Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia), επιμέλεια Τζ. Μπρόμιλι, 1982, Τόμ. 2, σ. 787.
Εφόσον η άνοδος του Ιωσήφ στην εξουσία και τα οφέλη που έφερε αυτή στον Ισραήλ ήταν αποτελέσματα θεϊκής πρόνοιας, δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να βρούμε κάποια άλλη αιτιολόγηση παραπέμποντας στην ύπαρξη φιλικών “Ποιμένων Βασιλιάδων”. (Γε 45:7-9) Αλλά η αφήγηση του Μανέθωνος—στην ουσία η βάση της ιδέας περί «Υξώς»—ενδέχεται να αποτελεί απλώς μια διαστρεβλωμένη παράδοση την οποία ανέπτυξαν από την αρχαιότητα οι Αιγύπτιοι για να δικαιολογήσουν τι συνέβη στη χώρα τους κατά την παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο. Η καταλυτική επίδραση που είχε στη χώρα η ανάρρηση του Ιωσήφ στη θέση του κυβερνήτη (Γε 41:39-46· 45:26), η βαθιά αλλαγή που έφερε η διοίκησή του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι οι Αιγύπτιοι πούλησαν τη γη τους, ακόμη δε και τον εαυτό τους, στον Φαραώ (Γε 47:13-20), ο φόρος του 20 τοις εκατό που πλήρωναν έκτοτε από τα προϊόντα τους (Γε 47:21-26), τα 215 χρόνια της κατοίκησης των Ισραηλιτών στη Γεσέν, καθώς και το ότι αυτοί τελικά ξεπέρασαν το γηγενή πληθυσμό σε αριθμό και δύναμη, όπως είπε ο Φαραώ (Εξ 1:7-10, 12, 20), οι Δέκα Πληγές και το καταστροφικό πλήγμα που επέφεραν αυτές, όχι μόνο στην αιγυπτιακή οικονομία, αλλά ακόμη περισσότερο στις θρησκευτικές τους δοξασίες και στο γόητρο του ιερατείου τους (Εξ 10:7· 11:1-3· 12:12, 13), η Έξοδος του Ισραήλ μετά το θάνατο όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου και στη συνέχεια η καταστροφή της αφρόκρεμας των στρατιωτικών δυνάμεων της Αιγύπτου στην Ερυθρά Θάλασσα (Εξ 12:2-38· 14:1-28)—όλα αυτά απαιτούσαν ασφαλώς μια εξήγηση την οποία θα επιχειρούσαν να δώσουν οι Αιγύπτιοι επίσημοι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων στην Αίγυπτο, όπως και σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με το ιερατείο, υπό την κηδεμονία του οποίου εκπαιδεύονταν οι γραφείς. Θα ήταν τελείως απίθανο να μην επινοηθεί κάποια προπαγανδιστική εξήγηση για την πλήρη αδυναμία των αιγυπτιακών θεών να αποτρέψουν την καταστροφή που επέφερε ο Ιεχωβά Θεός στην Αίγυπτο και στο λαό της. Η ιστορία—ακόμη και η πρόσφατη ιστορία—έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις στις οποίες η προπαγάνδα διαστρέβλωσε τα γεγονότα σε τέτοιον βαθμό ώστε οι καταπιεσμένοι να παρουσιάζονται ως καταπιεστές, και τα αθώα θύματα ως οι επικίνδυνοι και σκληροί επιτιθέμενοι. Η αφήγηση του Μανέθωνος (η οποία γράφτηκε χίλια και πλέον χρόνια μετά την Έξοδο), αν διατηρήθηκε μέχρις ενός βαθμού ακριβής από τον Ιώσηπο, πιθανόν να απηχεί τις παραποιημένες παραδόσεις τις οποίες μετέφεραν διαδοχικές γενιές Αιγυπτίων για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία της αληθινής αφήγησης—αυτής που βρίσκεται στην Αγία Γραφή—σχετικά με τον Ισραήλ στην Αίγυπτο.—Βλέπε ΕΞΟΔΟΣ (Αυθεντικότητα της Αφήγησης της Εξόδου).
