ΙΟΥΒΑΛ
(Ιουβάλ) [πιθανώς, Κριάρι].
Γιος του Λάμεχ και της Αδά, απόγονος του Κάιν. Εφόσον ο Ιουβάλ «υπήρξε ο πρώτος από όλους εκείνους που χειρίζονται την άρπα και τη φλογέρα», ίσως ήταν αυτός που εφηύρε τα έγχορδα και τα πνευστά ή πιθανόν να ίδρυσε κάποιο επάγγελμα το οποίο έδωσε αξιοσημείωτη ώθηση στην εξέλιξη της μουσικής.—Γε 4:17-21.