ΜΑΔΙΑΜ
(Μαδιάμ), ΜΑΔΙΑΝΙΤΕΣ (Μαδιανίτες) [Του (Από τον) Μαδιάμ].
1. Ένας από τους γιους που απέκτησε ο Αβραάμ από την παλλακίδα του τη Χετούρα. Ο Μαδιάμ έγινε πατέρας του Εφά, του Εφέρ, του Ανώχ, του Αβιδά και του Ελδαά. (Γε 25:1, 2, 4· 1Χρ 1:32, 33) Προτού πεθάνει ο Αβραάμ, έδωσε δώρα στον Μαδιάμ και στους άλλους γιους των παλλακίδων του και τους έστειλε στη γη της Ανατολής.—Γε 25:5, 6.
2. Οι απόγονοι του Μαδιάμ, του γιου του Αβραάμ, ονομάζονται συλλογικά «Μαδιάμ» και «Μαδιανίτες». (Αρ 31:2, 3) Μερικές φορές η Αγία Γραφή φαίνεται να τους αποκαλεί Ισμαηλίτες. (Παράβαλε Γε 37:25, 27, 28, 36· 39:1· Κρ 8:22, 24.) Αυτό πιθανόν να υποδηλώνει ότι ο τρόπος διαβίωσης των απογόνων του Ισμαήλ και του Μαδιάμ—γιων του Αβραάμ—παρουσίαζε μεγάλη ομοιότητα, και μάλιστα οι δύο λαοί ενδέχεται να συγχωνεύτηκαν ακόμη περισσότερο μέσω επιγαμίας. Επίσης, φαίνεται ότι τουλάχιστον μερικοί από τους Κεναίους ήταν γνωστοί ως Μαδιανίτες. Εφόσον οι Κεναίοι ως λαός αναφέρονται πριν από τη γέννηση του Μαδιάμ, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Κεναίος κουνιάδος του Μωυσή, ο Οβάβ, ήταν Μαδιανίτης μόνο από γεωγραφική άποψη.—Γε 15:18, 19· Αρ 10:29· Κρ 1:16· 4:11· βλέπε ΙΣΜΑΗΛΙΤΗΣ· ΚΕΝΑΙΟΣ.
Εφόσον οι Μαδιανίτες ήταν απόγονοι του Αβραάμ, πιθανόν να μιλούσαν μια γλώσσα που έμοιαζε πολύ με την εβραϊκή. Ο Γεδεών, για παράδειγμα, φαίνεται ότι δεν δυσκολευόταν να καταλάβει τους Μαδιανίτες. (Κρ 7:13-15· 8:18, 19) Ωστόσο, υπάρχει και η πιθανότητα να έμαθε ο Γεδεών τη γλώσσα των Μαδιανιτών, καθώς ο Ισραήλ ήταν υπό την κυριαρχία τους εφτά χρόνια.—Κρ 6:1.
Οι Μαδιανίτες ήταν κατά κύριο λόγο νομάδες και σκηνίτες (Κρ 6:5, 6· Αββ 3:7), αλλά την εποχή του Μωυσή αναφέρεται ότι ζούσαν και σε πόλεις. (Αρ 31:9, 10) Εκείνον τον καιρό ευημερούσαν πολύ—είχαν γαϊδούρια, αιγοπρόβατα και βόδια που ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες. (Αρ 31:32-34) Στα πλούτη τους συμπεριλαμβάνονταν χρυσά στολίδια συνολικού βάρους πάνω από 191 κιλά (σημερινής αξίας πάνω από $2.150.000).—Αρ 31:50-52.
Φαίνεται ότι τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες φορούσαν χρυσά κοσμήματα, όπως κρίκους για τη μύτη και σκουλαρίκια. Οι Μαδιανίτες βασιλιάδες στολίζονταν με «ενδύματα από μαλλί βαμμένο πορφυροκόκκινο», ενώ ακόμη και οι καμήλες τους είχαν περιδέραια στο λαιμό στα οποία προφανώς υπήρχαν φεγγαρόσχημα στολίδια.—Αρ 31:50· Κρ 8:21, 26.
Αναμφίβολα μεγάλο μέρος του πλούτου των Μαδιανιτών προερχόταν από το εμπόριο και τις λεηλασίες. (Παράβαλε Γε 37:28· Κρ 6:5, 6.) Από την εποχή του Ιωσήφ ακόμη, καραβάνια Μαδιανιτών εμπόρων ταξίδευαν στην Αίγυπτο. Σε ένα τέτοιο καραβάνι το οποίο πήγαινε στην Αίγυπτο και μετέφερε αρωματικές ρητίνες πούλησαν τον Ιωσήφ οι ετεροθαλείς αδελφοί του.—Γε 37:25, 28.
Πιθανότατα κάποια εποχή πριν από την είσοδο του Ισραήλ στην Υποσχεμένη Γη, ο Εδωμίτης Βασιλιάς Αδάδ (γιος του Βεδάδ) νίκησε τους Μαδιανίτες στην περιοχή του Μωάβ.—Γε 36:35· 1Χρ 1:46.