Η δουλεία του Ισραήλ. Εφόσον η Αγία Γραφή δεν κατονομάζει τον Φαραώ που άρχισε να καταδυναστεύει τους Ισραηλίτες (Εξ 1:8-22) ούτε τον Φαραώ ενώπιον του οποίου εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ααρών και στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου έλαβε χώρα η Έξοδος (Εξ 2:23· 5:1), και εφόσον αυτά τα γεγονότα είτε παραλείφθηκαν εκούσια από τα αιγυπτιακά αρχεία είτε τα αρχεία καταστράφηκαν, δεν είναι δυνατόν να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με κάποια συγκεκριμένη δυναστεία ούτε με τη βασιλεία οποιουδήποτε Φαραώ γνωστού από την ιστορία. Συχνά υποστηρίζεται ότι ο Φαραώ της καταδυνάστευσης ήταν ο Ραμσής (Ραμεσσής) Β΄ (της «Δέκατης Ένατης Δυναστείας»), επειδή αναφέρεται ότι οι πόλεις Πιθώμ και Ρααμσής οικοδομήθηκαν από Ισραηλίτες εργάτες. (Εξ 1:11) Θεωρείται ότι αυτές οι πόλεις οικοδομήθηκαν κατά τη βασιλεία του Ραμσή Β΄. Στο έργο Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη (σ. 149) ο Μέριλ Άνγκερ κάνει το εξής σχόλιο: «Αλλά αν λάβουμε υπόψη την περιβόητη συνήθεια του Ρααμσή Β΄ να αποδίδει στον εαυτό του τα επιτεύγματα των προκατόχων του, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι εκείνος απλώς ανοικοδόμησε ή επέκτεινε αυτά τα μέρη». Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι το όνομα «Ραμεσσής» εφαρμοζόταν σε μια ολόκληρη περιφέρεια ήδη από την εποχή του Ιωσήφ.—Γε 47:11.
Χάρη στη διάσωση που παρείχε ο Θεός μέσω του Μωυσή, το έθνος του Ισραήλ ελευθερώθηκε από «το σπίτι των δούλων» και «το σιδηρουργικό καμίνι», όπως συνέχισαν να χαρακτηρίζουν την Αίγυπτο οι Βιβλικοί συγγραφείς. (Εξ 13:3· Δευ 4:20· Ιερ 11:4· Μιχ 6:4) Ύστερα από σαράντα χρόνια ο Ισραήλ άρχισε την κατάκτηση της Χαναάν. Ορισμένοι έχουν επιχειρήσει να συνδέσουν αυτό το Βιβλικό γεγονός με την κατάσταση που περιγράφεται στις λεγόμενες Πινακίδες της Αμάρνα, οι οποίες βρέθηκαν στην Τελλ ελ-Αμάρνα κοντά στον Νείλο, περίπου 270 χλμ. Ν του Καΐρου. Οι 379 πινακίδες είναι επιστολές από διάφορους Χαναναίους και Σύριους ηγεμόνες (μεταξύ των οποίων ηγεμόνες της Χεβρών, της Ιερουσαλήμ και της Λαχείς) και πολλές διατυπώνουν παράπονα στον Φαραώ που βρισκόταν στο θρόνο (γενικά τον Ακενατόν) σχετικά με τις επιδρομές και τις λεηλασίες των «Χαμπιρού» (‛απιρού). Αν και κάποιοι λόγιοι επιχείρησαν να ταυτίσουν τους «Χαμπιρού» με τους Εβραίους, δηλαδή τους Ισραηλίτες, τα ίδια τα περιεχόμενα των επιστολών αποκλείουν κάτι τέτοιο. Εμφανίζουν τους Χαμπιρού ως απλούς επιδρομείς, που κατά καιρούς συμμαχούσαν με ορισμένους Χαναναίους ηγεμόνες σε ανταγωνισμούς μεταξύ πόλεων της ίδιας περιοχής. Ανάμεσα στις πόλεις που απειλήθηκαν από τους Χαμπιρού ήταν η Βύβλος στον βόρειο Λίβανο, πολύ μακριά από τις περιοχές στις οποίες επιτέθηκαν οι Ισραηλίτες. Επίσης, οι πινακίδες δεν παρουσιάζουν εικόνα αντίστοιχη με τις κύριες μάχες και νίκες των Ισραηλιτών κατά την κατάκτηση της Χαναάν μετά την Έξοδο.—Βλέπε ΕΒΡΑΙΟΣ (Οι «Χαμπιρού»).
Η παραμονή του Ισραήλ στην Αίγυπτο χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του έθνους, και η θαυματουργική απελευθέρωσή τους από εκείνη τη χώρα μνημονευόταν συχνά ως εξέχουσα απόδειξη του γεγονότος ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός. (Εξ 19:4· Λευ 22:32, 33· Δευ 4:32-36· 2Βα 17:36· Εβρ 11:23-29) Εξού και η έκφραση: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου από τη γη της Αιγύπτου». (Ωσ 13:4· παράβαλε Λευ 11:45.) Κανένα απολύτως περιστατικό ή γεγονός δεν το ξεπέρασε αυτό μέχρι την απελευθέρωσή τους από τη Βαβυλώνα η οποία τους παρείχε μια επιπλέον απόδειξη ότι ο Ιεχωβά έχει τη δύναμη να διασώζει. (Ιερ 16:14, 15) Η εμπειρία που είχαν στην Αίγυπτο καταγράφηκε στο Νόμο που τους δόθηκε (Εξ 20:2, 3· Δευ 5:12-15), αποτέλεσε τη βάση για τη γιορτή του Πάσχα (Εξ 12:1-27· Δευ 16:1-3), τους καθοδηγούσε στις δοσοληψίες τους με τους πάροικους (Εξ 22:21· Λευ 19:33, 34) και με τους φτωχούς που πουλούσαν τον εαυτό τους ως δούλο (Λευ 25:39-43, 55· Δευ 15:12-15), καθώς επίσης προμήθευσε τη νομική βάση με την οποία η φυλή του Λευί επιλέχθηκε και αγιάστηκε για την υπηρεσία του αγιαστηρίου (Αρ 3:11-13). Λόγω της παροίκησης του Ισραήλ στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην εκκλησία του Ισραήλ. (Δευ 23:7, 8) Τα βασίλεια της Χαναάν και οι λαοί των γειτονικών χωρών ένιωσαν φόβο και δέος με όσα άκουσαν για τη δύναμη του Θεού η οποία καταδείχτηκε εναντίον της Αιγύπτου, πράγμα που προλείανε το έδαφος για την κατάκτησή τους από τον Ισραήλ (Εξ 18:1, 10, 11· Δευ 7:17-20· Ιη 2:10, 11· 9:9), και μάλιστα έμεινε στη θύμησή τους επί αιώνες. (1Σα 4:7, 8) Σε όλη την ιστορία του, ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ έψαλλε αυτά τα γεγονότα στους ύμνους του.—Ψλ 78:43-51· Ψλ 105 και 106· 136:10-15.
Μετά την κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ. Η πρώτη άμεση αιγυπτιακή αναφορά στον Ισραήλ χρονολογείται από τη βασιλεία του Φαραώ Μερνεπτά, γιου του Ραμσή Β΄ (προς το τέλος της «Δέκατης Ένατης Δυναστείας»). Μάλιστα πρόκειται για τη μόνη άμεση αναφορά στον Ισραήλ ως λαό η οποία έχει βρεθεί μέχρι τώρα σε αρχαία αιγυπτιακά αρχεία. Σε μια επινίκια στήλη, ο Μερνεπτά καυχιέται ότι νίκησε διάφορες πόλεις της Χαναάν και κατόπιν υποστηρίζει: «Ερημώθηκε ο Ισραήλ, το σπέρμα του εξαφανίστηκε». Μολονότι είναι φανερό ότι πρόκειται απλώς για κενή καύχηση, ωστόσο αυτά τα λόγια φαίνεται να υποδεικνύουν ότι ο Ισραήλ ήταν τότε εγκατεστημένος στη Χαναάν.
Δεν αναφέρονται επαφές του Ισραήλ με την Αίγυπτο κατά την περίοδο των Κριτών ή κατά τις βασιλείες του Σαούλ και του Δαβίδ, εκτός από μια μονομαχία μεταξύ ενός πολεμιστή του Δαβίδ και ενός “υπερμεγέθους” Αιγυπτίου. (2Σα 23:21) Όταν βασίλευε ο Σολομών (1037-998 Π.Κ.Χ.) οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στα δύο έθνη ήταν τέτοιες ώστε ο Σολομών μπόρεσε να συνάψει συμφωνία γάμου με τον Φαραώ και να πάρει την κόρη του ως σύζυγο. (1Βα 3:1) Το πότε ακριβώς αυτός ο μη κατονομαζόμενος Φαραώ είχε κατακτήσει τη Γεζέρ, την οποία έδωσε τότε στην κόρη του ως αποχαιρετιστήριο γαμήλιο δώρο, ή προίκα, δεν προσδιορίζεται. (1Βα 9:16) Ο Σολομών είχε επίσης επιχειρηματικές συναλλαγές με την Αίγυπτο, που περιλάμβαναν άλογα και άρματα αιγυπτιακής κατασκευής.—2Χρ 1:16, 17.
Εντούτοις, η Αίγυπτος αποτέλεσε καταφύγιο για ορισμένους εχθρούς των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. Ο Αδάδ ο Εδωμίτης κατέφυγε στην Αίγυπτο μετά την ερήμωση του Εδώμ από τον Δαβίδ. Μολονότι ο Αδάδ ήταν Σημίτης, ο Φαραώ τον τίμησε δίνοντάς του σπίτι, τροφή και γη. Μάλιστα ο Αδάδ παντρεύτηκε ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας και ο Γενουβάθ, ο γιος του, μεγάλωσε σαν γιος του Φαραώ. (1Βα 11:14-22) Αργότερα ο Ιεροβοάμ, που έγινε βασιλιάς του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ μετά το θάνατο του Σολομώντα, κατέφυγε και αυτός για ένα διάστημα στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Σισάκ.—1Βα 11:40.
Ο Σισάκ (γνωστός ως Σεσόνκ Α΄ από τα αιγυπτιακά αρχεία) είχε ιδρύσει μια λιβυκή δυναστεία Φαραώ (την «Εικοστή Δεύτερη Δυναστεία»), της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Βούβαστις, στην περιοχή του ανατολικού Δέλτα. Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα (993 Π.Κ.Χ.), ο Σισάκ εισέβαλε στον Ιούδα με ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από άρματα, ιππικό και πεζούς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν Λίβυοι και Αιθίοπες. Κατέλαβε πολλές πόλεις και απείλησε ακόμη και την Ιερουσαλήμ. Χάρη στο έλεος του Ιεχωβά, η Ιερουσαλήμ δεν ερημώθηκε, αλλά ο μεγάλος της πλούτος παραδόθηκε στον Σισάκ. (1Βα 14:25, 26· 2Χρ 12:2-9) Ένα ανάγλυφο σε κάποιον τοίχο ναού στο Καρνάκ απεικονίζει την εκστρατεία του Σισάκ και απαριθμεί πολλές πόλεις του Ισραήλ και του Ιούδα υποστηρίζοντας ότι καταλήφθηκαν.