Κάνουν τον Ισραήλ να Αμαρτήσει. Αργότερα, οι Μαδιανίτες έδειξαν εχθρότητα απέναντι στους Ισραηλίτες. Συνεργάστηκαν με τους Μωαβίτες μισθώνοντας τον προφήτη Βαλαάμ για να καταραστεί τον Ισραήλ. (Αρ 22:4-7) Όταν αυτή η προσπάθεια απέτυχε, οι Μαδιανίτες και οι Μωαβίτες, κατόπιν συμβουλής του Βαλαάμ, χρησιμοποίησαν πανούργα τις γυναίκες τους για να παρασύρουν χιλιάδες άντρες του Ισραήλ να εμπλακούν σε σεξουαλική ανηθικότητα και σε ειδωλολατρία που σχετιζόταν με τον Βάαλ του Φεγώρ. (Αρ 25:1-9, 14-18· 31:15, 16· 1Κο 10:8· Απ 2:14) Στη συνέχεια οι Ισραηλίτες, υπακούοντας στη θεϊκή εντολή, πήραν εκδίκηση από τον Μαδιάμ. Οι πόλεις των Μαδιανιτών και τα περιτειχισμένα στρατόπεδά τους σε εκείνη την περιοχή παραδόθηκαν στη φωτιά. Χιλιάδες κατοικίδια ζώα και πολλά χρυσά αντικείμενα πάρθηκαν ως λάφυρα. Με εξαίρεση τις παρθένες, όλοι θανατώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των πέντε βασιλιάδων του Μαδιάμ—Εβί, Ρεκέμ, Σουρ, Χουρ και Ρεβά.—Αρ 31.
Λιγότερο από τρεις αιώνες αργότερα, οι Μαδιανίτες είχαν ανακάμψει από αυτό το χτύπημα σε τέτοιον βαθμό ώστε ήταν σε θέση να καταδυναστεύουν τους Ισραηλίτες επί εφτά χρόνια. (Παράβαλε Κρ 6:1· 11:25, 26.) Μαζί με τους Αμαληκίτες και τους “κατοίκους της Ανατολής”, αυτοί οι σκηνίτες που ζούσαν ως νομάδες, μαζί με τα ζώα τους και αναρίθμητες καμήλες, εισέβαλλαν στη γη του Ισραήλ φτάνοντας μέχρι τη Γάζα, αρπάζοντας τα κατοικίδια ζώα των Ισραηλιτών και καταστρέφοντας τις σοδειές τους.—Κρ 6:2-6.
Υφίστανται Συντριπτική Ήττα από τον Γεδεών. Τελικά, ο Ισραήλ επικαλέστηκε τον Ιεχωβά για βοήθεια, και τότε εκείνος ήγειρε τον Γεδεών για να τους απελευθερώσει. (Κρ 6:7-16) Η συντριβή που τους επέφερε ο Ιεχωβά μέσω του Γεδεών ήταν τόσο πλήρης ώστε δεν αναφέρεται άλλη παρενόχληση από τους Μαδιανίτες. (Κρ 8:28) Οι άρχοντές τους Ωρήβ και Ζηβ θανατώθηκαν, το ίδιο και οι βασιλιάδες τους Ζεβεέ και Ζαλμανά. (Κρ 7:25· 8:5, 21· βλέπε ΓΕΔΕΩΝ.) Αιώνες αργότερα, η νίκη επί του Μαδιάμ εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται αλληγορικά για να καταδείξει την κατατρόπωση μιας εχθρικής δύναμης.—Ησ 9:4· 10:24-26· βλέπε επίσης Ψλ 83:9-11.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη εχθρότητα των Μαδιανιτών, μια προφητεία αποκατάστασης υποδείκνυε τον καιρό κατά τον οποίο «οι νεαρές αρσενικές καμήλες του Μαδιάμ και του Εφά» θα έφερναν δώρα στη Σιών.—Ησ 60:5, 6, 11-14.
3. Η περιοχή που κατείχαν οι Μαδιανίτες ήταν γνωστή ως «Μαδιάμ» ή “γη Μαδιάμ”. (1Βα 11:18· Αββ 3:7) Κατά γενική παραδοχή, οι απόγονοι του Μαδιάμ εγκαταστάθηκαν κυρίως στο βορειοδυτικό τμήμα της Αραβίας, ακριβώς στα Α του Κόλπου της Άκαμπα. Δεν είναι όμως βέβαιο μέχρι πού έφτανε η επικράτειά τους, η έκταση της οποίας θα πρέπει να ποίκιλλε στο διάβα της ιστορίας. Την εποχή του Μωυσή, πολλοί Μαδιανίτες προφανώς ζούσαν κοντά σε μωαβιτικό έδαφος αλλά και στην περιοχή γύρω από την επικράτεια του Αμορραίου Βασιλιά Σηών.—Αρ 22:4· 31:8-12· Ιη 13:21.
Ο ίδιος ο Μωυσής έζησε περίπου 40 χρόνια στη γη Μαδιάμ. Εκεί παντρεύτηκε τη Σεπφώρα, μια από τις εφτά κόρες του Ιοθόρ, του ιερέα της Μαδιάμ. (Βλέπε ΙΟΘΟΡ.) Από αυτήν απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσώμ και τον Ελιέζερ. Η εργασία που έκανε ο Μωυσής ως ποιμένας για τον πεθερό του τον έφερε στην ορεινή περιοχή γύρω από το Χωρήβ, πράγμα που υποδηλώνει ότι κατοικούσε κάπου κοντά στον Κόλπο της Άκαμπα. Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η περιοχή γύρω από το Χωρήβ ήταν τότε μέρος της “γης Μαδιάμ”. (Εξ 2:15-22· 3:1· 4:18-20· 18:1-4· Πρ 7:29, 30) Φαίνεται ότι σε μεταγενέστερη περίοδο ο Εδώμ αναφερόταν, τουλάχιστον εν μέρει, ως Μαδιάμ.—1Βα 11:14-18.