Ο Ζερά ο Αιθίοπας, ο οποίος ηγήθηκε ενός εκατομμυρίου Αιθιόπων και Λίβυων στρατιωτών εναντίον του Βασιλιά Ασά του Ιούδα (967 Π.Κ.Χ.), είναι πιθανό να ξεκίνησε την προέλασή του από την Αίγυπτο. Οι δυνάμεις του συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα Σεφαθά ΝΔ της Ιερουσαλήμ, όπου και ηττήθηκαν ολοσχερώς.—2Χρ 14:9-13· 16:8.
Κατά τους επόμενους δύο αιώνες υπήρξε κάποια ανάπαυλα στις επιθέσεις της Αιγύπτου εναντίον του Ιούδα και του Ισραήλ. Φαίνεται ότι σε αυτή την περίοδο η Αίγυπτος αντιμετώπιζε σημαντικές εσωτερικές διαμάχες, καθώς κάποιες δυναστείες κυβερνούσαν ταυτόχρονα. Στο μεταξύ, ήρθε στο προσκήνιο η Ασσυρία ως η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Ο Ωσιέ, ο τελευταίος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (περ. 758-740 Π.Κ.Χ.), έγινε υποτελής στην Ασσυρία και κατόπιν προσπάθησε να αποτινάξει τον ασσυριακό ζυγό συνωμοτώντας με τον Βασιλιά Σω της Αιγύπτου. Η προσπάθεια απέτυχε, και σύντομα το ισραηλιτικό βόρειο βασίλειο έπεσε στα χέρια της Ασσυρίας.—2Βα 17:4.
Φαίνεται ότι αυτή την εποχή η Αίγυπτος είχε περιέλθει σε μεγάλο βαθμό υπό την κυριαρχία νουβικών-αιθιοπικών στοιχείων, εφόσον η «Εικοστή Πέμπτη Δυναστεία» χαρακτηρίζεται αιθιοπική. Ο Ραβσάκης, ο αξιωματούχος του Ασσύριου Βασιλιά Σενναχειρείμ, φωνάζοντας δυνατά είπε στο λαό της πόλης της Ιερουσαλήμ ότι το να εμπιστεύονται στην Αίγυπτο για βοήθεια ισοδυναμούσε με το να εμπιστεύονται σε ένα «συντριμμένο καλάμι». (2Βα 18:19-21, 24) Ο Βασιλιάς Τιρχάκα της Αιθιοπίας, ο οποίος προέλασε τότε (732 Π.Κ.Χ.) στη Χαναάν και απασχόλησε προσωρινά τον Ασσύριο βασιλιά και τις δυνάμεις του, συσχετίζεται γενικά με τον Αιθίοπα ηγεμόνα της Αιγύπτου Φαραώ Ταχάρκα. (2Βα 19:8-10) Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από παλιότερη προφητεία του Ησαΐα (Ησ 7:18, 19), σύμφωνα με την οποία ο Ιεχωβά επρόκειτο να «σφυρίξει για να έρθουν οι μύγες που είναι στην άκρη των καναλιών του Νείλου στην Αίγυπτο και οι μέλισσες που είναι στη γη της Ασσυρίας», προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο τη σύγκρουση των δύο δυνάμεων στη γη του Ιούδα και ασκώντας σε εκείνη τη γη διπλή πίεση. Όπως παρατήρησε ο Φραντς Ντέλιτς: «Και τα εμβλήματα επίσης αντιστοιχούν στη φύση των δύο χωρών: η μύγα στην [ελώδη] Αίγυπτο όπου ενδημούσαν σμήνη εντόμων . . . και η μέλισσα στην πιο ορεινή και δασώδη Ασσυρία».—Σχολιολόγιο της Παλαιάς Διαθήκης (Commentary on the Old Testament), 1973, Τόμ. 7, Ησαΐας, σ. 223.
Στην εξαγγελία του εναντίον της Αιγύπτου, ο Ησαΐας προλέγει προφανώς την αστάθεια που θα επικρατούσε στην Αίγυπτο στα τέλη του όγδοου και στις αρχές του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ. (Ησ 19) Περιγράφει εμφύλιο πόλεμο και κατακερματισμό, λέγοντας ότι θα μαχόταν «πόλη εναντίον πόλης, βασίλειο εναντίον βασιλείου» στην Αίγυπτο. (Ησ 19:2, 13, 14) Οι σύγχρονοι ιστορικοί ανακαλύπτουν στοιχεία για την ύπαρξη δυναστειών που κυβερνούσαν ταυτόχρονα σε διαφορετικά τμήματα της χώρας εκείνη την εποχή. Η πολυδιαφημισμένη «σοφία» της Αιγύπτου με “τους άχρηστους θεούς της και τους γοητευτές της” δεν την προστάτεψε και έτσι αυτή παραδόθηκε στο «χέρι ενός σκληρού κυρίου».—Ησ 19:3, 4.
Η εισβολή των Ασσυρίων. Ο Ασσύριος Βασιλιάς Εσάρ-αδδών (σύγχρονος του Βασιλιά Μανασσή του Ιούδα [716-662 Π.Κ.Χ.]) εισέβαλε στην Αίγυπτο, κατέλαβε τη Μέμφιδα στην Κάτω Αίγυπτο και εξόρισε πολλούς. Από ό,τι φαίνεται, ο Φαραώ που βρισκόταν στο θρόνο εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ο Ταχάρκα (Τιρχάκα).
Ο Ασσουρμπανιπάλ επανέλαβε την επίθεση και λεηλάτησε τις Θήβες (τη Βιβλική Νω-άμμων) στην Άνω Αίγυπτο, όπου βρίσκονταν οι μεγαλύτεροι θησαυροί των ναών της Αιγύπτου. Και πάλι, η Αγία Γραφή δείχνει ότι ενεπλάκησαν Αιθίοπες, Λίβυοι και άλλοι Αφρικανοί.—Να 3:8-10.
Αργότερα οι ασσυριακές φρουρές ανακλήθηκαν από την Αίγυπτο, και η χώρα άρχισε να ανακτά μέρος της προηγούμενης ευημερίας και δύναμής της. Όταν η Ασσυρία έπεσε στα χέρια των Μήδων και των Βαβυλωνίων, η Αίγυπτος είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη (με την υποστήριξη μισθοφόρων) ώστε να προστρέξει σε βοήθεια του Ασσύριου βασιλιά. Επικεφαλής των αιγυπτιακών δυνάμεων τέθηκε ο Φαραώ Νεχαώ (Β΄), ο οποίος όμως καθ’ οδόν συνάντησε αντίσταση από το στρατό του Βασιλιά Ιωσία του Ιούδα στη Μεγιδδώ και, παρά τη θέλησή του, υποχρεώθηκε να πολεμήσει. Νίκησε τον Ιούδα και προκάλεσε το θάνατο του Ιωσία. (2Βα 23:29· 2Χρ 35:20-24) Ύστερα από τρεις μήνες (το 628 Π.Κ.Χ.) ο Νεχαώ καθαίρεσε από το θρόνο του Ιούδα τον Ιωάχαζ, γιο και διάδοχο του Ιωσία, και τον αντικατέστησε με τον αδελφό του τον Ελιακείμ (μετονομάζοντάς τον σε Ιωακείμ), ενώ τον Ιωάχαζ τον οδήγησε αιχμάλωτο στην Αίγυπτο. (2Βα 23:31-35· 2Χρ 36:1-4· παράβαλε Ιεζ 19:1-4.) Ο Ιούδας έγινε τότε υποτελής στην Αίγυπτο και πλήρωσε ένα αρχικό ποσό που ισοδυναμούσε σχεδόν με $1.046.000. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο προφήτης Ουριγίας διέφυγε στην Αίγυπτο αλλά αυτό αποδείχτηκε ανώφελο.—Ιερ 26:21-23.
Η ήττα από τον Ναβουχοδονόσορα. Ωστόσο, η προσπάθεια της Αιγύπτου να θέσει και πάλι υπό την κυριαρχία της τη Συρία και την Παλαιστίνη ήταν βραχύβια. Η Αίγυπτος ήταν καταδικασμένη να πιει το πικρό ποτήρι της ήττας, σύμφωνα με την προφητεία του Ιεχωβά που είχε εξαγγείλει ήδη ο Ιερεμίας (25:17-19). Η πτώση της Αιγύπτου άρχισε με την καθοριστική ήττα της από τους Βαβυλωνίους στη Χαρκεμίς, κοντά στον ποταμό Ευφράτη, υπό την αρχηγία του Ναβουχοδονόσορα ως διαδόχου του θρόνου το 625 Π.Κ.Χ., γεγονός που περιγράφεται στα εδάφια Ιερεμίας 46:2-10 καθώς και σε κάποιο βαβυλωνιακό χρονικό.
Στη συνέχεια ο Ναβουχοδονόσορ—ως βασιλιάς πια της Βαβυλώνας—κατέλαβε τη Συρία και την Παλαιστίνη, ο δε Ιούδας έγινε κράτος υποτελές στη Βαβυλώνα. (2Βα 24:1) Η Αίγυπτος έκανε μια τελευταία απόπειρα να παραμείνει υπολογίσιμη δύναμη στην Ασία. Μια στρατιά του Φαραώ (το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή) ήρθε από την Αίγυπτο ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Βασιλιά Σεδεκία για στρατιωτική υποστήριξη στην εξέγερσή του εναντίον της Βαβυλώνας το 609-607 Π.Κ.Χ. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα, αφού κατάφεραν να προκαλέσουν μόνο προσωρινή άρση της πολιορκίας των Βαβυλωνίων, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, και η Ιερουσαλήμ εγκαταλείφθηκε αβοήθητη και καταστράφηκε.—Ιερ 37:5-7· Ιεζ 17:15-18.
Παρά τις σθεναρές προειδοποιήσεις του Ιερεμία (Ιερ 42:7-22), ο πληθυσμός του Ιούδα που είχε απομείνει αναζήτησε άσυλο στην Αίγυπτο, όπου φαίνεται πως ενσωματώθηκε με τους Ιουδαίους οι οποίοι κατοικούσαν ήδη σε εκείνη τη χώρα. (Ιερ 24:1, 8-10) Οι τόποι όπου αναφέρεται συγκεκριμένα ότι κατοίκησαν ήταν η Ταχπανές, προφανώς οχυρή πόλη στην περιοχή του Δέλτα (Ιερ 43:7-9), η Μιγδώλ, καθώς και η Νοφ, η οποία θεωρείται ότι ταυτίζεται με τη Μέμφιδα, μια αρχαία πρωτεύουσα στην Κάτω Αίγυπτο (Ιερ 44:1· Ιεζ 30:13). Έτσι λοιπόν, αυτοί οι πρόσφυγες μιλούσαν τώρα στην Αίγυπτο «τη γλώσσα της Χαναάν» (προφανώς την εβραϊκή). (Ησ 19:18) Ενεργώντας ανόητα, απέκτησαν και πάλι στην Αίγυπτο εκείνες ακριβώς τις ειδωλολατρικές συνήθειες που είχαν προκαλέσει την κρίση του Ιεχωβά εναντίον του Ιούδα. (Ιερ 44:2-25) Αλλά η εκπλήρωση των προφητειών του Ιεχωβά κατέφθασε τους Ισραηλίτες πρόσφυγες όταν ο Ναβουχοδονόσορ προέλασε εναντίον της Αιγύπτου και κατέκτησε τη χώρα.—Ιερ 43:8-13· 46:13-26.
Έχει βρεθεί ένα βαβυλωνιακό κείμενο το οποίο αναφέρεται στο 37ο έτος του Ναβουχοδονόσορα (588 Π.Κ.Χ.) και το οποίο μνημονεύει μια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. Δεν μπορεί να λεχθεί κατά πόσον πρόκειται για την αρχική κατάκτηση ή απλώς για κάποια επακόλουθη στρατιωτική ενέργεια. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, ο Ναβουχοδονόσορ έλαβε τον πλούτο της Αιγύπτου ως αμοιβή για τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε στην κρίση την οποία εκτέλεσε ο Ιεχωβά εναντίον της Τύρου, μιας εχθράς του λαού του Θεού.—Ιεζ 29:18-20· 30:10-12.
Στα εδάφια Ιεζεκιήλ 29:1-16 προλέγεται 40χρονη ερήμωση για την Αίγυπτο. Αυτή μπορεί να έλαβε χώρα μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Ναβουχοδονόσορα. Μολονότι μερικά σχολιολόγια χαρακτηρίζουν την περίοδο κατά την οποία βασίλεψε ο Άμασις (Αχμός) Β΄, διάδοχος του Χοφρά, εξαιρετικά ευημερούσα για περισσότερα από 40 χρόνια, στηρίζουν την άποψή τους κυρίως στη μαρτυρία του Ηρόδοτου, ο οποίος επισκέφτηκε την Αίγυπτο εκατό και πλέον χρόνια αργότερα. Αλλά η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (1959, Τόμ. 8, σ. 62) κάνει το εξής σχόλιο όσον αφορά την ιστορία του Ηρόδοτου γύρω από αυτή την περίοδο (τη «Σαϊτική Περίοδο»): «Οι δηλώσεις του δεν αποδεικνύονται εντελώς αξιόπιστες όποτε μπορούν να παραβληθούν με τα λιγοστά τοπικά αποδεικτικά στοιχεία». Το Σχολιολόγιο (Commentary) της Αγίας Γραφής του Φ. Τσ. Κουκ, αφού επισημαίνει ότι ο Ηρόδοτος ούτε καν αναφέρει την επίθεση του Ναβουχοδονόσορα στην Αίγυπτο, λέει: «Είναι πασίγνωστο ότι ο Ηρόδοτος, μολονότι κατέγραψε πιστά όλα όσα άκουσε και είδε στην Αίγυπτο, χρωστούσε τις πληροφορίες του για την ιστορία του παρελθόντος στους Αιγύπτιους ιερείς, των οποίων τις αφηγήσεις υιοθέτησε με απόλυτη ευπιστία. . . . Όλη η ιστορία [του Ηρόδοτου] για τον Απρίη [Χοφρά] και τον Άμασι περιέχει τόσο πολλές ασυνέπειες και τόσο πολλά μυθεύματα ώστε είναι κάλλιστα δικαιολογημένο να διστάσουμε να τη δεχτούμε ως αυθεντική ιστορία. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να προσπάθησαν οι ιερείς να συγκαλύψουν την εθνική ταπείνωση της υποταγής σε ξένο ζυγό». (Σημείωση Β., σ. 132) Άρα, παρ’ όλο που η ιστορία δεν μας δίνει σαφείς αποδείξεις για την εκπλήρωση της προφητείας, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια του Βιβλικού υπομνήματος.
Υπό περσική κυριαρχία. Μεταγενέστερα η Αίγυπτος υποστήριξε τη Βαβυλώνα στη διαμάχη με την ανερχόμενη δύναμη της Μηδοπερσίας. Αλλά το 525 Π.Κ.Χ. η χώρα κατακτήθηκε από τον Καμβύση Β΄, γιο του Κύρου του Μεγάλου, και περιήλθε στην εξουσία της Περσικής Αυτοκρατορίας. (Ησ 43:3) Μολονότι ασφαλώς πολλοί Ιουδαίοι έφυγαν από την Αίγυπτο και επέστρεψαν στην πατρίδα τους (Ησ 11:11-16· Ωσ 11:11· Ζαχ 10:10, 11), άλλοι παρέμειναν εκεί. Λόγου χάρη, υπήρχε μια Ιουδαϊκή αποικία στην Ελεφαντίνη (στην αιγυπτιακή, Γιεμπ), ένα νησί στον Νείλο κοντά στο Ασουάν, περίπου 690 χλμ. Ν του Καΐρου. Ένα πολύτιμο εύρημα παπύρων αποκαλύπτει τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., τον ίδιο περίπου καιρό που ο Έσδρας και ο Νεεμίας δρούσαν στην Ιερουσαλήμ. Αυτά τα έγγραφα, στην αραμαϊκή, περιέχουν το όνομα του Σαναβαλλάτ της Σαμάρειας (Νε 4:1, 2) και του Ιωανάν του αρχιερέα. (Νε 12:22) Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια επίσημη διαταγή από τα χρόνια του Δαρείου Β΄ (423-405 Π.Κ.Χ.) σύμφωνα με την οποία η αποικία έπρεπε να τηρήσει «τη γιορτή των άζυμων άρτων». (Εξ 12:17· 13:3, 6, 7) Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η συχνή χρήση του ονόματος Γιάχου, μιας μορφής του ονόματος Ιεχωβά (ή Γιαχβέ· παράβαλε Ησ 19:18), αν και υπάρχουν επίσης αρκετές αποδείξεις σαφούς διείσδυσης της ειδωλολατρίας.
Υπό ελληνική και ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Η Αίγυπτος παρέμεινε υπό περσική διακυβέρνηση μέχρι την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο τον Μέγα το 332 Π.Κ.Χ., ο οποίος υποτίθεται ότι την απελευθέρωσε από τον περσικό ζυγό αλλά τερμάτισε οριστικά τη διακυβέρνηση από γηγενείς Φαραώ. Η κραταιά Αίγυπτος είχε γίνει πράγματι «ένα ασήμαντο βασίλειο».—Ιεζ 29:14, 15.
Κατά τη βασιλεία του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε η πόλη της Αλεξάνδρειας, και μετά το θάνατό του η χώρα κυβερνήθηκε από τους Πτολεμαίους. Το 312 Π.Κ.Χ., ο Πτολεμαίος Α΄ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και ο Ιούδας έγινε επαρχία της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου μέχρι το 198 Π.Κ.Χ. Κατόπιν, έπειτα από μακρά διαμάχη με την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών στη Συρία, η Αίγυπτος έχασε τελικά τον έλεγχο της Παλαιστίνης όταν ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ΄ νίκησε το στρατό του Πτολεμαίου Ε΄. Έκτοτε η Αίγυπτος περιερχόταν ολοένα και περισσότερο στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Το 31 Π.Κ.Χ., κατά την αποφασιστική ναυμαχία στο Άκτιο, η Κλεοπάτρα εγκατέλειψε το στόλο του Ρωμαίου εραστή της Μάρκου Αντώνιου, ο οποίος νικήθηκε από τον Οκτάβιο, γιο της ανιψιάς του Ιούλιου Καίσαρα. Ο Οκτάβιος κατέλαβε την Αίγυπτο το 30 Π.Κ.Χ. και η χώρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Σε αυτή τη ρωμαϊκή επαρχία κατέφυγαν ο Ιωσήφ και η Μαρία μαζί με τον Ιησού, που ήταν τότε παιδάκι, για να σωθούν από το δολοφονικό διάταγμα του Ηρώδη, και όταν πέθανε ο Ηρώδης επέστρεψαν, με αποτέλεσμα να εκπληρωθούν τα λόγια του Ωσηέ: «Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου».—Ματ 2:13-15· Ωσ 11:1· παράβαλε Εξ 4:22, 23.
Ο «Αιγύπτιος» στασιαστής με τον οποίο μπέρδεψε τον Παύλο ο στρατιωτικός διοικητής της Ιερουσαλήμ πιθανόν να είναι ο ίδιος με αυτόν που μνημονεύει ο Ιώσηπος. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 254-263 [xiii, 3-5]) Η εξέγερσή του αναφέρεται ότι έλαβε χώρα όταν κυβερνούσε ο Νέρων και όταν αυτοκρατορικός επίτροπος στην Ιουδαία ήταν ο Φήλιξ, στοιχεία που ταιριάζουν στην περιγραφή των εδαφίων Πράξεις 21:37-39· 23:23, 24.
Με τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, από τους Ρωμαίους το 70 Κ.Χ., εκπληρώθηκε περαιτέρω το εδάφιο Δευτερονόμιο 28:68, καθώς πολλοί επιζώντες Ιουδαίοι στάλθηκαν στην Αίγυπτο ως δούλοι.—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 418 (ix, 2).
Άλλες Προφητικές και Συμβολικές Αναφορές. Πολλές από τις αναφορές στην Αίγυπτο παρουσιάζονται σε εξαγγελίες κρίσης, διατυπωμένες με συμβολική γλώσσα. (Ιεζ 29:1-7· 32:1-32) Για τους Ισραηλίτες, η Αίγυπτος αντιπροσώπευε τη στρατιωτική ισχύ και δύναμη μέσω πολιτικής συμμαχίας, γι’ αυτό και η στήριξη των ελπίδων στην Αίγυπτο έγινε σύμβολο της στήριξης των ελπίδων στην ανθρώπινη δύναμη και όχι στον Ιεχωβά. (Ησ 31:1-3) Αλλά στα εδάφια Ησαΐας 30:1-7, ο Ιεχωβά έδειξε ότι η κραταιότητα της Αιγύπτου ήταν περισσότερο επιφανειακή παρά ουσιαστική, αποκαλώντας την Αίγυπτο «Ραάβ—αυτοί είναι για να κάθονται άπραγοι». (Παράβαλε Ψλ 87:4· Ησ 51:9, 10.) Ωστόσο, παράλληλα με τις πολλές καταδικαστικές δηλώσεις, υπήρξαν και υποσχέσεις ότι πολλοί από την «Αίγυπτο» θα γνώριζαν τον Ιεχωβά, με αποτέλεσμα να ειπωθεί: «Ευλογημένος να είναι ο λαός μου, η Αίγυπτος».—Ησ 19:19-25· 45:14.
Η Αίγυπτος αναφέρεται ως τμήμα της επικράτειας του συμβολικού “βασιλιά του νότου”. (Δα 11:5, 8, 42, 43) Στο εδάφιο Αποκάλυψη 11:8, η άπιστη Ιερουσαλήμ, όπου ο Κύριος Ιησούς Χριστός κρεμάστηκε στο ξύλο, αποκαλείται «με πνευματική έννοια» Αίγυπτος. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι εύστοχος δεδομένου ότι η άπιστη Ιερουσαλήμ καταδυνάστευε θρησκευτικά τους Ιουδαίους και τους είχε υποδουλωμένους. Επίσης, οι πρώτες πασχαλινές θυσίες σφάχτηκαν στην Αίγυπτο, ενώ το αντιτυπικό Πασχαλινό Αρνί, ο Ιησούς Χριστός, θανατώθηκε στην Ιερουσαλήμ.—Ιωα 1:29, 36· 1Κο 5:7· 1Πε 1:19.
Πολύτιμα Ευρήματα Παπύρων. Το ασυνήθιστα ξηρό έδαφος της Αιγύπτου έκανε δυνατή τη διατήρηση χειρογράφων σε παπύρους, που αν υπήρχε περισσότερη υγρασία θα είχαν καταστραφεί. Από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα έχουν ανακαλυφτεί εκεί πολλοί πάπυροι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Βιβλικοί πάπυροι, όπως η συλλογή Τσέστερ Μπίτι. Αυτοί αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικούς συνδετικούς κρίκους μεταξύ των πρωτότυπων κειμένων της Αγίας Γραφής και των μεταγενέστερων αντιγράφων σε περγαμηνή vellum.
[Εικόνα στη σελίδα 119]
Άγαλμα που συμβολίζει την προστασία του Άμμωνος προς τον Φαραώ
[Εικόνα στη σελίδα 120]
Η πληγή της επιδημίας που επέφερε ο Ιεχωβά στα ζώα της Αιγύπτου κατήσχυνε το θεό τους τον Άπι, ο οποίος είχε ως σύμβολό του τον ταύρο
[Εικόνα στη σελίδα 121]
Η γιγαντιαία Σφίγγα φαίνεται να στέκεται σαν φρουρός μπροστά από τις πυραμίδες της Γκίζας
[Εικόνα στη σελίδα 122]
Κολοσσιαία αγάλματα στο Αμπού Σιμπέλ, όλα προς τιμήν του Ραμσή Β΄